9.5.09

The words are coming out all weird

Ήταν μια λαμπερή μέρα, όπως και σήμερα. Απλά Πέμπτη, καθημερινή αντί για Σάββατο. Σημειωτέον ότι τότε τα Σάββατα ήταν απλά "οι μέρες που δεν κοπροσκύλιαζες ήσουν με τα φιλαράκια όλη μέρα, μέσα κι έξω από τη σχολή" και σε καμία περίπτωση δεν είχαν την ιερή υπόσταση που παίρνουν στο μυαλό οποιουδήποτε έχει δουλέψει έστω και μια βδομάδα. Ούτε ήταν ότι το Σάββατο έβγαινες με την παρέα, αφού ήσασταν για καφέ περίπου κάθε μέρα. Τέλος πάντων, ξεφεύγω, αλλά ήθελα απλά να τονίσω ότι τότε οι καθημερινές ήταν οι μέρες που περνάγαμε καλύτερα.

Μια λαμπερή, ηλιόλουστη Πέμπτη λοιπόν ήταν η 9η Μαΐου του 1996. Ακολουθώντας τη συνηθισμένη μου διαδικασία, ξεκίνησα από το σπίτι στον Πειραιά, ροβόλησα την πηγμένη Σαχτούρη και έφτασα στου Βρυώνη, απ'όπου πήρα το 040, το περίφημο "πράσινο", που τότε ήταν ήδη πλέον "μπλε", αλλά που για όλους εμάς τους λάτρεις των τρελών αμορτισέρ των κυπαρισσί λεωφορείων του Σαρακάκη που έκαναν την άνοδο της Αγ. Πάντων στην Καλλιθέα να μοιάζει με τρενάκι λούνα-παρκ θα παραμείνει πάντα "το πράσινο". Έφτασα στο Σύνταγμα και άρχισα ν'ανηφορίζω τη Σταδίου, έκοψα μέσα από την πλατεία Κοραή και συνέχισα στην Πανεπιστημίου. Αυτή ήταν η συνηθισμένη διαδρομή για τις μέρες που είχε ωραίο καιρό για περπάτημα (και που δεν πολυγούσταρα να πάρω τον ηλεκτρικό) και συνήθως έστριβα μέσα από τους πεζοδρόμους κι έβγαινα στην Κάνιγγος, αλλά εκείνη τη μέρα είχα έναν ενδιάμεσο σταθμό: το Metropolis.

Συνήθης προορισμός σαν τελευταία στάση πριν τη σχολή, αλλά ειδικά εκείνη την Πέμπτη είχα πάει με ειδική αποστολή και δεν είχα διάθεση να χαζέψω. Προσπέρασα, χωρίς καν να τις κοιτάξω, τις νέες κυκλοφορίες και ανέβηκα σχεδόν τρέχοντας στο δεύτερο όροφο. Πήγα στη μεριά της new rock και βρήκα στα γρήγορα το "R", όπου βρήκα σχεδόν αμέσως το CD που έψαχνα. Το κοίταξα για λίγο μπρος-πίσω, είδα την τιμή - 4.300δρχ - και το πήρα αποφασιστικά στο χέρι μου: είχε φτάσει τελικά η ώρα που θα το αγόραζα. Πριν φύγω, όμως, έψαξα να βρω και κάτι άλλο, κάτι πιο παλιοροκάδικο, ίσα ίσα για να μη μου πρήξουνε τα συκώτια οι πιο παραδοσιακοί φίλοι μου από των οποίων την "επιτροπή" θα περνούσαν τα νέα μου αποκτήματα. Είχε το Backtrackin', μια συλλογή του Eric Clapton, με 5.250, οπότε θεώρησα ότι ήταν καλή τιμή για διπλό CD και πήρα κι αυτό. Κατέβηκα στο ταμείο, πλήρωσα κι έφυγα σφαίρα για το ΕΜΠ.

Το κτίριο Αβέρωφ με υποδέχθηκε με τους γνωστούς χαλαρούς ρυθμούς που πάντα είχε αρχές Μαΐου. Το ένα τρίτο του 4ου εξαμήνου της Αρχιτεκτονικής ήταν αραχτό στο αίθριο κι έφτιαχνε μακέτες για την απογευματινή Σύνθεση ή απλά χάζευε. Το άλλο τρίτο παρακολουθούσε Ιστορία Τέχνης. Το τρίτο τρίτο ήταν διασκορπισμένο σε διάφορα σημεία της ευρύτερης περιοχής των Εξαρχείων, απολαμβάνοντας τον υπέροχο καιρό και το εξαιρετικό timing του να είσαι μακριά μεν από τις πρώτες παραδόσεις, που είναι πάντα πιο σημαντικό να παρακολουθείς, αλλά και μακριά ακόμα από την εξεταστική. Όπερ σημαίνει, το τέλειο timing για καφέ. Πληροφορήθηκα ότι η δική μου παρέα είχε προσχωρήσει στο τρίτο τρίτο και τη βρήκα λίγο αργότερα, κάπως ελλειπή, στο καφέ του Μουσείου.

"Ωωωω, για να δούμε, τί πήρες;" ήταν οι πρώτες κουβέντες που υποδέχθηκαν την άφιξη της σακουλίτσας του Metropolis συνοδευόμενης από μένα. Ο πιο κλασικοθρεμμένος απ'αυτούς είχε ήδη αρπάξει τη σακούλα πριν καν κάτσω. Έβγαλε τα CD ένα-ένα. Πρώτα το "καινούριο". "Πφφφφ, κακή αντιγραφή των Nirvana που έτσι κι αλλοιώς είναι χάλια, τι πας και παίρνεις...". Παρέδωσε το απορριπτέο δείγμα στον διπλανό, ο οποίος από τη μεριά του αναφώνησε "Α, το πήρες τελικά! Το'πες και το΄κανες". Ο πρώτος ήδη περιεργαζόταν το CD του Clapton, επιδοκιμάζοντας αυτή τη φορά. Τα ξαναμάζεψα μέσα στη σακούλα, την οποία είχα από κοντά όλη την υπόλοιπη μέρα.

Αργά το απόγευμα, γύρισα σπίτι. Είχαμε κάμποση ώρα μέχρι να φάμε, οπότε έβγαλα τα νέα μου CD από τη σακούλα τους και τα ξετύλιξα. Έβαλα στο player πρώτα τον Clapton, και άκουσα κάνα-δυο φορές το "Layla" και το "Sunshine of Your Love". Αλλά το έβγαλα αμέσως μετά. Το θέμα της ημέρας δεν ήταν ο Clapton. Ήταν το άλλο.

Το περιεργάστηκα στα πολύ πεταχτά, πιο πολύ γιατί μου τράβηξε την προσοχή το μωβ μπαλάκι που υπήρχε πάνω στο CD. Και το υπόλοιπο artwork ήταν περίεργο. Οι φωτογραφίες έμοιαζαν πρόχειρες και ήταν σίγουρα παραμορφωμένες. Το έβαλα μέσα στο player και προχώρησα κατευθείαν στο δωδέκατο και τελευταίο τραγούδι. Επιτέλους!!! Τόσο καιρό το έψαχνα, και ήταν πια δικό μου. Το άκουσα δυο φορές. Μετά έβαλα το άλμπουμ από την αρχή. Σαρανταοχτώ λεπτά και τριανταεννιά δευτερόλεπτα αργότερα, απλά δεν ήμουν πια ο ίδιος άνθρωπος.

Αρκετές φορές στη διάρκεια της ακρόασης έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται, και μετά το τέλος της το είπα σχεδόν φωναχτά, παρ'όλο που δεν υπήρχε κανείς να μου απαντήσει παρά μόνο οι τοίχοι του δωματίου: "ΠΟΥ στην ευχή ήταν κρυμμένοι αυτοί οι τύποι τόσο καιρό; Πού ήταν κρυμμένη αυτή η μουσική τόσο καιρό;" Μετά θυμήθηκα ότι είχα δει το εξώφυλλο αρκετό καιρό πριν στο Metropolis και στο Happening, και μου'χε κάνει εντύπωση. Κανείς και τίποτα δεν ήταν κρυμμένο, απλά εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι. "Ή μάλλον καλύτερα που ήμουν ΕΓΩ τόσο καιρό;"

Καλή ερώτηση. Έχοντας ακούσει ό,τι ήταν δυνατόν από ελληνική μουσική, γύρω στο 1993-94 ανακάλυψα με τεράστια καθυστέρηση ότι έξω από τα σύνορα συνέβαιναν πιο ωραία πράγματα. Αλλά κι από αυτά, είχα επαφή μόνο με την επιφάνεια. Είχα λιώσει το Nevermind, και γενικά μπορούσα να πω ότι οι Νirvana μου άρεσαν πολύ. Οι Offspring επίσης. Είχα ακουσει απ'έξω απ'έξω λίγο Suede ή Blur. Αλλά τίποτα που να με είχε συνεπάρει. Ούτε για τους Nirvana δε μπορούσα να το πω αυτό. Τίποτα από αυτά δεν το αισθανόμουν "δικό μου".

Μετά μπήκα στη σχολή και ήρθε η αναπόφευκτη hard rock/metal φάση του κάθε Έλληνα φοιτητή προηγούμενων δεκαετιών που σέβόταν τον εαυτό του και το φοιτητιλίκι του. Μακριές μαύρες φούστες, αρβυλάκια και Rainbow ή Uriah Heep πήγαιναν μαζί. Ναι, ξέρω, έχω ήδη κοκκινίσει αλλά δεν ωφελεί να κρυβόμαστε οι ένοχοι. Την πέρασα και αυτήν, ίσως και λίγο παραπανίσια, κάνα χρόνο κράτησε. Αλλά στις αρχές του '96 είχα βαρεθεί τα πάντα. Θυμάμαι τον εαυτό μου σ'ένα πάρτι κάποιου γνωστού μιας γνωστής μιας φίλης κάπου στη Νίκαια, σ'ένα παλιό σπίτι χωρίς καθόλου έπιπλα αλλά γεμάτο κόσμο, να περιφέρομαι με ένα πλαστικό ποτήρι γεμάτο βότκα λεμόνι ακούγοντας το "Somebody Put Something In My Drink" και να σκέφτομαι τι είναι τέλος πάντων αυτό που με εκφράζει κι αν έχει υπάρξει ποτέ κάτι το οποίο να νιώσω ότι μπορώ να υποστηρίξω, κάτι για το οποίο να παθιαστώ. Σχεδόν όλα όσα άκουγα, διάβαζα, πίστευα μου φαίνονταν δανεισμένα και ένιωθα να κατευθύνομαι προς μια ζωή λίγο generic. Συνηθισμένη, και χωρίς έντονους χρωματισμούς, σαν πολυκατοικία με χρωματάκια παλ άσπρο-κιτρινάκι, για να μην ενοχλεί. Προκάτ. Πράγμα που δε μου άρεσε. Αλλά δεν μπορούσα παρά να συνεχίσω προς τα εκεί, και ό,τι καθόταν. Μέχρι κάποιος ή κάτι να εμφανιζόταν για να με τραβήξει έξω, να με βγάλει από την πορεία.

Η αρχή έγινε με ένα τραγούδι. Το "Street Spirit" μπορεί να είχε ήπιο τρόπο και τόνο έκφρασης, αλλά αυτό ακριβώς ήταν που το έκανε να εισβάλλει στο μικρόκοσμό μου τόσο εντυπωσιακά. Σε μια ραδιοφωνική μπάντα γεμάτη από macho κιθάρες έμοιαζε με όαση γαλήνης. Αλλά όχι γαλήνης σε στυλ easy listening. Ούτε γαλήνης σαν τις μπαλάντες των '70s, με τις οποίες τόσο μα τόσο άστοχα το παρομοίασε κάποτε ο Νίκος Μποζινάκης (Μα "το 'Dust in the Wind' των '90s";;!; Μα έλεος...). Δεν ήταν μια γαλήνη άδεια, απλά κάτι απαλό για τ'αυτιά. Είχε κάτι εκεί μέσα, κάτι πολύ έντονο, κάτι το οποίο έκαιγε παρά την ηρεμία στην επιφάνεια.

Όπως και να'χε το θέμα, την πρωτη φορά που το άκουσα έπαθα σοκ. Έψαξα, και τελικά με βοήθησε το MTV. Βρήκα από ποιους είχε γραφτεί αυτό το θεσπέσιο πράγμα. Ήταν οι ίδιοι που κάποια φορά, το φθινόπωρο του '94, με είχε φωνάξει η μάνα μου να δω νομίζοντας ότι ήταν οι Nirvana (επειδή ο τραγουδιστής ήτανε ξανθός), κι εγώ είχα κολλήσει παρ'όλο που προφανώς δεν ήταν. Εκείνο το τραγούδι πάλι λεγόταν "My Iron Lung". Ήταν και τα δυο στον ίδιο δίσκο. Έπρεπε να τον πάρω. Αλλά τότε δε ρίσκαρα και πολύ. Κι αν δε μου άρεσαν τα υπόλοιπα; Τότε, το Μάιο, άνοιξε το Virgin της Σταδίου. Και είχε κάτι που δεν είχα δει σε κανένα άλλο ελληνικό δισκάδικο: listening posts! Μπαίνοντας μέσα για να ρίξω μια πρώτη ματιά στο μαγαζί, στο πρώτο listening post είδα το χαρακτηριστικό εξώφυλλο του The Bends. Να η ευκαιρία! Διάλεξα στην τύχη ένα από τα άλλα τραγούδια για ν'ακούσω, κι αν μ'αρεσε κι αυτό θα έπαιρνα το δίσκο. Έριξα μια ματιά στους τίτλους. Χμμ... "Black Star". Αυτό ήταν το εκλεκτό. Στην τύχη.

Ένας κατακλυσμός από μελωδικές κιθάρες γέμισε το ακουστικό μου πεδίο. Γλυκές, σχεδόν μελένιες. Το ρεφραίν είχε μια επική, χορταστική μελωδία. "Ε, αν είναι όλα τόσο καλά..." Πείστηκα. Κι έτσι φτάσαμε στην Πέμπτη εκείνη (καλό το Virgin με τα ακουστικά του αλλά το είχε ένα χιλιάρικο ακριβότερα).

Την πρώτη ακρόαση που με άφησε τόσο, μα τόσο μαλάκα ακολούθησαν και άλλες, το ίδιο βράδυ. Ήταν μουσική που έμοιαζε σαν να την περίμενα χρόνια, και τελικά ήρθε, ακριβώς όπως την είχα παραγγείλει. Ήμουν 19 χρονών και μισό, και ήταν η πρώτη φορά που το ένιωθα αυτό. Αργά, ίσως. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά, υποθέτω, για κάτι τέτοιο.

Οι μελωδίες ήταν φοβερές. Όλες. Κανένα τραγούδι δεν έμοιαζε με το προηγούμενο. Ούτε και με το επόμενο. Ήταν ορμητικά και ήρεμα, τραχιά και γλυκά ακριβώς στις σωστές δόσεις και στα σωστά σημεία. Ο ήχος ήταν γεμάτος, τίγκα στα μικροπραγματάκια εδώ κι εκεί. Αλλά κυρίως γεμάτος από κιθάρες, σε άπειρες πιθανές και απίθανες μορφές. Κιθάρες ψητές, τηγανητές, βραστές, στον ατμό. Κιθάρες-μπουρμπουλήθρες, κιθάρες-Black & Decker, κιθάρες-κουδούνια, κιθάρες-ρυάκια, κιθάρες-αεροπλάνα. Τα πάντα όλα.

Και μετά, ή μάλλον και πριν απ'όλα, ήταν ένας τύπος που τραγουδούσε όπως δεν είχα εγώ τουλάχιστον ξανακούσει κανέναν να τραγουδάει, και που είχε απλά Την Πιο Όμορφη Φωνή Που Είχα Ακούσει Ποτέ. Evah. Αλλά το κυριότερο ήταν ότι δεν έδειχνε να τον πολυνοιάζει αυτό. Δηλαδή σ'ένα κομμάτι απλά την άφηνε να κυλήσει, με μια σχεδόν ανυπόφορη γλύκα και ομορφιά, αλλά στο επόμενο σχεδόν τον έβλεπες μπροστά σου να χτυπιέται μαζί με την υπόλοιπη μπάντα αδιαφορώντας για τον αν ο ακροατής ψάχνει αυτόν τον πανέμορφο ήχο που άκουγε πριν και αναρωτιέται που να πήγε. Η συναισθησία μου είχε χτυπήσει κόκκινο με την πάρτη της. Στο "High & Dry" ο προτζέκτορας του μυαλού μου μού έδειχνε ξανθιά μπύρα και κεχριμπάρι. Στο "Fake Plastic Trees" μου έδειχνε έναν καταγάλανο ουρανό, στον οποίο η κιθάρα του βασικού κιθαρίστα άφηνε άσπρες συννεφένιες γραμμές σα μακρινό μετεωρολογικό αεροπλάνο. Η ίδια συναισθησία π.χ. όποτε ακούει τη φωνή του Michael Stipe, από οποιαδήποτε εποχή, μου δείχνει πάντα χαλκό. Και μόνο.

Στη δεύτερη ακρόαση έβγαλα το βιβλιαράκι με τους στίχους και άρχισα να τους παρακολουθώ. Πριν απ'αυτούς, το μάτι μου έπεσε στα αδέξια σκιτσάκια και μετά στα ονόματα. Πρώτη φορά έβλεπα το όνομα Thom. Μα γιατί γράφει έτσι τ'όνομά του αυτός; Χμμ. Ή ήθελε να (πιστεύει ότι) ξεχωρίζει ή απλά ήξερε ότι ξεχωρίζει. Ενδιαφέρον πάντως. Το σημείωσα, και προχώρησα στην ανάγνωση των στίχων. Διάολε. Σε μένα απευθύνονταν. Λέξη προς λέξη.

Σα να μην έφταναν όλα αυτά, οι τύποι φαίνονταν να έχουν φτιάξει αυτό το πράγμα χα-λα-ρά. Η πραγματικότητα δεν ήταν ακριβώς έτσι, όπως θα μάθαινα από τις συνεντεύξεις, αλλά η εντύπωση που έδιναν σε μένα ήταν ότι έπαιζαν σε ένα 50-60% των δυνατοτήτων τους και ότι είχαν πολύ παραπάνω να πάνε. Ανέβηκα στο τρένο τους με ενθουσιασμό: είχε έρθει η στιγμή και το κάτι που θα εκτροχίαζε το δικό μου τρένο από την προδιαγεγραμένη του πορεία. Είχε καταφτάσει Αυτό.

Ήταν θέμα χρόνου: την ίδια εβδομάδα άρχισα να αγοράζω ελληνικά και κυρίως ξένα μουσικά περιοδικά - το N.M.E. και το Melody Maker έγιναν σύντομα εβδομαδιαίοι σύντροφοι και κάθε Παρασκευή βράδυ ή Σάββατο πρωί ο περιπτεράς στο Δημοτικό γινόταν πλουσιότερος. Select, Q, Vox, Mojo, Spin, Magnet και φυσικά το Ποπ & Ροκ, τότε στα καλύτερά του, ξεφυλλίζονταν αχόρταγα με τα αντανακλαστικά σε τρελή εγρήγορση μήπως με τσακώσει στα πράσα ο περιπτεράς, και αρκετές φορές αγοράζονταν για να ξεφυλλιστούν πολύ πιο ενδελεχώς στο σπίτι. Άφησα όλους τους άλλους σταθμούς κατά μέρος και άρχισα ν'ακούω ολημερίς Ρόδον. Ένιωθα ότι είχα βρει κάτι σα λιμάνι, σαν προορισμό. Η μουσική απέκτησε κυρίαρχο ρόλο στην καθημερινότητά μου, και στην επέλασή της, που σάρωσε τα πάντα μέσα και έξω μου, οι Radiohead ήταν μεν στρατηλάτες αλλά όχι μόνοι. Ήμουν σαν πιτσιρίκι που κάποιος του άνοιξε κρυφά την πόρτα του ζαχαροπλαστείου: άρχισα να δοκιμάζω και ν'ακούω όλο και περισσότερα πράγματα. Μέχρι το τέλος της χρονιάς άκουγα π.χ. Screaming Trees, Pulp και Orbital. Είχα αγοράσει τα τριπλάσια CD απ'ότι είχα ως τότε. Και συνέχιζα.

Κι όσο άκουγα όλα τα άλλα, τόσο περισσότερο εκτιμούσα και λάτρευα αυτό που είχε πατήσει το μαγικό διακόπτη. Έψαχνα με μανία κάθε άρθρο, νέο ή συνέντευξη, αγόρασα ό,τι είχαν κυκλοφορήσει ως τότε, συν το φοβερό Live @ the Astoria σε βίντεο, και συνέχιζα ν'ακούω το The Bends με εξαντλητικούς ρυθμούς - αλλά κάθε φορά μου φαινόταν και καλύτερο. Κάποιοι κριτικοί ανέφεραν συχνά λέξεις όπως "αυτολύπηση" παρέα με το δίσκο, αλλά εγώ δεν το έβλεπα αυτό πουθενά. Το αντίθετο μάλλον. Ήταν το έναυσμα για να αποδεχτώ τον εαυτό μου ακριβώς όπως ήταν, και να καταλάβω επιτέλους που στην ευχή βρισκόμουν και τι θέση είχα στο γενικό χάρτη. Οι προτεραιότητές μου είχαν αλλάξει εντελώς σειρά, η αισθητική μου επίσης, και το κατά πόσο κόλλαγα με το περιβάλλον δε μ'ενδιέφερε πλέον καθόλου.

Άρχιζα να πρήζω γονείς και φίλους, και απορούσα για ποιον ακριβώς λόγο οι δημιουργοί μιας τέτοιας δισκάρας δεν ήταν ήδη household name τη στιγμή που κάτι ατομάκια σαν τους Οasis απολάμβαναν δόξες και τιμές πρωθυπουργού κράτους στην Αγγλία. Α, και επίσης γιατί οι Έλληνες διοργανωτές συναυλιών δεν τους έφερναν στη χώρα μας πριν να γίνουν απλησίαστα ακριβοί. Κι όλα αυτά, περιμένοντας τον επόμενο δίσκο τους με τον οποίο ήμουν σίγουρη ότι θα κατακτούσαν τους πάντες και τα πάντα. Ο δίσκος αυτός ήταν φυσικά το OK Computer. Που είναι τα στοιχηματικά γραφεία όταν τα χρειάζεσαι, οέο;

Έχουν περάσει από εκείνη τη μέρα 13 χρόνια, και μέχρι χτες η ίδια κόπια του The Bends αναπαυόταν, χιλιογρατζουνισμένη και ταλαιπωρημένη, στην κούτα που βρίσκονται και όλοι οι συγγενείς της - τα υπόλοιπα 23 CDs των Radiohead, συν bootlegs και άλλα σχετικά μικροπραγματάκια. Σήμερα όμως την ξύπνησα από τη χειμερία νάρκη της, και την πήρα μαζί μου για μια διαδρομή που έπρεπε να κάνω με το αυτοκίνητο. Παρατήρησα ότι είναι τρομερός δίσκος για να οδηγείς, με κίνδυνο σε κάποια σημεία να παρασυρθείς σε πολύ νευρική οδήγηση. Πρόσεξα πως τα παμπάλαια ηχεία του αυτοκινήτου δεν μπορούσαν να αποδώσουν την τέλεια διαφάνεια του falsetto του Thom στο "High & Dry". Πρόσεξα την jazzy υφή που έχουν κάποιες από τις κιθάρες του Jonny γύρω στο δίλεπτο του "Just". Και συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να "κρίνω" αυτόν το δίσκο. Κάθε στιγμή του μοιάζει να έχει χαραχτεί πάνω στο DNA μου και να μεγαλώνει μαζί μου. Έτσι, ήρεμος και χαμογελαστός, ο 32άρης εαυτός μου συνάντησε τον 19άρη και τραγούδησαν μαζί, έξω φωνή, το ρεφραίν του "The Bends" κοπανώντας το τιμόνι καθώς το αμάξι έβγαινε στην ευθεία του Φαλήρου και έβαζα για πρώτη φορά πέμπτη. Κάπου ψηλά, στον καταγάλανο ουρανό, ένα μετεωρολογικό αεροπλάνο άφηνε παχιές συννεφένιες γραμμές πίσω του βουίζοντας χαρούμενα...

2 σχόλια:

pagan είπε...

Πολύ όμορφη και τρυφερή η προσωπική εξομολόγησή σου για την τελευταία μεγάλη μπάντα στην ιστορία της μουσικής...

Υ.Γ. Αν έχεις αγαπήσει το street spirit (fade out) προσπάθησε να βρείς και να ακούσεις το You're a very lovely woman απο το ένα και μοναδικό άλμπουμ των Merry-Go-Round (1967, A&M)...

Δε ξέρω για πιο λόγο τα έχω συνδέσει αυτά τα κομμάτια μαζί(σίγουρα όχι επειδή οι εισαγωγές τους ταυτίζονται στο μέγιστο βαθμό όπως και η γενικότερη ατμόσφαιρα που αποπνέουν)

Υ.Γ.2 Ωστέ εσύ ήσουνα τελικά εχτές στη Φαλήρου με πέμπτη ταχύτητα...:p
Να το έχω στα υπόψη μου άλλη φορά όταν με διαπερνούν ραδιοκεφαλικά κύματα να κάθομαι στη δεξιά λωρίδα...:p

uptight είπε...

Χαίρομαι τόσο πολύ να λέω αυτήν την ιστορία που ούτε κατάλαβα πότε έγραψα τέτοιο κατεβατό. Κι επιτέλους τα έχω όλα καταγεγραμμένα και σε μια σειρά, πράγμα που καιρό ήθελα να κάνω. Χαίρομαι ακόμα περισσότερο αν κάποιος το διαβάσει και νιώσει ότι έχει βρεθεί κάπου εκεί κοντά. ;-)

Το τραγούδι που λες το βρήκα πάντως, πάρα πολύ όμορφο! Μου θυμίζει περισσότερο πιο μελωδικούς Love και κάτι από το Paris 1919 του John Cale πάντως...

 
Clicky Web Analytics