Συνηθως οι καλλιτέχνες (ή οι μάνατζερ, ή οι εταιρίες) έχουν καλό κριτήριο για το ποια τραγούδια θα κόψουν το νήμα της προεργασίας και της ηχογράφησης και θα τοποθετηθούν στα άλμπουμ. Κάποια πράγματα φαίνονται απο μακριά άλλωστε, όσο κι αν η καθημερινή επαφή και σύνδεση με τα τραγούδια, που έτσι και αλλιώς όλα παραμένουν παιδιά σου (έστω και αν τα έχεις στείλει στην Ελβετία για σπουδές προκειμένου να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο), θολώνει την κρίση.
Τα περίφημα b-sides είναι αυτά τα παραμελημένα παιδιά που στην ουσία δικαιολογούν την ύπαρξη των singles για το παραιτέρω ξεζούμισμα των (όσων έχουν απομείνει ακόμα) αγοραστών. Ή έστω την παραπάνω κούραση του καημένου του bandwidth που είναι στα πρόθυρα του να γονατίσει απο τις αδηφάγες επιθυμίες του συλλέκτη που θέλει να τα κατεβάσει όλα.
Τα EP από την άλλη αναβάθμισαν αυτόν τον θεσμό. Διαφημίζονται ως mini album αν και, ας μην κοροιδευόμαστε, είναι προφανές ότι οι καλλιτέχνες δεν τους δίνουν τόση μεγάλη σημασία όση δίνουν στα άλμπουμ. Κυρίως απευθύνονται στους fan ενός συγκροτήματος και όχι στους υπόλοιπους ακροατές που είδαν φως και μπήκαν (γιατί είναι αδύνατον να μην έχεις γνώμη για το καινούργιο EP των Girls για παράδειγμα ενώ είναι δεδομένο οτι δεν σου άρεσε ο προηγούμενος δίσκος). Αυτό το σχεδόν αυτιστικό και ψυχωτικό κλίμα της διαδικτυακής εποχής δεν βρίσκεται μακριά απο το να περπατάς στο δρόμο και να προσπαθείς να μην πατάς τους αρμούς απο τις πλάκες αλλά τουλάχιστον είναι πιο αποδοτικό και κερδοφόρο για το πνεύμα. Ή απλά είναι άλλο ένα σωληνάριο υπερπληροφόρησης κατευθείαν στοχευμένο προς το κεφάλι μας.
Τα B-sides όπως είπαμε έχουν πολλά ποδάρια. Είτε χώνονται σε EP που συνήθως έχουν συγκεκριμένο θέμα, είτε έχουν την τύχη να μπουν στο δεύτερο cd που συνοδεύει την κύρια κυκλοφορία, είτε απλά δίνονται σαν δώρο απο τα iTunes αν παραγγείλεις το άλμπουμ.
Το θέμα σίγουρα τραβάει ένα γενικότερο αφιέρωμα με τα καλύτερα b-sides όλων των εποχών και όλου του γαλαξία (κατά την ταπεινή μας γνώμη πάντοτε) και πιστέψτε μας έχει μπει στις καλένδες μαζί με τα καλύτερα κομμάτια ανά δεκαετία, τους αγαπημένους μας μουσικούς ανά μουσικό όργανο, τα αγαπημένα μας soundtrack κλπ. Αλλά όπως βλέπετε μας αρέσει να ανοίγουμε καινούργια θέματα και πασχίζουμε να τα κρατήσουμε ζωντανά. Τα post beans και some '00s είναι ζωντανά για παράδειγμα και θα ξαναεμφανίστουν όπως και το radio beans (ζηλέψαμε την επιστροφή του radiowar η αλήθεια είναι).
Αλλά πλατιάζω. Όπως είπαμε λοιπόν τα αγαπημένα μας b-sides όλων των εποχών είναι μια γοητευτική προοπτική αλλά προς το παρόν ας αναφέρουμε μερικά απο τα αγαπημένα μας b-sides των τελευταίων μηνών.
Ένα απο τα παραδείγματα που αναφέραμε ήταν το συνοδευτικό δεύτερο cd. Οι ιστορικοί Trembling Blue Stars έβγαλαν φέτος το διπλό
Fast Trains and Telegraph Wires. Το extra cd ονομάζεται
Cicely Tonight Volume One και μας δείχνει μια διαφορετική προσέγγιση απο τους Άγγλους. Η πειραματική αλλά θελκτικότατη φύση των "Radioactive Decay" και "Outside" μοιάζει τελείως αταίριαστη με την ακριβέστατη και χαρτογραφημένη αναβίωση των 90's μελωδιών απο το πρώτο cd ενώ οι ψιθυριστές μπαλάντες του "Not For Second Prize" (εξαιρετική διασκευή στους Dream Academy) και "Lowest Arc" έπρεπε να είχαν βασικό ρόλο στο πρώτο cd. Όλη η διαδρομή του δεύτερου cd είναι ένα ταξίδι στη χώρα του ονείρου που σε κάνει να ξεχνάς λεπτά, ώρα και ημερομηνία μέχρι να σε ξυπνήσει με την ειρωνική κατακλείδα "No More Sad Songs" αποχαιρετώντας κόσμο και κριτικούς που τους είχαν κατατάξει στα κιτάπια με τους καταθλιπτικούς. Κακώς, κάκιστα και ας ελπίσουμε ο Bobby Wratten να ξανασκεφτεί την απόφαση του και αυτό να μην ήταν το τελευταίο άλμπουμ των Trembling Blue Stars.
Σαν συνοδεία στο
Heartland του Owen Pallett μπορούμε να εκλάβουμε και το EP τεσσάρων ολοκάινουργιων τραγουδιών με τίτλο
A Swedish Love Story EP. Παρότι η ιστορία δεν έχει καμμία σχέση με το concept του
Heartland μουσικά μοιάζει με το μικρό του αδερφάκι και τολμώ να πως εξίσου όμορφο αλλά με προβλήματα ανάπτυξης αφού δεν θα μεγαλώσει πάνω απο τέσσερα τραγούδια το καημένο. Τέσσερα πανέμορφα τραγούδια που επιβεβαιώνουν οτι ο Owen Pallett βρίσκεται σε σπουδαία φόρμα (αυτός ευθύνεται για αρκετές απο τις ομορφότερες στιγμές της χρονιάς είτε στο
Heartland είτε στο
The Suburbs των Arcade Fire) αλλά και οτι παραμένει ένας απο αυτούς τους μουσικός που τον θρέφει ιδιαιτέρως ο έρωτας. Ο τίτλος είναι παρμένος απο μια απο τις αγαπημένες του ταινίες απο το 1970 (προσθήκη στο my movies του Imdb:check) και μέσα στα 17 λεπτά άψογης, δραματικής αλλά και αρκετά pop (περισσότερο απο το
Heartland) ενορχήστρωσης ξεχωρίζει το καταπληκτικό "Don't Stop" που ανάθεμα τον εσωτερικό μας κανόνα που θέλει να μη βάλουμε δύο κομμάτια απο τον ίδιο καλλιτέχνη στο best of της χρονιάς.
Ένα άλλο EP βασίζεται περισσότερο στην επιτυχία ενός περυσινού δίσκου. Καθώς και στο βαρύ όνομα της Bjork. Οι Dirty Projectors μετά την μεγάλη επιτυχία του
Bitte Orca φίλεψαν την Bjork ένα κρασάκι και έναν μεζέ (σίγουρα όχι απο φάλαινα) και κάθισαν και ηχογράφησαν το
Mount Wittenberg Orca του οποίου τα κέρδη θα διατεθούν στο National Geographic για την δημιουργία προστατευόμενων περιβαλλοντικών περιοχών. Το αποτέλεσμα είναι ένα γιορτινό, ευχάριστο και ζεστό album που γλείφει χαρούμενα τα αυτοκόλλητο της επιστολής αγάπης προς το περιβάλλον και την φύση. Σχεδόν με την αθωότητα και το χαμόγελο που σκάει ένα πιτσιρίκι όταν πετάει στον κάδο σκουπιδιών ένα κουτάκι αναψυκτικού σίγουρο οτι έσωσε το περιβάλλον.
Το EP είναι σύντομο και ξεχωρίζει ιδιαιτέρως το "When The World Comes To An End" που μπορεί να μην αναλαμβάνει τα βασικά φωνητικά η Bjork αλλά η φωνή του Longstreth ταιριάζει καλύτερα. Έτσι και αλλιώς η Bjork μαζί με το γυναικείο ρόστερ των Dirty Projectors του δίνει άλλη διάσταση με τα backing vocals που αναδύονται και αγκαλιάζουν την λίγο ατσούμπαλη φωνή του Longstreth.
Τα EP βαβαίως λειτουργούν και σαν πρόδρομοι των δίσκων. Για παράδειγμα το
Zeus EP των φοβερών British Sea Power έρχεται να προλειάνει το έδαφος για το πολυαναμενόμενο, στην μικρή αλλά ισχυρή κοινότητα των οπαδών του συγκροτήματος,
Valhalla Dancehall. To
Zeus με επτά τραγούδια και πάνω απο μισή ώρα διάρκεια τους βρίσκει σε αρκετά χαλαρή φάση και απ' ότι φαίνεται το
Man Of Aran τους βοήθησε να ξεπιαστούν απο το ενεργητικό
Do You Like Rock Music?.
To "Mongk" για παράδειγμα παρότι σαν τίτλος μοίαζει για διασκευή στους Super Furry Animals είναι ένα κυρίως ορχηστρικό jamming απο αυτά που χρησιμεύουν για εισαγωγές ραδιοφωνικών εκπομπών ενώ το "Kw-H" είναι πράγματι κάτι που θα μπορούσε να κάνει ο Gruff Ruys αν και ακόμα και αυτός μπορεί να το έβρισκε λίγο βαρεμένο για να το ηχογραφήσει. Γεμάτο autotune και κλισέ κιθάρες βγάζει την γλώσσα στα autotune του Sufjan Stevens που σόκαραν τον κόσμο απ' ότι φαίνεται(μαζί με τα αρκετά fucking που λεέει στο "I Want To Be Well"). Αν παίρναμε αυτά τα δύο, ας τα πούμε, κομμάτια πράγματι θα αισθανόμασταν οτι η μπάντα απλά γέμισε τον χρόνο του EP με βλακείες και απομεινάρια απο το studio.
Όμως το ληθαργικό "Pardon My Friends" με τα στοιχειωμένα ειδικά εφέ μιλάει κατευθείαν απο ένα εγκαταλελλειμένο σπίτι με τα λόγια του να κρύβονται στο τρομακτικό θρόισμα των δέντρων. Το "Bear" είναι μια απολογητική μπαλάντα χωρισμού με τους στίχους "I saw you reading the daily star, saw you watching the x-factor and i was wondering how could you fall so far" να ξεχωρίζουν ενώ οι κιθάρες χάνονται στο υπερπέραν σκορπίζοντας σαν χθεσινές εφημερίδες στον δρόμο που έλεγε και μια ψυχή.
Το χωρίς αμφιβολία καλύτερο κομμάτι του EP "Cleaning Out The Rooms" για καλή μας τύχη θα βρίσκεται στο
Valhalla Dancefloor και αναμένεται να έχει πρωταγωνιστική θέση. Στην uptight θυμίζει κάτι απο παλιούς Smashing Pumpkins και σε εμένα κάτι απο τα προηγούμενα έπη τους σε στυλ "Lately" που δεν υπήρχαν σε αρκετή ποσότητα στο
Do You Like Rock Music?. Το ομώνυμο "Zeus" είναι ένα άλλου είδους έπος. Απο αυτά που αρέσκονται τώρα τελευταία με τις κιθαρομαχίες και και τα χοροπηδηχτά που θα μπορούσαν να ξεσηκώσουν και μοναστήρι με μοναχούς που έχουν πάρει όρκο σιωπής.
Αν ήθελαν πάντως, με το EP αυτό να μας κάνουν να ξερογλυφόμαστε για το
Valhalla Dancehall τα κατάφεραν περίφημα.
Και τι γίνεται με τα απλά και ταπεινά b-sides; Τα μοναχούλια αυτά κομμάτια που έρχονται extra με την αγορά του δίσκου απο το iTunes και κάλλιστα μπορεί να μην τα πάρεις χαμπάρι; Σίγουρα τέτοια σκληρή μοίρα δεν άξιζε στο καταπληκτικό "Fire Boy" των Grinderman. Να το δεχτώ μόνο για έναν λόγο. Ότι δεν ταίριαζε στον οργιώδη και αιματοβαμμένο ορυμαγδό του
δίσκου. Πιο εσωτερικό και πιο Bad Seeds σίγουρα. Με τον Nick Cave στον συνηθισμένο άψογο εαυτό του να διηγείται μια τραγική ιστορία έτοιμος να τον πάρουν τα ζουμιά μαζί με τα έγχορδα που του απαλύνουν τον πόνο. Μια υπέροχη στιγμή που θα άξιζε δημόσιο ( ή ιδιωτικό δεν έχει σημασία) λιθοβολισμό στην μπάντα που θα την άφηνε έξω απο το δίσκο της. Αλλά εδώ είναι ο Nick Cave και ο Warren Ellis στην μέση οπότε τους συγχωρούμε.