31.10.08

Wave Goodbye To The Waves And The Frozen Shit That Was In Your Heart

H ήρεμη και νηφάλια φωνή του Lockett Pundt, κιθαρίστα των Deerhunter, ακριβώς με την έναρξη του φετινού Microcastle σου υπόσχεται πως αυτό που θα ακολουθήσει διεκδικεί την αμέριστη προσοχή σου. Η κατευθείαν αξιομνημόνευτη μελωδία που αγκαλιάζει το “Agoraphobia” θεωρεί ως δεδομένο ότι το Microcastle είναι ένα άλμπουμ γεμάτο ρεφρέν που σου γίνονται κολλιτσίδα, και κιθαριστικές στιγμές που θυμίζουν την μελωδική πληρότητα και άποψη των (ευλογημένων) 90’s.

Μετά το πρώτο τραγούδι ο Bradford Cox αναλαμβάνει τα φωνητικά με άλλη μια εξαίρεση (“Neither of us”) και δείχνει ότι η μελωδία βρισκόταν πάντα κρυμμένη μέσα στο λιπόσαρκο και μακρόστενο κορμί του. Όντας ο ίδιος ασθενής του συνδρόμου Marfan, ξορκίζει τους εφιάλτες του και το εύθραυστο του σώματος του με απελευθερωτικές μελωδίες, κάνοντας για λίγο στην άκρη τους θορυβώδεις φίλους του (Jay Reatard, Black Lips), και αφήνοντας τις επιρροές του να ξεχυθούν κομμάτι-κομμάτι μέχρι να βγάλουν νόημα.

Η shoegaze κιθάρα που βασανίζεται στο background, τα εξομολογητικά φωνητικά του Bradford, τα επαναληπτικά χτυπήματα των drums, που ακούγονται σαν κάποιος να καρφώνει έναν πίνακα, καθώς και τα απαραίτητα "ahhh, ooohhh" που καταλήγουν το κομμάτι “Never Stops” φανερώνουν αυτό που οι Deerhunter μετατράπηκαν στο Microcastle: μια indie rock μπάντα με ανεξάντλητο pop ρεπερτόριο.

Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε σε δύο εβδομάδες και ντύθηκε με τα, απαραίτητα σε κάθε αριστούργημα, προσωπικά προβλήματα και αντιπαραθέσεις μεταξύ των μελών, βγάζοντας με ορμή όσο περισσότερα μικρά διαμαντάκια μπορούσε να αντέξει το στούντιο.

Όμως το πιο σημαντικό προσόν του Microcastle είναι η ποικιλία του, και τα κόλπα με τα οποία μπορεί να αλυσοδέσει τον ακροατή. Μόλις το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου τελειώνει, ξαφνικά σαν να ρίχνει κάποιος τα φώτα ενός πάρτι ώστε να φύγουν οι καλεσμένοι, και ξεκινάει ένα τρίο εξαιρετικά μικρών σε διάρκεια τραγουδιών αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά ατμοσφαιρικών και υπνωτικών, σαν μια τριλογία ενός ταξιδιού σε έναν ιδρωμένο ονειρότοπο. Το μεσαίο της τριλογίας με τίτλο “Green Jacket” με το απλό χάιδεμα των πλήκτρων του πιάνου ακούγεται σαν τα τελευταία λόγια ενός αποχαιρετισμού. Με το όνειρο να ολοκληρώνεται τυλιγμένο στις αραχνοΰφαντες άρπες του “Activa”. Αυτή η τεράστια αλλαγή τέμπο μοιάζει να έγινε για να απομακρυνθεί όποιος του άρεσε το πρώτο μέρος του δίσκου. Όποιος όμως πέσει σε αυτήν την παγίδα έχει να χάσει μια καταπληκτική συνέχεια.

Καθώς το “Nothing Ever Happened” με τις Joy Divisionιστικές του κιθάρες και τον καθαρό κιθαριστικό ήχο του βγάζει μια σπάνια ποιότητα, που απαντά στην ερώτηση για το πώς μπορεί μια από τις πολλές indie μπάντες να μετατραπεί σε αντικείμενο πόθου πολλών μεγαλύτερων δισκογραφικών. Το τελικό του τζαμάρισμα μοιάζει αληθινά αυθόρμητο και ξέγνοιαστο, οδηγώντας σε στην τρέλα του “Saved by Οld Times” και το garage σφρίγος του, αρκετό ώστε οι Velvet Underground να δακρύσουν συγκινημένοι για τα εγγονάκια τους που επιτέλους αποφοίτησαν, και στιχουργικά τόσο αινιγματικό και παρανοϊκό που o Frank Black θα ούρλιαζε από τη χαρά του πάνω από το τελευταίο burger που κατανάλωσε (Frank πάχυνες!).

Πράγματι οι Deerhunter σώθηκαν από τις παλιές εποχές, γιατί τέτοια πετυχημένη κατάθεση στεφάνου στις επιρροές μιας μπάντας δύσκολα βρίσκεις. Και μας υπενθυμίζουν πως κάπως έτσι χτίζονται και τα μεγάλα συγκροτήματα αλλά και προχωράει πραγματικά η μουσική. Πρόοδος αλλά όχι λησμονιά. Σεβασμός αλλά όχι σκλαβιά. Επιρροή αλλά όχι αντιγραφή.

"Nothing Ever Happened":

28.10.08

Yin & Yang, pt II: Yin - Innocence

Ο μουσικόφιλος που ζει στο 2008 λογικά είναι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Του αρκεί μια σύνδεση στο Ίντερνετ για να έχει πρόσβαση σε περισσότερη μουσική απ'ότι μπορεί ν'ακούσει. Blogs, MySpace, ατέλειωτα sites, internet radio αλλά και streaming από εκατοντάδες σταθμούς παγκοσμίως, P2P, κι ακόμα και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες να χαρίζουν μουσική - αν αυτό δεν είναι ο παράδεισος του μουσικόφιλου, τότε δεν ξέρω τι είναι! Οι πιο πολλοί θυμόμαστε τις εποχές που η μοναδική ενημέρωση, εδώ στην Ελλάδα, ήταν ένα-δυο περιοδικά ή ένας σταθμός (Rest In Peace, ω! αξέχαστε Ρόδον!), ή τις ατέλειωτες ώρες που ταϊζαμε με κάρβουνο το 14άρι μοντεμάκι για να μπούμε σ'ένα μουσικό site, τρέμοντας μην πάρει κανείς τηλέφωνο και κοπεί η γραμμή. Ή την αναμονή κάθε Παρασκευής για να ξοδέψουμε το ένα τρίτο του εβδομαδιαίου χαρτζιλικιού στο και-κάποτε-ήταν-τόσο-καλό! Ν.Μ.Ε.. Κι όσο κι αν φράσεις όπως "το δύσκολο έχει άλλη γλύκα" πάνε να καλύψουν το παρελθόν με ένα ζαχαρένιο γλάσο νοσταλγίας, όσο κι αν ο τωρινός υπερκορεσμός μας κάνει να θεωρούμε πολλά πράγματα δεδομένα, θα ήταν αχαριστία να πει κανείς ότι ο ωκεανός πληροφοριών και ακουσμάτων που μας περιμένει κάθε μέρα στην άκρη του κέρσορα του ποντικιού μας δεν μας αρέσει.

Ας πάμε όμως πίσω, πολύ λίγο πριν όλη εκείνη η εποχή πνεύσει θορυβωδώς τα λοίσθια με δράστη του πρώτου θανατηφόρου πλήγματος ένα προγραμματάκι ονόματι Napster. Όταν ακόμα όλα αυτά ήταν η καθημερινή πραγματικότητα. Ήταν 1999, όταν στη μουσική πιάτσα ξεκίνησε ένα σούσουρο, εντονότερο απ'ότι συνήθως, γύρω από ένα νέο μουσικό φαινόμενο από την Ισλανδία. Ξαφνικά, στα αγγλικά έντυπα άρχισε να ξεπροβάλλει ένας παράξενος τίτλος τραγουδιού που έμοιαζε πιο πολύ με ονομασία γαλαξια - "Svefn-G-Englar" - και που σου τραβούσε την προσοχή ήθελες δεν ήθελες. Το συγκρότημα λεγόταν Sigur Ros και λίγο καιρό αργότερα, μόλις βγήκε το album με τον εξίσου παράξενο τίτλο Ágætis Byrjun, η χιονοστιβάδα του hype άρχισε να κατρακυλάει ανεξέλεγκτη.

Δεν θυμάμαι τώρα πια τι ήταν αυτό που παρακίνησε εμένα προσωπικά να αγοράσω το δίσκο. Ίσως ήταν οι παραδομένες άνευ όρων κριτικές, ίσως ένα CD του Uncut που τότε, στις πρώτες του μέρες, αποτελούσε κάτι σαν νέο ευαγγέλιο. Θυμάμαι όμως πολύ καλά τις πρώτες ακροάσεις και το πόσο έυκολα παραδόθηκα κι εγώ με τη σειρά μου.

Πατώντας το play, εκπληκτικά τοπία μοναδικής ομορφιάς κυλούσαν μέσα στο μυαλό μου όπως στο video του "Joga" της Bjork. Στο "Starálfur" ήμουν στην κορυφή ενός λόφου αντικρύζοντας τη θάλασσα ένα ηλιόλουστο πρωινό, νιώθοντας όλη την ευφορία της ζωής μαζεμένη. Στο "Hjartaõ Hamast (Bamm Bamm Bamm)", κατάμαυρα σύννεφα μαζεύονταν στη δύση σ'ένα μαβί σούρουπο. Το "Flugufrelsarinn" (ορκίζομαι ότι το έγραψα από μνήμης) ήταν μια διάφανη αρκτική νύχτα, 3 η ώρα το μεσημέρι. Ήταν ο ήχος ενός πρωτόγονου κόσμου. Βοηθούσε και η γλώσσα, αυτά τα κάτι-σαν-ισλανδικά (όχι πως θα τα ξεχωρίζαμε αν δεν το'λεγαν οι ίδιοι) που, απαλλαγμένα από το βάρος του νοήματος για εμάς τους απ'έξω, άφηναν την πανέμορφη φωνή του Jonsi Birgisson να γίνεται απλά ένας ακόμα ήχος, εξίσου εκφραστικός με τις κιθάρες που έμοιαζαν με φάλαινες, σύννεφα, γκέυζερ, παγετώνες και ό,τι άλλο πολικό βάλει ο νους σου, τις μικρές jazzy λεπτομέρειες των πλήκτρων και τα υπόλοιπα συστατικά του αραχνοϋφαντου πλεχτού που ύφαιναν οι υπόλοιποι.

Όσο όμως μαθαίνεις περισσότερα για τον δημιουργό ενός έργου τέχνης που σε συγκλόνισε, τόσο περισσότερο τον φέρνεις στο δικό σου, καθημερινό επίπεδο. Το ζήτημα είναι αν θα συνεχίσεις να εκτιμάς εξίσου το έργο και μετά την απομυθοποίηση που έρχεται σ'εκείνο το σημείο, και το τι κάνει ο καλλιτέχνης μετά. Οι Ισλανδοι πιτσιρικάδες χάθηκαν για λίγο, και όταν ξαναεμφανίστηκαν ήταν σαφές ότι είχαν επιλέξει να παρατείνουν το μυστήριο. Ένας δίσκος χωρίς τίτλο, όμορφος - μα και μονότονος. Το ίδιο και ο επόμενος. Η ομορφιά ήταν εκεί, μα η αθωότητα, η άγνοια κινδύνου που έκανε το Ágætis Byrjun τόσο καθηλωτικό είχε χαθεί.

Κι έτσι, ερχόμαστε πίσω στο σήμερα. Οι Sigur Ros δεν είναι πια τα μικρά ξωτικά από την παγωμένη Ισλανδία, αλλά ένα ακόμα συγκρότημα, πολύ καλό μεν, όπως όλα τ'άλλα δε, τουλάχιστον για τα media. Δεν είναι κάτι που έχει να κάνει τόσο με την ποιότητα της δουλειάς τους, όσο με την προαναφερθείσα οικειοποίηση: δεν είναι πια νέο όνομα, και ως γνωστόν η βιομηχανία του θεάματος ψοφάει για νέα ονόματα. Και προφανώς, ένα γκρουπ που βρίσκεται στον πέμπτο δίσκο του και με μια δεκαετία πίσω του δεν μπορεί να πλασαριστεί πια ως νέο - η πρωτοτυπία της προέλευσής τους και της γλώσσας που χρησιμοποιούσαν συντήρησε λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο τη δυνατότητα αυτή, αλλά πλέον, με την ταχύτητα που κινείται η μουσική, είναι κι αυτοί "παλιοί". Έτσι, ο προβολέας έφυγε από πάνω τους. Δεν είναι πια στο κέντρο της σκηνής. Και απολαμβάνουν επιτέλους το προνόμιο της ησυχίας και του (ελαφρώς) χαμηλωμένου πήχυ.

Έτσι αποτραβηγμένοι από τα φώτα και χωρίς να βιάζονται, αποφάσισαν πως ήρθε η ώρα να βγουν από το αδιέξοδο. Έφεραν στο στούντιο τον έμπειρο Flood να τους βοηθήσει, αλλά κυρίως έφεραν πίσω ένα μέρος της αθωότητας, ακριβώς επειδή σταμάτησαν να προσπαθούν να την αναπαραγάγουν. Αυτή τη φορά, φαίνεται να πηγάζει ξανά από μέσα τους, με κύρια έκφρασή της τη φωνή του Jonsi. Αν η αθωότητα είχε ήχο, θα ήταν ο ήχος αυτής της φωνής - αυτό το άσπιλο, σχεδόν αμόλυντο από τις καθημερινές τριβές ηχητικό χάδι, καθαρό σαν τον αέρα που φτάνει από τον απόλυτο Βορρά στις ακτές του μικρού τους νησιού.

Τώρα όμως το συνοδεύουν εκρήξεις χαράς που όμοιές τους δεν έχουμε ξανασυναντήσει στο υλικό των Ισλανδών φίλων, εκτός από το μαγευτικό "Starálfur" που αναφέρθηκε πιο πάνω. Το πρώτο μισό του Med Sud I Eyrum Vid Spilum Endalaust αγγίζει τα όρια του γιορταστικού, και η εικόνα του εξώφυλλου είναι από τις πιο αντιπροσωπευτικές αναπαραστάσεις σε ένα εξώφυλλο του συναισθήματος που βγάζει ένας δίσκος που έχω δει ποτέ. Το "Inní Μér Syngur Vitleysingur" είναι σα να τρέχεις κουτρουβαλώντας σε ένα ηλιόλουστο λιβάδι χωρίς να θέλεις να σταματήσεις ποτέ, ενώ το εννιάλεπτο "Festival" ξεκινάει σαν ύμνος, και κάπου στη μέση του κομματιού η εκκλησία όπου ακούγεται φουσκώνει και τελικά εκρήγνυται, με εκατομμύρια χρωματιστά κομματάκια να εκτοξεύονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς όλες τις κατευθύνσεις.

Η πρωτοφανής για τα δεδομένα τους εξωστρέφεια καταλαγιάζει στο δεύτερο μισό του album, αλλά και πάλι, δεν επιστρέφουν ακριβώς στον ήχο που έχουμε συνηθίσει - εδώ ο ήχος είναι πιο λιτός, πιο "οργανικός" και πιο ζωντανός, και τα τραγούδια πιο άμεσα, με μια γλυκιά και σχεδόν φωτεινή μελαγχολία να τα διαπερνά. Το επικό "Ára Bátur" εμφανίζει μια από τις λίγες στιγμές όπου η λιτότητα του ήχου καταστρατηγείται για μερικά δευτερόλεπτα, αλλά η αντίθεση ανάμεσα στο απλό πιάνο που αποτελεί τη ραχοκοκκαλιά του κομματιού και την κορύφωση με τα πνευστά, τα έγχορδα και τα φωνητικά να ίπτανται μεγαλόπρεπα προς το ηλιοβασίλεμα δικαιολογεί πέρα για πέρα την παρασπονδία. Κι αμέσως μετά, το πανέμορφο "Illgresi" με την απλή ακουστική του κιθάρα επαναφέρει την χαμηλότονη γλύκα. Τα αιωρούμενα έγχορδα του "Fljótavík" ολοκληρώνουν αυτήν τη θεσπέσια τριάδα αφήνοντάς σε να κοιτάς τη θάλασσα το σούρουπο, με τα φωτάκια από τα ψαροκάικα να φεγγίζουν μακριά.

Η μοναδική στιγμή που οι Sigur Ros μοιάζουν να επαναλαμβάνουν λιγότερο πετυχημένα την παλιά τους συνταγή είναι το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το "All Alright", το οποίο είναι και η πρώτη τους αγγλόφωνη απόπειρα. Όχι πως δεν είναι αντάξια όμορφο των προηγούμενων, όμως μοιάζει στάσιμο και χωρίς κατεύθυνση σε σχέση με τα υπόλοιπα κομμάτια, τα οποία σε αγγίζουν χωρίς καν να προσπαθούν, με τη φυσικότητα και τη χάρη των πρώτων τους χρόνων. Ίσως να είναι και συμβολικό - είναι η μοναδική στιγμή που μοιάζουν να προσπαθούν να πάνε κόντρα στη φύση τους, και το αποτέλεσμα δεν είναι τόσο καλό. Όμως σε όλο το υπόλοιπο album, η φύση τους - το φως και η αθωότητα - κερδίζει.

"Festival":

21.10.08

Yin & Yang, pt I: Yang - The Dark.

Ήταν Σάββατο βράδυ, και στεκόμουν μαζί με τον mr.grieves έξω από το μέρος όπου λίγα λεπτά αργότερα ο Μ83 με την μπάντα του θα εμφανιζόταν για πρώτη φορά στην Αθήνα. Κάτι άλλο που επίσης θα συνέβαινε για πρώτη φορά, ήταν ότι θα πήγαινα να δω μια συναυλία χωρίς να έχω ακούσει ούτε μισή φορά το τελευταίο πόνημα του καλλιτέχνη. Είχα εξερευνήσει το Before the Dawn Heals Us του 2005 και το ακόμα παλιότερο Dead Cities, Red Seas & Lost Ghosts αλλά για κάποιο λόγο, το φετινό Saturdays = Youth μου είχε ξεφύγει, παρ'όλο που το "Graveyard Girl" παρέλασε στη διάρκεια της χρονιάς σχεδόν απ'όλα τα blogs που επισκέπτομαι τακτικά. Δεν ήταν ότι είχα κάτι με τον συμπαθή Γάλλο, ούτε ότι με είχε απωθήσει κάτι στις προηγούμενες δουλειές του. Ίσως απλά να μη με είχαν τραβήξει τόσο ώστε να το ακούσω οπωσδήποτε, κι έτσι πήγα στο Gagarin με μια έξτρα τζούρα περιέργειας κι ένα μεγάλο "Για να δούμε!" να αναβοσβήνει γλυκά στο μυαλό μου.

Το πρώτο πράγμα που μου κίνησε υποψίες ότι τελικά ίσως και να είχα χάσει κάτι καλό τόσο καιρό ήταν το πλήθος: το Gagarin ήταν εντελώς γεμάτο και κόσμος ερχόταν συνεχώς, τη στιγμή που άλλα παρόμοιου βεληνεκούς mini-sensations τα περασμένα χρόνια (Metric, Lanterna, Devastations) με το ζόρι κατάφεραν να μαζέψουν 500 άτομα. Για να μη μιλήσω για το φετινό live των Spiritualized. Όχι πως εμπιστεύομαι και πάρα πολύ το κριτήριο του indie κοινού της χώρας - το έχουν επηρεάσει άλλωστε αρκετοί κομπλεξικοί Lester Bangs/ John Peel wannabes, ειδικά τα τελευταία χρόνια - αλλά τέτοια μάζωξη είχα καιρό να δω.

Η συναυλία αυτή καθ'αυτή δεν ήταν κακή, αλλά δε μου προκάλεσε και κάποια τρομερή αίσθηση, τουλάχιστον όχι αρκετή ώστε να κατανοήσω τέτοιο ενθουσιασμό. Ίσως έφταιγε που στεκόμασταν πολύ πίσω, σχεδόν στο μπαρ, ίσως πάλι τα κομμάτια να μην ήταν φτιαγμένα τόσο πολύ για ένα live σ'ένα μικρό κλαμπ. Ίσως απλά (το πιθανότερο) να ήταν που τα άκουγα για πρώτη φορά. Όπως και να'χει, δεν εντυπωσιάστηκα - μέχρι το προτελευταίο κομμάτι του κανονικού σετ.

Ξαφνικά, εκεί που κουνιόμουν στο ρυθμό μάλλον νωχελικά, ψιλοκοιτάζοντας κιόλας το ρολόι μου, άκουσα ΑΥΤΟ. Η υπέροχη φωνή της κοπέλας σχημάτισε στο ρεφραίν ένα εκπληκτικό μελωδικό αγκίστρι στο οποίο όχι απλά τσίμπησα, αλλά κατάπια το σκουληκάκι αμάσητο και χάθηκα ολοκληρωτικά στο βυθό του κομματιού, όπου αλλεπάλληλα ρεύματα από keys και κιθάρες διασταυρώνονταν αρμονικά. Μεμιάς απέκτησε νόημα το χτύπημα που έβλεπα να ρίχνει στη σκηνή ο νεαρός κύριος Gonzalez και οι συν αυτώ, κι έμεινα μαζί τους και στα δυο επόμενα κομμάτια που έκλεισαν τη βραδιά, με το ενδιαφέρον μου για το πρόσφατο υλικό να έχει ανέλπιστα περάσει τη βάση.

Την άλλη μέρα, όμως, είδαμε τους R.E.M. στο Καλλιμάρμαρο και σε γενικές γραμμές θα μπορούσα να πω ότι η εμφάνιση του Μ83 κινδύνεψε σοβαρά να θαφτεί πολύ σύντομα στη λήθη, σκεπασμένη από τη χρυσόσκονη που σκόρπισε γύρω του το Αθηναϊκό τρίο. Θα μπορούσε να'χε γίνει έτσι... μα έλα που εκείνο το κομμάτι δε μ'άφηνε! Αγκυροβολημένο μέσα στο κεφάλι μου όλη την εβδομάδα που ακολούθησε, άφησε τα πελώρια, χιλιοακουσμένα (ορισμένα λατρεμένα) τραγούδια με τα ολόφωτα καταστρώματά τους να περάσουν, να λάμψουν γιορτινά σκοτεινιάζοντάς το και απειλώντας να το βουλιάξουν και τελικά να φύγουν, κι έμεινε εκεί, να επιπλέει και να επιμένει να το προσέξω. Εντυπωσιασμένη από την αντοχή του, έριξα μια βιαστική ακρόαση στο φετινό album κι αυτή με πληροφόρησε ότι ήταν το 3ο κομμάτι του δίσκου, το "Skin of the Night".

Όπως συμβαίνει πάντα σ'αυτές τις περιπτώσεις, τις επανειλημμένες ακροάσεις του τραγουδιού ακολούθησε τελικά το υπόλοιπο album. Ο Γάλλος έχει προσκαλέσει στη χαρούμενo ηχητικό '80s πάρτι του όσους αποθέωσαν τα ονειρικά, ζεστά keyboards τα τελευταία χρόνια (Air, Death in Vegas, Royksopp, Goldfrapp) κι έχει ως τιμώμενα πρόσωπα τους Jesus & Mary Chain με την κελαριστή, διάφανη κιθαριστική ποπ τους να διαπερνάει το "Graveyard Girl" και την Kate Bush, την οποία φέρνουν στο μυαλό αρκετές φορές τα αιθέρια γλυκόλογα της Morgan Kibby. Σαν ντεκόρ, ό,τι αγαπήσαμε (ή μισήσαμε, αναλόγως) από την ποπ των 80s: ήχος γυαλισμένος σαν παρκέ, συνθετικά ντραμς παντού, ευγενικές jangly κιθάρες και μικρές λουλουδένιες λεπτομέρειες από διάφανα keyboards που φέρνουν στο μυαλό πολυαγαπημένα χιτάκια της εποχής (χωρίς πλάκα, το "Kim & Jessie" θα μπορούσε να έχει έρθει αυτούσιο από το 1985) (κι επίσης, όποιος πει ότι δεν του αρέσει τουλάχιστον το πρώτο από τα τρία προηγούμενα ψεύδεται ασυστόλως).

Tο αποτέλεσμα είναι καλύτερο απ'ότι δείχνει η περιγραφή. Με τη δεύτερη, τρίτη το πολύ ακρόαση, το album σε μεταφέρει σε έναν κόσμο νυχτερινό, φωτισμένο με πολύ neon, και σε διαποτίζει μια διάθεση χαρούμενης, αισιόδοξης εξερεύνησης. Θέλεις να οδηγήσεις γρήγορα σε μια άδεια λεωφόρο ("Graveyard Girl"), να χορέψεις χωρίς σταματημό ("Couleurs"), να μπεις σε μυστηριώδη κλαμπ όπου το dress code ειναι κάτι μεταξύ Nina Hagen και γκέισας (το προαναφερθέν "Skin of the Night"), να πετάξεις, ή έστω να περπατήσεις νομίζοντας ότι πετάς ("We Own the Sky") ή να παίξεις για λίγο στο Lost in Translation, και να χαθείς νοητικά στο χαώδες μα και τόσο σαγηνευτικό Τόκυο ακολουθώντας την Σκάρλετ και τον Μπιλ υπό τους ήχους του "Highway of Endless Dreams" - που θυμίζει τόσο το "Girls" των Death in Vegas από το soundtrack - και του "Too Late".

Προσωπικά, το απόλαυσα ιδιαίτερα σε μια νυχτερινή βόλτα στην άδεια Ερμού, περπατώντας γρήγορα. Τα χρώματα και τα φώτα της πόλης έμοιαζαν πιο έντονα, ο αέρας πιο κρύος αλλά και πιο φρέσκος - ήταν σα να με προσκαλούσε η βραδιά να μείνω έξω, μαζί της ως το τέλος, περιδιαβάζοντας τα μπλεγμένα στενά του κέντρου με την όρεξη και την ανεμελιά που οι δουλειές και η μίρλα της μέρας σε κάνουν να πιστεύεις πως δεν έχεις πια. Κι όλα αυτά από ένα δίσκο που ίσως να μην είχα μπει ποτέ στον κόπο ν'ακούσω. Να που μερικές φορές το πλήθος έχει δίκιο.

Video από το "Skin of the Night" live στο Τορόντο, με μέτριο ήχο αλλά ήταν το μοναδικό που βρήκα με ολόκληρο το κομμάτι.

15.10.08

We have the driver and time on our hands/ One little room and the biggest of plans

“At the top I'm stopping by/ Your place of work and acting like/ I haven't dreamed of you and I and marriage in an orange grove/ You are the only thing in any room you're ever in”

Με αυτά τα λόγια που ξεστομίζει ο Guy Garvey στο εναρκτήριο κομμάτι του φετινού δαφνοστεφανωμένου δίσκου των Elbow δεν είναι δυνατόν να μην επαναφέρει τον ρομαντισμό στην σύγχρονη Βρετανική ροκ. Όχι όμως τον «ωχ μόλις απάτησα/με απάτησε η γκόμενα μου, τι υγρό και μοναχικό αυτό το βράδυ στο Νόττιγχαμ» ρομαντισμό των Tindersticks, ή τον «μ’ αρέσει να γράφω τραγούδια αγάπης, αλλά κοιτάξτε πόσους πολλούς συγγραφείς διαβάζω! Αλήθεια εσείς πότε ανοίξατε βιβλίο για τελευταία φορά;» ρομαντισμό των Divine Comedy. Αλλά τον αυθεντικό ρομαντισμό, σαν αυτόν που αισθάνεσαι όταν ευλογείς την τύχη σου κάθε στιγμή για την καλή σου μοίρα, αυτός που καμιά φορά σε κάνει να αναρωτιέσαι έντρομος αν ονειρεύεσαι ή πραγματικά ζεις κάτι τόσο αδιανόητο μέχρι τότε.

Ακούς την ζεστή και φιλική φωνή του Guy να μιλάει για τις χαριτωμένες του ανασφάλειες απέναντι σε μια μικρότερη ηλικιακά κοπέλα, να νοσταλγεί ανέμελες εποχές ξαπλωμένος στο γρασίδι μαζί της, να παρατηρεί πόσο άσχημο και δευτερεύον είναι το φεγγάρι μπροστά στη θέα της αγαπημένης του, και νομίζεις ότι ακούς τον στενότερο σου φίλο σε μια μεταμεσονύχτια εξομολόγηση. Ο Guy μιλάει με λόγια ειλικρινή και ξεριζωμένα μέσα από την καρδιά του, για την γλυκιά ανυπομονησία και αδιαφορία για οτιδήποτε άλλο που σου προσφέρει ένας άνευ όρων έρωτας.

Διαλύοντας τα pop τραγούδια που καταπιάνονται συνήθως με το θέμα, και περισσότερο εξαντλούνται στα «I love you, you love me, why don’t we get married» ερωτικά ποιηματάκια, που χρησιμεύουν για να «ρίξει» ο κομπλαρισμένος φίλος μας το ραντεβού του. Και δεν είναι μόνο στο “Starlings” που εναποθέτει κομμάτια της έντονης συναισθηματικότητας του, και της ανάγκης του να μιλήσει χωρίς να ντρέπεται να παραδεχτεί κάποια πράγματα που πολλοί και μόνο που τα σκέφτονται τα διώχνουν στην πίσω πλευρά του κεφαλιού τους. Το μισό σχεδόν άλμπουμ είναι ένα υπέροχο στιχουργικό μελένιο γλύκισμα που το ακούς και 1. αν είσαι ερωτευμένος έχεις έτοιμο υλικό για 20 και βάλε κάρτες ή 2. αν δεν είσαι ανυπομονείς μελαγχολικά για τον έρωτα στην επόμενη γωνία.

Επειδή όμως ο κύριος Garvey είναι κλασσικός Άγγλος, μπορεί στο αίμα του να τρέχει ο αδάμαστος ερωτισμός και ρομαντισμός που σφιχτοδένει τους ήρωες του Shakespeare, τρέχει όμως και η ανάγκη να μιλήσει για τραγωδίες και τα διδάγματα αυτών όπως και πάλι συνήθιζε ο γέρο-Γουίλλιαμ. Γιατί στην ουσία ο υπόλοιπος δίσκος όπως και ο τίτλος του Seldom Seen Kid είναι αναφορές στον πρόωρα και απότομα χαμένο Bryan Glancy, μουσικό και αδερφικό φίλο του Guy Garvey. Απόδειξη ο τελευταίος τραγικός στίχος του άλμπουμ “Love you mate” όπου αποχαιρετά τον φίλο του, με την συνοδεία ενός γλυκόπικρου πιάνου και μερικών δακρυσμένων βιολιών. Κάνοντας το κομμάτι “Friend of Ours” τον ωραιότερο επικήδειο που έχω ακούσει μαζί με αυτόν.

Είναι ένας δίσκος με μεγάλες αντιθέσεις. Για κάθε “I have an audience with the pope/ Αnd I'm saving the world at 8/ But if she says she needs me/ Everybody's gonna have to wait” υπάρχει κι ένα “Gotta get out of TV/ Just pick a point and go/ The ticker-tape tangles my feet/ As I search for a face that I know” και για κάθε “Someone tell me how I feel/ It's silly wrong but vivid right/ Oh, kiss me like the final meal/ Yeah, kiss me like we die tonight” υπάρχει και ένα “The bruise turns a tall, gentle boy to a terrible totem/ And the kids gather round trying to see what's inside/ I think when he's drinking he's drowning some riot/ What is my friend trying to hide?” Η ζεστασιά και η γαλήνη ενός έρωτα, σε αντίθεση με την απώλεια και την απομόνωση.

Το κεντρικό κομμάτι του δίσκου “The Loneliness Of The Tower Crane Driver” μοιάζει σαν αναφορά στο αριστούργημα των Grandaddy “He's Simple, He's Dumb, He's the Pilot” με μία τεράστιας συναισθηματικής κατάθεσης κορύφωση, για το οποίο ο ίδιος ο Garvey λέει τα εξής:

"My brother in law met a tower crane driver in a bar who began the night boasting about how well paid he was and how much he loved his job. He ended the night crying into his beer with loneliness. Ambition, if pursued to the cost of everything else, can leave you high, dry and lonely."

Φυσικά υπάρχουν και οι χαλαρές στιγμές όπως το “Grounds For Divorce”, όπου ο Guy βλέπει την παμπ της γειτονιάς του σαν την τρύπα που πέφτουν όλα τα αρσενικά προς εκνευρισμό των θηλυκών, ενώ στο “The Fix” φωνάζει τον κοσμοπολίτη Richard Hawley, και μαζί γράφουν το τραγούδι που κανονικά έπρεπε να είχαν γράψει από την αρχή της γνωριμίας τους ο Greg Dulli με τον Mark Lanegan.

Η μουσική όπως και στους υπόλοιπους δίσκους των Elbow είναι πολύ πλούσια και πολυεπίπεδη ώστε να σου κάνουν εντύπωση πολλά καινούργια πραγματάκια κάθε φορά, ο Mark Potter εντυπωσιάζει με την παιχνιδιάρικη αλλά διαπεραστική κιθάρα του, ενώ έγχορδα και keyboards μελαγχολικά και μεγαλοπρεπή δεν κλέβουν ποτέ την παράσταση από τα πάντοτε κατάλληλα για την περίσταση απαγγελμένα φωνητικά του Garvey, αλλά διεκδικούν επί ίσοις όροις το δικό τους κομμάτι από το νεοαποκτηθέν Mercury Award.

Μπορεί κάποιοι να ανησυχήσαμε μετά το τρίτο τους άλμπουμ, μήπως οι Elbow δεν κατάφερναν να φτάσουν εκεί που ήταν ικανοί, όπως περίμενε και ο John Cale, ο οποίος είχε διαλέξει το “Switching Off” σαν το κομμάτι που θα έπαιρνε μαζί του σε ένα ερημικό νησί. Όμως αυτή τη φορά έχουμε τις πιο σπαραξικάρδιες, αγαπησιάρικες, χαβαλεδιάρικες στιγμές που κατάφεραν να χωρέσουν ποτέ σε ένα άλμπουμ οι Elbow,αποχαιρετώντας μας με την σιγουριά ότι όλοι κάποια μέρα θα τα πίνουμε με το “Seldom Seen Kid”.

Ας ελπίσουμε λοιπόν αυτό το ποτισμένο με πάθος και ρεαλισμό, χωρίς υπερβολές και κλαψιάρικες υποκρισίες δημιούργημα, να κερδίσει την θέση που του αξίζει στην ιστορία.

7.10.08

If I get old, I'll not give in/ Αnd if I do, remind me of this...

Λένε ότι καταλαβαίνεις πιο καλά πως μεγαλώνεις ("γερνάς" είναι το σωστό ρήμα βασικά αλλά το "μεγαλώνεις" χρυσώνει κάπως το χάπι) βλέποντας τους ανθρώπους γύρω σου κι ακόμα περισσότερο αυτούς που θαυμάζεις, τους "μακρινούς", από οποιοδήποτε στερέωμα, να μεγαλώνουν, παρά στα δικά σου γενέθλια. Το έχω ακούσει από πολύ κόσμο, αλλά ποτέ το συναίσθημα αυτό δεν ήταν πιο απτό απ'ότι σήμερα.

Η ιστορία είχε αρχίσει χρόνια τώρα, όταν ένας-ένας οι κύριοι και οι κυρίες που έχουν σημαδέψει την ενήλικη ζωή μου ως μουσικόφιλης καβάντζαραν τα δεύτερα -άντα. The big 4-0, που λένε. Ο Jarvis, η Bjork, o κύριος Dulli που είδα φέτος παρέα με την γλυκύτατη κοιλίτσα του, ο Damon που νόμιζε κανείς ότι δε θα μεγαλώσει ποτέ. Σήμερα όμως είναι πιο έντονο γιατί μιλάμε για τον άνθρωπο που η μουσική του μου άλλαξε τη ζωή, full-stop. Ξαφνικά τα δικά μου 32 βαραίνουν λίγο περισσότερο, και τα δικά μου 40 φαίνονται πιο απειλητικά στον ορίζοντα.

Είχα ξεκινήσει με σκοπό να γράψω πολλά, και θα το μπορούσα. Νομίζω όμως ότι η παραπάνω φράση τα περικλείει όλα. Δεν μπορείς να το πεις για πολλούς αυτό στη διάρκεια της ζωής σου, στους περίσσότερους δε συμβαίνει ποτέ κάποιος ή κάτι να τους αλλάξει τη ζωή - είναι από μόνο του ένας τίτλος τιμής. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση είναι πέρα για πέρα αλήθεια. Προτεραιότητες, νοοτροπίες, αισθητική, αντιμετώπιση, όλα πήραν μια διαφορετική από την προδιαγεγραμμένη πορεία με αφορμή/αιτία/αφετηρία ένα δίσκο, 12 και κάτι χρόνια πριν. Κι όλη αυτή η διαρκής διαδικασία της παρεκτροπής από τότε μέχρι τώρα συνοδεύτηκε (κι ακόμα συνοδεύεται) από αμέτρητες στιγμές απόλυτης μουσικής απόλαυσης προερχόμενης από το μυαλό και τις φωνητικές χορδές αυτού του κοντούλη, αδυνατούλη τυπάκου από το ταπεινό Wellingborough της Γηραιάς Αλβιώνας.

Έτσι, θα αρκεστώ σε ένα ολόψυχο "Happy birthday, Mr Yorke! Have a great one!" και θα παραθέσω για την περίσταση (άλλο που δεν ήθελα) μερικά από τα κορυφαία live καλούδια που έχω, συν το λατρεμένο κομμάτι του τίτλου. Το οποίο μιλάει ακριβώς για μέρες σαν κι αυτήν, τότε που αναπόφευκτα σταματάς λίγο και κοιτάς πίσω σου, και συνειδητοποιείς με δέος πόσο μεγάλη φαίνεται πια η απόσταση που έχεις διανύσει - τόσο μεγάλη, που δεν θυμάσαι πια πως ήταν όταν ήσουν ακόμα εκεί πίσω, κοντά στην αρχή. Ευτυχώς, εκείνο το τηλεφώνημα που αναφέρει στο τέλος δεν θα χρειαστεί να γίνει.

Acoustic KCRW session, 4/6/03, Thom Yorke & Jonny Greenwood @ Electric Ladyland studios, L.A. ("I Might Be Wrong", "A Punch-up At A Wedding", "I Will"*, "Sail To The Moon"*, "No Surprises"*, "Go To Sleep"*, "Karma Police", "Everything In Its Right Place", "Fake Plastic Trees"*, "There There"*)
* οι καλύτερες εκτελέσεις που έχω ακούσει των συγκεκριμένων κομματιών.

"I Want None Of This", NPR Chicago, 18/6/06 (ίσως το πιο πολυπαιγμένο mp3 μου)
"Reckoner" solo acoustic, J. Ross show, BBC2, 26/1/08
"A Reminder" ("Karma Police" CD2, 8/97)
και τούτη εδώ η πρόσφατη, instant-classic εκτέλεση του "Nude".

THELOUME KI ALLO!

Τι άλλο θα μπορούσες να απαντήσεις βλέποντας στην γιγαντοοθόνη ένα μυστηριώδες χέρι που έγραφε με μαύρο μαρκαδόρο τα τελευταία τραγούδια πριν το encore, και σχεδίαζε ένα μεγάλο ερωτηματικό για το τι θα επακολουθήσει. Όλα αυτά στην χθεσινή καταιγιστική εμφάνιση των (50ρηδων, τελειωμένων, κουρασμένων, ξεζουμισμένων) R.E.M..

Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα συνειδητοποιήσει τι επρόκειτο να δω. Αντιμετώπιζα με καχυποψία την είδηση πως οι R.E.M. ετοιμάζονται να έρθουν για μια τσάμπα συναυλία στη χώρα μας στα πλαίσια εορτασμού για τα εγκαίνια μουσικού καναλιού. Πίστευα ότι κάτι θα γίνει και θα ακυρωθεί ή ότι ήταν ράδιο-αρβύλα.

Όσο συγκεκριμενοποιούνταν οι συνθήκες τις εμφάνισης άρχισα να ανησυχώ ότι θα γινόταν (πως να το θέσω με έναν τρόπο που θα ήταν υπερήφανοι και οι πιο ξανθωποί κοκκινομάγουλοι Sirs;) μεγάλος χαμός. Περίμενα ότι θα μαζευόταν κάθε καρυδιάς καρύδι, κάθε άσχετος, κάθε ελληνάρας που ακούει τη λέξη τσάμπα σαν γαργαλητό στα αυτιά του, κάθε emo, και κάθε ασεβής γάιδαρος που μόλις άκουγε το "Losing my Religion" θα γύρναγε την πλάτη και θα έφευγε, πετώντας στα σκουπίδια οποιανδήποτε καλλιτεχνική προσπάθεια, συνεχίζοντας τη νύχτα του κάνοντας βόλτα το αυτοκίνητο που του πήρε ο μπαμπάς, με την ελπίδα να ρίξει καμιά γκόμενα λέγοντας της για το πόσο πολύ του αρέσει το rawk, και σιχτιρίζοντας τους μετανάστες που προσφέρονται να του γυαλίσουν το αυτοκίνητο που πήρε με τον ιδρώτα του (πάνω από τη βάση στα μαθηματικά).

Για να μην πολυλογώ, οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν. Δεν είχε όμως καμία σημασία. Γιατί η μουσική υποθήκη της μπάντας είναι σαν ωκεανός μπροστά στην πηθικίσια συμπεριφορά μεγάλης μερίδας κόσμου. Τελικά αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε, μαζί με την uptight, πόσο μεγάλο συγκρότημα ετοιμαζόμασταν να δούμε όταν ανεβαίναμε τα σκαλιά του Παναθηναϊκού Σταδίου.

Το MTV κατά την διάρκεια των 90’ς χάρισε στους R.Ε.Μ. έναν πρωτοφανή γι’ αυτούς θρίαμβο. Τους πρόσφερε τεράστια προβολή. Όπως όμως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις τους πρόσφερε και μια μεγάλη κατάρα. Μερικές από τις καλύτερες μουσικές που γραφτήκαν ποτέ, κινδύνευαν με την απομυθοποίηση του συνεχούς airplay και της εξαντλητικής ανακύκλωσης των hits.

Οι R.Ε.Μ. όμως κατάφεραν να ισορροπήσουν σε αυτό το σχοινί επιδεικνύοντας χάρη, ωριμότητα και ψυχραιμία. Ο Kurt Cobain (φανατικός θαυμαστής τους) είχε δηλώσει “I don’t know how that band does what they do. God, they’re the greatest. They’ve dealt with their success like saints, and they keep delivering great music. “

Δεν απάντησαν ποτέ στα κιτρινιάρικα δημοσιεύματα που έλεγαν ότι ο Stipe ήταν στα τελευταία του λόγω μόλυνσης από τον ιό του AIDS. Δεν έκαναν ποτέ τσίρκο την λόγω υγείας πρόωρη συνταξιοδότηση του Bill Berry, και δεν πρόβαλαν κανενός είδους lifestyle. Όπως και οι στίχοι του Stipe, που πάντα σου έδιναν την δυνατότητα της δικής σου ερμηνείας και την ελευθερία να διαλέξεις τον δικό σου τρόπο ντυσίματος, συμπεριφοράς, και άποψης.

Σύμφωνοι. Το "Drive" το έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές, το έχουμε αναλύσει κάποιες δεκάδες, και αν το παίξει στο ράδιο πιθανότατα θα αφαιρεθούμε σε κάποιο σημείο παρότι αναγνωρίζουμε πόσο σημαντικό τραγούδι είναι στην μουσική μας εκπαίδευση. Αλλά βλέποντας τον Michael Stipe να κρατάει σφιχτά το μικρόφωνο και κλείνοντας τα μάτια να φωνάζει “Nobody tells you what to do” ανατριχιάζεις και συγκινείσαι.

Ολόκληρη η συναυλία ήταν μια μεγάλη έκρηξη. Το σφρίγος των κομματιών, ο ενθουσιασμός, και η απελευθέρωση καθώς ουρλιάζεις “ It's time I had some time alone

Οι ξερές και δυναμικές κιθάρες του Buck σε σήκωναν στα χέρια, ο Mike Mills (με εμφάνιση γελαδάρη από το Τέξας) δίνει στην μπάντα το πλεονέκτημα ενός δεύτερου frontman, τραγουδώντας υπέροχα το “Don’t Go Back To Rockville”, και φυσικά ο Stipe, με τις πλαστικές του κινήσεις, χόρευε σα να ήταν η τελευταία του συναυλία, ενώ η αστείρευτη και ανθεκτικότατη φωνή του παρέα με την τόσο αυθόρμητη θεατρικότητα του τραβούσαν όλη σου την προσοχή.

Φέρθηκαν στα singles τους με απεριόριστο σεβασμό και όρεξη, τόσο που πραγματικά αναρωτιόσουν σε κάθε τραγούδι τι χρονιά είναι τέλος πάντων, μιας και ένιωθες ότι τα έλεγαν για πρώτη φορά. Ίσως τελικά αυτό να είναι και το μυστικό τους.

Είναι κουραστικό φαντάζομαι, να έχεις μια πορεία κοντά 30 χρόνων και να πρέπει να αποδεικνύεις συνεχώς το status σου, αλλά και την ικανότητά σου να επηρεάζεις τα πράγματα, όμως οι R.Ε.Μ. διδάσκουν πως γίνεται να μεγαλώνεις χωρίς να γερνάς, και να ωριμάζεις χωρίς να σαπίζεις.

Το φετινό άλμπουμ (θα αναφερθούμε μελλοντικά) σε συνδυασμό με την καλύτερη φετινή συναυλία μας εμπειρία (εντός συνόρων) ήταν αρκετά για μένα ώστε να ξαναψάξω,γιατί αυτή η μπάντα από την Georgia κατέληξε να είναι αυτή που ανέδειξε τον όρο alternative rock, γινόμενη μια Ευρωπαϊκής κουλτούρας βόμβα στα θεμέλια μιας all-american πολιτείας.

4.10.08

You don't like the effect/ Don't produce the cause

Το Σάββατο που μας πέρασε, έγινε στην Αθήνα μια από τις κορυφαίες συναυλίες της χρονιάς. Και όχι, δεν είναι αυτή στο Ο.Α.Κ.Α. για την οποία θυσίασε το μισό από το θεσπέσιο πρόγραμμά του το STAR Channel. Όχι πως δε θα μ'άρεσε να πήγαινα κι από εκεί, άλλωστε σαν παιδί των 80s κι εγώ μεγάλωσα με τα βίντεο του "True Blue" και του "Like A Prayer" και κασέτες Hits 8 με "Borderline" και "Papa Don't Preach", και οφείλω να βγάλω το καπέλο στην Δις Τσικόνε για τις επιλογές των αντρών που πρωταγωνιστούσαν στα πιο πιπεράτα βιντεοκλίπ της (τέτοιο control freak KAI sex animal 2 σε 1 που είναι σίγουρα θα τους έκανε όλους "οντισιόν" η ίδια - μια χαρά τη βρίσκω!). Και οι 2 από τους τελευταίους 5 δίσκους της (το Ray of Light και το Confessions...) ήταν πραγματικά πολύ καλοί. Αλλά η όλη τρέλα για τα εισητήρια και οι ίδιες οι τιμές τους μου έδιωξαν από την αρχή κάθε σχετική σκέψη. Ευτυχώς, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ πόσο άσχημα θα σιχτίριζα αν είχα παρασυρθεί από καμιά παρέα να πάω κι έβλεπα ξαφνικά μπροστά μου τις αφίσες που ανακοίνωναν ότι το ίδιο βράδυ θα ήταν στην πόλη οι Asian Dub Fοundation!

10 χρόνια πίσω, απογευματάκι 15ης Ιουλίου του 1998, 10 λεπτάκια από το σπίτι μου, στην παραλία της Φρεαττύδας. Το Rockwave στις (όποιες) δόξες του. Ο ήλιος είναι ακόμα ψηλά και βαράει αλύπητα, κι έχω αράξει στην άμμο μαζί με τον ξάδερφο κοιτάζοντας τη θάλασσα, περιμένοντας την έλευση του Jason Pierce πάνω στο χαπόσχημο άρμα του Ladies & Gentlemen... και αργότερα της μάγισσας Beth. Αλλά ως τότε μεσολαβούν κάτι άγνωστοι (σε μας) τύποι με ένα όνομα που δε μας προδιαθέτει με τίποτα γι'αυτό που θα ακολουθήσει. Πιο πολύ από περιέργεια κι επειδή ο ήλιος μας έκαιγε την πλάτη σηκωνόμαστε και πηγαίνουμε προς τη σκηνή. Πέντε λεπτά με το ρολόι αργότερα, όλη η παραλία είναι στον αέρα, μαζί με δισεκατομμύρια κόκκους άμμου. Στα 10 λεπτά ο ιδρώτας τρέχει ήδη ποτάμι, και μετά από μια ώρα ανελέητων μπιτς και ασταμάτητου χορού, αποσυρόμαστε κάπου ήσυχα για να ξελαχανιάσουμε και ν' ανταλλάξουμε απόψεις σχετικά μ'αυτό που μας βρήκε. Το κατατονικό mood του Jason μετά απ'αυτό το παραλήρημα δεν (τον) βοήθησε, και το live για έναν από τους κορυφαίους δίσκους του εκπληκτικού 1997 και ολόκληρης της δεκαετίας πέρασε περίπου απαρατήρητο - τόσο καλοί ήταν οι άτιμοι οι ADF! Μόνο οι Portishead κατάφεραν να πάρουν το δικό μου τουλάχιστον μυαλό από το τρομερό live τους αλλά κι αυτό προσωρινά. Την επόμενη κιόλας μέρα, το Rafi's Revenge βρισκόταν στο ράφι (αχέμ) με τα CD μου και με συνόδεψε σε πάρα, πάρα πολλά μοναχικά headbanging και χορούς στο σπίτι, μπροστά στο στερεοφωνικό. Κι από τότε περίμενα να μου ξαναδοθεί η ευκαιρία. 10 ολόκληρα χρόνια μετά, οι δρόμοι μας ξανασυναντήθηκαν.

Φυσικά, η ιστορία των ADF είναι πολύ μεγάλη - ή καλύτερα, η "ιστορία ADF" είναι πολύ μεγάλη και το συγκρότημα με τις εκρηκτικές live εμφανίσεις δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου. Μιλάμε για μια κολλεκτίβα μεταναστών 1ης γενιάς στην Αγγλία που συνεχίζει να τραβάει τον όλο και πιο μοναχικό τελευταία δρόμο όσων έχουν επιλέξει να μην αφήσουν τον κυνισμό και τον ωμό ρεαλισμό (έτσι τον ονομάζουν, τουλάχιστον) να τους κλείσουν στο σπίτι και να τους βουλώσουν το στόμα. Εκτός από τα προφανή μηνύματα που περνάνε πάντα, αδιάκοπα και συνεπέστατα, μέσω των στίχων τους, έχουν δώσει και πιο πρακτικές εφαρμογές σε αυτά που πιστεύουν. Έχουν ιδρύσει ένα μουσικό εργαστήρι-σχολή για παιδιά μειονοτήτων, έχουν αρνηθεί υποτιθέμενες τιμές από τα χεράκια της Αυτού Μεγαλειότητος, τονίζοντας ότι καλύτερα θα ήταν αντί για παράσημα να δοθούν χρήματα και προσοχή στους ανθρώπους, και γενικά έχουν κάνει ό,τι περνάει από το χέρι τους για να πολεμήσουν το μικρόβιο του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, έχοντας ζήσει όλες τους τις συνέπειες στο πετσί τους.

Όταν όμως η πολύχρωμη παρέα - που ήταν πιο μεγάλη απ'ότι πριν 10 χρόνια, πρέπει να πω - ανέβηκε στη σκηνή μέσα στη χαρά προτρέποντάς μας να τραγουδήσουμε και να χορέψουμε, δε χρειάστηκε να πουν λέξη για όλα αυτά - αν και είπαν, πολλές. Η ίδια τους η μουσική, ο τρόπος που βάζουν στο μίξερ rap, reggae, dub, drum'n'bass, κεντητές κιθάρες και ολόκληρη την ιστορία της ασιατικής μουσικής και πατάνε μανιασμένα το "kill", είναι ένα μήνυμα τόσο καθαρό και ξάστερο που δεν θα χρειαζόταν ούτε κουβέντα. Κάποιοι είχαμε πάει προετοιμασμένοι και ξέραμε τι μας περίμενε, αλλά και οι ανυποψίαστοι που παρασύρθηκαν από τον ενθουσιασμό μας (όπως ο mr.grieves) μπήκαν στο κλίμα πολύ γρήγορα. Μουσική παράσταση που κάνει το σώμα σου να κουνηθεί (μπορείς να πεις όχι όταν στα κρουστά είναι μια τέτοια μορφή σαν τον κύριο στα δεξιά;;;) και το μυαλό σου ν'ανοίξει. Σε μια πόλη, μια χώρα, μια κοινωνία που γυρνάει με πείσμα την πλάτη της ή/και δείχνει με λύσσα τα δόντια της στο διαφορετικό και κλείνεται όλο και περισσότερο στο καβούκι της, οι ADF ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν.

Βλέποντας τον, παραλίγο - αλλά σίγουρα όχι wannabe - Sir, Pandit G ν'αλωνίζει τη σκηνή όπως έκανε ο πιτσιρίκος εαυτός του πριν από 10 χρόνια στον Πειραιά, κάτω από τα πάντα κατακλυσμιαία beats της παρέας του, πίστεψα έστω και για λίγο ότι μπορεί κάτι ν'αλλάξει - έτσι όπως το πιστεύεις όταν είσαι πολύ νέος. Έτσι όπως μοιάζουν να λειτουργούν μόνιμα οι ADF.


 
Clicky Web Analytics