31.12.11

Kinda working my way through a dream / I was having alone



Αν μία στιγμή μέσα στη χρονιά είναι απαραίτητο να ακουστεί το παραπάνω τραγούδι, από μια σπουδαία χαμένη μπάντα, είναι αυτή.
Για το 2012:
Υποσχόμαστε να βγάλουμε τα γενέθλια της Janelle Monae από πάνω δεξιά.
Να ανανεώσουμε κάποιους από τους (θα ευχόμασταν να μην ήταν) νεκρούς συνδέσμους κάτω δεξιά.
Να γκρινιάζουμε λιγότερο στις αμπελοφασουλοσοφίες.
Να τελειώσουμε όλα τα κείμενα που έχουμε στο πρόχειρο.
Περισσότερα Some Questions.
Περισσότερες συναυλίες.
Περισσότερο γράψιμο (ειδικότερα από την uptight).

Χρονια πολλά με υγεία και ευτυχία για όλους...

15.12.11

2011: Συναυλιακές αναμνήσεις

Η φετινή συναυλιακή μας χρονιά κινήθηκε σε δύο άξονες. Από τη μία οι λιγοστοί καλλιτέχνες που τίμησαν ένα χρεωκοπημένο κράτος με την παρουσία τους και από την άλλη το Field Day Festival που προσέφερε στον συναυλιόφιλο όλα όσα χρειαζόταν.

Η πλάκα είναι ότι τα καλομαθημένα και απαιτητικά Αγγλάκια θεωρούν το συγκεκριμένο φεστιβάλ ως αυτό που προσφέρει τις λιγότερες ανέσεις στον θεατή καθώς και τις χειρότερες μπύρες (!). Εμείς από την άλλη είδαμε ένα μεγάλο μουσικό πάρκο που... ή μάλλον ας βάλουμε τα πράγματα σε μία σειρά ξεκινώντας από τις εν Ελλάδι συναυλίες.

Η κίνηση ήταν πεσμένη και δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε κανέναν γι'αυτό. Η Alterground που είχε κλέψει πριν δύο χρόνια την παράσταση συρρικνώθηκε με όλο και λιγότερες διοργανώσεις έχοντας να αντιμετωπίσει και το μποϋκοτάζ των βρωμοπόδαρων post-rockάδων που σήκωσαν το μπαϊράκι της επανάστασης στα 30άρια του εισιτηρίου. Ανεξάρτητη εταιρία σου λέει και να έχει λεφτά το εισιτήριο; Ντροπή. Γενικά είναι εύκολο να μποϋκοτάρεις όταν όλα σου έρχονται τζάμπα και δεν έχεις δώσει ποτέ μία δεκάρα σε κάποιον καλλιτέχνη που αγαπάς.

Πάει αυτό. Είχαμε την αθλιότητα δίχως τέλος του Rockwave που κάποιος πρέπει να του τραβήξει τη πρίζα, κάποιους παλιούς γνωστούς που θα συνεχίσουν να έρχονται ακόμα και αν γυρίσουμε στη μνα και την Detox. Η εταιρία των ακυρώσεων -πως λέμε ομάδα των πρωταθλημάτων- έφερε καλά ονόματα δυστυχώς μόνο στη φαντασία της. Έτσι πρόχειρα Amy Winehouse, Primal Scream, φεστιβάλ 2310 στη Θεσσαλονίκη. Τουλάχιστον έφερε Interpol. Φυσικά δεν είμαστε αφελείς για να μην καταλαβαίνουμε ότι κάτι παίζει με αυτές τις ανακοινώσεις και τις ακυρώσεις και γι' αυτό ο ειδικός ντετέκτιβ του some beans το ερευνά.

Το Gagarin εξαφανίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικό από τον συναυλιακό χάρτη συνεχίζοντας την καθοδική πορεία των δύο τελευταίων χρόνων (τουλάχιστον ήρθε για λογαριασμό του ο Cave) και προς το τέλος της χρονιάς κάτι κινήθηκε στο Bios με ονόματα της μοδός (Josh T. Pearson, EMA) που δυστυχώς δεν είναι του γούστου μου.

Τελικά τι μας έμεινε από την φετινή χρονιά; Η άψογη -και ευρύχωρη και με φθηνές μπύρες- συναυλία του κτήνους των Grinderman για την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ, και η βουτιά στο παρελθόν με τους Suede και τον Brett Anderson να αλαλιάζουν την προηγούμενη μουσική γενιά, αλλά και να γεννούν το ενδιαφέρον στους νεότερους για τον μοναδικό και διαχρονικό ήχο τους. Η uptight σας έχει μιλήσει για τη συγκεκριμένη συναυλία εδώ. Και... αυτά.

Δυστυχώς χάσαμε Interpol, Pulp, Twilight Singers, καθέναν για διαφορετικούς λόγους. Εντάξει, τον Dulli τον έχουμε δει πάνω από τρεις φορές, οι Interpol όμως ήταν ένα απωθημένο που δυστυχώς έμεινε έτσι. Και να θυμόμουν και τους λόγους... Οι Pulp από την άλλη έπεσαν σε άβολη ημερομηνία, η uptight όμως κρατάει γερά την ανάμνηση από το Rockwave της Φρεαττύδας το 1998. Ξεχάσαμε κάτι άλλο; Πάμε στα σημαντικά τώρα.

Το Field Day Festival διοργανώνεται κάθε χρόνο στο Victoria Park του Λονδίνου. Φτάσαμε μετά από μία σύντομη αλλαγή τρένου στις δαιδαλώδεις (και μασονικές εννοείται) στοές του υπογείου. Ένας μικρός γοργός περίπατος, ώστε να προλάβουμε τα πρώτα ονόματα του festival που ξεκινούσαν στις 12, προσπερνώντας αδιάφορους νεαρούς Άγγλους που είχαν ξεκινήσει την μπυροποσία γεμίζοντας τοπικές παμπ μέχρι να αρχίσουν τα ονόματα που τους ενδιέφεραν. Δυστυχώς εμείς δεν έχουμε αυτή την πολυτέλεια με την πολιτιστική αλλά και οικονομική πλέον ένδεια της χώρας μας οπότε έπρεπε να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο όλα όσα μας προσφέρονταν με τις μόλις 40 λίρες του εισιτηρίου. Με αυτά που είδαμε ήταν σίγουρα το bargain of the year όπως θα έλεγαν και οι Άγγλοι (μαζί με κάτι ψώνια σε ελληνικό supermarket που μετά το λάθος της ταμία ξέχασαν να μας ζητήσουν γύρω στα 30 ευρώ). 40 λίρες για ένα ημερήσιο festival 60+ ονομάτων.

Επιτρέψτε μου όμως την παρένθεση για μια αστεία ιστορία που δείχνει την διαφορά αντίληψης και εξυπηρέτησης. Ας αφήσουμε τα χρήματα, την ακρίβεια, τη φτήνια, τις βιομηχανίες, τον πληθυσμό ή τέλος πάντων οτιδήποτε χρησιμοποιούμε ως δικαιολογία για την χρεοκοπία της χώρας μας. Ας μιλήσουμε μόνο για τη φιλοσοφία εξυπηρέτησης του πελάτη. Καπιταλισμός, υπερκαταναλωτισμός, μπλα μπλα. Στο τέλος της ημέρας όμως έχεις αγοράσει κάτι και αισθάνεσαι ότι δεν σε έχουν κοροϊδέψει. Μπορεί στην πραγματικότητα να μην δίνουν δεκάρα για σένα (που δεν το πιστεύω αλλά χάριν του νοήματος θα το δεχτώ) αλλά στις συναλλαγές σου φέρονται ως άνθρωπο με δικαιώματα και όχι ως δίποδο με πορτοφόλι. Και εξηγούμαι.

Αγοράσαμε τα εισιτήρια διαδικτυακά. Περίπου μια εβδομάδα πριν δεν είχαν έρθει ακόμα στο σπίτι οπότε αρχίσαμε να ανησυχούμε. Μετά από συνεννοήσεις οι κ.κ. διοργανωτές, εκτός ότι δεν μας ζήτησαν καμία απόδειξη για το ότι δεν είχαμε παραλάβει τα εισιτήρια, μας καθησύχασαν ότι θα μας έχουν νέα εισιτήρια την ημέρα του φεστιβάλ έξω από τα ταμεία. Όντως έτσι έγινε, μόνο που την ημέρα του φεστιβάλ είχα κρύψει στην κάλτσα μου, προτού καταστρέψω διακριτικά, τα αρχικά εισιτήρια που στο μεταξύ είχαν φτάσει σπίτι μας μια μέρα πριν φύγουμε. Ούτε μας ρώτησαν αν μας ήρθαν τελικά, ούτε αντιρρήσεις, ούτε τζιριτζάντζουλες. Είσαι πελάτης; Έδωσες τις σκληρά βγαλμένες μέσα από δουλειά λίρες σου; Έχεις δικαιώματα και απαιτήσεις. Βεβαίως η βαλκανική απατεωνιά το μόνο συμπέρασμα που θα έβγαζε από αυτή την παράγραφο θα ήταν «και γιατί δεν τα πουλήσατε να βγάλετε και τα λεφτά που χαλάσατε ρε κοροϊδάρες; Για να μας βγάζουν οι Άγγλοι ντοκιμαντέρ για το πόσο λαμόγια και καλομαθημένοι είναι οι Έλληνες;». Έλα ντε...

Περπατήσαμε σε ένα κλασσικό καλοφτιαγμένο αγγλικό πάρκο για να φτάσουμε στις απομονωμένες και απομακρυσμένες από τις κατοικίες σκηνές. Μια όαση πρασίνου στην καρδιά του Λονδίνου που θα έλεγε και ο Κωνσταντίνος Τζούμας, αν το Λονδίνο δεν ήταν ήδη πήχτρα στο πράσινο. Στο δρόμο πέρασαν δύο τρεις τύποι που ψαρεύανε για μαυραγορίτες προτού βρεθούμε ξαφνικά στην εξοχή. Ένας τεράστιος χώρος μακριά από τον πολιτισμό (μάλιστα από το απόγευμα όταν άρχισαν να μεθάνε οι συνσυναυλιαζόμενοί μας η συμπεριφορά τους σε γύριζε κάποια δισεκατομμύρια χρόνια πριν ακόμα σκεφτεί κάποιος τη λέξη πολιτισμός), με τις μυρωδιές των γευστικότατων τηγανητών αηδιών που τρώνε, με χαρούμενες, πολύχρωμες και ιδιαίτερα στυλάτες φιγούρες και μια ευχάριστη ζαλάδα φθινοπωρινής (παρότι καρδιά του Αυγούστου) ψύχρας και παιχνιδιάρικης λουναπαρκικής διάθεσης. Είχαμε δουλειά όμως. Η μουσική ήδη κυριαρχούσε στο μέρος και πηγαινοέφερνε το πρώτο τσούρμο ανθρώπων που κατέφτασαν.

Συνολικά στη διάθεση του κοινού ήταν 7 stages, γύρω στις 100 τουαλέτες, καμμιά 30αριά φαγάδικα για όλα τα γούστα (από τεράστια χοτ ντογκς μέχρι τα παραδοσιακά αγγλικά τηγανητά, γλυκά, καραμέλες, παγωτά, πίτσες, vegetarian, ινδικό, κινέζικο, πολυνησιακό κ.λ.π. κ.λ.π.), τρία-τέσσερα τεράστια μπαράκια που σέρβιραν ποτά (κυρίως το ξέπλυμα St. Miguel), καρουσέλ, υπαίθρια παιχνίδια και γενικά μια ατμόσφαιρα που θύμιζε πανηγύρι. Οι επτά σκηνές που μας ενδιαφέρουν και που καθόρισαν και το πρόγραμμα του ατελείωτου πήγαινε-έλα πάνω στο γρασίδι ήταν οι εξής: το μεγάλο main stage για τα γνωστότερα ονόματα του festival, το stage του Quietus με πιο ενήλικες indie μπάντες και καλλιτέχνες, την Blogger's Delight σκηνή με τα νεόκοπα υπερμοδάτα νέα συγκροτήματα, την lastfm με τον πιο σκοτεινό και «βρώμικο» ήχο, τη χορευτική Bugged Out με το πάρτι και τα τριψίματα από νωρίς το μεσημέρι μέχρι όσο αντέξουν οι χημικές προμήθειες, η οικογενειακού μεγέθους Do You Come Here Often? με τα άγνωστα των αγνώστων ω άγνωστα ακόμα και χωρίς εταιρίες συγκροτήματα, και η σκηνή Lock Tavern με παρόμοια λογική.

Σχεδόν μία παρά και η μουσική μας καλούσε. Πήραμε ένα σχεδιάγραμμα του χώρου και προσπαθήσαμε να βρούμε τα βήματά μας σε ένα μέρος που θα γινόταν η παιδική μας χαρά για τις επόμενες 10 ώρες. Από τους Γερμαναράδες (φέρτε πίσω τις κατοχικές αποζημιώσεις ρε!) και ιστορικούς Krautrockάδες Faust καθώς και τους νεόκοπους indie rockάδες History οf Apple Pie μας έμειναν κάποιες μελωδίες που έφτασαν από μακριά στα αυτιά μας. Δεν προλάβαμε να τους ρίξουμε βλέφαρο παρά μόνο να ακούσουμε κάποια κλαπατσίμπαλα και οχλαγωγία από το μέρος τους.

Η πρώτη μπάντα που παρακολουθήσαμε ήταν οι άνευ εταιρίας και δίσκου 2 54. Μια μπάντα στο στυλ των Dum Dum Girls από το Λονδίνο που ήδη της έχει δώσει προσοχή η Guardian. Καλό και σφιχτό παίξιμο αλλά με παρόμοιες συνθέσεις στα κομμάτια. Φαντάζομαι αν γίνει το απαραίτητο promotion από την εταιρεία που θα τους υπογράψει έχουν όλα τα προσόντα για ένα σύντομο hype.

Ανυπομονούσαμε να επισκεφτούμε την κεντρική σκηνή. Στο δρόμο μας πετύχαμε μία μίνι ορχήστρα με κυριούληδες μεγαλούτσικης ηλικίας που έπαιζε το θέμα του Star Wars καθώς και διάφορους πωλητές καλαμποκιών. Οι γλυκές folk μελωδίες του Willy Mason μπροστά σε ένα χαλαρό και ξαπλωμένο κοινό έδιωξαν την οποιαδήποτε ιδέα βροχής από τον μουντό καιρό. Για λίγο βεβαίως αφού δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μιλάμε για Αγγλία. O Willy, που κάποια χρόνια πριν άνοιγε τις συναυλίες των Radiohead, ήταν ζεστός και μελαγχολικός όπως όλοι οι folk τροβαδούροι που σέβονται τον εαυτό τους. Θύμισε μάλιστα Bill Callahan αλλά με λιγότερο δράμα.

Δεν θα μπορούσαμε να μη ρίξουμε μια ματιά στην Anika που κατέλαβε τη σκηνή Βlogger's Delight. Ένα από τα εκκολαπτόμενα ονόματα της αγγλικής πειραματικής μουσικής, καμάρι του Bristol και κατά συνέπεια προστατευόμενη του Geoff Barrow. Με μια εμφάνιση που θύμιζε κάτι ανάμεσα σε Andy Warhol και Nico προσπάθησε σκληρά να είναι μυστήρια και δύσκολη αλλά δε μας άφησε τίποτα, ούτε καν μια περιέργεια.

Η πρώτη μας επαφή με τη χορευτική σκηνή ήταν μετά τις 13.15 με τους Pearson Sound. Έξυπνα μπιτάκια που ακούγονταν ακόμα καλύτερα στην -ακόμα- ευρύχωρη και άνετη σκηνή. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να κάτσουμε περισσότερο αλλά τουλάχιστον καταλάβαμε γιατί αυξάνεται συνεχώς το κοινό του Dubstep παραγωγού Ramadanman ή David Kennedy για τους φίλους.

Ο λόγος που βιαστήκαμε να φύγουμε ήταν οι Junip του Jose Gonzalez που έπαιζαν στο κυρίως stage. Δεν είναι ότι έχουμε καμιά μεγάλη αγάπη στον Gonzalez που μοναχός του φέρνει άνετα χασμουρητά. Όμως οι Junip με το alternative country στυλ τους είναι μια καλή ιδέα. Πράγματι ο Gonzalez βοηθήθηκε πολύ από την μπάντα που συμπεριλάμβανε μάλιστα δύο ντράμερς και έκανε τον ήχο του πιο γεμάτο με το ρυθμό της να κάνει ωραία αντίθεση με τη στατική και αισθαντική φωνή του Gonzalez. Το "Without You" ήταν ίσως στο top-5 με τις πιο όμορφες στιγμές του festival και μαζί με το ψιλόβροχο σχημάτισε ένα -όπως θα' λεγε και η uptight- soundtracking moment. Για τους πιο καμμένους από εμάς το "Far Away" είχε ιδιαίτερη αξία καθώς θυμηθήκαμε τον John Marston να κατεβαίνει από τη σχεδία του Irish και να πατάει για πρώτη φορά στα μυστηριώδη και επικίνδυνα χώματα του Μεξικού. Αν δεν ξέρετε για τι μιλάμε κοιτάξτε εδώ.

Και τώρα το μεγαλύτερο λάθος που κάναμε στις 6 Αυγούστου του 2011 (πιθανότατα ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της χρονιάς). Βλέποντας τα προγράμματα κάποιες εβδομάδες νωρίτερα στην Αθήνα είδαμε ότι ο Mark Kozelek των Red House Painters και των Sun Kil Moon με το μελωδικό και βραδύκαυστο φυτίλι που τον έκανε γνωστό έπαιζε την ίδια ώρα με τον ΝεοΖηλανδό Connan Mockasin. Η επιλογή ήταν εύκολη. Πάμε σε αυτόν που ξέρουμε. Ζοοοονκ! Ο ήχος του λάθους ήταν αυτός μια και χωρίς να το ξέρουμε βάλαμε στη ζυγαριά έναν από τους αγαπημένους μας φετινούς δίσκους (τον ακούσαμε σχεδόν με το που γυρίσαμε) με έναν πολύ μέτριο και κλαψιάρη Kozelek που δεν ξεπέρασε ποτέ τους ήχους που ερχόντουσαν από τις διπλανές σκηνές. Γιατί εντάξει, καταλαβαίνω την μοναξιά και την απαιτούμενη συγκέντρωση του καλλιτέχνη αλλά σίγουρα δεν θέλαμε να δούμε έναν μεσήλικα που ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα πάνω στη σκηνή και να μας λέει «αυτό το κάνω μόνο για τα λεφτά». Τσαντισμένος καθώς ήταν δεν χαιρέτησε καν τον κόσμο που τον υποστήριξε σε όλη τη διάρκεια της εμφάνισής του και προσπαθούσε να του δώσει θάρρος. Τελικά η μοναδική στιγμή που υπήρξε κάποιου είδους δέσιμο με το κοινό ήταν στο έτσι και αλλιώς πανέμορφο "Carry Me Ohio" από τα χρόνια του με τους Sun Kil Moon. O αξιαγάπητος Νεοζηλανδός όμως πάει και άντε να τον ξαναβρούμε.

Εντωμεταξύ οι μεθυσμένοι Βησιγότθοι είχαν αρχίσει ήδη να πληθαίνουν. Χώρος δεν υπήρχε πολύς στις σκηνές ενώ πολλοί ακολουθούσαν την πρακτική της κατασκήνωσης. Δηλαδή μία σκηνή και ό,τι δούμε. Εμείς φυσικά με τέτοιον μουσικό χαμό δεν θα μπορούσαμε να κάτσουμε ήσυχοι.

Οι μικρές σκηνές είχαν ήδη γεμίσει ασφυκτικά αλλά στο main stage ο σχετικά λίγος κόσμος απολάμβανε τους Sun Ra Arkestra. Ντυμένοι σαν τον Φλωρινιώτη έπαιζαν τρελή, παρανοϊκή και άναρχη τζαζ κι έφτιαξαν ένα θέαμα που ανέβασε την διάθεση όλων.

Σχεδόν με το που άρχισε ο Ariel Pink και το στοιχειωμένο του Graffiti στη σκηνή του Quietus ήμασταν εκεί. Τα πολύχρωμα και πολυβαμμένα προσωπάκια γέμισαν ασφυκτικά τo πλατώ και είδαν μαζί μας έναν τύπο που έμοιαζε με τον Iggy Pop σε χειμερινή αμφίεση. Παρότι δεν τρελαίνομαι για τους δίσκους του πρέπει να πω πως live ήταν καταπληκτικός με ένα μίγμα ντίσκο και ροκ που έφερε το καλοκαίρι στο φθινοπωρινό (6 Αυγούστου επαναλαμβάνω) Λονδίνο. Παρέα με άψογους μουσικούς (ιδιαίτερα τον μπασίστα που ήταν δυναμίτης στο "Menopause Man" και έφερνε εμφανισιακά στον Slash) ήξερε ακριβώς πως να διασκεδάσει το κοινό με τον έξωστρεφή και αισιόδοξο ήχο του. Τo "Bright Lit Blue Skies" ήταν το κάτι άλλο και αντιπροσωπευτικό μιας εμφάνισης που μας φέρνει μόνο χαμόγελα ακόμα και μετά από τόσους μήνες.

Απόγευμα γύρω στις 4 μαζί με το γέμισμα ενέργειας και στομαχιού με σκουπίδια παρακολουθήσαμε για λίγο τον Oneohtrix Point Never. Τα ηχητικά κύματα σκέπαζαν το ένα το άλλο και έφτιαχναν πολλές στρώσεις δημιουργώντας μία δύσκολη αλλά ενδιαφέρουσα ακρόαση. O Dan Lopatin χειρονομούσε συνεχώς σχηματίζοντας κύκλους με τα χέρια του καθώς είχε αναλάβει τον ρόλο του μαέστρου αυτής της παρανοϊκής ακολουθίας.

Δεν κάτσαμε πολύ όμως γιατί την ίδια στιγμή στη σκηνή του Quietus ο Alexis Taylor με τους About Group του έδινε το show του. Έτσι κι εμείς πήραμε μια μικρή εκδίκηση και αισθανθήκαμε αγαλλίαση που επιτέλους τον είδαμε live μετά τον περυσινό ατυχέστατο προγραμματισμό του Synch που τον έριξε πάνω στον Rufus Wainwright. Δυνατό blues, γερή ψυχεδέλεια και soul φωνητικά από τον μικρό θεούλη που είχε φορέσει μια ολόσωμη κόκκινη φόρμα πυροσβέστη και γυαλιά ηλίου. Εκείνος έπαιζε τα keyboards και για μια ακόμη φορά στη ζωή του με το ιδιαίτερο στυλ του «δε με ενδιαφέρει τι θεωρείται κιτς» έφτιαχνε αισθητική. Το χιτάκι τους/ διασκευή "You're No Good" ήταν καλό αλλά η καλύτερη στιγμή ήταν αυτό το επικό κομμάτι αγνώστων στοιχείων (αν μπορεί κάποιος να μας βοηθήσει για το όνομα του τραγουδιού θα ήμασταν υπόχρεοι) που με ένα αργό αισθησιακό χτίσιμο μετατράπηκε σε dance οργασμό.

Ένας από τους βασικούς λόγους που προτιμήσαμε το Field Day Festival ήταν η εμφάνιση των επανενωμένων Electrelane. Στο main stage φυσικά. Οι κυρίες ήταν όσο φοβερές περιμέναμε. Ακριβείς, χειρουργικές και πιστές στον ήχο των δίσκων τους. Το κοινό τις αποθέωσε για τις σήμα κατατεθέν αλλαγές τέμπο τους, τη δυναμικότητά τους αλλά και τις διασκευές τους στο "Small Town Boy" και τους XX. Στο τέλος του «ξεσκουριάσματος», μετά από τα τρία χρόνια παύσης εργασιών, μας ευχήθηκαν καλή συνέχεια και μας διαμήνυσαν ότι θα κάτσουν στην άκρη να δουν τον John Cale.

Μεγάλο λάθος όπως φάνηκε στη συνέχεια. Εν τω μεταξύ για χάρη τους (και δεν το μετανιώσαμε καθόλου) φτύσαμε την Zola Jesus μεταξύ άλλων αλλά έπρεπε να παραμείνουμε ακούνητοι από το main stage γιατί ήταν μια κρίσιμη ώρα της ημέρας. Μετά τις καταιγιστικές Αγγλίδες περιμέναμε έναν γερο-σοφό που θα μας γύριζε αρκετές δεκαετίες πίσω και θα μας μετέφερε πιθανότατα στην Ανταρκτική. Ο John Cale γέμισε τη σκηνή με μέλη της μπάντας του που έπαιζαν κάθε λογής όργανο και ανεμίζοντας την βαμβακερή κώμη του ξεκίνησε. Δυστυχώς και μετά από 4-5 πραγματικά βαρετά και ανέμπνευστα κομμάτια δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να ψάξουμε για κάτι άλλο. Ένα πρόσφατο υλικό επιεικώς μέτριο ήταν ό,τι είχε να επιδείξει ο Cale και γρήγορα το κατάλαβε και το κοινό που σιγά σιγά άρχισε να τον εγκαταλείπει. Για Velvet Underground ή Paris 1919 ούτε λόγος βέβαια.

Μετά την απογοήτευση του Cale ψάξαμε κάποια παρηγοριά στους βιρτουόζους της ηλεκτρονικής μουσικής. Ο καθένας από διαφορετικό μετερίζι βέβαια. Στη χορευτική σκηνή ο Erol Alkan έφτιαχνε την tracklist για όποιο club της Αγγλίας σέβεται τον εαυτό του ενώ ο Actress στην Bloggers Delight με μια επιβλητική μαύρη ρόμπα ήταν... επιβλητικός και μυστηριώδης έως και απειλητικός.

Στις 18.30 είχαμε την ευκαιρία να δούμε τους πολλά υποσχόμενους και ανερχόμενους Still Corners. Φανερά αγχωμένοι και με μερικά μικροπροβληματάκια στον ήχο κατόρθωσαν να φτιάξουν ηχητικές κορνίζες νοσταλγίας και γλυκύτητας ενώ η τραγουδίστρια έμοιαζε με την Kate Moss στο πιο συμπαθητικό και λιγότερο πρεζάκι. Παρόλα αυτά ήταν σαφές πως δεν έχει μάθει ακόμα να χρησιμοποιεί τη γατίσια γοητεία της παρά μόνο να κοιτάει σαν φοβισμένο ελαφάκι γύρω γύρω. Το "Endless Summer" άξιζε και με το παραπάνω τη βόλτα προς τη σκηνή τους. Παρά το γεγονός ότι ο δίσκος τους ήταν μια χαμένη ευκαιρία να γίνουν οι Mono in VCF (αλήθεια ποιά τρύπα τους κατάπιε αυτούς;) της φετινής χρονιάς.

Μετά τον John Cale τη βασική σκηνή κατέλαβαν οι Warpaint και προφανώς δεν πλησιάσαμε παρά μόνο όταν θέλαμε να γλείψουμε βαριεστημένα το παγωτό μας. Ο πολύς κόσμος που τράβηξαν πάντως δεν ταίριαζε καθόλου με την αδιαφορία μας. Από την άλλη εξίσου πολύ κόσμο και σε πολύ μικρότερο χώρο (με αποτέλεσμα μια ανευ προηγουμένου συμφόρηση) μάζεψε ο Jamie από τους XX σε μία λανθασμένη χωροταξικά επιλογή. Στο σημείο εκείνο μάλιστα είχαν αρχίσει να πιθηκοποιούνται οι περισσότεροι θεατές (λογικό να σε πιάσει κάποια στιγμή το αλκοόλ μετά από 6 και βάλε ώρες μπυροποσίας) με αποτέλεσμα σκηνές απείρου κάλλους καθώς προσπαθούσαμε να ισορροπήσουμε στα μπουκάλια μπύρας πατώντας πάνω από «πτώματα» κατουρημένων Άγγλων και ορθάνοιχτα μπούτια πρόθυμων Αγγλίδων.

Ας επανέλθουμε στη μουσική όμως. Η αντίστροφη μέτρηση για το μεγάλο φινάλε πλησίαζε και ο Kieran Hebden ξεκάθαρα μακριά από την persona Four Tet που λατρεύουμε κράταγε ζεστούς και ψηλά στα ουράνια τόξα τους θεατές της Bugged Out. Στην ουσία ήταν εμφάνιση DJ αφού απέφυγε συστηματικά να παίξει τις δικές του συνθέσεις.

Ο James Blake πιο δίπλα μάζεψε ό,τι πιο μοδάτο φόραγε το festival. Με έναν πραγματικό όχλο να χτυπιέται ακόμα και στις μονότονες και αργές μελωδίες του αρκούσε ένα κούνημα της φράτζας του για να τρελαθεί το κοινό. Όταν προσπάθησε να παίξει πιο δυνατά ακουγόταν καλύτερος αλλά και πάλι δεν κέρδισε δύο καινούργιους Έλληνες οπαδούς.

Οι Sea and Cake παραδίπλα στη σκηνή του Quietus ήταν πιο διακριτικοί αν και η μυρωδιά της ναφθαλίνης που τους ακολουθούσε ήταν αισθητή από πολλά μέτρα μακριά. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι έφερναν σε πιο pop Tortoise αν ήθελε να τους κολακέψει. Γεγονός πάντως πως ήταν πιο «δυσκίνητοι» από το υπόλοιπο νεανικό και speedαριστό (Χριστέ μου) φεστιβάλ. Ενδεικτικός και ο κόσμος που μάζεψαν του οποίου η ηλικία είχε ως μότο την θρυλική ρήση του Πανούτσου πως «αν είσαι πάνω από 50 και ξυπνήσεις ένα πρωί χωρίς να πονάς μάλλον έχεις πεθάνει».

Από τις 20.00 και μετά τελείωναν τα αστεία. Έπρεπε να δούμε μέσα σε μιάμιση ώρα Coral, Anna Calvi, Horrors και να πάρουμε καλή θέση για τους Wild Beasts.

Πρώτα στους Coral για μια τζούρα καλού βρετανικού pop/rock από μια μπάντα που ναι μεν βρίσκεται σε κάμψη αλλά δεν θέλουμε να ξεχάσουμε πολλές από τις επιτυχίες τους. Θα ξεχάσουμε κατά πάσα πιθανότητα και χωρίς δυσκολία το επερχόμενο υλικό τους που έφερνε σε Arctic Monkeys. Σχετικά με τα παλιότερά τους πάντως δεν έχουμε κανένα παράπονο. Το "Simon Diamond" και το "Pass It On" ήταν εξαιρετικά και αξιαγάπητα. Εξάλλου μας χάρισαν μία άλλη θρυλική στιγμή στη συναυλιακή μας ιστορία όταν συνόδευσαν ένα από τα τεραστιότερα ουράνια τόξα που έχουμε δει ποτέ έπειτα από μία σύντομη μπόρα που μας έκανε μούσκεμα. Εκεί άλλαξαν τον στίχο του κομματιού τους "Waiting For a Thousand Years" σε "Raining For a Thousand Years" και πρέπει να πούμε πως αυτή η αλλαγή μας στέγνωσε και μας γαλήνεψε. Τους αφήσαμε με πόνο ψυχής γιατί υπήρχαν μερικά ακόμα να ακούσουμε που δυστυχώς δεν προλάβαμε αλλά η Calvi μας περίμενε στη σκηνή του Quietus.

Όχι για πολύ βέβαια αφού προλάβαμε το φινάλε των 4-5 κομματιών . Καμία έκπληξη εδώ. Όπως την περιμέναμε. Δυναμική, με βασταγερή φωνή και με αυτοπεποίθηση παρά την φρέσκια είσοδό της στη δισκογραφία. Σαφέστατα πατάει πάνω σε μία από τις φάσεις της PJ Harvey όμως κάνει μιά άλλη, πιο προσωπική της βόλτα στην οποία ανταποκρίθηκε θερμά το κοινό. Δεν προλάβαμε το καλύτερο κομμάτι του δίσκου της "Susanne And I" αλλά το "Desire", το "First We Kiss" και το "Jezabel" ήταν παραπάνω από αρκετά για να μας καταγράψουν για τα καλά στο ρόστερ των θαυμαστών της.

Και στο τέλος, μετά τις 21.00, ήταν η σειρά των headliners. Από ένας σε κάθε μια από τις βασικές σκηνές. Ο Gruff Rhys στου Quietus, οι Horrors στην LastFm και οι Wild Beasts στην μεγάλη main stage. Δικαίως όπως μας απέδειξαν. Δυστυχώς τον φοβερό Ουαλό που έβγαλε και φέτος έναν εξαιρετικό δίσκο θα πρέπει να τον δούμε κάποια άλλη φορά μιας και δεν τον προλάβαμε. Περίπου το ίδιο ισχύει και για τους Horrors που βγήκαν στη σκηνή με μεγάλη καθυστέρηση κάνοντας το δερματινοφορούμενο κοινό τους να ανυπομονεί και να σπρώχνεται με αγένεια. Μπορέσαμε να δούμε μόλις τα δύο πρώτα κομμάτια από τον ενεργητικό φετινό τους δίσκο και η αίσθηση που μας άφησαν ήταν της μετριότητας. Η φωνή του Faris δεν έβγαινε με τίποτα, οι τζιβάνες έσκαγαν σαν πυροτεχνήματα, εντυπωσιακό show με τον φωτισμό, καλές ενορχηστρώσεις και κάπως επίπεδος ήχος. Σαφέστατα μία κλάση παρακάτω μακριά από τη μαγεία του studio. Αλλά εντάξει, όπως είπαμε δύο κομμάτια είδαμε οπότε επιφυλασσόμεθα. Εν τω μεταξύ στην Lock Tavern έπαιζε η Glasser αλλά δεν ασχοληθήκαμε (εδώ θυσιάσαμε τον Gruff). Πάντως όλες αυτές οι θυσίες δεν έγιναν μάταια. Είδαμε Wild Beasts και τους είδαμε όπως ακριβώς θέλαμε. Από κοντά και για ένα γεμάτο και ζουμερό 90λεπτό (όσο έπαιξαν δηλαδή για να κλείσουν το φεστιβάλ και να στείλουν ευτυχισμένο τον κόσμο σπίτι του να καταρρεύσει με την ησυχία του).

Οι Wild Beasts όπως θα έχετε καταλάβει πιστεύουμε πως είναι ένα από τα καλύτερα νέα συγκροτήματα της τελευταίας πενταετίας (πιθανότατα και το καλύτερο) που βγήκε από την Αγγλία. Το να τους δούμε στην καλύτερη φάση τους λοιπόν, ήταν κάτι το μοναδικό. Μάλιστα οι χιλιάδες κόσμου που συνέρρευσαν στην κεντρική σκηνή δεν σταμάτησαν στιγμή να τραγουδούν και να χορεύουν σε όλα τα κομμάτια τα οποία φαίνονταν πως τους ήταν οικεία. Για να πούμε την αλήθεια δεν περιμέναμε τόσο μεγάλη ανταπόκριση σε ένα συγκρότημα που υπό φυσιολογικές συνθήκες οι Άγγλοι μεθυσμένοι θα το θεωρούσαν δήθεν και ελιτίστικο.

Είδαμε τα περισσότερα κομμάτια του Two Dancers και του φετινού Smother (περιέργως όχι το "Lion's Share") καθώς και μερικά επιλεγμένα από το Limbo Panto ("Devil's Crayon", "Brave Bulging Buoyant Clairvoyants"). Αψεγάδιαστοι, ορεξάτοι και γενικότερα στα καλύτερά τους και ως φωνές αλλά και ως συνθέσεις. Άλλωστε, όπως είπε και ο Hayden Thorpe, όταν εμφανίστηκαν πριν τρία χρόνια στο Field Day έπαιζαν το καταμεσήμερο, οπότε ήταν λογικό να ρουφάνε αργά και απολαυστικά την επιτυχία σαν το κόκκινο κρασί που έπινε ο βασικός τραγουδιστής των Wild Beasts. Για τη μπάντα τα έχουμε πει και ξαναπεί. Απλά κατόρθωσαν πολλές φορές να μας εκπλήξουν με το πόσο δεμένοι ήταν μουσικά μετατρέποντας ακόμα και το "End Come Too Soon" από το Smother σε μια ambient αποθέωση.

Κάπως έτσι τελείωσε το Field Day του Λονδίνου. Μια γεμάτη εμπειρία απ' όλες τις απόψεις και σίγουρα ένας μεγάλος αστερίσκος στη συναυλιακή μας πορεία. Άλλωστε δεν νοείται μουσικόφιλος που να μην έχει δοκιμάσει έστω μία φορά αυτή την εμπειρία. Θα λέγαμε και του χρόνου αλλά κατά πάσα πιθανότητα το 2012 θα το ξοδέψουμε στο να κυνηγάμε τους Radiohead ανά την υφήλιο.

Αυτό ήταν και το 2011 συναυλιακά. Καθαρά μιλώντας για τη χώρα μας θα μπορούσε να ήταν καλύτερο και δε θα μπορούσε να ήταν χειρότερο. Ευελπιστούμε για το 2012 και περιμένουμε αν όχι περισσότερες συναυλίες τουλάχιστον περισσότερη σοβαρότητα, υπευθυνότητα, λιγότερο τυχοδιωκτισμό και μεγαλύτερη κατανόηση της κατάστασης από τους διοργανωτές.

13.11.11

Αμπελοφασουλοσοφίες 13/11/11

Μετά από έναν μήνα -και βάλε- ησυχίας (στο blog) και ανησυχίας (στον κόσμο) μπορούμε να αμπελοφασουλοσοφήσουμε λιγάκι για να ξεσκάσουμε βρε αδερφέ.

Διάφορα ενδιαφέροντα υπέπεσαν στην αντίληψή μας. Επίσης ακούσαμε κάποιους δίσκους που είχαμε «βάλει στο πρόγραμμα» και μπορούμε να πούμε ότι είμαστε ικανοποιημένοι με την ενημέρωσή μας.

Παρατηρώ πάντως πως οι τελευταίοι σημαντικοί δίσκοι για φέτος βγήκαν στο τέλος του προηγούμενου μήνα. Ή τέλος πάντων οι τελευταίοι φιλόδοξοι δίσκοι που θέτουν εαυτούς υποψήφιους για τις λίστες που θα ξεκινήσουν τον επόμενο μήνα.

Είναι σαφές πως το όλο πράγμα μοιάζει συνεχώς και πιο άρρωστο. Ουσιαστικά 6 μήνες μουσικής και κυκλοφοριών με το βλέμμα στα χριστουγεννιάτικα ψώνια. Ιανουάριο-Φεβρουάριο βγάζουν οι ριψοκίνδυνοι μιας και ρισκάρουν να μην θυμηθεί κανένας τους δίσκους τους στο τέλος της χρονιάς, Ιούλιο-Αύγουστο πηγαίνουν όλοι διακοπές, Νοέμβριο-Δεκέμβριο είναι πολύ αργά και όλοι είναι απασχολημένοι στο να φτιάχνουν τις λίστες τους.

Μην μας παρεξηγείτε. Εννοείται πως μας αρέσουν τα χριστουγεννιάτικα ψώνια και λατρεύουμε τις λίστες αλλά αυτός ο συνεχής διαγωνισμός όσο να'ναι κουράζει. Επίσης προσπαθούμε με τις λίστες μας να υπερτονίσουμε το προσωπικό γούστο σε αντίθεση με αυτόκλητους σωτήρες που πιστεύουν πως μπορούν να καθορίσουν το μέλλον της μουσικής.

Όπως είπαμε κάναμε τη μουσική μας ενημέρωση αυτό το μήνα. Atlas Sound (σίγουρα όχι ο καλύτερός του αλλά με δύο-τρεις καλές στιγμές), Florence & the Machine (εξελίσσεται σε one-hit wonder η Αγγλίδα με τα λάγνα πόδια), Coldplay (καλή pop μουσική), Peggy Sue (αξιοπρεπέστατο δεύτερο άλμπουμ από τις Αγγλίδες με παραπάνω αμερικανικό ήχο απ'ό,τι πρέπει), Μ83 (φαφλατάς μας βγήκε ο Gonzalez στον χειρότερο αλλά δυστυχώς και πιο φιλόδοξο δίσκο του που έχει ένα ουσιαστικά καλό κομμάτι), Real Estate (μαγικά ριφάκια που πάντως μας χάνουν από ένα σημείο και μετά), My Brightest Diamond (εδώ είμαστε αν και όχι ακριβώς εκεί που θα θέλαμε) και βέβαια Tom Waits σε έναν αυθεντικό και γεμάτο ποικιλία δίσκο του θρυλικού καλλιτέχνη.

Ακούσαμε ενδιαφέροντα πράγματα αλλά διαβάσαμε και άλλα εξίσου σημαντικά. Για παράδειγμα μια ενδεικτική πρόσφατη συνέντευξη αυτού του απομονωμένου ιερού τέρατος του Scott Walker. Μπορείτε να την διαβάσετε εδώ αν θέλετε ακόμα μια απόδειξη του μεγαλείου του, της ταπεινότητάς του, αλλά και της επώδυνης ειλικρίνειάς του.

Να μην ξεχάσουμε βεβαίως άλλη μια τρομερή (υπάρχουν και διαφορετικές;) συνέντευξη του Tom Waits στο Pitchfork αυτή τη φορά. Γενικότερα θα έλεγα πως το γύρω γύρω της μουσικής του Tom είναι σχεδόν εξίσου απολαυστικό με την ίδια τη μουσική. Αν δεν έχετε διαβάσει την βιογραφία του για παράδειγμα με τίτλο Αθώος στα Όνειρά Σου χάνετε μία μεγάλη ευχαρίστηση στη ζωή σας.

Τον περασμένο μήνα επίσης, ανακαλύψαμε και το πολύ καλό ελληνικό site Fridge που διαθέτει πολύ ενδιαφέροντα και καλογραμμένα αφιερώματα. Όπως αυτό εδώ με τα 100 καλύτερα ελληνικά τραγούδια (σοβαρή δουλειά, εξαιρετική ιδέα, δεσμεύομαστε να το κάνουμε κάποτε) με το οποίο συμφωνούμε σε γενικές γραμμές αν και εγώ προσωπικά θα έβαζα το «Ζεϊμπέκικο» του Σαββόπουλου στο νούμερο ένα καθώς και πολύ περισσότερο Αγγελάκα και βέβαια XAXAKES, ή αυτό με τα 20 καλύτερα Graphic Novels που μου ξαναξύπνησε την όρεξη για τα comics.

Εξάλλου όταν ψάχναμε πρωθυπουργό διαβάζαμε αποκλειστικά Πασόκ ή Τεφρα ή όταν θέλαμε γατίσια ευχαρίστηση προτιμούσαμε το kitten covers.

Αυτός ήταν ο μήνας μας σε γενικές γραμμές. Και επειδή είναι ασέβεια να μην κλείνουμε οποιοδήποτε post που αναφέρουμε τον Tom Waits χωρίς youtube του ολοκληρώνουμε με το ξέφρενο "Chicago" από το απίθανο Bad As Me (διαβάζεται και badass me αποκλειστικά και μόνο στην περίπτωση του Tom).

8.10.11

Μερικά Φασόλια στον Αέρα!

Ασφαλώς το πιστό μας κοινό γνωρίζει ότι το some beans έχει ξανακάνει -όχι ακριβώς ραδιόφωνο αλλά- εκπομπή, όχι μια και δυο αλλά 19 φορές πριν διάφορες unforeseen circumstances, που λεν και στο χωριό μας, βάλουν ένα (προσωρινό;;;) τέλος στα Radio Beans.

Αυτή τη φορά όμως μιλάμε για «κανονικό» ραδιοφωνικό αέρα, και πιο συγκεκριμένα τη φιλόξενη συχνότητα του Καναλιού 1, της Δημοτικής Ραδιοφωνίας Πειραιά. Από τις 8 μέχρι τις 10 το βράδυ της Κυριακής 9 Οκτωβρίου, δηλαδή κατά τη διάρκεια της εκπομπής του Τάσου Πάλλα -μιας εκπομπής που παίζει για 17 συνεχόμενα χρόνια γνωρίζοντας στο κοινό της αμέτρητους καλλιτέχνες, και στην οποία έχουμε κάνει κάμποσες guest εμφανίσεις στο παρελθόν- θα εμφανιστούμε για μια ωρίτσα για να μιλήσουμε για καινούριες μουσικές και... για το Field Day Festival!

Προφανώς και δεν έχουμε ξεχάσει τόσο καιρό να αναφερθούμε αναλυτικά στο βασικό γεγονός ενός ολόκληρου ταξιδιού. Απλά περιμέναμε να μιλήσουμε πρώτα γι'αυτό με τον Τάσο και μετά να γράψουμε, και τελικά να που έφτασε Οκτώβρης για να γίνει. Έτσι λοιπόν, αύριο το βραδάκι το Some Beans δίνει ραντεβού στο Κανάλι 1!

Συντονιστείτε στους 90,4 MHz ή απλά πατήστε εδώ για να ακούσετε.

3.10.11

Αμπελοφασουλοσοφίες 03/10/11

Πέρα από όλα όσα ενδιάμεσα αναφέραμε, πέρα από το tour των Radiohead στα αμερικανικά σατιρικά talk shows και τις δύο τους συναυλίες στη Νέα Υόρκη, πέρα από την κυκλοφορία του εξάωρου κομματιού των Flaming Lips, πέρα από την συμπλήρωση 20 χρόνων από το Nevermind (προτιμάμε το In Utero ευχαριστούμε που ρωτήσατε), πέρα από την κυκλοφορία και την «κυκλοφορία» νέων πολλά υποσχόμενων δίσκων όπως της St. Vincent, της Feist, των Wilco και των Modeselector η πραγματικά μεγάλη μουσική είδηση του μήνα ήταν η διάλυση των R.E.M.

Για το some beans μεγάλο θέμα συζήτησης υπήρξε και η συναυλία των ανανεωμένων και αναγγενημένων Suede αλλά γι' αυτό θα τα πούμε εν καιρώ.

Η διάλυση των R.E.M. ήταν μια μεγάλη έκπληξη. Έκπληξη κυρίως γιατί μέχρι πρόσφατα είχαν κυκλοφορήσει φήμες ότι η μπάντα ετοιμαζόταν να ξαναμπεί στο studio αμέσως μετά την κυκλοφορία του Collapse Into Now.

Γενικότερα τίποτε δεν προμύνυε μια τέτοια εξέλιξη. Τη στιγμή, μάλιστα, που μόλις είχαν κυκλοφορήσει έναν αξιοπρόσεκτο και σφιχτό δίσκο που ακολούθησε τη μουσική τους αναγέννηση (Accelerate) καθαρίζοντας για τα καλά το όνομά τους από το Around The Sun (που ακόμα κι αυτό είχε δύο-τρία καλά κομμάτια).

Πέρα από την έκπληξη δεν μπορούμε να πούμε ότι στενοχωρηθήκαμε. Αν δε βλέπαμε αυτή την τελευταία (μέχρι τα reunion tour) τους συγκλονιστική παράσταση στην Ελλάδα, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, θα το παίρναμε σίγουρα πιο προσωπικά.

Δε στενοχωρηθήκαμε όμως και για άλλους λόγους. Ο μακαρίτης ήταν πλήρης ημερών και κατάφερε να πετύχει πάρα πολλά στη ζωή του. Άφησε μια από τις κορυφαίες ακολουθίες δίσκων (πόσοι μπορούν να πουν ότι έβγαλαν γύρω στους δέκα σπουδαίους δίσκους;), πολλές συνεργασίες, πολλή μουσική, τέσσερις χαρισματικούς μουσικούς, ακόμα ακόμα κάποιες απόψεις και έναν σεμνό τρόπο ζωής που έκαναν καλύτερο τον κόσμο.

Θα μπορούσαν να μη διαλυθούν. Θα μπορούσαν να παραμείνουν ένα ευχάριστο extra στην ετήσια δισκογραφία. Προφανώς όμως ένιωσαν ότι αν συνέχιζαν θα κατέβαζαν τα standards τους και γι'αυτό και μόνο τους αξίζει σεβασμός. Ξεπλήρωσαν και με το παραπάνω το δίσκο που αισθάνθηκαν ότι μουτζούρωσε τη δισκογραφία τους και καβαλάνε προς το δειλινό έχοντας τον απεριόριστο θαυμασμό μας.

2.10.11

Have you ever tried it that way?

Η σχέση μου με τους Suede υπήρξε κάπως... αναδρομική. Όταν όλοι ωρύονταν για το ομώνυμο πρώτο τους album οι επαφές μου με το αγγλόφωνο ρεπερτόριο ήταν σε πολύ πρώιμο στάδιο οπότε ίσα που κατάλαβα τι έγινε, κι αυτό μόνο και μόνο χάρη στις ατελείωτες προβολές του κλιπ του "Animal Nitrate"από το MTV (R.I.P.) το οποίο χάζευα μάλλον με απορία γιατί άρεσε σε τόσο πολύ κόσμο. Την επόμενη χρονιά που κυκλοφόρησε το Dog Man Star διένυα τη grunge φάση μου, λιώνοντας στο walkman τις κασέτες του Nevermind και του In Utero (με αρκετή καθυστέρηση, όπως συνέβαινε πάντα στην Ελλάδα) και οι λείες, λαμπερές κιθάρες του Bernard Butler μου φαίνονταν ξενέρωτες. Όταν πια έφυγε ο Butler κι έβγαλαν το Coming Up, τα hooks τους δεν ήταν αρκετά δυνατά για να με πείσουν να ερευνήσω πιο μέσα.

Ό,τι δεν είχε καταφέρει όλο αυτό το ψηστήρι το κατάφερε ένα b-side, αλλά όχι από τα παλιά και φημισμένα τους. Το "Sadie", κρυμμένο στην πίσω πλευρά τους τρίτου (ή τέταρτου;) single από το Coming Up, του "Lazy", ήταν που με έκανε να αναρωτηθώ μήπως έπρεπε τελικά να εξερευνήσω περισσότερο το λήμμα "Suede". Ακολούθησε ολόκληρη η συλλογή τους με τα b-sides. Μετά αποφάσισα να ξανακούσω το πρώτο άλμπουμ, κόλλησα άσχημα με το "So Young" και αργότερα εξίσου άσχημα με το "Sleeping Pills" και συνέχισα με τα πρώτα 6 κομμάτια του Dog Man Star. Είχαμε πλέον 1999 προς 2000 και ξαφνικά ανακάλυπτα ότι κάποια πράγματα τα είχα αδικήσει προσπερνώντας τα τόσο βιαστικά. Έπρεπε όμως να αρκεστώ σε αυτά αφού οι καλές μέρες των Suede ήταν χρόνια πίσω, όπως και η επίσκεψή τους στη χώρα μας.

Τελικά εν έτει 2011 έμελλε μετά από πολλές περιπέτειες να επιβεβαιώσουν ότι ξαναπαίζουν μαζί (ΟΚ χωρίς τον Butler αλλά μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας) και, το σημαντικότερο, ότι θα έρχονταν ξανά προς τα εδώ. Δεν το σκεφτήκαμε δεύτερη φορά - φτάνει που καταφέραμε να χάσουμε τους Pulp το καλοκαίρι, μια δεύτερη χαμένη ευκαιρία για nostalgia trip τέτοιου βεληνεκούς θα πήγαινε πολύ. Πόσο μάλλον που, σε αντίθεση με την αρμάδα του Jarvis, αυτούς δεν τους είχε ξαναδεί ποτέ ουδείς από τη σύνθεση του some beans.

Έτσι, το βράδυ της 21ης Σεπτεμβρίου ανηφορίσαμε προς την Ιερά Οδό, στο ολοκαίνουριο Entertainment Stage (ω ναι, ψιθυρίστε το - ένας συναυλιακός χώρος με εξαερισμό!). Και ο Brett δε μας απογοήτευσε στιγμή. Γιατι ναι, ήταν ένα one man show, μπορούμε να είμαστε ειλικρινείς εδώ. Ψιλόλιγνος, στεγνός, αεικίνητος, με τη διαχρονική φράτζα του να κουνιέται φιλάρεσκα και χαριτωμένα δεξιά κι αριστερά, δεν είχε τίποτα μα τίποτα να ζηλέψει από τον 25άρη εαυτό του.

Έχοντας δει και την άλλη του πλευρά, αυτή του σοφότερου, κατασταλαγμένου 40άρη που αγκαλιάσαμε καθώς σκάλιζε τα μεράκια του στην ακουστική του κιθάρα, το 2009, ο Brett έμοιαζε όχι απλά σα να μην είχαν περάσει 2 ακόμα χρόνια από πάνω του αλλά σα να είχε περάσει εκείνος πάνω απ'αυτά κι από καμιά 10αριά ακόμα. Βγήκε στη σκηνή ορμητικός και η μπάντα περνούσε απ΄το ένα κομμάτι στο άλλο χωρίς ανάσα, χωρίς καν μια κουβέντα. Τα χρονικά άλματα ήταν αλλεπάλληλα και μεγάλα καθώς πηγαίναμε από τα πρώτα σινγκλάκια κατευθείαν σε κάτι από το Head Music και πάλι πίσω, για μιάμιση ώρα.

Αυτό όχι απλά δεν ήταν εις βάρος της ροής της συναυλίας αλλά αντίθετα ανέδειξε το πιο εντυπωσιακό της χαρακτηριστικό: το πόσο ζεστά έδειχνε όλη η μπάντα να παίρνει κάθε ένα κομμάτι του σετ, αντιμετωπίζοντας το υλικό των πιο πρόσφατων δίσκων ακριβώς με τον ίδιο ζήλο που έδειχναν για το παλιότερο. Ίσως να ήταν επειδή ο Brett θέλει ακόμα να πιστεύει - και να υπενθυμίζει στο κοινό του - ότι τα πήγε εξίσου καλά και μόνος του ως βασικός συνθέτης των Suede, αλλά η θεατρικότητά του και η ζέση του δε μειώνονταν στο ελάχιστο, κάνοντας ακόμα και μέτρια κομμάτια όπως το "Obsessions" ή το "Filmstar" να μοιάζουν σχεδόν εξίσου σπουδαία με τα παλιότερα και το ρυθμό της βραδιάς να μην πέφτει ποτέ. Ακόμα κι αυτό το "Beautiful Ones" που δε μου άρεσε ποτέ έμοιαζε αδύνατο να του αντισταθείς και να μην το τραγουδήσεις έξω φωνή.

Η λέξη-κλειδί στην παραπάνω (τεραστίων διαστάσεων, παρακαλούμε δεχτείτε τη συγγνώμη μας) πρόταση, βέβαια, είναι το «σχεδόν».

Γιατί, όπως ήταν φυσικό κι αναμενόμενο, αυτά που έκλεψαν την παράσταση ήταν «τα παλιά». Οι Suede δεν έχουν, προς το παρόν τουλάχιστον, καινούριο δίσκο οπότε τυπικά όλα όσα έπαιξαν ήταν «παλιά», αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για «τα πιο παλιά». Εκείνα τα κομμάτια που προήλθαν από τη μαγική συνεύρεση του Brett και του Bernard πριν σχεδόν 20 χρόνια. Ένα "Animal Nitrate" που έβαλε φωτιά στο μαγαζί (και ναι, αυτή τη φορά είχα πλέον καταλάβει γιατί άρεσε σε τόσο κόσμο), ένα "Metal Mickey" που ενέπνευσε μπόλικες αεροκιθάρες να βγουν απ'τις θήκες τους, ένα "So Young" που έφερε μνήμες από μοναχικούς χορούς σε νεανικά δωμάτια, ένα "The Wild Ones" που έστειλε μικρά βοτσαλάκια να κατρακυλήσουν σε σπονδυλικές στήλες και, πάνω απ'όλα, ένα συγκλονιστικό "Pantomime Horse" με τον Brett γονατισμένο στη σκηνή να βγάζει τα σώψυχά του.

Κι εμείς μείναμε να τον κοιτάμε, κάποιοι με αρκετή δόση νοσταλγίας. Άλλωστε αυτό είχαν να προσφέρουν οι Suede εκείνο το βράδυ - ήταν παρόντες αλλά είχαν να μας δώσουν μόνο παρελθόν, φωτογραφίες από μια άλλη εποχή που για μεγάλο μέρος όσων ήμασταν εκεί ήταν τα πιο ξέγνοιαστά μας χρόνια. Ακόμα κι αν συνδέθηκαν με τη μουσική των Suede καθυστερημένα. Φιμώσαμε το κυνικό τμήμα του εγκεφάλου και το ευχαριστηθήκαμε όσο δεν πάει.

1.10.11

After the crash come the waves/ And leave you with nothing / At least next to nothing

Αν στο τέλος της χρονιάς διοργανώναμε βραβεία (με την πολύτιμη χορηγία φυσικά της Εθνικής Τράπεζας, του ΟΠΑΠ και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου) αυτό του μουσικού προσώπου της χρονιάς θα το έπαιρνε ο Faris Badwan. Ο απλούστατος λόγος είναι ότι έβγαλε δύο πολύ καλούς, τελείως διαφορετικούς και γεμάτους ιδέες (έστω και ανακυκλωμένες) δίσκους, με δύο διαφορετικά συγκροτήματα, συνεργαζόμενος με τελείως διαφορετικούς καλλιτέχνες.

Ο ήρωάς μας άφησε κατά μέρος τις gothic/punk απαρχαιωμένες μαυρίλες και βγήκε έξω στον κόσμο για να μυρίσει τα λουλούδια (μέχρι κρίνα, μην το παρακάνουμε κιόλας). To Skying είναι πολύχρωμο, φιλόδοξο και συναρπαστικό. Με επιρροές από My Bloody Valentine (η uptight διαφωνεί σε αυτή τη σύγκριση οπότε το παίρνω πάνω μου), πρώιμους Simple Minds, Echo & the Bunnymen και βέβαια Suede (ειδικά το "Monica Germs" πρέπει να το ξεσήκωσαν από καμμία χαμένη παρτιτούρα των δύο πρώτων δίσκων) o Badwan κάνει surf στις αγαπημένες του μουσικές με τη σανίδα γυαλιστερών keyboards, πορωτικών κιθαριστικών riffs, ακόμα και των καθιερωμένων σαξοφώνων (αν κρατάει κανείς λογαριασμό ας βάλει το σαξόφωνο του "Wild Eyed" στη λίστα των φετινών δίσκων που αναβιώνουν το συμπαθές αυτό όργανο που τελευταίος το χρησιμοποίησε ο Bill Clinton π.π.).

Από την άλλη καταλαβαίνω ότι το παλιότερο κοινό τους (εμείς δεν ανήκουμε σε αυτούς) δεν δέχτηκε καλά την αλλαγή στον ήχο τους και ότι ίσως τους φανούν πολύ «καθαροί» σε σχέση με αυτό που έχουν συνηθίσει. Αυτό είχαμε την ευκαιρία να το συνειδητοποιήσουμε και με τα ίδια μας τα μάτια μιας και το κοινό τους στο Field Day Festival αποτελούνταν από πολλές μοϊκάνες, δερμάτινα μπουφάν και παραμάνες. Σε αυτό το κοινό για παράδειγμα δεν ξέρω αν θα κάθισε και πολύ καλά το "I Can See Through You" που θα μπορούσαν να το είχαν γράψει και οι ABBA (άντε και οι πρώιμοι Pulp) αν αφαιρούσαμε τις κιθάρες. Ή ίσως το εναρκτήριο "Changing the Rain" που έχει κόψει τα ναρκωτικά και πίνει σε κάποιες επιλεγμένες περιπτώσεις. Η αλλαγή τους πάντως είχε ξεκινήσει από το προηγούμενο Primary Colours αλλά αρκετός ο κόσμος που έμεινε στην πρώτη του εντύπωση για τη μπάντα και την εικόνα τους με τα μαλλιά σφιγγοφωλιές, τα δερμάτινα παντελόνια σωλήνες και το στυλ New York Dolls.

Είναι γεγονός πως δεν υπάρχει πολλή βρωμιά και παραμόρφωση του ήχου. Οι μελωδίες αφήνονται να λάμψουν και δεν μποϋκοτάρονται επειδή «έτσι πρέπει». Το προαναφερθέν "Changing the Rain" είναι μια αποθέωση που αποδεικνύει (μετά το σεισμικό "Mirror's Image") ότι εκτός από φοβερά singles οι Horrors κατέχουν την τέχνη της δημιουργίας ενός εναρκτήριου κομματιού που σε ενθουσιάζει και σε κάνει να ανυπομονείς για να προχωρήσεις στον υπόλοιπο δίσκο. Το "You Said" καταφέρνει να διατηρήσει το επίπεδο και τη διέγερση με ένα άψογο και αξιομνημόνευτο ρεφρέν αλλά ενδεικτικά των μεγάλων φετινών ιδεών που κατοικούν στο κεφάλι του Badwan είναι το "Endless Blue", που από ένα χαλαρωτικό κοκτέηλ long island γίνεται εκρηκτική βόμβα μολότωφ και φοράει την παλαιστινιακή μπαντάνα (άλλο ένα ρατσιστικό σχόλιο) καθαρίζοντας τους λουόμενους, και το "Still Life" που κάνει χρήση αυτού του φοβερού ατμοσφαιρικού εφέ με τις κιθάρες στην ανάποδη που πάντοτε μας τραβάει την προσοχή. Αξίζει επίσης να σταθούμε και στο "Moving Further Away", μια επικών διαστάσεων krautrock έμπνευση που σφυροκοπεί για κάτι παραπάνω από 8.30 λεπτά.

Ελπίζουμε να ήταν και γι'αυτούς όσο απολαυστικός ήταν και για εμας αυτός ο μικρός σε διάρκεια αλλά γεμάτος σε ουσία, που εκμεταλλεύεται όλα τα πλεονεκτήματα των studio και της σύγχρονης παραγωγής, δίσκος. Το μπούκωμα που παρατηρήσαμε στο live τους μπορεί να οφείλεται σε κάποιους εξωγενείς παράγοντες οπότε προς το παρόν θα σταθούμε στον έξοχο ήχο από το studio Skying και θα περιμένουμε να τους δούμε κάπου μόνους τους εκτός φεστιβάλ και με καλά ηχεία. Ίσως στα βραβεία του some beans, φυσικά με την χορηγία του Metropolis, του Public, της Νέας Γενιάς Ζηρίδη (που γαμιέται όπως μας ενημέρωσε μια στάση λεωφορείων στην Πειραιώς) και της Γιάννας Αγγελοπούλου, που θα διεξαχθούν στο Bios και με λίγη τύχη θα αποτελέσουν τον υγρό τάφο (πάντα ήθελα να το πω αυτό) αρκετών ελλήνων και ξένων hipsters.

24.9.11

Αμπελοφασουλοσοφίες 24/09/11


Ξέρω ότι περιμένετε οδηγίες.


Τι να κάνουμε; Πως θα επιβιώσουμε; Να τρέξουμε στις τράπεζες να βγάλουμε τα λεφτά μας (ποιά;) και να τα βάλουμε στην κατάψυξη (όχι γιατί θα παγώσει το υδατογράφημα);

Να ετοιμαζόμαστε να στείλουμε τις αδερφές μας στη βίζιτα, μόλις απολυθούμε, για να πραγματοποιηθεί και η αυτοεκπληρούμενη προφητεία (που λέει και ο Γιωργάκης) του ενός εργαζομένου σε κάθε οικογένεια;

Και με την Τουρκιά; Όσοι δεν έχουμε πάει στο Καστελόριζο να αρχίσουμε να το σβήνουμε απο τη λίστα των διαθέσιμων για island hopping νησιών;  Να αγοράσουμε γυαλιά ηλίου για το militaire look  που θα φορεθεί φέτος στα σύνορα στον Έβρο όταν θα περιμένουμε τα βλήματα από την απέναντι όχθη; Ή μήπως οι πιο προνοητικοί να βγάλουμε εισητήριο με ανοιχτή ημερομηνία αναχώρησης προς την Ιταλία, την Αγγλία (εκεί θα πάμε εμείς), τη Γουαδελούπη ή ένα απο τα 12 μέρη του αφιερώματος που μπορείτε να πάτε όταν όλα πάνε κατά διαόλου (σε αυτή την περίπτωση θα αμπελοφασουλοσοφούμε από το Yukon);

Πολλά και αμείλικτα ερωτήματα.


Η απάντηση σε αυτά είναι μία και απλή.


Κάντε ό,τι έκανε ο Elvis Costello στο Saturday Night Live το 1977 όταν η εταιρία του τον πίεζε να παίξει το "Less Than Zero" στη ζωντανή εκπομπή.

Στα φετινά γλυκά σταφύλια της πολύ γεμάτης φετινής χρονιάς προσθέστε και τους Dodos.

To No Color με την ευγενική βοήθεια της φωνάρας Neko Case και της φωνάρας της ξαναβρίσκει τους Dodos ως ντουέτο και πιθανόν στη μελωδικότερή τους φάση. Πέραν αυτού, επιβεβαιώνουν ότι έχουν γίνει βιρτουόζοι σε έναν μοναδικό ήχο που επαναπροσδιορίζει τη σχέση ακουστικής κιθάρας και drums.

Αντί για το πραγματικά μεγαλοπρεπές "Going Under" που σε ζαλίζει ευχάριστα με την ευκολία που αλλάζει θέμα θα προτιμήσουμε το πολύ μελωδικό και γλυκό "Companions" γιατί είμαστε γλυκούληδες και μελωδικοί.

22.9.11

It's a game inside your head and no one wins

Γεμάτος εκπλήξεις είναι ο Chris Taylor. Ο μπασίστας, τραγουδιστής κατά το ήμισυ των τραγουδιών των Grizzly Bear και παραγωγός τους (υπεύθυνος για τον ήχο τους που βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από τα περισσότερα πράγματα εκεί έξω) βγαίνει μπροστά με ακόμα ένα δικό του project. Μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος πως προλαβαίνει να ασχολείται με τους Grizzly Bear, τους Department Of Eagles, αλλά και την παραγωγή δίσκων όπως των Morning Benders.

Και όμως, το Dreams Come True είναι εξαιρετικό. Γεμάτο ιδέες, με καταπληκτική παραγωγή που αναδεικνύει τα κομμάτια και με ανακάτεμα των πιο απροσδόκητων επιρροών που θα μπορούσαμε να περιμένουμε. Στο "Too Late Too Far" πίσω από το υπερσύγχρονο μπιτάκι ακούμε πάρα πολύ Phil Collins, λιγότερο Xiu Xiu και ακόμα ακόμα το "Packt Like Sardines in a Crushd Tin Box". Μια έξοχη χορευτική στιγμή που ακολουθείται από το φουτουριστικό, αψεγάδιαστο και καλοντυμένο "Believe".

Το άλλο γερό δίδυμο του δίσκου αποτελείται από το "She Found a Way Out" και το "Answer". Το πρώτο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη και είναι μια περιπέτεια από μόνο του με την απροσδόκητη αλλαγή κατεύθυνσης από μία ακουστική μελωδία σε ένα γυαλιστερό α λα Bowie ριφάκι. Το επόμενο "Answer" είναι ένα βαρύ ηλεκτρονικό κομμάτι με αισθησιακή ατμόσφαιρα που ταιριάζει τέλεια σε κακόφημα υπόγεια κλαμπ.

Γενικότερα ο Taylor είναι άριστα ενημερωμένος στα καθέκαστα της σύγχρονης μουσικής και με τις γνωριμίες και τις ασχολίες που έχει μαντεύει εύκολα τις επόμενες τάσεις. Εδώ στο τελευταίο "Bericht" ακούγεται σαν τον νέοπα Perfume Genius, στην '80s και R&B μόδα θα κολλήσει; Και σίγουρα μην το ξεγράψετε σαν b-sides των Grizzly Bear. Υπάρχει γεύση εδώ πέρα και αρκετό υλικό που αν του δοθεί η ευκαιρία θα δείξει ότι είναι κάτι αρκετά διαφορετικό απ' αυτά που κυκλοφορούν. Και σχετικά με το όλο και περισσότερο επιζητούμενο πάντρεμα μελωδίας και ρυθμού είναι ακριβώς μέσα στον στόχο του.





Άλλο ένα side project στο σημερινό 3 σε 1. Εδώ όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και σύμφωνα με μια πολύ πρόχειρη ερεύνα στη σελίδα της νεοσύστατης μπάντας στο wikipedia.
Οι Cat's Eyes είναι το ντουέτο Faris Badwan ( ο τραγουδιστής και συνθέτης, Παλαιστινιακής καταγωγής, των Horrors που έβγαλαν έναν καλό δεύτερο δίσκο και έναν εξαιρετικό φετινό τρίτο αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία) και της σοπράνο Rachel Zeffira.

Όταν ο Badwan έβαλε στη Zeffira να ακούσει girl groups απο τα sixties η Zeffira ένιωσε μια φούντωση μια φλόγα με τις Ronettes και τον Phil Spector. Έτσι προχώρησαν στην ηχογράφηση μουσικής και μέσω των διασυνδέσεων της Zeffira οι Καρδινάλιοι της Ρώμης είδαν την πιο παράξενη συναυλία της ζωής τους όταν οι Cat's Eyes έπαιξαν στο Βατικανό με τη συνοδεία χορωδίας και εκκλησιαστικού οργάνου. Επίσης πολλοί απ' αυτούς είχαν τη δυνατότητα να δουν έναν Παλαιστίνιο από τόσο κοντά χωρίς να φοβούνται ότι θα σκάσει μπροστά τους. Αλλά και αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Σίγουρα πάντως κομμάτια όπως το δρακουλιάρικο, στυλ Bauhaus "Sooner or Later" θα τους έκαναν να λερώσουν τα άμφιά τους.

Τόσο ετερόκλητα στοιχεία σε μια συναυλία μόνο θριαμβευτικές κριτικές θα μπορούσαν να αποφέρουν. Εκτός από, ξέρω'γω, τα Νέα του Βατικανού που βγήκαν την επόμενη μέρα με τίτλο «Κουρευτείτε και γυρίστε πίσω στο δρόμο του Χριστού». Ο ομώνυμος δίσκος ήταν κάτι επόμενο μετά απ' αυτά. Τα ερωτήματα λοιπόν που προκύπτουν απ' αυτή την ιστορία είναι δύο.
Ο δίσκος είναι καλός; Τελικά τα'χουν;

Ναι και προφανώς είναι οι απαντήσεις. Ο δίσκος είναι πολύ καλός. Ανέλπιστα καλός για εμένα που μέχρι να βγούν οι φετινοί Horrors δεν τρελαινόμουν με την goth αναβίωση που επιχείρησαν. Εδώ όμως έκαναν κάτι μαγευτικό. Η μοντερνιά μπήκε στην άκρη και το δίδυμο που τα πάει ζουζουνιστά έφτιαξε μερικές κυριολεκτικά αιθέριες μελωδίες, που απογειώνονταν με την τεχνικά τέλεια φωνή της Ραχήλ, όπως στο "I'm Not Stupid", στο παραμυθένιο "Not a Friend", στο "Lull" με τα πλούσια έγχορδά του κάπου πάνω από το ουράνιο τόξο και στο "I Knew It Was Over" που θυμίζει λιγουλάκι Tim Burton.

Όλος ο δίσκος είναι σαν παλιομοδίτικα ερωτικά γράμματα μεταξύ εραστών που αρχίζουν με το «αγαπημένε/ αγαπημένη» και τελειώνουν με «παντοτινή αγάπη». Μια εγκύτητα και μια καυτή φλόγα που δεν πρόκειται να σβήσουν ούτε καν μετά το πέρας των δύο ωρών και την απομάκρυνση από την κινηματογραφική ασπρόμαυρη οθόνη. Ακόμα και να μη βγάλουν επόμενο δίσκο (χλωμό) το ομώνυμο είναι μια φωτογραφία μιας εκ των καλύτερων στιγμών της ζωής τους/ καριέρας τους. Και εμείς έχουμε κάτι σύντομο και όμορφο να τους θυμόμαστε. Παρακάτω το εξωπραγματικό live από το Βατικανό.



Και επειδή υπάρχει πολύ και καλό υλικό από αυτή τη σύμπραξη δείτε και αυτό το βιντάκι απο το Guardian (που έχει απογορεύσει to embedding) εδώ.


Η μπάντα του Νεοζηλανδού Conan Hosford έχει εδώ και καιρό αρχίσει να ακούγεται όλο και πιο έντονα. Στη δισκογραφική εταιρία του Erol Alkan ( τους χάρισε και ένα πολύ διάσημο remix για το ομώνυμο του Forever Dolphin Love, που μεταξύ μας δεν είναι τίποτα ενδιαφέρον αφού απλά έχωσε ένα basic μπιτάκι) απέκτησαν την προβολή που τους άξιζε σε ένα μεγαλύτερο κοινό έξω από την Ωκεανία. Η σημαντικότερη όμως στιγμή της μπάντας ήταν το περυσινό tour της στην Αγγλία ως support των συμπατριωτών Crowded House.

Πλέον με τα αυτιά του κοινού περισσότερο ανοιχτά εμφανίστηκαν σε αρκετά festival για το promotion του Forever Dolphin Love. Η πειραγμένη, σχεδόν art brut αισθητική της μπάντας και η ψυχεδέλεια τραβάνε άμεσα την προσοχή. Εμάς μας άρεσαν ουκ ολίγα κομμμάτια και σίγουρα η ιδιαίτερη ατμόσφαιρά τους θα ακουστεί και θα ξανακουστεί φέτος στο τσαρδί μας.

Το καταπληκτικό "Megumi the Mikyway Above" που ξεκινάει με τα πιτσιρίκια να φωνάζουν "hello Conan" (παρεμπιπτόντως όπως πολύ σωστά παρατήρησε η uptight το τραγούδι μοιάζει πάρα πολύ με το "All Flowers in Time" του Jeff Buckley και της Liz Frazer) είναι ένα απ'αυτά τα κομμάτια που ξεχωρίζουν. Το "Faking Jazz Together" είναι ένα άλλο που κοπλιμεντάρεται από την πολύ ιδιαίτερη υποβρύχια ακουστική της κιθάρας του Hosford ενώ το "Forever Dolphin Love" είναι ένα jazz blues διαμαντάκι (τι διαμαντάκι δηλαδή διαμαντάρα δύο κινήσεων που κρατάει δέκα λεπτά ) που συναντάται μόνο στα βάθη των ωκεανών. Δύο λόγια αξίζουν και για την παιδική φωνή του Conan που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι ακούς έναν πιτσιρικά που παίζει με τους φίλους του φέρνοντας στο μυαλό την αθωότητα του Daniel Johnston.

Ο Conan δεν αξιώνει την τελειότητα και ούτε προσπαθεί γι' αυτήν. Αν αντιμετωπιστεί με αυτή τη λογική και αν σας αρέσει η ψυχεδέλεια (που τα τελευταία χρόνια γίνεται καλύτερα εκτός Αμερικής) βρείτε το.


 
Clicky Web Analytics