Με την προτελευταία συναυλιακή μας εμπειρία δεν μπορούμε να πούμε ότι ήμασταν απολύτως ευχαριστημένοι. Για την ακρίβεια, κάνοντας έναν μικρό απολογισμό, η συναυλία του Calvin Harris στην πλατεία Ασωμάτων είναι αυτή που μονίμως ξεχνάμε να αναφέρουμε ότι πήγαμε από τις φετινές. Σα να πέρασε και να μην ακούμπησε στην κυριολεξία. Αυτό είναι ένα άλλο θέμα όμως. Σε ένα αρκετά στεγνό συναυλιακό φθινόπωρο (για τα γούστα μας τουλάχιστον) η συναυλία του πρώην αρχηγού των αδικοχαμένων Strangelove, Patrick Duff έμοιαζε καλή ευκαιρία να μας ξανάρθει η όρεξη μέχρι την επόμενη (δηλαδή του Mark Gardener και της Paula Frazer).
Παρότι ταλανιστήκαμε μέχρι τελευταία στιγμή για το αν θα πρέπει να μπούμε στο Tiki, στο τέλος της βραδιάς δεν το μετανιώσαμε καθόλου. Σε μια στιγμή που κάτσαμε με την uptight στα σκαλιά στην έξοδο του χαριτωμένου μαγαζιού, κοιτώντας τον λιγοστό κόσμο και σκεπτόμενοι πόσο άσχημα πρέπει να νιώθει ο Patrick (είμαστε ευαίσθητοι, μη μας βλέπετε έτσι) ξάφνου ένας ψιλόλιγνος κοστουμάτος κύριος με υποψία καραφλοχαίτης, μικρά παραπονιάρικα μάτια και πολύ αγγλικό πρόσωπο βγαίνει από το μαγαζί και κατευθύνεται προς το άγνωστο. Πίσω του ένας τύπος τον ακολούθησε. Αφού υπήρξε η σχετική απορία, αν όντως αυτός που είδαμε να φεύγει ήταν ο Patrick, αρχίσαμε να πλέκουμε σενάρια στο μυαλό μας.
- Τσαντίστηκε επειδή τον έγραψε ο κόσμος κι έφυγε.
- Όχι ρε συ, πάει να πάρει την κόκα από το ξενοδοχείο ο άνθρωπος…
Και άλλα τέτοια. Μέχρι να αποφασίσουμε να μπούμε μέσα, εν τω μεταξύ, είχε περάσει ο μισός ελληνικός εναλλακτικός ντουνιάς. Τι Λεουνάκης, τι Φακίνος… Χαμός. Δηλαδή από αυτούς που ασχολούνται γράφοντας σε έντυπα ή κάνοντας ραδιόφωνο. Γιατί κατά τ'άλλα ελάχιστος κόσμος τίμησε τη συναυλία. Ήταν λίγος, ακόμα και για τα δεδομένα ενός μικρού μαγαζιού όπως το Tiki. Τελικά είπαμε, τι στο διάολο, και να μην δούμε τον Duff τουλάχιστον θα δούμε τον άνθρωπο που έπαιζε στην διαφήμιση εκείνου του ποτού (Drambuie?).
Αφού μπήκαμε μέσα και νιώσαμε ένα μικρό σφίξιμο στην τσέπη (20 ευρώ με το ποτό μέσα στην τιμή είναι και πάλι τσιμπημένο εισιτήριο για ένα τόσο μικρό μέρος και μια τόσο low profile συναυλία) χαλαρώσαμε όταν είδαμε πόσο όμορφα ήταν διακοσμημένο το μαγαζί. Ανεβήκαμε στο παταράκι, πιάσαμε τις ακριανές θέσεις, πλακώσαμε τα ποπ κορν και ελπίζαμε να γυρίσει ο μαέστρος.
Τελικά ήρθε και, αφού απόλαυσε ένα διστακτικό χειροκρότημα, πήρε την κιθάρα του και ξεκίνησε να παίζει προσφέροντάς μας μια, αν μη τι άλλο, διδακτική εμπειρία.
Πρώτον μας δίδαξε ότι αδικήθηκε σφόδρα από τη μοίρα αφού είχε και έχει πάρα πολύ ταλέντο στην σύνθεση απλών, αξιομνημόνευτων ροκ τραγουδιών. Πολύ καλός ερμηνευτής και με μια καθαρή φωνή που έβγαζε πάθος, δύναμη και μελωδικότητα. Το παίξιμο της κιθάρας φαινόταν ότι ήταν κάτι που το είχε δουλέψει πάρα πολύ, ενώ οι στίχοι, παρότι αρκετά κατανοητοί, δεν ήταν στο ελάχιστο ρηχοί. Η πρώην μπάντα του, οι Strangelove, ήταν ένα πραγματικά σπουδαίο συγκρότημα σε ικανότητα και ποιοτική σταθερότητα, μόνο που είχε την ατυχία να πέσει πάνω στους Suede, άλλα πιο πιασάρικα Britpop παιδιά, και απ’ό,τι μας έδειξαν τα γεγονότα σε μάλλον κακό μάνατζερ. Το ταλέντο του Duff μπορεί να συγκριθεί με τις καλύτερες μέρες του Brett Anderson και αυτό φαίνεται τώρα που και οι δύο ακολουθούν μοναχική πορεία. Απλώς το όνομα Brett Anderson είναι πολύ πιο οικείο και γνωστό αφού το συγκρότημά του βρισκόταν στην κορυφή για τέσσερα χρόνια.
Αν ακούσουμε σήμερα όμως την δισκογραφία των Strangelove θα καταλάβουμε ότι δεν είχαν να ζηλέψουν σε τίποτα τους Suede. Ίσως μόνο σε πόζα και στυλ. Για κάθε "Sleeping Pills" οι Strangelove απαντούσαν με το "Time For The Rest Of Your Life". Για κάθε "We Are The Pigs" οι Strangelove είχαν ένα "Sway". Και για κάθε "Trash" οι Strangelove πέταγαν ένα "Is There A Place For Me?". Όχι ότι απαραιτήτως τα τραγούδια των Strangelove ήταν καλύτερα από των Suede, απλά θα κοιτάζονταν περίπου από το ίδιο σκαλί.
Πάντως μη φανταστείτε ότι ήταν και στα μαχαίρια οι δύο μπάντες. Το αντίθετο μάλιστα, αφού οι Suede είχαν ακούσει τον πρώτο δίσκο των Strangelove και τους κάλεσαν για περιοδεία, ενώ αργότερα η μια μπάντα διασκεύασε την άλλη σε μια ένδειξη αβρότητας. Όπως επίσης μη νομίζετε ότι κανείς δεν ήξερε τους κακόμοιρους Μπριστολιανούς καλλιτέχνες. Ίσα ίσα που έκαναν support στους Radiohead στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας με τον Ed O’Brien να δηλώνει ότι "Τhey were inspirational. Apart from their trousers”. Ο John Peel τους κάλεσε να κάνουν δύο από τα περίφημα sessions του, είχαν αρκετά singles με πολύ υψηλές πωλήσεις και, ένα χρόνο πριν διαλυθούν, sold out στο Astoria και στο Shepherd's Bush.
Σημαντικά επιτεύγματα, αλλά μάλλον ο Patrick προσπαθεί να μην τα θυμάται. Κάτι τέτοιο μας δείχνει το γεγονός ότι παραμέρισε το υλικό τους για χάρη των δύο σόλο του δίσκων. Ο πρώτος του δίσκος, μετά την περιήγησή του στην Αφρική και τη συνεργασία του με την γηραιά Αφρικανή τραγουδίστρια Madosini, ήρθε το 2005 με τίτλο Luxury Problems. Οι κριτικές ήταν αρκετά καλές αλλά πλέον ο Duff θα έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή, αφού ελάχιστοι από τη νέα γενιά τον ήξεραν ενώ οι παλαιότεροι τον είχαν σαν μια μακρινή ανάμνηση.
Και φτάνουμε στο δεύτερό μας συμπέρασμα που μας ήρθε σαν σκέψη όταν μετά το τέλος της συναυλίας ο Duff διέκοψε για λίγο τη μουσική, που είχε ξεκινήσει να βάζει και πάλι ο dj, πληροφορώντας μας ότι μπορούμε να αγοράσουμε τον δεύτερο προσωπικό του δίσκο αφού είχε μαζί του μερικά CD. Οι πρώτες πληροφορίες για την κυκλοφορία του Mad Straight Road έδιναν ως ημερομηνία τον Ιούνιο. Αυτό δεν έγινε, ενώ όπως μάθαμε από αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη ο δίσκος θα κυκλοφορούσε τον μήνα που διανύουμε. Αφού εν τω μεταξύ είδαμε ότι ο Patrick πούλαγε μόνος του τα CD του άλμπουμ, τα οποία ήταν εμφανώς προσφάτως γραμμένα σε CD-R, χωρίς να γράφουν τίποτα άλλο πέρα από το όνομα του καλλιτέχνη, τον τίτλο του δίσκου και την tracklist (έναντι 12 ευρώ παρακαλώ), φτάνουμε στο συμπέρασμα οτι δεν ενδιαφέρεται μέχρι στιγμής κάποια εταιρία να κυκλοφορήσει τον δίσκο.
Στην ουσία εδώ δεν μιλάμε για αναγέννηση από τις στάχτες και αλλαγή πορείας. Μιλάμε για κανονικό θάνατο και γέννηση ενός άλλου, καινούργιου ανθρώπου και τραγουδιστή. Όπως λέει ο Patrick στην ίδια συνέντευξη στο Crackerjack του Μπρίστολ, “The person I was – he had to die. Some people could have carried on being that person but I couldn’t. I had to let it go, and I had invested a lot in it, and it was a painful process. I just couldn’t maintain that image any more.”
Για να προσθέσει “When I was about 28, 29 years old I had got to the point where I couldn’t carry on living the way I was. I had to grow up, I had to change, I had to shed that skin. If I hadn’t, I would still be that person now and that would be... ugly."
Οπότε μπορεί να κάναμε τζακ-ποτ και να βρήκαμε τον λόγο της διάλυσης των Strangelove. Το θέμα είναι ότι ίσως τώρα αρχίζει να συνειδητοποιεί τι πάει να πει αληθινός καλλιτεχνικός θάνατος, μιας και ξεκινάει από την ίδια αφετηρία που βρίσκονται ένα τσούρμο 20άρηδες. Και δεν είμαι πολύ σίγουρος ότι αυτό μπορεί να το αντέξει κάποιος στα 40 του.
Και πάμε στο τρίτο και τελευταίο συμπέρασμα. Το υλικό των δύο δίσκων είναι καλό. Και θα μπορούσε να σταθεί στη σημερινή μουσική διεκδικώντας ένα πολύ σεβαστό μερίδιο. Το ζήτημα είναι, μπορεί να αντιπαρέλθει ο καινούργιος νεαρός/40άρης Patrick τον ήχο του μίξερ του μπάρμαν την ώρα των τραγουδιών του; Τον ελάχιστο κόσμο που τον παρακολούθησε; Τον ελλειπή ηχητικό εξοπλισμό του μαγαζιού που μικροφώνιζε με την πρώτη ευκαιρία; Τους θαμώνες που βρίσκονταν στο παταράκι δίπλα μας και άξιζαν ένα πυρωμένο σίδερο στα πισινά τους μιας και δεν το βουλώσανε ούτε για μια στιγμή; Μπορεί να αντιμετωπίσει αυτά και πολλά άλλα από τα προβλήματα που προκύπτουν όταν ψάχνεις από την αρχή την τύχη σου; Ο Patrick που είδαμε εμείς, πάντως, φαινόταν να εκνευρίζεται και να βγαίνει από τα νερά του με αυτές τις μικρές αλλά ενοχλητικές αναποδιές. Προς το τέλος όμως, όταν και άρχισε να ανεβαίνει η ποιότητα των τραγουδιών του και να βρίσκει κοινά σημεία με τους ήρωές του Bad Seeds παίρνοντας αποστάσεις από τη folk του, άλλου ήρωά του, Dylan κι έπαιρνε όλο και πιο ζεστό το χειροκρότημα, έμοιαζε σαφέστατα πιο χαρούμενος και πιο άνετος.
Δεν ξέρουμε αν έφυγαν όλοι ευχαριστημένοι (στον άνθρωπο που ανακάλυψε το πραγματικό δεύτερο επάγγελμα του Phil Selway - υπάλληλος σε τράπεζα - και γενικότερα θεούλη Μάνο Μπούρα δεν άρεσε πάντως), αλλά εμείς αποχωρήσαμε με μια αίσθηση χαλαρότητας και ηρεμίας, γεμάτοι από καλή ζωντανή μουσική που την έχουμε στερηθεί τώρα τελευταία. Θα μας συνοδεύει για αρκετό καιρό η νοητική φωτογραφία που βγάλαμε (άμα δεν έχεις κινητό μαζί περιορίζεσαι στις νοητικές) από το πατάρι όπου βρισκόμασταν, με την πολύ ωραία εικόνα του Patrick να τραγουδάει και να παίζει κιθάρα λουσμένος στο κόκκινο φως ενώ από το ταβάνι κρέμονταν μπουκέτα από λουλούδια, και στο δρόμο πίσω του, μέσα από τα στόρια, φαινόταν η σιλουέτα μιας νερατζιάς να χορεύει στους ρυθμούς του δροσερού Οκτωβριανού αέρα.
Patrick Duff - "Song to America" από το Luxury Problems
Παρότι ταλανιστήκαμε μέχρι τελευταία στιγμή για το αν θα πρέπει να μπούμε στο Tiki, στο τέλος της βραδιάς δεν το μετανιώσαμε καθόλου. Σε μια στιγμή που κάτσαμε με την uptight στα σκαλιά στην έξοδο του χαριτωμένου μαγαζιού, κοιτώντας τον λιγοστό κόσμο και σκεπτόμενοι πόσο άσχημα πρέπει να νιώθει ο Patrick (είμαστε ευαίσθητοι, μη μας βλέπετε έτσι) ξάφνου ένας ψιλόλιγνος κοστουμάτος κύριος με υποψία καραφλοχαίτης, μικρά παραπονιάρικα μάτια και πολύ αγγλικό πρόσωπο βγαίνει από το μαγαζί και κατευθύνεται προς το άγνωστο. Πίσω του ένας τύπος τον ακολούθησε. Αφού υπήρξε η σχετική απορία, αν όντως αυτός που είδαμε να φεύγει ήταν ο Patrick, αρχίσαμε να πλέκουμε σενάρια στο μυαλό μας.
- Τσαντίστηκε επειδή τον έγραψε ο κόσμος κι έφυγε.
- Όχι ρε συ, πάει να πάρει την κόκα από το ξενοδοχείο ο άνθρωπος…
Και άλλα τέτοια. Μέχρι να αποφασίσουμε να μπούμε μέσα, εν τω μεταξύ, είχε περάσει ο μισός ελληνικός εναλλακτικός ντουνιάς. Τι Λεουνάκης, τι Φακίνος… Χαμός. Δηλαδή από αυτούς που ασχολούνται γράφοντας σε έντυπα ή κάνοντας ραδιόφωνο. Γιατί κατά τ'άλλα ελάχιστος κόσμος τίμησε τη συναυλία. Ήταν λίγος, ακόμα και για τα δεδομένα ενός μικρού μαγαζιού όπως το Tiki. Τελικά είπαμε, τι στο διάολο, και να μην δούμε τον Duff τουλάχιστον θα δούμε τον άνθρωπο που έπαιζε στην διαφήμιση εκείνου του ποτού (Drambuie?).
Αφού μπήκαμε μέσα και νιώσαμε ένα μικρό σφίξιμο στην τσέπη (20 ευρώ με το ποτό μέσα στην τιμή είναι και πάλι τσιμπημένο εισιτήριο για ένα τόσο μικρό μέρος και μια τόσο low profile συναυλία) χαλαρώσαμε όταν είδαμε πόσο όμορφα ήταν διακοσμημένο το μαγαζί. Ανεβήκαμε στο παταράκι, πιάσαμε τις ακριανές θέσεις, πλακώσαμε τα ποπ κορν και ελπίζαμε να γυρίσει ο μαέστρος.
Τελικά ήρθε και, αφού απόλαυσε ένα διστακτικό χειροκρότημα, πήρε την κιθάρα του και ξεκίνησε να παίζει προσφέροντάς μας μια, αν μη τι άλλο, διδακτική εμπειρία.
Πρώτον μας δίδαξε ότι αδικήθηκε σφόδρα από τη μοίρα αφού είχε και έχει πάρα πολύ ταλέντο στην σύνθεση απλών, αξιομνημόνευτων ροκ τραγουδιών. Πολύ καλός ερμηνευτής και με μια καθαρή φωνή που έβγαζε πάθος, δύναμη και μελωδικότητα. Το παίξιμο της κιθάρας φαινόταν ότι ήταν κάτι που το είχε δουλέψει πάρα πολύ, ενώ οι στίχοι, παρότι αρκετά κατανοητοί, δεν ήταν στο ελάχιστο ρηχοί. Η πρώην μπάντα του, οι Strangelove, ήταν ένα πραγματικά σπουδαίο συγκρότημα σε ικανότητα και ποιοτική σταθερότητα, μόνο που είχε την ατυχία να πέσει πάνω στους Suede, άλλα πιο πιασάρικα Britpop παιδιά, και απ’ό,τι μας έδειξαν τα γεγονότα σε μάλλον κακό μάνατζερ. Το ταλέντο του Duff μπορεί να συγκριθεί με τις καλύτερες μέρες του Brett Anderson και αυτό φαίνεται τώρα που και οι δύο ακολουθούν μοναχική πορεία. Απλώς το όνομα Brett Anderson είναι πολύ πιο οικείο και γνωστό αφού το συγκρότημά του βρισκόταν στην κορυφή για τέσσερα χρόνια.
Αν ακούσουμε σήμερα όμως την δισκογραφία των Strangelove θα καταλάβουμε ότι δεν είχαν να ζηλέψουν σε τίποτα τους Suede. Ίσως μόνο σε πόζα και στυλ. Για κάθε "Sleeping Pills" οι Strangelove απαντούσαν με το "Time For The Rest Of Your Life". Για κάθε "We Are The Pigs" οι Strangelove είχαν ένα "Sway". Και για κάθε "Trash" οι Strangelove πέταγαν ένα "Is There A Place For Me?". Όχι ότι απαραιτήτως τα τραγούδια των Strangelove ήταν καλύτερα από των Suede, απλά θα κοιτάζονταν περίπου από το ίδιο σκαλί.
Πάντως μη φανταστείτε ότι ήταν και στα μαχαίρια οι δύο μπάντες. Το αντίθετο μάλιστα, αφού οι Suede είχαν ακούσει τον πρώτο δίσκο των Strangelove και τους κάλεσαν για περιοδεία, ενώ αργότερα η μια μπάντα διασκεύασε την άλλη σε μια ένδειξη αβρότητας. Όπως επίσης μη νομίζετε ότι κανείς δεν ήξερε τους κακόμοιρους Μπριστολιανούς καλλιτέχνες. Ίσα ίσα που έκαναν support στους Radiohead στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας με τον Ed O’Brien να δηλώνει ότι "Τhey were inspirational. Apart from their trousers”. Ο John Peel τους κάλεσε να κάνουν δύο από τα περίφημα sessions του, είχαν αρκετά singles με πολύ υψηλές πωλήσεις και, ένα χρόνο πριν διαλυθούν, sold out στο Astoria και στο Shepherd's Bush.
Σημαντικά επιτεύγματα, αλλά μάλλον ο Patrick προσπαθεί να μην τα θυμάται. Κάτι τέτοιο μας δείχνει το γεγονός ότι παραμέρισε το υλικό τους για χάρη των δύο σόλο του δίσκων. Ο πρώτος του δίσκος, μετά την περιήγησή του στην Αφρική και τη συνεργασία του με την γηραιά Αφρικανή τραγουδίστρια Madosini, ήρθε το 2005 με τίτλο Luxury Problems. Οι κριτικές ήταν αρκετά καλές αλλά πλέον ο Duff θα έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή, αφού ελάχιστοι από τη νέα γενιά τον ήξεραν ενώ οι παλαιότεροι τον είχαν σαν μια μακρινή ανάμνηση.
Και φτάνουμε στο δεύτερό μας συμπέρασμα που μας ήρθε σαν σκέψη όταν μετά το τέλος της συναυλίας ο Duff διέκοψε για λίγο τη μουσική, που είχε ξεκινήσει να βάζει και πάλι ο dj, πληροφορώντας μας ότι μπορούμε να αγοράσουμε τον δεύτερο προσωπικό του δίσκο αφού είχε μαζί του μερικά CD. Οι πρώτες πληροφορίες για την κυκλοφορία του Mad Straight Road έδιναν ως ημερομηνία τον Ιούνιο. Αυτό δεν έγινε, ενώ όπως μάθαμε από αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη ο δίσκος θα κυκλοφορούσε τον μήνα που διανύουμε. Αφού εν τω μεταξύ είδαμε ότι ο Patrick πούλαγε μόνος του τα CD του άλμπουμ, τα οποία ήταν εμφανώς προσφάτως γραμμένα σε CD-R, χωρίς να γράφουν τίποτα άλλο πέρα από το όνομα του καλλιτέχνη, τον τίτλο του δίσκου και την tracklist (έναντι 12 ευρώ παρακαλώ), φτάνουμε στο συμπέρασμα οτι δεν ενδιαφέρεται μέχρι στιγμής κάποια εταιρία να κυκλοφορήσει τον δίσκο.
Στην ουσία εδώ δεν μιλάμε για αναγέννηση από τις στάχτες και αλλαγή πορείας. Μιλάμε για κανονικό θάνατο και γέννηση ενός άλλου, καινούργιου ανθρώπου και τραγουδιστή. Όπως λέει ο Patrick στην ίδια συνέντευξη στο Crackerjack του Μπρίστολ, “The person I was – he had to die. Some people could have carried on being that person but I couldn’t. I had to let it go, and I had invested a lot in it, and it was a painful process. I just couldn’t maintain that image any more.”
Για να προσθέσει “When I was about 28, 29 years old I had got to the point where I couldn’t carry on living the way I was. I had to grow up, I had to change, I had to shed that skin. If I hadn’t, I would still be that person now and that would be... ugly."
Οπότε μπορεί να κάναμε τζακ-ποτ και να βρήκαμε τον λόγο της διάλυσης των Strangelove. Το θέμα είναι ότι ίσως τώρα αρχίζει να συνειδητοποιεί τι πάει να πει αληθινός καλλιτεχνικός θάνατος, μιας και ξεκινάει από την ίδια αφετηρία που βρίσκονται ένα τσούρμο 20άρηδες. Και δεν είμαι πολύ σίγουρος ότι αυτό μπορεί να το αντέξει κάποιος στα 40 του.
Και πάμε στο τρίτο και τελευταίο συμπέρασμα. Το υλικό των δύο δίσκων είναι καλό. Και θα μπορούσε να σταθεί στη σημερινή μουσική διεκδικώντας ένα πολύ σεβαστό μερίδιο. Το ζήτημα είναι, μπορεί να αντιπαρέλθει ο καινούργιος νεαρός/40άρης Patrick τον ήχο του μίξερ του μπάρμαν την ώρα των τραγουδιών του; Τον ελάχιστο κόσμο που τον παρακολούθησε; Τον ελλειπή ηχητικό εξοπλισμό του μαγαζιού που μικροφώνιζε με την πρώτη ευκαιρία; Τους θαμώνες που βρίσκονταν στο παταράκι δίπλα μας και άξιζαν ένα πυρωμένο σίδερο στα πισινά τους μιας και δεν το βουλώσανε ούτε για μια στιγμή; Μπορεί να αντιμετωπίσει αυτά και πολλά άλλα από τα προβλήματα που προκύπτουν όταν ψάχνεις από την αρχή την τύχη σου; Ο Patrick που είδαμε εμείς, πάντως, φαινόταν να εκνευρίζεται και να βγαίνει από τα νερά του με αυτές τις μικρές αλλά ενοχλητικές αναποδιές. Προς το τέλος όμως, όταν και άρχισε να ανεβαίνει η ποιότητα των τραγουδιών του και να βρίσκει κοινά σημεία με τους ήρωές του Bad Seeds παίρνοντας αποστάσεις από τη folk του, άλλου ήρωά του, Dylan κι έπαιρνε όλο και πιο ζεστό το χειροκρότημα, έμοιαζε σαφέστατα πιο χαρούμενος και πιο άνετος.
Δεν ξέρουμε αν έφυγαν όλοι ευχαριστημένοι (στον άνθρωπο που ανακάλυψε το πραγματικό δεύτερο επάγγελμα του Phil Selway - υπάλληλος σε τράπεζα - και γενικότερα θεούλη Μάνο Μπούρα δεν άρεσε πάντως), αλλά εμείς αποχωρήσαμε με μια αίσθηση χαλαρότητας και ηρεμίας, γεμάτοι από καλή ζωντανή μουσική που την έχουμε στερηθεί τώρα τελευταία. Θα μας συνοδεύει για αρκετό καιρό η νοητική φωτογραφία που βγάλαμε (άμα δεν έχεις κινητό μαζί περιορίζεσαι στις νοητικές) από το πατάρι όπου βρισκόμασταν, με την πολύ ωραία εικόνα του Patrick να τραγουδάει και να παίζει κιθάρα λουσμένος στο κόκκινο φως ενώ από το ταβάνι κρέμονταν μπουκέτα από λουλούδια, και στο δρόμο πίσω του, μέσα από τα στόρια, φαινόταν η σιλουέτα μιας νερατζιάς να χορεύει στους ρυθμούς του δροσερού Οκτωβριανού αέρα.
Patrick Duff - "Song to America" από το Luxury Problems
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου