29.5.09

Some Questions #10: Soap & Skin!

Φαντάζομαι ότι η καλεσμένη του 10ου Some Questions δεν προκαλεί έκπληξη σε κανέναν, δεδομένης της αδυναμίας που έχω ήδη κατ'επανάληψη εκφράσει για το πρώτο της πόνημα... Η Anja Plaschg, η Αυστριακή πιτσιρίκα που ευθύνεται για το σκοτεινό αριστούργημα με τον τίτλο Lovetune for Vacuum, απάντησε στις ερωτήσεις μας! Όχι με ιδιαίτερη ευφράδεια, και όχι σε όλες - ίσως να σιχαίνεται τους Beatles στην τελική, ποιος ξέρει - αλλά σε αρκετές για να σχηματίσει κανείς μια υποψία άποψης για τις επιρροές της. Σας την παραδίδουμε...

Could you please tell us...

1. Three albums you’d take along on a desert island?

Aphex Twin - Selected Ambient Works Vol. 2
Glenn Gould / Johann S. Bach - The Goldberg Variations
Vincent Gallo - When

2. A song you wish you’d written?

"Bohemian Rhapsody" (Queen)

3. Your Sunday morning song?

"You Still Believe In Me" (Beach Boys)

4. Your favourite b-side?

"Liebeskrebs" (Felix Kubin)

5. Your favourite Beatles song?

-

6. A musician/band you think is criminally underrated?

Otto von Schirach

7. Your favourite place for writing music?

-

8. What your music-related plans are for the next 12 months?

-

9. What you wish to do once you retire from music?

Astronaut.

10. A stylistic choice you’ve made and are now ashamed of?

Νο.

11. Which role you would like to have played if you were an actor?

Harold, from Harold and Maude.

12. A recurring childhood dream of yours?

Astronaut.

13. If you are superstitious?

Νο.

14. A sentence containing the words ”some” and ”beans”?

There are two beans between some legs.

Soap & Skin - "Marche Funèbre" (Lovetune for Vacuum)

22.5.09

I was eating off the floor/ Every little apple core/ Still it wasn’t quite enough/ Wine and juices for my love

Πάνε αρκετές μέρες από το τελευταίο ποστ του some beans. Και το λιγότερο που θα μπορούσε να πει κανείς γι'αυτές είναι ότι ήταν περίεργες μέρες. Περίεργες ώρες, που ξοδεύτηκαν μέσα, έξω και γύρω από το ειδυλλιακό 401. Αμέτρητες διαδρομές του μετρό που έμοιαζαν παιχνιδάκι πηγαίνοντας και βαριές, ατέλειωτες φεύγοντας, αλλά από την άλλη χωρίς να είναι κιόλας σίγουρο αν το σπίτι θα πρόσφερε ξεκούραση και καταφύγιο ή νέα τροφή για σκέψη, νέες διαστάσεις στην εκτίμηση των πραγμάτων από αυτές που μόνο οι άδειες ώρες σ'ένα άδειο σπίτι ξέρουν να δίνουν. Και ως γνωστόν, τις άδειες ώρες μπορεί να επιχειρήσεις να τις γεμίσεις με πολλά και διάφορα, αλλά τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει το βασικό συστατικό όταν αυτό λείπει μακριά.

Κι αν αυτή είναι μια διαδικασία που έρχεται "εκ των έσω" και σε γειώνει, υπήρξαν κι άλλες πολλές που ήρθαν απ'έξω. Πράγματα και καταστάσεις με τις οποίες δεν είχα ως τώρα επαφή, και που μπροστά τους οι εμπειρίες των Πολεοδομιών ένοιαζαν με πικ-νικ στην εξοχή. Ό,τι στραβό, βλαμμένο και απογοητευτικό έχει ως τίτλο τιμής και καμάρι του ο Έλληνας σε παρέλαση μπροστά σου, ντυμένο φυσικά στη γνωστή λατρεμένη παραλλαγή. Και άνθρωποι που έφεραν τίτλους υπευθύνων, και που αντιμετώπιζαν την υγεία και το άμεσο μέλλον, τους επόμενους μήνες της ζωής νέων ανθρώπων - και τα νεύρα των ίδιων και των γύρω τους - με μεθόδους που προσέγγιζαν σε σοβαρότητα και εγκυρότητα το μάδημα της μαργαρίτας.

Η κορύφωση της όλης διαδικασίας ήρθε την Παρασκευή. Στις 9 το πρωί ήμουν σχεδόν αισιόδοξη, έχοντας κατασταλάξει στο συμπέρασμα της όλης ιστορίας και ούσα αποφασισμένη να το αντιμετωπίσω. Στις 11 λίγο απορημένη αλλά χαρούμενη. Στη μία σοκαρισμένη, στη μία και τέταρτο έξαλλη. Στις 2 και κάτι παραιτημένη και χάλια. Στις τρεις παρά είκοσι πάλι απορημένη, στις τρεισίμισι έκπληκτα χαρούμενη, στις τεσσεράμισι ευτυχισμένη, έστω γνωρίζοντας ότι θα κρατούσε για λίγες μόνο ώρες. Κι όλο αυτό το τρελαμένο συναισθηματογράφημα οφειλόταν στις διαθέσεις μιας χούφτας ανθρώπων, με τους οποίους δε γνωρίζομαι καν... Οφείλω όμως να παραδεχτώ ότι επιφύλαξαν ένα αντάξιο τέλος σε μια εβδομάδα παράνοιας και αλλεπάλληλων σκωτσέζικων ντους τα οποία είχαν και πάλι προσφέρει οι ίδιοι με χαρά στο πιστό κοινό τους, με μοναδική δικαιολογία το γεγονός ότι φέρουν πάνω στα ρούχα τους κάποια γαλόνια.

Όλα αυτά όμως πέρασαν κι έφυγαν, και το εν Αθήναις μισό του some beans θα επιχειρήσει ουσιαστικά από σήμερα την αποφόρτιση και την αναμονή. Όλες αυτές τις μέρες, οι μουσικές που συνόδευσαν τα, πότε ευχάριστα και πότε μελαγχολικά, πήγαιν'έλα μου ήταν συγκεκριμένες. Δεν είχα διάθεση για πολλά-πολλά, και τελικά λίγοι ήταν οι ήχοι που κατάφερναν να διαπεράσουν τα στρώματα της σκέψης μου και να πάρουν τον πυρήνα του μυαλού μου για λίγο μακριά από το κυρίως θέμα. Οι ευχάριστες στιγμές ντύθηκαν με γενναίες δόσεις από κάτι νεαρούς από το Liverpool που ονομάζονται The Beatles και θα σας πρότεινα να τους ακούσετε, διακρίνω πως έχουν ένα κάποιο μέλλον... (Αν και η ακρόαση του "Because" όταν είναι κανείς μόνος και επιρρεπής και γύρω απλώνεται ένα γλυκό μαγιάτικο σούρουπο δεν ενδείκνυται. Όχι. No way Jose!) Οι πιο ενδοσκοπικές συντροφεύτηκαν από τον υπέροχο δίσκο της Soap & Skin που αναφέραμε στο προηγούμενο ποστ, και από το Stockholm Syndrome των Δανών με το γλυκό κι αγαπησιάρικο όνομα Murder.

Οι δυο τύποι από την όμορφη Κοπεγχάγη έφτασαν στο δρόμο μου τυχαία, πλην όμως με εξαιρετικές συστάσεις: ολάκερος Stuart Staples κατονόμασε αυτούς και μόνο αυτούς στην ερώτηση για τους αγαπημένους του νέους καλλιτέχνες, σ'ένα ερωτηματολόγιο του Pitchfork. Μια τόσο ξεκάθαρη απάντηση, συνοδευόμενη από μια τόσο απλή περιγραφή, από έναν από τους αγαπημένους μου τραγουδιστές και γενικά μουσικούς όλων των εποχών ήταν αρκετή για να πατήσω το link που βρισκόταν έτοιμο στη διάθεσή μου. Μια ακρόαση των τραγουδιών που είχαν στο MySpace τους ήταν κι αυτή αρκετή για να κολλήσω, και χωρίς μεγάλη χρονοτριβή να αγοράσω το δεύτερο δίσκο τους σε μορφή mp3 από την ιστοσελίδα της εταιρίας τους Good Tape Records. Αποδείχθηκε ένα από τα καλύτερα 9ευρα που έχω ξοδέψει φέτος.

Το Stockholm Syndrome είναι ο δεύτερος δίσκος των Murder, δηλαδή του Jacob Bellens και του Anders Mathiasen, κυκλοφόρησε το 2006 και είναι σχεδόν τελείως ακουστικός. Όλα τα τραγούδια βασίζονται στα γλυκά αρπίσματα της κιθάρας του Mathiasen και στη βαριά, μεστή φωνή του Bellens που θυμίζει Johnny Cash όχι στα πρώτα του νιάτα με μια υποψία από τον Sivert Høyem των Μadrugada, για να μην ξεχνάμε και τη μαμά Σκανδιναβία. Κι όμως, παρ'ότι η συνταγή μοιάζει χιλιοδοκιμασμένη και βαρετή, στα χέρια των Murder δείχνει σαν καινούρια, καθώς την εφαρμόζουν σε κάμποσα μικρά διαμαντάκια, αντάξια κληρονομιά στους πρώτους διδάξαντες της τέχνης του να φτιάχνεις ένα υπέροχο τραγούδι από τα πιο βασικά υλικά.

Ήδη, ένα απ'αυτά, το "When The Bees Are Sleeping", παίξαμε σε μια προηγούμενη εκπομπή του Radio Beans, και είναι μόνο ένα από τα δείγματα της δεξιοτεχνίας τους. Το "Naming the Demon" είναι επιβλητικά ήρεμο, το "Bodies Collide" φέρνει το cello σαν συμπρωταγωνιστή της ακουστικής κιθάρας σε ένα λυτρωτικό ρεφραίν, το ριφάκι του "Daughters of Heavy" πηγαινοέρχεται ανεπαίσθητα αλλά επίμονα, θυμίζοντας το λίκνισμα βάρκας δεμένης στα ρηχά, και το glockenspiel ή βιμπράφωνο ή ό,τι τέλος πάντων είναι αυτό εισάγει τη δεύτερη στροφή για να συναντήσει το βιολί και την τρομπέτα στη "γέφυρα", σ'έναν ακαταμάχητο συνδυασμό. Το χαρούμενο "Applejuice", από την άλλη, είναι σοβαρό υποψήφιο για να μπει στο mix-CD που θα φτιάξουμε για την πρώτη μας εξόρμηση στην παραλία, όταν με το καλό το άλλο μισό του some beans είναι ξανά εδώ - οι γλυκές country κιθάρες του και η τελείως Americana αίσθηση που αφήνει δεν θα μπορούσε να βρίσκεται πιο μακριά ηχητικά από ένα μέρος σαν τη Δανία.

Κι αν δεν κολλήσετε με κανένα από τα παραπάνω, ίσως το πάθετε, όπως κι εγώ, με το πρώτο κομμάτι του δίσκου, το συγκλονιστικό "Feast in my Honour". Μια τόσο απλή, αλλά και τόσο εθιστική μελωδία, απ'αυτές που σφηνώνονται στο μυαλό και δε βγαίνουν, και η φωνή του Bellens ταπεινά μεγαλοπρεπής να ακούγεται στην αρχή κιόλαςνα εκφέρει τις λέξεις "Rain on windmills" και το τραγούδι να θυμίζει ακριβώς αυτό: βροχή σε ανεμόμυλους, με το cello να συνοδεύει και μερικές λιτές νότες του πιάνου να υπογραμμίζουν το ρεφραίν. Ένα τραγούδι που ανάλογό του, στα δικά μου αυτιά, δεν υπήρχε στο Boxer των National με την εξαίρεση ίσως του "Racing Like a Pro". Ακούστε το και περιμένω γνώμες...

Στο μεταξύ, οι Murder ετοιμάζουν τον τρίτο τους δίσκο και ίσως τον κυκλοφορήσουν μέσα στο καλοκαίρι. Μια ευκαιρία για τον μουσικό πλανήτη να γνωρίσει ένα πραγματικά εξαιρετικό σχήμα και να δικαιώσει πανηγυρικά τον λάτρη τους, πλέον, Stuart Staples, τον οποίο θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε, εδώ από το some beans, και για το έξοχο αυτό recommendation πέρα από τις χιλιοειπωμένες μας ευχαριστίες για τις άπειρες κορυφαίες στιγμές που μας έχει χαρίσει με τη μπάντα του. Χάρη σ'αυτόν, αυτή τη φορά θα είμαστε έτοιμοι να τους υποδεχτούμε. Και από τα δυο μας μέτωπα.

Murder - "Feast in my Honour" (Stockholm Syndrome)

13.5.09

Grow tall skin, fold on/ They said, rank the wall/ I say, bad weeds grow tall

Δεν μπορώ να θυμηθώ πού πρωτοείδα το όνομα. Ου γαρ έρχεται μόνον, λένε... Σίγουρα όμως ήταν σε κάποιο tracklisting από κάποια εκπομπή που έπεσα πάνω του περίπου τυχαία στο διαδίκτυο. Μου έκανε πάντως εντύπωση. Soap & Skin. Τι μπορεί να υπονοούσε αυτό για τη μουσική όποιου ή όποιων κρύβονταν πίσω απ'αυτό το όνομα; Δεν ήταν δήθεν παράξενο ή kooky, δεν άρχιζε με The..., δεν δήλωνε φύλο ούτε αριθμό ούτε προέλευση, μόνο δυο απλές, οικείες λέξεις στην πιο γνωστή γλώσσα του κόσμου. Έψαξα να βρω κάποια τραγούδια. Τελικά βρήκα το δίσκο. Πριν πάρω οποιαδήποτε άλλη πληροφορία, τον άκουσα μονοκοπανιά, και τρελάθηκα.

Αμέσως έτρεξα στον πιστό μου φίλο last.fm να δω τουλάχιστον μια σύντομη περιγραφή, ένα βιογραφικό, ένα κάτι. Αυτό που είδα έκανε την έκπληξή μου ακόμα μεγαλύτερη: πίσω από το όνομα Soap & Skin κρύβεται μια κοπελιά 18 μόλις χρονών. Τo όνομά της είναι Anja Plaschg και είναι από την Αυστρία. Μια εύθραυστη κοπελίτσα με σχεδόν τα μισά μου χρόνια έφτιαξε αυτόν τον δίσκο που μοιάζει σαν η Cat Power του πρώτου καιρού να τραγουδάει κομμάτια που έχουν ξεφύγει από το White Chalk της PJ περνώντας κι από την Tori Amos, αλλά αρκετά πιο μελαγχολικά απ'ό,τι μπορεί ένα τέτοιο κράμα να ακούγεται. Και ίσως ακόμα πιο όμορφα.

Τα υλικά της είναι μετρημένα: πιάνο, βιολί, λιγάκι ακορντεόν κι ένας υπολογιστής να αντιπαραθέτει ενίοτε σ'αυτά λούπες και beats που θυμίζουν trip hop και βασική IDM. Χρησιμοποιώντας τα με εντυπωσιακή ωριμότητα, στήνει ένα σκηνικό που μοιάζει να έχει βγει από βαθιά δάση του Βορρά όπου ο ήλιος, τις λίγες φορές που βγαίνει, δε φτάνει σχεδόν ποτέ στο χώμα. Κι οι εικόνες που πλημμυρίζουν αυτόν τον κόσμο μοιάζουν με άσχημα όνειρα, ή με υλικό για φτηνά θρίλερ - με τη διαφορά ότι, όσο κυνικός κι αν είσαι πλησιάζοντάς τες, δεν υπάρχει τίποτα που να σε κάνει ν'αμφιβάλλεις ότι τις είδε ή τις φαντάστηκε στ'αλήθεια η Anja και δεν πρόκειται ούτε για διαφημιστικό κόλπο ούτε για δημιούργημα κανενός.

Απόκοσμα παιδιά με κόκκινα μάτια βασανίζουν σαλιγκάρια και μερμήγκια, οδηγώντας τα σε αργό, φρικτό θάνατο. Απειλητικά χορτάρια σκαρφαλώνουν γρήγορα και πνίγουν τη ζωή με την απόλυτη σιγουριά του αναπόφευκτου στο "Marche Funèbre" ("νεκρώσιμη πομπή/ εμβατήριο") που δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα. Ερωμένες μπουσουλάνε, σέρνονται στο χιόνι ψάχνοντας απεγνωσμένα για οικεία χνάρια. Φθινοπωρινά φύλλα στρώνουν τη γη και γεμίζουν το κενό που ολοένα και μεγαλώνει. Ο ήλιος είναι γυναίκα, αρρωσταίνει και πεθαίνει. Το κρύο χέρι του "Thanatos" είναι παντού. Το "Cry Wolf" μοιάζει να δραπέτευσε από το soundtrack του Amélie με το ακορντεόν και το γλυκό πιανάκι του, αλλά δεν υπάρχει τίποτα το ρομαντικό εδώ: το παιδί που ακούγεται να παίζει είναι φάντασμα, και η φωνή που τρυφερά διηγείται το ασυνάρτητο μοιρολόι θα μπορούσε να προέρχεται από τον χαρακτήρα της Nicole Kidman στο The Others αν αυτό είχε σκηνοθετηθεί από κάποιον Βορειοευρωπαίο τρεις δεκαετίες πίσω.

Κι αν ακούγεται δύσκολο να γράφεις για κάτι τέτοιο μέσα στη λαμπερή μαγιάτικη λιακάδα, κι ακόμα πιο δύσκολο να τ'ακούσεις ενώ έξω έχει 27 βαθμούς και κατεβάζεις τα καλοκαιρινά, δεν τίθεται καν θέμα. Η Anja σε τραβάει μέσα στον κόσμο της ξανά και ξανά, χωρίς κόπο, φυσικά και εύκολα. Ακριβώς όπως μοιάζει να έγραψε αυτά τα τραγούδια, σε μια ηλικία που δε συνδέεται συνήθως με βαθιές πληγές. Πολύ συχνά μου ήρθαν στο μυαλό οι σκληρές, σπαρακτικές εικόνες του, συμπατριώτη της, Egon Schiele. Μα καλά, η Αυστρία δεν είναι γεμάτη χαρούμενους κοκκινομάγουλους ανθρώπους που σφυρίζουν και τραγουδάνε γιοντελ-έ-ι-οοο; Για δες, παραπληροφορούν τον κόσμο...

Soap & Skin - "The Sun" (Lovetune for Vacuum)

12.5.09

Some Questions #9: Paavoharju!

Η μουσική και χριστιανική κολλεκτίβα των Paavoharju που εδρεύει σ'ένα χωριό χωμένο μέσα στα παγωμένα δάση της Φινλανδίας έπεσε στην αντίληψή μας μόλις πέρσι, αν και ο πρώτος της δίσκος (Yhä Hämärää) κυκλοφόρησε το 2005. Προλάβαμε όμως ν'ακούσουμε και να λατρέψουμε τόσο αυτόν όσο και τον δεύτερο, το υπέροχο περσινό Laulu Laakson Kukista, και να μαγευτούμε από τον, χωρίς καμία υπερβολή, παραμυθένιο ήχο τους. Οι βασικοί "εγκέφαλοι" του φοβερού αυτού τσούρμου είναι τα δυο αδέρφια Ainala και ο ένας απ'αυτούς, ο Lauri, απάντησε στο ερωτηματολόγιό μας! Σημειωτέον ότι τα περισσότερα ονόματα που ακολουθούν είναι φινλανδικά...

Could you please tell us...

1. Three albums you’d take along on a desert island?

Paavoharju - Laulu Laakson Kukista
Joose Keskitalo - Ja Kolmas Maailmanpalo
Harmaa Getto - Suomimorsiamen Pyhä Tie

2. A song you wish you’d written?

Burzum - "Burzum"

3. Your Sunday morning song?

Joose Keskitalo - "Me Palvelemme Kuolemaa"

4. Your favourite b-side?

I don't know.

5. Your favourite Beatles song?

"Strawberry Fields 4ever"

6. A musician/band you think is criminally underrated?

Harmaa Getto, Profeetta ja Uusi Maailmanuskonto, Ragnar Rock, Pupsi
Jussi, Murska Murre and me myself ofcourse.

7. Your favourite place for writing music?

My home and Pihlajanmäki.

8. What your music-related plans are for the next 12 months?

Release a Harmaa Getto album and play at Roskilde Festival with Paavoharju.

9. What you wish to do once you retire from music?

Live with my wife and family. Raise children. Build new Tuote.

10. A stylistic choice you’ve made and are now ashamed of?

I never make stylistic mistakes.

11. Which role you would like to have played if you were an actor?

Eli's part in the movie Let the Right One In.

12. A recurring childhood dream of yours?

I don't have recurring dreams.

13. If you are superstitious?

No.

14. A sentence containing the words ”some” and ”beans”?

Some densonpitsa Severred condom helmi Jamaikalla beans on Strawberry!

Paavoharju - "Tuosku Tarttuu Meihin" (Laulu Laakson Kukista)

Radio Beans #11

Αν νομίσατε ότι ξεμπερδέψαμε με τους εορτασμούς για την δέκατη τρίτη επέτειο της αγοράς του The Bends, είστε γελασμένοι! Και πως θα μπορούσαμε άλλωστε να ξεμπερδέψουμε μ'ένα ποστ που δεν περιείχε σταγόνα ήχου... Έτσι, το δεύτερο μέρος του αφιερώματος αναπτύσσεται στη διάρκεια της ενδέκατης εκπομπής μας, όπου παίζουμε ένα-ένα τα κομμάτια του δίσκου και τα σχολιάζουμε με αρκετά χαλαρή διάθεση.

Radio Beans 11

Το Radio Beans κάπου εδώ θα κάνει ένα διάλειμμα, λόγω ξαφνικών υποχρεώσεων του mr.grieves. Δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα πόσο θα κρατήσει αυτό, αλλά θα επανέλθουμε στα κύματα του radiobubble. Το some beans πάντως κατά τα άλλα θα συνεχίσει τη λειτουργία του εντελώς απρόσκοπτα!

11.5.09

No kind hand is reaching out for me tonight/ I slept facing the wall/ I dreamt of buildings in pieces

Στις συνεργασίες της PJ Harvey με τον John Parish το πρώτο που μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι το πόσο απελευθερωμένη ακούγεται η Polly Jean. Ενώ είναι γενική παραδοχή πως απολαμβάνει και αναγεννάται με τις στυλιστικές αλλά και μουσικές μεταμορφώσεις που επιδιώκει σε κάθε δίσκο, όταν συνεργάζεται με τον Parish φαίνεται ξαφνικά πως το ρεπερτόριό της μεγαλώνει απότομα.

Μετά από τόσα χρόνια στο κουρμπέτι μάλλον γνωρίζει τα πλεονεκτήματά της, οπότε ξέρει και πόσο εκφραστική είναι. Η καλλιτεχνική ελευθερία που έχει κερδίσει εδώ και κάποια χρόνια την κάνει να μοιάζει με ηθοποιό που δοκιμάζει πάνω στο πάλκο διαφορετικά ρούχα, στιχουργικά πυροτεχνήματα και εκφορές του λόγου που πολλοί δοκιμάζουν μόνο με κλειστές τις κουρτίνες.

Αν η Polly Jean απαντούσε στο ερωτηματολόγιό μας στην ερώτηση για το ποιον ρόλο θα προτιμούσε να ερμηνεύσει αν ήταν ηθοποιός, εκείνη θα μας παρέπεμπε στην δισκογραφία της. Επαγγελματίες ηθοποιοί έχουν διερευνήσει πολύ λιγότερο τις εκφάνσεις της αβυσσαλέας γυναικείας ψυχολογίας και δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι, αν η PJ διάλεγε αυτήν την καριέρα, θα μάζευε υποψηφιότητες για Όσκαρ.

Εν προκειμένω, οι πρώτες ακροάσεις, όπως και σε κάθε παρατήρηση ενός δοκιμαστικού σωλήνα, σε ξεγελούν και δεν σε αφήνουν να διαμορφώσεις χωρίς υπομονή ολοκληρωμένη άποψη. Με τις ευκαιρίες όμως που κάθε καλλιτέχνης σαν την συγκεκριμένη κερδίζει άκοπα, καταλαβαίνεις ότι έχεις κάτι πολύ καλό στα χέρια σου. Κάτι που συνεχίζει την γεμάτη ποικιλία τρέλα του Dance Hall At Louse Point.

Όπως 13 χρόνια πριν γοητευόμασταν απο τη μηδενιστική μελαγχολία του "Is That All There Is?"(πρώτη εκτέλεση της Peggy Lee βεβαίως), την blues σκόνη του "Un Cercle Autour Du Soleil", τους ξεχαρβαλωμένους αυτοσχεδιασμούς του "Rope Bridge Crossing" και την πανκ παράνοια του "Taut", μόλις ακούσαμε για το sequel στη συνεργασία PJ και Parish σκεφτήκαμε πως το A Woman A Man Walked By είχε να γεμίσει μεγάλα και δύστροπα παπούτσια.

Τελικά μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι το ζητούμενο επετεύχθη και όχι μόνο αυτό, αλλά η τωρινή προσπάθεια μοιάζει περισσότερο συγκεντρωμένη και με μεγαλύτερη δημιουργική ποικιλία απο τον προκάτοχο της. Και τα δύο άλμπουμ φαίνεται ότι κρατούν τις ρίζες τους απο το εκάστοτε πρόσφατο παρελθόν της PJ. Έτσι όπως το Dancehall... ήταν προσανατολισμένο σε πιο άγριες στιγμές στυλ Rid of Me και To Bring you My Love, το A Woman A Man Walked By φοράει εν μέρει τα γοτθικά ρούχα του White Chalk και άλλοτε τις πιασάρικες μελωδίες του Stories From The City....

Η αρχή στο AWAMWB σε πιάνει απ'τα μούτρα, προσφέροντάς σου μια απίθανη σύνθεση, σημαδεμένη απο τη χαρακτηριστικά σφυρηλατημένη φωνή της PJ,και τις κιθάρες του Parish που μοιάζουν με τσαγιέρες λίγο πριν εκραγούν. Το κομμάτι λογικά θα γίνει ένας απο τους ραδιοφωνικούς έρωτες της χρονιάς και όχι αδίκως. Είναι ό,τι πιο άμεσο και δυναμικό έχει γράψει η Polly Jean απο τότε που άφησε στην άκρη την πιο επιθετική περσόνα της.

Το "Leaving California" συγγενέυει με τα ουκελέλε του "White Chalk", με την PJ σε λιγότερο δραματική διάθεση αλλά αποφασισμένη να αφήσει τo παρελθόν της θαμμένο και πίσω της. Στο "April" η φωνή της σπάει για να αναπαραστήσει μια γέρικη φωνή φτάνοντας στην απελευθερωτική επίκληση προς την νεότητα, που δένει πολύ ομαλά και όμαρφα με την πολυορχηστρική μαστοριά του Parish. Για να τονιστεί μάλιστα η αυθεντικότητα της ιστορίας, πολλές φορές η PJ δε διστάζει να ξεφύγει απο την πεπατημένη της μέχρι εκείνη τη στιγμή μελωδίας.

Η εύθραυστη Αγγλίδα όμως απο το Dorset μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε αθυρόστομη μαινάδα αν κάποιος την προδώσει ή την προσπεράσει. Αυτό μαθαίνουμε στο εκδικητικό πρώτο μισό του ομώνυμου κομμάτιου πριν περάσουμε σε ένα ορχηστρικό ξεπέταγμα που μας κάνει να ξεχνάμε το αρχικό θέμα.

Η ιστορία συνεχίζεται με το υπεροχο "Soldier" που μας επαναφέρει στον τρόπο που η PJ αντιλαμβάνεται τώρα τη μουσική, ίσα ίσα για να μας αποσυντονίσει ο επώδυνος θόρυβος του "Pig Will Not" και τα λυσσασμένα γαυγίσματα της λεγάμενης που μοιάζουν σαν κάποιος άγνωστος να τόλμησε να την παρενοχλήσει.

Στο τέλος, η δεύτερη πιο αξιομνημόνευτη στιγμή του δίσκου, το "Passionless, Pointless”, αναδεικνύεται μέσα απο ένα πένθιμο φλάουτο και μια διστακτική κιθάρα, ενώ η PJ κάνει ακόμα μια καταπληκτικά ανοιχτόκαρδη (με την έννοια της ειλικρίνειας) εξομολόγηση. Η ανατριχιαστική ερμηνεία της απαλύνει τις γωνίες στο χαμηλό της ψιθύρισμα, και καθηλώνει με τη βραχνάδα της όπου και δείχνει ένα μονο μέρος απο τις μοναδικές φωνητικές της ικανότητες.

Συνολικά το A Woman A Man Walked By δεν είναι μια συλλογή καλών b-sides. Δεν είναι το διεκπεραιωτικό διάλειμμα πριν την συνέχεια των αμιγώς προσωπικών δημιουργημάτων. Είναι η αξιοποίηση κάποιων δύσκολων στη σύλληψή τους ιδεών και το άπλωμα των καρτών στο τραπέζι μέχρι να αποφασίσουν οι παίκτες μας πως θα κινηθούν, παίζοντας τελικά με όλους τους τρόπους αλλά φτιάχνοντας παράλληλα μια νίκη.

Γιατί μόνο ως νίκη μπορεί να περιγραφεί ένας δίσκος τόσο συντονισμένος που προβάλλει τα πλεονεκτήματα και των δύο δημιουργών. Ένας δίσκος με στόχο όχι να είναι στους καλύτερους της χρονιάς ή να εντυπωσιάσει με την προτωτυπία του, αλλά με σκοπό να στέκεται περήφανος στην δισκογραφία της PJ Harvey και του John Parish. Και με τον κατάλογο που ήδη φιγουράρει δίπλα στην πρώτη, αυτό δεν είναι καθόλου μικρό παράσημο.

PJ Harvey & John Parish - "Black-Hearted Love" (A Woman A Man Walked By)

9.5.09

The words are coming out all weird

Ήταν μια λαμπερή μέρα, όπως και σήμερα. Απλά Πέμπτη, καθημερινή αντί για Σάββατο. Σημειωτέον ότι τότε τα Σάββατα ήταν απλά "οι μέρες που δεν κοπροσκύλιαζες ήσουν με τα φιλαράκια όλη μέρα, μέσα κι έξω από τη σχολή" και σε καμία περίπτωση δεν είχαν την ιερή υπόσταση που παίρνουν στο μυαλό οποιουδήποτε έχει δουλέψει έστω και μια βδομάδα. Ούτε ήταν ότι το Σάββατο έβγαινες με την παρέα, αφού ήσασταν για καφέ περίπου κάθε μέρα. Τέλος πάντων, ξεφεύγω, αλλά ήθελα απλά να τονίσω ότι τότε οι καθημερινές ήταν οι μέρες που περνάγαμε καλύτερα.

Μια λαμπερή, ηλιόλουστη Πέμπτη λοιπόν ήταν η 9η Μαΐου του 1996. Ακολουθώντας τη συνηθισμένη μου διαδικασία, ξεκίνησα από το σπίτι στον Πειραιά, ροβόλησα την πηγμένη Σαχτούρη και έφτασα στου Βρυώνη, απ'όπου πήρα το 040, το περίφημο "πράσινο", που τότε ήταν ήδη πλέον "μπλε", αλλά που για όλους εμάς τους λάτρεις των τρελών αμορτισέρ των κυπαρισσί λεωφορείων του Σαρακάκη που έκαναν την άνοδο της Αγ. Πάντων στην Καλλιθέα να μοιάζει με τρενάκι λούνα-παρκ θα παραμείνει πάντα "το πράσινο". Έφτασα στο Σύνταγμα και άρχισα ν'ανηφορίζω τη Σταδίου, έκοψα μέσα από την πλατεία Κοραή και συνέχισα στην Πανεπιστημίου. Αυτή ήταν η συνηθισμένη διαδρομή για τις μέρες που είχε ωραίο καιρό για περπάτημα (και που δεν πολυγούσταρα να πάρω τον ηλεκτρικό) και συνήθως έστριβα μέσα από τους πεζοδρόμους κι έβγαινα στην Κάνιγγος, αλλά εκείνη τη μέρα είχα έναν ενδιάμεσο σταθμό: το Metropolis.

Συνήθης προορισμός σαν τελευταία στάση πριν τη σχολή, αλλά ειδικά εκείνη την Πέμπτη είχα πάει με ειδική αποστολή και δεν είχα διάθεση να χαζέψω. Προσπέρασα, χωρίς καν να τις κοιτάξω, τις νέες κυκλοφορίες και ανέβηκα σχεδόν τρέχοντας στο δεύτερο όροφο. Πήγα στη μεριά της new rock και βρήκα στα γρήγορα το "R", όπου βρήκα σχεδόν αμέσως το CD που έψαχνα. Το κοίταξα για λίγο μπρος-πίσω, είδα την τιμή - 4.300δρχ - και το πήρα αποφασιστικά στο χέρι μου: είχε φτάσει τελικά η ώρα που θα το αγόραζα. Πριν φύγω, όμως, έψαξα να βρω και κάτι άλλο, κάτι πιο παλιοροκάδικο, ίσα ίσα για να μη μου πρήξουνε τα συκώτια οι πιο παραδοσιακοί φίλοι μου από των οποίων την "επιτροπή" θα περνούσαν τα νέα μου αποκτήματα. Είχε το Backtrackin', μια συλλογή του Eric Clapton, με 5.250, οπότε θεώρησα ότι ήταν καλή τιμή για διπλό CD και πήρα κι αυτό. Κατέβηκα στο ταμείο, πλήρωσα κι έφυγα σφαίρα για το ΕΜΠ.

Το κτίριο Αβέρωφ με υποδέχθηκε με τους γνωστούς χαλαρούς ρυθμούς που πάντα είχε αρχές Μαΐου. Το ένα τρίτο του 4ου εξαμήνου της Αρχιτεκτονικής ήταν αραχτό στο αίθριο κι έφτιαχνε μακέτες για την απογευματινή Σύνθεση ή απλά χάζευε. Το άλλο τρίτο παρακολουθούσε Ιστορία Τέχνης. Το τρίτο τρίτο ήταν διασκορπισμένο σε διάφορα σημεία της ευρύτερης περιοχής των Εξαρχείων, απολαμβάνοντας τον υπέροχο καιρό και το εξαιρετικό timing του να είσαι μακριά μεν από τις πρώτες παραδόσεις, που είναι πάντα πιο σημαντικό να παρακολουθείς, αλλά και μακριά ακόμα από την εξεταστική. Όπερ σημαίνει, το τέλειο timing για καφέ. Πληροφορήθηκα ότι η δική μου παρέα είχε προσχωρήσει στο τρίτο τρίτο και τη βρήκα λίγο αργότερα, κάπως ελλειπή, στο καφέ του Μουσείου.

"Ωωωω, για να δούμε, τί πήρες;" ήταν οι πρώτες κουβέντες που υποδέχθηκαν την άφιξη της σακουλίτσας του Metropolis συνοδευόμενης από μένα. Ο πιο κλασικοθρεμμένος απ'αυτούς είχε ήδη αρπάξει τη σακούλα πριν καν κάτσω. Έβγαλε τα CD ένα-ένα. Πρώτα το "καινούριο". "Πφφφφ, κακή αντιγραφή των Nirvana που έτσι κι αλλοιώς είναι χάλια, τι πας και παίρνεις...". Παρέδωσε το απορριπτέο δείγμα στον διπλανό, ο οποίος από τη μεριά του αναφώνησε "Α, το πήρες τελικά! Το'πες και το΄κανες". Ο πρώτος ήδη περιεργαζόταν το CD του Clapton, επιδοκιμάζοντας αυτή τη φορά. Τα ξαναμάζεψα μέσα στη σακούλα, την οποία είχα από κοντά όλη την υπόλοιπη μέρα.

Αργά το απόγευμα, γύρισα σπίτι. Είχαμε κάμποση ώρα μέχρι να φάμε, οπότε έβγαλα τα νέα μου CD από τη σακούλα τους και τα ξετύλιξα. Έβαλα στο player πρώτα τον Clapton, και άκουσα κάνα-δυο φορές το "Layla" και το "Sunshine of Your Love". Αλλά το έβγαλα αμέσως μετά. Το θέμα της ημέρας δεν ήταν ο Clapton. Ήταν το άλλο.

Το περιεργάστηκα στα πολύ πεταχτά, πιο πολύ γιατί μου τράβηξε την προσοχή το μωβ μπαλάκι που υπήρχε πάνω στο CD. Και το υπόλοιπο artwork ήταν περίεργο. Οι φωτογραφίες έμοιαζαν πρόχειρες και ήταν σίγουρα παραμορφωμένες. Το έβαλα μέσα στο player και προχώρησα κατευθείαν στο δωδέκατο και τελευταίο τραγούδι. Επιτέλους!!! Τόσο καιρό το έψαχνα, και ήταν πια δικό μου. Το άκουσα δυο φορές. Μετά έβαλα το άλμπουμ από την αρχή. Σαρανταοχτώ λεπτά και τριανταεννιά δευτερόλεπτα αργότερα, απλά δεν ήμουν πια ο ίδιος άνθρωπος.

Αρκετές φορές στη διάρκεια της ακρόασης έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται, και μετά το τέλος της το είπα σχεδόν φωναχτά, παρ'όλο που δεν υπήρχε κανείς να μου απαντήσει παρά μόνο οι τοίχοι του δωματίου: "ΠΟΥ στην ευχή ήταν κρυμμένοι αυτοί οι τύποι τόσο καιρό; Πού ήταν κρυμμένη αυτή η μουσική τόσο καιρό;" Μετά θυμήθηκα ότι είχα δει το εξώφυλλο αρκετό καιρό πριν στο Metropolis και στο Happening, και μου'χε κάνει εντύπωση. Κανείς και τίποτα δεν ήταν κρυμμένο, απλά εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι. "Ή μάλλον καλύτερα που ήμουν ΕΓΩ τόσο καιρό;"

Καλή ερώτηση. Έχοντας ακούσει ό,τι ήταν δυνατόν από ελληνική μουσική, γύρω στο 1993-94 ανακάλυψα με τεράστια καθυστέρηση ότι έξω από τα σύνορα συνέβαιναν πιο ωραία πράγματα. Αλλά κι από αυτά, είχα επαφή μόνο με την επιφάνεια. Είχα λιώσει το Nevermind, και γενικά μπορούσα να πω ότι οι Νirvana μου άρεσαν πολύ. Οι Offspring επίσης. Είχα ακουσει απ'έξω απ'έξω λίγο Suede ή Blur. Αλλά τίποτα που να με είχε συνεπάρει. Ούτε για τους Nirvana δε μπορούσα να το πω αυτό. Τίποτα από αυτά δεν το αισθανόμουν "δικό μου".

Μετά μπήκα στη σχολή και ήρθε η αναπόφευκτη hard rock/metal φάση του κάθε Έλληνα φοιτητή προηγούμενων δεκαετιών που σέβόταν τον εαυτό του και το φοιτητιλίκι του. Μακριές μαύρες φούστες, αρβυλάκια και Rainbow ή Uriah Heep πήγαιναν μαζί. Ναι, ξέρω, έχω ήδη κοκκινίσει αλλά δεν ωφελεί να κρυβόμαστε οι ένοχοι. Την πέρασα και αυτήν, ίσως και λίγο παραπανίσια, κάνα χρόνο κράτησε. Αλλά στις αρχές του '96 είχα βαρεθεί τα πάντα. Θυμάμαι τον εαυτό μου σ'ένα πάρτι κάποιου γνωστού μιας γνωστής μιας φίλης κάπου στη Νίκαια, σ'ένα παλιό σπίτι χωρίς καθόλου έπιπλα αλλά γεμάτο κόσμο, να περιφέρομαι με ένα πλαστικό ποτήρι γεμάτο βότκα λεμόνι ακούγοντας το "Somebody Put Something In My Drink" και να σκέφτομαι τι είναι τέλος πάντων αυτό που με εκφράζει κι αν έχει υπάρξει ποτέ κάτι το οποίο να νιώσω ότι μπορώ να υποστηρίξω, κάτι για το οποίο να παθιαστώ. Σχεδόν όλα όσα άκουγα, διάβαζα, πίστευα μου φαίνονταν δανεισμένα και ένιωθα να κατευθύνομαι προς μια ζωή λίγο generic. Συνηθισμένη, και χωρίς έντονους χρωματισμούς, σαν πολυκατοικία με χρωματάκια παλ άσπρο-κιτρινάκι, για να μην ενοχλεί. Προκάτ. Πράγμα που δε μου άρεσε. Αλλά δεν μπορούσα παρά να συνεχίσω προς τα εκεί, και ό,τι καθόταν. Μέχρι κάποιος ή κάτι να εμφανιζόταν για να με τραβήξει έξω, να με βγάλει από την πορεία.

Η αρχή έγινε με ένα τραγούδι. Το "Street Spirit" μπορεί να είχε ήπιο τρόπο και τόνο έκφρασης, αλλά αυτό ακριβώς ήταν που το έκανε να εισβάλλει στο μικρόκοσμό μου τόσο εντυπωσιακά. Σε μια ραδιοφωνική μπάντα γεμάτη από macho κιθάρες έμοιαζε με όαση γαλήνης. Αλλά όχι γαλήνης σε στυλ easy listening. Ούτε γαλήνης σαν τις μπαλάντες των '70s, με τις οποίες τόσο μα τόσο άστοχα το παρομοίασε κάποτε ο Νίκος Μποζινάκης (Μα "το 'Dust in the Wind' των '90s";;!; Μα έλεος...). Δεν ήταν μια γαλήνη άδεια, απλά κάτι απαλό για τ'αυτιά. Είχε κάτι εκεί μέσα, κάτι πολύ έντονο, κάτι το οποίο έκαιγε παρά την ηρεμία στην επιφάνεια.

Όπως και να'χε το θέμα, την πρωτη φορά που το άκουσα έπαθα σοκ. Έψαξα, και τελικά με βοήθησε το MTV. Βρήκα από ποιους είχε γραφτεί αυτό το θεσπέσιο πράγμα. Ήταν οι ίδιοι που κάποια φορά, το φθινόπωρο του '94, με είχε φωνάξει η μάνα μου να δω νομίζοντας ότι ήταν οι Nirvana (επειδή ο τραγουδιστής ήτανε ξανθός), κι εγώ είχα κολλήσει παρ'όλο που προφανώς δεν ήταν. Εκείνο το τραγούδι πάλι λεγόταν "My Iron Lung". Ήταν και τα δυο στον ίδιο δίσκο. Έπρεπε να τον πάρω. Αλλά τότε δε ρίσκαρα και πολύ. Κι αν δε μου άρεσαν τα υπόλοιπα; Τότε, το Μάιο, άνοιξε το Virgin της Σταδίου. Και είχε κάτι που δεν είχα δει σε κανένα άλλο ελληνικό δισκάδικο: listening posts! Μπαίνοντας μέσα για να ρίξω μια πρώτη ματιά στο μαγαζί, στο πρώτο listening post είδα το χαρακτηριστικό εξώφυλλο του The Bends. Να η ευκαιρία! Διάλεξα στην τύχη ένα από τα άλλα τραγούδια για ν'ακούσω, κι αν μ'αρεσε κι αυτό θα έπαιρνα το δίσκο. Έριξα μια ματιά στους τίτλους. Χμμ... "Black Star". Αυτό ήταν το εκλεκτό. Στην τύχη.

Ένας κατακλυσμός από μελωδικές κιθάρες γέμισε το ακουστικό μου πεδίο. Γλυκές, σχεδόν μελένιες. Το ρεφραίν είχε μια επική, χορταστική μελωδία. "Ε, αν είναι όλα τόσο καλά..." Πείστηκα. Κι έτσι φτάσαμε στην Πέμπτη εκείνη (καλό το Virgin με τα ακουστικά του αλλά το είχε ένα χιλιάρικο ακριβότερα).

Την πρώτη ακρόαση που με άφησε τόσο, μα τόσο μαλάκα ακολούθησαν και άλλες, το ίδιο βράδυ. Ήταν μουσική που έμοιαζε σαν να την περίμενα χρόνια, και τελικά ήρθε, ακριβώς όπως την είχα παραγγείλει. Ήμουν 19 χρονών και μισό, και ήταν η πρώτη φορά που το ένιωθα αυτό. Αργά, ίσως. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά, υποθέτω, για κάτι τέτοιο.

Οι μελωδίες ήταν φοβερές. Όλες. Κανένα τραγούδι δεν έμοιαζε με το προηγούμενο. Ούτε και με το επόμενο. Ήταν ορμητικά και ήρεμα, τραχιά και γλυκά ακριβώς στις σωστές δόσεις και στα σωστά σημεία. Ο ήχος ήταν γεμάτος, τίγκα στα μικροπραγματάκια εδώ κι εκεί. Αλλά κυρίως γεμάτος από κιθάρες, σε άπειρες πιθανές και απίθανες μορφές. Κιθάρες ψητές, τηγανητές, βραστές, στον ατμό. Κιθάρες-μπουρμπουλήθρες, κιθάρες-Black & Decker, κιθάρες-κουδούνια, κιθάρες-ρυάκια, κιθάρες-αεροπλάνα. Τα πάντα όλα.

Και μετά, ή μάλλον και πριν απ'όλα, ήταν ένας τύπος που τραγουδούσε όπως δεν είχα εγώ τουλάχιστον ξανακούσει κανέναν να τραγουδάει, και που είχε απλά Την Πιο Όμορφη Φωνή Που Είχα Ακούσει Ποτέ. Evah. Αλλά το κυριότερο ήταν ότι δεν έδειχνε να τον πολυνοιάζει αυτό. Δηλαδή σ'ένα κομμάτι απλά την άφηνε να κυλήσει, με μια σχεδόν ανυπόφορη γλύκα και ομορφιά, αλλά στο επόμενο σχεδόν τον έβλεπες μπροστά σου να χτυπιέται μαζί με την υπόλοιπη μπάντα αδιαφορώντας για τον αν ο ακροατής ψάχνει αυτόν τον πανέμορφο ήχο που άκουγε πριν και αναρωτιέται που να πήγε. Η συναισθησία μου είχε χτυπήσει κόκκινο με την πάρτη της. Στο "High & Dry" ο προτζέκτορας του μυαλού μου μού έδειχνε ξανθιά μπύρα και κεχριμπάρι. Στο "Fake Plastic Trees" μου έδειχνε έναν καταγάλανο ουρανό, στον οποίο η κιθάρα του βασικού κιθαρίστα άφηνε άσπρες συννεφένιες γραμμές σα μακρινό μετεωρολογικό αεροπλάνο. Η ίδια συναισθησία π.χ. όποτε ακούει τη φωνή του Michael Stipe, από οποιαδήποτε εποχή, μου δείχνει πάντα χαλκό. Και μόνο.

Στη δεύτερη ακρόαση έβγαλα το βιβλιαράκι με τους στίχους και άρχισα να τους παρακολουθώ. Πριν απ'αυτούς, το μάτι μου έπεσε στα αδέξια σκιτσάκια και μετά στα ονόματα. Πρώτη φορά έβλεπα το όνομα Thom. Μα γιατί γράφει έτσι τ'όνομά του αυτός; Χμμ. Ή ήθελε να (πιστεύει ότι) ξεχωρίζει ή απλά ήξερε ότι ξεχωρίζει. Ενδιαφέρον πάντως. Το σημείωσα, και προχώρησα στην ανάγνωση των στίχων. Διάολε. Σε μένα απευθύνονταν. Λέξη προς λέξη.

Σα να μην έφταναν όλα αυτά, οι τύποι φαίνονταν να έχουν φτιάξει αυτό το πράγμα χα-λα-ρά. Η πραγματικότητα δεν ήταν ακριβώς έτσι, όπως θα μάθαινα από τις συνεντεύξεις, αλλά η εντύπωση που έδιναν σε μένα ήταν ότι έπαιζαν σε ένα 50-60% των δυνατοτήτων τους και ότι είχαν πολύ παραπάνω να πάνε. Ανέβηκα στο τρένο τους με ενθουσιασμό: είχε έρθει η στιγμή και το κάτι που θα εκτροχίαζε το δικό μου τρένο από την προδιαγεγραμένη του πορεία. Είχε καταφτάσει Αυτό.

Ήταν θέμα χρόνου: την ίδια εβδομάδα άρχισα να αγοράζω ελληνικά και κυρίως ξένα μουσικά περιοδικά - το N.M.E. και το Melody Maker έγιναν σύντομα εβδομαδιαίοι σύντροφοι και κάθε Παρασκευή βράδυ ή Σάββατο πρωί ο περιπτεράς στο Δημοτικό γινόταν πλουσιότερος. Select, Q, Vox, Mojo, Spin, Magnet και φυσικά το Ποπ & Ροκ, τότε στα καλύτερά του, ξεφυλλίζονταν αχόρταγα με τα αντανακλαστικά σε τρελή εγρήγορση μήπως με τσακώσει στα πράσα ο περιπτεράς, και αρκετές φορές αγοράζονταν για να ξεφυλλιστούν πολύ πιο ενδελεχώς στο σπίτι. Άφησα όλους τους άλλους σταθμούς κατά μέρος και άρχισα ν'ακούω ολημερίς Ρόδον. Ένιωθα ότι είχα βρει κάτι σα λιμάνι, σαν προορισμό. Η μουσική απέκτησε κυρίαρχο ρόλο στην καθημερινότητά μου, και στην επέλασή της, που σάρωσε τα πάντα μέσα και έξω μου, οι Radiohead ήταν μεν στρατηλάτες αλλά όχι μόνοι. Ήμουν σαν πιτσιρίκι που κάποιος του άνοιξε κρυφά την πόρτα του ζαχαροπλαστείου: άρχισα να δοκιμάζω και ν'ακούω όλο και περισσότερα πράγματα. Μέχρι το τέλος της χρονιάς άκουγα π.χ. Screaming Trees, Pulp και Orbital. Είχα αγοράσει τα τριπλάσια CD απ'ότι είχα ως τότε. Και συνέχιζα.

Κι όσο άκουγα όλα τα άλλα, τόσο περισσότερο εκτιμούσα και λάτρευα αυτό που είχε πατήσει το μαγικό διακόπτη. Έψαχνα με μανία κάθε άρθρο, νέο ή συνέντευξη, αγόρασα ό,τι είχαν κυκλοφορήσει ως τότε, συν το φοβερό Live @ the Astoria σε βίντεο, και συνέχιζα ν'ακούω το The Bends με εξαντλητικούς ρυθμούς - αλλά κάθε φορά μου φαινόταν και καλύτερο. Κάποιοι κριτικοί ανέφεραν συχνά λέξεις όπως "αυτολύπηση" παρέα με το δίσκο, αλλά εγώ δεν το έβλεπα αυτό πουθενά. Το αντίθετο μάλλον. Ήταν το έναυσμα για να αποδεχτώ τον εαυτό μου ακριβώς όπως ήταν, και να καταλάβω επιτέλους που στην ευχή βρισκόμουν και τι θέση είχα στο γενικό χάρτη. Οι προτεραιότητές μου είχαν αλλάξει εντελώς σειρά, η αισθητική μου επίσης, και το κατά πόσο κόλλαγα με το περιβάλλον δε μ'ενδιέφερε πλέον καθόλου.

Άρχιζα να πρήζω γονείς και φίλους, και απορούσα για ποιον ακριβώς λόγο οι δημιουργοί μιας τέτοιας δισκάρας δεν ήταν ήδη household name τη στιγμή που κάτι ατομάκια σαν τους Οasis απολάμβαναν δόξες και τιμές πρωθυπουργού κράτους στην Αγγλία. Α, και επίσης γιατί οι Έλληνες διοργανωτές συναυλιών δεν τους έφερναν στη χώρα μας πριν να γίνουν απλησίαστα ακριβοί. Κι όλα αυτά, περιμένοντας τον επόμενο δίσκο τους με τον οποίο ήμουν σίγουρη ότι θα κατακτούσαν τους πάντες και τα πάντα. Ο δίσκος αυτός ήταν φυσικά το OK Computer. Που είναι τα στοιχηματικά γραφεία όταν τα χρειάζεσαι, οέο;

Έχουν περάσει από εκείνη τη μέρα 13 χρόνια, και μέχρι χτες η ίδια κόπια του The Bends αναπαυόταν, χιλιογρατζουνισμένη και ταλαιπωρημένη, στην κούτα που βρίσκονται και όλοι οι συγγενείς της - τα υπόλοιπα 23 CDs των Radiohead, συν bootlegs και άλλα σχετικά μικροπραγματάκια. Σήμερα όμως την ξύπνησα από τη χειμερία νάρκη της, και την πήρα μαζί μου για μια διαδρομή που έπρεπε να κάνω με το αυτοκίνητο. Παρατήρησα ότι είναι τρομερός δίσκος για να οδηγείς, με κίνδυνο σε κάποια σημεία να παρασυρθείς σε πολύ νευρική οδήγηση. Πρόσεξα πως τα παμπάλαια ηχεία του αυτοκινήτου δεν μπορούσαν να αποδώσουν την τέλεια διαφάνεια του falsetto του Thom στο "High & Dry". Πρόσεξα την jazzy υφή που έχουν κάποιες από τις κιθάρες του Jonny γύρω στο δίλεπτο του "Just". Και συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να "κρίνω" αυτόν το δίσκο. Κάθε στιγμή του μοιάζει να έχει χαραχτεί πάνω στο DNA μου και να μεγαλώνει μαζί μου. Έτσι, ήρεμος και χαμογελαστός, ο 32άρης εαυτός μου συνάντησε τον 19άρη και τραγούδησαν μαζί, έξω φωνή, το ρεφραίν του "The Bends" κοπανώντας το τιμόνι καθώς το αμάξι έβγαινε στην ευθεία του Φαλήρου και έβαζα για πρώτη φορά πέμπτη. Κάπου ψηλά, στον καταγάλανο ουρανό, ένα μετεωρολογικό αεροπλάνο άφηνε παχιές συννεφένιες γραμμές πίσω του βουίζοντας χαρούμενα...

4.5.09

Your future's bleak/ You're so last week

Το παρακάτω λίαν αποκαλυπτικό και ενδιαφέρον άρθρο δημοσιεύτηκε στο blog Ακυβέρνητες Πολιτείες στις 27/4/09.

Η βιομηχανία της μουσικής και ο ρόλος των δισκογραφικών εταιρειών.
Του yiannis63

Θα ξεκινήσω ανάποδα. Οχι από την αρχή, αλλά από το τέλος της διαδρομής για την μουσική βιομηχανία στην Ελλάδα με την μορφή που την ξέραμε εως τώρα. Κάθε «τέλος εποχής» αυτοπροσδιορίζεται κατά έναν περίεργο τρόπο από έναν πρακτικό «συμβολισμό». Για την χώρα μας ένας τέτοιος συμβολισμός αποτελεί η στιγμή της κατεδάφισης των studio ηχογράφησης της columbia. To ποιοί πήραν την απόφαση για την συγκεκριμένη ενέργεια αποκτά τεράστια σημασία. Είναι οι σημερινοί ιδιοκτήτες -οι απόγονοι του ΜΙΝΩΣ ΜΑΤΣΑ- του χώρου που έγινε η κατεδάφιση, όπου στεγαζόντουσαν γραφεία, αποθήκες και τα studio της Ελληνικής μουσικής αυτοκρατορίας που «έχτισε» ο ίδιος. Για ποιόν λόγο έγινε αυτό; Μά φυσικά για να φτιαχθεί ένα μεγάλο συγκρότημα πολυτελέστατων κατοικιών. Το να γκρεμιστεί μέσα σε μία νύχτα, με ευθύνη του υπουργείου πολιτισμού που δεν «ήξερε» και δεν «κατάλαβε» ότι χάνεται στην κυριολεξία ένα μουσείο τέχνης το οποίο «μεγάλωσε» μουσικά γενιές και γενιές και το οποίο φιλοξένησε συνθέτες και μουσικούς που σφράγισαν με την παρουσία τους την ιστορική διαδρομή της νεώτερης Ελλάδας, αποτελεί την οπτική γωνία με την οποία χρόνια τώρα βλέπουν οι δισκογραφικές εταιρείες και το Ελληνικό κράτος το «βιομηχανικό προιόν» που ακούει στο όνομα μουσική.

Υπηρετώντας αυτόν τον χώρο τα τελευταία είκοσι χρόνια σχεδόν, από την πλευρά των «συνεργατών» όπως αποκαλούσαν οι δισκογραφικές εταιρείες τους ιδιοκτήτες δισκοπωλείων και το απασχολούμενο προσωπικό τους, είχα την τύχη να αποκτήσω εμπειρία για το πώς σκέφτονται και λειτουργούν τα μονοπώλια, πώς ρυθμίζονται οι νόμοι της «ελεύθερης αγοράς» του συγκεκριμένου προιόντος. Είχα την τύχη να συνειδητοποιήσω από πολύ «πρώτο χέρι» το παντελώς ηλίθιο της σημασίας του όρου «υγιής ανταγωνισμός».

Το εκπληκτικό με τον συγκεκριμένο χώρο είναι, ότι κάθε πολυεθνική δισκογραφική εταιρεία αποτελεί από μόνη της ένα μονοπώλιο ! Ολα αυτά τα μονοπώλια συγκροτούν ένα καρτέλ που διαμορφώνει απόλυτα και εντελώς αυθαίρετα όχι μόνο την τιμή του προιόντος - πράγμα παράνομο απο την Ευρωπαική νομοθεσία- αλλά και την διαχρονική εξέλιξη σε καθαρά πολιτιστικό επίπεδο της μουσικής κουλτούρας και διαπαιδαγώγησης του ευρύτερου παγκόσμιου μουσικού κοινού. Με λίγα λόγια οι δισκογραφικές εταιρείες προσπαθουν να «επιβάλλουν» μέσω συγκεκριμένων τρόπων προώθησης, το είδος της μουσικής που θα ακούει ο ακροατής και εν δυνάμει καταναλωτής.

Πόσοι από εμάς έχουν συνειδητοποιήσει ότι στην ουσία δεν υπάρχει -παρά στο ελάχιστο- ανταγωνισμός μεταξύ αυτών των εταιρειών; Στα σούπερ μάρκετ μπορείς να βρείς και να συγκρίνεις τιμές μεταξύ βασικών αγαθών. Συγκρίνεις τις τιμές στο αλεύρι λόγου χάρη, συγκρίνεις τις τιμές στο γάλα, στα γιαούρτια, σε όλα τα είδη.

Στην μουσική βιομηχανία δεν υπάρχουν τέτοιοι νόμοι. Γιατί ο κάθε καλλιτέχνης, μουσικός, ερμηνευτής, συνθέτης μπορεί να υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας μόνο σε μια εταιρεία, και η δουλειά του μπορεί να εκδωθεί μόνο από την εταιρεία που έχει τα δικαιώματα του για όσο χρόνο διαρκεί το συνήθως αποικιοκρατικό συμβολαιο που καλείται να υπογράψει κυρίως ο νεοεμφανιζόμενος καλλιτέχνης. Με λίγα λογια η κάθε εταιρεία κατέχει στην κυριότητα της ένα μοναδικό προιόν που αποκλείεται να το βρείς από κάπου αλλού για να μπορείς να συγκρίνεις τιμές.

Δανειζομαι στην τύχη ένα όνομα. Γιάννη Πάριος. Γνωστός και μη εξαιρετέος. Εκατομμύρια πωλήσεις στην καριέρα του σε δίσκους, κασσέτες, CD και τώρα DVD. Εαν θέλεις να ακούσεις την νέα μουσική δουλεία του συγκεκριμένου καλιτέχνη μπορείς να την προμηθευτείς μόνο από την MINOS-EMI. Από πουθενά αλλού. Καμία άλλη εταιρεία δεν έχει τα δικαιώματα του. Εαν θέλεις να ακούσεις τον Παχάλη Τερζή, μόνο από την SONY-BMG. Από πουθενά αλλού. Εαν γουστάρει το παιδί σου να ακούσει το τραγούδι του Ρουβά, που θα μας εκποσωπήσει στην EUROVISION, μπορεί να το αγοράσει ο καταναλωτής αλλά και η επιχείρηση που θα του το προσφέρει μόνο από την UNIVERSAL. Απο πουθενά αλλού! Μια ωραία πρωία λοιπόν συνεδριάζει το Διοικητικό συμβούλιο του I.F.P.I. που αποτελείται από τους διευθυντές των Εν Ελλάδι δισκογραφικών εταιρειών και μεταξύ άλλων, συζητάνε και το θέμα των τιμών. Πρώτη τον χορό των αυξήσεων ξεκινάει η MINOS-EMI. Η ναυαρχίδα της Ελληνικής μουσικής βιομηχανίας είτε στο Ελληνικό, είτε στο διεθνές ρεπερτόριο γιατί καλύπτει το 60% περίπου της παραγωγής στην Ελληνική μουσική βιομηχανία. Είναι ο λεγόμενος «καινούργιος τιμοκατάλογος» που έν ήδοι κυβερνητικού διατάγματος αποστέλεται σε όλους τους «συνεργάτες». Σε λιγότερο από μια εβδομάδα ακολουθούν «νέοι τιμοκατάλογοι» από σχεδόν όλες τις υπόλοιπες δισκογραφικές εταιρείες. Με αυτόν τον τρόπο το cd το βρήκα σαν εμπόρευμα στα εννέα ευρώ( 2.700 δρχ. τότε…) περίπου -οι νέες κυκλοφορίες- το 1989, και τα άφησα στα είκοσι δύο ευρώ !!! το 2008. Μια αδικαιολόγητη αύξηση του 150% περίπου. Και να σκεφτεί κανείς ότι η τιμή του cd, στις νέες κυκλοφορίες σταθεροποιήθηκε στα δεκαοχτώ με είκοσι ευρώ από το 2.000 !!!. Εαν δεν είναι αυτός ο ορισμός του καρτέλ, τότε ποιός είναι ;

Μεταφερόμαστε Χριστούγεννα του 1995(;). Συνήθως στις εορταστικές περιόδους της αγοράς, στην δισκογραφία κυκλοφορούν όλες οι νέες μουσικές δουλειές των γνωστών ονομάτων. Τότε βέβαια δεν υπήρχε κρίση. Θα σας καταθέσω μια μαρτυρία για το πώς οι ίδιες οι εταιρείες δημιούργησαν με την πολιτική τους την κρίση στην δισκογραφική αγορά, πρίν καν αυτή επεκταθεί σε όλους τους τομείς. Τότε είμαι μέλος του Δ.Σ. του Πανελληνίου συλλόγου δισκοπολών, που αντιπροσωπεύει περίπου 200 μικρομεσαία δισκοπωλεία από τον Εβρο εώς την Κρήτη. Εννοείται πως η τότε αλυσίδα δισκοπωλείων «METROPOLIS» αλλά και τα μεγάλα δισκοπωλεία της Θεσσαλονίκης «ΠΑΤΣΗΣ» αρνούνται να γίνουν μέλη στον σύλλογο μας γιατί θέλουν να έχουν «μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας στις κατ’ ιδία διαπραγματεύσεις με τις εταιρείες» όπως μας δηλώθηκε. Κατανοητό αυτό. Εκείνη την εποχή λοιπόν το cd με βάση τους νέους τιμοκαταλόγους που μας έστειλαν, παρουσίαζε μια αύξηση μέσα σε πέντε χρόνια 100%. Αρχίζουμε να διαμαρτυρόμαστε σαν σύλλογος πιά. Παίρνω τηλέφωνο τον οικονομικό διευθυντή της ΜΙΝΟΣ και ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος :

- Kύριε τάδε μου (σημ. συντάκτη…που δυστυχώς δεν θυμάμαι το όνομα σου ρε κερατά…) δεν καταλαβαίνετε ότι η συγκεκριμένη οικονομικη πολιτική που ακολουθείτε με τις συνεχόμενες αυξήσεις θα επιφέρει μεγάλο πρόβλημα στην αγορά; Δεν καταλαβαίνετε ότι το συγκεκριμένο προιόν έχει ανάγκη από μια διαφορετική αντιμετώπιση ;

- Και τι θέλετε να κάνουμε. Οταν πέφτουν οι πωλήσεις εμείς αυξάνουμε τις τιμές για να ισοσκελίσουμε τον ισολογισμό της εταιρείας. Σε ένα μήνα είμαστε υποχρεωμένοι να παρουσιάσουμε το ισολογισμό βάσειτων οικονομικών στόχων που μας έβαλαν οι απ’ έξω. ( Οπου οι «απ’ έξω» στην συγκεκριμένη περίπτωση βάζεται τον οικονομικό διευθυντή της EMI στην Αγγλία που μοιράζει τους οικονομικούς στόχους της κάθε χρονιάς στους εδώ διευθυντές των θυγατρικών. Η ΕΜΙ έχει ήδη εξαγοράσει την ΜΙΝΩΣ στην εποχή που αναφέρομαι.)

- Μα είναι λογική αυτή που μου λέτε; Πως εμείς θα δώσουμε στον καταναλωτή ένα cd στην τιμή των 16 και 17 ευρώ ; Δεν καταλαβένεται ότι εμείς τα μαγαζιά θα πληρώσουμε την πολιτική σας και οι καταναλωτές θα γυρίσουν την πλάτη σε όλους μας ;

- Τι να σου κάνω εγώ; Οποιο μαγαζί θέλει ας μην αγοράσει τον Πάριο. Ο καταναλωτής που θέλει να τον αγοράσει, θα τον βρεί στο επόμενο μαγαζί, αλλά και συλογικά να μου πείς ότι δεν θα τον αγοράσετε θα το δώσουμε στα μεγάλα μαγαζιά και στις «αλυσίδες». Εσείς θα χάσετε. Πάριο έχουμε μόνο εμείς, και εμείς καθορίζουμε τις τιμές.

Τέλος διαλόγου. Εκβιασμός είπατε; Εχει και συνέχεια !

Kατα αρχάς να ζητήσω συγνώμη προκαταβολικά, δεν θυμάμαι εάν όλα αυτά έγιναν το 94, το 95, ή το 96. Οπως θα δείτε έχει μικρή σημασία. Τα πρώτα σημάδια λοιπόν της πτώσης στις πωλήσεις ηχογραφημάτων δεν άργησαν να φανούν. Λογικό, εάν σκεφθεί κανείς ότι ακόμη και σήμερα χρειάζεται ενα ημερομίσθιο του βασικού μισθού για να αγοράσει κανείς ένα cd!. Αμέσως μετά από εκείνον τον διάλογο και το τέλος της εορταστικής περιόδου, πραγματοποιούμε γενική συνέλευση σαν σύλλογος και αποφασίζουμε να αντιδράσουμε. Κανονίζουμε να δούμε όσους διευθυντές μπορούμε ξεχωριστά τον καθένα στην αρχή, να επισκεφθούμε το σωματείο των Ελλήνων Τραγουδιστών, να επισκεφθούμε τον τότε υφυπουργό εμπορίου Κ. Χρυσοχοίδη, να διοργανώσουμε μια κεντρική εκδήλωση στο Θέατρο ΠΑΛΛΑΣ για να ενημερώσουμε τον κόσμο για την πολιτική των εταιρειών και τέλος να παραστούμε στην επόμενη συνεδρίαση του I.F.P.I. και να συζητήσουμε τα προβλήματα της μουσικής βιομηχανίας παρουσία όλων των διευθυντών των δισκογραφικών εταιρειών. Και ήρθε η ώρα να μιλήσω με ονόματα. Προσωπικά συμμετέχω σε δύο συναντήσεις στην αρχή. Με τον κ. ΜΙΛΤΟ ΚΑΡΑΤΖΑ τότε διευθυντή της BMG ο οποίος ήταν και ο πρόεδρος του Δ.Σ. του τότε I.F.P.I. και στην συνέχεια με τον κ. ΚΩΣΤΑ ΚΑΠΠΟ ο οποίος ήταν διευθυντής της Ελληνικής MUSIC-BOX που τότε πρόσφατα είχε συγχωνευτεί με την ΛΥΡΑ, μια από τις ιστορικότερες Ελληνικές εταιρείες της μουσικής βιομηχανίας που αποτελούσε το αντίπαλο δέος για τις πολυεθνικές εταιρείες στην εγχώρια μουσική αγορά. Υποσχέσεις και από τους δύο, κυρίως όμως από τον κ. ΚΑΠΠΟ για υποστήριξη των αιτημάτων μας, στο επερχόμενη κρίσιμη συνεδρίαση. Συνάντηση με τον Χρυσοχοίδη και δευσμεσή του ότι θα εξετάσει το αίτημα μας για μείωση του ΦΠΑ στα μουσικά είδη από 18% σε 8%. Αυτομάτως θα είχαμε μια μείωση τιμής της τάξης του 10%. Υποσχόμαστε και εμείς σαν σύλλογος να πιέσουμε τις εταιρείες και τα μέλης μας για περαιτέρω μείωση των τιμών. Συναντάμε εκπροσώπους από τους τραγουδιστές, όπως ΚΩΣΤΑ ΤΟΥΡΝΑ και ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΑΛΑΝΗ. Πλήρης ταύτιση απόψεων, ενώ μας διαβεβαιώνουν ότι και εκείνοι αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα με την μη καταβολή των πνευματικών δικαιωμάτων από τις δουλειές τους, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα λογιστήρια των εταιρειών δεν τους επιτρέπουν να δουν στοιχεία πωλήσεων από τους δίσκους τους !!! Διοργανώνουμε με την υποστήριξη τους, μια καταπληκτική συζήτηση-μουσική εκδήλωση σε ένα ασφυκτικά γεμάτο θέατρο ΠΑΛΛΑΣ που την ονομάζουμε «για την χαμένη “τιμή” του Ελληνικού τραγουδιού». Το μουσικό μέρος της εκδήλωσης απ’ ότι θυμάμαι καλύπτει η ΤΑΝΙΑ ΤΣΑΝΑΚΛΙΔΟΥ και ο ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ. Ενημερώνουμε τον κόσμο για τις ενέργειες μας και για τα προβλήματα της Ελληνικής δισκογραφίας, προσπαθώντας να αναδείξουμε την πολιτιστική διάσταση του προβλήματος και ότι σαν προιόν καλλιτεχνικής έμπνευσης διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα άψυχα εμπορικά προιόντα, απαιτώντας παράλληλα την δραστική μείωση των τιμών έτσι ώστε να είναι εύκολα προσβάσιμο σε κάθε σπίτι και κοινωνική τάξη.

Μετά από όλα αυτά έρχεται η μέρα της κρίσης. Μια πενταμελής επιτροπή του συλλόγου μας, μεταξύ αυτών και εγώ, συμμετέχουμε στην συνεδρίαση του ΔΣ του IFPI. Συμμετέχουν οι κ.κ. ΚΑΡΑΤΖΑΣ, ΚΑΠΠΟΣ, ΙΩΑΝΝΟΥ από την UNIVERSAL και ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ - ο γνωστός μουσικός παραγωγός- τότε διευθυντής της VIRGIN.

Toυς διευθυντές της MINOS - EMI και της SONY δεν τους θυμάμαι. Η ατμόσφαιρα είναι από εχθρική εώς πολεμική. Μας δηλώνουν απερίφραστα, ότι εαν μειωθεί το ΦΠΑ σε 8% την άλλη μέρα θα βγούν όλες οι εταιρείες μαζί και θα ανακοινώσουν νέες αυξήσεις των προιόντων τους της τάξης του 10% !!!. Αρνούνται οποιαδήποτε μείωση τιμών, ενώ θυμάμαι τον κ. ΙΩΑΝΝΟΥ σηκωμένο όρθιο, να φωνάζει και να λέει «δεν θα κάνετε εσείς ότι θέλετε, εμείς θα καθορίσουμε τις τιμές, είναι δικά μας τα προιόντα και όποιος γουστάρει ας αγοράζει». Αυτός ήταν ο ρόλος του σκληρού «μπάτσου». Δείτε τώρα και τον ρόλο του καλού «μπάτσου». Απο τον διευθυντή της ΜΙΝΩΣ ή της SONY (δυστυχώς αυτή την λεπτομέρεια δεν την θυμάμαι καλά…) να μας λέει… «ελάτε ρε παιδιά ας βρούμε μια λύση, αφού έτσι και αλλιώς το σίγουρο είναι ότι τουλάχιστον τα μισά σας μέλη θα ακολουθήσουν την πολιτική μας, με κάποιες “παροχές” επιπλέον που θα τους δώσουμε, ενώ άμεσος στόχος μας είναι να βοηθήσουμε τις μεγάλες λιανικές αλυσίδες του προιόντος μας, να ανοίξουν και άλλα σημεία πώλησης σε μεγάλους δήμους. Είναι κρίμα εσείς να “πεταχτέιτε έξω” από την αγορά». Ωμός εκβιασμός είπατε ;

Οσοι είχαν πεί ότι θα μας υποστηρίξουν είχαν πιεί το αμίλητο νερό, ενώ ακόμα θυμάμαι τον ΓΙΑΝΝΗ ΠΕΤΡΙΔΗ επί τρείς ώρες που κράτησε η κουβέντα, να έχει σκύψει το κεφάλι του, να μην καταφέρνει να αρθρώσει μία λέξη και να μην συμμετέχει καθόλου στην συζήτηση. Προφανώς διαφωνούσε απόλυτα με αυτά που έλεγαν οι συνάδελφοι του, αλλά που θάρρος να διαφωνήσει ανοικτά μαζί τους. Μεγάλη υπόθεση η καρέκλα του Διευθυντή σε δισκογραφική εταιρεία.

Ουτε καταλάβαμε πώς πέρασε ο χρόνος της συνάντησης. Φύγαμε εντελώς απογοητευμένοι από αυτά που ακούσαμε. Μετά από έναν μήνα περίπου, κάναμε γενική συνέλευση στο κτήριο της ΓΕΣΕΒΕ με πάνω από 100 μέλη από όλη την Ελλάδα. Εκεί, σε αυτήν την συνέλευση απλά επικυρώθηκε ο «θάνατος του εμποράκου». Κοινώς «όσο αντέξει ο καθένας μας». Προφανώς είχαν προηγηθεί τηλεφωνήματα από ανθρώπους των εταιρειών σε συγκεκριμένα μαγαζιά, στους πιό «παλιούς» του χώρου και άρχισαν οι τοποθετήσεις του στύλ «έχω οικογένεια να ζήσω, δεν μπορώ στα πενήντα μου να τα βάλω με τις εταιρείες»…«κοιτάχτε να συμβιβάσετε τα πράγματα»….«να πάρουμε τις εκπτώσεις που μας δίνουν»…χωρίς η πλειοψηφία των μελών να έχει την διάθεση να αντιληφθεί ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ένα μικρό ποσοστό έκπτωσης ή μια παράταση πληρωμής κατά ένα μήνα, αλλά γενικότερα πρόβλημα της οικονομικής πολιτικής των εταιρειών και ότι σύντομα θα το βρίσκαμε μπροστά μας. Μια πρόταση που έγινε για την διερεύνηση δυνατοτήτων μήπως σαν σύλλογος φτιάξουμε έναν δικό μας συναιτερισμό στο πλαίσιο της κοινής αγοράς του προιόντος από τις εταιρείες, μαζικά από όλα τα μέλη του συλλόγου, διεκδικώντας έτσι καλύτερες τιμές, αποδοκιμάστηκε εν τη γενέσει του.

Ουσιαστικά από τα τέλη της δεκαετίας του 90 αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Αυτό έρχεται σαν αποτέλεσμα των βραχυπρόθεσμων οικονομικών πολιτικών των δισκογραφικών εταιρειών που ενδιαφέρονται μόνο για άμεσα αποτελέσματα στα «κλεισίματα» των ισολογισμών χωρίς επί της ουσίας να υπάρχει μακροπρόθεσμη πολιτική για την προστασία του προιόντος. Τότε βέβαια ξεκινάει και η τεχνολογική έκρηξη του «κατεβάσματος» μουσικής από το internet, αλλά σας πληροφορώ ότι οι εταιρείες απλά παρακολουθούν χωρίς να μπορούν να επέμβουν στο συγκεκριμένο φαινόμενο. Η αντίδραση τους στην κρίση είναι σπασμωδική. Αρχίζουν να πουλάνε σε εξευτελιστικές τιμές με τον σορό, μουσικά προιόντα σε εφημερίδες και περιοδικά. Οσο η αγορά των cd γονατίζει και τα μικρομεσαία μαγαζία κλείνουν το ένα πίσω από το άλλο, αρχίζουν να αναζητούν νέα σημεία πώλησης. Τα βρίσκουν στα σουπερμάρκετ, χρηματοδοτούν νέες αλυσίδες πολυκαταστημάτων, μοιράζουν αφιδώς τα προιόντα τους στα περίπτερα, αρχίζει η πώληση μουσικών κομματιών σε εταιρείες κινητής τηλεφωνίας. Η πτώση όμως συνεχίζεται. Αρχίζουν οι απολύσεις προσωπικού, περικοπές μισθών, υπερωρίες δεν πληρώνονται πουθενά, μειώνουν τα κόστη της παραγωγής του προιόντος, πνευματικά δικαιώματα μόνο στα «πρώτα» ονόματα αποδίδονται, κλείνουν τις αποθήκες τους στις οποίες δούλευαν εκατοντάδες άνθρωποι, πουλάνε περιουσιακά τους στοιχεία μέχρι και τα αυτοκίνητα διανομής, διαλύουν τα δίκτυα διανομής τους, ξενοικιάζουν γραφεία μετακομίζοντας σε μικρότερα και τέλος συγχωνεύονται μεταξύ τους. Η ζημιά όμως έχει γίνει και είναι ανεπανόρθωτη. Το προιόν έχει ευτελιστεί, έχει χάσει την «μαγεία» του, ενώ οι καλές μουσικές δουλειές είναι πλέον ελάχιστες. Και εδώ αναρωτιέται κανείς : Που πήγαν όλα αυτά τα εκατομμύρια των εκατομμυρίων σε καθαρά κέρδη που την περίοδο 1970-1990 συσώρευσε η Ελληνική μουσική βιομηχανία;

Αλήστου μνήμης, η προσωπική μαρτυρία πρώην διευθυντή Ελληνικου Ρεπερτορίου της ΜΙΝΩΣ να μου λέει ότι «όταν έπεσε η χούντα και μπορούσαμε να ακούμε ελεύθερα ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ, ΜΑΝΟ ΛΟΙΖΟ, ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙ, πήγαμε και ανοίξαμε τις κλειδωμένες αποθήκες της εταιρείας. Χιλιάδες δίσκοι και κασσέτες βρέθηκαν εκεί. Είχαν φτιαχθεί πριν από το πραξικόπημα. Τα καθαρίσαμε και τα πουλήσαμε με τιμές του 75 και του 76 ενώ αυτά είχαν φτιαχθεί δέκα χρόνια πρίν. Μιλάμε για τεράστιο κέρδος. Το πολιτικό τραγούδι μέχρι το 85 μας άφησε τεράστια ποσά». Είπατε κάτι;

Για να σας «φτιάξω» λίγο περισσότερο ακόμα, να σας πώ ότι οι δισκογραφικές πληρώνουν μειωμένη φορολογία. Πώς γίνεται αυτό ; Το κράτος παρέχει το δικαίωμα κάθε χρόνο να φτιάχνεται ένα πρωτόκολο καταστροφής «άχρηστων εμπορευμάτων». Το λεγόμενο stock. Οι εταιρείες λοιπόν καταστρέφουν ότι «σαβούρα» τους έχει μείνει από παλαιότερες αποτυχημένες εμπορικά κυκλοφορίες, και το ποσό που αντιστοιχεί στο κατεστραμένο υλικό, αφαιρείται αμέσως από το ποσό που καλούνται να πληρώσουν κάθε χρόνο στην Εφορία. Καλό;

Την δεκαετία του 60 υπήρχαν καταγεγραμμένα γύρω στα 700 καταστήματα δίσκων σε όλη την Ελλάδα. Αυτήν την στιγμή δεν γνωρίζω εάν έχουν μείνει πάνω από 100 μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε όλη την χώρα. Ακόμα και οι «μεγάλες αλυσίδες» αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας. Οι παλιοί τους σύμμαχοι, τους έχουν εγκαταλείψει. Ομηρικοί καυγάδες ξεσπούν μεταξύ τους, γιατί οι εταιρείες προσπαθούν να πάρουν πίσω τις παροχές που τους έδωσαν, σε εκπτώσεις, παρατάσεις πληρωμών και παρακαταθήκες εμπορευμάτων. Τα Virgin Megastore κλείνουν το ένα μετά το άλλο.

Η λογική της απληστίας του κέρδους κατά την περίοδο της «χρυσής εποχής» της Ελληνικής Δισκογραφίας και οι τακτικές των τελευταίων ετών κατά την περίοδο της κρίσης είχαν τα συγκεκριμένα αποτελέσματα. Με ποιά λογική ένας δίσκος cd του Μάνου Χατζιδάκη - Το χαμόγελο της τζοκόντας ας πούμε - μετά από περίπου σαράντα χρόνια από την αρχική του έκδοση και έχοντας πουλήσει παγκοσμίως πάνω από 3.000.000 αντίτυπα !!!…συνεχίζει να βρίσκεται στην κατηγορία Top Price της ξεφτιλισμένης MINOS-EMI και να πωλείται σήμερα στην τιμή των 17 ευρώ περίπου; Μιλάμε για μια από τις μεγαλύτερες «απάτες» στην ιστορία της βιομηχανίας. Είναι τα αποτελέσματα της αυτορρύθμισης της αγοράς από τα μονοπώλια των δισκογραφικών εταιρειών.

Και οι υπόλοιποι ενδιαφερόμενοι ( καλλιτέχνες - δισκοπώλες ) που είναι ; Πουθενά !!! Ο καθένας στο μαγαζάκι του να περισσώσει ότι μπορεί. Οι μαγαζάτορες να προσπαθούν να ελειχθούν «κατά μόνας», ενώ η πλειοψηφία των καλλιτεχνών να κυνηγάει ένα καλό συμβόλαιο, με καλούς συνθέτες που θα τους δώσει μια πρόσκαιρη επιτυχία ανεβάζοντας έτσι έστω και προσωρινά τα νυχτοκάματα τους στις βραδυνές πίστες. Ολοι τους καταλαβαίνουν ότι είναι αναλώσιμα προιόντα και προσπαθούν να εκμεταλευτούν το γεγονός αυτό, για όσο ακόμα τα φώτα της διασημότητας θα «πέφτουν» επάνω τους. Ακόμα και νέοι καλλιτέχνες, νέα συγκροτήματα δίνουν γή και ύδωρ στις δισκογραφικές για λίγο glamour, λίγη φήμη, λίγη δημοσιότητα. Τα παλιά «βαριά» ονόματα έχουν αποσυρθεί και κάνουν μάλλον περιοδικές εμφανίσεις στην μουσική σκηνή του τόπου. Ετσι και αλλιώς δεν έχουν ανάγκη. Οι ίδιες οι εταιρείες δεν έχουν ανάγκη πιά. Υπάρχει όπως λένε «χρονικός ορίζοντας ανάκαμψης». Και μην σας φαίνεται περίεργο. Στήνουν τα δικά τους μαγαζιά στο internet. Αυτό σημαίνει δραστική μείωση του κόστου παραγωγής, λόγω μη κατασκευής φυσικού προιόντος. Σημαίνει βέβαια περισσότερες απολύσεις και νέα αποικιοκρατικά συμβόλαια προς τους καλλιτέχνες. Αλλά ποιός νοιάζεται ; Μήπως το κράτος ; Αυτό παρακολουθεί απλά την αυτορρύθμιση της αγοράς. Η ιστορία θα επαναλειφθεί. Μοναδική διέξοδος σε όλα αυτά φαντάζει να είναι η διακίνηση του μουσικού προιόντος από τους ίδιους τους δημιουργούς του στο internet. Χωρίς μεσάζοντες, χωρίς νταβάδες στην έμπνευση και στην δημιουργία. Για τον καταναλωτή καλό θα ήταν να στηρίξει τέτοιες προσπάθειες και κυρίως να στηρίξει μικρά επιλεγμένα δισκοπωλεία που έχουν εξειδίκευση στο ρεπερτόριο τους, σε ποιοτική μουσική από τον Ελληνικό και διεθνή χώρο. Για τους υπόλοιπους κατεβάστε άφοβα ότι θέλετε από το internet, χωρίς να δίνεται σημασία στο ηλίθιο σλόγκαν «η πειρατεία σκοτώνει την μουσική». Οι εταιρείες την δολοφόνησαν πολύ πριν εμφανισθεί η «πειρατεία».

To άρθρο όπως εμφανίζεται στο blog Ακυβέρνητες Πολιτείες.

- Το Pirate Bay στο σκαμνί
- Ο φοιτητής Joel Tenenbaum διώκεται για παράνομο κατέβασμα 7 τραγουδιών, με την RIAA να ζητάει $1Μ: Joel Fights Back
- Στο μεταξύ, οι δισκογραφικές για τις οποίες τόσα ωραία μαθαίνουμε προσπαθούν ακόμα να κατανοήσουν τι συμβαίνει. Καααλά κρασιά.

Radiohead - "Down Is the New Up" (solo, live, acoustic From The Basement, 2006)

2.5.09

Some Questions #8: Clinic!

Μέχρι τώρα, σε κάθε Some Questions κάναμε μια μικρή εισαγωγή στον καλλιτέχνη που ανακρίναμε. Αυτή τη φορά όμως απλά δε χρειάζονται συστάσεις. Οι Clinic, ένα γκρουπ χρόνια στο κουρμπέτι, με εξαιρετικούς δίσκους στο ενεργητικό του, που είχαμε δει live στη χώρα μας όταν άνοιξαν τις τρεις συναυλίες των Radiohead το 2000 (κι ακόμα περιμένουμε να ξανάρθουν, μόνοι τους αυτή τη φορά) είναι οι σημερινοί μας καλεσμένοι. Με χαρά και μια μικρή δόση υπερηφάνειας λοιπόν σας παραδίδουμε τον Ade "The Magician" Blackburn (άσχετο, αλλά ο mr.grieves από δίπλα μόλις άκουσε Blackburn αναφώνησε «σας παρακαλούμε αφήστε μας τον Matt τον Derbyshire άλλον ένα χρόνο!») και τις απαντήσεις του!

Could you please tell us...

1. Three albums you’d take along on a desert island?

Pharoah Sanders - Karma
Jimmy Webb - Archive
Kim Fowley - Outrageous

2. A song you wish you’d written?

"McArthur Park" (Jimmy Webb)

3. Your Sunday morning song?

"Here Comes the Sun" (The Beatles)

4. Your favourite b-side?

"Rudolph the Red Nosed Reggae" (Paul McCartney)

5. Your favourite Beatles song?

"For The Benefit of Mr Kite"

6. A musician/band you think is criminally underrated?

Tim Hardin

7. Your favourite place for writing music?

The bathroom

8. What your music-related plans are for the next 12 months?

We're recording two new albums. Οne is a commercial album and the second one is along the lines of the faust tapes.

9. What you wish to do once you retire from music?

Political journalist or possibly gardener.

10. A stylistic choice you’ve made and are now ashamed of?

A lot should have been better but generally mistakes are worth making, so i'm not ashamed of anything.

11. Which role you would like to have played if you were an actor?

Benoit, Man Bites Dog.

12. A recurring childhood dream of yours?

Pure evil just out of view but definitely there.

13. If you are superstitious?

Yes but not black cats.

14. A sentence containing the words ”some” and ”beans”?

Some of my best friends are beans.

"Thanks Ranya and Nick, entertaining questions."

Clinic - "For The Wars" (Walking With Thee)

1.5.09

Radio Beans #10

Δέκα! Αν λείψαμε από κανέναν ως ραδιοπαραγωγοί, voila, είμαστε πίσω. Πήραμε ένα ρεπό για να ανασυνταχθούμε και επειδή δε μας έφτανε, πήραμε κι άλλη μισή εβδομάδα. Κι όλα αυτά για τη δεύτερη συνέχεια του αφιερώματος στα αγαπημένα μας παιδικά cartoons. Όσοι αγαπημένοι ήρωες δε χώρεσαν στο πρώτο μέρος, πριν από τρεις εκπομπές, παρελαύνουν αυτή τη φορά από τα ραδιοκύματα που καταλαμβάνουμε γι'αυτή τη μια ώρα. Κι εμείς αρκούμαστε στο να τους συνοδεύουμε με - λίγο ή πολύ, ή λιγότερο - σχετικά μ'αυτούς τραγούδια στο δρόμο τους προς το Hall of Fame.

Αυτό το Σαββατοκύριακο δεν θα έχει κι άλλη εκπομπή, αλλά το επόμενο θα είναι κατά κάποιο τρόπο εορταστικό. So stay tuned. Α, και καλό μήνα! ;-)

Radio Beans 10

Tracklisting:
Orbital - "The Box"
Her Space Holiday - "Two Tin Cans and a Length of String"
Billie Holiday - "Strange Fruit"
The Antlers - "Bear"
Dungen - "Panda"
The Coasters - "Three Cool Cats"
Blonde Redhead - "Magic Mountain"
My Brightest Diamond - "Magic Rabbit"
New York Dolls - "Bad Detective"
Modest Mouse - "Florida"
The Cramps - "Primitive"
Joni Mitchell - "Blue"
 
Clicky Web Analytics