29.10.09

Down on the floor/ Got a closer look at hell/ You see, somebody pushed me/ I just pretended that I fell

«Γιατί δεν πρέπει να πετάτε την μουσική που δεν σας αρέσει με την πρώτη ακρόαση». Ή αλλιώς «πώς ο mr.grieves ανακάλυψε ότι το The Ideal Crash των dEUS είναι ένα καταπληκτικό άλμπουμ, από αυτά που τράβηξαν την κουρτίνα στη, γεμάτη καλή μουσική, σκηνή του '90s rock».

Όπως μου έλεγε κάποιος πρόσφατα, «το alternative rock στην Ελλάδα έχει πεθάνει». Κανονικά δε μου αρέσουν αυτοί οι μεγαλόσχημοι αφορισμοί, αλλά θα συμφωνούσα, με μια μικρή παραλλαγή. «Το alternative rock στην Ελλάδα είναι σε χειμερία νάρκη.»

Δεν υπάρχει ραδιοφωνικός σταθμός στην Αθήνα που να αξίζει τον κόπο και το τέντωμα του αυτιού μας. Ο Rock FM έχει καταλήξει στον πάτο ενός θλιβερό βαρελιού και στην κόλαση των playlists ενώ ο Red δεν υπήρξε ποτέ αρκετά εναλλακτικός και συνεπής. Πόσο μάλλον τώρα που και αυτός έχει προσλάβει εργολαβία τον κύριο Media Player και τις θαυματουργές του playlists απευθείας συνδεδεμένες με τις επιθυμίες των δισκογραφικών. Ο Ρόδον έκλεισε εδώ και 12 χρόνια, οπότε η μόνη πηγή καλής μουσικής στην Ελλάδα είναι ο Ρόδον των Σερρών. (είχα υποσχεθεί να μην αναφέρω αυτή την περιοχή της Ελλάδας για λίγο καιρό. Άλλη μια θυσία για τους αναγνώστες μας).

Στις συνειδήσεις μας οι dEUS έχουν συνδεθεί με αυτές τις εποχές και κατά συνέπεια με αυτούς τους σταθμούς. Τα καλοκαίρια με τα ξεβαμμένα παντελόνια μπροστά στο κανάλι του Seven και τη μουσική εκπομπή του "Πλυντήριο" έχουν ανέβει για τα καλά στο πατάρι. Βάλτε σε όλα αυτά τις επιταγές της μόδας που επιβάλλουν επιστροφή στις 80’ς μουσικές ρίζες συν το ότι αρκετά από τα αγαπημένα '90s συγκροτήματα βρίσκονται σε ποιοτική πτώση ή έχουν διαλυθεί πλέον και η εικόνα ολοκληρώνεται.

Οι dEUS, λοιπόν, είναι μια απο αυτές τις μπάντες που η δεκαετία μας φαίνεται να τους προβληματίζει. Μετά από μια ξεκούραση 4 χρόνων τη στιγμή που βρίσκονταν στα ντουζένια τους, το Pocket Revolution έριξε λίγο τον πήχη των προσδοκιών ενώ το περυσινό Vantage Point πήγε αδίκως άπατο (όχι στο Βέλγιο βεβαίως όπου λατρεύονται σαν θεοί) αν και είχε δύο σπουδαίες συμμετοχές - του Guy Garvey στο "Vanishing of Maria Schneider" και της Karin Dreijer στο "Slow".

Το μεγάλο διάλειμμα που έκανε η μπάντα φαίνεται ότι την έχει αποσυντονίσει, κάτι που είναι λογικό μιας και το κάθε μέλος είχε τις δικές του ασχολίες που πολλές φορές δεν συνέπιπταν με της μπάντας. Για παράδειγμα, ο τραγουδιστής και συνθέτης Tom Barman ασχολείται και με τη σκηνοθεσία έχοντας ήδη φτιάξει μια αξιοπρεπέστατη ταινία με τίτλο Any Way the Wind Blows, ενώ τα περισσότερα τωρινά ή πρώην μέλη συμμετέχουν και σε άλλες βελγικές indie rock μπάντες που ανθούν στην πανέμορφη Αντβέρπη.

Πριν λοιπόν μπούμε στη δεκαετία μας, οι dEUS έφεραν στο προσκήνιο τη Βέλγικη μουσική σκηνή, 4-5 χαρακτηριστικά '90s χιτάκια και φυσικά έναν ολόκληρο απίθανο δίσκο που μπαίνει επάξια στις πιο περήφανες στιγμές της δισκοθήκης μας μαζί με δύο ακόμα πολύ καλούς.

Το The Ideal Crash του 1999 είναι ο τρίτος δίσκος των dEUS, ο οποίος ηχογραφήθηκε στην Ισπανία υπό τη σκέπη της Island Records χωρίς παρ'όλα αυτά να βρει διανομή στην Αμερική. Στο εξώφυλλο βλέπουμε μια αγνώστων στοιχείων γυναίκα να πέφτει σε μια διάβαση σαν μόλις να την έχει χτυπήσει ένα διερχόμενο όχημα ή σα να στραβοπάτησε γινόμενη ταυτόχρονα ευάλωτη στα αυτοκίνητα του δρόμου. Τα τραγούδια ακολουθούν πιστά την κλασσική ποπ φόρμα με τις στροφές, τα chorus και τις γέφυρες που μας «περνούν» στα φινάλε των κομματιών.

Η διαφορά είναι στην ποιότητα, όπως και σε κάθε καλό δίσκο που μένει στις συνειδήσεις μας. Οι στροφές μέσω της πολύ εκφραστικής ερμηνείας του Barman επεξηγούν συνήθως ιστορίες ενδοσκόπησης και μελαγχολίας χωρίς να τους λείπει το χιούμορ και η στιχουργική ζωντάνια, οδηγώντας μας πολύ ομαλά στα μελωδικά και μελένια αλλά με μια γκρίζα απόχρωση μονοπάτια του chorus, αφήνοντας για το τέλος τις γέφυρες που έχουν μιαν οργασμική και πυρετώδη απελευθέρωση. Ελάχιστοι μπορούν να κορυφώσουν ένα τραγούδι όπως οι dEUS, κι εδώ υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Πανέμορφες υπνωτικές συνθέσεις που δαγκώνουν και αφήνουν πίσω τους κεφάλια ζαλισμένα από το κούνημα.

Αν ακουστεί σήμερα το άλμπουμ μοιάζει πολύ διαφορετικό με ό,τι μουσικό υπάρχει τριγύρω. Σπάνια βρίσκεις την επίμονη αλλά συγκρατημένη επιθετικότητα του "Put the Freaks Up Front" που διακόπτεται από την περιγραφική και βραχνιασμένη φωνή του Barman (ποτέ άλλοτε ένα όνομα δεν ταίριαζε τόσο πολύ σε μια φωνή) και επιβάλλεται στον χώρο με τις πριονοειδείς κιθάρες του.

Λίγοι γράφουν σήμερα μελαγχολικές εξομολογήσεις γεμάτες μετάνοια για την αναπόφευκτη φύση μας, συνοδεύοντάς τες μάλιστα με τόσο λιτές αλλά γεμάτες νόημα ενορχηστρώσεις όπως οι dEUS στο "Sister Dew" και το "One Advice, Space". Το τελευταίο μάλιστα ακούγεται ενιαίο και κολλημένο σφιχτά χωρίς να ξεφεύγει ούτε ένα δευτερόλεπτο, με τα μικρά παιχνιδίσματα του keyboard αντί να μας αποσυντονίζουν να δημιουργούν μια πολύ ατμοσφαιρική εμπειρία.

Το fingerpicking του "Magic Hour" ακούγεται σα να βρίσκεται κάμποσες χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα, με τις μπουρμπουλήθρες του διστακτικού βιολιού και του εκλεπτυσμένου πιάνου να σμιλεύουν υπέροχες στιγμές, μέχρι να ρίξει καφεΐνη στην ακρόασή μας το ομώνυμο "The Ideal Crash" που τα ντραμς του μας οδηγούν με 200 χιλιόμετρα την ώρα στο αντίθετο ρεύμα της λεωφόρου. Και όταν πετάει ο Barman το αναμενόμενο αλλά απευκταίο "CRASH!", αντί να σταματήσουμε σοκαρισμένοι, συνεχίζουμε με μεγαλύτερη όρεξη και ακόμα πιο γρήγορα σα να βρισκόμασταν στα συγκρουόμενα όπου η κάθε σύγκρουση σημαίνει διασκέδαση και αδρεναλίνη άνευ επιπτώσεων.

Το "Instant Street" δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις αφού το εκρηκτικό του τέλος έχει αφήσει ιστορία, ενώ νωρίτερα έχει περιγράψει τέλεια την ανάσα πριν την αυτοκτονία που μυρίζει κάτι ανάμεσα σε παραίτηση, απογοήτευση και ανακούφιση. Στο "Magdalena" έχουμε ίσως την πιο όμορφη φωνητική μελωδία του δίσκου, η οποία στεφανώνεται με ένα επίμονο και πονηρό ριφάκι που συνοδεύεται στην τελευταία του κατοικία με το μουρμουρητό "out of the blue, out of the darkness into the new, out of the blackness" του Barman.

Και φτάνουμε στο κομμάτι που ήταν η αφορμή για το σημερινό κείμενο.

Το "Dream Sequence No. 1" είναι το καλύτερο κομμάτι του δίσκου και ένα από τα πιο όμορφα, πιο τραγικά και πιο συγκλονιστικά τραγούδια που μας έκαναν την τιμή να φτάσουν στ'αυτιά μας. Με απλούς στίχους ο Barman κάνει την ανασκόπηση του τελευταίου σταδίου ενός χωρισμού, υπενθυμίζοντάς μας την συμπαντικότητα ορισμένων συναισθημάτων ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου.

“My little dream one, you O.K.?/ I'm thinking about you everyday/ Along with your smile/ I took my belongings/ Along with the sunshine, I went away” εξιστορεί, μετρώντας ένα-ένα μέτρο την επώδυνη απόσταση μεταξύ δύο ανθρώπων που κοίταξαν από την ίδια πλευρά του μαξιλαριού τον πρωινό ήλιο, παρουσιάζοντάς μας ένα εξίσου σπαραξικάρδιο αποτέλεσμα με το "By the Time I Get to Phoenix" που κορυφώνεται με τον απλό στίχο “Of all of the fuck-ups that I do/I've saved up the best one for you” και ισοδυναμεί με την πρωινή ζαλάδα αμέτρητων σελίδων ημερολογίου σε ένα δωμάτιο γεμάτο άδειες μπύρες, φτάνοντας σε μια ονειρική κορύφωση-ξεκαθάρισμα όλων των τύψεων. Ή απλά στο φινάλε άλλης μιας στείρας νύχτας αυτομαστίγωσης.

«Η ιδανική σύγκρουση». Ή αλλοιώς «η καλύτερη στιγμή μιας σπουδαίας μπάντας». Είναι η φάση της ωριμότητάς τους πριν την κάμψη, της κορύφωσης της δημιουργικότητάς τους μετά τη νεανική τους αφέλεια. Παρατηρήστε το μικρό θαύμα του περίφημου Magnum Opus ενός καλλιτέχνη.

dEUS - "Dream Sequence No. 1" από το The Ideal Crash

26.10.09

Baby you know that I have realised that it's all a show to you

Αγαπητοί αναγνώστες, βιαστήκαμε. Παραδεχόμαστε ταπεινά το λάθος μας εδώ, τώρα, αυτή τη στιγμή, και παρακαλούμε γονυπετείς να μας συγχωρέσετε μέσα στην ατέλειωτη μεγαλοψυχία σας. Βιαστήκαμε πολύ. Αλλά, θα πείτε, προς τι οι τσιριμόνιες και τα παρακαλετά;

Δυο από τις πλέον πρόσφατες εκδόσεις του Radio Beans, της ξακουστής εκπομπής που μεταδίδεται από τον 14ο όροφο του ραδιοτηλεμεγάρου του SB, είχαν θέμα τις studio διασκευές και τη Σουηδία. Από την πλευρά μας τότε πιστέψαμε ότι το ψάξαμε αρκετά πριν καταλήξουμε σε αυτά που τελικά παίξαμε... Ήρθε όμως ένας δίσκος, τον οποίο ακούσαμε μόλις πριν λίγες μέρες, να μας κάνει να το ξανασκεφτούμε. Και να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι βιαστήκαμε να κάνουμε τις εν λόγω εκπομπές, γιατί αν είχαμε ακούσει αυτόν το δίσκο πριν τις κάνουμε, θα έπρεπε να βάλουμε κάτι απ'αυτόν και στις δυο.

Κι αυτό διότι ΚΑΙ από Σουηδία μεριά μας έρχεται, ΚΑΙ διασκευή περιέχει - για την ακρίβεια, μια απ'αυτές τις ψιλοαπίθανες διασκευές όπου γλυκύτατες σουηδέζικες φωνές ερμηνεύουν κάτι που στην κανονική του ζωή υπήρξε φασαριόζικο, βλέπε περίπτωση Cardigans στο "Mr Crowley" του Ozzy. Το τραγούδι που διασκευάζεται στην προκειμένη είναι το πασίγνωστο και αγαπημένο "Pet Sematary" των Ramones. Το συγκρότημα για το οποίο μιλάμε τόση ώρα είναι οι The Tiny, και το Gravity & Grace, περί ου ο λόγος, είναι ο τρίτος τους δίσκος. Και είναι πολύ, πολύ καλός. Όμορφος. Γοητευτικός, γλυκός και ονειροπόλος. Και σουηδέζικος.

Οι The Tiny είναι βασικά ένα ζευγάρι. Η Ellekari Larsson και ο Leo Svensson γνωρίστηκαν σ'ένα club στη Στοκχόλμη, ερωτεύτηκαν και κάπως έτσι προέκυψε η μπάντα-ζεύγος. Στις ηχογραφήσεις συνδράμει ο φίλος τους Johan Berthling παίζοντας κοντραμπάσο και διάφορα άλλα συμπληρωματικά όπως ας πούμε πλήκτρα, και στις περιοδείες τους μπορεί να πάρουν κάποιες φορές μαζί άλλους δυο φίλους τους session μουσικούς, αλλά η καρδιά και ο εγκέφαλος των Μικροσκοπικών είναι στην ουσία η γλυκιά Ellekari και ο ψηλός, ξερακιανός Leo.

Οι δυο τους διαμορφώνουν τον ήχο τους χωρίς πολλά πολλά και έξτρα ηχητικές "στρώσεις". Η Ellekari παίζει πιάνο και τραγουδάει με τη φωνή μιας έφηβης καθώς μετράει τ'άστρα, με μια αθωότητα που είναι αδύνατο να'σαι κυνικός απέναντί της, αλλά μέσα από τον ψυχισμό μιας γυναίκας που τα μάτια της έχουν δει πολλά, και με την Kate Bush φωτεινή οδηγό και ιέρεια σε κάθε της σχεδόν φράση. Ο Leo παίζει τσέλο και λοιπά έγχορδα, τα οποία πλέκονται μέσα στις μελωδίες του πιάνου που βγαίνουν από τα χέρια της αγαπημένης του και αναπτύσσονται απο'κει, χωρίς όμως να βγαίνουν πολύ παραέξω - ο ήχος παραμένει λιτός και τα στολίδια που κρέμονται πάνω στη ραχοκοκκαλιά του κάθε τραγουδιού είναι λιγοστά.

Επιπλέον, η παραγωγή έχει γίνει από έναν άρχοντα του είδους, τον Paul Webb ή αλλοιώς Rustin Man, πρώην μπασίστα των Talk Talk και συνεργάτη της Beth Gibbons σ'εκείνον τον υπέροχο δίσκο (Out of Season) του 2002, που απ'ό,τι λένε οι ίδιοι στο site τους ήταν ένα από τα πράγματα που άκουγαν πολύ κατά την ηχογράφηση. Το σπουδαίο Spirit of Eden της παλιάς μπάντας του παραγωγού τους και το To Bring You My Love της PJ Harvey συμπλήρωναν τη παζλ των ήχων που επηρέασαν τη δημιουργία του Gravity & Grace, και ο μελαγχολικός τόνος και οι αφαιρετικές δομές των δίσκων αυτών έχουν ασφαλώς περάσει σε σημαντικό βαθμό στο δημιούργημα των δυο + ενός Σουηδών.

Σίγουρα το δίδυμο λιτότητα-μελαγχολία προετοιμάζει κάποιον για ένα δύσκολο, απαιτητικό και στις περισσότερες περιπτώσεις μονότονο άκουσμα - δεδομένα είναι δύσκολο να το δαμάσει κανείς, και το ότι οι προαναφερθέντες καλλιτέχνες τα κατάφεραν ξανά και ξανά υπογραμμίζει το γιατί είναι τόσο σημαντικοί και αγαπημένοι. Όμως οι θαρραλέοι Σκανδιναβοί το επιχειρούν, και τα καταφέρνουν σε εντυπωσιακό βαθμό. Ίσως φταίνε οι κατευθείαν μέσα από την καρδιά ερμηνείες της Ellekari, ίσως οι πολύ καλές ως επί το πλείστον συνθέσεις, ίσως η εξαιρετική αίσθηση που έχουν για το που πρέπει να προστεθεί μια έξτρα μελωδία για να δώσει άλλη διάσταση σ'ένα κομμάτι (όπως στο πανέμορφο "Never Coming Back") - το θέμα είναι ότι το Gravity & Grace ακούγεται θαυμάσιο. Χειμωνιάτικο, ζεστό, οικείο, φτιαγμένο με μεράκι και αγάπη, χωρίς να κρατάει τίποτα κρυφό, έτοιμο να γίνει αχώριστος σύντροφος των ηχείων σου τώρα που έπιασαν οι πρώτες ψύχρες.

Η διασκευή που λέγαμε είναι απλά το κερασάκι στην τούρτα, κρυμμένη λίγο μετά το δέκατο κομμάτι, με τα βιολιά να τυλίγουν δραματικά το ρεφραίν και το πιάνο της Ellekari να πατάει στις μύτες μην τυχόν και ξυπνήσει τα φαντάσματα. Ίσως αυτά να ξέρουν και το αιώνιο μυστικό της σύνθεσης της μαρμίτας στην οποία πέφτουν όλοι οι Σουηδοί όταν είναι μικροί και μεγαλώνουν και φτιάχνουν τέτοια όμορφα πράγματα. Επιφυλασσόμαστε για δεύτερο μέρος στην εκπομπή με τις σουηδέζικες μουσικές, με το ρυθμό που πάνε αυτοί εκεί πάνω...

The Tiny - "Burn" από το Gravity & Grace

24.10.09

Look what the cat dragged in

Ο στόχος ήταν σαφής. Το some beans έπρεπε να προσεγγίσει ένα νέο, σύγxρονο, δυναμικό target group, κρυμμένο κάπου ανάμεσα σε dandies, hipsters και metrosexuals. Οι συνεχείς πιέσεις των συνεργατών μου να αναλάβω ένα πόστ με gay-friendly χαρακτήρα στα πρότυπα των σύγχρονων εφημερίδων (βλέπε LiFO, Athens Voice) αρχικά δεν είχαν αποτέλεσμα. Γέλασα στην ιδέα. "Δε μας χέζεις ρε grieves" είπα μέσα μου διαβάζοντας το fax, "τράβα γράφε εσύ κείμενα για πούστηδες". 'Ομως σύντομα κατάλαβα ότι είχα άδικο. Μπροστά μου βρισκόταν μια θαυμάσια ευκαιρία να εξερευνήσω μια πιο εσωστρεφή, ευαίσθητη, ευάλωτη, gay με λίγα λόγια πλευρά του χαρακτήρα μου, μακριά, εστω και για λίγο, απο το προφίλ του macho, δυναμικού, επιτυχημένου και κοινωνικά καταξιωμένου slamhound, κερδίζοντας ταυτόχρονα ένα νέο αναγνωστικό κοινό.

"Πως θα μπορέσω να καταφέρω κατι τέτοιο;" αναρωτήθηκα, ρουφώντας μια γουλιά Romanee Conti Montrachet του '37. "Πως θα ανταποκριθώ στα υψηλά standards του some beans, γράφοντας ένα εύστοχο, επίκαιρο και κοινωνικά ευαίσθητο κείμενο;"

Μία ματιά στη δισκοθήκη μου έλυσε τα χέρια: Κάπου ανάμεσα στο Campo del Exterminio των Holocausto και το Death Alley των Zeke, ένα ροζ cd με τον τίτλο Sex Music είχε την απάντηση. "ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ!!" φώναξα αναπηδώντας από τον πανάκριβο corinthian leather καναπέ μου - "ένα αφιέρωμα στα πιο gay εξώφυλλα (και γιατί όχι... albums) της συλλογής μου!"...

Πάμε λοιπόν! Μία σύντομη λίστα και ολίγα σχόλια από τον master himself, slamhound:



Αυτό είναι ίσως το πιο κλασσικό απ'τα albums μου που εμπίπτουν στο concept που μας ενδιαφέρει.



Όχι δεν είναι flyer κάποιου gay parade αλλά το High School Sweethearts των πασίγνωστων Sugar Shock. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς εδω; Tη σχεδιαστική δεινότητα του artist που ανέλαβε το εξώφυλλο; Τις 2 λεσβίες που ρουφάνε milk shake απ'το ίδιο ποτήρι; Tι; Tι;



........



Iδιοφυές! Το εννοώ!!



Ωπ! Tι θέλει αυτο εδώ; Συγγνώμη πρόκειται για λάθος.



Ετούτες οι Αγγλίδες μάλλον ζήτησαν απ'τον γραφίστα τους ένα εξώφυλλο παρόμοιο με το ομώνυμο New York Dolls του '73 (βλέπε κάτω). Ελπίζω στη συνέχεια να έφαγαν και το άπειρο ξύλο που αξίζαν για το θράσος τους.



That's all folks! Θα επανέλθω σύντομα με ένα αφιέρωμα στην κατάθλιψη και τα τατουάζ. Όσο για εκεινούς που προσβλήθησαν και θα βιαστούν να με χαρακτηρίσουν ομοφοβικό, να ανταπαντήσω ότι μια φορά στο λεωφορείο είχα κάτσει δίπλα σ'έναν ομοφυλόφιλο οπότε up yours assholes!

Εγώ (1ος από δεξιά όπως βλέπετε τη φωτό) και ο mr grieves (2ος από δεξιά όπως βλέπετε τη φωτό) σε σχολικό reunion του 2007 στο Bios club.

23.10.09

Soundtracking Moments #6: 22/10/09, 06.55μμ

Φτάνω στην πάνω πλευρά της πλατείας Κάνιγγος τη στιγμή που το "Imposter in the Sky" εισβάλλει θεαματικά στο κεφάλι μου. και μου δείχνει έναν συννεφιασμένο ουρανό όπου παράξενα φώτα κινούνται πίσω απ'τα σύννεφα. Στην πλατεία βέβαια τίποτα τέτοιο δε συμβαίνει - είναι ένα συνηθισμένο Πεμπτιάτικο απόγευμα στην Κάνιγγος, με τον κόσμο να περνάει νωχελικά τη διάβαση της πάντα μισοάδειας τέτοια ώρα Ακαδημίας και μετά, λίγο πριν από τα κιόσκια με τα περιοδικά και τα λουλούδια, να βάζεις στοίχημα πόσα χέρια με διαφημιστικά φυλλάδια θ'απλωθούν επίμονα ή ικετευτικά προς το μέρος σου. Αυτή τη φορά όμως, υπό την επίρρεια του κομματιού, προσπερνάω - το βλέμμα μου τραβάει κάτι άλλο: στο βάθος της Βερανζέρου, ένα ροζ-μοβ σούρουπο φαίνεται και περιμένει να το χαζέψω. Σκέφτομαι ότι ακριβώς το ίδιο θα φαίνεται - ολόκληρο όμως, σε high definition 3D εικόνα - από την Πειραϊκή, και είναι τέτοια η δύναμη του κομματιού που πιστεύω για μια στιγμή ότι είναι δυνατόν να περάσω αστραπιαία όλη τη Βερανζέρου και τις, νοητές ή μη, προεκτάσεις της και να βρεθώ μέσα σε δευτερόλεπτα καθισμένη στα βράχια για ν'απολαύσω το θέαμα. Όμως αντ'αυτού συνεχίζω να ακούω. Ο ουράνιος απατεώνας της Grouper μ'έχει στο χέρι, και δεν μπορώ να κάνω τίποτ'άλλο παρά να τον υπακούσω.

Grouper - "Imposter in the Sky" από το Wide

22.10.09

No-one will love you in a thousand years/ What I want to know/Is what I want to love now

Με την προτελευταία συναυλιακή μας εμπειρία δεν μπορούμε να πούμε ότι ήμασταν απολύτως ευχαριστημένοι. Για την ακρίβεια, κάνοντας έναν μικρό απολογισμό, η συναυλία του Calvin Harris στην πλατεία Ασωμάτων είναι αυτή που μονίμως ξεχνάμε να αναφέρουμε ότι πήγαμε από τις φετινές. Σα να πέρασε και να μην ακούμπησε στην κυριολεξία. Αυτό είναι ένα άλλο θέμα όμως. Σε ένα αρκετά στεγνό συναυλιακό φθινόπωρο (για τα γούστα μας τουλάχιστον) η συναυλία του πρώην αρχηγού των αδικοχαμένων Strangelove, Patrick Duff έμοιαζε καλή ευκαιρία να μας ξανάρθει η όρεξη μέχρι την επόμενη (δηλαδή του Mark Gardener και της Paula Frazer).

Παρότι ταλανιστήκαμε μέχρι τελευταία στιγμή για το αν θα πρέπει να μπούμε στο Tiki, στο τέλος της βραδιάς δεν το μετανιώσαμε καθόλου. Σε μια στιγμή που κάτσαμε με την uptight στα σκαλιά στην έξοδο του χαριτωμένου μαγαζιού, κοιτώντας τον λιγοστό κόσμο και σκεπτόμενοι πόσο άσχημα πρέπει να νιώθει ο Patrick (είμαστε ευαίσθητοι, μη μας βλέπετε έτσι) ξάφνου ένας ψιλόλιγνος κοστουμάτος κύριος με υποψία καραφλοχαίτης, μικρά παραπονιάρικα μάτια και πολύ αγγλικό πρόσωπο βγαίνει από το μαγαζί και κατευθύνεται προς το άγνωστο. Πίσω του ένας τύπος τον ακολούθησε. Αφού υπήρξε η σχετική απορία, αν όντως αυτός που είδαμε να φεύγει ήταν ο Patrick, αρχίσαμε να πλέκουμε σενάρια στο μυαλό μας.

- Τσαντίστηκε επειδή τον έγραψε ο κόσμος κι έφυγε.
- Όχι ρε συ, πάει να πάρει την κόκα από το ξενοδοχείο ο άνθρωπος…

Και άλλα τέτοια. Μέχρι να αποφασίσουμε να μπούμε μέσα, εν τω μεταξύ, είχε περάσει ο μισός ελληνικός εναλλακτικός ντουνιάς. Τι Λεουνάκης, τι Φακίνος… Χαμός. Δηλαδή από αυτούς που ασχολούνται γράφοντας σε έντυπα ή κάνοντας ραδιόφωνο. Γιατί κατά τ'άλλα ελάχιστος κόσμος τίμησε τη συναυλία. Ήταν λίγος, ακόμα και για τα δεδομένα ενός μικρού μαγαζιού όπως το Tiki. Τελικά είπαμε, τι στο διάολο, και να μην δούμε τον Duff τουλάχιστον θα δούμε τον άνθρωπο που έπαιζε στην διαφήμιση εκείνου του ποτού (Drambuie?).

Αφού μπήκαμε μέσα και νιώσαμε ένα μικρό σφίξιμο στην τσέπη (20 ευρώ με το ποτό μέσα στην τιμή είναι και πάλι τσιμπημένο εισιτήριο για ένα τόσο μικρό μέρος και μια τόσο low profile συναυλία) χαλαρώσαμε όταν είδαμε πόσο όμορφα ήταν διακοσμημένο το μαγαζί. Ανεβήκαμε στο παταράκι, πιάσαμε τις ακριανές θέσεις, πλακώσαμε τα ποπ κορν και ελπίζαμε να γυρίσει ο μαέστρος.

Τελικά ήρθε και, αφού απόλαυσε ένα διστακτικό χειροκρότημα, πήρε την κιθάρα του και ξεκίνησε να παίζει προσφέροντάς μας μια, αν μη τι άλλο, διδακτική εμπειρία.

Πρώτον μας δίδαξε ότι αδικήθηκε σφόδρα από τη μοίρα αφού είχε και έχει πάρα πολύ ταλέντο στην σύνθεση απλών, αξιομνημόνευτων ροκ τραγουδιών. Πολύ καλός ερμηνευτής και με μια καθαρή φωνή που έβγαζε πάθος, δύναμη και μελωδικότητα. Το παίξιμο της κιθάρας φαινόταν ότι ήταν κάτι που το είχε δουλέψει πάρα πολύ, ενώ οι στίχοι, παρότι αρκετά κατανοητοί, δεν ήταν στο ελάχιστο ρηχοί. Η πρώην μπάντα του, οι Strangelove, ήταν ένα πραγματικά σπουδαίο συγκρότημα σε ικανότητα και ποιοτική σταθερότητα, μόνο που είχε την ατυχία να πέσει πάνω στους Suede, άλλα πιο πιασάρικα Britpop παιδιά, και απ’ό,τι μας έδειξαν τα γεγονότα σε μάλλον κακό μάνατζερ. Το ταλέντο του Duff μπορεί να συγκριθεί με τις καλύτερες μέρες του Brett Anderson και αυτό φαίνεται τώρα που και οι δύο ακολουθούν μοναχική πορεία. Απλώς το όνομα Brett Anderson είναι πολύ πιο οικείο και γνωστό αφού το συγκρότημά του βρισκόταν στην κορυφή για τέσσερα χρόνια.

Αν ακούσουμε σήμερα όμως την δισκογραφία των Strangelove θα καταλάβουμε ότι δεν είχαν να ζηλέψουν σε τίποτα τους Suede. Ίσως μόνο σε πόζα και στυλ. Για κάθε "Sleeping Pills" οι Strangelove απαντούσαν με το "Time For The Rest Of Your Life". Για κάθε "We Are The Pigs" οι Strangelove είχαν ένα "Sway". Και για κάθε "Trash" οι Strangelove πέταγαν ένα "Is There A Place For Me?". Όχι ότι απαραιτήτως τα τραγούδια των Strangelove ήταν καλύτερα από των Suede, απλά θα κοιτάζονταν περίπου από το ίδιο σκαλί.

Πάντως μη φανταστείτε ότι ήταν και στα μαχαίρια οι δύο μπάντες. Το αντίθετο μάλιστα, αφού οι Suede είχαν ακούσει τον πρώτο δίσκο των Strangelove και τους κάλεσαν για περιοδεία, ενώ αργότερα η μια μπάντα διασκεύασε την άλλη σε μια ένδειξη αβρότητας. Όπως επίσης μη νομίζετε ότι κανείς δεν ήξερε τους κακόμοιρους Μπριστολιανούς καλλιτέχνες. Ίσα ίσα που έκαναν support στους Radiohead στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας με τον Ed O’Brien να δηλώνει ότι "Τhey were inspirational. Apart from their trousers”. Ο John Peel τους κάλεσε να κάνουν δύο από τα περίφημα sessions του, είχαν αρκετά singles με πολύ υψηλές πωλήσεις και, ένα χρόνο πριν διαλυθούν, sold out στο Astoria και στο Shepherd's Bush.

Σημαντικά επιτεύγματα, αλλά μάλλον ο Patrick προσπαθεί να μην τα θυμάται. Κάτι τέτοιο μας δείχνει το γεγονός ότι παραμέρισε το υλικό τους για χάρη των δύο σόλο του δίσκων. Ο πρώτος του δίσκος, μετά την περιήγησή του στην Αφρική και τη συνεργασία του με την γηραιά Αφρικανή τραγουδίστρια Madosini, ήρθε το 2005 με τίτλο Luxury Problems. Οι κριτικές ήταν αρκετά καλές αλλά πλέον ο Duff θα έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή, αφού ελάχιστοι από τη νέα γενιά τον ήξεραν ενώ οι παλαιότεροι τον είχαν σαν μια μακρινή ανάμνηση.

Και φτάνουμε στο δεύτερό μας συμπέρασμα που μας ήρθε σαν σκέψη όταν μετά το τέλος της συναυλίας ο Duff διέκοψε για λίγο τη μουσική, που είχε ξεκινήσει να βάζει και πάλι ο dj, πληροφορώντας μας ότι μπορούμε να αγοράσουμε τον δεύτερο προσωπικό του δίσκο αφού είχε μαζί του μερικά CD. Οι πρώτες πληροφορίες για την κυκλοφορία του Mad Straight Road έδιναν ως ημερομηνία τον Ιούνιο. Αυτό δεν έγινε, ενώ όπως μάθαμε από αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη ο δίσκος θα κυκλοφορούσε τον μήνα που διανύουμε. Αφού εν τω μεταξύ είδαμε ότι ο Patrick πούλαγε μόνος του τα CD του άλμπουμ, τα οποία ήταν εμφανώς προσφάτως γραμμένα σε CD-R, χωρίς να γράφουν τίποτα άλλο πέρα από το όνομα του καλλιτέχνη, τον τίτλο του δίσκου και την tracklist (έναντι 12 ευρώ παρακαλώ), φτάνουμε στο συμπέρασμα οτι δεν ενδιαφέρεται μέχρι στιγμής κάποια εταιρία να κυκλοφορήσει τον δίσκο.

Στην ουσία εδώ δεν μιλάμε για αναγέννηση από τις στάχτες και αλλαγή πορείας. Μιλάμε για κανονικό θάνατο και γέννηση ενός άλλου, καινούργιου ανθρώπου και τραγουδιστή. Όπως λέει ο Patrick στην ίδια συνέντευξη στο Crackerjack του Μπρίστολ, “The person I was – he had to die. Some people could have carried on being that person but I couldn’t. I had to let it go, and I had invested a lot in it, and it was a painful process. I just couldn’t maintain that image any more.”

Για να προσθέσει “When I was about 28, 29 years old I had got to the point where I couldn’t carry on living the way I was. I had to grow up, I had to change, I had to shed that skin. If I hadn’t, I would still be that person now and that would be... ugly."

Οπότε μπορεί να κάναμε τζακ-ποτ και να βρήκαμε τον λόγο της διάλυσης των Strangelove. Το θέμα είναι ότι ίσως τώρα αρχίζει να συνειδητοποιεί τι πάει να πει αληθινός καλλιτεχνικός θάνατος, μιας και ξεκινάει από την ίδια αφετηρία που βρίσκονται ένα τσούρμο 20άρηδες. Και δεν είμαι πολύ σίγουρος ότι αυτό μπορεί να το αντέξει κάποιος στα 40 του.

Και πάμε στο τρίτο και τελευταίο συμπέρασμα. Το υλικό των δύο δίσκων είναι καλό. Και θα μπορούσε να σταθεί στη σημερινή μουσική διεκδικώντας ένα πολύ σεβαστό μερίδιο. Το ζήτημα είναι, μπορεί να αντιπαρέλθει ο καινούργιος νεαρός/40άρης Patrick τον ήχο του μίξερ του μπάρμαν την ώρα των τραγουδιών του; Τον ελάχιστο κόσμο που τον παρακολούθησε; Τον ελλειπή ηχητικό εξοπλισμό του μαγαζιού που μικροφώνιζε με την πρώτη ευκαιρία; Τους θαμώνες που βρίσκονταν στο παταράκι δίπλα μας και άξιζαν ένα πυρωμένο σίδερο στα πισινά τους μιας και δεν το βουλώσανε ούτε για μια στιγμή; Μπορεί να αντιμετωπίσει αυτά και πολλά άλλα από τα προβλήματα που προκύπτουν όταν ψάχνεις από την αρχή την τύχη σου; Ο Patrick που είδαμε εμείς, πάντως, φαινόταν να εκνευρίζεται και να βγαίνει από τα νερά του με αυτές τις μικρές αλλά ενοχλητικές αναποδιές. Προς το τέλος όμως, όταν και άρχισε να ανεβαίνει η ποιότητα των τραγουδιών του και να βρίσκει κοινά σημεία με τους ήρωές του Bad Seeds παίρνοντας αποστάσεις από τη folk του, άλλου ήρωά του, Dylan κι έπαιρνε όλο και πιο ζεστό το χειροκρότημα, έμοιαζε σαφέστατα πιο χαρούμενος και πιο άνετος.

Δεν ξέρουμε αν έφυγαν όλοι ευχαριστημένοι (στον άνθρωπο που ανακάλυψε το πραγματικό δεύτερο επάγγελμα του Phil Selway - υπάλληλος σε τράπεζα - και γενικότερα θεούλη Μάνο Μπούρα δεν άρεσε πάντως), αλλά εμείς αποχωρήσαμε με μια αίσθηση χαλαρότητας και ηρεμίας, γεμάτοι από καλή ζωντανή μουσική που την έχουμε στερηθεί τώρα τελευταία. Θα μας συνοδεύει για αρκετό καιρό η νοητική φωτογραφία που βγάλαμε (άμα δεν έχεις κινητό μαζί περιορίζεσαι στις νοητικές) από το πατάρι όπου βρισκόμασταν, με την πολύ ωραία εικόνα του Patrick να τραγουδάει και να παίζει κιθάρα λουσμένος στο κόκκινο φως ενώ από το ταβάνι κρέμονταν μπουκέτα από λουλούδια, και στο δρόμο πίσω του, μέσα από τα στόρια, φαινόταν η σιλουέτα μιας νερατζιάς να χορεύει στους ρυθμούς του δροσερού Οκτωβριανού αέρα.

Patrick Duff - "Song to America" από το Luxury Problems

20.10.09

When the ghosts of me refuse to speak/ And in my dreams I watch TV

Ο Michael Brutus Stith γεννήθηκε πριν 55 χρόνια, την τελευταία μέρα του πιο ξερού καλοκαιριού που έζησε η Αμερική τα τελευταία 70 χρόνια. Η γενέτειρά του ήταν μια ήσυχη κωμόπολη, που ζούσε με λιγοστά χρήματα και κυρίως λόγω του εμπορίου που κανονίζονταν δύο φορές τον μήνα όταν ερχόταν ο πλούσιος της γειτονικής πόλης μέσα στη Chevrolet Nomad του 1953. Ερχόταν για να συνάψει συμφωνίες με τους δύο ιερείς της πόλης, ώστε να αγοράζει τη νέα σοδειά των καλλιεργειών. Οι γαιοκτήμονες θα προτιμούσαν να κανόνιζαν οι ίδιοι τις συμφωνίες, αλλά η επιρροή των ιερέων στους ίδιους και τις γυναίκες τους ήταν τόσο μεγάλη που μπορούσαν μόνο να ψιθυρίζουν τα παράπονά τους.

Οι συναλλαγές του πλούσιου και των ιερέων γίνονταν στο κέντρο της πόλης, την πιο ζεστή στιγμή της ημέρας, κοντά στις 3 το μεσημέρι, και πάντοτε υπήρχε στον αέρα μια αίσθηση παρανομίας λόγω της συνάντησης αυτής. Μπορεί θεωρητικά οι συζητήσεις να γίνονταν σε κεντρικότατο σημείο και μια ώρα της ημέρας που συνήθως η πόλη ήταν πολύ δραστήρια, αλλά όταν συνέβαιναν η πόλη έμοιαζε με εγκαταλελειμμένο και έρημο σκηνικό. Τα παράθυρα κλειδαμπάρωναν και οι εργασίες περιορίζονταν μέσα στα μαγαζιά. Αν γίνονταν γεωτρήσεις ή οποιαδήποτε άλλη σκαπτική εργασία που απαιτούσε να βρίσκονται εργάτες στον δρόμο και την κεντρική πλατεία, αναστέλλονταν τη στιγμή που θα μαθευόταν ότι επίκειτο συνάντηση. Οι κάτοικοι αναφέρονταν σε αυτές τις δοσοληψίες απλά με τη λέξη «συνάντηση» και δεν ρωτούσαν περαιτέρω.

Ο πλούσιος, που κανείς δεν ήξερε ακριβώς τι επαγγέλονταν αλλά όλοι υπέθεταν ότι ήταν κάτι αξιοσέβαστο και σύμφωνο με την θεϊκή βούληση (έτσι τους έλεγαν τουλάχιστον στις καθημερινές εκκλησιαστικές συναθροίσεις, που θεωρούνταν αδιανόητο να λείπει κάποιος κάτοικος της πόλης απ’ αυτές), ερχόταν πάντοτε με γεμάτο πορτοφόλι και το πιο πρόσφατο αυτοκίνητο από το εργοστάσιο της Chevrolet. Ήταν μάλιστα αρκετά γενναιόδωρος αφού πλήρωνε σε μετρητά και πολύ παραπάνω απ’ ότι απαιτούσε η συμφωνία. Ίσως και σαν αντάλλαγμα για τη σιωπή των ιερέων αφού μόνο αυτοί ήξεραν ότι η πόλη από την οποία έρχεται ο πλούσιος είναι ένα μέρος όπου οι αιμομίκτες βρίσκουν καταφύγιο.

Όταν δυο αιώνες πριν είχε ερημώσει, ένα ζευγάρι αδελφών φυγαδεύτηκε εκεί μαζί με τα παιδιά τους. Ζούσαν για αρκετά χρόνια μόνοι τους, μέχρις ότου μεγάλωσαν τα παιδιά τους και αναπαράχθηκαν μεταξύ τους. Απ’εκεί και έπειτα η πόλη κατοικούνταν μόνο από τους απογόνους αυτής της «ανίερης συνουσίας», όπως θα έλεγαν και οι ιερείς. Ήταν κάτι σαν παράδοση το αρσενικό και το θηλυκό παιδάκι να συνευρίσκονται με την παρουσία των γονιών τους και μέχρι να έρθει η γιορτινή ημέρα που το θηλυκό θα γεννούσε τον επόμενο κάτοικο αυτής της πόλης. Όσα παιδιά γεννιόνταν με προβλήματα και αναπηρίες που έκαναν αδύνατη τη διαβίωσή τους εξαφανίζονταν μαζικά την τελευταία μέρα του καλοκαιριού. Να αναφέρουμε επίσης ότι το αγαπημένο χόμπι των κατοίκων ήταν να μαζεύουν και να μαστιγώνουν/ βασανίζουν/ πνίγουν τις γάτες που οι ίδιοι έτρεφαν. Αφού τις μεγάλωναν και τις άφηναν να γεννήσουν, σκότωναν τις μητέρες και όλα τα γατάκια εκτός από ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό. Αφού έκαναν γατάκια αυτά τα δύο, τα σκότωναν όλα εκ νέου, κρατώντας πάλι ένα αρσενικό και ένα θηλυκό, κ. ο. κ.. Μέχρι να γεννήσουν οι γάτες είχαν βασιλική και τιμητική περιποίηση. Όταν όμως ήταν άχρηστες πλέον δοκίμαζαν τους πιο βασανιστικούς και απάνθρωπους θανάτους.

Οι ιερείς για όλα αυτά κράταγαν το στόμα τους κλειστό και οι κάτοικοι που έβλεπαν την «συνάντηση» μόνο πίσω από αμπαρωμένες πόρτες δεν μπορούσαν να πάρουν τα μάτια τους από τις χοντρές τσέπες του πλουσίου και το καινούργιο του αυτοκίνητο, ώστε να προσέξουν το περίεργο σχήμα που είχε το κεφάλι του. Κάτι σαν αμόνι που ίδρωνε σα να ετοιμαζόταν να αντέξει τις σφυριές του σιδερά.

Τα εξτρά χρήματα του πλουσίου τα κρατούσαν οι ιερείς, λειτουργώντας στην ουσία σαν κουμπαράς των φτωχών οικογενειών για να μπορέσουν εκείνες να αγοράσουν αυτά που έχουν ανάγκη. Το πρόβλημα ήταν πως ποτέ καμία ανάγκη δεν ήταν αρκετή ώστε να δώσουν χρήματα σε κάποια οικογένεια που τα ζήτησε. Και όταν το παιδί της γειτονικής οικογένειας των Stith ψηνόταν στον πυρετό, οι ιερείς απάντησαν «ο Θεός διαλέγει και παίρνει τα πιο εκλεκτά ποίμνια του» στις ικεσίες της μητέρας. Το αντάλλαγμα γι’αυτή την διαχείριση των χρημάτων που έκαναν οι ιερείς ήταν η καθημερινή παρουσία των κατοίκων στις εκκλησιαστικές συναθροίσεις που γίνονταν ακριβώς στις 7 το απόγευμα.

Την 31η Αυγούστου του 1954, οι δουλειές γίνονταν όσο αργά το επέτρεπε εκείνο το ξερό καλοκαίρι που έμοιαζε με κολαστήριο. Οι εργάτες λιποθυμούσαν αρκετές φορές λόγω της ζέστης αλλά και του λιγοστού νερού που μοιράζονταν από τον εργολάβο κάθε πρωί. Οι χειρωνακτικές εργασίες γίνονταν μια αληθινή δοκιμασία αλλά η πόλη θα έπρεπε να αισθάνεται μάλλον χαρούμενη που δεν ήταν στην κατάσταση λειψυδρίας στην οποία είχε περιπέσει η «πόλη των νέγρων». Οι φήμες έλεγαν ότι στην καλύτερη περίπτωση οι αψιμαχίες για το νερό χαρακτήριζαν την καθημερινότητα της «πόλης των νέγρων», ενώ υπήρξαν ουκ ολίγες μαρτυρίες για αληθινούς φόνους πάνω από λιμνούλες νερού και λάσπης.

Όχι, η πόλη ακόμα δεν ήταν σε τέτοια κατάσταση. Και αυτό το επιβεβαιώνουν όσοι είδαν τον έναν από τους δύο ιερείς να χύνει το υπόλοιπο νερό που είχε στο μπουκάλι του αφού είχε ζεσταθεί. Μολαταύτα, η μητέρα του Michael Stith την ημέρα που τον γεννούσε αντιμετώπισε δυσκολίες σε αυτό το θέμα. Δυσκολίες οι οποίες ενισχύονταν από το ότι επίκειτο «συνάντηση», οπότε ο αδελφός της δεν θα μπορούσε να πάει να φέρει το ζεστό νερό που χρειαζόταν η αδελφή του.

Ακόμα και έτσι η μαία αποδείχτηκε πολύ ικανή και η μητέρα του μικρού Michael πολύ υπομονετική, αφού άντεξε μέχρι να βγει από μέσα της υγιής ο μικρός, μέχρι να πάει η ίδια στον «δρόμο των καλών ποιμνίων». Το κλάμα του μικρού δεν ακούστηκε σχεδόν καθόλου κατά τη διάρκεια της «συνάντησης» εκτός από την στιγμή που ο πλούσιος έφευγε. Τότε γύρισε το μακρόστενο του κεφάλι και θύμισε στους ιερείς ότι έχει ακόμα μια δουλειά γι’αυτούς. Οι ιερείς πήγαν στο πορτ μπαγκάζ της Chevrolet και πήραν στα χέρια τους ο καθένας από δύο μεγάλες και βαριές (όπως φάνηκε) σακούλες σκουπιδιών που λίγα χρόνια πριν είχαν ανακαλυφθεί. Άλλη μια απόδειξη ότι ο πλούσιος γνώριζε ό,τι καινούργιο συνέβαινε στον κόσμο. Αυτό με τις σακούλες δεν συνέβαινε πολύ συχνά, μόνο μια φορά κάθε καλοκαίρι περίπου, όπως θυμόταν ένας παλιός κάτοικος της πόλης που παρατηρούσε μέσα από τα μισάνοιχτα παράθυρα τις «συναντήσεις».

Ο Michael είχε επιβιώσει απ’ αυτή την ιστορία. Αλλά έπρεπε να έχει το μητρικό γάλα που χρειαζόταν. Ο θείος του είχε δουλέψει παλαιότερα μαζί με τους νέγρους και γνώριζε μερικά πράγματα από την κουλτούρα τους. Είχε παραξενευθεί και εντυπωσιαστεί ταυτόχρονα από την ικανότητά τους να φτιάχνουν μόνοι τους ότι χρειάζονταν και να είναι αυτάρκεις. Ο θείος του Michael λοιπόν ταξίδεψε στην «πόλη των νέγρων» και αφού τους διαβεβαίωσε ότι δεν ήρθε να πάρει το ελάχιστο νερό τους, σε μια μυστηριακή τελετή απ’την οποία δεν θυμόταν πολλά πράγματα, γύρισε με όσα μπουκάλια γάλα χρειαζόταν ο μικρός για να περάσει μια εβδομάδα. Ο θείος του Michael έκανε εκατοντάδες φορές αυτή τη διαδρομή μέχρι ο ανιψιός του να γίνει αρκετά μεγάλος ώστε να μη χρειάζεται γάλα.

Πράγματι ο Michael μεγάλωσε τόσο ώστε να αρχίσει να νιώθει μέσα στα ρουθούνια του την ανυπόφορη μυρωδιά που όλο και χειροτέρευε με τα χρόνια και αναδυόταν σε όλη την πόλη. Οι ιερείς είχαν μεγαλώσει πια ενώ υπήρχαν υπόνοιες ότι είχαν αρρωστήσει καθώς το συνεχές βήξιμό τους γινόταν όλο και πιο σκληρό. Πολλοί είπαν ότι αρρώστησαν από την μυρωδιά που γινόταν τόσο διαπεραστική που σου τρύπαγε το στομάχι.

Ο Michael είχε γίνει πια έφηβος και έχοντας μια απαράμιλλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του, έγινε ο δεύτερος κάτοικος της πόλης που έφυγε για πάντα απ’ αυτήν. Η απόφασή του έγινε δεκτή με κατάρες από την οικογένειά του, αλλά όχι και απ’τον θείο του που κρυφογελούσε και ήταν περήφανος για τον ανιψιό του. Οι ιερείς ήταν τόσο καταπονημένοι που δεν ενδιαφέρονταν πια και τον άφησαν να φύγει, δίνοντάς του μάλιστα και μερικά από τα χρήματα που χρειάζονταν για να ξεκινήσει και λέγοντάς του παράλληλα ότι ο πατέρας του ήταν καθηγητής μουσικής στην Ithaca της Νέας Υόρκης.

O ίδιος ο Michael έφτασε δουλεύοντας και σπουδάζοντας στο Buffalo της Νέας Υόρκης. Παρ'ότι απεχθάνονταν την εκκλησία, αφού πάντα του έφερνε υποσυνείδητα άσχημες μυρωδιές στο μυαλό, συμφώνησε να αναλάβει την εκκλησιαστική χορωδία συμβιβαζόμενος από τα καλά χρήματα αλλά και την ευκαιρία που είχε να κάνει κάτι που ονειρευόταν από τότε που ήταν μικρός. Ο Michael είχε μια πρωτοφανή αίσθηση του ρυθμού ενώ αγαπούσε την μουσική περισσότερο και από την ύπαρξή του. Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1970 βρήκε κάτι που λατρεύει περισσότερο και από την ζωή του αλλά και από την μουσική. Και αυτό το κάτι το παντρεύτηκε σχεδόν αμέσως. Δεν έδωσε σημασία στις ιστορίες που του έλεγε η γυναίκα του για τα παιδικά της χρόνια ούτε στο γεγονός ότι η οικογένειά της ήταν κάτι που δεν ανέφερε ποτέ.

Και πώς να την αναφέρει άλλωστε, αφού οι πρόγονοί της είχαν αφανιστεί όταν πήγαν να ζητήσουν καταφύγιο μαζί με τον παράνομο έρωτά τους και την κόρη τους σε μια πόλη που σύμφωνα με τις περιγραφές θα ορκιζόμουν ότι είναι η πόλη των αιμομικτών. Εκεί, οι γονείς της γυναίκας του Michael προσπάθησαν να αποφύγουν όλους τους συγγενείς που τους κυνηγούσαν και ήταν αντίθετοι στη σχέση αυτή. Οι αιμομίκτες στην αρχή τους δέχτηκαν, αλλά μόλις έμαθαν ότι το ζευγάρι δεν είχε πρωτύτερη συγγενική σχέση τους φυλάκισαν και τους χώρισαν. Το ζευγάρι δεν ξαναειδώθηκε ποτέ ξανά και μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν για την τύχη τους.

Η κόρη τους μέσα σε όλα αυτά επιβίωσε και μια από τις πρώτες της αναμνήσεις είναι να βυζαίνει από ένα παράξενο και σκοτεινό πλάσμα που ήταν αδύνατον να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του ενώ κουδούνιζαν στα αυτιά της μυστηριακοί ήχοι από τελετές. Καθώς μεγάλωνε, είχε υιοθετηθεί από διάφορες οικογένειες, καταλήγοντας όμως να το σκάει απ’ αυτές συνήθως κοντά στην τελευταία μέρα του καλοκαιριού. Η ίδια δεν μπορούσε να το εξηγήσει αυτό αλλά το μόνο που ήξερε ήταν ότι από ένα σημείο και μετά άρχισε να νιώθει μια φυσική απέχθεια για τους ευεργέτες της. Σα να ήξερε ότι δεν έπρεπε να ήταν μαζί τους. Ακόμα κι έτσι πάντοτε τους άφηνε ένα ευχαριστήριο σημείωμα και έφευγε ξαλαφρωμένη. Ήταν όμως τέτοια η ικανότητά της να επιβιώνει ακόμα και μόνη της που δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί από πού πήρε το κοφτερό της μυαλό αλλά και το μεγάλο ταλέντο της στη μουσική. Κοντά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, και αφού είχε βρει μια αρκετά καλή δουλειά ώστε να μπορεί να ζει αλλά και να κάνει αυτό που αγαπάει περισσότερο (δηλαδή να παίζει πιάνο), βρήκε αυτόν που την θεωρούσε ό,τι καλύτερο είχε συμβεί στη ζωή του. Καλύτερο ακόμα και από τη μουσική. Έτσι το 1980 έκαναν το πρώτο τους παιδί και το ονόμασαν David Michael Stith.

O David απεχθανόταν τις επισκέψεις στην εκκλησία που όσο περνούσαν τα χρόνια πύκνωναν. Είχε μια φυσική αποστροφή για όλα αυτά, ενώ θα ορκιζόταν ότι του ερχόταν μια άσχημη μυρωδιά στα ρουθούνια στις Κυριακάτικες επισκέψεις στο σπίτι του Θεού. Μεγάλωσε με πολλή φροντίδα και αγάπη από τους γονείς του και τις αδερφές του, που ήταν οι πρώτες από τη νέα φουρνιά Stith που ασχολήθηκαν με τη μουσική και συγκεκριμένα με τις χορωδίες και το πιάνο. Ο ίδιος, σοκαρισμένος από εκείνη την φορά που η μαμά του είχε παίξει πιάνο στη σχολική του χορωδία, σιχάθηκε τη μουσική αποφασίζοντας να φτιάξει μια noise μπάντα με τους φίλους του που την ονόμαζε Starchild ή Starchildren ή The Pool(ανάλογα την ημέρα) αλλά όπως διαβάζουμε στη βιογραφία του προτιμούσε να ζωγραφίζει τις κιθάρες παρά να τις παίζει. Έτσι, αναπόφευκτα, ασχολήθηκε με το σχέδιο και το γράψιμο. Σαν παιδί του άρεσε να ζωγραφίζει λαβυρίνθους, κάτι που έχει περάσει και στη μουσική του, που μοιάζει σα να την έχει περιχύσει με δεκάδες μαγικά στοιχεία και να προσπαθεί ο ίδιος να βρει τον δρόμο του μέσα απ’αυτά.

Αφού λοιπόν έπιασε δουλειά ως γραφίστας στο πολιτιστικό κέντρο του κόσμου που λέγεται Νέα Υόρκη και συγκεκριμένα στο Μπρούκλιν, έγινε φίλος με την Sarah Worden που βγάζει δίσκους ως My Βrightest Diamond στην Asthmatic Kitty. Βοηθώντας την στον πρώτο της δίσκο με τίτλο Bring Me the Workhorse άναψε η σπίθα που είχε μέσα του ο David για τη μουσική και τον έσπρωξε να κάνει το δικό του δίσκο. Όπως σας έχει ενημερώσει η uptight πολλάκις μέσω του blog, τον πρώτο του δίσκο ο κ. Stith τον έβγαλε – φυσικά- στην Asthmatic Kitty τη χρονιά που διανύουμε. Ο τίτλος του είναι Heavy Ghost και ο David Michael τα ανέλαβε σχεδόν όλα. Σύνθεση, τραγούδι, artwork καθώς και σχεδόν όλο το παίξιμο των μουσικών οργάνων ήταν δική του δουλειά. Μιλάμε δηλαδή για ένα σχεδόν εξ’ ολοκλήρου προσωπικό project, "with a little help from his friends" που λένε και οι Beatles.

Από το αρχικό γκόσπελ του "Isaac’s Song" που μοιάζει με επίκληση στους προγόνους του και σε δοξασίες που θα ταίριαζαν σε μια εκκλησία γεμάτη φανατικούς του Χριστού και ιδρωμένους πάστορες που προσπαθούν να κάνουν τον αμαρτωλό να ξεράσει τον σατανά από μέσα του, στο fingerpicking της κιθάρας του "Pity Dance" που μοιάζει κολλημένη σε έναν βάλτο αργά το βράδυ με τις πυγολαμπίδες να ανεβαίνουν σιγά σιγά στην κορυφή των δέντρων και μυστηριώδη κολοβά ξωτικά να ενώνουν τις φωνές τους με τα θροΐσματα των φύλλων. Ιστορία με φαντάσματα δίπλα στην φωτιά και ένας «θεός λεοντόμορφος και πρόσφατα ταϊσμένος». Μια κορύφωση που φέρνει στο μυαλό τα ηθικά διλήμματα των ηρώων του Ντοστογιέφσκι και κάτι κακό για το οποίο αφήνει μόνο υπόνοιες αλλά δεν το περιγράφει ευθέως. Σαν το βιντεοκλίπ του τραγουδιού, όπου ο πρωταγωνιστής πετάει αυτό που νομίζεις στη θάλασσα αλλά και πάλι δεν είσαι τόσο σίγουρος.

Η σύναξη των μυστηριωδών πνευμάτων συνεχίζεται στο "Creekmouth" που ενισχύεται με τα πολεμικά τύμπανα που μοιάζουν να προσπαθούν να κρύψουν τις κραυγές κάποιου που θυσιάζεται και το ποδοβολητό από τους αρχαίους χορούς. Στο "Pigs" η προσωπική επανάσταση που περιγράφουν οι στίχοι έρχεται με την συνοδεία πολλών αμφιβολιών και φόβου: “Oh, I’m restless as a geyser, like a blind animal in water” με τα χιλιάδες backing vocals να παίρνουν τον ρόλο των χορικών του ελληνικού θεάτρου που αμφισβητούν ή επιβεβαιώνουν αλλά σε κάθε περίπτωση συνοδεύουν τα λεγόμενα του πρωταγωνιστή.

Ο αέρας του "BMB" που έχει πάρει την μελωδία του “Be My Baby” (ενός τραγουδιού από τα προσχέδια του Heavy Ghost) μπαίνει στο δωμάτιο σαν πνεύμα καλής πίστης και νυχτερινό παιδικό τραγούδι, και καταλήγει να φεύγει από το σπίτι μέσα σε δυσοίωνα μηνύματα και αποπνικτικό καπνό που τεντώνει τις αισθήσεις. Η καλή πίστη επιστρέφει στο "Thanksgiving Moon" ή η κεκαλυμμένη πικρία, αφού ο David Michael λατρεύει τα διφορούμενα νοήματα αναρωτώμενος αν πρόκειται για ένα αστέρι ή έναν από τους ρηχούς μικρούς θριάμβους. Τα πνευστά θυμίζουν την εκλεπτυσμένη, βαριά αλλά και αποστασιοποιημένη μουσική μιας marching band.

Στο "Fire Of Birds" η μεγαλοπρέπεια των εγχόρδων φτιάχνει ένα συννεφάκι ισορροπίας και γοητείας, θυμίζοντάς μας ίσως για πρώτη φορά ότι ο David Michael έχει γεννηθεί στον αιώνα μας. Ο ίδιος σταματάει να ψιθυρίζει και αρχίζει να τραγουδάει με πάθος “we danced like we were all on fire” μ’ έναν σπανιόλικο ρυθμό από δίπλα του, δείχνοντας πιο ανθρώπινος και με τα μανίκια σηκωμένα μέσα στον χαρακτήρα του ερμηνευτή.

Σ’ αυτόν το ρυθμό συνεχίζει και το επόμενο "Morning Glory Cloud" με το στίχο “I only realized today/ I thought I felt something like a shift of weight” να είναι ενδεικτικός. Περιγράφοντας πως άφησε πίσω την Νέα Υόρκη που έζησε με την οικογένειά του, είναι ενας άλλος άνθρωπος. Ελεύθερος, αχαλίνωτος και έτοιμος να περπατήσει τη Γη. Το πιάνο όμως στο τέλος μοιάζει σαν τη σκηνή που βλέπεις το τρένο να έρχεται κατά πάνω σου και το πόδι σου έχει κολλήσει στις ράγες. Τραγικό και αναπόφευκτο.

Η ελεγεία του πανέμορφου "Braid Of Voices" είναι ένας πολύ πρόωρος απολογισμός της ζωής του, φέρνοντας στο μυαλό τις πιο θλιβερές και μελαγχολικές σκέψεις κάποιου που αισθάνεται σα να παρατηρεί τη ζωή του να φεύγει. Ή απλά σα να βλέπει την ζωή των άλλων χωρίς καθρέφτη για την δική του.

Ο DM Stith είναι πραγματικά ξεχωριστός και σπάνιος δημιουργός. Αν στην πρώτη σου προσπάθεια καταφέρνεις να περάσεις μέσω ενός πολύ λεπτού δοκιμαστικού σωλήνα τόσα πολλά συναισθήματα, τόσο συνειδητοποιημένες μελωδίες και τόσο πλούσια μουσική τότε δεν μπορείς παρά να είσαι σπουδαίος.

Ή ίσως ο λόγος να είναι το γάλα που του έδιναν οι γονείς του όταν ήταν μικρός…

DM Stith - "Braid of Voices" από το Heavy Ghost

19.10.09

Radio Beans #16

Το Radio Beans επιστρέφει στις οθόνες σας και στα αυτιά σας με τη 16η εκπομπή του. Αυτή τη φορά ασχολούμαστε με τη σουηδική μουσική, σε μια αναδρομή που φτάνει από τους AΒΒΑ μέχρι τους Dungen. Εκτός απο το γεγονός οτι η σουηδική μουσική έχει φτάσει να τροφοδοτεί με ταχείς ρυθμούς τη μουσική βιομηχανία, η σημερινή εκπομπή εμπνέεται από τα έπιπλα και τα προϊόντα IKEA γενικότερα, που έχουν γεμίσει τον κόσμο με εθισμένους στον νέο καταλόγο της σουηδικής φίρμας που έρχεται κάθε Σεπτέμβρη (την uptight ας πούμε) αλλά και στα καταπληκτικά φαγώσιμά της. Η uptight επιπλέον αισθάνεται την ανάγκη να αφιερώσει τη σημερινή εκπομπή στον Όλοφ Μέλμπεργκ, ενώ εγώ θα συνεχίσω την προσπάθεια ώστε να επεκτείνω τη Σουηδική αυτοκρατορία στο αριστουργηματικό Empire.

Radio Beans 16

Tracklisting:
ABBA - "S.O.S"
Neneh Cherry - "Manchild"
The Cardigans - "Carnival"
Jay-Jay Johanson - "It Hurts Me So"
Peter, Bjorn & John - "Objects Of My Affection"
Lykke Li - "Little Bit"
I'm From Barcelona - "Treehouse"
Jens Lekman - "A Higher Power"
José González - "Killing For Love"
Fever Ray - "Seven"
Dungen - "Sluta Följa Efter"

13.10.09

And there's nothing to be afraid of

"There is only one woman on the planet who can sing a line about the modern and miraculous cleaning products we humans use to wash the crud off our dishes, and still make it sound impossibly sinister. Karin Dreijer is that woman. And it is only with her fourth release that I realise she has been winking at us all along. Knowing our nation’s propensity for entertaining and fawning over oddballs - especially the Scandinavian kind - with completely po-faced, accepting seriousness, I feel the line ‘We talk about love’ / ‘We talk about dishwasher tablets’ at once declares the following ideas: 1) ‘Yes, you do think I am a mental Scandi-pop electronic-tart who conjures spooky darkness out of every situation, however domestic’ And 2) ‘But I am in fact perfectly sane, as evidenced by my sense of humour, You. Total. Divs.’ In any event, ‘Seven’ is in all respects a Good Point, Well Made, making me hope that all the stinkily pretentious things that have been written about Dreijer do in fact make her clutch her sides behind closed doors. Anyway it’s brilliant, because now Doing The Pots will be so much more enlivening. I will be able to ponder Karin’s deliberate, mischievous oddness, rather than thrashing my way through the usual thought bog - which is about how unfair it is, that it is always me bloody doing them."

Οφείλω να συμφωνήσω σε δυο πράγματα με τη Wendy Roby και την ως άνω κριτική της για το τελευταίο single από τον ομώνυμο δίσκο της Fever Ray, "Seven", την οποία έγραψε για το Drowned In Sound. Το ένα είναι ότι κι εγώ, όπως κι εκείνη, δεν πρόκειται να ξαναδώ ποτέ τις ταμπλέτες του πλυντηρίου πιάτων - αυτές με το Ενσωματωμένο Λαμπρυντικό, με το κόκκινο μπαλάκι στη μέση, τις τρίχρωμες, τις σούπερ ντούπερ - με τον ίδιο πεζό τρόπο. Η ταμπλέτα του πλυντηρίου έχει πλέον ανέβει στα μάτια μου, και απο'δω και στο εξής θα σκέφτομαι τη διττή της υπόσταση και το συμβολισμό που απέκτησε μέσω του κομματιού, καθώς θα την ξετυλίγω απαλά για να την τοποθετήσω στον μικρό πλαστικό βωμό όπου θα θυσιαστεί στο θεό του καυτού νερού για να χαρίσει απλόχερα τις καθαριστικές της ιδιότητες στα λιγδιασμένα πιάτα μου.

Το δεύτερο είναι ότι πράγματι, ο αριθμός των κλισέ που έχουν γραφτεί για το κατα καιρούς ποιόν της Karin Dreijer Andersson είναι μεγάλος. Αλλά η αλήθεια είναι ότι κι αυτή δε βοηθάει.

Η εξέχουσα απασχόληση στη μουσική καριέρα της 34χρονης Σουηδέζας είναι, εδώ και 10 χρόνια, ν'αποτελεί το ένα δεύτερο των The Knife, με το άλλο να είναι ο αδερφός της Olaf. Οι δυο τους εμφανίζονται δημόσια αραιά και που, κι εκεί που είναι απολύτως απαραίτητο να εμφανιστούν, δηλαδή στα live, φορούν μάσκες και φαρδιά ρούχα, ώστε να μην πολυκαταλαβαίνει κανείς ποιος είναι ποιος. Το κάνουν επίτηδες, είναι μέρος του παιχνιδιού τους και απολαμβάνουν να μπερδεύουν τους πάντες, όπως λέει η Karin σε μια φετινή συνέντευξη.

Και ως Fever Ray, μόνη της δηλαδή καθώς οι The Knife βρίσκονται σε φάση διαλείμματος, συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο. Οι φωτογραφήσεις της είναι σχεδόν όλες με κάποιο κάλυμμα - γυαλιά ηλίου, εφευρετικό μακιγιάζ, κάτι πάντα υπάρχει που να κρύβει ένα μέρος του προσώπου της. Κι ο ήχος της δεν απέχει πολύ. Η πέρα για πέρα τεχνητή υφή των keyboards υπάρχει παντού, τα beats είναι κι εδώ ψυχρά και κοφτερά σαν πάγος, ενώ η ίδια παίζει και πάλι κρυφτούλι μασκαρεύοντας τη φωνή της τόσο που ν'αναρωτιέσαι ποιος είναι ο παράξενος, βαθύφωνος guest vocalist που τη συνοδεύει στο συγκρατημένα εφιαλτικό "If I Had a Heart" ή στο παράξενα ερωτικό "Dry and Dusty". Μετά βγαίνει από τη φορεσιά και μοιάζει με τον κανονικό εαυτό της, αλλά και πάλι αναρωτιέσαι τι άλλο κόλπο μπορεί να κρύβει στο μανίκι της.

Κόλπα ίσως όχι, αλλά συνεχίζει υποδυόμενη διάφορες εκφάνσεις του μυστηριώδους ρόλου της πάνω σε μελωδίες με γερά hooks, που μένουν στο μυαλό για μέρες, και υποτάσσοντας αυτά τα παγωμένα μπιτάκια και synths στις μελωδίες αυτές και σε ρυθμούς άλλοτε σχεδόν χορευτικούς κι άλλοτε με μια δόση εξωτισμού.

Στο προαναφερθέν "Seven", το οποίο είναι το αγαπημένο μου του δίσκου και θα το συναντήσουμε αναμφιβολα στα καλύτερα κομμάτια της χρονιάς, ταμπλέτες be damned, ένα τεράστιο, κολλητικό ρεφραίν έρχεται σερφάροντας πάνω σ'ενα κύμα ζεστού ρυθμού που, εξερευνώντας τον, διαπιστώνεις ότι του ταιριάζουν νωχελικές, σέξι, σχεδόν ανατολίτικες κινήσεις. Πιο ανατολικά ακόμα μας πηγαίνει το "Triangle Walks", με τα κινέζικα keyboards του και τον περίεργο, ασύμμετρο ρυθμό του να συναντούν κάτι που θα μπορούσε να βρίσκεται στο ρεπερτόριο του Schiller.

Το "Now's the Only Time I Know" μας επαναφέρει σε πιο ευρωπαϊκά εδάφη, ταιριάζοντας μια υπέροχη κορύφωση σ'ένα κουπλέ που μοιάζει σαν μικρό βγάλσιμο του καπέλου στο "Self Control" της Laura Branigan από την καρδιά των - κάποτε παρεξηγημένων αλλά τώρα επιστρεψάντων θριαμβευτικότατα, και πολύ το γουστάρουμε εμείς τα παιδιά τους - '80's. Στο "I'm Not Done" η Karin επανέρχεται απειλητική, πάνω σ'εναν ακόμα ελαφρώς ανατολίτικο, ελαφρώς tribal ρυθμό και κάτω από άλλο ένα παχύ, ορμητικό μελωδικό σύννεφο, με όλα αυτά να πλέκονται σ'έναν ακαταμάχητο συνδυασμό. Το "Keep the Streets Empty For Me" αμέσως μετά χαμηλώνει τους σφυγμούς και τη θερμοκρασία αισθητά, με τον αργό αλλά ανησυχητικά επίμονο ρυθμό του, και το "Coconut" μας οδηγεί στην έξοδο με ένα μεγαλοπρεπές ριφάκι του keyboard, φέρνοντας στο μυαλό έναν τροπικό παράδεισο στημένο στο Βόρειο Πόλο.

Ναι, όλα τα κλισέ που θα μπορούσε κανείς να πετάξει στην Karin ισχύουν. Αναπόφευκτα, το κείμενο γεμίζει με μυστηριώδη πράγματα του Βορρά, ξωτικά και παγόβουνα, και όλα όσα είναι γνωστά για την καταγωγή και την προϋπηρεσία της μοιάζουν με τον γνωστό ελέφαντα μέσα στο σαλόνι. Η ίδια η Karin, όμως, φρόντισε να του φερθεί όπως η Claudine Longet (με τη συμπαράσταση του ασύλληπτου Peter Sellers) στο κλασικό The Party (δεν υπάρχει "δεν το έχω δει" γι'αυτήν την ταινία, νοικιάστε το χτες): τον ζωγράφισε με διάφορα χρώματα, τον καβάλησε και όρμησε μαζί του μέσα στη σαπουνάδα, παίζοντας μαζί του και με όλους εμάς τους καλεσμένους. Το πανέμορφο, προσωπικό, θελκτικό αποτέλεσμα τη δικαιώνει περίτρανα. Χαρίζοντας ταυτόχρονα μια νέα διάσταση στο πλύσιμο των πιάτων.

Fever Ray - "I'm Not Done" από το Fever Ray

12.10.09

Make it big with shiny teeth/ Maybe add a little mole

Συνομιλία μεταξύ early-40άρας μάνας και 9χρονου γιου μπροστά σε περίπτερο στον Πειραιά.

(μάνα) «Νίκο έλα, πάμε!»
(γιος) «.....» (χαμηλόφωνα)
(μάνα) «Τ'είν'αυτό; Μαθαίνω Σχέδιο. Τι δουλειά έχεις εσύ μ'αυτά;»
(γιος) «Μα ......» (χαμηλόφωνα)
(μάνα) «Πάρε ένα παγωτό να τελειώνουμε.»

Σωστά. Με το σχέδιο δε βγάζεις λεφτά μεγαλώνοντας... Δε γίνεσαι ούτε γιατρός, ούτε δικηγόρος, ούτε CEO. Ούτε καν αρχιτέκτονας. Φάε καλύτερα ένα παγωτάκι να γίνεις ένας σωστός, υπέρβαρος Έλληνας.

Jens Lekman - "Draw a Dinosaur For Me" (ακυκλοφόρητο κομμάτι που μπορείτε να κατεβάσετε δωρεάν και νόμιμα από εδώ!)

9.10.09

Soundtracking Moments #5: 8/10/09, 07.07μμ

Είχα ν'ακούσω το δίσκο χρόνια. Τον θυμήθηκα από μια από τις πολλές λίστες που επιχειρούν να δώσουν μια εικόνα για το τι είδους μουσική δεκαετία διανύουμε για λίγους μήνες ακόμα («πολυσυλλεκτική» θα μπορούσε να είναι ένα πρώτο, πρόχειρο συμπέρασμα), τον πέρασα στο πιστό μου Zen και τον πήρα μαζί μου. Και κατάφερε μ'ευκολία να με κάνει να τον προτιμήσω από πολλά καινούρια - ήταν απ'την αρχή μεγάλη αδυναμία, άλλωστε. Κρατούσε ακριβώς όσο και η διαδρομή από την Καλλίπολη ως τη Βικτώρια. Το τελευταίο κομμάτι μπήκε με τα γνωστά, σχεδόν μηχανικά του βήματα τη στιγμή που είχα σηκωθεί για να βγω απ'το βαγόνι. Το πρώτο κύμα της αγαπημένης, επικής μελωδίας με χτύπησε έτσι όπως στεκόμουν, και με μιας το τιγκαρισμένο βαγόνι σα να άδειασε. Τα φώτα του τούνελ που φαίνονταν να τρέχουν έξω απ'το παράθυρο άρχισαν να μοιάζουν με διάδρομο απογείωσης. Ο κόσμος γύρω με κοίταζε - τους έβλεπα αλλά ήμουν σίγουρη ότι αν ανοιγόκλεινα τα μάτια θα εξαφανίζονταν. Μια κυρία με σκούντηξε στην πλάτη. Γϋρισα και την είδα ν'ανοιγοκλείνει το στόμα. Υποθέτοντας (σωστά) ότι με ρώταγε αν θα κατέβω, έγνεψα με το κεφάλι «ναι». Όντως θα κατέβαινα απ'το βαγόνι του ηλεκτρικού, αλλά όχι απ'το διαστημόπλοιο των Grandaddy. Όχι για χάρη της κι όχι για χάρη οποιουδήποτε.

"So you'll aim toward the sky" προδίκαζε ο Jason Lytle, με την απαλή, παιδική σχεδόν φωνή του. Ακολουθώντας τη συμβουλή του, ανέβηκα βιαστικά τις σκάλες της εξόδου - οι οποίες σκάλες πριν μερικά χρόνια έγιναν η αφορμή για να τσακωθώ με τον έως τότε κολλητό μου. Το πεζοδρόμιο της Χέυδεν έμοιαζε απόκοσμο. Περπάτησα μέχρι το φανάρι ακούγοντας το κυκλικό μοτίβο του πιάνου και τα έγχορδα σε φουλ ένταση. Κόσμος πηγαινοερχόταν βιαστικός. Πέρασα μαζί τους απέναντι στην πλατεία την ώρα που μια μυρωδιά τηγανίλας μου γέμισε απότομα τα ρουθούνια. Κόσμος που ψαχνόταν κι έψαχνε, αλλά εγώ άκουγα μόνο το τραγούδι που στροβιλιζόταν ολοένα προς τα πάνω. Κοίταξα τον ουρανό πάνω από τα σκοτεινά δέντρα, της πλατείας, ενώ ένα γλυκό αεράκι έδιωχνε την τηγανίλα μακριά κι έμοιαζε ικανό να διώξει και όλα τα υπόλοιπα, ώστε να προετοιμαστούμε για την απογείωση.

Grandaddy - "So You'll Aim Toward the Sky" από το The Sophtware Slump

7.10.09

A gift of the gods in your city of gold/ And you'll piss it all/ You had it all

Θυμάστε αυτό το εξωφρενικό βίντεο κλιπ των γκέι εβραίων (αν πιστέψουμε τα σχόλια στο youtube) Army Of Lovers; Φυσικά και το θυμάστε μια και το "Crucified" έχει σημαδεψει τα παιδικά/εφηβικά μας χρόνια με το υπερβολικά γυαλιστερό, φιλικό προς την γκέι κουλτούρα πανηγύρι του, τα ζουμερά στήθη της La Camilla που ήταν σε πρώτο πλάνο, τον μελαχρινό μακρυμάλλη με τις ζαρτιέρες που έπαιζε βιολί και αντί για δοξάρι χρησιμοποιούσε μπαγκέτα ψωμιού και τον ξανθό σωσία του Jack Black ντυμένο με την στολη του Ναπολέοντα. Δεν ξέρω πόσο τιμά τους Wild Beasts η νοητική σύνδεση που κάνω με τη μουσική τους και το βιντεοκλίπ των συμπαθών γκέι Εβραίων εμένα πάντως δε με τιμά καθόλου.

Ακόμα κι έτσι θα ηταν φοβερά αστεία μια εναλλακτική πραγματικότητα (από πολλές απόψεις) που θα έφερνε τα άγρια κτήνη πρωταγωνιστές στο βίντεο, φορώντας ένα σωρο μακριά φορέματα και ρούχα της Βικτωριανής Αγγλίας, με ψεύτικες ελιές, περούκες και χαρωπό μακιγιάζ, και φυσικά τα οπερατικά φωνητικά στολισμένα απο το «κάποιος μου πατάει τον κάλο» φαλσέτο του Hayden Thorpe.

Πιθανότατα και οι ίδιοι δεν θα είχαν αντίρρηση σ'αυτό μιας και έχουν αποδείξει ότι έχουν χιούμορ και διαθέτουν τη διάθεση για να πειράξουν τον ακροατή. Κατ'αρχήν τα φωνητικά του Hayden Thorpe είναι τα πιο περίεργα που θα ακούσετε τον τελευταίο καιρό. Μοιάζει σαν ένα μεγάλο υπερβολικό αστείο αυτή η μίξη Matt Bellamy και Antony Hegarty αλλά καθώς αρχίζει να συνηθίζεται η ελεγχόμενη κραυγή του θα συνειδητοποιήσουμε οτι προσθέτει στα τραγούδια ένα πλεονέκτημα που παρόμοιό της δεν έχει κανένα αντίστοιχο ανταγωνιστικό συγκρότημα που ξεκίνησε πρόσφατα. Δηλαδή μια μοναδική φωνή που θα έκανε τον Jeff Buckley να ξαναζωντανέψει για να κονταροχτηπηθεί μαζί της για τον τίτλο της "ανδρικής σόουλ ντίβας". Εκτός απο τη σόουλ χροιά της, η φωνή του Hayden είναι ένα ολόκληρο ερμηνευτικό παζάρι όπου μπορείς να διαλέξεις ξέφραγους λαρυγγισμούς για ροκ της αρένας ή αισθαντικές υπό απόλυτο έλεγχο γατίσιες πινελιές. Τα φωνητικά όμως δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του Hayden αφου οι καταγόμενοι απο το Κένταλ της Αγγλίας Wild Beasts έχουν και τον Tom Fleming να τα μοιράζεται μαζί του. Ο Fleming, που είναι και ο μπασίστας του συγκροτήματος, έχει μια διαφορετική προσέγγιση - δεν θα μπορούσε άλλωστε να μοιάζει με του Thorpe - μιας και διαθέτει βαρύτερη, πιο βόρεια φωνη που φέρνει στο μυαλό έναν πιο μπάσο Guy Garvey. Με μεγαλύτερη βαρύτητα στις εκφράσεις του και στα νοήματά του σε σύγκριση με τον Hayden, ακούγεται "ραγισμένος" και αισθαντικός. Στηριζόμενοι σε αυτές τις δύο πολύ καλές φωνές οι Wild Beasts έπρεπε να προσπαθήσουν για να μην κάνουν κάτι καλό.

Αίσθηση του χιούμορ όμως επιδεικνύουν και στους στίχους τους. Η τάση προς την ειρωνεία και ο δημιουργικός μηδενισμός που βιώνουν οι περισσότεροι καλιτέχνες του σήμερα δεν ξέχασε κι αυτούς.

"This is a booty call; my boot up your arse hole/ This is a Freudian slip; my slipper in your bits" τραγουδαει σαν καλλίφωνος κεραμιδόγατος ο Thorpe στο πρώτο κομμάτι του δίσκου. Ακούγεται ελκυστικός και σαγηνευτικός, με ένα δροσερό και σε διαρκή κίνηση ριφάκι της κιθάρας να δίνει την απαραίτητη art punk αίσθηση που εκτιμά η εταιρία τους η Domino, ενώ η σφιχτή σαν κορσές της La Camilla rhythm section που πετάγεται μέχρι το μαγαζί με τα έθνικ φαγητά να τσιμπήσει κάτι και ξανάρχεται σε κρατάει στη θέση σου.

"We're just brutes bored in our bovver boots/ We're just brutes clowning 'round in cahoots/ We're just brutes looking for shops to loot/ We're just brutes hoping to have a hoot" προσπαθεί να μας πείσει ο Thorpe με τη φωνή του να είναι τελείως αταίριαστη μ'αυτά που τραγουδάει αλλά παρ'όλα αυτά είναι αναγκαία περιγραφή για μια μπάντα που λέγεται Wild Beasts. Σαν τραγουδίστρια καμπαρέ που κρύβει μαχαίρι κάτω απο τις ψηλές της κάλτσες.

Στο πιο χαρακτηριστικό κομμάτι του δίσκου, το "All King's Men", ο Fleming τραγουδάει με απόλυτη σοβαρότητα για έναν Βικτωριανό χορό παρομοιάζοντάς τον με νυφοπάζαρο, και περιγράφει τις γυναίκες που βρίσκονται εκεί ως μηχανές εκκόλαψης παιδιών, με τον Thorpe να ξεκινάει να ουρλιάζει στην αρχή κάθε κουπλέ ωσάν κυρία που της έβαλαν χέρι κάτω από το φόρεμα της. Το αστείο είναι οτι ουρλιάζει περισσότερο σαν από υποχρέωση στον κοινωνικό κύκλο της, παρά επειδή δεν της αρέσει. Ανάμεσα στις "απειλές" που εκτοξεύονται προς τις γυναίκες για άμεση γονιμοποίηση, οι Wild Beasts, με τη μελωδικότητά τους που μοιάζει τελείως αβίαστη και την ικανότητά τους να φτιάχνουν πιασάρικα τραγούδια, πατάνε στο κεφάλι συναδέλφους τους όπως τους καλούς, κατά τ'άλλα, Vampire Weekend που δυσκολεύονται να φτιάξουν μια αξιομνημόνευτη μελωδία.

Μπορεί η μουσική των Wild Beasts να παίζει στο γήπεδο της ποπ σαν έμπειρος παίκτης που έχει φάει τα γήπεδα με το κουτάλι αλλά τα σκοτεινά και μη εύπεπτα στοιχεία δεν απουσιάζουν. Στο τρομερό "We Still Got The Taste Dancing In Our Tongues", που ήταν και το πρώτο σινγκλ του δίσκου, όλα τα λεφτά εκτός απο το σοπράνο παιχνίδισμα του Thorpe είναι η ειδυλλιακή εικόνα όπου σε μεταφέρει το "καθαρό" και ζεστό πιάνο που θυμίζει βουτιά σε έναν καταρράκτη.

Η μελαγχολία του Fleming στα "Two Dancers" και "Two Dancers ΙΙ" σου δαγκώνει την καρδιά με τις τραγικές τους εικόνες και την εγκατάλειψη που τα διέπει απο άκρου εις άκρο. Δυο καρδιές που δεν είναι πια μαζί, ένας δημόσιος εξευτελισμός, ο θάνατος φυσικός ή μεταφορικός ενός πλάσματος που μεγάλωσε απο τα σπλάχνα σου και ζητάει την ελευθερία του, βαραίνουν πολύ το κλίμα του δίσκου που γίνεται ασήκωτος με τη σοβαρή αλλά ταραγμένη φωνή του Fleming.

Ο ίδιος ψάχνει την κάθαρση στο "Empty Nest" που τραγουδάει με την σοφία και την απογοήτευση ενός πατέρα που βρίσκει άδειο το σπίτι του συνειδητοποιώντας ότι το παιδί του έχει μεγαλώσει κι έχει φύγει "The day you moved off/ the whole village mourned/love's no kind of joke/ or something small". Φοβούμενος παράλληλα για τις αγκαλιές που θα το ψάχνουν με λαγνεία και διερωτώμενος γιατί το μικρό άφησε τη ζεστή φτερούγα του που τα ήξερε όλα και το προστάτευε - "And where will you go?/ there's things you don't know/ fingers tearing your clothes/ baby ungrown/ you had it all." Ο πατέρας/ εραστής/ προστάτης αποδέχεται την πραγματικότητα και κάνει το αυτονόητο και μοναδικό που του έμεινε. Aφήνει την πόρτα ανοιχτή και μαζί με την ελπίδα να του ξαναέρθει πίσω αυτό που αγάπησε τόσο πολύ, ελπίζει να πετάξει έξω και η μοναξιά του. "And suffering alone/ your bowl emptied out/ all your secrets known/ I welcome your call/ these walls don't fall".

Τα τελευταία δυο χρόνια ήταν σίγουρα συναρπαστικά για τους Wild Beasts αφού μετά το περσινό Limbo, Panto άρχισε να ψιθυρίζεται τ'όνομά τους, ενώ φέτος το δεύτερό τους άλμπουμ Two Dancers έφτιαξε ένα ωραίο hype γύρω απ'αυτό. Οι ίδιοι πάντως μετά απο πολύ καιρό θα πρέπει να θυμούνται με ευχάριστα και ζεστά συναισθήματα τη φετινή χρονιά, γιατί ήταν αυτή που ξέβρασε το πρώτο τους μεγάλο αριστούργημα.

Αν υποθέσουμε ότι τους επηρέασε το καλλιτεχνικό κίνημα απο το οποίο δανείστηκαν το όνομά τους, τότε τα άγρια κτήνη του Κένταλ έκαναν πολύ καλή δουλειά. Με τις μελωδίες τους να είναι έντονες, ζωηρές και ζωντανές, τα ηχοχρώματα των κιθάρων τους να κοκκινίζουν και να ανθίζουν απροκάλυπτα, ένας πίνακας του Ματίς θα είχε ροδισμένα μάγουλα ευχαρίστησης στη σκέψη να μελοποιηθεί απο αυτούς.

Wild Beasts - "The Empty Nest" από το Two Dancers

5.10.09

Whether dressed in/ Disciplined style/ Nevermind/ When you're small/ You spend your life crawling



Πέθανες - κι έγινες και συ: ο καλός.

Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες

Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το'ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
Κοιμού εν ειρήνη δε θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω.

(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).

Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Δε θα'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.


(Απο το ποίημα "Επιτύμβιον" του Μανόλη Αναγνωστάκη. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ο Στόχος που κυκλοφόρησε το 1970)

Morrissey - "It's Hard To Walk Tall When You're Small" από το You Are The Quarry (Deluxe Edition)

2.10.09

Ιf Υou Want The Neighbors Woke/ You'll Have To Shout Even Louder

gfhdfhΤα προχθεσινά γενέθλια της Annie Clark (St.Vincent) και το βιντεάκι που βάλαμε με την εμφάνισή της στον Jimmy Kimmel μας υπενθύμισαν πόσο καλή χρονιά είναι η φετινή για την, γεννημένη στην "πρωτεύουσα του πετρελαίου" Tulsa, τραγουδοποιό.

Ίσως επειδή μεγάλωσε σε μια μεγάλη και βαρετή επιχειρηματούπολη όπως η Tulsa, η Annie Clark διάλεξε ως ψευδώνυμο ένα εξωτικό νησί της Καραιβικής. Τώρα πλέον μπορεί να πάρει την εκδίκησή της βεβαίως και να ζήσει όπου θέλει, αφού το φετινό της άλμπουμ με τίτλο Actor τα πήγε πολύ καλά με τους κριτικούς αλλά και αρκετά καλά με το καταναλωτικό κοινό.

Η St.Vincent ξεκίνησε ως μέλος των Polyphonic Spree, μιας γιγάντιας κολεκτίβας που δεν της έδινε και πολλά περιθώρια να ξεχωρίσει. Αν λάβουμε υπ'όψιν το γεγονός οτι συνήθως όλοι φόραγαν τα ίδια ρούχα, το πράγμα γινόταν ακόμα πιο δύσκολο. Στη συνέχεια ήρθε η προαγωγή και το touring με τον Sufjan Stevens που εκτίμησε τις φωνητικές και μουσικές ικανότητες της νεαράς Annie οπότε και την έμπασε στην μπάντα με την οποία έκανε περιοδεία. Η Annie βρήκε την ευκαιρία να προμοτάρει και το μικρούτσικο EP που είχε βγάλει εκείνη τη χρονιά (το 2006), με τίτλο Paris Is Burning.

Αυτό ήταν το προειδοποιητικό χτύπημα, αφού τον Ιούλιο του '07 κυκλοφορεί τον πρώτο της προσωπικό δίσκο με τίτλο Marry Me. Τον τίτλο του δίσκου τον εμπνεύστηκε απο ατάκα που επαναλάμβανε συχνά πυκνά η Maebe Funke απο το Arrested Development. Αν δεν ξέρετε τι είναι το Arrested Development θα περιμένω εδώ πέρα υπομονετικά μέχρι να το βρείτε στο βιντεοκλαμπ σας/ κατεβάσετε απο το ίντερνετ. Αρκεί να ξέρετε οτι είναι η καλύτερη αμερικάνικη κωμωδία της δεκαετίας που μας αφήνει σύντομα.

Λοιπόν περιμένω.....





Ακόμα να το βρείτε;





Θέλει και υπότιτλους...





Εντάξει. Αφού λοιπόν το είδατε και γελάσατε με όλη σας την καρδούλα θα συνεχίσουμε την ιστορία της St. Vincent.

Το Marry Me λοιπόν ήταν ένα πάρα πολύ καλό ντεμπούτο που πολύ σύντομα, απο την πρώτη φορά που το άκουγες δηλαδή, αποκάλυπτε την ευχέρεια της St. Vincent στο να ξετυλίγει όμορφες και πλούσιες μελωδίες καθώς και να σε κάνει να σκέφτεσαι λίγο παραπάνω με τους έξυπνους στίχους της και την πονηρή σαν μύτη γάτας αφήγηση της. Ενδεικτικός είναι ο τίτλος του τραγουδιού "Jesus Saves, I Spent", ή ο στίχος απο το "Paris Is Burning", "I'm on your side when nobody is, cause nobody is/come sit right here and sleep while i slip poison in your ear". Για κάθε παραφορά του λόγου που μοιάζει με χάιδεμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού υπάρχει και μια στροφή με ένα δηλητηριώδες τσίμπημα προς πάσα κατεύθυνση.

Η ικανότητα της Clark να φτιάχνει ετοιμόλογα και ευφυή τραγούδια εκτιμήθηκε δεόντως, φέρνοντάς την υποψήφια στα PLUG awards του 2008 σε ουκ ολίγες κατηγορίες και ανακηρύσσοντάς την νικήτρια στην κατηγορία της "Καλλιτέχνιδας της χρονιάς".

Έτσι που το σίδερο ήταν ζεστό, η Annie έβαλε μπρος το δεύτερο της άλμπουμ το οποίο όπως είπαμε ονόμασε Actor. Η ίδια λέει οτι η έμπνευση της ήρθε βλέποντας ταινίες του Woody Allen και της Disney. Μάλιστα λέει οτι είδε την όλη διαδικασία σαν μια προσπάθεια να συνοδεύσει ηχητικά το οπτικό υλικό απο αυτές τις ταινίες. Το οποίο δεν είναι κακή ιδέα εδώ που τα λέμε γιατί και οι βαρετές ιστορίες του αιωνίως ευνοημένου Μickey Mouse θα είχαν ένα παραπάνω ενδιαφέρον, ενώ και οι τελευταίες ταινίες του Allen, παρότι η νεοϋορκέζικη τζαζ τους πάει, θα ζωντανεύανε λιγάκι με στίχους σαν και αυτούς: "I lick the ice cubes from your empty glass/ Oh, we've stayed much too late 'til they're cleaning the ashtrays" ή "Do you have change or a button or cash?/ Oh, my pockets hang out like two surrender flags".

Μια άλλη πραγματικότητα που χαρακτήρισε την ηχογράφηση του Actor ήταν ο περιορισμός που επέβαλλαν οι γείτονες στην Annie, αφού ο δίσκος ηχογραφήθηκε με το GarageBand στο διαμέρισμά της στο Μπρούκλυν. Οι γείτονες γκρίνιαζαν και φανταζόμαστε οτι η σταγόνα που ξεχύλισε το ποτήρι ήταν το 20ό "HELP ME, H-E-L-P" κατα τη διάρκεια του "Marrow". Έτσι και η Annie έβαλε σαν καλό κορίτσι τα ακουστικά της και χαιρόταν μόνη της τις ξαφνικές κιθαριστικές σφυριές που έχει απλώσει σε αρκετά κομμάτια του δίσκου.

Ο δίσκος χαρακτηρίζεται απο ποικιλία και παραστατικότητα. Μοιάζει σαν κάθε όργανο να προσπαθεί να επαναλάβει (στη δική του γλώσσα βεβαίως) τους στίχους της Annie. Οι στίχοι, που ακόμα και με τα πιο αθώα, όμορφα και αιθέρια φωνητικά κρύβουν άσβηστες φωτιές και κατσαρά βουναλάκια που έρχονται στις μύτες των ποδιών τους και τρυπάνε τα λάστιχα των αυτοκινήτων των γειτόνων.

Απο εκεί και πέρα, όμορφες αρμονίες κάνουν παρέα με τσαντισμένες κιθάρες που θέλουν να βάλουν για ύπνο τους γείτονες φιλώντας τους στο μάγουλο, μόνο και μόνο για να έχουν την ευχαρίστηση να τους ξυπνήσουν στις τρεις τα μεσάνυχτα με την ελπίδα να τους προκαλέσουν κάποια μόνιμη καρδιοαγγειακή ζημιά (γενικά έχει ένα ζήτημα σε όλο το δίσκο με τους γείτονες η Clark. Λογικό αν σκεφτεί κανείς πόσες φορές θα άκουγε το γκουπ γκουπ της σκούπας από τους από κάτω ώστε να κάνει ησυχία). Παραμυθένια αφήγηση και θέματα για τρομακτικά τερατάκια κάτω απο το κρεβάτι σου συνοδεύονται απο διστακτικά ντραμς που επιτείνουν την αγωνία, πιανιστικές πινελιές που ομορφαίνουν τις τεντωμένες αισθήσεις και βιολιά που παίζουν κρυφτό με τα κλαρινέτα που τ'ορκίζομαι κάτι κρύβουν αλλά δεν το μαρτυράνε.

Μερικοί λένε οτι η μουσική του άλμπουμ θα ήταν ιδανική για τα τρομοπαραμύθια του Tim Burton. Μπορεί, αλλά με μια διευκρίνιση. Οι ήρωες της St. Vincent δεν φοβούνται να πάρουν το νόμο στα χέρια τους - "We're sleeping underneath the bed/To scare the monsters out/ With our dear daddy's Smith & Wesson/ We've gotta teach them all a lesson" - πράγμα που κάνει τον δίσκο πιο κατάλληλο για χαρακτήρες του Burton στο στυλ του Sweeney Todd.

Η πραγματικά μεγάλη στιγμή της Annie Clark (μέχρι την επόμενη) είναι αυτός ο δίσκος. Τα κεφάλαια του Actor είναι πιο καλογραμμένα και πιο "δυνατά" απο τον προκάτοχό τους, δημιουργώντας ένα γοητευτικά μπερδεμένο με κάλλος και μελανιές μίγμα. Και δεν μπορείτε να το αρνηθείτε, αλλά η εικόνα μιας εύθραυστης, λεπτεπίλεπτης και ευπαρουσίαστης νεαρής με φόρεμα μέχρι το γόνατο να χτυπάει την κιθάρα της σα τους γιεγιέδες (που έλεγε και η γιαγιά μου) έχει την πλάκα της. Άλλο ένα παράδειγμα της μουσικής ελευθεριότητας που διαπνέει την εποχή μας, με τις συγκρουόμενες εικόνες όλο και να πυκνώνουν.

Μία απο αυτές τις μίξεις είναι και το σάουντρακ της εφηβικής ονείρωξης του καινούργιου Twilight (όπου παρεμπιπτόντως συμμετέχει και η ηρωίδα του σημερινού μας post) οπότε καταλαβαίνετε ότι τα όρια έχουν θολώσει/δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο.

Αλλά ναι... Φοβερός δίσκος. Να τον ακούσετε....

St Vincent - "Black Rainbow" από το Actor
 
Clicky Web Analytics