Ο Michael Brutus Stith γεννήθηκε πριν 55 χρόνια, την τελευταία μέρα του πιο ξερού καλοκαιριού που έζησε η Αμερική τα τελευταία 70 χρόνια. Η γενέτειρά του ήταν μια ήσυχη κωμόπολη, που ζούσε με λιγοστά χρήματα και κυρίως λόγω του εμπορίου που κανονίζονταν δύο φορές τον μήνα όταν ερχόταν ο πλούσιος της γειτονικής πόλης μέσα στη Chevrolet Nomad του 1953. Ερχόταν για να συνάψει συμφωνίες με τους δύο ιερείς της πόλης, ώστε να αγοράζει τη νέα σοδειά των καλλιεργειών. Οι γαιοκτήμονες θα προτιμούσαν να κανόνιζαν οι ίδιοι τις συμφωνίες, αλλά η επιρροή των ιερέων στους ίδιους και τις γυναίκες τους ήταν τόσο μεγάλη που μπορούσαν μόνο να ψιθυρίζουν τα παράπονά τους.
Οι συναλλαγές του πλούσιου και των ιερέων γίνονταν στο κέντρο της πόλης, την πιο ζεστή στιγμή της ημέρας, κοντά στις 3 το μεσημέρι, και πάντοτε υπήρχε στον αέρα μια αίσθηση παρανομίας λόγω της συνάντησης αυτής. Μπορεί θεωρητικά οι συζητήσεις να γίνονταν σε κεντρικότατο σημείο και μια ώρα της ημέρας που συνήθως η πόλη ήταν πολύ δραστήρια, αλλά όταν συνέβαιναν η πόλη έμοιαζε με εγκαταλελειμμένο και έρημο σκηνικό. Τα παράθυρα κλειδαμπάρωναν και οι εργασίες περιορίζονταν μέσα στα μαγαζιά. Αν γίνονταν γεωτρήσεις ή οποιαδήποτε άλλη σκαπτική εργασία που απαιτούσε να βρίσκονται εργάτες στον δρόμο και την κεντρική πλατεία, αναστέλλονταν τη στιγμή που θα μαθευόταν ότι επίκειτο συνάντηση. Οι κάτοικοι αναφέρονταν σε αυτές τις δοσοληψίες απλά με τη λέξη «συνάντηση» και δεν ρωτούσαν περαιτέρω.
Ο πλούσιος, που κανείς δεν ήξερε ακριβώς τι επαγγέλονταν αλλά όλοι υπέθεταν ότι ήταν κάτι αξιοσέβαστο και σύμφωνο με την θεϊκή βούληση (έτσι τους έλεγαν τουλάχιστον στις καθημερινές εκκλησιαστικές συναθροίσεις, που θεωρούνταν αδιανόητο να λείπει κάποιος κάτοικος της πόλης απ’ αυτές), ερχόταν πάντοτε με γεμάτο πορτοφόλι και το πιο πρόσφατο αυτοκίνητο από το εργοστάσιο της Chevrolet. Ήταν μάλιστα αρκετά γενναιόδωρος αφού πλήρωνε σε μετρητά και πολύ παραπάνω απ’ ότι απαιτούσε η συμφωνία. Ίσως και σαν αντάλλαγμα για τη σιωπή των ιερέων αφού μόνο αυτοί ήξεραν ότι η πόλη από την οποία έρχεται ο πλούσιος είναι ένα μέρος όπου οι αιμομίκτες βρίσκουν καταφύγιο.
Όταν δυο αιώνες πριν είχε ερημώσει, ένα ζευγάρι αδελφών φυγαδεύτηκε εκεί μαζί με τα παιδιά τους. Ζούσαν για αρκετά χρόνια μόνοι τους, μέχρις ότου μεγάλωσαν τα παιδιά τους και αναπαράχθηκαν μεταξύ τους. Απ’εκεί και έπειτα η πόλη κατοικούνταν μόνο από τους απογόνους αυτής της «ανίερης συνουσίας», όπως θα έλεγαν και οι ιερείς. Ήταν κάτι σαν παράδοση το αρσενικό και το θηλυκό παιδάκι να συνευρίσκονται με την παρουσία των γονιών τους και μέχρι να έρθει η γιορτινή ημέρα που το θηλυκό θα γεννούσε τον επόμενο κάτοικο αυτής της πόλης. Όσα παιδιά γεννιόνταν με προβλήματα και αναπηρίες που έκαναν αδύνατη τη διαβίωσή τους εξαφανίζονταν μαζικά την τελευταία μέρα του καλοκαιριού. Να αναφέρουμε επίσης ότι το αγαπημένο χόμπι των κατοίκων ήταν να μαζεύουν και να μαστιγώνουν/ βασανίζουν/ πνίγουν τις γάτες που οι ίδιοι έτρεφαν. Αφού τις μεγάλωναν και τις άφηναν να γεννήσουν, σκότωναν τις μητέρες και όλα τα γατάκια εκτός από ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό. Αφού έκαναν γατάκια αυτά τα δύο, τα σκότωναν όλα εκ νέου, κρατώντας πάλι ένα αρσενικό και ένα θηλυκό, κ. ο. κ.. Μέχρι να γεννήσουν οι γάτες είχαν βασιλική και τιμητική περιποίηση. Όταν όμως ήταν άχρηστες πλέον δοκίμαζαν τους πιο βασανιστικούς και απάνθρωπους θανάτους.
Οι ιερείς για όλα αυτά κράταγαν το στόμα τους κλειστό και οι κάτοικοι που έβλεπαν την «συνάντηση» μόνο πίσω από αμπαρωμένες πόρτες δεν μπορούσαν να πάρουν τα μάτια τους από τις χοντρές τσέπες του πλουσίου και το καινούργιο του αυτοκίνητο, ώστε να προσέξουν το περίεργο σχήμα που είχε το κεφάλι του. Κάτι σαν αμόνι που ίδρωνε σα να ετοιμαζόταν να αντέξει τις σφυριές του σιδερά.
Τα εξτρά χρήματα του πλουσίου τα κρατούσαν οι ιερείς, λειτουργώντας στην ουσία σαν κουμπαράς των φτωχών οικογενειών για να μπορέσουν εκείνες να αγοράσουν αυτά που έχουν ανάγκη. Το πρόβλημα ήταν πως ποτέ καμία ανάγκη δεν ήταν αρκετή ώστε να δώσουν χρήματα σε κάποια οικογένεια που τα ζήτησε. Και όταν το παιδί της γειτονικής οικογένειας των Stith ψηνόταν στον πυρετό, οι ιερείς απάντησαν «ο Θεός διαλέγει και παίρνει τα πιο εκλεκτά ποίμνια του» στις ικεσίες της μητέρας. Το αντάλλαγμα γι’αυτή την διαχείριση των χρημάτων που έκαναν οι ιερείς ήταν η καθημερινή παρουσία των κατοίκων στις εκκλησιαστικές συναθροίσεις που γίνονταν ακριβώς στις 7 το απόγευμα.
Την 31η Αυγούστου του 1954, οι δουλειές γίνονταν όσο αργά το επέτρεπε εκείνο το ξερό καλοκαίρι που έμοιαζε με κολαστήριο. Οι εργάτες λιποθυμούσαν αρκετές φορές λόγω της ζέστης αλλά και του λιγοστού νερού που μοιράζονταν από τον εργολάβο κάθε πρωί. Οι χειρωνακτικές εργασίες γίνονταν μια αληθινή δοκιμασία αλλά η πόλη θα έπρεπε να αισθάνεται μάλλον χαρούμενη που δεν ήταν στην κατάσταση λειψυδρίας στην οποία είχε περιπέσει η «πόλη των νέγρων». Οι φήμες έλεγαν ότι στην καλύτερη περίπτωση οι αψιμαχίες για το νερό χαρακτήριζαν την καθημερινότητα της «πόλης των νέγρων», ενώ υπήρξαν ουκ ολίγες μαρτυρίες για αληθινούς φόνους πάνω από λιμνούλες νερού και λάσπης.
Όχι, η πόλη ακόμα δεν ήταν σε τέτοια κατάσταση. Και αυτό το επιβεβαιώνουν όσοι είδαν τον έναν από τους δύο ιερείς να χύνει το υπόλοιπο νερό που είχε στο μπουκάλι του αφού είχε ζεσταθεί. Μολαταύτα, η μητέρα του Michael Stith την ημέρα που τον γεννούσε αντιμετώπισε δυσκολίες σε αυτό το θέμα. Δυσκολίες οι οποίες ενισχύονταν από το ότι επίκειτο «συνάντηση», οπότε ο αδελφός της δεν θα μπορούσε να πάει να φέρει το ζεστό νερό που χρειαζόταν η αδελφή του.
Ακόμα και έτσι η μαία αποδείχτηκε πολύ ικανή και η μητέρα του μικρού Michael πολύ υπομονετική, αφού άντεξε μέχρι να βγει από μέσα της υγιής ο μικρός, μέχρι να πάει η ίδια στον «δρόμο των καλών ποιμνίων». Το κλάμα του μικρού δεν ακούστηκε σχεδόν καθόλου κατά τη διάρκεια της «συνάντησης» εκτός από την στιγμή που ο πλούσιος έφευγε. Τότε γύρισε το μακρόστενο του κεφάλι και θύμισε στους ιερείς ότι έχει ακόμα μια δουλειά γι’αυτούς. Οι ιερείς πήγαν στο πορτ μπαγκάζ της Chevrolet και πήραν στα χέρια τους ο καθένας από δύο μεγάλες και βαριές (όπως φάνηκε) σακούλες σκουπιδιών που λίγα χρόνια πριν είχαν ανακαλυφθεί. Άλλη μια απόδειξη ότι ο πλούσιος γνώριζε ό,τι καινούργιο συνέβαινε στον κόσμο. Αυτό με τις σακούλες δεν συνέβαινε πολύ συχνά, μόνο μια φορά κάθε καλοκαίρι περίπου, όπως θυμόταν ένας παλιός κάτοικος της πόλης που παρατηρούσε μέσα από τα μισάνοιχτα παράθυρα τις «συναντήσεις».
Ο Michael είχε επιβιώσει απ’ αυτή την ιστορία. Αλλά έπρεπε να έχει το μητρικό γάλα που χρειαζόταν. Ο θείος του είχε δουλέψει παλαιότερα μαζί με τους νέγρους και γνώριζε μερικά πράγματα από την κουλτούρα τους. Είχε παραξενευθεί και εντυπωσιαστεί ταυτόχρονα από την ικανότητά τους να φτιάχνουν μόνοι τους ότι χρειάζονταν και να είναι αυτάρκεις. Ο θείος του Michael λοιπόν ταξίδεψε στην «πόλη των νέγρων» και αφού τους διαβεβαίωσε ότι δεν ήρθε να πάρει το ελάχιστο νερό τους, σε μια μυστηριακή τελετή απ’την οποία δεν θυμόταν πολλά πράγματα, γύρισε με όσα μπουκάλια γάλα χρειαζόταν ο μικρός για να περάσει μια εβδομάδα. Ο θείος του Michael έκανε εκατοντάδες φορές αυτή τη διαδρομή μέχρι ο ανιψιός του να γίνει αρκετά μεγάλος ώστε να μη χρειάζεται γάλα.
Πράγματι ο Michael μεγάλωσε τόσο ώστε να αρχίσει να νιώθει μέσα στα ρουθούνια του την ανυπόφορη μυρωδιά που όλο και χειροτέρευε με τα χρόνια και αναδυόταν σε όλη την πόλη. Οι ιερείς είχαν μεγαλώσει πια ενώ υπήρχαν υπόνοιες ότι είχαν αρρωστήσει καθώς το συνεχές βήξιμό τους γινόταν όλο και πιο σκληρό. Πολλοί είπαν ότι αρρώστησαν από την μυρωδιά που γινόταν τόσο διαπεραστική που σου τρύπαγε το στομάχι.
Ο Michael είχε γίνει πια έφηβος και έχοντας μια απαράμιλλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του, έγινε ο δεύτερος κάτοικος της πόλης που έφυγε για πάντα απ’ αυτήν. Η απόφασή του έγινε δεκτή με κατάρες από την οικογένειά του, αλλά όχι και απ’τον θείο του που κρυφογελούσε και ήταν περήφανος για τον ανιψιό του. Οι ιερείς ήταν τόσο καταπονημένοι που δεν ενδιαφέρονταν πια και τον άφησαν να φύγει, δίνοντάς του μάλιστα και μερικά από τα χρήματα που χρειάζονταν για να ξεκινήσει και λέγοντάς του παράλληλα ότι ο πατέρας του ήταν καθηγητής μουσικής στην Ithaca της Νέας Υόρκης.
O ίδιος ο Michael έφτασε δουλεύοντας και σπουδάζοντας στο Buffalo της Νέας Υόρκης. Παρ'ότι απεχθάνονταν την εκκλησία, αφού πάντα του έφερνε υποσυνείδητα άσχημες μυρωδιές στο μυαλό, συμφώνησε να αναλάβει την εκκλησιαστική χορωδία συμβιβαζόμενος από τα καλά χρήματα αλλά και την ευκαιρία που είχε να κάνει κάτι που ονειρευόταν από τότε που ήταν μικρός. Ο Michael είχε μια πρωτοφανή αίσθηση του ρυθμού ενώ αγαπούσε την μουσική περισσότερο και από την ύπαρξή του. Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1970 βρήκε κάτι που λατρεύει περισσότερο και από την ζωή του αλλά και από την μουσική. Και αυτό το κάτι το παντρεύτηκε σχεδόν αμέσως. Δεν έδωσε σημασία στις ιστορίες που του έλεγε η γυναίκα του για τα παιδικά της χρόνια ούτε στο γεγονός ότι η οικογένειά της ήταν κάτι που δεν ανέφερε ποτέ.
Και πώς να την αναφέρει άλλωστε, αφού οι πρόγονοί της είχαν αφανιστεί όταν πήγαν να ζητήσουν καταφύγιο μαζί με τον παράνομο έρωτά τους και την κόρη τους σε μια πόλη που σύμφωνα με τις περιγραφές θα ορκιζόμουν ότι είναι η πόλη των αιμομικτών. Εκεί, οι γονείς της γυναίκας του Michael προσπάθησαν να αποφύγουν όλους τους συγγενείς που τους κυνηγούσαν και ήταν αντίθετοι στη σχέση αυτή. Οι αιμομίκτες στην αρχή τους δέχτηκαν, αλλά μόλις έμαθαν ότι το ζευγάρι δεν είχε πρωτύτερη συγγενική σχέση τους φυλάκισαν και τους χώρισαν. Το ζευγάρι δεν ξαναειδώθηκε ποτέ ξανά και μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν για την τύχη τους.
Η κόρη τους μέσα σε όλα αυτά επιβίωσε και μια από τις πρώτες της αναμνήσεις είναι να βυζαίνει από ένα παράξενο και σκοτεινό πλάσμα που ήταν αδύνατον να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του ενώ κουδούνιζαν στα αυτιά της μυστηριακοί ήχοι από τελετές. Καθώς μεγάλωνε, είχε υιοθετηθεί από διάφορες οικογένειες, καταλήγοντας όμως να το σκάει απ’ αυτές συνήθως κοντά στην τελευταία μέρα του καλοκαιριού. Η ίδια δεν μπορούσε να το εξηγήσει αυτό αλλά το μόνο που ήξερε ήταν ότι από ένα σημείο και μετά άρχισε να νιώθει μια φυσική απέχθεια για τους ευεργέτες της. Σα να ήξερε ότι δεν έπρεπε να ήταν μαζί τους. Ακόμα κι έτσι πάντοτε τους άφηνε ένα ευχαριστήριο σημείωμα και έφευγε ξαλαφρωμένη. Ήταν όμως τέτοια η ικανότητά της να επιβιώνει ακόμα και μόνη της που δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί από πού πήρε το κοφτερό της μυαλό αλλά και το μεγάλο ταλέντο της στη μουσική. Κοντά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, και αφού είχε βρει μια αρκετά καλή δουλειά ώστε να μπορεί να ζει αλλά και να κάνει αυτό που αγαπάει περισσότερο (δηλαδή να παίζει πιάνο), βρήκε αυτόν που την θεωρούσε ό,τι καλύτερο είχε συμβεί στη ζωή του. Καλύτερο ακόμα και από τη μουσική. Έτσι το 1980 έκαναν το πρώτο τους παιδί και το ονόμασαν David Michael Stith.
O David απεχθανόταν τις επισκέψεις στην εκκλησία που όσο περνούσαν τα χρόνια πύκνωναν. Είχε μια φυσική αποστροφή για όλα αυτά, ενώ θα ορκιζόταν ότι του ερχόταν μια άσχημη μυρωδιά στα ρουθούνια στις Κυριακάτικες επισκέψεις στο σπίτι του Θεού. Μεγάλωσε με πολλή φροντίδα και αγάπη από τους γονείς του και τις αδερφές του, που ήταν οι πρώτες από τη νέα φουρνιά Stith που ασχολήθηκαν με τη μουσική και συγκεκριμένα με τις χορωδίες και το πιάνο. Ο ίδιος, σοκαρισμένος από εκείνη την φορά που η μαμά του είχε παίξει πιάνο στη σχολική του χορωδία, σιχάθηκε τη μουσική αποφασίζοντας να φτιάξει μια noise μπάντα με τους φίλους του που την ονόμαζε Starchild ή Starchildren ή The Pool(ανάλογα την ημέρα) αλλά όπως διαβάζουμε στη βιογραφία του προτιμούσε να ζωγραφίζει τις κιθάρες παρά να τις παίζει. Έτσι, αναπόφευκτα, ασχολήθηκε με το σχέδιο και το γράψιμο. Σαν παιδί του άρεσε να ζωγραφίζει λαβυρίνθους, κάτι που έχει περάσει και στη μουσική του, που μοιάζει σα να την έχει περιχύσει με δεκάδες μαγικά στοιχεία και να προσπαθεί ο ίδιος να βρει τον δρόμο του μέσα απ’αυτά.
Αφού λοιπόν έπιασε δουλειά ως γραφίστας στο πολιτιστικό κέντρο του κόσμου που λέγεται Νέα Υόρκη και συγκεκριμένα στο Μπρούκλιν, έγινε φίλος με την Sarah Worden που βγάζει δίσκους ως My Βrightest Diamond στην Asthmatic Kitty. Βοηθώντας την στον πρώτο της δίσκο με τίτλο Bring Me the Workhorse άναψε η σπίθα που είχε μέσα του ο David για τη μουσική και τον έσπρωξε να κάνει το δικό του δίσκο. Όπως σας έχει ενημερώσει η uptight πολλάκις μέσω του blog, τον πρώτο του δίσκο ο κ. Stith τον έβγαλε – φυσικά- στην Asthmatic Kitty τη χρονιά που διανύουμε. Ο τίτλος του είναι Heavy Ghost και ο David Michael τα ανέλαβε σχεδόν όλα. Σύνθεση, τραγούδι, artwork καθώς και σχεδόν όλο το παίξιμο των μουσικών οργάνων ήταν δική του δουλειά. Μιλάμε δηλαδή για ένα σχεδόν εξ’ ολοκλήρου προσωπικό project, "with a little help from his friends" που λένε και οι Beatles.
Από το αρχικό γκόσπελ του "Isaac’s Song" που μοιάζει με επίκληση στους προγόνους του και σε δοξασίες που θα ταίριαζαν σε μια εκκλησία γεμάτη φανατικούς του Χριστού και ιδρωμένους πάστορες που προσπαθούν να κάνουν τον αμαρτωλό να ξεράσει τον σατανά από μέσα του, στο fingerpicking της κιθάρας του "Pity Dance" που μοιάζει κολλημένη σε έναν βάλτο αργά το βράδυ με τις πυγολαμπίδες να ανεβαίνουν σιγά σιγά στην κορυφή των δέντρων και μυστηριώδη κολοβά ξωτικά να ενώνουν τις φωνές τους με τα θροΐσματα των φύλλων. Ιστορία με φαντάσματα δίπλα στην φωτιά και ένας «θεός λεοντόμορφος και πρόσφατα ταϊσμένος». Μια κορύφωση που φέρνει στο μυαλό τα ηθικά διλήμματα των ηρώων του Ντοστογιέφσκι και κάτι κακό για το οποίο αφήνει μόνο υπόνοιες αλλά δεν το περιγράφει ευθέως. Σαν το βιντεοκλίπ του τραγουδιού, όπου ο πρωταγωνιστής πετάει αυτό που νομίζεις στη θάλασσα αλλά και πάλι δεν είσαι τόσο σίγουρος.
Η σύναξη των μυστηριωδών πνευμάτων συνεχίζεται στο "Creekmouth" που ενισχύεται με τα πολεμικά τύμπανα που μοιάζουν να προσπαθούν να κρύψουν τις κραυγές κάποιου που θυσιάζεται και το ποδοβολητό από τους αρχαίους χορούς. Στο "Pigs" η προσωπική επανάσταση που περιγράφουν οι στίχοι έρχεται με την συνοδεία πολλών αμφιβολιών και φόβου: “Oh, I’m restless as a geyser, like a blind animal in water” με τα χιλιάδες backing vocals να παίρνουν τον ρόλο των χορικών του ελληνικού θεάτρου που αμφισβητούν ή επιβεβαιώνουν αλλά σε κάθε περίπτωση συνοδεύουν τα λεγόμενα του πρωταγωνιστή.
Ο αέρας του "BMB" που έχει πάρει την μελωδία του “Be My Baby” (ενός τραγουδιού από τα προσχέδια του Heavy Ghost) μπαίνει στο δωμάτιο σαν πνεύμα καλής πίστης και νυχτερινό παιδικό τραγούδι, και καταλήγει να φεύγει από το σπίτι μέσα σε δυσοίωνα μηνύματα και αποπνικτικό καπνό που τεντώνει τις αισθήσεις. Η καλή πίστη επιστρέφει στο "Thanksgiving Moon" ή η κεκαλυμμένη πικρία, αφού ο David Michael λατρεύει τα διφορούμενα νοήματα αναρωτώμενος αν πρόκειται για ένα αστέρι ή έναν από τους ρηχούς μικρούς θριάμβους. Τα πνευστά θυμίζουν την εκλεπτυσμένη, βαριά αλλά και αποστασιοποιημένη μουσική μιας marching band.
Στο "Fire Of Birds" η μεγαλοπρέπεια των εγχόρδων φτιάχνει ένα συννεφάκι ισορροπίας και γοητείας, θυμίζοντάς μας ίσως για πρώτη φορά ότι ο David Michael έχει γεννηθεί στον αιώνα μας. Ο ίδιος σταματάει να ψιθυρίζει και αρχίζει να τραγουδάει με πάθος “we danced like we were all on fire” μ’ έναν σπανιόλικο ρυθμό από δίπλα του, δείχνοντας πιο ανθρώπινος και με τα μανίκια σηκωμένα μέσα στον χαρακτήρα του ερμηνευτή.
Σ’ αυτόν το ρυθμό συνεχίζει και το επόμενο "Morning Glory Cloud" με το στίχο “I only realized today/ I thought I felt something like a shift of weight” να είναι ενδεικτικός. Περιγράφοντας πως άφησε πίσω την Νέα Υόρκη που έζησε με την οικογένειά του, είναι ενας άλλος άνθρωπος. Ελεύθερος, αχαλίνωτος και έτοιμος να περπατήσει τη Γη. Το πιάνο όμως στο τέλος μοιάζει σαν τη σκηνή που βλέπεις το τρένο να έρχεται κατά πάνω σου και το πόδι σου έχει κολλήσει στις ράγες. Τραγικό και αναπόφευκτο.
Η ελεγεία του πανέμορφου "Braid Of Voices" είναι ένας πολύ πρόωρος απολογισμός της ζωής του, φέρνοντας στο μυαλό τις πιο θλιβερές και μελαγχολικές σκέψεις κάποιου που αισθάνεται σα να παρατηρεί τη ζωή του να φεύγει. Ή απλά σα να βλέπει την ζωή των άλλων χωρίς καθρέφτη για την δική του.
Ο DM Stith είναι πραγματικά ξεχωριστός και σπάνιος δημιουργός. Αν στην πρώτη σου προσπάθεια καταφέρνεις να περάσεις μέσω ενός πολύ λεπτού δοκιμαστικού σωλήνα τόσα πολλά συναισθήματα, τόσο συνειδητοποιημένες μελωδίες και τόσο πλούσια μουσική τότε δεν μπορείς παρά να είσαι σπουδαίος.
Ή ίσως ο λόγος να είναι το γάλα που του έδιναν οι γονείς του όταν ήταν μικρός…
DM Stith - "Braid of Voices" από το Heavy Ghost
Οι συναλλαγές του πλούσιου και των ιερέων γίνονταν στο κέντρο της πόλης, την πιο ζεστή στιγμή της ημέρας, κοντά στις 3 το μεσημέρι, και πάντοτε υπήρχε στον αέρα μια αίσθηση παρανομίας λόγω της συνάντησης αυτής. Μπορεί θεωρητικά οι συζητήσεις να γίνονταν σε κεντρικότατο σημείο και μια ώρα της ημέρας που συνήθως η πόλη ήταν πολύ δραστήρια, αλλά όταν συνέβαιναν η πόλη έμοιαζε με εγκαταλελειμμένο και έρημο σκηνικό. Τα παράθυρα κλειδαμπάρωναν και οι εργασίες περιορίζονταν μέσα στα μαγαζιά. Αν γίνονταν γεωτρήσεις ή οποιαδήποτε άλλη σκαπτική εργασία που απαιτούσε να βρίσκονται εργάτες στον δρόμο και την κεντρική πλατεία, αναστέλλονταν τη στιγμή που θα μαθευόταν ότι επίκειτο συνάντηση. Οι κάτοικοι αναφέρονταν σε αυτές τις δοσοληψίες απλά με τη λέξη «συνάντηση» και δεν ρωτούσαν περαιτέρω.
Ο πλούσιος, που κανείς δεν ήξερε ακριβώς τι επαγγέλονταν αλλά όλοι υπέθεταν ότι ήταν κάτι αξιοσέβαστο και σύμφωνο με την θεϊκή βούληση (έτσι τους έλεγαν τουλάχιστον στις καθημερινές εκκλησιαστικές συναθροίσεις, που θεωρούνταν αδιανόητο να λείπει κάποιος κάτοικος της πόλης απ’ αυτές), ερχόταν πάντοτε με γεμάτο πορτοφόλι και το πιο πρόσφατο αυτοκίνητο από το εργοστάσιο της Chevrolet. Ήταν μάλιστα αρκετά γενναιόδωρος αφού πλήρωνε σε μετρητά και πολύ παραπάνω απ’ ότι απαιτούσε η συμφωνία. Ίσως και σαν αντάλλαγμα για τη σιωπή των ιερέων αφού μόνο αυτοί ήξεραν ότι η πόλη από την οποία έρχεται ο πλούσιος είναι ένα μέρος όπου οι αιμομίκτες βρίσκουν καταφύγιο.
Όταν δυο αιώνες πριν είχε ερημώσει, ένα ζευγάρι αδελφών φυγαδεύτηκε εκεί μαζί με τα παιδιά τους. Ζούσαν για αρκετά χρόνια μόνοι τους, μέχρις ότου μεγάλωσαν τα παιδιά τους και αναπαράχθηκαν μεταξύ τους. Απ’εκεί και έπειτα η πόλη κατοικούνταν μόνο από τους απογόνους αυτής της «ανίερης συνουσίας», όπως θα έλεγαν και οι ιερείς. Ήταν κάτι σαν παράδοση το αρσενικό και το θηλυκό παιδάκι να συνευρίσκονται με την παρουσία των γονιών τους και μέχρι να έρθει η γιορτινή ημέρα που το θηλυκό θα γεννούσε τον επόμενο κάτοικο αυτής της πόλης. Όσα παιδιά γεννιόνταν με προβλήματα και αναπηρίες που έκαναν αδύνατη τη διαβίωσή τους εξαφανίζονταν μαζικά την τελευταία μέρα του καλοκαιριού. Να αναφέρουμε επίσης ότι το αγαπημένο χόμπι των κατοίκων ήταν να μαζεύουν και να μαστιγώνουν/ βασανίζουν/ πνίγουν τις γάτες που οι ίδιοι έτρεφαν. Αφού τις μεγάλωναν και τις άφηναν να γεννήσουν, σκότωναν τις μητέρες και όλα τα γατάκια εκτός από ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό. Αφού έκαναν γατάκια αυτά τα δύο, τα σκότωναν όλα εκ νέου, κρατώντας πάλι ένα αρσενικό και ένα θηλυκό, κ. ο. κ.. Μέχρι να γεννήσουν οι γάτες είχαν βασιλική και τιμητική περιποίηση. Όταν όμως ήταν άχρηστες πλέον δοκίμαζαν τους πιο βασανιστικούς και απάνθρωπους θανάτους.
Οι ιερείς για όλα αυτά κράταγαν το στόμα τους κλειστό και οι κάτοικοι που έβλεπαν την «συνάντηση» μόνο πίσω από αμπαρωμένες πόρτες δεν μπορούσαν να πάρουν τα μάτια τους από τις χοντρές τσέπες του πλουσίου και το καινούργιο του αυτοκίνητο, ώστε να προσέξουν το περίεργο σχήμα που είχε το κεφάλι του. Κάτι σαν αμόνι που ίδρωνε σα να ετοιμαζόταν να αντέξει τις σφυριές του σιδερά.
Τα εξτρά χρήματα του πλουσίου τα κρατούσαν οι ιερείς, λειτουργώντας στην ουσία σαν κουμπαράς των φτωχών οικογενειών για να μπορέσουν εκείνες να αγοράσουν αυτά που έχουν ανάγκη. Το πρόβλημα ήταν πως ποτέ καμία ανάγκη δεν ήταν αρκετή ώστε να δώσουν χρήματα σε κάποια οικογένεια που τα ζήτησε. Και όταν το παιδί της γειτονικής οικογένειας των Stith ψηνόταν στον πυρετό, οι ιερείς απάντησαν «ο Θεός διαλέγει και παίρνει τα πιο εκλεκτά ποίμνια του» στις ικεσίες της μητέρας. Το αντάλλαγμα γι’αυτή την διαχείριση των χρημάτων που έκαναν οι ιερείς ήταν η καθημερινή παρουσία των κατοίκων στις εκκλησιαστικές συναθροίσεις που γίνονταν ακριβώς στις 7 το απόγευμα.
Την 31η Αυγούστου του 1954, οι δουλειές γίνονταν όσο αργά το επέτρεπε εκείνο το ξερό καλοκαίρι που έμοιαζε με κολαστήριο. Οι εργάτες λιποθυμούσαν αρκετές φορές λόγω της ζέστης αλλά και του λιγοστού νερού που μοιράζονταν από τον εργολάβο κάθε πρωί. Οι χειρωνακτικές εργασίες γίνονταν μια αληθινή δοκιμασία αλλά η πόλη θα έπρεπε να αισθάνεται μάλλον χαρούμενη που δεν ήταν στην κατάσταση λειψυδρίας στην οποία είχε περιπέσει η «πόλη των νέγρων». Οι φήμες έλεγαν ότι στην καλύτερη περίπτωση οι αψιμαχίες για το νερό χαρακτήριζαν την καθημερινότητα της «πόλης των νέγρων», ενώ υπήρξαν ουκ ολίγες μαρτυρίες για αληθινούς φόνους πάνω από λιμνούλες νερού και λάσπης.
Όχι, η πόλη ακόμα δεν ήταν σε τέτοια κατάσταση. Και αυτό το επιβεβαιώνουν όσοι είδαν τον έναν από τους δύο ιερείς να χύνει το υπόλοιπο νερό που είχε στο μπουκάλι του αφού είχε ζεσταθεί. Μολαταύτα, η μητέρα του Michael Stith την ημέρα που τον γεννούσε αντιμετώπισε δυσκολίες σε αυτό το θέμα. Δυσκολίες οι οποίες ενισχύονταν από το ότι επίκειτο «συνάντηση», οπότε ο αδελφός της δεν θα μπορούσε να πάει να φέρει το ζεστό νερό που χρειαζόταν η αδελφή του.
Ακόμα και έτσι η μαία αποδείχτηκε πολύ ικανή και η μητέρα του μικρού Michael πολύ υπομονετική, αφού άντεξε μέχρι να βγει από μέσα της υγιής ο μικρός, μέχρι να πάει η ίδια στον «δρόμο των καλών ποιμνίων». Το κλάμα του μικρού δεν ακούστηκε σχεδόν καθόλου κατά τη διάρκεια της «συνάντησης» εκτός από την στιγμή που ο πλούσιος έφευγε. Τότε γύρισε το μακρόστενο του κεφάλι και θύμισε στους ιερείς ότι έχει ακόμα μια δουλειά γι’αυτούς. Οι ιερείς πήγαν στο πορτ μπαγκάζ της Chevrolet και πήραν στα χέρια τους ο καθένας από δύο μεγάλες και βαριές (όπως φάνηκε) σακούλες σκουπιδιών που λίγα χρόνια πριν είχαν ανακαλυφθεί. Άλλη μια απόδειξη ότι ο πλούσιος γνώριζε ό,τι καινούργιο συνέβαινε στον κόσμο. Αυτό με τις σακούλες δεν συνέβαινε πολύ συχνά, μόνο μια φορά κάθε καλοκαίρι περίπου, όπως θυμόταν ένας παλιός κάτοικος της πόλης που παρατηρούσε μέσα από τα μισάνοιχτα παράθυρα τις «συναντήσεις».
Ο Michael είχε επιβιώσει απ’ αυτή την ιστορία. Αλλά έπρεπε να έχει το μητρικό γάλα που χρειαζόταν. Ο θείος του είχε δουλέψει παλαιότερα μαζί με τους νέγρους και γνώριζε μερικά πράγματα από την κουλτούρα τους. Είχε παραξενευθεί και εντυπωσιαστεί ταυτόχρονα από την ικανότητά τους να φτιάχνουν μόνοι τους ότι χρειάζονταν και να είναι αυτάρκεις. Ο θείος του Michael λοιπόν ταξίδεψε στην «πόλη των νέγρων» και αφού τους διαβεβαίωσε ότι δεν ήρθε να πάρει το ελάχιστο νερό τους, σε μια μυστηριακή τελετή απ’την οποία δεν θυμόταν πολλά πράγματα, γύρισε με όσα μπουκάλια γάλα χρειαζόταν ο μικρός για να περάσει μια εβδομάδα. Ο θείος του Michael έκανε εκατοντάδες φορές αυτή τη διαδρομή μέχρι ο ανιψιός του να γίνει αρκετά μεγάλος ώστε να μη χρειάζεται γάλα.
Πράγματι ο Michael μεγάλωσε τόσο ώστε να αρχίσει να νιώθει μέσα στα ρουθούνια του την ανυπόφορη μυρωδιά που όλο και χειροτέρευε με τα χρόνια και αναδυόταν σε όλη την πόλη. Οι ιερείς είχαν μεγαλώσει πια ενώ υπήρχαν υπόνοιες ότι είχαν αρρωστήσει καθώς το συνεχές βήξιμό τους γινόταν όλο και πιο σκληρό. Πολλοί είπαν ότι αρρώστησαν από την μυρωδιά που γινόταν τόσο διαπεραστική που σου τρύπαγε το στομάχι.
Ο Michael είχε γίνει πια έφηβος και έχοντας μια απαράμιλλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του, έγινε ο δεύτερος κάτοικος της πόλης που έφυγε για πάντα απ’ αυτήν. Η απόφασή του έγινε δεκτή με κατάρες από την οικογένειά του, αλλά όχι και απ’τον θείο του που κρυφογελούσε και ήταν περήφανος για τον ανιψιό του. Οι ιερείς ήταν τόσο καταπονημένοι που δεν ενδιαφέρονταν πια και τον άφησαν να φύγει, δίνοντάς του μάλιστα και μερικά από τα χρήματα που χρειάζονταν για να ξεκινήσει και λέγοντάς του παράλληλα ότι ο πατέρας του ήταν καθηγητής μουσικής στην Ithaca της Νέας Υόρκης.
O ίδιος ο Michael έφτασε δουλεύοντας και σπουδάζοντας στο Buffalo της Νέας Υόρκης. Παρ'ότι απεχθάνονταν την εκκλησία, αφού πάντα του έφερνε υποσυνείδητα άσχημες μυρωδιές στο μυαλό, συμφώνησε να αναλάβει την εκκλησιαστική χορωδία συμβιβαζόμενος από τα καλά χρήματα αλλά και την ευκαιρία που είχε να κάνει κάτι που ονειρευόταν από τότε που ήταν μικρός. Ο Michael είχε μια πρωτοφανή αίσθηση του ρυθμού ενώ αγαπούσε την μουσική περισσότερο και από την ύπαρξή του. Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1970 βρήκε κάτι που λατρεύει περισσότερο και από την ζωή του αλλά και από την μουσική. Και αυτό το κάτι το παντρεύτηκε σχεδόν αμέσως. Δεν έδωσε σημασία στις ιστορίες που του έλεγε η γυναίκα του για τα παιδικά της χρόνια ούτε στο γεγονός ότι η οικογένειά της ήταν κάτι που δεν ανέφερε ποτέ.
Και πώς να την αναφέρει άλλωστε, αφού οι πρόγονοί της είχαν αφανιστεί όταν πήγαν να ζητήσουν καταφύγιο μαζί με τον παράνομο έρωτά τους και την κόρη τους σε μια πόλη που σύμφωνα με τις περιγραφές θα ορκιζόμουν ότι είναι η πόλη των αιμομικτών. Εκεί, οι γονείς της γυναίκας του Michael προσπάθησαν να αποφύγουν όλους τους συγγενείς που τους κυνηγούσαν και ήταν αντίθετοι στη σχέση αυτή. Οι αιμομίκτες στην αρχή τους δέχτηκαν, αλλά μόλις έμαθαν ότι το ζευγάρι δεν είχε πρωτύτερη συγγενική σχέση τους φυλάκισαν και τους χώρισαν. Το ζευγάρι δεν ξαναειδώθηκε ποτέ ξανά και μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν για την τύχη τους.
Η κόρη τους μέσα σε όλα αυτά επιβίωσε και μια από τις πρώτες της αναμνήσεις είναι να βυζαίνει από ένα παράξενο και σκοτεινό πλάσμα που ήταν αδύνατον να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του ενώ κουδούνιζαν στα αυτιά της μυστηριακοί ήχοι από τελετές. Καθώς μεγάλωνε, είχε υιοθετηθεί από διάφορες οικογένειες, καταλήγοντας όμως να το σκάει απ’ αυτές συνήθως κοντά στην τελευταία μέρα του καλοκαιριού. Η ίδια δεν μπορούσε να το εξηγήσει αυτό αλλά το μόνο που ήξερε ήταν ότι από ένα σημείο και μετά άρχισε να νιώθει μια φυσική απέχθεια για τους ευεργέτες της. Σα να ήξερε ότι δεν έπρεπε να ήταν μαζί τους. Ακόμα κι έτσι πάντοτε τους άφηνε ένα ευχαριστήριο σημείωμα και έφευγε ξαλαφρωμένη. Ήταν όμως τέτοια η ικανότητά της να επιβιώνει ακόμα και μόνη της που δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί από πού πήρε το κοφτερό της μυαλό αλλά και το μεγάλο ταλέντο της στη μουσική. Κοντά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, και αφού είχε βρει μια αρκετά καλή δουλειά ώστε να μπορεί να ζει αλλά και να κάνει αυτό που αγαπάει περισσότερο (δηλαδή να παίζει πιάνο), βρήκε αυτόν που την θεωρούσε ό,τι καλύτερο είχε συμβεί στη ζωή του. Καλύτερο ακόμα και από τη μουσική. Έτσι το 1980 έκαναν το πρώτο τους παιδί και το ονόμασαν David Michael Stith.
O David απεχθανόταν τις επισκέψεις στην εκκλησία που όσο περνούσαν τα χρόνια πύκνωναν. Είχε μια φυσική αποστροφή για όλα αυτά, ενώ θα ορκιζόταν ότι του ερχόταν μια άσχημη μυρωδιά στα ρουθούνια στις Κυριακάτικες επισκέψεις στο σπίτι του Θεού. Μεγάλωσε με πολλή φροντίδα και αγάπη από τους γονείς του και τις αδερφές του, που ήταν οι πρώτες από τη νέα φουρνιά Stith που ασχολήθηκαν με τη μουσική και συγκεκριμένα με τις χορωδίες και το πιάνο. Ο ίδιος, σοκαρισμένος από εκείνη την φορά που η μαμά του είχε παίξει πιάνο στη σχολική του χορωδία, σιχάθηκε τη μουσική αποφασίζοντας να φτιάξει μια noise μπάντα με τους φίλους του που την ονόμαζε Starchild ή Starchildren ή The Pool(ανάλογα την ημέρα) αλλά όπως διαβάζουμε στη βιογραφία του προτιμούσε να ζωγραφίζει τις κιθάρες παρά να τις παίζει. Έτσι, αναπόφευκτα, ασχολήθηκε με το σχέδιο και το γράψιμο. Σαν παιδί του άρεσε να ζωγραφίζει λαβυρίνθους, κάτι που έχει περάσει και στη μουσική του, που μοιάζει σα να την έχει περιχύσει με δεκάδες μαγικά στοιχεία και να προσπαθεί ο ίδιος να βρει τον δρόμο του μέσα απ’αυτά.
Αφού λοιπόν έπιασε δουλειά ως γραφίστας στο πολιτιστικό κέντρο του κόσμου που λέγεται Νέα Υόρκη και συγκεκριμένα στο Μπρούκλιν, έγινε φίλος με την Sarah Worden που βγάζει δίσκους ως My Βrightest Diamond στην Asthmatic Kitty. Βοηθώντας την στον πρώτο της δίσκο με τίτλο Bring Me the Workhorse άναψε η σπίθα που είχε μέσα του ο David για τη μουσική και τον έσπρωξε να κάνει το δικό του δίσκο. Όπως σας έχει ενημερώσει η uptight πολλάκις μέσω του blog, τον πρώτο του δίσκο ο κ. Stith τον έβγαλε – φυσικά- στην Asthmatic Kitty τη χρονιά που διανύουμε. Ο τίτλος του είναι Heavy Ghost και ο David Michael τα ανέλαβε σχεδόν όλα. Σύνθεση, τραγούδι, artwork καθώς και σχεδόν όλο το παίξιμο των μουσικών οργάνων ήταν δική του δουλειά. Μιλάμε δηλαδή για ένα σχεδόν εξ’ ολοκλήρου προσωπικό project, "with a little help from his friends" που λένε και οι Beatles.
Από το αρχικό γκόσπελ του "Isaac’s Song" που μοιάζει με επίκληση στους προγόνους του και σε δοξασίες που θα ταίριαζαν σε μια εκκλησία γεμάτη φανατικούς του Χριστού και ιδρωμένους πάστορες που προσπαθούν να κάνουν τον αμαρτωλό να ξεράσει τον σατανά από μέσα του, στο fingerpicking της κιθάρας του "Pity Dance" που μοιάζει κολλημένη σε έναν βάλτο αργά το βράδυ με τις πυγολαμπίδες να ανεβαίνουν σιγά σιγά στην κορυφή των δέντρων και μυστηριώδη κολοβά ξωτικά να ενώνουν τις φωνές τους με τα θροΐσματα των φύλλων. Ιστορία με φαντάσματα δίπλα στην φωτιά και ένας «θεός λεοντόμορφος και πρόσφατα ταϊσμένος». Μια κορύφωση που φέρνει στο μυαλό τα ηθικά διλήμματα των ηρώων του Ντοστογιέφσκι και κάτι κακό για το οποίο αφήνει μόνο υπόνοιες αλλά δεν το περιγράφει ευθέως. Σαν το βιντεοκλίπ του τραγουδιού, όπου ο πρωταγωνιστής πετάει αυτό που νομίζεις στη θάλασσα αλλά και πάλι δεν είσαι τόσο σίγουρος.
Η σύναξη των μυστηριωδών πνευμάτων συνεχίζεται στο "Creekmouth" που ενισχύεται με τα πολεμικά τύμπανα που μοιάζουν να προσπαθούν να κρύψουν τις κραυγές κάποιου που θυσιάζεται και το ποδοβολητό από τους αρχαίους χορούς. Στο "Pigs" η προσωπική επανάσταση που περιγράφουν οι στίχοι έρχεται με την συνοδεία πολλών αμφιβολιών και φόβου: “Oh, I’m restless as a geyser, like a blind animal in water” με τα χιλιάδες backing vocals να παίρνουν τον ρόλο των χορικών του ελληνικού θεάτρου που αμφισβητούν ή επιβεβαιώνουν αλλά σε κάθε περίπτωση συνοδεύουν τα λεγόμενα του πρωταγωνιστή.
Ο αέρας του "BMB" που έχει πάρει την μελωδία του “Be My Baby” (ενός τραγουδιού από τα προσχέδια του Heavy Ghost) μπαίνει στο δωμάτιο σαν πνεύμα καλής πίστης και νυχτερινό παιδικό τραγούδι, και καταλήγει να φεύγει από το σπίτι μέσα σε δυσοίωνα μηνύματα και αποπνικτικό καπνό που τεντώνει τις αισθήσεις. Η καλή πίστη επιστρέφει στο "Thanksgiving Moon" ή η κεκαλυμμένη πικρία, αφού ο David Michael λατρεύει τα διφορούμενα νοήματα αναρωτώμενος αν πρόκειται για ένα αστέρι ή έναν από τους ρηχούς μικρούς θριάμβους. Τα πνευστά θυμίζουν την εκλεπτυσμένη, βαριά αλλά και αποστασιοποιημένη μουσική μιας marching band.
Στο "Fire Of Birds" η μεγαλοπρέπεια των εγχόρδων φτιάχνει ένα συννεφάκι ισορροπίας και γοητείας, θυμίζοντάς μας ίσως για πρώτη φορά ότι ο David Michael έχει γεννηθεί στον αιώνα μας. Ο ίδιος σταματάει να ψιθυρίζει και αρχίζει να τραγουδάει με πάθος “we danced like we were all on fire” μ’ έναν σπανιόλικο ρυθμό από δίπλα του, δείχνοντας πιο ανθρώπινος και με τα μανίκια σηκωμένα μέσα στον χαρακτήρα του ερμηνευτή.
Σ’ αυτόν το ρυθμό συνεχίζει και το επόμενο "Morning Glory Cloud" με το στίχο “I only realized today/ I thought I felt something like a shift of weight” να είναι ενδεικτικός. Περιγράφοντας πως άφησε πίσω την Νέα Υόρκη που έζησε με την οικογένειά του, είναι ενας άλλος άνθρωπος. Ελεύθερος, αχαλίνωτος και έτοιμος να περπατήσει τη Γη. Το πιάνο όμως στο τέλος μοιάζει σαν τη σκηνή που βλέπεις το τρένο να έρχεται κατά πάνω σου και το πόδι σου έχει κολλήσει στις ράγες. Τραγικό και αναπόφευκτο.
Η ελεγεία του πανέμορφου "Braid Of Voices" είναι ένας πολύ πρόωρος απολογισμός της ζωής του, φέρνοντας στο μυαλό τις πιο θλιβερές και μελαγχολικές σκέψεις κάποιου που αισθάνεται σα να παρατηρεί τη ζωή του να φεύγει. Ή απλά σα να βλέπει την ζωή των άλλων χωρίς καθρέφτη για την δική του.
Ο DM Stith είναι πραγματικά ξεχωριστός και σπάνιος δημιουργός. Αν στην πρώτη σου προσπάθεια καταφέρνεις να περάσεις μέσω ενός πολύ λεπτού δοκιμαστικού σωλήνα τόσα πολλά συναισθήματα, τόσο συνειδητοποιημένες μελωδίες και τόσο πλούσια μουσική τότε δεν μπορείς παρά να είσαι σπουδαίος.
Ή ίσως ο λόγος να είναι το γάλα που του έδιναν οι γονείς του όταν ήταν μικρός…
DM Stith - "Braid of Voices" από το Heavy Ghost
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου