Η πλάκα είναι ότι τα καλομαθημένα και απαιτητικά Αγγλάκια θεωρούν το συγκεκριμένο φεστιβάλ ως αυτό που προσφέρει τις λιγότερες ανέσεις στον θεατή καθώς και τις χειρότερες μπύρες (!). Εμείς από την άλλη είδαμε ένα μεγάλο μουσικό πάρκο που... ή μάλλον ας βάλουμε τα πράγματα σε μία σειρά ξεκινώντας από τις εν Ελλάδι συναυλίες.
Η κίνηση ήταν πεσμένη και δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε κανέναν γι'αυτό. Η Alterground που είχε κλέψει πριν δύο χρόνια την παράσταση συρρικνώθηκε με όλο και λιγότερες διοργανώσεις έχοντας να αντιμετωπίσει και το μποϋκοτάζ των βρωμοπόδαρων post-rockάδων που σήκωσαν το μπαϊράκι της επανάστασης στα 30άρια του εισιτηρίου. Ανεξάρτητη εταιρία σου λέει και να έχει λεφτά το εισιτήριο; Ντροπή. Γενικά είναι εύκολο να μποϋκοτάρεις όταν όλα σου έρχονται τζάμπα και δεν έχεις δώσει ποτέ μία δεκάρα σε κάποιον καλλιτέχνη που αγαπάς.
Πάει αυτό. Είχαμε την αθλιότητα δίχως τέλος του Rockwave που κάποιος πρέπει να του τραβήξει τη πρίζα, κάποιους παλιούς γνωστούς που θα συνεχίσουν να έρχονται ακόμα και αν γυρίσουμε στη μνα και την Detox. Η εταιρία των ακυρώσεων -πως λέμε ομάδα των πρωταθλημάτων- έφερε καλά ονόματα δυστυχώς μόνο στη φαντασία της. Έτσι πρόχειρα Amy Winehouse, Primal Scream, φεστιβάλ 2310 στη Θεσσαλονίκη. Τουλάχιστον έφερε Interpol. Φυσικά δεν είμαστε αφελείς για να μην καταλαβαίνουμε ότι κάτι παίζει με αυτές τις ανακοινώσεις και τις ακυρώσεις και γι' αυτό ο ειδικός ντετέκτιβ του some beans το ερευνά.
Το Gagarin εξαφανίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικό από τον συναυλιακό χάρτη συνεχίζοντας την καθοδική πορεία των δύο τελευταίων χρόνων (τουλάχιστον ήρθε για λογαριασμό του ο Cave) και προς το τέλος της χρονιάς κάτι κινήθηκε στο Bios με ονόματα της μοδός (Josh T. Pearson, EMA) που δυστυχώς δεν είναι του γούστου μου.
Τελικά τι μας έμεινε από την φετινή χρονιά; Η άψογη -και ευρύχωρη και με φθηνές μπύρες- συναυλία του κτήνους των Grinderman για την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ, και η βουτιά στο παρελθόν με τους Suede και τον Brett Anderson να αλαλιάζουν την προηγούμενη μουσική γενιά, αλλά και να γεννούν το ενδιαφέρον στους νεότερους για τον μοναδικό και διαχρονικό ήχο τους. Η uptight σας έχει μιλήσει για τη συγκεκριμένη συναυλία εδώ. Και... αυτά.
Δυστυχώς χάσαμε Interpol, Pulp, Twilight Singers, καθέναν για διαφορετικούς λόγους. Εντάξει, τον Dulli τον έχουμε δει πάνω από τρεις φορές, οι Interpol όμως ήταν ένα απωθημένο που δυστυχώς έμεινε έτσι. Και να θυμόμουν και τους λόγους... Οι Pulp από την άλλη έπεσαν σε άβολη ημερομηνία, η uptight όμως κρατάει γερά την ανάμνηση από το Rockwave της Φρεαττύδας το 1998. Ξεχάσαμε κάτι άλλο; Πάμε στα σημαντικά τώρα.
Το Field Day Festival διοργανώνεται κάθε χρόνο στο Victoria Park του Λονδίνου. Φτάσαμε μετά από μία σύντομη αλλαγή τρένου στις δαιδαλώδεις (και μασονικές εννοείται) στοές του υπογείου. Ένας μικρός γοργός περίπατος, ώστε να προλάβουμε τα πρώτα ονόματα του festival που ξεκινούσαν στις 12, προσπερνώντας αδιάφορους νεαρούς Άγγλους που είχαν ξεκινήσει την μπυροποσία γεμίζοντας τοπικές παμπ μέχρι να αρχίσουν τα ονόματα που τους ενδιέφεραν. Δυστυχώς εμείς δεν έχουμε αυτή την πολυτέλεια με την πολιτιστική αλλά και οικονομική πλέον ένδεια της χώρας μας οπότε έπρεπε να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο όλα όσα μας προσφέρονταν με τις μόλις 40 λίρες του εισιτηρίου. Με αυτά που είδαμε ήταν σίγουρα το bargain of the year όπως θα έλεγαν και οι Άγγλοι (μαζί με κάτι ψώνια σε ελληνικό supermarket που μετά το λάθος της ταμία ξέχασαν να μας ζητήσουν γύρω στα 30 ευρώ). 40 λίρες για ένα ημερήσιο festival 60+ ονομάτων.
Πάει αυτό. Είχαμε την αθλιότητα δίχως τέλος του Rockwave που κάποιος πρέπει να του τραβήξει τη πρίζα, κάποιους παλιούς γνωστούς που θα συνεχίσουν να έρχονται ακόμα και αν γυρίσουμε στη μνα και την Detox. Η εταιρία των ακυρώσεων -πως λέμε ομάδα των πρωταθλημάτων- έφερε καλά ονόματα δυστυχώς μόνο στη φαντασία της. Έτσι πρόχειρα Amy Winehouse, Primal Scream, φεστιβάλ 2310 στη Θεσσαλονίκη. Τουλάχιστον έφερε Interpol. Φυσικά δεν είμαστε αφελείς για να μην καταλαβαίνουμε ότι κάτι παίζει με αυτές τις ανακοινώσεις και τις ακυρώσεις και γι' αυτό ο ειδικός ντετέκτιβ του some beans το ερευνά.
Το Gagarin εξαφανίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικό από τον συναυλιακό χάρτη συνεχίζοντας την καθοδική πορεία των δύο τελευταίων χρόνων (τουλάχιστον ήρθε για λογαριασμό του ο Cave) και προς το τέλος της χρονιάς κάτι κινήθηκε στο Bios με ονόματα της μοδός (Josh T. Pearson, EMA) που δυστυχώς δεν είναι του γούστου μου.
Τελικά τι μας έμεινε από την φετινή χρονιά; Η άψογη -και ευρύχωρη και με φθηνές μπύρες- συναυλία του κτήνους των Grinderman για την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ, και η βουτιά στο παρελθόν με τους Suede και τον Brett Anderson να αλαλιάζουν την προηγούμενη μουσική γενιά, αλλά και να γεννούν το ενδιαφέρον στους νεότερους για τον μοναδικό και διαχρονικό ήχο τους. Η uptight σας έχει μιλήσει για τη συγκεκριμένη συναυλία εδώ. Και... αυτά.
Δυστυχώς χάσαμε Interpol, Pulp, Twilight Singers, καθέναν για διαφορετικούς λόγους. Εντάξει, τον Dulli τον έχουμε δει πάνω από τρεις φορές, οι Interpol όμως ήταν ένα απωθημένο που δυστυχώς έμεινε έτσι. Και να θυμόμουν και τους λόγους... Οι Pulp από την άλλη έπεσαν σε άβολη ημερομηνία, η uptight όμως κρατάει γερά την ανάμνηση από το Rockwave της Φρεαττύδας το 1998. Ξεχάσαμε κάτι άλλο; Πάμε στα σημαντικά τώρα.
Το Field Day Festival διοργανώνεται κάθε χρόνο στο Victoria Park του Λονδίνου. Φτάσαμε μετά από μία σύντομη αλλαγή τρένου στις δαιδαλώδεις (και μασονικές εννοείται) στοές του υπογείου. Ένας μικρός γοργός περίπατος, ώστε να προλάβουμε τα πρώτα ονόματα του festival που ξεκινούσαν στις 12, προσπερνώντας αδιάφορους νεαρούς Άγγλους που είχαν ξεκινήσει την μπυροποσία γεμίζοντας τοπικές παμπ μέχρι να αρχίσουν τα ονόματα που τους ενδιέφεραν. Δυστυχώς εμείς δεν έχουμε αυτή την πολυτέλεια με την πολιτιστική αλλά και οικονομική πλέον ένδεια της χώρας μας οπότε έπρεπε να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο όλα όσα μας προσφέρονταν με τις μόλις 40 λίρες του εισιτηρίου. Με αυτά που είδαμε ήταν σίγουρα το bargain of the year όπως θα έλεγαν και οι Άγγλοι (μαζί με κάτι ψώνια σε ελληνικό supermarket που μετά το λάθος της ταμία ξέχασαν να μας ζητήσουν γύρω στα 30 ευρώ). 40 λίρες για ένα ημερήσιο festival 60+ ονομάτων.
Επιτρέψτε μου όμως την παρένθεση για μια αστεία ιστορία που δείχνει την διαφορά αντίληψης και εξυπηρέτησης. Ας αφήσουμε τα χρήματα, την ακρίβεια, τη φτήνια, τις βιομηχανίες, τον πληθυσμό ή τέλος πάντων οτιδήποτε χρησιμοποιούμε ως δικαιολογία για την χρεοκοπία της χώρας μας. Ας μιλήσουμε μόνο για τη φιλοσοφία εξυπηρέτησης του πελάτη. Καπιταλισμός, υπερκαταναλωτισμός, μπλα μπλα. Στο τέλος της ημέρας όμως έχεις αγοράσει κάτι και αισθάνεσαι ότι δεν σε έχουν κοροϊδέψει. Μπορεί στην πραγματικότητα να μην δίνουν δεκάρα για σένα (που δεν το πιστεύω αλλά χάριν του νοήματος θα το δεχτώ) αλλά στις συναλλαγές σου φέρονται ως άνθρωπο με δικαιώματα και όχι ως δίποδο με πορτοφόλι. Και εξηγούμαι.
Αγοράσαμε τα εισιτήρια διαδικτυακά. Περίπου μια εβδομάδα πριν δεν είχαν έρθει ακόμα στο σπίτι οπότε αρχίσαμε να ανησυχούμε. Μετά από συνεννοήσεις οι κ.κ. διοργανωτές, εκτός ότι δεν μας ζήτησαν καμία απόδειξη για το ότι δεν είχαμε παραλάβει τα εισιτήρια, μας καθησύχασαν ότι θα μας έχουν νέα εισιτήρια την ημέρα του φεστιβάλ έξω από τα ταμεία. Όντως έτσι έγινε, μόνο που την ημέρα του φεστιβάλ είχα κρύψει στην κάλτσα μου, προτού καταστρέψω διακριτικά, τα αρχικά εισιτήρια που στο μεταξύ είχαν φτάσει σπίτι μας μια μέρα πριν φύγουμε. Ούτε μας ρώτησαν αν μας ήρθαν τελικά, ούτε αντιρρήσεις, ούτε τζιριτζάντζουλες. Είσαι πελάτης; Έδωσες τις σκληρά βγαλμένες μέσα από δουλειά λίρες σου; Έχεις δικαιώματα και απαιτήσεις. Βεβαίως η βαλκανική απατεωνιά το μόνο συμπέρασμα που θα έβγαζε από αυτή την παράγραφο θα ήταν «και γιατί δεν τα πουλήσατε να βγάλετε και τα λεφτά που χαλάσατε ρε κοροϊδάρες; Για να μας βγάζουν οι Άγγλοι ντοκιμαντέρ για το πόσο λαμόγια και καλομαθημένοι είναι οι Έλληνες;». Έλα ντε...
Περπατήσαμε σε ένα κλασσικό καλοφτιαγμένο αγγλικό πάρκο για να φτάσουμε στις απομονωμένες και απομακρυσμένες από τις κατοικίες σκηνές. Μια όαση πρασίνου στην καρδιά του Λονδίνου που θα έλεγε και ο Κωνσταντίνος Τζούμας, αν το Λονδίνο δεν ήταν ήδη πήχτρα στο πράσινο. Στο δρόμο πέρασαν δύο τρεις τύποι που ψαρεύανε για μαυραγορίτες προτού βρεθούμε ξαφνικά στην εξοχή. Ένας τεράστιος χώρος μακριά από τον πολιτισμό (μάλιστα από το απόγευμα όταν άρχισαν να μεθάνε οι συνσυναυλιαζόμενοί μας η συμπεριφορά τους σε γύριζε κάποια δισεκατομμύρια χρόνια πριν ακόμα σκεφτεί κάποιος τη λέξη πολιτισμός), με τις μυρωδιές των γευστικότατων τηγανητών αηδιών που τρώνε, με χαρούμενες, πολύχρωμες και ιδιαίτερα στυλάτες φιγούρες και μια ευχάριστη ζαλάδα φθινοπωρινής (παρότι καρδιά του Αυγούστου) ψύχρας και παιχνιδιάρικης λουναπαρκικής διάθεσης. Είχαμε δουλειά όμως. Η μουσική ήδη κυριαρχούσε στο μέρος και πηγαινοέφερνε το πρώτο τσούρμο ανθρώπων που κατέφτασαν.
Συνολικά στη διάθεση του κοινού ήταν 7 stages, γύρω στις 100 τουαλέτες, καμμιά 30αριά φαγάδικα για όλα τα γούστα (από τεράστια χοτ ντογκς μέχρι τα παραδοσιακά αγγλικά τηγανητά, γλυκά, καραμέλες, παγωτά, πίτσες, vegetarian, ινδικό, κινέζικο, πολυνησιακό κ.λ.π. κ.λ.π.), τρία-τέσσερα τεράστια μπαράκια που σέρβιραν ποτά (κυρίως το ξέπλυμα St. Miguel), καρουσέλ, υπαίθρια παιχνίδια και γενικά μια ατμόσφαιρα που θύμιζε πανηγύρι. Οι επτά σκηνές που μας ενδιαφέρουν και που καθόρισαν και το πρόγραμμα του ατελείωτου πήγαινε-έλα πάνω στο γρασίδι ήταν οι εξής: το μεγάλο main stage για τα γνωστότερα ονόματα του festival, το stage του Quietus με πιο ενήλικες indie μπάντες και καλλιτέχνες, την Blogger's Delight σκηνή με τα νεόκοπα υπερμοδάτα νέα συγκροτήματα, την lastfm με τον πιο σκοτεινό και «βρώμικο» ήχο, τη χορευτική Bugged Out με το πάρτι και τα τριψίματα από νωρίς το μεσημέρι μέχρι όσο αντέξουν οι χημικές προμήθειες, η οικογενειακού μεγέθους Do You Come Here Often? με τα άγνωστα των αγνώστων ω άγνωστα ακόμα και χωρίς εταιρίες συγκροτήματα, και η σκηνή Lock Tavern με παρόμοια λογική.
Σχεδόν μία παρά και η μουσική μας καλούσε. Πήραμε ένα σχεδιάγραμμα του χώρου και προσπαθήσαμε να βρούμε τα βήματά μας σε ένα μέρος που θα γινόταν η παιδική μας χαρά για τις επόμενες 10 ώρες. Από τους Γερμαναράδες (φέρτε πίσω τις κατοχικές αποζημιώσεις ρε!) και ιστορικούς Krautrockάδες Faust καθώς και τους νεόκοπους indie rockάδες History οf Apple Pie μας έμειναν κάποιες μελωδίες που έφτασαν από μακριά στα αυτιά μας. Δεν προλάβαμε να τους ρίξουμε βλέφαρο παρά μόνο να ακούσουμε κάποια κλαπατσίμπαλα και οχλαγωγία από το μέρος τους.
Η πρώτη μπάντα που παρακολουθήσαμε ήταν οι άνευ εταιρίας και δίσκου 2 54. Μια μπάντα στο στυλ των Dum Dum Girls από το Λονδίνο που ήδη της έχει δώσει προσοχή η Guardian. Καλό και σφιχτό παίξιμο αλλά με παρόμοιες συνθέσεις στα κομμάτια. Φαντάζομαι αν γίνει το απαραίτητο promotion από την εταιρεία που θα τους υπογράψει έχουν όλα τα προσόντα για ένα σύντομο hype.
Ανυπομονούσαμε να επισκεφτούμε την κεντρική σκηνή. Στο δρόμο μας πετύχαμε μία μίνι ορχήστρα με κυριούληδες μεγαλούτσικης ηλικίας που έπαιζε το θέμα του Star Wars καθώς και διάφορους πωλητές καλαμποκιών. Οι γλυκές folk μελωδίες του Willy Mason μπροστά σε ένα χαλαρό και ξαπλωμένο κοινό έδιωξαν την οποιαδήποτε ιδέα βροχής από τον μουντό καιρό. Για λίγο βεβαίως αφού δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μιλάμε για Αγγλία. O Willy, που κάποια χρόνια πριν άνοιγε τις συναυλίες των Radiohead, ήταν ζεστός και μελαγχολικός όπως όλοι οι folk τροβαδούροι που σέβονται τον εαυτό τους. Θύμισε μάλιστα Bill Callahan αλλά με λιγότερο δράμα.
Δεν θα μπορούσαμε να μη ρίξουμε μια ματιά στην Anika που κατέλαβε τη σκηνή Βlogger's Delight. Ένα από τα εκκολαπτόμενα ονόματα της αγγλικής πειραματικής μουσικής, καμάρι του Bristol και κατά συνέπεια προστατευόμενη του Geoff Barrow. Με μια εμφάνιση που θύμιζε κάτι ανάμεσα σε Andy Warhol και Nico προσπάθησε σκληρά να είναι μυστήρια και δύσκολη αλλά δε μας άφησε τίποτα, ούτε καν μια περιέργεια.
Η πρώτη μας επαφή με τη χορευτική σκηνή ήταν μετά τις 13.15 με τους Pearson Sound. Έξυπνα μπιτάκια που ακούγονταν ακόμα καλύτερα στην -ακόμα- ευρύχωρη και άνετη σκηνή. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να κάτσουμε περισσότερο αλλά τουλάχιστον καταλάβαμε γιατί αυξάνεται συνεχώς το κοινό του Dubstep παραγωγού Ramadanman ή David Kennedy για τους φίλους.
Ο λόγος που βιαστήκαμε να φύγουμε ήταν οι Junip του Jose Gonzalez που έπαιζαν στο κυρίως stage. Δεν είναι ότι έχουμε καμιά μεγάλη αγάπη στον Gonzalez που μοναχός του φέρνει άνετα χασμουρητά. Όμως οι Junip με το alternative country στυλ τους είναι μια καλή ιδέα. Πράγματι ο Gonzalez βοηθήθηκε πολύ από την μπάντα που συμπεριλάμβανε μάλιστα δύο ντράμερς και έκανε τον ήχο του πιο γεμάτο με το ρυθμό της να κάνει ωραία αντίθεση με τη στατική και αισθαντική φωνή του Gonzalez. Το "Without You" ήταν ίσως στο top-5 με τις πιο όμορφες στιγμές του festival και μαζί με το ψιλόβροχο σχημάτισε ένα -όπως θα' λεγε και η uptight- soundtracking moment. Για τους πιο καμμένους από εμάς το "Far Away" είχε ιδιαίτερη αξία καθώς θυμηθήκαμε τον John Marston να κατεβαίνει από τη σχεδία του Irish και να πατάει για πρώτη φορά στα μυστηριώδη και επικίνδυνα χώματα του Μεξικού. Αν δεν ξέρετε για τι μιλάμε κοιτάξτε εδώ.
Και τώρα το μεγαλύτερο λάθος που κάναμε στις 6 Αυγούστου του 2011 (πιθανότατα ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της χρονιάς). Βλέποντας τα προγράμματα κάποιες εβδομάδες νωρίτερα στην Αθήνα είδαμε ότι ο Mark Kozelek των Red House Painters και των Sun Kil Moon με το μελωδικό και βραδύκαυστο φυτίλι που τον έκανε γνωστό έπαιζε την ίδια ώρα με τον ΝεοΖηλανδό Connan Mockasin. Η επιλογή ήταν εύκολη. Πάμε σε αυτόν που ξέρουμε. Ζοοοονκ! Ο ήχος του λάθους ήταν αυτός μια και χωρίς να το ξέρουμε βάλαμε στη ζυγαριά έναν από τους αγαπημένους μας φετινούς δίσκους (τον ακούσαμε σχεδόν με το που γυρίσαμε) με έναν πολύ μέτριο και κλαψιάρη Kozelek που δεν ξεπέρασε ποτέ τους ήχους που ερχόντουσαν από τις διπλανές σκηνές. Γιατί εντάξει, καταλαβαίνω την μοναξιά και την απαιτούμενη συγκέντρωση του καλλιτέχνη αλλά σίγουρα δεν θέλαμε να δούμε έναν μεσήλικα που ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα πάνω στη σκηνή και να μας λέει «αυτό το κάνω μόνο για τα λεφτά». Τσαντισμένος καθώς ήταν δεν χαιρέτησε καν τον κόσμο που τον υποστήριξε σε όλη τη διάρκεια της εμφάνισής του και προσπαθούσε να του δώσει θάρρος. Τελικά η μοναδική στιγμή που υπήρξε κάποιου είδους δέσιμο με το κοινό ήταν στο έτσι και αλλιώς πανέμορφο "Carry Me Ohio" από τα χρόνια του με τους Sun Kil Moon. O αξιαγάπητος Νεοζηλανδός όμως πάει και άντε να τον ξαναβρούμε.
Εντωμεταξύ οι μεθυσμένοι Βησιγότθοι είχαν αρχίσει ήδη να πληθαίνουν. Χώρος δεν υπήρχε πολύς στις σκηνές ενώ πολλοί ακολουθούσαν την πρακτική της κατασκήνωσης. Δηλαδή μία σκηνή και ό,τι δούμε. Εμείς φυσικά με τέτοιον μουσικό χαμό δεν θα μπορούσαμε να κάτσουμε ήσυχοι.
Οι μικρές σκηνές είχαν ήδη γεμίσει ασφυκτικά αλλά στο main stage ο σχετικά λίγος κόσμος απολάμβανε τους Sun Ra Arkestra. Ντυμένοι σαν τον Φλωρινιώτη έπαιζαν τρελή, παρανοϊκή και άναρχη τζαζ κι έφτιαξαν ένα θέαμα που ανέβασε την διάθεση όλων.
Σχεδόν με το που άρχισε ο Ariel Pink και το στοιχειωμένο του Graffiti στη σκηνή του Quietus ήμασταν εκεί. Τα πολύχρωμα και πολυβαμμένα προσωπάκια γέμισαν ασφυκτικά τo πλατώ και είδαν μαζί μας έναν τύπο που έμοιαζε με τον Iggy Pop σε χειμερινή αμφίεση. Παρότι δεν τρελαίνομαι για τους δίσκους του πρέπει να πω πως live ήταν καταπληκτικός με ένα μίγμα ντίσκο και ροκ που έφερε το καλοκαίρι στο φθινοπωρινό (6 Αυγούστου επαναλαμβάνω) Λονδίνο. Παρέα με άψογους μουσικούς (ιδιαίτερα τον μπασίστα που ήταν δυναμίτης στο "Menopause Man" και έφερνε εμφανισιακά στον Slash) ήξερε ακριβώς πως να διασκεδάσει το κοινό με τον έξωστρεφή και αισιόδοξο ήχο του. Τo "Bright Lit Blue Skies" ήταν το κάτι άλλο και αντιπροσωπευτικό μιας εμφάνισης που μας φέρνει μόνο χαμόγελα ακόμα και μετά από τόσους μήνες.
Απόγευμα γύρω στις 4 μαζί με το γέμισμα ενέργειας και στομαχιού με σκουπίδια παρακολουθήσαμε για λίγο τον Oneohtrix Point Never. Τα ηχητικά κύματα σκέπαζαν το ένα το άλλο και έφτιαχναν πολλές στρώσεις δημιουργώντας μία δύσκολη αλλά ενδιαφέρουσα ακρόαση. O Dan Lopatin χειρονομούσε συνεχώς σχηματίζοντας κύκλους με τα χέρια του καθώς είχε αναλάβει τον ρόλο του μαέστρου αυτής της παρανοϊκής ακολουθίας.
Δεν κάτσαμε πολύ όμως γιατί την ίδια στιγμή στη σκηνή του Quietus ο Alexis Taylor με τους About Group του έδινε το show του. Έτσι κι εμείς πήραμε μια μικρή εκδίκηση και αισθανθήκαμε αγαλλίαση που επιτέλους τον είδαμε live μετά τον περυσινό ατυχέστατο προγραμματισμό του Synch που τον έριξε πάνω στον Rufus Wainwright. Δυνατό blues, γερή ψυχεδέλεια και soul φωνητικά από τον μικρό θεούλη που είχε φορέσει μια ολόσωμη κόκκινη φόρμα πυροσβέστη και γυαλιά ηλίου. Εκείνος έπαιζε τα keyboards και για μια ακόμη φορά στη ζωή του με το ιδιαίτερο στυλ του «δε με ενδιαφέρει τι θεωρείται κιτς» έφτιαχνε αισθητική. Το χιτάκι τους/ διασκευή "You're No Good" ήταν καλό αλλά η καλύτερη στιγμή ήταν αυτό το επικό κομμάτι αγνώστων στοιχείων (αν μπορεί κάποιος να μας βοηθήσει για το όνομα του τραγουδιού θα ήμασταν υπόχρεοι) που με ένα αργό αισθησιακό χτίσιμο μετατράπηκε σε dance οργασμό.
Ένας από τους βασικούς λόγους που προτιμήσαμε το Field Day Festival ήταν η εμφάνιση των επανενωμένων Electrelane. Στο main stage φυσικά. Οι κυρίες ήταν όσο φοβερές περιμέναμε. Ακριβείς, χειρουργικές και πιστές στον ήχο των δίσκων τους. Το κοινό τις αποθέωσε για τις σήμα κατατεθέν αλλαγές τέμπο τους, τη δυναμικότητά τους αλλά και τις διασκευές τους στο "Small Town Boy" και τους XX. Στο τέλος του «ξεσκουριάσματος», μετά από τα τρία χρόνια παύσης εργασιών, μας ευχήθηκαν καλή συνέχεια και μας διαμήνυσαν ότι θα κάτσουν στην άκρη να δουν τον John Cale.
Μεγάλο λάθος όπως φάνηκε στη συνέχεια. Εν τω μεταξύ για χάρη τους (και δεν το μετανιώσαμε καθόλου) φτύσαμε την Zola Jesus μεταξύ άλλων αλλά έπρεπε να παραμείνουμε ακούνητοι από το main stage γιατί ήταν μια κρίσιμη ώρα της ημέρας. Μετά τις καταιγιστικές Αγγλίδες περιμέναμε έναν γερο-σοφό που θα μας γύριζε αρκετές δεκαετίες πίσω και θα μας μετέφερε πιθανότατα στην Ανταρκτική. Ο John Cale γέμισε τη σκηνή με μέλη της μπάντας του που έπαιζαν κάθε λογής όργανο και ανεμίζοντας την βαμβακερή κώμη του ξεκίνησε. Δυστυχώς και μετά από 4-5 πραγματικά βαρετά και ανέμπνευστα κομμάτια δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να ψάξουμε για κάτι άλλο. Ένα πρόσφατο υλικό επιεικώς μέτριο ήταν ό,τι είχε να επιδείξει ο Cale και γρήγορα το κατάλαβε και το κοινό που σιγά σιγά άρχισε να τον εγκαταλείπει. Για Velvet Underground ή Paris 1919 ούτε λόγος βέβαια.
Μετά την απογοήτευση του Cale ψάξαμε κάποια παρηγοριά στους βιρτουόζους της ηλεκτρονικής μουσικής. Ο καθένας από διαφορετικό μετερίζι βέβαια. Στη χορευτική σκηνή ο Erol Alkan έφτιαχνε την tracklist για όποιο club της Αγγλίας σέβεται τον εαυτό του ενώ ο Actress στην Bloggers Delight με μια επιβλητική μαύρη ρόμπα ήταν... επιβλητικός και μυστηριώδης έως και απειλητικός.
Στις 18.30 είχαμε την ευκαιρία να δούμε τους πολλά υποσχόμενους και ανερχόμενους Still Corners. Φανερά αγχωμένοι και με μερικά μικροπροβληματάκια στον ήχο κατόρθωσαν να φτιάξουν ηχητικές κορνίζες νοσταλγίας και γλυκύτητας ενώ η τραγουδίστρια έμοιαζε με την Kate Moss στο πιο συμπαθητικό και λιγότερο πρεζάκι. Παρόλα αυτά ήταν σαφές πως δεν έχει μάθει ακόμα να χρησιμοποιεί τη γατίσια γοητεία της παρά μόνο να κοιτάει σαν φοβισμένο ελαφάκι γύρω γύρω. Το "Endless Summer" άξιζε και με το παραπάνω τη βόλτα προς τη σκηνή τους. Παρά το γεγονός ότι ο δίσκος τους ήταν μια χαμένη ευκαιρία να γίνουν οι Mono in VCF (αλήθεια ποιά τρύπα τους κατάπιε αυτούς;) της φετινής χρονιάς.
Μετά τον John Cale τη βασική σκηνή κατέλαβαν οι Warpaint και προφανώς δεν πλησιάσαμε παρά μόνο όταν θέλαμε να γλείψουμε βαριεστημένα το παγωτό μας. Ο πολύς κόσμος που τράβηξαν πάντως δεν ταίριαζε καθόλου με την αδιαφορία μας. Από την άλλη εξίσου πολύ κόσμο και σε πολύ μικρότερο χώρο (με αποτέλεσμα μια ανευ προηγουμένου συμφόρηση) μάζεψε ο Jamie από τους XX σε μία λανθασμένη χωροταξικά επιλογή. Στο σημείο εκείνο μάλιστα είχαν αρχίσει να πιθηκοποιούνται οι περισσότεροι θεατές (λογικό να σε πιάσει κάποια στιγμή το αλκοόλ μετά από 6 και βάλε ώρες μπυροποσίας) με αποτέλεσμα σκηνές απείρου κάλλους καθώς προσπαθούσαμε να ισορροπήσουμε στα μπουκάλια μπύρας πατώντας πάνω από «πτώματα» κατουρημένων Άγγλων και ορθάνοιχτα μπούτια πρόθυμων Αγγλίδων.
Ας επανέλθουμε στη μουσική όμως. Η αντίστροφη μέτρηση για το μεγάλο φινάλε πλησίαζε και ο Kieran Hebden ξεκάθαρα μακριά από την persona Four Tet που λατρεύουμε κράταγε ζεστούς και ψηλά στα ουράνια τόξα τους θεατές της Bugged Out. Στην ουσία ήταν εμφάνιση DJ αφού απέφυγε συστηματικά να παίξει τις δικές του συνθέσεις.
Ο James Blake πιο δίπλα μάζεψε ό,τι πιο μοδάτο φόραγε το festival. Με έναν πραγματικό όχλο να χτυπιέται ακόμα και στις μονότονες και αργές μελωδίες του αρκούσε ένα κούνημα της φράτζας του για να τρελαθεί το κοινό. Όταν προσπάθησε να παίξει πιο δυνατά ακουγόταν καλύτερος αλλά και πάλι δεν κέρδισε δύο καινούργιους Έλληνες οπαδούς.
Οι Sea and Cake παραδίπλα στη σκηνή του Quietus ήταν πιο διακριτικοί αν και η μυρωδιά της ναφθαλίνης που τους ακολουθούσε ήταν αισθητή από πολλά μέτρα μακριά. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι έφερναν σε πιο pop Tortoise αν ήθελε να τους κολακέψει. Γεγονός πάντως πως ήταν πιο «δυσκίνητοι» από το υπόλοιπο νεανικό και speedαριστό (Χριστέ μου) φεστιβάλ. Ενδεικτικός και ο κόσμος που μάζεψαν του οποίου η ηλικία είχε ως μότο την θρυλική ρήση του Πανούτσου πως «αν είσαι πάνω από 50 και ξυπνήσεις ένα πρωί χωρίς να πονάς μάλλον έχεις πεθάνει».
Από τις 20.00 και μετά τελείωναν τα αστεία. Έπρεπε να δούμε μέσα σε μιάμιση ώρα Coral, Anna Calvi, Horrors και να πάρουμε καλή θέση για τους Wild Beasts.
Πρώτα στους Coral για μια τζούρα καλού βρετανικού pop/rock από μια μπάντα που ναι μεν βρίσκεται σε κάμψη αλλά δεν θέλουμε να ξεχάσουμε πολλές από τις επιτυχίες τους. Θα ξεχάσουμε κατά πάσα πιθανότητα και χωρίς δυσκολία το επερχόμενο υλικό τους που έφερνε σε Arctic Monkeys. Σχετικά με τα παλιότερά τους πάντως δεν έχουμε κανένα παράπονο. Το "Simon Diamond" και το "Pass It On" ήταν εξαιρετικά και αξιαγάπητα. Εξάλλου μας χάρισαν μία άλλη θρυλική στιγμή στη συναυλιακή μας ιστορία όταν συνόδευσαν ένα από τα τεραστιότερα ουράνια τόξα που έχουμε δει ποτέ έπειτα από μία σύντομη μπόρα που μας έκανε μούσκεμα. Εκεί άλλαξαν τον στίχο του κομματιού τους "Waiting For a Thousand Years" σε "Raining For a Thousand Years" και πρέπει να πούμε πως αυτή η αλλαγή μας στέγνωσε και μας γαλήνεψε. Τους αφήσαμε με πόνο ψυχής γιατί υπήρχαν μερικά ακόμα να ακούσουμε που δυστυχώς δεν προλάβαμε αλλά η Calvi μας περίμενε στη σκηνή του Quietus.
Όχι για πολύ βέβαια αφού προλάβαμε το φινάλε των 4-5 κομματιών . Καμία έκπληξη εδώ. Όπως την περιμέναμε. Δυναμική, με βασταγερή φωνή και με αυτοπεποίθηση παρά την φρέσκια είσοδό της στη δισκογραφία. Σαφέστατα πατάει πάνω σε μία από τις φάσεις της PJ Harvey όμως κάνει μιά άλλη, πιο προσωπική της βόλτα στην οποία ανταποκρίθηκε θερμά το κοινό. Δεν προλάβαμε το καλύτερο κομμάτι του δίσκου της "Susanne And I" αλλά το "Desire", το "First We Kiss" και το "Jezabel" ήταν παραπάνω από αρκετά για να μας καταγράψουν για τα καλά στο ρόστερ των θαυμαστών της.
Και στο τέλος, μετά τις 21.00, ήταν η σειρά των headliners. Από ένας σε κάθε μια από τις βασικές σκηνές. Ο Gruff Rhys στου Quietus, οι Horrors στην LastFm και οι Wild Beasts στην μεγάλη main stage. Δικαίως όπως μας απέδειξαν. Δυστυχώς τον φοβερό Ουαλό που έβγαλε και φέτος έναν εξαιρετικό δίσκο θα πρέπει να τον δούμε κάποια άλλη φορά μιας και δεν τον προλάβαμε. Περίπου το ίδιο ισχύει και για τους Horrors που βγήκαν στη σκηνή με μεγάλη καθυστέρηση κάνοντας το δερματινοφορούμενο κοινό τους να ανυπομονεί και να σπρώχνεται με αγένεια. Μπορέσαμε να δούμε μόλις τα δύο πρώτα κομμάτια από τον ενεργητικό φετινό τους δίσκο και η αίσθηση που μας άφησαν ήταν της μετριότητας. Η φωνή του Faris δεν έβγαινε με τίποτα, οι τζιβάνες έσκαγαν σαν πυροτεχνήματα, εντυπωσιακό show με τον φωτισμό, καλές ενορχηστρώσεις και κάπως επίπεδος ήχος. Σαφέστατα μία κλάση παρακάτω μακριά από τη μαγεία του studio. Αλλά εντάξει, όπως είπαμε δύο κομμάτια είδαμε οπότε επιφυλασσόμεθα. Εν τω μεταξύ στην Lock Tavern έπαιζε η Glasser αλλά δεν ασχοληθήκαμε (εδώ θυσιάσαμε τον Gruff). Πάντως όλες αυτές οι θυσίες δεν έγιναν μάταια. Είδαμε Wild Beasts και τους είδαμε όπως ακριβώς θέλαμε. Από κοντά και για ένα γεμάτο και ζουμερό 90λεπτό (όσο έπαιξαν δηλαδή για να κλείσουν το φεστιβάλ και να στείλουν ευτυχισμένο τον κόσμο σπίτι του να καταρρεύσει με την ησυχία του).
Οι Wild Beasts όπως θα έχετε καταλάβει πιστεύουμε πως είναι ένα από τα καλύτερα νέα συγκροτήματα της τελευταίας πενταετίας (πιθανότατα και το καλύτερο) που βγήκε από την Αγγλία. Το να τους δούμε στην καλύτερη φάση τους λοιπόν, ήταν κάτι το μοναδικό. Μάλιστα οι χιλιάδες κόσμου που συνέρρευσαν στην κεντρική σκηνή δεν σταμάτησαν στιγμή να τραγουδούν και να χορεύουν σε όλα τα κομμάτια τα οποία φαίνονταν πως τους ήταν οικεία. Για να πούμε την αλήθεια δεν περιμέναμε τόσο μεγάλη ανταπόκριση σε ένα συγκρότημα που υπό φυσιολογικές συνθήκες οι Άγγλοι μεθυσμένοι θα το θεωρούσαν δήθεν και ελιτίστικο.
Είδαμε τα περισσότερα κομμάτια του Two Dancers και του φετινού Smother (περιέργως όχι το "Lion's Share") καθώς και μερικά επιλεγμένα από το Limbo Panto ("Devil's Crayon", "Brave Bulging Buoyant Clairvoyants"). Αψεγάδιαστοι, ορεξάτοι και γενικότερα στα καλύτερά τους και ως φωνές αλλά και ως συνθέσεις. Άλλωστε, όπως είπε και ο Hayden Thorpe, όταν εμφανίστηκαν πριν τρία χρόνια στο Field Day έπαιζαν το καταμεσήμερο, οπότε ήταν λογικό να ρουφάνε αργά και απολαυστικά την επιτυχία σαν το κόκκινο κρασί που έπινε ο βασικός τραγουδιστής των Wild Beasts. Για τη μπάντα τα έχουμε πει και ξαναπεί. Απλά κατόρθωσαν πολλές φορές να μας εκπλήξουν με το πόσο δεμένοι ήταν μουσικά μετατρέποντας ακόμα και το "End Come Too Soon" από το Smother σε μια ambient αποθέωση.
Κάπως έτσι τελείωσε το Field Day του Λονδίνου. Μια γεμάτη εμπειρία απ' όλες τις απόψεις και σίγουρα ένας μεγάλος αστερίσκος στη συναυλιακή μας πορεία. Άλλωστε δεν νοείται μουσικόφιλος που να μην έχει δοκιμάσει έστω μία φορά αυτή την εμπειρία. Θα λέγαμε και του χρόνου αλλά κατά πάσα πιθανότητα το 2012 θα το ξοδέψουμε στο να κυνηγάμε τους Radiohead ανά την υφήλιο.
Αυτό ήταν και το 2011 συναυλιακά. Καθαρά μιλώντας για τη χώρα μας θα μπορούσε να ήταν καλύτερο και δε θα μπορούσε να ήταν χειρότερο. Ευελπιστούμε για το 2012 και περιμένουμε αν όχι περισσότερες συναυλίες τουλάχιστον περισσότερη σοβαρότητα, υπευθυνότητα, λιγότερο τυχοδιωκτισμό και μεγαλύτερη κατανόηση της κατάστασης από τους διοργανωτές.
Αγοράσαμε τα εισιτήρια διαδικτυακά. Περίπου μια εβδομάδα πριν δεν είχαν έρθει ακόμα στο σπίτι οπότε αρχίσαμε να ανησυχούμε. Μετά από συνεννοήσεις οι κ.κ. διοργανωτές, εκτός ότι δεν μας ζήτησαν καμία απόδειξη για το ότι δεν είχαμε παραλάβει τα εισιτήρια, μας καθησύχασαν ότι θα μας έχουν νέα εισιτήρια την ημέρα του φεστιβάλ έξω από τα ταμεία. Όντως έτσι έγινε, μόνο που την ημέρα του φεστιβάλ είχα κρύψει στην κάλτσα μου, προτού καταστρέψω διακριτικά, τα αρχικά εισιτήρια που στο μεταξύ είχαν φτάσει σπίτι μας μια μέρα πριν φύγουμε. Ούτε μας ρώτησαν αν μας ήρθαν τελικά, ούτε αντιρρήσεις, ούτε τζιριτζάντζουλες. Είσαι πελάτης; Έδωσες τις σκληρά βγαλμένες μέσα από δουλειά λίρες σου; Έχεις δικαιώματα και απαιτήσεις. Βεβαίως η βαλκανική απατεωνιά το μόνο συμπέρασμα που θα έβγαζε από αυτή την παράγραφο θα ήταν «και γιατί δεν τα πουλήσατε να βγάλετε και τα λεφτά που χαλάσατε ρε κοροϊδάρες; Για να μας βγάζουν οι Άγγλοι ντοκιμαντέρ για το πόσο λαμόγια και καλομαθημένοι είναι οι Έλληνες;». Έλα ντε...
Περπατήσαμε σε ένα κλασσικό καλοφτιαγμένο αγγλικό πάρκο για να φτάσουμε στις απομονωμένες και απομακρυσμένες από τις κατοικίες σκηνές. Μια όαση πρασίνου στην καρδιά του Λονδίνου που θα έλεγε και ο Κωνσταντίνος Τζούμας, αν το Λονδίνο δεν ήταν ήδη πήχτρα στο πράσινο. Στο δρόμο πέρασαν δύο τρεις τύποι που ψαρεύανε για μαυραγορίτες προτού βρεθούμε ξαφνικά στην εξοχή. Ένας τεράστιος χώρος μακριά από τον πολιτισμό (μάλιστα από το απόγευμα όταν άρχισαν να μεθάνε οι συνσυναυλιαζόμενοί μας η συμπεριφορά τους σε γύριζε κάποια δισεκατομμύρια χρόνια πριν ακόμα σκεφτεί κάποιος τη λέξη πολιτισμός), με τις μυρωδιές των γευστικότατων τηγανητών αηδιών που τρώνε, με χαρούμενες, πολύχρωμες και ιδιαίτερα στυλάτες φιγούρες και μια ευχάριστη ζαλάδα φθινοπωρινής (παρότι καρδιά του Αυγούστου) ψύχρας και παιχνιδιάρικης λουναπαρκικής διάθεσης. Είχαμε δουλειά όμως. Η μουσική ήδη κυριαρχούσε στο μέρος και πηγαινοέφερνε το πρώτο τσούρμο ανθρώπων που κατέφτασαν.
Συνολικά στη διάθεση του κοινού ήταν 7 stages, γύρω στις 100 τουαλέτες, καμμιά 30αριά φαγάδικα για όλα τα γούστα (από τεράστια χοτ ντογκς μέχρι τα παραδοσιακά αγγλικά τηγανητά, γλυκά, καραμέλες, παγωτά, πίτσες, vegetarian, ινδικό, κινέζικο, πολυνησιακό κ.λ.π. κ.λ.π.), τρία-τέσσερα τεράστια μπαράκια που σέρβιραν ποτά (κυρίως το ξέπλυμα St. Miguel), καρουσέλ, υπαίθρια παιχνίδια και γενικά μια ατμόσφαιρα που θύμιζε πανηγύρι. Οι επτά σκηνές που μας ενδιαφέρουν και που καθόρισαν και το πρόγραμμα του ατελείωτου πήγαινε-έλα πάνω στο γρασίδι ήταν οι εξής: το μεγάλο main stage για τα γνωστότερα ονόματα του festival, το stage του Quietus με πιο ενήλικες indie μπάντες και καλλιτέχνες, την Blogger's Delight σκηνή με τα νεόκοπα υπερμοδάτα νέα συγκροτήματα, την lastfm με τον πιο σκοτεινό και «βρώμικο» ήχο, τη χορευτική Bugged Out με το πάρτι και τα τριψίματα από νωρίς το μεσημέρι μέχρι όσο αντέξουν οι χημικές προμήθειες, η οικογενειακού μεγέθους Do You Come Here Often? με τα άγνωστα των αγνώστων ω άγνωστα ακόμα και χωρίς εταιρίες συγκροτήματα, και η σκηνή Lock Tavern με παρόμοια λογική.
Σχεδόν μία παρά και η μουσική μας καλούσε. Πήραμε ένα σχεδιάγραμμα του χώρου και προσπαθήσαμε να βρούμε τα βήματά μας σε ένα μέρος που θα γινόταν η παιδική μας χαρά για τις επόμενες 10 ώρες. Από τους Γερμαναράδες (φέρτε πίσω τις κατοχικές αποζημιώσεις ρε!) και ιστορικούς Krautrockάδες Faust καθώς και τους νεόκοπους indie rockάδες History οf Apple Pie μας έμειναν κάποιες μελωδίες που έφτασαν από μακριά στα αυτιά μας. Δεν προλάβαμε να τους ρίξουμε βλέφαρο παρά μόνο να ακούσουμε κάποια κλαπατσίμπαλα και οχλαγωγία από το μέρος τους.
Η πρώτη μπάντα που παρακολουθήσαμε ήταν οι άνευ εταιρίας και δίσκου 2 54. Μια μπάντα στο στυλ των Dum Dum Girls από το Λονδίνο που ήδη της έχει δώσει προσοχή η Guardian. Καλό και σφιχτό παίξιμο αλλά με παρόμοιες συνθέσεις στα κομμάτια. Φαντάζομαι αν γίνει το απαραίτητο promotion από την εταιρεία που θα τους υπογράψει έχουν όλα τα προσόντα για ένα σύντομο hype.
Ανυπομονούσαμε να επισκεφτούμε την κεντρική σκηνή. Στο δρόμο μας πετύχαμε μία μίνι ορχήστρα με κυριούληδες μεγαλούτσικης ηλικίας που έπαιζε το θέμα του Star Wars καθώς και διάφορους πωλητές καλαμποκιών. Οι γλυκές folk μελωδίες του Willy Mason μπροστά σε ένα χαλαρό και ξαπλωμένο κοινό έδιωξαν την οποιαδήποτε ιδέα βροχής από τον μουντό καιρό. Για λίγο βεβαίως αφού δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μιλάμε για Αγγλία. O Willy, που κάποια χρόνια πριν άνοιγε τις συναυλίες των Radiohead, ήταν ζεστός και μελαγχολικός όπως όλοι οι folk τροβαδούροι που σέβονται τον εαυτό τους. Θύμισε μάλιστα Bill Callahan αλλά με λιγότερο δράμα.
Δεν θα μπορούσαμε να μη ρίξουμε μια ματιά στην Anika που κατέλαβε τη σκηνή Βlogger's Delight. Ένα από τα εκκολαπτόμενα ονόματα της αγγλικής πειραματικής μουσικής, καμάρι του Bristol και κατά συνέπεια προστατευόμενη του Geoff Barrow. Με μια εμφάνιση που θύμιζε κάτι ανάμεσα σε Andy Warhol και Nico προσπάθησε σκληρά να είναι μυστήρια και δύσκολη αλλά δε μας άφησε τίποτα, ούτε καν μια περιέργεια.
Η πρώτη μας επαφή με τη χορευτική σκηνή ήταν μετά τις 13.15 με τους Pearson Sound. Έξυπνα μπιτάκια που ακούγονταν ακόμα καλύτερα στην -ακόμα- ευρύχωρη και άνετη σκηνή. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να κάτσουμε περισσότερο αλλά τουλάχιστον καταλάβαμε γιατί αυξάνεται συνεχώς το κοινό του Dubstep παραγωγού Ramadanman ή David Kennedy για τους φίλους.
Ο λόγος που βιαστήκαμε να φύγουμε ήταν οι Junip του Jose Gonzalez που έπαιζαν στο κυρίως stage. Δεν είναι ότι έχουμε καμιά μεγάλη αγάπη στον Gonzalez που μοναχός του φέρνει άνετα χασμουρητά. Όμως οι Junip με το alternative country στυλ τους είναι μια καλή ιδέα. Πράγματι ο Gonzalez βοηθήθηκε πολύ από την μπάντα που συμπεριλάμβανε μάλιστα δύο ντράμερς και έκανε τον ήχο του πιο γεμάτο με το ρυθμό της να κάνει ωραία αντίθεση με τη στατική και αισθαντική φωνή του Gonzalez. Το "Without You" ήταν ίσως στο top-5 με τις πιο όμορφες στιγμές του festival και μαζί με το ψιλόβροχο σχημάτισε ένα -όπως θα' λεγε και η uptight- soundtracking moment. Για τους πιο καμμένους από εμάς το "Far Away" είχε ιδιαίτερη αξία καθώς θυμηθήκαμε τον John Marston να κατεβαίνει από τη σχεδία του Irish και να πατάει για πρώτη φορά στα μυστηριώδη και επικίνδυνα χώματα του Μεξικού. Αν δεν ξέρετε για τι μιλάμε κοιτάξτε εδώ.
Και τώρα το μεγαλύτερο λάθος που κάναμε στις 6 Αυγούστου του 2011 (πιθανότατα ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της χρονιάς). Βλέποντας τα προγράμματα κάποιες εβδομάδες νωρίτερα στην Αθήνα είδαμε ότι ο Mark Kozelek των Red House Painters και των Sun Kil Moon με το μελωδικό και βραδύκαυστο φυτίλι που τον έκανε γνωστό έπαιζε την ίδια ώρα με τον ΝεοΖηλανδό Connan Mockasin. Η επιλογή ήταν εύκολη. Πάμε σε αυτόν που ξέρουμε. Ζοοοονκ! Ο ήχος του λάθους ήταν αυτός μια και χωρίς να το ξέρουμε βάλαμε στη ζυγαριά έναν από τους αγαπημένους μας φετινούς δίσκους (τον ακούσαμε σχεδόν με το που γυρίσαμε) με έναν πολύ μέτριο και κλαψιάρη Kozelek που δεν ξεπέρασε ποτέ τους ήχους που ερχόντουσαν από τις διπλανές σκηνές. Γιατί εντάξει, καταλαβαίνω την μοναξιά και την απαιτούμενη συγκέντρωση του καλλιτέχνη αλλά σίγουρα δεν θέλαμε να δούμε έναν μεσήλικα που ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα πάνω στη σκηνή και να μας λέει «αυτό το κάνω μόνο για τα λεφτά». Τσαντισμένος καθώς ήταν δεν χαιρέτησε καν τον κόσμο που τον υποστήριξε σε όλη τη διάρκεια της εμφάνισής του και προσπαθούσε να του δώσει θάρρος. Τελικά η μοναδική στιγμή που υπήρξε κάποιου είδους δέσιμο με το κοινό ήταν στο έτσι και αλλιώς πανέμορφο "Carry Me Ohio" από τα χρόνια του με τους Sun Kil Moon. O αξιαγάπητος Νεοζηλανδός όμως πάει και άντε να τον ξαναβρούμε.
Εντωμεταξύ οι μεθυσμένοι Βησιγότθοι είχαν αρχίσει ήδη να πληθαίνουν. Χώρος δεν υπήρχε πολύς στις σκηνές ενώ πολλοί ακολουθούσαν την πρακτική της κατασκήνωσης. Δηλαδή μία σκηνή και ό,τι δούμε. Εμείς φυσικά με τέτοιον μουσικό χαμό δεν θα μπορούσαμε να κάτσουμε ήσυχοι.
Οι μικρές σκηνές είχαν ήδη γεμίσει ασφυκτικά αλλά στο main stage ο σχετικά λίγος κόσμος απολάμβανε τους Sun Ra Arkestra. Ντυμένοι σαν τον Φλωρινιώτη έπαιζαν τρελή, παρανοϊκή και άναρχη τζαζ κι έφτιαξαν ένα θέαμα που ανέβασε την διάθεση όλων.
Σχεδόν με το που άρχισε ο Ariel Pink και το στοιχειωμένο του Graffiti στη σκηνή του Quietus ήμασταν εκεί. Τα πολύχρωμα και πολυβαμμένα προσωπάκια γέμισαν ασφυκτικά τo πλατώ και είδαν μαζί μας έναν τύπο που έμοιαζε με τον Iggy Pop σε χειμερινή αμφίεση. Παρότι δεν τρελαίνομαι για τους δίσκους του πρέπει να πω πως live ήταν καταπληκτικός με ένα μίγμα ντίσκο και ροκ που έφερε το καλοκαίρι στο φθινοπωρινό (6 Αυγούστου επαναλαμβάνω) Λονδίνο. Παρέα με άψογους μουσικούς (ιδιαίτερα τον μπασίστα που ήταν δυναμίτης στο "Menopause Man" και έφερνε εμφανισιακά στον Slash) ήξερε ακριβώς πως να διασκεδάσει το κοινό με τον έξωστρεφή και αισιόδοξο ήχο του. Τo "Bright Lit Blue Skies" ήταν το κάτι άλλο και αντιπροσωπευτικό μιας εμφάνισης που μας φέρνει μόνο χαμόγελα ακόμα και μετά από τόσους μήνες.
Απόγευμα γύρω στις 4 μαζί με το γέμισμα ενέργειας και στομαχιού με σκουπίδια παρακολουθήσαμε για λίγο τον Oneohtrix Point Never. Τα ηχητικά κύματα σκέπαζαν το ένα το άλλο και έφτιαχναν πολλές στρώσεις δημιουργώντας μία δύσκολη αλλά ενδιαφέρουσα ακρόαση. O Dan Lopatin χειρονομούσε συνεχώς σχηματίζοντας κύκλους με τα χέρια του καθώς είχε αναλάβει τον ρόλο του μαέστρου αυτής της παρανοϊκής ακολουθίας.
Δεν κάτσαμε πολύ όμως γιατί την ίδια στιγμή στη σκηνή του Quietus ο Alexis Taylor με τους About Group του έδινε το show του. Έτσι κι εμείς πήραμε μια μικρή εκδίκηση και αισθανθήκαμε αγαλλίαση που επιτέλους τον είδαμε live μετά τον περυσινό ατυχέστατο προγραμματισμό του Synch που τον έριξε πάνω στον Rufus Wainwright. Δυνατό blues, γερή ψυχεδέλεια και soul φωνητικά από τον μικρό θεούλη που είχε φορέσει μια ολόσωμη κόκκινη φόρμα πυροσβέστη και γυαλιά ηλίου. Εκείνος έπαιζε τα keyboards και για μια ακόμη φορά στη ζωή του με το ιδιαίτερο στυλ του «δε με ενδιαφέρει τι θεωρείται κιτς» έφτιαχνε αισθητική. Το χιτάκι τους/ διασκευή "You're No Good" ήταν καλό αλλά η καλύτερη στιγμή ήταν αυτό το επικό κομμάτι αγνώστων στοιχείων (αν μπορεί κάποιος να μας βοηθήσει για το όνομα του τραγουδιού θα ήμασταν υπόχρεοι) που με ένα αργό αισθησιακό χτίσιμο μετατράπηκε σε dance οργασμό.
Ένας από τους βασικούς λόγους που προτιμήσαμε το Field Day Festival ήταν η εμφάνιση των επανενωμένων Electrelane. Στο main stage φυσικά. Οι κυρίες ήταν όσο φοβερές περιμέναμε. Ακριβείς, χειρουργικές και πιστές στον ήχο των δίσκων τους. Το κοινό τις αποθέωσε για τις σήμα κατατεθέν αλλαγές τέμπο τους, τη δυναμικότητά τους αλλά και τις διασκευές τους στο "Small Town Boy" και τους XX. Στο τέλος του «ξεσκουριάσματος», μετά από τα τρία χρόνια παύσης εργασιών, μας ευχήθηκαν καλή συνέχεια και μας διαμήνυσαν ότι θα κάτσουν στην άκρη να δουν τον John Cale.
Μεγάλο λάθος όπως φάνηκε στη συνέχεια. Εν τω μεταξύ για χάρη τους (και δεν το μετανιώσαμε καθόλου) φτύσαμε την Zola Jesus μεταξύ άλλων αλλά έπρεπε να παραμείνουμε ακούνητοι από το main stage γιατί ήταν μια κρίσιμη ώρα της ημέρας. Μετά τις καταιγιστικές Αγγλίδες περιμέναμε έναν γερο-σοφό που θα μας γύριζε αρκετές δεκαετίες πίσω και θα μας μετέφερε πιθανότατα στην Ανταρκτική. Ο John Cale γέμισε τη σκηνή με μέλη της μπάντας του που έπαιζαν κάθε λογής όργανο και ανεμίζοντας την βαμβακερή κώμη του ξεκίνησε. Δυστυχώς και μετά από 4-5 πραγματικά βαρετά και ανέμπνευστα κομμάτια δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να ψάξουμε για κάτι άλλο. Ένα πρόσφατο υλικό επιεικώς μέτριο ήταν ό,τι είχε να επιδείξει ο Cale και γρήγορα το κατάλαβε και το κοινό που σιγά σιγά άρχισε να τον εγκαταλείπει. Για Velvet Underground ή Paris 1919 ούτε λόγος βέβαια.
Μετά την απογοήτευση του Cale ψάξαμε κάποια παρηγοριά στους βιρτουόζους της ηλεκτρονικής μουσικής. Ο καθένας από διαφορετικό μετερίζι βέβαια. Στη χορευτική σκηνή ο Erol Alkan έφτιαχνε την tracklist για όποιο club της Αγγλίας σέβεται τον εαυτό του ενώ ο Actress στην Bloggers Delight με μια επιβλητική μαύρη ρόμπα ήταν... επιβλητικός και μυστηριώδης έως και απειλητικός.
Στις 18.30 είχαμε την ευκαιρία να δούμε τους πολλά υποσχόμενους και ανερχόμενους Still Corners. Φανερά αγχωμένοι και με μερικά μικροπροβληματάκια στον ήχο κατόρθωσαν να φτιάξουν ηχητικές κορνίζες νοσταλγίας και γλυκύτητας ενώ η τραγουδίστρια έμοιαζε με την Kate Moss στο πιο συμπαθητικό και λιγότερο πρεζάκι. Παρόλα αυτά ήταν σαφές πως δεν έχει μάθει ακόμα να χρησιμοποιεί τη γατίσια γοητεία της παρά μόνο να κοιτάει σαν φοβισμένο ελαφάκι γύρω γύρω. Το "Endless Summer" άξιζε και με το παραπάνω τη βόλτα προς τη σκηνή τους. Παρά το γεγονός ότι ο δίσκος τους ήταν μια χαμένη ευκαιρία να γίνουν οι Mono in VCF (αλήθεια ποιά τρύπα τους κατάπιε αυτούς;) της φετινής χρονιάς.
Μετά τον John Cale τη βασική σκηνή κατέλαβαν οι Warpaint και προφανώς δεν πλησιάσαμε παρά μόνο όταν θέλαμε να γλείψουμε βαριεστημένα το παγωτό μας. Ο πολύς κόσμος που τράβηξαν πάντως δεν ταίριαζε καθόλου με την αδιαφορία μας. Από την άλλη εξίσου πολύ κόσμο και σε πολύ μικρότερο χώρο (με αποτέλεσμα μια ανευ προηγουμένου συμφόρηση) μάζεψε ο Jamie από τους XX σε μία λανθασμένη χωροταξικά επιλογή. Στο σημείο εκείνο μάλιστα είχαν αρχίσει να πιθηκοποιούνται οι περισσότεροι θεατές (λογικό να σε πιάσει κάποια στιγμή το αλκοόλ μετά από 6 και βάλε ώρες μπυροποσίας) με αποτέλεσμα σκηνές απείρου κάλλους καθώς προσπαθούσαμε να ισορροπήσουμε στα μπουκάλια μπύρας πατώντας πάνω από «πτώματα» κατουρημένων Άγγλων και ορθάνοιχτα μπούτια πρόθυμων Αγγλίδων.
Ας επανέλθουμε στη μουσική όμως. Η αντίστροφη μέτρηση για το μεγάλο φινάλε πλησίαζε και ο Kieran Hebden ξεκάθαρα μακριά από την persona Four Tet που λατρεύουμε κράταγε ζεστούς και ψηλά στα ουράνια τόξα τους θεατές της Bugged Out. Στην ουσία ήταν εμφάνιση DJ αφού απέφυγε συστηματικά να παίξει τις δικές του συνθέσεις.
Ο James Blake πιο δίπλα μάζεψε ό,τι πιο μοδάτο φόραγε το festival. Με έναν πραγματικό όχλο να χτυπιέται ακόμα και στις μονότονες και αργές μελωδίες του αρκούσε ένα κούνημα της φράτζας του για να τρελαθεί το κοινό. Όταν προσπάθησε να παίξει πιο δυνατά ακουγόταν καλύτερος αλλά και πάλι δεν κέρδισε δύο καινούργιους Έλληνες οπαδούς.
Οι Sea and Cake παραδίπλα στη σκηνή του Quietus ήταν πιο διακριτικοί αν και η μυρωδιά της ναφθαλίνης που τους ακολουθούσε ήταν αισθητή από πολλά μέτρα μακριά. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι έφερναν σε πιο pop Tortoise αν ήθελε να τους κολακέψει. Γεγονός πάντως πως ήταν πιο «δυσκίνητοι» από το υπόλοιπο νεανικό και speedαριστό (Χριστέ μου) φεστιβάλ. Ενδεικτικός και ο κόσμος που μάζεψαν του οποίου η ηλικία είχε ως μότο την θρυλική ρήση του Πανούτσου πως «αν είσαι πάνω από 50 και ξυπνήσεις ένα πρωί χωρίς να πονάς μάλλον έχεις πεθάνει».
Από τις 20.00 και μετά τελείωναν τα αστεία. Έπρεπε να δούμε μέσα σε μιάμιση ώρα Coral, Anna Calvi, Horrors και να πάρουμε καλή θέση για τους Wild Beasts.
Πρώτα στους Coral για μια τζούρα καλού βρετανικού pop/rock από μια μπάντα που ναι μεν βρίσκεται σε κάμψη αλλά δεν θέλουμε να ξεχάσουμε πολλές από τις επιτυχίες τους. Θα ξεχάσουμε κατά πάσα πιθανότητα και χωρίς δυσκολία το επερχόμενο υλικό τους που έφερνε σε Arctic Monkeys. Σχετικά με τα παλιότερά τους πάντως δεν έχουμε κανένα παράπονο. Το "Simon Diamond" και το "Pass It On" ήταν εξαιρετικά και αξιαγάπητα. Εξάλλου μας χάρισαν μία άλλη θρυλική στιγμή στη συναυλιακή μας ιστορία όταν συνόδευσαν ένα από τα τεραστιότερα ουράνια τόξα που έχουμε δει ποτέ έπειτα από μία σύντομη μπόρα που μας έκανε μούσκεμα. Εκεί άλλαξαν τον στίχο του κομματιού τους "Waiting For a Thousand Years" σε "Raining For a Thousand Years" και πρέπει να πούμε πως αυτή η αλλαγή μας στέγνωσε και μας γαλήνεψε. Τους αφήσαμε με πόνο ψυχής γιατί υπήρχαν μερικά ακόμα να ακούσουμε που δυστυχώς δεν προλάβαμε αλλά η Calvi μας περίμενε στη σκηνή του Quietus.
Όχι για πολύ βέβαια αφού προλάβαμε το φινάλε των 4-5 κομματιών . Καμία έκπληξη εδώ. Όπως την περιμέναμε. Δυναμική, με βασταγερή φωνή και με αυτοπεποίθηση παρά την φρέσκια είσοδό της στη δισκογραφία. Σαφέστατα πατάει πάνω σε μία από τις φάσεις της PJ Harvey όμως κάνει μιά άλλη, πιο προσωπική της βόλτα στην οποία ανταποκρίθηκε θερμά το κοινό. Δεν προλάβαμε το καλύτερο κομμάτι του δίσκου της "Susanne And I" αλλά το "Desire", το "First We Kiss" και το "Jezabel" ήταν παραπάνω από αρκετά για να μας καταγράψουν για τα καλά στο ρόστερ των θαυμαστών της.
Και στο τέλος, μετά τις 21.00, ήταν η σειρά των headliners. Από ένας σε κάθε μια από τις βασικές σκηνές. Ο Gruff Rhys στου Quietus, οι Horrors στην LastFm και οι Wild Beasts στην μεγάλη main stage. Δικαίως όπως μας απέδειξαν. Δυστυχώς τον φοβερό Ουαλό που έβγαλε και φέτος έναν εξαιρετικό δίσκο θα πρέπει να τον δούμε κάποια άλλη φορά μιας και δεν τον προλάβαμε. Περίπου το ίδιο ισχύει και για τους Horrors που βγήκαν στη σκηνή με μεγάλη καθυστέρηση κάνοντας το δερματινοφορούμενο κοινό τους να ανυπομονεί και να σπρώχνεται με αγένεια. Μπορέσαμε να δούμε μόλις τα δύο πρώτα κομμάτια από τον ενεργητικό φετινό τους δίσκο και η αίσθηση που μας άφησαν ήταν της μετριότητας. Η φωνή του Faris δεν έβγαινε με τίποτα, οι τζιβάνες έσκαγαν σαν πυροτεχνήματα, εντυπωσιακό show με τον φωτισμό, καλές ενορχηστρώσεις και κάπως επίπεδος ήχος. Σαφέστατα μία κλάση παρακάτω μακριά από τη μαγεία του studio. Αλλά εντάξει, όπως είπαμε δύο κομμάτια είδαμε οπότε επιφυλασσόμεθα. Εν τω μεταξύ στην Lock Tavern έπαιζε η Glasser αλλά δεν ασχοληθήκαμε (εδώ θυσιάσαμε τον Gruff). Πάντως όλες αυτές οι θυσίες δεν έγιναν μάταια. Είδαμε Wild Beasts και τους είδαμε όπως ακριβώς θέλαμε. Από κοντά και για ένα γεμάτο και ζουμερό 90λεπτό (όσο έπαιξαν δηλαδή για να κλείσουν το φεστιβάλ και να στείλουν ευτυχισμένο τον κόσμο σπίτι του να καταρρεύσει με την ησυχία του).
Οι Wild Beasts όπως θα έχετε καταλάβει πιστεύουμε πως είναι ένα από τα καλύτερα νέα συγκροτήματα της τελευταίας πενταετίας (πιθανότατα και το καλύτερο) που βγήκε από την Αγγλία. Το να τους δούμε στην καλύτερη φάση τους λοιπόν, ήταν κάτι το μοναδικό. Μάλιστα οι χιλιάδες κόσμου που συνέρρευσαν στην κεντρική σκηνή δεν σταμάτησαν στιγμή να τραγουδούν και να χορεύουν σε όλα τα κομμάτια τα οποία φαίνονταν πως τους ήταν οικεία. Για να πούμε την αλήθεια δεν περιμέναμε τόσο μεγάλη ανταπόκριση σε ένα συγκρότημα που υπό φυσιολογικές συνθήκες οι Άγγλοι μεθυσμένοι θα το θεωρούσαν δήθεν και ελιτίστικο.
Είδαμε τα περισσότερα κομμάτια του Two Dancers και του φετινού Smother (περιέργως όχι το "Lion's Share") καθώς και μερικά επιλεγμένα από το Limbo Panto ("Devil's Crayon", "Brave Bulging Buoyant Clairvoyants"). Αψεγάδιαστοι, ορεξάτοι και γενικότερα στα καλύτερά τους και ως φωνές αλλά και ως συνθέσεις. Άλλωστε, όπως είπε και ο Hayden Thorpe, όταν εμφανίστηκαν πριν τρία χρόνια στο Field Day έπαιζαν το καταμεσήμερο, οπότε ήταν λογικό να ρουφάνε αργά και απολαυστικά την επιτυχία σαν το κόκκινο κρασί που έπινε ο βασικός τραγουδιστής των Wild Beasts. Για τη μπάντα τα έχουμε πει και ξαναπεί. Απλά κατόρθωσαν πολλές φορές να μας εκπλήξουν με το πόσο δεμένοι ήταν μουσικά μετατρέποντας ακόμα και το "End Come Too Soon" από το Smother σε μια ambient αποθέωση.
Κάπως έτσι τελείωσε το Field Day του Λονδίνου. Μια γεμάτη εμπειρία απ' όλες τις απόψεις και σίγουρα ένας μεγάλος αστερίσκος στη συναυλιακή μας πορεία. Άλλωστε δεν νοείται μουσικόφιλος που να μην έχει δοκιμάσει έστω μία φορά αυτή την εμπειρία. Θα λέγαμε και του χρόνου αλλά κατά πάσα πιθανότητα το 2012 θα το ξοδέψουμε στο να κυνηγάμε τους Radiohead ανά την υφήλιο.
Αυτό ήταν και το 2011 συναυλιακά. Καθαρά μιλώντας για τη χώρα μας θα μπορούσε να ήταν καλύτερο και δε θα μπορούσε να ήταν χειρότερο. Ευελπιστούμε για το 2012 και περιμένουμε αν όχι περισσότερες συναυλίες τουλάχιστον περισσότερη σοβαρότητα, υπευθυνότητα, λιγότερο τυχοδιωκτισμό και μεγαλύτερη κατανόηση της κατάστασης από τους διοργανωτές.
2 σχόλια:
δεν ήξερα ότι οι electrelane ξαναβρέθηκαν....σούπερ...(ήταν ένα από τα καλύτερα live που είχα δει στο λονδίνο πριν 5 χρόνια)...super!
Αν κάποιος τις έβλεπε χωρίς να ξέρει ότι είχαν διαλυθεί για καιρό, δεν θα το καταλάβαινε με τίποτα. :-)
Δημοσίευση σχολίου