28.1.09

You toss me your tips/ And look out to the ships/ But I'm counting your heads/ As I'm making the beds

Από την εφημερίδα "Τα Νέα", Δευτέρα 26/1/2009.

Η ενοχλητική φωνή της Κωνσταντίνας
Του Κωστή Παπαϊωάννου

"Η δολοφονική επίθεση με βιτριόλι εναντίον της Κωνσταντίνας Κούνεβα αναδεικνύεται σε εμβληματική περίπτωση καταρράκωσης της αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων. Συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά που έμεναν ώς τώρα σκόρπιες ψηφίδες ενός αποσπασματικού πολλές φορές λόγου περί της προστασίας των δικαιωμάτων. Όχι μόνο γιατί πρόκειται για μετανάστρια, γυναίκα και ενοικιαζόμενη εργάτρια. Κυρίως επειδή μιλώντας για την Κωνσταντίνα δεν διατυπώνουμε «συνήθεις διεκδικήσεις» μέσα από έναν λόγο που σε πολλά αυτιά ηχεί σαν ξύλινος συνδικαλιστικός. Η Κωνσταντίνα έδωσε στον λόγο αυτόν πρόσωπο, το δικό της πρόσωπο, που η επίθεση προσπάθησε να παραμορφώσει έως αφανισμού με μια βάναυση, αρχαϊκή, σεξιστική μέθοδο εξόντωσης. Οι υποψίες για εκείνους που επιχείρησαν να πνίξουν τη φωνή της στρέφονται εύλογα στην κατεύθυνση ενός δικτύου που λειτουργεί με όρους νομότυπης δουλοκτησίας. Όσα όμως έλεγε η φωνή αυτή ήταν ενοχλητικά για πάρα πολλούς και όχι μόνο για τους εργοδότες της.

Ενοχλητική ήταν, φυσικά, η καταγγελία των νόμων της εργασιακής ζούγκλας με την κατάφωρη παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας, τη μη καταβολή βαρέων και ανθυγιεινών ενσήμων, τις πλασματικές ώρες εργασίας, τις απλήρωτες υπερωρίες, τις υποχρεωτικές κατά την πρόσληψη υπογραφές εργαζομένων σε δηλώσεις οικειοθελούς αποχώρησης. Ενοχλητική η φωνή της για τους υποστηρικτές της ευρείας χωρίς όρους ενοικίασης εργαζομένων. Ενοχλητική η φωνή της για το επιχειρησιακό σωματείο που την στοχοποίησε και προλείανε το έδαφος για την εξόντωσή της. Ενοχλητική η φωνή της για τους κρατικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς που επιδεικνύουν παντελή απροθυμία ή αδυναμία να επιβάλουν την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας. Ενοχλητική η φωνή της για την αστυνομία που επέδειξε αρχικά πλημμελή διάθεση διερεύνησης της υπόθεσης και έστειλε στην εισαγγελία ελλιπή δικογραφία. Ενοχλητική η φωνή της γιατί κάνει ακόμα πιο εκκωφαντική την αμήχανη σιωπή μέρους της συνδικαλιστικής ηγεσίας. Ενοχλητική η φωνή της για πολλά ΜΜΕ που αποστρέφονται ό,τι διαταράσσει το λαϊφστάιλ της άνοιας. Ενοχλητική η φωνή της και για όλους εμάς που καταναλώνοντας τις υπηρεσίες της μαύρης εργασίας προτιμάμε να μην ξέρουμε τι κρύβεται πίσω τους.

Η Κωνσταντίνα Κούνεβα απέκτησε εμβληματικά χαρακτηριστικά, γιατί παλεύοντας για τη ζωή της θέτει ξανά στο τραπέζι ζητήματα που ο κυρίαρχος λόγος είχε καταφέρει να απαξιώσει. Δείχνει το σκοτεινό μέλλον της ύφεσης που θα ξεσπάσει πρώτα στους απόκληρους, θα οξύνει τον κοινωνικό αυτοματισμό και θα στρέψει εργαζομένους κατά εργαζομένων. Καταδεικνύει τους μηχανισμούς μιας μαφίας που δρα πλέον σε πολλά πεδία και εξοντώνει όσους τής εναντιώνονται. Για όλους αυτούς τους λόγους και σε μια συγκυρία που αναζητά προτάγματα, η Κωνσταντίνα κατόρθωσε να δώσει συνεκτικότητα στην καταγγελία ενός απλούστατου τριπτύχου: «εκμετάλλευση- βία - ατιμωρησία». Αν και ανήμπορη να μιλήσει πια, κατάφερε να σπάσει τη σιωπή και να κινητοποιήσει ένα ευρύ δίκτυο φορέων και πολιτών που ζητούν και πάλι τα αυτονόητα."

Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&artid=4498615&ct=4

- Κάποια πράγματα που γράφτηκαν για το θέμα τις μέρες που συνέβη, μαζεμένα από το Indy.gr.
- Μερικά ακόμα links και πως μπορούμε να βοηθήσουμε.
- Που βρισκόμαστε τώρα;

Nina Simone - "Pirate Jenny" (The Best of Nina Simone)

27.1.09

Stop thinking, start drinking

Αρκετά χρόνια πρίν, κι ενώ παίζαμε μπάσκετ με τον τότε κολλητό μου φίλο σε γήπεδο της περιοχής, έτυχε να γλιστρήσω στο βρεγμένο τερέν και να χτυπήσω δυνατά το κεφάλι μου. Πονοκέφαλοι με συντρόφευαν για ενάμιση περίπου χρόνο μετά το τραγικό ατύχημα, ευτυχώς όμως οι γιατροί του νοσοκομείου παίδων αντιμετώπισαν την περιπτωσή μου με ξεχωριστό ενδιαφέρον και δοκιμασμένες σε θύματα ραδιενέργειας μεθόδους: με έβαλαν να κάνω ξυπόλητος κουτσό, σχοινάκι, να ψάξω να βρώ τη μύτη με το χέρι μου έχοντας έχοντας κλειστό το δεξί μάτι (ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων) κ.ο.κ.. Τότε ήμουν σίγουρος οτι τα έκαναν όλα για να με ξεφτιλίσουν οι πούστηδες... Tο παραπάνω συμβάν φυσικά καμία σχέση δεν έχει με το θέμα του post αυτού, απλά τον τελευταίο καιρό υποπτεύομαι οτί ευθύνεται για τα κενά μνήμης που έχω κατα καιρούς (υπάρχει βέβαια και εκείνη η άλλη φορά που στράβωσε και η μύτη μου μαζί, χμμ...). Εν πάσει περιπτώσει, όποια έζησε παρόμοιες τραυματικές εμπειρίες μπορεί να επικοινωνήσει και να τις μοιραστεί μαζί μου. Μέσα της προηγούμενης βδομάδας, λιγο πριν επιβιβαστώ στο υπερηχητικό τραίνο του ΟΣΕ για άλλες 6 χαμένες ώρες απο τη ζωή μου, μπροστά απ'την καφετέρια του σταθμού, την προσοχή μου τράβηξε νεαρός ναρκομανής ο οποίος τραγουδούσε σε παρακείμενο θαμώνα τα κάλαντα των Φώτων. Η εικόνα αυτή ήταν άνετα ότι πιο γελοίο είδα τον τελευταίο καιρό μετά το Ρεμάλι της Αθήνας με τον Απόστολο Σουγκλάκο και 2-3 βραδινά δελτία ειδήσεων. Και εδώ θα ήθελα να σταθώ. Όπώς και στις 2 πρώτες περιπτώσεις έτσι κι εδώ πολύ θα ήθελα να γελάσω, όμως δεν τα κατάφερα. Το τηλεοπτικό πρόγραμμα των τελευταίων εβδομάδων μου έφερε ναυτία ανάλογη με αυτήν που ένιωθα μικρός, όταν έκανα zapping τα πρωινά του Σαββάτου πριν το μπάσκετ και έπεφτα πάνω στις Περιπέτειες του Μπαμπάρ. Δημοσιογράφοι που παίζουν με την νοημοσύνη του κόσμου, διαμελισμένα πτώματα Παλαιστινίων αμάχων, μπάτσοι-ανθρωποειδή που μισούν ότι κινείται και ενίοτε το πυροβολούν (έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς πόσο δυσλεκτικοί είναι οι εκάστοτε εκπρόσωποι τύπου τους για να μαντέψει το ποιόν και των υπολοίπων - αν δεν το γνωρίζει ήδη), πολιτικοί που ασχολούνται αποκλειστικά και μόνο με τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων, πληρωμένα καθάρματα που επιτίθένται με οξέα σε ανυπεράσπιστες γυναίκες οι οποίες ΤΟΛΜΗΣΑΝ να διεκδικήσουν τα εργασιακά τους δικαιώματα (κατά τ'άλλα πολεμάμε την τρομοκρατία...) κλπ. Ας μην επεκταθώ όμως, δεν έχω διάθεση. Ούτε κάτι να προτείνω έχω. Εγώ καλή χρονιά ήθελα να ευχηθώ στους φίλους μου απ'το some beans και τους αναγνώστες του blog, αν και δεν το βλέπω. :(

24.1.09

2008: Μουσικά άλμπουμ, part 2

20. Duffy - Rockferry
Οι girly δίσκοι είναι πάντα, μα πάντα απαραίτητοι σε κάθε γυναίκα. Πάντα θα χρειάζεσαι κάτι να βάλεις να παίζει δυνατά όταν μαζεύεις ή ετοιμάζεσαι να βγεις, ή όταν έχεις στο σπίτι μια φίλη για τσαγάκι παρέα με το φτυάρι της (χεχε). Ναι, κι εμένα μ'αρέσει να βάζω Beth Gibbons ή Mazzy Star σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, αλλά πρέπει να είσαι συγκαταβατική με τις κολλητές και κάποια στιγμή να βάλεις κάτι πιο εύπεπτο και που να ξέρουν κι εκείνες. Ε, από την παραγωγή των τελευταίων χρόνων δεν έχουμε το παραμικρό παράπονο. Η Duffy προφανώς δεν είναι Amy (μακάρι να ξεκολλήσει τα μυαλά της και να υπενθυμίσει σε όλους τη διαφορά), αλλά τη δουλίτσα της ως γλυκό κοριτσάκι που το πλήγωσε ο αχρόνιαστος αλλά κοιτάει μπροστά ή τον παρακαλάει ή θέλει να τον παντρευτεί, την κάνει μια χαρά. Με πολλές δυνατές συνθέσεις, σαν το πανέμορφο ομώνυμο κομμάτι ή το ναζιάρικο "Serious", γραμμένα από τον Bernard Butler παρακαλώ, το υπέροχα μελαγχολικό "Stepping Stone" και φυσικά το πανταχού παρόν και τα πάντα πληρόν "Mercy" (που προσωπικά δεν βαρέθηκα παρά το λιώσιμο από τα ραδιόφωνα), και με την απαραίτητη χαδιάρικη φωνή, ήταν ό,τι έπρεπε για να συνοδέψει αυτές τις φάσεις. Με μια ζάχαρη και γάλα.

19. Goldfrapp - Seventh Tree
Η Alison μπορεί να σαραντάρησε, αλλά αυτό είναι κάτι που δε φαίνεται από πουθενά. Εξακολουθεί να είναι εντυπωσιακά όμορφη, η φωνή της εξακολουθεί να είναι βελούδινα γλυκιά και, πάνω απ'όλα, εξακολουθεί ν'αρνείται πεισματικά να κατασταλάξει σε ένα στυλ. Έτσι, την είδαμε για μια ακόμη φορά ν'αλλάζει γκαρνταρόμπα, τόσο υφασμάτινη όσο και ηχητική. Από την ελεκτροπόπ βαμπ του Supernature, μεταμορφώνεται εδώ σε αθώα (για τα δεδομένα της) αρλεκίνα, φέρνοντας στο προσκήνιο τη folk πλευρά της και πολλά έγχορδα. Το ξεκίνημα με το θεσπέσιο "Clowns" αρχικά κλέβει την παράσταση, αλλά οι πολλαπλές ακροάσεις αποκαλύπτουν τα υπόλοιπα εννέα κομμάτια σαν άξια παρέα του. Αμφιβάλλουμε αν θα την ξανακούσουμε ποτέ σε τέτοια χαμηλόφωνη φάση, οπότε ας το απολαύσουμε πριν πιάσει πάλι το μαστίγιο!

18. Tindersticks - The Hungry Saw
Όταν, το 2006, αγόρασα το Leaving Songs, το δεύτερο σόλο album του Stuart Staples, πίστεψα ότι κρατούσα στα χέρια μου τον επικήδειο των Tindersticks, αφού το "extended hiatus" όπου βρίσκονταν έμοιαζε να παρατείνεται επ'αόριστον. Κι όμως! Η αγαπημένη μπάντα απο το λατρεμένο μου Nottingham επανενώθηκε κατά το ήμισυ (3 απο τα 6 μέλη) και αυτοί οι Tindersticks/2 ήταν αρκετοί για να φτιάξουν ένα δίσκο καλύτερο από τα τελευταία δείγματα των ολόκληρων Tindersticks. Την πρώτη φορά που το άκουσα ομολογώ πως μου φάνηκαν να προσπαθούν να φτιάξουν φωτοκόπιες των μαγικών στιγμών του II ή του Curtains, αλλά πιο ενδελεχείς ακροάσεις έδιωξαν τις υποψίες μου. Ο ήχος είναι πιο λιτός και χαλαρός αλλά παρ'όλα αυτά έχει αρκετή ποικιλία (αποκορύφωμα, το - προφανώς πεινασμένο - πριόνι που κρατάει το ρυθμό στο υπέροχο ομώνυμο κομμάτι), ενώ στα γνώριμα, σκοτεινά δωμάτια των τραγουδιών τους μπαίνουν αυτή τη φορά μερικές ακτίνες του ήλιου ("Come Feel The Sun") ή κάποιος παιχνιδιάρικος ήχος από το δρόμο ("The Organist Entertains"). Και όλη η μπάντα δείχνει να έχει ξανά διάθεση να βαρέσει κατευθείαν στο συναισθηματικό ψαχνό, κάτι που γίνεται, έτσι κι αλλοιώς, πολύ εύκολο όταν τραγουδάει ο τεράστιος Stuart. Έστω και μισούς, μπορούμε να τους καλωσορίσουμε ξανά στη ζωή μας. Μας έλειψαν.

17. of Montreal - Skeletal Lamping
Είναι αλήθεια ότι τα '00s μας έδωσαν λιγότερες σπουδαίες μουσικές φιγούρες απ'ότι τα '90s. Θα ήταν, λοιπόν, μεγάλο κρίμα αν μια από τις 4-5 σπουδαιότερες έμενε ακόμα μακριά από τους προβολείς, αλλά ευτυχώς ο Kevin Barnes φαίνεται ότι βαρέθηκε κι ο ίδιος στην αφάνεια και κυκλοφόρησε το 2007 το Hissing Fauna, Are You the Destroyer?. Ένα εθιστικό album που έβαζε στο μίξερ τη γεμάτη hooks pop που έφτιαχνε ως τότε μαζί με τις soul επιρροές του, την κατάθλιψη που έπαθε μετακομίζοντας στη Νορβηγία με τη γυναίκα του και το kinky alter-ego του, και άνοιξε τ'αυτιά ενός μεγαλύτερου κοινού στους of Montreal. Η μηχανή παραγωγής ιδεών είχε πάρει μπρος και δεν σταμάτησε ούτε λεπτό, όπως φάνηκε από το περσινό Skeletal Lamping. Το alter-ego που λέγαμε, ο Georgie Fruit, γίνεται εδώ αφηγητής, και προσπαθεί να ξορκίσει τα απομεινάρια της κατάθλιψης και τα κύματα των τύψεων βγάζοντας από μέσα του τα πάντα. Ρετάλια από σκέψεις, φαντασιώσεις, ιδέες και ήχους δημιουργούν ένα ενίοτε λίγο χαοτικό αλλά πάντα τρομερά ενδιαφέρον patchwork, και όσοι βιάζονται να απονείμουν στον Kevin τον βαρύ τίτλο του "σύγχρονου Bowie" θα πρέπει να προσθέσουν σε αυτόν "-meets-Prince-via-Zappa". Πάνω απ'όλα, όμως, ο Kevin αποδεικνύεται εδώ καταπληκτικός ηθοποιός, υποδυόμενος κάθε στιγμή διαφορετικούς εαυτούς του και δίνοντας ένα μικρό ρεσιτάλ ερμηνείας. Απολαμβάνοντάς τον να προσπαθεί να ξεμπερδέψει το κουβάρι του, ταυτόχρονα ανυπομονώ ν'ακούσω τι θα έχει να μας πει αφού τα καταφέρει.

16. Shearwater - Rook
Ήταν πια καιρός. Ο Will Sheff εγκατέλειψε τους Shearwater, παίρνοντας μαζί του για πάντα την ταμπέλα του side project, και άφησε το πεδίο ελεύθερο στον Jonathan Meiburg να γεμίσει τον τόπο με μεταφορές από τον αγαπημένο του κόσμο των ζώων και, πρωτίστως, την εντυπωσιακή φωνή του. Για αρχή, μπορούμε να πούμε ότι προσπερνάει, στο δικό μας καρνέ τουλάχιστον, ό,τι έχουν κάνει οι Okkervil River, ισορροπώντας με άνεση ανάμεσα στην τρυφερότητα και το βίαιο ξέσπασμα. Και όταν οι μελωδίες φτάνουν σε επίπεδα αντάξια της φωνής που τις κουβαλάει, όπως στο "Rooks", το "Leviathan, Bound" και το επικό "Snow Leopard", το όχημα των Shearwater τρέχει με όλους του τους ίππους. Προς το παρόν αυτό συμβαίνει μόνο στο μισό δίσκο, όμως υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις ώστε να επεκταθεί κάποια στιγμή σε έναν ολόκληρο. Τότε, υποχρεωτικά σχεδόν, ο μουσικός πλανήτης θα σταθεί προσοχή και θα τους ακούσει ν'απλώνουν τα φτερά τους.

15. Dungen - 4
Άλλη μια μπάντα που έβγαλε δίσκο και το 2007 και το 2008, άλλος ένας πραγματικά χαρισματικός μουσικός. Ο Gustav Ejstes οδηγεί μαεστρικά τους Σουηδούς δρυίδες, και το γεγονός ότι μπορεί να γίνει συζήτηση για το αν το 4 (μην ξεγελιέστε, είναι το 5ο τους - πονηρούλια!) πλησιάζει στα ύψη του καταπληκτικού προπέρσινου Tio Bitar αλλά και του επικού Ta Det Lungt του 2004 τους κατατάσσει αυτόματα στις σημαντικές μουσικές δυνάμεις του καιρού μας. Οι συνθέσεις παραμένουν σε υψηλό επίπεδο, αλλά είναι πιο μαζεμένες και "οικονομικές". Τα jams περιορίζονται αρκετά, αλλά κανένας λάτρης του ήχου της κιθάρας του Reine Fiske δεν πρόκειται να τη στερηθεί, καθώς υπάρχει παντού σε γενναίες δόσεις. Απλά εδώ αποκτά άξιο συμπρωταγωνιστή το πιάνο, με το τόσο αριστοτεχνικό ηχητικό πλέξιμο που αποτελεί το χαρακτηριστικό της μπάντας να έχει γίνει πλέον επιστήμη, καθώς ο ήχος είναι πάντα γεμάτος από διάφορες μελωδίες αλλά ποτέ μα ποτέ βαρυφορτωμένος. Το μόνο κακό είναι ότι μας καλομάθανε, και αν δεν κυκλοφορήσουν κάτι μέσα στο '09 θα μας λείψουν!

14. Paavoharju - Laulu Laakson Kukista
Παραμένοντας σε Σκανδιναβικά εδάφη, πάμε στη Φινλανδία, όπου μια παρέα πιστών του δόγματος του Ασκητισμού φαίνεται να υποκύπτει σε μία τουλάχιστον εγκόσμια απόλαυση - αυτή της μουσικής. Εκτός αν δεν ακούνε οι ίδιοι τους δίσκους τους, κάτι που αποκλείεται αν κρίνουμε από την εξονυχιστική προσοχή στη λεπτομέρεια που διακρίνει τη δεύτερή τους δουλειά. Η οποία ξεκινάει με ένα από τα πιο παραμυθένια κομμάτια που έχουμε ακούσει ποτέ - ονειρικά keyboards και μια αιθέρια γυναικεία φωνή γυροφέρνουν μια εκπληκτική μελωδία, ενώ στατικός, παραμόρφωση, μουσικά κουτιά και διάφοροι άλλοι θόρυβοι προσπαθούν να την πνίξουν. Ο υπόλοιπος δίσκος ακροβατεί ανάμεσα σε σπιτική (σχεδόν) electronica, πειραγμένη folk και πανέμορφα ορχηστρικά ιντερλούδια, και ηχεί σαν να έχει βγει από το σκονισμένο σεντούκι μιας γιαγιάς σ'ένα παράλληλο, υποθαλάσσιο σύμπαν που βρίσκεται μερικά χρόνια μπροστά από το δικό μας. Για καλή μας τύχη, υπάρχουν κόπιες και σ'αυτό που ζούμε, οπότε ακούστε τους πριν οι τύψεις για την υπέροχη αμαρτία τους τούς κάνουν να μην ξαναπατήσουν σε στούντιο.

13. Beck - Modern Guilt
Πολλοί έχουν αποκαλέσει τον Beck "μουσικό χαμαιλέοντα". Προσωπικά δεν συμφωνώ. Ο χαμαιλέοντας φημίζεται για την ιδιότητά του να μοιάζει τόσο πολύ με το εκάστοτε περιβάλλον του που να μην μπορεί κανείς να τον ξεχωρίσει. Ο Βeck κάνει το ακριβώς αντίθετο: είτε προηγείται της εκάστοτε μόδας, είτε κάνει κάτι τόσο άσχετο μ'αυτήν που μοιάζει σαν τη μύγα μες στο γάλα. Έτσι έγινε και φέτος. Σε μια χρονιά που όλοι έμοιαζαν να θέλουν να ανεβάσουν τον κόσμο στις πίστες, ο μοναχικός μας καβαλάρης διάλεξε έναν μελαγχολικό, εσωστρεφή και ομιχλώδη δρόμο. Ίσως η περιγραφή παραπέμπει σε κάτι σαν το (αγαπημένο μου) Sea Change, αλλά το Modern Guilt είναι αρκετά πιο ψυχρό - η φωνή ακούγεται, ήρεμη, από το βάθος, ενώ τα beats και το μπάσο έρχονται μπροστά. Βοηθάει και που ο Βeck θυμήθηκε αυτή τη φορά, σε αντίθεση με το γεμάτο filler The Information, να γράψει και πολύ καλά τραγούδια, όπως το εθιστικό "Chemtrails", το πιασάρικο "Gamma Ray", το υπνωτικό "Replica" ή το μεγαλοπρεπές "Volcano". Και τελικά, μαζί με τον Dangermouse καταφέρνουν να φτιάξουν ένα δίσκο τέλεια ομοιογενή αλλά ποτέ βαρετό, που επαναφέρει τον δημιουργό του στα γνωστά του standards.

12. MGMT - Oracular Spectacular

Μπορεί να έχασαν τη μάχη των singles από τους Vampire Weekend, αλλά κερδίζουν με μεγάλη άνεση αυτή των albums. Οι δυο Νεοϋορκέζοι μπορεί να έχουν αντιεμπορικά ονόματα, αλλά η μουσική τους είναι ακριβώς το αντίθετο: ένα πανέξυπνο μείγμα 60% παλιού Bowie και 40% σύγχρονου, αναβιώνοντος τα '80s dancefloor που σε τραβάει από το αυτί μέσα και δεν σ'αφήνει να ξεκολλήσεις παρά μόνο όταν για κάποιο λόγο προσπαθούν να το παίξουν παρωδία των Oasis στο "Pieces of What". Τα πρώτα έξι κομμάτια, εκ των οποίων τα τρία ("Time to Pretend", "Electric Feel" και "Kids") έγιναν τεράστια χιτς και τα άλλα τρία ("Weekend Wars", "The Youth" και "4th Dimensional Transition") είναι απλά τα καλύτερα του δίσκου, αποτελούν ένα φοβερά δυνατό σετ. Δεν συνεχίζουν στο ίδιο επίπεδο στα υπόλοιπα τέσσερα (πλην ίσως του "The Handshake"), και δίνουν την εντύπωση ότι έχουν δείξει το πιο μεγάλο μέρος απο τα κόλπα τους χωρίς να έχουν άλλους άσους στο μανίκι για το μέλλον. Αλλά αυτό το δείγμα είναι πολύ εντυπωσιακό και προς το παρόν μας αρκεί.

11. Deerhunter - Microcastle
Ένα συγκρότημα που για χρόνια έβλεπα σε διάφορα blogs αλλά ποτέ δεν είχα μπει στον κόπο ν'ακούσω έφτασε τελικά στ'αυτιά μου πέρσι, και το ίδιο πρέπει να συνέβη και σε ένα σωρό άλλο κόσμο: το 2008 ήταν η χρονιά που οι Deerhunter του Bradford Cox βγήκαν στο προσκήνιο, και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλοιώς. Το Microcastle ενώνει τη λατρεία τους για μπάντες όπως οι My Bloody Valentine με τις ποπ ευαισθησίες τους, και το αποτέλεσμα είναι ένας δίσκος προορισμένος να φέρει αναστεναγμούς νοσταλγίας σε όσους πέρασαν την εφηβεία τους σε ακατάστατα δωμάτια στρωμένα με δίσκους της Creation, της 4AD και της Sarah. Υπνωτικές, διάφανες κιθάρες δίνουν τη θέση τους σε indie anthems παλαιάς κοπής σαν το "Nothing Ever Happened", το "Never Stops" ή το "Saved By Old Times" και οι λάτρεις της αγνής κιθαριστικής ποπ αποκτούν ένα νέο κόλλημα στο "Agoraphobia", ανακηρύσσοντας το φιλόδοξο εγχείρημα του Cox πανηγυρικά επιτυχές.

10. Fleet Foxes - Fleet Foxes
Αν δεν πέρασε κανείς την περσινή χρονιά μέσα σε μια σπηλιά, σίγουρα θα έχει διαβάσει ή ακούσει κάπου για τα παιδιά από το Seattle που πήραν παραμάζωμα λίστες, βραβεία και indie καρδιές. Με τις χιλιοξεφυλλισμένες σημειώσεις από τις παραδόσεις του καθηγητή Neil πάντα στο backpack τους, μας καλούν μαζί τους σε μια εκδρομή στην αμερικανική ύπαιθρο. Μόλις βραδιάσει, ανάβουμε μια φωτιά και καθόμαστε γύρω της για να τραγουδήσουμε παρέα με τον Robin Pecknold, που ξεκίνησε σαν ένας από μας αλλά η αχαλίνωτη φωνή του τον πήγε σε μέρη που ούτε ο ίδιος φανταζόταν - κι εμάς μαζί του. Πως θα μπορούσε όμως να γίνει διαφορετικά, όταν ταξίδευε πάνω σε μελωδίες τόσο ξεσηκωτικές ("White Winter Hymnal"), ανατριχιαστικές ("Tiger Mountain Peasant Song") ή απλά επικές ("Your Protector"); Ίσως στο μέλλον χρειαστεί ν'αποδειξουν ότι δεν είναι one-trick ελέφαντες, αλλά τους πιστεύουμε. Α, και άλλη φορά παιδιά μην αφήνετε το καλύτερο κομμάτι σας έξω απ'το δίσκο!

9. M83 - Saturdays = Youth
Αρχές Οκτωβρίου, δεν ήξερα σχεδόν τίποτα γι'αυτό το δίσκο. Τρεις μήνες αργότερα, βρίσκεται στρογγυλοκαθισμένος στους δέκα αγαπημένους μου της χρονιάς. Τι μεσολάβησε; Μια συναυλία, ένα τραγούδι σε φρενήρες repeat για μια εβδομάδα, και αμέσως μετά πολλές ακροάσεις του δίσκου σε βόλτες στην πόλη. με τα παγωμένα του synths να ξυπνάνε τις αισθήσεις και τις ζεστές, καραμελωμένες κιθάρες του "Graveyard Girl" να εισβάλλουν στο μυαλό όπως η γλυκόζη στο αίμα. Τα '80s έχουν απενοχοποιηθεί πλήρως τα τελευταία χρόνια, αλλά εδώ έχουμε ίσως την πιο βαθιά μελέτη τους και ταυτόχρονα την πιο κομψή τους βράβευση από τον Anthony Gonzalez. Μπορεί ο Γαλλάκος να πορεύεται πλέον μόνος, αλλά φροντίζει να μην κόβει τους δεσμούς με τον παλιό του ήχο, και η παράλληλη υπόκλισή του στις προ εικοσαετίας επιρροές του δίνει ως αποτέλεσμα έναν από τους πιο καλοφτιαγμένους και εθιστικούς δίσκους της χρονιάς.

8. Beach House - Devotion
Έχουμε ήδη γράψει αρκετά γι'αυτούς, αλλά όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με τον πιο ατμοσφαιρικό δίσκο της χρονιάς δεν μπορείς να κάνεις κι αλλοιώς. Μπορεί οι συνθέσεις να μην ήταν όλες στα ύψη του "Gila", του "You Came To Me" ή του "Heart of Chambers", αλλά η πανέξυπνη χρήση των keyboards, των drum machines και της κιθάρας για να γεμίσουν τον ήχο τους πετύχαινε διάνα κάθε φορά, δημιουργώντας έναν κόσμο στον οποίο ήθελες να χαθείς για πάντα. 'Απαξ και άκουγες τις Σειρήνες (στο ρόλο οι κεντημένες ψιλοβελονιά μελωδίες του Alex Scally) προσάραζες με χαρά στο νησί, όπου η Victoria Legrand σαν άλλη Κίρκη αναλάμβανε να σε κρατήσει για πάντα στο σπιτικό της και δεν σου περνούσε απ'το μυαλό ν'αφήσεις τη γουρουνίσια σου μορφή πριν τελειώσει ο δίσκος. Έβαλαν στο νεραϊδοπαραμύθι τους μέχρι και το "Some Things Last (A Long Time)" του Daniel Johnston, ντυμένο με τα αιθέρια ρούχα τόσο πειστικά που δύσκολα καταλάβαινες ότι ήταν ξένο. Μαγεία.

7. Nick Cave & Bad Seeds - Dig! Lazarus, Dig!
Όπως μας αποκάλυψε μια πρόσφατη συνέντευξη του τιτανοτεράστιου Nick στον Guy Garvey, εκεί κάτω στην Αυστραλία που βρίσκεται, απασχολημένος κιόλας με το να μεγαλώνει τα δυο παιδιά του, δεν παίρνει χαμπάρι από μουσικά trends. Και, όπως αποδείχθηκε και από το περσινό του πόνημα, πολύ καλά κάνει. Συνεχίζει τη μοναδική και μοναχική ιστορία των Bad Seeds από εκεί που την έφησε - δηλαδή μετά την παρένθεση των Grinderman και όλες τις επιδράσεις που αυτή είχε. Έτσι, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, αφήνει την εξωστρεφή πλευρά του μπαρουτοκαπνισμένου, αμαρτωλού story teller να επικρατήσει του μετανοημένου ελαφρώς απόστρατου των τελευταίων δίσκων. Οι κιθάρες γρυλλίζουν και στριγγλίζουν ξανά, το μπάσο ακούγεται κοφτό, μαγκωμένο και απειλητικό, το αλκοόλ και το σπέρμα ρέουν άφθονα, και ο Βασιλιάς Μελάνι, γκριζαρισμένος και σοφότερος, κάθεται και πάλι στο θρόνο του.

6. Mono In VCF - Mono In VCF
Το όνομά τους το πρωτοείδα στο αγαπημένο μου blog, το To Die By Your Side. Λίγους μήνες αργότερα, ο Γιώργος Πατριάρχης άρχισε να παίζει τα τραγούδια τους στην εκπομπή του. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Μελωδίες που σου συστήνονταν χωρίς περιστροφές, σίγουρες για τη φυσική ομορφιά τους αλλά ταυτόχρονα ντυμένες στην τρίχα και στολισμένες ακριβώς όσο πρέπει για να την αναδείξουν. Το νεοκλασικό οικοδόμημα του ήχου τους ανακαινισμένο από εφευρετικούς και φινετσάτους ηχοαρχιτέκτονες. Κι ένα συγκρότημα που έμοιαζε να έχει βγει από το κουτί έτοιμο, προγραμματισμένο στην εντέλεια, χωρίς να ψάχνεται, χωρίς αμφιβολίες, απόλυτα σίγουρο για το που έπρεπε να μπει το κάθε πράγμα. Λες και είχαν ξοδέψει τα προηγούμενα 10 χρόνια της ζωής τους προβάροντας και ξαναπροβάροντας ώστε όλα να είναι έτοιμα στην πρεμιέρα τους. Και ήταν. Είναι απορίας άξιο το πως δεν έγιναν ένα από τα next big things του '08, αλλά αν συνεχίσουν τόσο εντυπωσιακά δεν θ'αργήσει η στιγμή που θα τους δούμε σε κάποιο εξώφυλλο, αν έχει απομείνει έστω και λίγη δικαιοσύνη στον μουσικό κόσμο.

5. R.E.M. - Accelerate
They're back! Με το πόδι κολλημένο στο γκάζι, οι βετεράνοι οδηγοί εισβάλλουν στη βιτρίνα του μικρομάγαζου που οι ίδιοι είχαν χτίσει για να περάσουν ήσυχα τις τελευταίες τους μέρες πριν τη σύνταξη και τα κάνουν όλα λίμπα. Σαν άλλοι Kevin Spacey στο American Beauty, οι τρεις Αθηναίοι ανέσυραν από τα βάθη το νεανικό τους σφρίγος και πάθος και είπαν να δείξουν σε μια ακόμα γενιά πιτσιρικάδων πως γίνεται. Δεν είναι σίγουρο ότι οι τωρινοί θα κάτσουν στο θρανίο τόσο ευλαβικά όσο οι προηγούμενοι, αλλά οι κύριοι καθηγητές το κάνουν πρώτα απ'όλα για τους εαυτούς τους. Ο Michael Stipe μοιάζει πιο κατασταλαγμένα δηκτικός από ποτέ, η μπάντα είχε ν'ακουστεί τόσο σφιχτή, ενεργητική και αποφασισμένη από τα μέσα των '90s, και στο υλικό απλά δεν υπάρχει ίχνος filler (εντάξει, το "I'm Gonna DJ" έχει πλάκα). Μερικά άλογα όταν γερνάνε απλά τ'αφήνεις στην ησυχία τους. Ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να τους έρθει να ξανακαλπάσουν.

4. Portishead - Third
Η φράση "ο τρίτος δίσκος τωn Portishead" είχε πλησιάσει επικίνδυνα στη ζώνη του ανέκδοτου, στην οποία κατοικοέδρευε ήδη από χρόνια η φράση "Chinese Democracy" (ο δίσκος των Guns 'n' Roses και η κυριολεκτική της έννοια). Κριτικοί και κοινό, ακόμα και άνθρωποι που είχαν μαγευτεί από τους δύο πρώτους δίσκους του Μπριστολιανού τρίου, περίμεναν επιφυλακτικά την επιστροφή τους, με λίγες ελπίδες για κάτι παραπάνω από ξαναζεσταμένο φαγητό. Κι όμως, ακούγοντας το Third, μοιάζει σα να μην πέρασε μια μέρα. Απλούστατα, οι Portishead συνεχισαν από εκεί που είχαν μείνει, προχωρώντας την ατμόσφαιρα σε πιο σκοτεινά, α λα "Cowboys", πεδία, και τον ήχο τους προς μια πιο ψυχρή, λιτή κατεύθυνση. Η Beth ακούγεται λιγότερο μάγισσα και περισσότερο σπαρακτική γυναίκα δίνοντας, όπως πάντα, συγκλονιστικές ερμηνείες, ενώ οι μηχανικοί ρυθμοί και τα παγωμένα keyboards περισσότερο μοιάζουν να θέλουν να καταπνίξουν την ανθρώπινη υπόστασή της, παρά να τη συνοδέψουν. Από το απίστευτο "The Rip" μέχρι το υπνωτιστικό "Threads", μας αναγκάζουν να βαδίσουμε στα δυσοίωνα, μερικές φορές εφιαλτικά μονοπάτια τους, σ'ένα δίσκο-εμπειρία τόσο για τ'αυτιά όσο και για την καρδιά. Δεν μπορούμε να φανταστούμε που αλλού έχουν να (μας) πάνε μετά απ'αυτό, αλλά και μόνο που κατάφεραν να δικαολογήσουν έντεκα ολόκληρα χρόνια αναμονής είναι αρκετό.

3. Sigur Rós - Með Suð I Eyrum Við Spilum Endalaust

Ένα από τα όνειρα της ζωής μου είναι να πάω κάποτε στην Ισλανδία. Ως τότε, διατηρώ το δικαίωμα να πιστεύω ότι ο χειμώνας εκεί δεν διαρκεί έξι μήνες, αλλά περίπου οχτώ χρόνια. Τόσος είναι ο καιρός που μοιάζει να μεσολάβησε μέχρι να ξαναδούν τον ήλιο οι Sigur Rós, και να ξαναφέρουν τη χαρά και το φως στη μουσική τους. Και το έκαναν τόσο εμφατικά, που δεν μας άφησαν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Το πρώτο μισό του Með Suð í Eyrum... μοιάζει να έχει φτιαχτεί από ανθρώπους που ήταν κλεισμένοι σε μια σκοτεινή καταπακτή για χρόνια, και βγαίνοντας έξω δεν μπορούν ούτε θέλουν να κρύψουν έστω και ένα ψίχουλο της αγαλλίασής τους. Με προεξάρχον το γιορταστικό "Inní Mér Syngur Vitleysingur" και τον ξέφρενα πανηγυρικό τρόπο που τελειώνει το "Festival", σε καλεί να βγεις και να παίξεις στον ήλιο, να κυλιστείς στο γρασίδι, ν'αφήσεις την ευτυχία να σε κατακλύσει απ'άκρη σ'άκρη. Το δεύτερο μισό το απολαμβάνεις κοιτάζοντας τον ίδιο ήλιο να δύει στη θάλασσα, με την γλυκιά κούραση που φέρνει το παιχνίδι να σε κάνει να χαμογελάς, κι ενώ η μπάντα έχει ρίξει τους τόνους, εξαντλημένη θαρρείς κι αυτή από την έκλυση χαρούμενης ενέργειας. Δεν ξέρω ποιο είναι το θέμα του δίσκου, αλλά ακούγεται σαν τη χαρά της ζωής. Ίσως τελικά συμβαίνει το αντίθετο εκεί πάνω. Ίσως έχει όλο το χρόνο μέρα, και απλά όλοι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε τα κορόιδα. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε προς το παρόν είναι να μοιραστούμε τη θετική τους ενέργεια, κι όταν μας την προσφέρουν τόσο απλόχερα, είναι το μόνο εύκολο.

2. TV On The Radio - Dear Science
Πόσες και πόσες φορές δεν έχει διαψευσθεί ο τίτλος "πολλά υποσχόμενος" απο κάποιον καλλιτέχνη; Να λοιπόν και ένα συγκρότημα που επιβεβαιώνει τις προσδοκίες όλων και με το παραπάνω. Οι TVOTR είχαν τα μάτια όλου του indie κόσμου πάνω τους μετά το Return to Cookie Mountain του 2006, αλλά όποιος περίμενε ένα δίσκο με 10 "Wolf Like Me" (όσο τεράστιο κι αν ήταν το κομμάτι εκείνο, αναμφίβολα ένα από τα singles της δεκαετίας) θα πρέπει να κατάπιε τη γλώσσα του όταν άκουσε αυτόν τον γεμάτο πλούσια μπιτς και παχιά φανκ δίσκο που μας έδωσε η πολύχρωμη πεντάδα από τη Νέα Υόρκη. Επιθετικό, χορευτικό, πλήρες. Γεμάτο από καταπληκτικά τραγούδια: το "Halfway Home" με το επίμονο drone πίσω από την κολλητική μελωδία, το "Crying" με το απίστευτα εθιστικό ριφάκι του, το "Family Tree" με τους συγκλονιστικούς στίχους του, τα "Golden Age" και "Red Dress" που σε στέλνουν συστημένο στην πίστα, το πανέμορφο "Love Dog" (μόνο σε μένα ακούγεται σαν μακρινό ξαδερφάκι του "Kid A", με έξτρα τα υπέροχα έγχορδα;) , το καταιγιστικό "DLZ". Με μια παραγωγή που θα έπρεπε να διδάσκεται σε όλες τις σχετικές σχολές - ήθελα να το ακούω και να το ξανακούω μόνο και μόνο γι'αυτά τα μπιτς. Ένας δίσκος που τους βρίσκει σε πλήρη δημιουργική ακμή και να ξεφορτώνονται διάφορα κολλήματα που τους κράταγαν πίσω - πολύ απλά, ο δίσκος που ανεβάζει τους TVOTR στην Premier League οριστικά και αμετάκλητα.

1. Elbow - The Seldom Seen Kid
Να, λοιπόν, που έφτασε η στιγμή: επιτέλους, το some beans μπορεί να βάλει το καπάκι στο κουτί του 2008! Και θα το κάνει με την πιο όμορφη μουσική success story της χρονιάς. Ένα συγκρότημα που έγραφε στο μέτωπο "outsiders" από τη μέρα που ξεκίνησε. Αντιεμπορικό όνομα, καταγωγή από το Bury, κοντά αλλά όχι μέσα στο Manchester και την ακτινοβολία του, ένας ήχος λεπτοδουλεμένος, που ήθελε πολλές ακροάσεις και υπομονή, σε μια Αγγλία που αποθέωνε το ένα μετά το άλλο γκρουπάκια με διάρκεια ζωής μιας βδομάδας. Κι ένας γεματούλης frontman που έμοιαζε 35 ακόμα κι όταν ήταν 25. Η υπομονή και η επιμονή όμως ανταμείβονται. Ο Guy Garvey και οι φίλοι του ετοίμαζαν δυόμισι χρόνια την επιστροφή τους χωρίς ν'ασχολείται μαζί τους κανείς, και εξίσου ήσυχα έφεραν το Παιδί τους στον κόσμο. Και συνέχισαν να είναι το ίδιο ταπεινοί την ώρα που οι πάντες σιγά-σιγά έπαιρναν χαμπάρι ότι είχαν μπροστά τους ένα μικρό αριστούργημα.

Ένα δίσκο σμιλεμένο με ατέλειωτη, και πάλι, υπομονή, που ασχολείται με τα δυο πιο αγαπημένα θέματα της τεχνης - τον έρωτα και το θάνατο. Ο Guy πενθούσε το χαμένο του φίλο και υμνούσε τον έρωτά του, πάνω σε τραγούδια που έμοιαζαν να είναι φτιαγμένα μόνο με τα εντελώς απαραίτητα
, αλλά και να ξέρουν ακριβώς που και πότε χρειαζόταν το κάτι παραπάνω. Και αποτελούσαν ταυτόχρονα ό,τι πιο άμεσο είχαν γράψει ποτέ οι Elbow. Χωρίς εντυπωσιασμούς, έμπαιναν ήρεμα στο θέμα αλλά αργά ή γρήγορα σε άφηναν άφωνο με τις συναισθηματικές κορυφώσεις τους που ενίοτε ("The Loneliness of a Tower Crane Driver", "Mirrorball") συνοδεύονταν και από ανάλογες ηχητικές ενώ άλλες φορές ("Friend of Ours", "Some Riot") στηρίζονταν σε απαλά ηχοστρώματα με την επιρροή των αγαπημένων τους Talk Talk να είναι έντονη, ή σ'έκαναν φίλο με το πηγαίο βρετανικό χιούμορ και φλέγμα τους ("The Fix", "Audience With the Pope").

Όλα όσα ήρθαν μετά - η δημοσιότητα, το Mercury, η αποθέωση από κριτικούς, κοινό και συναδέλφους - ήταν απλά η πιο δίκαιη εξέλιξη. Η πεντάδα από το Bury δεν έψαξε ποτέ για εκδίκηση για την αδικία που συντελούνταν τόσα χρόνια σε βάρος της. Απλά έφτιαξε ένα κομψοτέχνημα τεράστιας συναισθηματικής αξίας, που ήρθε να επιβεβαιώσει τον άγραφο κανόνα που ασπαζόμαστε εδώ στο some beans και που λέει ότι "οι Αμερικάνοι γράφουν περισσότερα, αλλά οι Βρετανοί γράφουν καλύτερα" - και να γίνει ο δεύτερος στη σειρά αγαπημένος μας δίσκος της χρονιάς που βγαίνει από βρετανικό συγκρότημα με 5 μέλη εκ των οποίων τα δυο είναι αδέρφια (όχι, δε συνεργαζόμαστε - ακόμα - με τον Κώστα Νικολακόπουλο, και όχι, οι Oasis δεν πρόκειται ποτέ να είναι υποψήφιοι παρ'όλο που πληρούν την προϋπόθεση). Ο θρίαμβος ήταν όλος δικός τους!

20.1.09

2008: Μουσικά άλμπουμ, part 1


20. Mark Lanegan & Isobel Campbell - Sunday At Devil Dirt
Κανονικά αν ήταν, άλλος στη θέση του Mark Lanegan, ο δίσκος πιθανότατα δεν θα τολμούσε να με κοιτάξει στα μάτια από ντροπή όταν έφτιαχνα το Top 20. Κι αυτό γιατί μυρίζει ξεπέτα από παντού. Και δεν εννοώ ξεπέτα μεταξύ τους. Μεγάλα παιδιά είναι, ο καθένας κάνει στο κρεβάτι του ό,τι θέλει. Απλώς θα μπορούσε να είχε γίνει ένα ωραιότατο EP. Είναι προφανές ότι η Isobel θα πάει άπατη όταν την παρατήσει η χήνα με τα χρυσά αυγά (ο Mark είναι η χήνα), όπως και είναι δεδομένο ότι αυτός ο συνδυασμός Nancy Sinatra-Lee Hazlewood των 00’s έχει αρχίσει να κουράζει. Ακόμα κι έτσι, η παρουσία της χήνας, εχμ, συγγνώμη, του Lanegan εννοώ, που εγγυάται μερικές ανατριχιαστικές στιγμές, όπως στο “Who Built The Road” και το “Someone To Believe”, αλλά και η δεδομένη καλή συνεργασία των δύο (χμμ) μας δίνουν έναν δίσκο αρκετά καλό, όχι με μεγαλύτερο νόημα και αξία από το “Ballad Of The Broken Seas” αλλά, όπως είπα, ο Lanegan είναι εγγύηση. Ο τύπος μπορεί να πάρει μια μέτρια σύνθεση και να την μετατρέψει σε ερμηνεία αυλακωμένη από τις κραιπάλες και δραματική σα την πρώτη στιγμή που συνειδητοποιείς ότι βρίσκεσαι σε έναν αφιλόξενο τόπο μόνος σου.

19. Duffy - Rockferry
Η άλλη Amy τα κατάφερε εξαιρετικά φέτος. Μπορεί να μην έχει την πληθωρική παρουσία (και αφάνα) της Amy Winehouse όταν ήταν στα καλά της, αλλά της αξίζει ο ετήσιος τίτλος της Dusty Springfield 2008 που είναι απαραίτητο να δίνεται κάθε χρόνο. Συγχαρητήρια, δεσποινίς, αλλά μην περιμένετε βραβείο από την κακιασμένη Estelle. Πέρα από αυτά, εκτός από το σιχαμένο “Mercy” που έτσι και το ξανακούσω θ’ αρχίσω να πνίγω κουτάβια, η Duffy ισορροπεί με χάρη ανάμεσα σε σφιχτές ενορχηστρώσεις και καθαρόαιμα, γαρνιρισμένα από τα 60’s ποπ χιτάκια. Δεν πέφτει στην παγίδα των λαρυγγισμών και είναι σίγουρα στα συν της που κατάφερε να κάνει το “Warwick Avenue” ένα πραγματικά συγκινητικό τραγούδι πέρα από το τετριμμένο του θέματος.

18. Okkervil River - The Stand-Ins
Το δεύτερο μέρος ενός υποτιθέμενου διπλού album είναι πολύ καλύτερο από το - προπέρσινο πλέον - Stage Names και είναι επιτέλους μια πραγματική αλλαγή κατεύθυνσης από το κουρασμένο επαναλαμβανόμενο folk των προηγούμενων δίσκων τους. Ξεκινάει πολύ δυναμικά με την τελευταία πινελιά του Jonathan Meiburg στο όχημα των Okkervil River και κορυφώνεται στο καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ, το επικό "On Tour With Zykos", που ανάθεμα και αν κατάλαβα πως κατάφερα να το ακούσω 15 φορές σε μία ώρα. Για πρώτη φορά ακούγονται χαρούμενοι και, αν αυτό δεν ήταν το πρώτο ζητούμενο, το φλέγον ζήτημα της αλλαγής ρότας το κατάφεραν και μάλιστα επιτυχημένα. Ελπίζουμε τώρα πιο ανάλαφροι να μην φοβηθούν να ακουμπήσουν και άλλα κομμάτια της παλέτας των μουσικών που θαυμάζουν.

17. Last Shadow Puppets - Age of the Understatement
Τα έχουμε αναφέρει κάμποσους μήνες πρίν. Ήμουνα νιός και γέρασα που λένε. Πολύ καλή προσπάθεια από τον αξιαγάπητο αρχηγό των Arctic Monkeys και το ιερό τέρας των Rascals και ακόμα καλύτερες ενορχηστρώσεις από τον Final Fantasy, Owen Pallet. Ο δίσκος πάσχει σε διάρκεια χρόνου, μιας και αφού τον ακούσεις αρκετές φορές στην αρχή μετά σου περνάει η όρεξη. Ή αυτό φταίει ή ότι σταμάτησα να τον ακούω λόγω της ντροπιαστικής τους ύπαρξης στο top 15 του Last.fm μου. Όπως και να’χει, ο δίσκος πάσχει και από ακραία μορφή ScottWalkerίτιδας: όχι ότι αυτό είναι κακό, αλλά μια από τις προφανείς διαπιστώσεις που κάνει κάποιος είναι ότι έχει πέσει πολύ copy-paste, όχι μόνο στον Scott αλλά και στον Burt Bacharach. Οι επιρροές είναι σαν τον έρωτα και το βήχα, και βέβαια δεν είναι καθόλου κακό να φαίνονται. Το Age of the Understatement όμως ακροβατεί ανάμεσα σε πλούσιο επιρροών έργο και αντιγραφή κανονικότατη. Πάντως, για να πούμε και καμιά καλή κουβέντα, είναι η πρώτη φορά που η φωνή του Alex μπορεί να χαρακτηριστεί ευχάριστη, όπως και ότι μερικά κομμάτια είναι πραγματικά πάρα πολύ καλά, όπως το “Meeting Place” που ακόμα και ο θεούλης Walker στα μελωδικά του δεν θα το έσπρωχνε από το κρεβάτι του.

16. Mono In VCF - Mono In VCF
Είναι σπάνιο ένας πρώτος δίσκος να ακούγεται τόσο συνειδητοποιημένος και σαφής. Έχουμε μιλήσει στο παρελθόν γι’ αυτούς, και πολύ χαιρόμαστε που στην πορεία τελικά τους ξαναβρίσκουμε, ενθυμούμενοι ότι έκαναν μια καταπληκτική προσπάθεια που αξίζει κάθε αναγνώριση. Οι Mono, έχοντας βεβαίως βρει στρωμένο το έδαφος αυτού που θέλουν να κάνουν από τον τρελάρα Phil Spector, καταφέρνουν να ακούγονται γεμάτοι ιδέες - όχι καινούργιες απαραιτήτως - και μας παρουσιάζουν ολοκληρωμένα πάζλ από 60’s μελωδίες, αιθέρια φωνητικά, και μελαγχολικά γυρίσματα. Με πολλά τραγούδια να έχουν να κάνουν με χωρισμό, συναισθηματική απομάκρυνση και πικρόχολες διαπιστώσεις όπως “I know you’re not the only one, you know I’m not the only one”, οι Mono μοιάζουν να έχουν το εισιτήριο για την ευρεία αναγνώριση στο τσεπάκι τους. Μόνο μην τους πάρει καμιά EΜΙ γιατί τότε θα έχουν να αντιμετωπίσουν τον χλευασμό της Μόνικας και η ζωή αγκαλιά με αυτόν δεν αντέχεται.

15. Spiritualized - Songs in A & E
Ο Jason Pierce γύρισε από το θάνατο και έγραψε κάτι ισάξιο με το Ladies and Gentlemen... . Ο Jason είχε απλά ένα βηχαλάκι, αλλά σαν άλλος κατά φαντασίαν ασθενής το μεγαλοποίησε και μετά πήγε και έβαλε ένα ακόμα καρφί στο φέρετρο των Spiritualized. Μπα, και τα δύο υπερβολές είναι. Αληθεύει ότι ο Jason πήγε να τα τινάξει από πνευμονία, και αλήθεια είναι ότι το Songs in A & E δεν είναι καλύτερο ή ισάξιο του Ladies and gentlemen…, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το περσινό του πόνημα δεν είναι καλύτερο από την συντριπτική πλειοψηφία όσων κυκλοφορούν εκεί έξω. Το άλμπουμ δεν κρύβει ξανά τις επικές τάσεις του Jason και σίγουρα αυτή τη φορά δεν κρύβει τη φωνή του και την παρουσία του που ακούγονται θρυμματισμένες σα να τις τραγουδάει ακόμα από το κρεβάτι της ανάρρωσης. Η γρατζουνισμένη φωνή του μοιάζει πραγματικά ειλικρινής και τα έγχορδα κάνουν σερφινγκ στο ύψος ενός κύματος μεγαλοπρέπειας. Μάλλον έπρεπε να φτάσει στα όρια της καταστροφής για να επανεφεύρει τον εαυτό του. Χμμ, κλισέ.

14. Tindersticks - The Hungry Saw
Αυτοί δεν έφτασαν σε τίποτα όρια, απλώς συνεχίζουν να κάνουν τόσο καλά τη δουλειά τους όσο την κάνουν πάντα. Αυτή τη φορά χρειάστηκε η υπέροχη Λιμόζ, για να τους μαζέψει και να καθοδηγηθούν από την «ένα κεφάλαιο μόνη της» φωνή του Stuart Staples. Όπως πάντα, υπάρχει πολλή αγάπη που περισσεύει, δεν την παίρνει κανείς και οι Tindersticks κηρύττουν αυτό το περίσσευμα. Μεγάλη ποικιλία οργάνων επιστρατεύεται και τα καθιερωμένα μεγάλα αριστουργήματα που υπάρχουν σε κάθε δίσκο τους υπάρχουν κι εδώ. Στο μυαλό κάποιων οι Tindersticks μπορεί να ακούγονται περσινά ξινά σταφύλια, αλλά τα συγκεκριμένα σταφύλια συνεχίζουν τη διαχρονική δουλειά τους βγάζοντας ένα πολύ γλυκό αποτέλεσμα που μπορεί να επικεντρώνεται πλέον καθαρά στα τραγούδια και όχι σε τρόπους επαναπροσδιόρισης του εαυτού τους όπως επιβάλλουν οι τάσεις της μόδας. Αλήθεια επίσης είναι ότι καιρό είχαν να συνυπάρξουν τόσες πολλές καλές συνθέσεις σε έναν τους δίσκο. Τον Φεβρουάριο θα είμαστε εκεί…

13. Sigur Ros - Med Sud I Eyrum Vid Spilum Endalaust
Αυτή και αν ήταν επιστροφή στην καλη φόρμα. Μόνο που αυτή η φόρμα δεν ήταν κάποια που είχαν χωθεί στο παρελθόν ετούτοι οι Ισλανδοί με την απέραντη αγάπη σε φανταστικές γλώσσες. Τα πεδία που εξερεύνησαν σε αυτήν την προσπάθεια πλησιάζουν στα επικά, γεμάτα ενέργεια μονοπάτια των Arcade Fire με τις συντροφικές κραυγές και την αντιμετώπιση των πραγμάτων με μια πιο αθώα και παιδική ματιά. Φυσικά, ανάθεμα και αν καταλαβαίνουμε τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται. Ίσως η uptight έχει περισσότερες πληροφορίες, μιας και τώρα τελευταία μαθαίνει τα σχετικά κοντινά με τα Ισλανδικά, Σουηδικά (λόγω Dungen), αλλά να πω την αμαρτία μου με κουράζει να μην καταλαβαίνω γρι απο την ιστορία ενός τραγουδιού, μιας και εκτός απο Ισλανδικά οι Sigur Ros χρησιμοποιούν μια gibberish γλώσσα που ονομάζεται Hopelandic. Κανονικά αυτά θα ήταν πολύ ενοχλητικά, αλλά έλα που η φωνή του Jonsi μπορεί να παρομοιαστεί μόνο με κάτι παρθένο και ανέγγιχτο που ήταν κλεισμένο σε κλουβί και τραγουδά για πρώτη και τελευταία φορά, ενώ η μουσική είναι τόσο όμορφα χτισμένη σαν τυχαίο έργο τέχνης στους πάγους. Ίσως τώρα που αποφασίσαν για πρώτη φορά μετά απο καιρό να έχουν διαφορετική προσέγγιση μουσικά, την επόμενη φορά να μην φοβηθεί ο Jonsi να τραγουδήσει σε μια γλώσσα που θα τον καταλαβαίνουμε.

12. The Walkmen - Υou & Μe
Το καλύτερο άλμπουμ των πρώην Jonathan Fire*Eater ήρθε κάλλιο αργά παρά ποτέ. Μέχρι σήμερα οι Walkmen είχαν να επιδείξουν κάποιες καλές στιγμές σε κάθε άλμπουμ. Και, πέρα από τις καλές στιγμές, αρκετές αδύναμες συνθέσεις, και τελοσπαντων αυτό που λέμε filler. Όμως τα ψέματα τελείωσαν κυρίες και κύριοι γιατί οι Walkmen βρήκαν τη μούσα τους ώστε να γράψουν ένα ενδιαφέρον άλμπουμ από την αρχή μέχρι το τέλος. Και αν είναι ένα-δυο κομμάτια μεγαλύτερο απ’ότι πρέπει, τους το συγχωρούμε γιατί υπάρχουν πολύ έξυπνες κιθαριστικές παρεμβάσεις, παθιασμένες ερμηνείες από τον Hamilton Leithauser και εμπνευσμένες, συναισθηματικά γεμάτες μελωδίες. Όπως για παράδειγμα το "Red Moon" που θυμίζει μουσικό κουτί που ο μοχλός του γυρνά με δυσκολία βουτηγμένος στην λάσπη των αναμνήσεων. Ένας υπέροχος δίσκος, διαμάντι μιας περιόδου που οι ίδιοι ακούγονται ήρεμοι και αφοσιωμένοι στην τέχνη τους όσο ποτέ.

11. Beach House - Devotion
Τόσο ράθυμα όμορφο και γοητευτικά αποστασιοποιημένο... Η φωνή της Victoria Legrand θα στοιχειώσει τις μέρες σας και ο έτερος Beach House Alex Scully δείχνει πως ξηγιούνται όσοι μουσικοί είναι στο background και συνοδεύουν τη φωνή. Και μόνο για το "Gila", το Devotion θα έμπαινε στο top 20, αλλά στο μενού υπάρχουν και άλλα ανατριχιαστικά κομμάτια που μπορεί να μην φτάνουν την μεγαλοσύνη του "Gila", αλλά διαθέτουν ισχυρή προσωπικότητα και έχουν ένα συγκεκριμένο ηχητικό χαρακτήρα. Μπορεί πολλά συγκροτήματα παρόμοια με τους Beach House να ακούγονται σαν να προσπαθούν να βρουν το στυλ τους ,αλλά οι ίδιοι όχι μόνο το έχουν βρει αλλά κάνουν και χαλαρό πατινάζ πάνω του.

10. Nick Cave - Dig! Lazarus, Dig!
Ο παντοτινός φόβος των κριτικών, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, είναι μην τυχόν κάποιος καλλιτέχνης βρει το Θεό. Η σειρά πηγαίνει ως εξής: 1. Άγριο νιάτο, χωμένο μέχρι τα μπούνια στα ναρκωτικά, τραγουδάει punk. 2. Το άγριο νιάτο μαθαίνει μουσική και αρχίζει να ενδιαφέρεται για το χτίσιμο των μελωδιών. 3. Το άγριο νιάτο έχει μετατραπεί σε τραγουδοποιό που εξερευνά το εύρος της μουσικής και των ικανοτήτων του. 4. Ο τραγουδοποιός μαλακώνει και αρχίζει να μετανοεί για τα περασμένα του κρίματα. 5. Ο τραγουδοποιός αρχίζει να τραγουδάει περίπου gospel και υμνεί τον ύψιστο. 6. Ο τραγουδοποιός τραγουδάει σε εκκλησίες και προσπαθεί να βγάλει τον σατανά από αμαρτωλούς. 7. Ο τραγουδοποιός γίνεται παπάς και αρχίζει να κοιτάει τα αγοράκια με έναν άλλο πιο πικάντικο τρόπο. Ευτυχώς ο Cave δεν έχει φτάσει μέχρι το 7 και μάλιστα στο 5 που κατοικούσε μέχρι το Dig! Lazarus, Dig! ήταν σε πολύ ποιοτικό και υψηλό επίπεδο μακριά από στείρα, άνευ όρων πλήρη παράδοση στον Θεό. Στο Dig! Lazarus, Dig! ο Cave δεν θα ήταν ακριβές να λέγαμε πως θυμάται ότι έχει και τα θετικά του όταν είσαι αμαρτωλός, απλά ξαναθυμάται την ειρωνεία του και τον καυστικά - όχι εξυπνακίστικο - αλλά πονηρό τρόπο περιγραφής ιστοριών. Συν του ότι οι rock κλαπατσιμπάνικες στιγμές είναι πιο βρώμικες και πιασάρικες από οποιαδήποτε παρόμοια στιγμή του Abattoir Blues. Να’ναι καλά ο Grinderman που τον απελευθέρωσε.

9. British Sea Power - Do You Like Rock Music?
Θρίαμβος. Έπος. Ολοκληρωτική απελευθέρωση όλων των μικρών βρωμιών που είχαν μέσα τους. Όλα αυτά τους πρώτους 3 μήνες του 2008 που άκουγα συγκινημένος μανιωδώς αυτό που νόμιζα ως διάδοχο του The Bends. Αλλά ξέρετε πως πάει. Λάθη είμαστε… Ίσως έφταιγε το γεγονός ότι μέχρι τότε δεν είχα ακούσει τα δύο προηγούμενα τους τα οποία με ασφάλεια μπορώ να πω ότι ήταν καλύτερα από το DYLRM (λατρεύω τα ακρωνύμια). Ακόμα κι έτσι ,οι φορές που το τρίτο τους άλμπουμ ακούγεται κενό περιεχομένου αντισταθμίζονται από τον συναισθηματικό τους σουρεαλισμό. Και αν κάποιες φορές οι κιθάρες ακούγονται αχρείαστα πομπώδεις, ισοφαρίζονται από τις πραγματικά εκρηκτικές διπλές και τριπλές κιθαριστικές επιθέσεις. Οι ήρεμες απολογιστικές στιγμές είναι δυστυχώς λίγες αλλά μυρίζουν μπόλικο αλκοόλ, ταιριασμένο ανίερα με διεισδυτική διαύγεια. Ας επανέλθουν στο επόμενο άλμπουμ στις αναγνώσεις του Ντοστογιέφσκι και όλα θα πάνε καλά.

8. Deerhunter - Microcastle
Αυτός ο ήχος θα έπρεπε να καθιερωνόταν ως indie ήχος. Ούτε εσωστρεφής ούτε φτιαγμένος για εσωτερική κατανάλωση. Ήχος πού έγινε με περιορισμένες χρηματικές πηγές και με απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία. Ήχος που απευθύνεται σε όλους και ειδικά σε όσους λατρεύουν την ροκ μουσική για τον αυθορμητισμό της. Ο Bradford Cox μάζεψε την μπάντα του και εν μέσω jamming κράτησε πολλά κολλητικά hooks και στιγμές ιδανικές για εναέρια κιθάρα. Τα shoegaze φιμωμένα αινιγματικά φωνητικά και η σφιχτή σαν κόμπος rhythm section μας γυρνάνε πίσω στα ξεχειλωμένα μπλουζάκια μιας εποχής που οι μπάντες ήθελαν πρωτίστως να παίζουν για τους 3, 4, 5 φίλους τους. Η πλάκα είναι ότι ο δίσκος δεν είχε καμία σχέση με τους Deerhunter όπως τους ξέραμε μέχρι τότε, αλλά αν ο Cox αποφασίσει να ξαναγυρίσει στους προηγούμενους κάπως πιο ηλεκτρονικούς δρόμους, η ποπ φλέβα που απ’ ότι φαίνεται κατέχει του αφήνει ένα σίγουρο μαξιλαράκι.

7. Gutter twins - Saturnalia
Δεν γινόταν να πάει κάτι λάθος σε αυτή τη συνεργασία. Ο Lanegan και ο Dulli είναι εν χριστώ αδελφοί, βρίσκονται και οι δύο στην απολογιστική διάθεση που λέγαμε νωρίτερα, και είναι γεμάτοι οίστρο για καινούργια μουσική. Τα καθήκοντα τραγουδιστή και στιχουργού μοιράστηκαν δίκαια, με τον Dulli να μετατρέπει τα δικά του τραγούδια σε ραγισμένα ψυχοδράματα, ενώ ο Lanegan προτίμησε μιαν αποστασιοποιημένη περιγραφή ενός περίπου αποκαλυπτικού σκηνικού. Τα φιλαράκια τους βοηθούν και δίνουν έναν πιο καθαρκτικό και συναδελφικό χαρακτήρα στο άλμπουμ όπως για παράδειγμα στο τρυφερό “The Body” που με τη βοήθεια της Martina Topley Bird μοιάζει με καλοκαιρινό απόγευμα που σε δροσίζει έπειτα από τον επώδυνο καύσωνα των «στο κεφάλι» συμπερασμάτων του “All Misery Flowers”. Το μυστηριώδες “Seven Stories Underground” θα ήταν το δεύτερο καλύτερο κομμάτι (μετά το "Long Gone Day") εκείνου του άλμπουμ του ’95 από τους Mad Season, το πυρετικό μπιτάκι του “Each to Each” σε κρατά σε εγρήγορση και το “Front Street” άξιζε μέχρι τελευταίας δεκάρας την αναμονή της studio εκτέλεσης του. Η δεκαετία αυτή είναι η πιο παραγωγικά και ποιοτικά περήφανη και για τους δύο.

6. Fleet Foxes - Fleet Foxes
Η ματιά που του είχα ρίξει το καλοκαίρι με είχε πείσει πως πρόκειται για ένα πολύ καλό άλμπουμ, όχι κάτι φρέσκο, με κάποιες συγκεκριμένες ποιότητες και κάποια ελαττώματα που το εγκλώβιζαν στην ταμπέλα των περιορισμένων ακροάσεων και των συγκεκριμένων διαθέσεων. Κάποιους μήνες μετά η άποψη μου δεν άλλαξε ριζικά, απλώς το χρονικό διάστημα βοήθησε να μεστώσουν στο μυαλό μου κάποια κομμάτια τα οποία είναι πραγματικά υπέροχα. Όπως το “Sun it rises” και το “Blue Ridge Mountains”, με τα “Your Protector” και “Meadowlarks” να μην ακολουθούν και πολύ πίσω. Τέλεια εκτελεσμένες αρμονίες και εκκλησιαστική ηχώ να ξαναγυρνάει τις φωνές με μεγαλοπρέπεια. Ο Robin Pecknold, τραγουδιστής τους και κάτοχος μιας από τις καλύτερες νέες φωνές, μπορεί να υπερηφανεύεται πως από ένας ταπεινός ateaser που προσπαθούσε να προωθήσει τη μουσική του, κατάφερε να κάνει την μπάντα του να έχει το περίφημο tag “universal acclaim” δίπλα στο ντεμπούτο άλμπουμ της. Μια ένσταση μόνο. Ποιά ήταν η διάνοια πού άφησε το “Mykonos” έξω από το tracklist του δίσκου;

5. R.Ε.Μ - Accelerate
Ακούγεται μονορούφι και με τέρμα την ένταση στα ηχεία. Σαν ένας παλιός φίλος, οι R.E.M. επέστρεψαν με πράγματα να διεκδικήσουν, σταματώντας επιτέλους τον σιωπηλό θρήνο από την φυγή του Bill Berry. Είναι λογικό όταν αποσύρεται ένα βασικό μέλος μιας μπάντας να της παίρνει λίγο καιρό μέχρι να βρει τα πατήματα της. Και οι R.E.M. τα βρήκαν για τα καλά, βγάζοντας την γλώσσα σε όσους τους κατηγορούν και μιλώντας όπως πάντα με ειλικρίνεια και με γνώση των όσων συμβαίνουν γύρω μας. Δεν φοβήθηκαν να ανεβάσουν τους τόνους και σε συνδυασμό με τα εκρηκτικά τους live μας υπενθύμισαν ότι όσο κάνουν μουσική θα την κάνουν σε πολύ υψηλό επίπεδο. Τώρα αν γίνει το θαύμα και τα κολλητάρια τους οι U2 βγάλουν και αυτοί μετά από πολλά χρόνια ένα πραγματικά καλό άλμπουμ τότε και εμείς θα πάρουμε το μάθημά μας να μην ξεγράφουμε τους ήρωες των '80s και '90s.

4. Tv on the Radio - Dear Science
Άλλο ένα συγκρότημα που βγήκε από το κουκούλι του την κατάλληλη στιγμή. Μην με παρεξηγήσετε. Το Return to Cookie Mountain μας έδωσε ένα από τα singles της δεκαετίας (τουλάχιστον). Για το “Wolf Like Me” μιλάμε. Απλώς ο βρώμικος ήχος που τυραννούσε σχεδόν όλα τα τραγούδια και η παραγωγή που έμοιαζε με 4 track demos κρατούσε τα γκέμια, συν του ότι οι συνθέσεις ήταν ανολοκλήρωτες. Εδώ έχουμε το καλύτερο τους άλμπουμ και τις πιο ολοκληρωμένες τους ιδέες. Πανέξυπνοι στίχοι και πολλές μουσικές επιρροές που ενσωματώνονται με μαστοριά μάγειρα που συνδυάζει συνταγές. Είναι προφανής η παρουσία πολλών ατόμων που έχουν ισάξιο λόγο στην κατεύθυνση της μπάντας και ενώ καμιά φορά σου λείπει ο αρχηγός που μπορείς να απευθυνθείς, η πολυκοσμία δημιουργεί μια ευχάριστη αίσθηση ποικιλίας. Βάζουν τα γυαλιά σε όλους τους δήθεν ψαγμένους μαύρους ραπερ, που ανακάλυψαν την funk και την soul κληρονομιά τους.

3. Portishead - Third
Ατμοσφαιρικό, μυστηριώδες, λιγομίλητο και προκλητικό. Οι Portishead πάντα έμοιαζαν σαν εξωγήινοι που τους πέταξαν στα μουσικά δρώμενα, ώστε να κάνουν τα δικά τους. Οπότε η πολυετής αποστασιοποίηση δεν αναμενόταν να τους επηρεάσει, μιας και τώρα τους ξανάξέβρασε το κύμα στα – είναι αλήθεια - πιο βρωμερά από εκείνα των '90s νερά των '00s. Και πάλι κάνουν τα δικά τους, και τα κάνουν με ανατριχιαστική ακρίβεια. Η Beth Gibbons παραμένει μια από τις καλύτερες φωνές που βγήκαν, και οι υπόλοιποι δύο κερδίζουν με άνεση τον τίτλο των multi-instrumentalists μάγων. Μπορεί ο τρόπος που κόβουν το “Silence” να σου τσακίζει τα νεύρα αλλά η αποζημίωση έρχεται με τα “Threads”, ”Machine Gun”, ”Nylon Smile” και φυσικά το μαγικό “The Rip”. Τα ύψη ποιότητας που ξαναφτάνουν σα να μην πέρασε μια μέρα τρομάζουν όχι μόνο την «ζωή σε λόγου μας» trip hop σκηνή αλλά και τους υπόλοιπους σημερινούς κατασκευασμένους τύπους. Α, και Barrow, σκατόφλωρε κάτω τα χέρια από την Roisin Murphy!

2. Shearwater - Rook
Όταν ακούγαμε πριν 2 χρόνια το πεφωτισμένο Palo Santo δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι μια μπάντα που ξεκίνησε ως side project θα έφτανε σε τέτοιο σημείο βελτίωσης. Οι Shearwater αξίζουν πλήρη απασχόληση, μιας και στο πρόσωπο του αηδονιού Jonathan Meiburg και του γαλλικού κλειδιού Thor Harris έχουν βρει δύο εξαιρετικά σπάνιας πάστας ταλαντούχους μουσικούς. Με μεγαλύτερες φιλοδοξίες, πιο περίπλοκες και γεμάτες συνθέσεις διεκδικούν τη θέση τους στο προσκήνιο που δικαιωματικά τους ανήκει. Ο ορνιθολόγος Meiburg παίρνει παραδείγματα από την άγρια ζωή και γράφει μυθιστορήματα με υπολείμματα δακρύων. Η μοναξιά του παρατηρητή, η χωμένη στην ομίχλη εύθραυστη ζωή των ζώων, η ένταση και η αγωνία μέχρι να τα δεις να κουνιούνται, ο αγώνας για να κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους μέχρι να τα πλησιάσεις και το χυμένο μελάνι στο σημειωματάριο ενός ανθρώπου που κάλλιστα θα μπορούσε να παρομοιαστεί με εμπειρικό συγγραφέα. Εκλεπτυσμένο και έντονο. Διεισδυτικό και ανιχνευτικό. Μια υπέροχη εμπειρία.

1. Elbow - The Seldom Seen Kid
Το παιδί που σπάνια βλέπεις. Σύμφωνα με τον Guy Garvey, ο Brian Glancy - στον οποίο είναι αφιερωμένος ο δίσκος - ήταν ένας άνθρωπος που τον έβλεπες σπάνια αλλά όταν τον έβλεπες σε έκανε χαρούμενο και σε έκανε να αισθάνεσαι φίλος του. Όταν έφευγε πάντα έκλεινε με την φράση “Love you mate”, και μάλλον ο χαμός ενός τέτοιου ανθρώπου ήταν απίθανο να μην συγκινούσε τον Garvey. Είναι φοβερό πως η αφορμή ενός θανάτου ανάγκασε τη μπάντα να φτάσει στην κορυφή του παιχνιδιού της. Στην τοπ φόρμα της, στιχουργικά, εκφραστικά και μουσικά. Από την άλλη, η αφορμή του Funeral των Arcade Fire ήταν κάμποσοι θάνατοι, οπότε ένα τόσο συγκλονιστικό και βασικό συστατικό της ζωής μέσα στην τραγωδία του απελευθερώνει κρυμμένα συναισθήματα και ενίοτε φτάνει σε οργασμό την δημιουργικότητα. Για να μην παρεξηγηθώ, ο θάνατος δεν είναι ο μόνος που μπορεί να ταρακουνήσει και να απελευθερώσει κρυμμένα αρώματα από τον πάτο της καρδιάς. Ένα τέτοιο είναι και η γέννηση, ή η γέννηση ενός μεγάλου έρωτα. Όποιος ακούει την εκπομπή του Guy καταλαβαίνει ότι εκτός από τον θάνατο, η μεγάλη μας συμπάθεια έχει πέσει στο μελένιο ποτάμι του έρωτα. Αν και για λίγο πάλεψε στο μυαλό μου με το Rook των Shearwater, οι Elbow κερδίζουν επειδή δεν φοβούνται να παρεισφρήσουν σε ευαίσθητες ανθρώπινες στιγμές περιγράφοντάς τες χωρίς φόβο, αλλά με πάθος και αυταπάρνηση. Είναι πάντα ευχάριστο να βλέπεις μια μπάντα να φτάνει στην κορυφή της καριέρας της, ειδικά μια μπάντα που ήταν πασιφανές ότι ήταν προορισμένη για μεγαλύτερα στεγανά από τα χαπακωμένα όρια που έθεσε το Μάντσεστερ. Και διορθώστε με αν κάνω λάθος, αλλά η προηγούμενη που το κατάφερε αυτό ήταν η παλιοπαρέα του Morrissey.

13.1.09

2008: Μουσικά κομμάτια, part 2

20. Magnetic Fields - "Please Stop Dancing"
Στο τελευταίο του concept, ο Stephin Merritt αποφάσισε να τεστάρει τις αντοχές των αυτιών μας στον συνδυασμό κλασικής ποπ και θορύβου. Όταν οι μελωδίες είναι τόσο κολλητικές και καλοκαιρινές όσο σε αυτό το τραγούδι, τότε ως πειραματόζωο μπορώ να δηλώσω ότι θα ήθελα κι άλλο.

19. DeVotchka - "A Clockwise Witness"
Μέσα σ'ένα δίσκο που προσπάθησε με ζέση, αλλά όχι και ανάλογη φρεσκάδα, να πλησιάσει τον παλιότερο ευρωπαϊκό ήχο (ίσως φταίνε και οι άτιμοι οι Beirut που το έκαναν καλύτερα χωρίς καν να προσπαθήσουν), υπήρχαν δυο κομμάτια όπου η εκλεκτικότητα των επιρροών και η εφευρετικότητα των DeVotchka βρίσκουν τη χρυσή τομή. Το πιο όμορφο από τα δυο είναι αυτό το μικρό διαμαντάκι που βασίζεται στο βιολί αλλά με πιο θερμό(αιμο) τρόπο απ'ότι το κάνει π.χ. ο Andrew Bird, και σε παρασέρνει στον έντονο ρυθμό του με τη βοήθεια της παθιασμένης φωνής του Nick Urata.

18. Death Cab For Cutie - "I Will Possess Your Heart"
Το φετινό έπος των DCFC έχει μια σχεδόν krautrock εισαγωγή διάρκειας 5 λεπτών, που οδηγείται στη μάχη με στρατηγό μια καταπληκτική μπασογραμμή, με το κύριο μέρος του να κρατάει άλλα τρεισίμισι. Την ίδια ώρα, ο Ben Gibbard προβάρει στον καθρέφτη τα λόγια που θα πει μετά το πεντάλεπτο και φυσικά στη Zooey Deschanel στο πρώτο τους ραντεβού, γιατί κάτι τέτοιο δείχνει ο "είμαι απολυταρχικός στον καθρέφτη γιατί in person είμαι κότα" τόνος του. Προφανώς, αφού αρραβωνιάστηκαν, πρέπει να έδειξε λίγη περισσότερη αποφασιστικότητα και γενναιότητα απ'ότι εδώ. Το μόνο πρόβλημα με το κομμάτι ήταν ότι το ερωτευμένο παλικάρι ξέχασε να γράψει οτιδήποτε άλλο της προκοπής για να το πλαισιώσει.

17. Hot Chip - "Made In The Dark"
Από τη στιγμή που τ'αυτιά μου πρωταγκάλιασαν ένα από τα πιο όμορφα και καλοφτιαγμένα χορευτικά κομμάτια της δεκαετίας, το "... Boy From School" του 2006, είχα κολλήσει με τις βελούδινες στρώσεις από falsetto δια στόματος Alexis Taylor. Και, παρ'ότι προμήθευε την τέλεια μελωδική άγκυρα για τις παιχνιδιάρικες περιπέτειες των Hot Chip στα dancefloors του πλανήτη, πάντα ήθελα ν'ακούσω αυτή τη φωνή σε κάτι πιο χαμηλόφωνο, κάτι που να το φωτίζει μόνο αυτή. Να που οι HC με άκουσαν, και μας πρόσφεραν μεταξύ άλλων αυτήν την υπέροχη τρίλεπτη soul μπαλάντα, ιδανική για να συνοδέψει το τελευταίο Drambuie σε ένα άδειο μπαρ. Στο σκοτάδι, φυσικά.

16. My Morning Jacket - "Touch Me I'm Going to Scream, Pt. 1"
Πριν περάσει το πρώτο από τα οχτώ, ζωή να'χουν, λεπτά αυτού του χορταστικού, εθιστικού και απόλυτα χορευτικού έπους, αν στήσει κανείς αυτί μπορεί και ν'ακούσει εκατοντάδες πιστούς των MMJ να φωνάζουν "Βοήθεια!!!" και να τρέχουν πανικόβλητοι. "Μα, που πήγε η έξυπνα updated Americana που ξέρουμε να περιμένουμε από τον Jim τον James και την κομπανία;" Εκεί είναι βρε χαζούλια, απλά είπαν τα παιδιά να το ρίξουν και λίγο έξω, και στην πορεία να γράψουν το πιο πιασάρικο και, κατ'εμάς, κορυφαίο κομμάτι της καριέρας τους.

15. Vampire Weekend - "A-Punk"
Κέρδισε τη μάχη με το "Time To Pretend" για τον τίτλο του πιο απελπιστικά catchy αλλά και επαρκώς έξυπνου χιτακίου της χρονιάς από νέα μπάντα χάρη στα χαρούμενα ιντερλούδια με τα φλάουτα που το σημαδεύουν σε καίρια σημεία, και στο πάααρα πολύ γλυκούλι, έξυπνο και αστείο video του. Κρίμα που δεν μπόρεσαν να φτιάξουν έστω άλλο ένα τόσο εμπνευσμένα κολλητικό κομμάτι σε ολόκληρο δίσκο, αλλά έχουν μέλλον.

14. Tindersticks - "Yesterdays Tomorrow"
Μετά από δυο σόλο δίσκους, ο Stuart επιστράτευσε ξανά τη μισή από την παλιοπαρέα και αναζήτησαν τη μούσα τους στη Γαλλία, μακριά από την υγρασία του Nottingham (που προσωπικά μου λείπει, ομολογώ). Κι όταν ακούμε κομμάτια σαν κι αυτό, είμαστε της γνώμης ότι κάτι βρήκαν. Το φλάουτο, τα άλλα πνευστά και η farfisa συνοδεύουν το λιωμένο χωριάτικο fudge της φωνής του, τα σεντόνια είναι και πάλι μουσκεμένα και οι κουρτίνες τραβηγμένες, κι έχουμε πάλι '90s. Τουλάχιστον για τέσσερα λεπτά. Και ουδόλως μας πειράζει.

13. Santogold - "L.E.S. Artistes"
Άλλο ένα απ'αυτά που γέμισαν τα πατώματα φέτος, αν και οι συγκρίσεις με το περσινό Kala της Μ.Ι.Α. θα έπρεπε να σταματάνε εκεί. Η Santogold βάζει το ska-punk παρελθόν και attitude της μπροστά και φτιάχνει ένα τρομερά ανεβαστικό κομμάτι, λέγοντας ταυτόχρονα τον πόνο της για τις θυσίες και τα προβλήματα της καλλιτεχνικής ζωής. Το δε ριφάκι στην αρχή, αν και μοιάζει κατασκευασμένο στο εργοστάσιο των τρεχόντων trends, είναι και εντελώς ακαταμάχητο. Ίσως το πιο εγγυημένο ass-shaker της εικοσάδας!

12. Dungen - "Fredag"
Οι αγαπημένοι μου Σουηδοί ψυχεδελάδες χτύπησαν ΚΑΙ φέτος, και σκάρωσαν, μεταξύ άλλων, άλλο ένα ορχηστρικό κομμάτι που λάτρεψα. Οι παραπονιάρικες κιθάρες παραβγαίνουν με το πιανάκι, το ξυλόφωνο μοιάζει με χειμωνιάτικο ήλιο στο χιόνι, και μετά έρχεται το έπος του δεύτερου μέρους. Ένα γρήγορο, ορμητικό, σχεδόν θριαμβευτικό αλλά και πάρα πολύ κομψό στην ενορχήστρωσή του κομμάτι που ανταποκρίνεται πλήρως στις ευχάριστες σκέψεις που φέρνει στο μυαλό ο τίτλος του ("Παρασκευή"!). Άρχοντες!

11. Deerhunter - "Agoraphobia"
Σ'ένα δίσκο που αποτείει φόρο τιμής στα αγαπημένα (δικά μας και του Bradford Cox) '90s, λογικό ήταν, εκτός από μικρούς shoegaze θησαυρούς, να βρει κανείς και αγνή indie pop υψηλής ποιότητας. Ιδού, λοιπόν, το καλύτερο δείγμα: ένα τρίλεπτο κεντημένο με γλυκόπιοτες jangly κιθάρες και τόνους αθωότητας που μασκαρεύουν τέλεια την όχι και τόσο jangly διάθεση του ήρωά του να κλειστεί για πάντα μέσα σε ένα τσιμεντένιο κουκούλι, αναστρέφοντας όλα τα ηλιόλουστα θέματα στα οποία παραπέμπει μια τέτοια υπόκρουση. Μπορείς να πάρεις σκέτη την απίστευτα κολλητική μελωδία και την τέλεια ποπ του, ή να βάλεις στο πακέτο και τον αφοπλιστικά παρακαλεστικό χαρακτήρα που περικλείει - απολαμβάνεται εξίσου και με τους δυο τρόπους.

10. Lightspeed Champion - "Galaxy of the Lost"
Τεχνικά μιλάμε για ένα σινγκλ του 2007, αλλά ανήκει σε έναν (πολύ καλό) δίσκο που βγήκε τον Ιανουάριο, οπότε αυτό μου αρκεί για να σώσω ένα τέτοιο ποπ κομψοτέχνημα από τον Καιάδα όπου καταλήγει ό,τι έχει την ατυχία να βγει αμέσως μετά την Περίοδο των Λι(η)στών, λες κι αυτές δεν είναι μέρες σαν όλες τις άλλες. Ένας τυπάκος με ποπ φλέβα α λα Ed Harcourt, φλέγμα α λα Jarvis Cocker και μαλλί α λα σφουγγαρίστρα δημιουργεί εδώ έναν μικρό ύμνο, ποτισμένο με πολύ gin και διάφορα άλλα υγρά και ικανό να σας κλέψει την καρδιά από την πρώτη ακρόαση, όπως έκανε και σ'εμένα.

9. Calexico - "Man Made Lake"
Οι αγαπημένοι Καλιφορνέζοι επέστρεψαν, με διάθεση αν μη τι άλλο να ξεφύγουν σε κάποιες περιπτώσεις από τη φόρμουλα στην οποία έμοιαζαν λίγο κολλημένοι τελευταία. Και να που το κατάφεραν, φτιάχνοντας τραγούδια όπως τούτο εδώ. Μπορεί να φαίνεται συμβατικό στη δομή, αλλά τόσο λυρικό ρεφραίν δεν θυμάμαι να έχουν ξαναγράψει, βγάζοντας όπως της αξίζει από τη σκιά την πολύ όμορφη φωνή του Joey Burns. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι highlight στο Neon Bible των Arcade Fire. Κι αυτό το πιάνο είναι όλα τα λεφτά!

8. TV on the Radio - "Golden Age"
Από το πρώτο δευτερόλεπτο σε τραβάει να σηκωθείς από την καρέκλα, και το ρεφραίν καταφθάνει μέσα σε μια μικρή, κομψή χιονοστιβάδα από πνευστά. Η γέφυρα με τα υπέροχα έγχορδα σχεδόν σε ανακουφίζει, όμως ένα μοναχικό αλλά ξεσηκωτικό βιολί συνεχίζει να σε προγκάει στον ποπό αν δεν έχεις ήδη σηκωθεί (που θα έπρεπε να το έχεις κάνει εδώ και δυο λεπτά τουλάχιστον) και το πιο thinking man's φάνκι κομμάτι της χρονιάς κάπως έτσι φτάνει στο τέλος του. Συγχαρητήρια σε όσους μπορούν ν'αντισταθούν σε αυτό το εθιστικό μπιτ - εμείς δεν τα καταφέραμε. Η μεγαλύτερη πλάκα είναι να παίζει όταν είσαι στο τρένο...

7. M83 - "Skin of the Night"
Τα είπαμε γι'αυτό και στην κανονική περίοδο: από μόνο του ήταν αρκετό για να με βάλει ν'ακούσω έναν ολόκληρο δίσκο. Και πως θα μπορούσα να το αποφύγω; Η συνθετική ατμόσφαιρά του φέρνει στο μυαλό σκοτεινά clubs, με τη Βασίλισσα της Νύχτας να περιφέρεται λάγνα γύρω από τα φωτισμένα με κόκκινους προβολείς κάγκελα μέσα από τους καπνούς και μετά να σε προσκαλεί, γεμάτη μυστήριο, στο δωμάτιό της. Η κιθάρα που προηγείται της έκκλησής της μοιάζει με τίναγμα πυρόξανθης χαίτης και μετάξια. Η πιο τέλεια αναπαραγωγή του '80s αισθησιασμού μέσα σε ένα εξάλεπτο, χωρίς ποτέ ν'ακούγεται στο παραμικρό παρωχημένο. Αν αυτό δεν είναι κατόρθωμα στα '00s...

6. Mono in VCF - "Spider Rotation"
Οι διάφανες κιθάρες και το ηλεκτρικό πιάνο σε βάζουν μέσα, το κολλητικό κουπλέ και η γατίσια φωνή που το προσφέρει στ'αυτιά σου σε αλυσοδένουν, και το τεράστιο κύμα του ρεφραίν σε χτυπάει χωρίς να βρει πια καμία αντίσταση. Τείχη από κιθάρες και έγχορδα περιτριγυρίζουν το κεφάλι σου. Κι έχει και τσέμπαλο - όποιο ποπ τραγούδι έχει μέσα τσέμπαλο μου έχει κλέψει την καρδιά αυτόματα. Πόσο μάλλον κάποιο που κάνει έναν χωρισμό ν'ακούγεται σαν την πιο πανηγυρική εμπειρία του κόσμου.

5. Sigur Ros - "Illgresi"
Μια ακουστική κιθάρα, μια φωνή και λίγα έγχορδα στο βάθος μερικές φορές είναι αρκετά για να φτιάξεις ένα υπέροχο τραγούδι. Όχι πάντα, αλλά σίγουρα όταν η φωνή ανήκει στον Jónsi Birgisson και η μελωδία είναι μια από τις ομορφότερες που έχουν γράψει ποτέ οι Sigur Ros. Μέσα από έναν γιορταστικό και "γεμάτο" δίσκο, αυτό το χαμηλόφωνο διαμάντι ήταν που λάτρεψα περισσότερο. Ίσως γιατί ακούγεται να βγαίνει τόσο φυσικά, τόσο αβίαστα, που είναι σα να έρχεται μόνο του να σε βρει και να σε σαγηνέψει.

4. Fleet Foxes - "Mykonos"
Οι υπέροχες μελωδίες, οι χτισμένες κομματάκι-κομματάκι στην εντέλεια αρμονίες, το break down που ο Neil Young θα αναγνώριζε με χαρά ως εγγονάκι των δικών του αριστουργημάτων... Όλα σε αυτό το τραγούδι είναι τέλεια, αλλά για μένα προσωπικά τον τόνο στο 10 τον βάζουν κάποια μικρά αγγίγματα στα ντραμς και το μπάσο. Χαλαρά ό,τι ομορφότερο έχει σχετιστεί με το ταλαίπωρο νησί από τότε που πρωτοπάτησαν το πόδι τους εκεί ένας Chris Cornell ή ένας Νικοπολίδης (και δε θέλω σχόλια από πικραμένα βαζελάκια). 'Nuff said!

3. Elbow - "Mirrorball"
Ξεκινάει απλά, ανεπιτήδευτα, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να σ'εντυπωσιάσει - σαν τους Elbow γενικά ένα πράγμα. Οι πρώτες υποψίες σου μπαίνουν στο μυαλό όταν ο Guy αφήνει έναν στίχο τόσο όμορφο όσο το "I plant the kind of kiss/ That wouldn't wake a baby" να βγει με έναν τρόπο που σου λέει πως έχει κι άλλα τέτοια φυλαγμένα γι'αργότερα. Τον ακολουθείς και φτάνεις στο ρεφραίν, όπου ακόμα και η μουσική υποκλίνεται στην αγαπημένη του, με το ομορφότερο και μεγαλοπρεπέστερο βύθισμα που μπορείς να φανταστείς, κι ενώ η δικιά του φωνή παίρνει τον πιο τρυφερό τόνο της. "You make the moon a mirrorball/ Τhe streets an empty stage/ The city's sirens, violins/ Everything has changed". Από τα πιο συγκινητικά τραγούδια που έχουν γραφτεί ποτέ για το πιο όμορφο συναίσθημα του κόσμου.

2. Portishead - "The Rip"
Πολλά μπορεί να περίμενε κανείς μετά από 11 χρόνια αναμονής για τον δίσκο των Portishead, αλλά λίγοι πρέπει να περίμεναν να γράψουν το πιο ανατριχιαστικά όμορφο τραγούδι της καριέρας τους. Με μια vocal melody που μοιάζει να έρχεται κατευθείαν από το εξαίσιο Out of Season της Beth, και με τα παγωμένα keyboards και τα σχεδόν μεταλλικά drums να αγκαλιάζουν τη ραγισμένη φωνή της, απαντώντας βουβά στο πικρό "Will I follow?" της. Η σύγκρουση της ζεστής ανθρώπινης καρδιάς με το ψυχρό περίβλημα δίνει ένα ήσυχα σπαρακτικό ελεκτρομπαρόκ αριστούργημα που, όποια κι αν είναι η γνώμη του καθενός για τον δίσκο που το περιείχε, καθιστά από μόνο του επιτυχημένη την προσγείωση που επιχείρησαν στα μοδάτα, μπιτάτα και αλλεργικά σε κάθε τι αυθεντικά σκοτεινό '00s. Κι επειδή όντως θα ήθελαν να το είχαν γράψει κάποιοι άλλοι, δεν άντεξαν και το διασκεύασαν.

1. Beach House - "Gila"
Αυτή η κιθάρα. Αχ, αυτή η κιθάρα! Με τη drum machine να σέρνει έναν αργό χορό και τα πλήκτρα να παριστάνουν το καζάνι με το μέλι, η κιθάρα του Alex Scally είναι η μεταξωτή κορδέλα που σε δένει και σε τραβάει να πέσεις μέσα. Κι όταν είσαι ήδη εκεί και σιγοβράζεις, έρχεται η Victoria Legrand και γυροφέρνει τη μικρή σου κόλαση νωχελικά, ενώ εσύ σαστισμένος τη βλέπεις να σου λέει "Don't you waste your time" μ'αυτόν τον τρυφερά αυστηρό, μητρικό θαρρείς τόνο που θυμίζει πιο θηλυκή Grace Slick. Ακούγοντάς το νομίζεις ότι είσαι μεθυσμένος και ευχάριστα ζαλισμένος μέσα σ'ένα δωμάτιο με κεριά και αρώματα, ή ξεβρασμένος σε μια παραλία. Χρόνια είχα ν'ακούσω ένα τραγούδι που να σε βάζει τόσο, μα τόσο εύκολα στο μικρόκοσμό του και βγαίνοντας να θέλεις τόσο πολύ να ξαναμπείς. Άξιοι, νέοι μου, άξιοι!

Έχασαν στο τσακ το τραίνο: Yeasayer - "2080", Goldfrapp - "Clowns", Evangelicals - "Snowflakes", Beck - "Volcano", The Kills - "Last Day of Magic", M83 - "Graveyard Girl", Mono In VCF - "The Only One", The Dears - "Missiles", Duffy - "Rockferry", Mercury Rev - "People Are So Unpredictable", MGMT - "Time To Pretend"

11.1.09

2008: Μουσικά κομμάτια, part 1

20. Horse Feathers - "Rude to Rile"
Φρέσκο, σα νοτισμένο από τη βροχή γρασίδι. Τα βοσκοτόπια που μας μεταφέρουν αποκτούν μια ιδιαίτερη γλυκύτητα με το χαρωπό βιολί του Peter Broderick και τα χοροπηδηχτά φωνητικά του Justin Ringle που σκάνε σαν μπαλόνια σε παιδικό πάρτι.

19. Neon Neon - "Steel Your Girl"
Το καλύτερο κομμάτι ενός δίσκου που ακουγόταν ωραία ιδέα στα χαρτιά αλλά μοιάζει με παρωδία. Φυσικά, το "Steel Your Girl” φέρει τη σφραγίδα του Gruff Rhys και θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται σε ένα best of των Super Furry Animals. Η λεία και ζεστή κιθάρα μοιάζει με αθώο πρωινό αρχών 90’s. Απλώς φοράς καλύτερα ρούχα.

18. Bon Iver - "Flume"
Δεν ξέρω γιατί με πιάνει ένας κόμπος στο λαιμό όταν ο καλός χειμώνας λέει “I am my mother's only one/ It's enough”. Μάλλον επειδή μοιάζει σαν πληγωμένο παιδί που ψάχνει ένα βέβαιο καταφύγιο ως αντίδοτο σε έναν γρήγορο και ανυπόφορο κόσμο. Μπορεί να είναι πρόβλημα πως ο Bon Iver θυμίζει σκύλο που ξέρει ένα κόλπο, αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως το "Flume" μοιάζει με μια ειλικρινή προσφορά της καρδιάς του στον ακροατή.

17. Walkmen - "I Lost You"
Τα τεμπέλικα φωνητικά του Hamilton Leithauser σε ξεγελούν στην αρχή, αλλά από εκεί και έπειτα το κομμάτι περνάει από ξέσπασμα σε ξέσπασμα. Παλιομοδίτικα όργανα όπως οι καστανιέτες δίνουν ζωή στο κομμάτι και η κιθάρα τρέχει με τη γλώσσα έξω να προλάβει το φλαμένγκο των ντράμς.

16. Leisure Society - "The Last of the Melting Snow"
Μία είσοδος από το πουθενά στο top 20,για την οποία ευθύνεται αποκλειστικά η ραδιοφωνική εκπομπή του Guy Garvey. Το πιο γλυκό χριστουγεννιάτικο τραγούδι των τελευταίων χρόνων, που όμως δεν μιλάει για Χριστούγεννα. Με μουσικές αναφορές στο "Only Love Can Break Your Heart” και ατμόσφαιρα που θα έβαζε σαν μουσική υπόκρουση δίπλα στο τζάκι του ο Richard Hawley.

15. Nick Cave - "Midnight Man"
Ο μεταμεσονύχτιος άνθρωπός μας σε κάνει να σκέφτεσαι πολύ σοβαρά να μεγαλώσεις μουστάκι, χαίτη και να ντυθείς σαν τον Don Johnson. Μην το κάνεις πάντως γιατί ο Cave πρέπει να είναι ο μόνος που μοιάζει cool με αυτή την αμφίεση. Τα keyboards θυμίζουν τη βρωμιά του “Depth Charged Ethel” και το ρεφρέν θα προξενούσε στιγμές σε ένα μπαρ, που με τη βοήθεια δύο ή τριών ποτών θα έδιναν πολλά στοιχεία στους φίλους και εχθρούς σας να σας εκβιάσουν.

14. TV on the Radio - "Red Dress"
Μια υπέροχη μίξη funk και punk που συνοψίζεται με μερικούς από τους καλύτερους στίχους της χρονιάς “Fuck Your WAR!! Cause I'm fat and in love and no bombs are fallin’ on me for sure/ But I'm scared to death that I’m livin' a life not worth dying for”. Αν δεν αισθανθείτε τον πισινό σας να κουνιέται τότε κάτι δεν πάει καλά.

13. Goldfrapp - "Clowns"
Μας αιχμαλώτισε από την αρχή της χρονιάς και ακόμα μας κάνει να ανατριχιάζουμε. Χάρη βεβαίως και σε τούτη την απίθανη ζωντανή εκτέλεση. Άλλη μια αλλαγή κατεύθυνσης για την Alison Goldfrapp και έγχορδα φτιαγμένα για να σου προσφέρονται ως ερωτικό ψιθύρισμα στο αυτί.

12. Coldplay - "Strawberry Swing"
Μη μας παρεξηγήσετε, είμαστε αυθεντικά indie παιδιά, δέσμιοι του hype που θέλει τον Chris Martin να είναι σπαζαρχίδας. Όντως είναι, αλλά δεν μπορούμε να μην αποδεχτούμε ότι έφτιαξε ένα από τα πιο απελευθερωτικά, ακομπλεξάριστα, γιορτινά τραγούδια της φετινής χρονιάς και σίγουρα το καλύτερο κομμάτι των Coldplay.

11. Spiritualized - "Baby I’m Just a Fool"
Πιθανόν να τα έχει ξανακάνει αυτά η παρέα του Jason Pierce. Όμως η «κολώνα» του Songs in A&E διαθέτει θριαμβευτικά έγχορδα που θα ικανοποιούσαν και την πιο απαιτητική πρώτη μέρα της άνοιξης και μια εξαιρετικά αγαπησιάρικη «γύρισα από το θάνατο, τώρα θα γίνω ευτυχισμένος» ερμηνεία του Jason.

10. Deerhunter - "Nothing Ever Happened"
Επιμένω ότι ο Bernard Summer (είχε και γενέθλια τις προάλλες καλή του ώρα), μόλις άκουσε το ριφάκι-γέφυρα στο έπος των Deerhunter, θα άφησε να κυλήσει ένα δάκρυ χαράς μιας και τα αυξανόμενης έντασης και μελωδίας δικά του γεμάτα κιθαριστικά μαχαιρώματα ακόμα προκαλούν συγκινήσεις. Πραγματικά φρέσκο και γεμάτο νεανική ορμή κομμάτι.

9. Fleet Foxes - "Blue Ridge Mountains"
Δυσκολεύτηκα να διαλέξω ανάμεσα σε αυτό, το "Mykonos" και το "Sun It Rises", αλλά μου φάνηκε ότι το συγκεκριμένο κομμάτι είναι μια περίληψη όλων όσων μπορούν να προσφέρουν οι συμπαθείς μουσάτοι τύποι από το Seattle. Εξωπραγματικά υπέροχες αρμονίες, ακουστικές κιθάρες σμιλεμένες από το σκληρό μαστίγωμα των σταχιών και μια αδάμαστη φωνή που μοιάζει με αποσπάσματα γλυκόπικρων αναμνήσεων.

8. R.E.M. - "Sing For The Submarine"
Πραγματικά «μεγάλο» τραγούδι από αυτά που μπορούν να προσφέρουν οι R.E.M. και αλήθεια είναι καιρό είχαν να μας προσφέρουν. Το στοιχειωμένο μπάσο, η αναρωτώμενη φωνή του Stipe και η εν ήδει καταρράκτη κιθάρα που κυλάει για να ξεπλύνει παλιά μυστικά. Όλα τα χρήματα, τα ινδιάνικης καταγωγής ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΑ backing vocals του Mike Mills.

7. My Brightest Diamond - "Ice And Storm"
O Jeff Buckley ζει! Στο σώμα της Sarah Worden βεβαίως, αλλά σημασία έχει ότι τόσο μεγάλα και εκφραστικά πνευμόνια σε συνδυασμό με τις κοφτές κιθάρες σήμα κατατεθέν του Jeff σου φέρνουν στο μυαλό τον εκλιπόντα. Η δεσποινίς Sarah, πρώην backing vocalist του Sufjan Stevens, έφτιαξε ένα γεμάτο παραμυθένια ατμόσφαιρα και ζεστό πόθο δημιούργημα που με πολλά εσωτερικά πεταλουδίσια ξεσπάσματα μας κάνει να αισθανόμαστε και εμείς οι ίδιοι την επιθυμία της.

6. Gutter Twins - "Front Street"
Από τις πρώτες live εκτελέσεις του το 2005 υποσχόταν μια επική συζήτηση του σατανά (Mark Lanegan) με τον αμαρτωλό/ ζητιάνο ακόμα 5 λεπτών ζωής (Greg Dulli). Πραγματικά δεν απογοήτευσε, με τον Dulli να κάνει μια ερμηνεία ζωής και στα live και στο studio, ενώ η πένθιμη βαριά κιθάρα μας μετέφερε σε ένα μεταφυσικό τοπίο που η επιβλητική πελώρια φιγούρα του Lanegan μας υποσχόταν “ Come on feel me now/ I ain't only one/ When it comes apart/ We're gonna have some fun, son”.

5. British Sea Power - "No Lucifer"
Πραγματικά συγκινητικές σουρεαλιστικές εικόνες με τη συνοδεία «τεράστιων» κιθαριστικών στιγμών σε φουλ ταχύτητα. Η μάχη των British Sea Power με το κακό, η τελική νίκη τους, και τα δεκάδες χρωματιστά μπαλόνια και βεγγαλικά να διανθίζουν τη σκηνή. Με έναν περίεργο τρόπο το κακό εξαφανίζεται από τον κόσμο και όλοι γιορτάζουμε. Μας υπενθυμίζουν με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι πάντα μπορούμε να πούμε “No Lucifer!”

4. Shearwater - "I Was a Cloud"
Η φωνή του Jonathan Meiburg, καθαρή και κρυστάλλινη, μας τραγουδάει σκηνές από μια εύθραυστη όσο και αμείλικτη άγρια ζωή. Εδώ μπαίνει μέσα τους το πνεύμα των Talk Talk και τους συντροφεύει μέχρι το τέλος, εφοδιάζοντάς τους με τη δυνατότητα να προσφέρουν ένα επαναλαμβανόμενο χάδι των αισθήσεων. Η φυσαρμόνικα τρέφει το μυαλό σου με τις πιο τραγικά πονεμένες στιγμές ανθρώπων και ζώων και το πιάνο νομίζεις πως θα απογειώσει την αύρα σου.

3. Beach House - "Gila"
Μια υπέροχη αίσθηση ζεστασιάς και απομόνωσης, χαράς και πικρίας, ονείρου και εφιάλτη μας προσφέρει το καλύτερο γκρουπ της Βαλτιμόρης (Χα! Ρουφάτε την Animal Collective!). Κάνει την καρδιά σου να χοροπηδάει πιο αργά και σου σφίγγει το στομάχι ενώ η φωνή της Victoria Legrand σου παίρνει την ανάσα. Είναι από αυτά που όχι μόνο σταματάνε το show άλλα στέλνουν αδιάβαστο το δάχτυλο σου στο repeat. Συν μια από τις καλύτερες ατάκες της χρονιάς: “I’ve been blessed with a kingdom, half mine”

2. Portishead - "The Rip"
H Nico συναντά το πιο δυνατό ναρκωτικό που την φέρνει κοντά στην θέωση. Ένα αριστούργημα φτιαγμένο από συνθετικά υλικά και την αιώνια νότα που κρατάει η Beth Gibbons που τραγουδά σα να ξέρει ότι αυτό είναι το Magnum Opus της. Είδωλο στον σπασμένο καθρέφτη στις πιο τραγικές στιγμές του, αγκαλιά από ότι αγάπησες περισσότερο στις πιο ζεστές του. Μοιάζει σα να γράφτηκε μόνο του, ενώ είναι από τις σπάνιες στιγμές που μιλάει αποκλειστικά η μούσα με μυθικά αποτελέσματα. Δεν το έχω πει ποτέ, αλλά να ένα τραγούδι που οι Radiohead θα ευχόντουσαν να είχαν γράψει.

1. Elbow- "The Loneliness of a Tower Crane Driver"
Επώδυνο όσο και απελευθερωτικό. Ο Guy Garvey μιλάει για πραγματικά συναισθήματα χωρίς να φοβάται να τα αντιμετωπίσει. Για όλα όσα φοβόμαστε να αποδεχτούμε και μας κρατούν ξύπνιους τις νύχτες. “I must have been working the ropes/ When your hand slipped from mine/ Now I live off the mirrors and smoke”. Έχουμε ξαναβάλει την ιστορία πίσω από το τραγούδι, που μπορεί να είναι απλή αλλά δεν σταματά να είναι συγκλονιστική και πράγματι καταφέρνει να πιάσει αυτό το συναίσθημα λύπησης και ταυτόχρονα εγωιστικής σκέψης «ελπίζω να μη γίνω και εγώ έτσι» όταν βλέπουμε έναv από τους εκατομμύρια μοναχικούς τύπους που φώναζε γι’ αυτούς ο Lennon πολλά χρόνια πριν αλλά όπως είναι φυσικό τους ξεχνάμε. Τους θεωρήσαμε χαμένους και εκτός κοινωνίας μέλη. Η ζωή απαίτησε να αφήσουμε πίσω τους νεκρούς, και να πνίξουμε τις τύψεις και τις εικόνες του θανάτου. Η μοναξιά προφανώς είναι μια τέτοια μορφή θανάτου. Και όταν την βλέπουμε κατάματα, το κεφάλι γυρνά από μόνο του με αποστροφή. Ο Garvey δεν το κάνει. Ή τουλάχιστον πριν γυρίσει το κεφάλι φροντίζει να μας ανασύρει από το πίσω μέρος του μυαλού μας την ύπαρξη της. Η μουσική που εκκρεμεί στο background εντείνει ακόμα περισσότερο την φτιαχτή εικόνα της ευτυχίας, και όταν πια πέφτει το πέπλο του ψέματος απογυμνώνει και κυλάει σαν τα δάκρυα των λυγμών ενός ξεχασμένου μοναχικού πότη. Αληθινό και ολοκληρωμένο αριστούργημα…

8.1.09

Soundtracking Moments #3: 08/1/09, 12.22μμ

Μεσημέρι, και ένα από τα γνωστά, ειδυλλιακά τμήματα τεχνικών υπηρεσιών των Δήμων - για την ακρίβεια, αυτό του Νέου Ηρακλείου - με έχει υποδεχθεί νυσταγμένα. Στους διαδρόμους ελάχιστοι, αφού οι μισοί και πλέον υπάλληλοι είναι ακόμα σε άδεια. Στο δωμάτιο της γραμματείας, μεγέθους όσο ένα τετράγωνο σαλόνι σπιτιού, δεκάδες φάκελοι και εκατοντάδες κόλλες χαρτί αναπαύονται στα σκονισμένα γραφεία. Μια γυναίκα γύρω στα 40 είναι η μοναδική διαθέσιμη για να με εξυπηρετήσει, καθώς τα υπόλοιπα 3 γραφεία είναι άδεια. Με πληροφορεί πως ο προϊστάμενος είναι εκεί, αλλά βρίσκεται κάπου έξω. Πράγματι, το γραφείο του δείχνει κάποια ίχνη ζωής: ένα μπουφάν βρίσκεται στην πλάτη της καρέκλας και, την ώρα που περιμένω, μέσα στην ησυχία και τη νυσταλεότητα που επικρατεί στο δωμάτιο, ακούω από τον υπολογιστή του κάτι σαν μουσική. Κάτι πολύ οικείο... μια όμορφη φωνή. Αρμονίες. Χμμ, κάπου το ξέρω αυτό. Δευτερόλεπτα αργότερα, το επικό ρεφραίν του "Your Protector" των Fleet Foxes γεμίζει το δωμάτιο με φως, έστω και στη χαμηλή ένταση που είχε αφήσει τα ηχεία ο κύριος προϊστάμενος. Ήταν άραγε μια από τις μετρημένες στα δάχτυλα καλές εκπομπές του ελληνικού ραδιοφώνου; Μήπως ο ψαρομάλλης, 55άρης προϊστάμενος των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Ηρακλείου έχει μεράκι με τη μουσική και το ψάχνει το θέμα; Το μυστήριο θα αιωρείται για καιρό, αλλά όπως και να'χει, η φωνή του Robin Pecknold μεταμόρφωσε για λίγο την αραχνιασμένη ελληνικοδημόσια αιθουσίτσα. Αν, τώρα, την επόμενη φορά ακούσω τίποτα Bon Iver να αναδύεται από τη σκοτεινή γωνιά του προϊσταμένου, θα μιλάμε με διαφορετικά δεδομένα αλλά, προς το παρόν, η σημερινή υπέροχα σουρρεάλ στιγμούλα μου φτάνει.

Fleet Foxes - "Your Protector" (Fleet Foxes)

2.1.09

2008: Μουσικά κονσέρτα, part 2

Και επιτέλους, ιδού και οι 5+1 + δυο ακόμη αγαπημένες συναυλίες της uptight για το 2008! Αν μέχρι πρότινος το 2003 αποτελούσε την κορυφαία συναυλιακή χρονιά της ζωής μου (με Flaming Lips, Death in Vegas, Godspeed You! Black Emperor, Sigur Ros, Low και Radiohead), το προσφάτως αποχωρήσαν 2008 το διέλυσε πανηγυρικά. Και τι δεν είδαμε φέτος, εεε, συγγνώμη, πέρυσι! Ξεκινάμε με τις δυο που δεν άντεξαν τον ανταγωνισμό... Και ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη για το σεντόνι, αλλά για κάποιες απ'αυτές δεν είχαμε γράψει λέξη, και το χρωστούσαμε τόσο στους καλλιτέχνες που μας χάρισαν τέτοιες βραδιές όσο και στους εαυτούς μας!

M83 @ Gagarin 205, 6 Οκτωβρίου 2008
Εϊμαι σχεδόν σίγουρη ότι, και να είχα ακούσει το Saturdays = Youth όταν είδα τον συμπαθέστατο Μ83 και την παρέα του ζωντανά, πάλι η συναυλία θα κατέληγε εκτός εξάδας. Όχι όμως για τους λόγους που πίστευα τότε. Βγαίνοντας εκείνο το βράδυ από το Gagarin, είχα την εντύπωση πως δεν είχα χάσει και κάτι το τόσο φοβερό που δεν είχα ακούσει το δίσκο τόσο καιρό, με εξαίρεση το "Skin of the Night". Τελικά, όπως έγραφα και πριν από τρεις μήνες περίπου, το συγκεκριμένο κομμάτι με τράβηξε μέσα και διαπίστωσα πως έκανα λάθος. Το υλικό που είχαν έρθει να μας γνωρίσουν ο κος Gonzalez, η Morgan Kibby και τ'άλλα παιδιά ήταν από τα καλύτερα της χρονιάς. Ζωντανά, όμως, μου είχε φανεί μάλλον επίπεδο κι επαναλαμβανόμενο, και καταλήγω στο συμπέρασμα πως μάλλον έφταιξε το γεγονός ότι όλα τα κομμάτια βασίζονταν τόσο πολύ στα keyboards, των οποίων τον ήχο δεν βοηθούσε αρκετά ο χώρος, με αποτέλεσμα ν'ακούγονται λίγο θολά και ακαθόριστα. Δεν ήταν ότι δεν τα έπαιξαν καλά, ίσα ίσα μάλιστα που ο εντυπωσιακός ντράμερ τους έδινε μια νέα ρυθμική διάσταση. Απλά το ομοιόμορφο ύφος του δίσκου δεν μεταφράστηκε σωστά στο επίπεδο του λάιβ, ενώ και η ντροπαλότητα του νεαρού Γάλλου δεν βοήθησε. Τώρα που ξέρω πόσο καλό ήταν αυτό που είχαν να μας πουν, είναι μια περίπτωση "στερνή μου γνώση να σ'είχα πρώτα" - θεωρώ πως είναι κρίμα που δεν μπόρεσα ν'απολαύσω εκείνη τη συναυλία τόσο πολύ. Αλλά ας είναι. Τουλάχιστον ένα τραγούδι στάθηκε αφορμή για να καταλάβω ότι την επόμενη φορά θα πρέπει απλά να πάω διαβασμένη!

Animal Collective @ Gagarin 205, 22 Οκτωβρίου 2008
Προσωπικά, πήγα στο Gagarin με πολύ υψηλές προσδοκίες, περιμένοντας ένα event από εκείνα που σπάνια ζούμε στη χώρα μας - ένα γκρουπ από αυτά που ξεχειλώνουν με ενθουσιασμό τα πλαίσια της ποπ μουσικής όπως την ξέρουμε, και με τους δίσκους τους να αφήνουν να αιωρείται η υπόνοια ότι ακόμα έχουν κι άλλα να κάνουν προς αυτήν (ή κάποια άλλη, άγνωστη ακόμα) την κατεύθυνση. Δεν με απογοήτευσαν, καθώς και στο live προσπάθησαν να κάνουν ακριβώς αυτό: να ξεχειλώσουν το πλαίσιο της συναυλίας ποπ μουσικής ώστε η έννοια αυτή να χωρέσει περισσότερα πράγματα. Πάνω σε έναν ενιαίο καμβά πλεγμένο από μικρά beats και κιθαριστικά μοτίβα ξαναζωγράφισαν τα κομμάτια τους από την αρχή, ενώνοντάς τα σε μία, μεγαλύτερη σύνθεση που έπρεπε να δεις από πιο μακριά. Αν κάποιος είχε έρθει για ν'ακούσει συγκεκριμένα πράγματα σε γενικές γραμμές όπως ήταν στο Strawberry Jam ή στα παλιότερα albums, αισθανόταν σχεδόν ένοχος για την αφελή του αυτή ιδέα, και μπορώ να πω ότι αυτό ίσως ήταν και το μοναδικό μου πρόβλημα με τη συγκεκριμένη βραδιά - με έκανε να αισθάνομαι κάπως πολύ απλοϊκή σαν μουσικόφιλη, και αυτό σίγουρα είναι ένα συναίσθημα δεν που συνάδει με την ποπ, και που τα albums του γκρουπ ουδέποτε μου δημιούργησαν. Ειδικά το Strawberry Jam μου ακουγόταν σαν γιορτή της μουσικής, όμως ζωντανά ο Avey Tare και ο Panda Bear έμοιαζαν να θέλουν περισσότερο να μου δείξουν πόσα μπορούσαν να κάνουν πάνω σ'αυτόν τον ωραιότατο καμβά παρά να με βάλουν μέσα στη γιορτή τους. Έμοιαζε περισσότερο με έκθεση παρά με συναυλία, παρ'ότι ηχητικά ώρες-ώρες ήταν πραγματικά εντυπωσιακότατο (κι αν δεν στεκόμασταν ακριβώς μπροστά στο ηχείο ίσως να ήταν ακόμα καλύτερο - αφήσαμε μέρος της ακοής μας στη Λιοσίων εκείνο το βράδυ!). Ειδικά εκείνο το απίστευτο σόλο (σπάνια εντυπωσιάζομαι από τέτοια πράγματα) του Panda Bear, με τον Tare να κάνει τις δικές του μαγείες σε κιθάρα και μικρόφωνο ήταν μια καταπληκτική στιγμή. Δυστυχώς, το έργο δεν περιελάμβανε κάποιο πέρασμα από το πολυαγαπημένο μου "For Reverend Green". Θα ήθελα πάντως να μου ξαναδοθεί η ευκαιρία να τους δω, γιατί έχω την εντύπωση ότι τελικά κάποια στιγμή θα βρουν και στα live την ισορροπία ανάμεσα σε ποπ και πειραματισμό που τόσο επιδέξια και αβίαστα διατηρούν στο studio.

Κι από εδώ και μετά, πάμε από κορυφή σε κορυφή!

5 + 1. Kristin Hersh @ Κύτταρο, 26 Μαρτίου 2008
Ήταν μια βραδιά που ξεκίνησε με άσχημες προϋποθέσεις, στα όρια του να μη συμβεί καθόλου. Κατ'αρχήν από την πλευρά της ίδιας της Kristin, αφού η περίφημη βρετανική οργανωτικότητα αποφάσισε εκείνη τη μέρα να πάρει έναν υπνάκο. Και μετά από την πλευρά τη δικιά μας, αφού, φτάνοντας έξω από το Κύτταρο γύρω στις 9 και κάτι, μάθαμε τα καθέκαστα από έναν bouncer του μαγαζιού ο οποίος εκτιμούσε περίλυπα ότι ΑΝ βγει, θα βγει μετά τις 11. Βράδυ καθημερινής, με το σπίτι να βρίσκεται στον Πειραιά και την προσφάτως αποκτηθείσα δουλειά να περιμένει την άλλη μέρα, η λογική του καθώς πρέπει ενήλικα εργαζομένου θα του έλεγε αυστηρά να βάλει την ουρά στα σκέλια και να γυρίσει σπίτι. Όμως η δικιά μας λογική έλεγε να υποστηρίξουμε μέχρι τέλους την επιλογή μας και να μείνουμε τριγύρω. Πράγματι, επιστρέψαμε λίγο πριν τις 11, και μας είπαν ότι η συναυλία θα γινόταν. Η εμφάνιση της Kristin μας έκανε να ντραπούμε και μόνο που σκεφτήκαμε να μη μείνουμε.

Πρώτα όμως, έπρεπε να υποστούμε το τεστ αντοχής που άκουγε στο όνομα Simon Bloom. Ίσως να ήταν καλύτερη ιδέα να μετονομαστεί σε Choco Bloom, τουλάχιστον θα μπορούσε να συνδέσει κανείς το όνομα του παιδιού με κάτι πιο ευχάριστο από τις ελαφρώς νυσταλέες συνθέσεις του συνοδεία μονότονα παιγμένης ακουστικής κιθάρας. Ίσως από μόνος του να μην ακουγόταν τόσο βαρετός. Για κακή του τύχη, όμως, τον διαδέχτηκε η φωτιά της Kristin. Ακόμα και η κιθάρα του κατάλαβε τη χαώδη διαφορά - φάνηκε να την καταβρίσκει στην αγκαλιά της Αμερικανίδας δημιουργού.

Από τη στιγμή που εμφανίστηκε, ντυμένη με τα ρούχα του ταξιδιού ακόμα, κατέστη πέρα για πέρα σαφές ότι η συναυλία αυτή δεν θα ακυρωνόταν με τίποτα. Η Kristin είχε έρθει με σκοπό να μας πει τις ιστορίες της, κι αν τελικά το τσουνάμι ανοργανωσιάς που χτύπησε από το πουθενά το Heathrow της επέβαλε να το κάνει με πιο lo-fi τρόπο, ίσως να ήταν και για καλύτερα. Καθισμένη στο κέντρο μιας άδειας σκηνής, με μοναδικό όπλο την κιθάρα του Simon του Bloom η οποία γνώρισε εκείνη τη βραδιά το πάθος, μας πήρε μαζί της στον κόσμο της. Κομμάτια από το κλασσικό πια Hips & Makers, τον προπέρσινο (πια) δίσκο της αλλά και τη δισκογραφία των Throwing Muses, όσο επέτρεπε η έλλειψη ηλεκτρισμού, ήρθαν και στοίχειωσαν το ασυνήθιστο σε τέτοια δύναμη Νέο Κύτταρο. Ιστορίες έρωτα και τρέλας, ιστορίες για έναν ζητιάνο στο λεωφορείο και διάφορους άλλους καταφρονεμένους αυτού του κόσμου, και μια γυναίκα μόνη εκεί πάνω, να καταθέτει την ψυχή της στα πόδια μας, μ'εμάς να την κοιτάμε εκστασιασμένοι. Από τις βραδιές που δεν ξεχνιούνται ποτέ, ειδικά όταν ξέρεις ότι τυχαία εξελίχθηκε έτσι, ίσα ίσα θαρρείς για να μείνει πιο έντονα χαραγμένη στη μνήμη.

5. Roisin Murphy @ Gagarin 205, 8 Νοεμβρίου 2008
Η απίστευτη Ιρλανδή τίμησε την πόλη μας φέτος δυο φορές. Εμείς είχαμε την τύχη να τη δούμε τη δεύτερη απ'αυτές, με τον πήχυ τοποθετημένο πολύ ψηλά μετά τους ύμνους που ακούσαμε για την πρώτη. Κι αυτή τον ξεπέρασε με την άνεση μιας Στέφκα Κονσταντίνοβα, και με πολύ περισσότερο στιλ. Αναρωτιόμασταν αν το φθινοπωρινό βράδυ και ο κλειστός, μικρός και μπαρουτοκαπνισμένος χώρος θα αλλοίωναν τον χαρακτήρα της βραδιάς, ο οποίος ομολογουμένως ακουγόταν πιο λογικό να εκφραστεί σε έναν ανοιχτό και κεφάτο χώρο όπως η καλοκαιρινή Τεχνόπολη του Synch. Ευκολάκι, καθώς η Roisin δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα στο να τα κάνει κι αυτά δικά της. Το συνήθως μαγκούφικο Gagarin μετατράπηκε σε μια πίστα για χορό, ενώ η ατσούμπαλη, ματσό σκηνή του γέμισε γκλίτερ, χρώματα και soul, ανακατεμένη με γενναίες δόσεις ιρλανδέζικης τρέλας, πάθους και έξω-καρδιάς. Το κακομαθημένο και ψιλοάσχετο τμήμα του κοινού παρασύρθηκε κι αυτό από τον ενθουσιασμό και το ωμό, ατόφιο χάρισμα αυτής της κοπέλας, στο οποίο οι υπόλοιποι απλά υποκλιθήκαμε, και το μπρίο των πέντε φίλων της. Ο χορός έκανε παρέα με τον ενθουσιασμό του μουσικόφιλου καθώς το χρωματιστό μίξερ τους μετέτρεπε jazz, soul, beats, κιθάρες, και όλους τους άλλους ήχους που έβγαζε από το καπελάκι του ο multi-intrumentalist μάγος εκεί πίσω σε gourmet ηχητικά πιάτα, παρουσιασμένα με μια εγκεφαλική θεατρικότητα αντάξια ενός Ferran Adria, αλλά πιο προσιτή. Η φωνή της Roisin έδινε σε κάθε κομμάτι το στίγμα, και η κάτοχός της υποδυόταν διαφορετικό χαρακτήρα με κάθε αλλαγή αμφίεσης, από την τρυφερή ύπαρξη του "I Want You" μέχρι την σκληρή βαμπ του "Pretty Bridges" και την ναζιάρα (καρό) ελαφίνα που έκανε στο "Slave to Love" το update που χρειαζόταν για τα πιο κυνικά και μοναχικά '00s. Βγαίνοντας από το Gagarin με μια εύθυμη χαλαρότητα να μας πλημμυρίζει το κεφάλι, δεν μπορούσαμε παρά να αισθανόμαστε τυχεροί που η απόλυτη σταρ της ποπ στα δικά μας μάτια έδειξε τέτοια προτίμηση στη μουντή και σοβαροφανή μας πόλη, ευχόμενοι η άνοδος των μετοχών της στα ύψη που της αξίζουν να μην την κάνει να μας ξεχάσει.

4. Asian Dub Foundation @ Πεδίο του Άρεως, 27 Σεπτεμβρίου 2008
Αντίθετα με τον mr.grieves, για μένα το φοβερό live των ADF δεν αποτέλεσε στο παραμικρό έκπληξη. Δέκα χρόνια μετά από το καυτό καλοκαιρινό απόγευμα του 1998, όταν μου πήρανε το σκαλπ στην άμμο της Φρεαττύδας, είχαν περάσει όταν τους ξαναείδα το Σεπτέμβρη κι όμως, έμοιαζε να μην έχει περάσει μια μέρα. Χωρίς καν να χρειαστεί ν'ανασύρουν παραπάνω από ένα κομμάτι από το αριστούργημα εκείνης της χρονιάς, βασιζόμενοι σε μεγάλο βαθμό σε πρόσφατο ή νέο υλικό, έστησαν ένα πάρτι το οποίο σε κάθε τραγούδι έπαιρνε και μερικούς από εμάς μαζί του. Το τέλος της βραδιάς με βρήκε να χορεύω, περιτριγυρισμένη από δεκάδες κόσμο που έκανε το ίδιο, ασταμάτητα κι ελεύθερα, κάτω από μια βροχή που πολλαπλασίαζε τον λυτρωτικό χαρακτήρα της βραδιάς. Προσχήματα, δικαιολογίες, σύνορα και διακρίσεις είχαν ξεπλυθεί και χαθεί, έστω για εκείνη τη μιάμιση ώρα. Όταν τέλειωσε, ήταν μεγάλη η απογοήτευση όταν συνειδητοποιούσες ότι, βγαίνοντας στο δρόμο, πάλι θ'αντίκρυζες έναν πιτσιρικά από το Μπανγκλαντές να καθάρίζει τα τζάμια της BMW κάποιου ξιπασμένου Ελληνάρα, ή εκπροσώπους της περήφανης Δημοτικής Αστυνομίας να συλλαμβάνουν με περίσσιο τακτ κανένα ψιλόλιγνο Νιγηριανό που αναγκαζόταν να πουλάει ιμιτασιόν τσάντες για να βγάλει το νοίκι του βρωμερού ημιυπογείου που ο ιδιοκτήτης δηλώνει ως αποθήκη. Η γιορτή των ADF μπορεί να είναι τέτοια μόνο για όσο βρίσκονται πάνω στη σκηνή, αλλά σε κάνει να θέλεις να περάσεις όλο τον υπόλοιπο καιρό προσπαθώντας να πείσεις όλους τους ανθρώπους γύρω σου να τη ζήσουν έστω μια φορά, και να πάρουν κάτι από το θριαμβευτικό μήνυμά της. Το κυριότερο όμως είναι ότι, όσο διαρκεί, σε κάνει να πιστεύεις ότι αυτό είναι εφικτό.

3. R.E.M. @ Καλλιμάρμαρο, 5 Οκτωβρίου 2008
Όπως είχε γράψει και ο mr.grieves στο σχετικό κομμάτι τον Οκτώβριο, η αλήθεια είναι ότι ,μέχρι και λίγες ώρες πριν ο Michael Stipe, o Mike Mills και ο Peter Buck βγουν στη σκηνή μπροστά ίσως στο πιο ανάμικτο και ό,τι να'ναι κοινό που έχει βρεθεί ποτέ σε συναυλία στη χώρα, δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς θα βλέπαμε. Δεν είχαμε συνειδητοποιήσει το μέγεθός του. Ήταν ένα event διοργανωμένο από το MTV, του οποίο και μόνο το όνομα έφτανε για να βάλει σε υποψίες όσους είχαν προλάβει να δουν πόσο είχε αλλάξει προς το χειρότερο λίγο πριν μας εγκαταλείψει για τα συνδρομητικά λημέρια. Ήταν τσάμπα. Είχε για support τους C:Real, με όλη τη συμπάθεια που έχω για τα παλιότερα χιτάκια τους. Οι πιθανότητες που έδινα προσωπικά στο να δούμε μια κανονική συναυλία των σπουδαίων Αθηναίων vs του να δούμε 6-7 τραγούδια από το Accelerate συν το "Losing My Religion" ανάμεσα σε σποτάκια του καναλιού ήταν γύρω στο 20%. Φυσικά, ακόμα και το να δούμε μια τέτοια πετσοκομμένη βερσιόν των R.E.M. live ήταν αρκετά θελκτική. Απλά δεν ελπίζαμε σε πάρα πολλά.

Έτσι, καθίσαμε χαλαρά πίσω με μια παρέα φίλους και παρακολουθήσαμε από μακριά τους Kaiser Chiefs να παίζουν το μικρό λαϊκοβρετανικό τους σέτλιστ, με συγκατάβαση. Ήταν άλλο ένα σημάδι ότι θα έπρεπε να κρατάμε μικρό καλάθι. Παρ'όλ'αυτά, χωθήκαμε στη μεγάλη μάζα από σχετικούς και άσχετους που είχε πλημμυρίσει την πλατεία, κάτω από τις ξέχειλες κερκίδες. Φτάσαμε σε έναν πυλώνα φωτισμού κι εκεί περιμέναμε, βομβαρδιζόμενοι από χαζοχαρούμενους παρουσιαστές και σποτάκια. Όλα πήγαιναν όπως τα περίμενα, μέχρι τη στιγμή που τα φώτα χαμήλωσαν, και οι τρεις κύριοι έκαναν την εμφάνισή τους και χωρίς περιστροφές μπήκαν στο ψητό με ένα κολασμένο "Living Well Is The Best Revenge". Άντεξα για όλη του τη διάρκεια να στέκομαι ήσυχη (που λέει ο λόγος) πίσω από έναν μαλάκα με φουσκωτό μπουφάν που είχε σταθεί σαν μπάστακας και δεν κούναγε ούτε βλέφαρο. Μόλις όμως άκουσα και την εισαγωγή του "What's the Frequency Kenneth?" δεν άντεξα. Πήδηξα από το σκαλοπατάκι μέσα στη μάζα που πλέον χοροπηδούσε ολόκληρη.

Έβλεπα τους R.E.M., ζωντανά και κανονικότατα και με απ'όλα! Ο Stipe ήταν ο απόλυτος χαρισματικός σταρ, δίνοντας μια ολόκληρη παράσταση σε κάθε τραγούδι με όλο του το σώμα, με μικρούς σαμανικούς χορούς και χειρονομίες που έλεγαν όσα και η χάλκινη φωνή του (αυτό μου έδινε πάντα το συναισθητικό κέντρο του εγκεφάλου μου), ίσως και περισσότερα. Ο Mike Mills πρόσθετε τα πιο πιασάρικα και κολλητικά backing vocals που έχουν ακουστεί στην ποπ μουσική τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια, σε σημείο που αρκετές φορές να προσέχω περισσότερο αυτόν, πράγμα κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο όταν έχεις τον Τζόρτζεβιτς της μουσικής μπροστά σου. Ο δε Peter Buck αρκούνταν στο να κραδαίνει την Rickenbacker του, βγάζοντας από μέσα της μελένια ριφάκια τα οποία αποτελούσαν τη ραχοκοκκαλιά του κάθε τραγουδιού.

Τα καινούρια τους τραγούδια ακούγονταν στιβαρά και καλογυαλισμένα, και τα παλιά παίχτηκαν με σφρίγος και ένταση που θα έκανε κάποιον άσχετο να πιστέψει ότι είναι από τον τελευταίο δίσκο της μπάντας και όχι τεράστια, χιλιοπαιγμένα χιτς 15 χρόνων και βάλε. Ακόμα και τραγούδια που άκουγα στο ραδιόφωνο συνέχεια και θεωρούσα πως ήταν οι R.E.M. στον αυτόματο πιλότο, όπως το "The Great Beyond" και το "Imitation of Life", ακούγονταν γιγαντιαία έτσι όπως τα έπαιζαν παθιασμένα και ο κόσμος, ενθουσιασμένος, τα έπαιρνε και τραγουδώντας τους τα ξανάδινε πίσω.

Κι όταν ήρθε το "Losing My Religion" και η μεγάλη μάζα έφυγε για να προλάβει να ξεπαρκάρει το αμάξι πριν πέσει στην κίνηση και να πάει να δει τις ειδήσεις και να κοιμηθεί, ήσυχη ότι επιτέλεσε το καθήκον της ως μουσικόφιλη προτιμώντας την τσάμπα ροκ συναυλία από το ποτάκι στο ελληνάδικο, και πήγαμε ακόμα πιο μπροστά, ήταν απλά γιορτή και αποθέωση. Οι αρκετές χιλιάδες που είχαμε απομείνει τραγουδάγαμε και χορεύαμε μέχρι να κλείσει ο λαιμός και να ξεθεωθούν τα πόδια, και η μπάντα έδινε ό,τι είχε και δεν είχε. Ένα θριαμβευτικό "Orange Crush" και ένα οργασμικό "It's the End of the World..." έστειλαν κι εμάς κι αυτούς στα ουράνια, με την ερώτηση, γραμμένη από το χέρι του Μιχαλάκη ενδιάμεσα, να μοιάζει ρητορική. VASIKA THELOUME NA SAS KSANADOUME.

2. P.J. Harvey @ Θέατρο Badminton, 30 Ιουνίου 2008
Επιστρέφοντας από το μαγικό ταξίδι μας και από τη μεγάλη μουσική βραδιά που το ενέπνευσε, η μόνη μας παρηγοριά ήταν ότι, λίγες μέρες μετά, μας περίμενε μια άλλη πολυαγαπημένη μουσικός. Απ'όλες τις φορές που είχε έρθει, εγώ είχα την τύχη να τη δω την τελευταία, τον Ιούνιο του 2004. Τότε, σ'έναν μισοάδειο Λυκαβηττό - μα και τα indie παιδιά προτίμησαν τις Ευρωεκλογές; τς, τς, τς - η Polly Jean είχε στις βαλίτσες της ζεστό ακόμα το Uh Huh Her, στο οποίο την είχαμε δει να επιστρέφει στις σκληρές, lo-fi πρώτες της μέρες, με κάπως άνισα αποτελέσματα. Τώρα, η από τη φύση της ανήσυχη μούσα της την είχε οδηγήσει στα σκοτεινά, υγρά μονοπάτια του εκπληκτικού White Chalk, και αν υπήρχε ένα album που ανυπομονούσα ν'ακούσω ζωντανά εκτός από το In Rainbows, για το οποίο η αποστολή είχε μόλις εκτελεσθεί, ήταν αυτό. Ένα κλειστό αμφιθέατρο με φοβερή ακουστική έμοιαζε το τέλειο σκηνικό.

Μπαίνοντας, μας υποδέχτηκε η Nina Simone από τα ηχεία και στη σκηνή ένα πιάνο στολισμένο με φωτάκια, ένα αναλόγιο και λίγα άλλα όργανα, γύρω από μια καρέκλα, όλα θεατρικά στημένα και διακοσμημένα ώστε να τονίζουν την ιδέα της παράστασης. Η περιέργειά μας χτύπησε κόκκινο, καθώς από την απόσταση των θέσεών μας προσπαθούσαμε να προσδιορίσουμε τη φύση της βραδιάς. Και μετά όλα τα φώτα έσβησαν, όλοι οι ήχοι σώπασαν, και ήρθε η PJ. Με ένα λευκό φόρεμα, σαν νυφικό άλλης εποχής, και τα χαρακτηριστικά μαύρα της μαλλιά χτενισμένα σε ανάλογο ύφος. Όλα έμοιαζαν έτοιμα για μια σχεδόν κλασική βραδιά.

Τότε λοιπόν, η Polly Jean άρπαξε την ηλεκτρική κιθάρα και μανιασμένα άρχισε να παίζει το "To Bring You My Love", και αμέσως μετά το "Send His Love To Me", αφήνοντάς μας όλους άφωνους πριν ξεσπάσουμε σε τρελές ζητωκραυγές, τόσο για την ίδια όσο και για το γεγονός ότι θα βλέπαμε όλη την γκάμα των μουσικών εκφάνσεων της τρομερής Αγγλίδας. Και έτσι ακριβώς ήταν.

Στη διάρκεια της επόμενης μιάμισης ώρας, η PJ έγινε τα πάντα, παραμένοντας ο εαυτός της. Μας πήγε στη χώρα του White Chalk, περπατώντας μας στα βράχια της Κορνουάλης φροντίζοντας να βλέπουμε, εκτός από τον ωκεανό, τα απομεινάρια από τις γυναίκες που έπνιξαν στους απότομους γκρεμούς τη ντροπή τους. Μας πέρασε από σκοτεινά στενάκια της πόλης, όπου άλλες ηρωίδες ξόδευαν την ύπαρξή τους σε κρεβάτια που δεν έμπαιναν ποτέ στον κόπο να στρώσουν. Τα μοιρολόγια του πιάνου διαδέχονταν στεγνά, αστόλιστα πορτραίτα σε καμβάδες από συνθετικά μιάσματα, και από εκεί συνέχιζαν μικρές ηλεκτρισμένες καταιγίδες, με την εκπληκτική φωνή της να αφήνει μέσα μας τα σημάδια κάθε μίας από τις ιστορίες. Η ερμηνεία της σε ένα απο τα αγαπημένα μου κομμάτια του 2007, το συγκλονιστικό "The Mountain", θα βρίσκεται για πάντα στο πάνθεον των κορυφαίων συναυλιακών στιγμών της ζωής μου.

Εμείς, από τη μεριά μας, μετά το αρχικό σοκ και τον ενθουσιασμό που το ακολούθησε, μπήκαμε στο ταξίδι και κάθε τραγούδι μας έβρισκε αρπαγμένους από το μπροστινό κάθισμα, σχεδόν δυστυχισμένους που η φύση της αίθουσας μας ανάγκαζε να μένουμε καρφωμένοι σε μια θέση αλλά παράλληλα ευγνώμονες που η αναγκαστική αυτή υπακοή εκ μέρους μας σήμαινε ότι αυτό που βλέπαμε κι ακούγαμε θα έφτανε στις αισθήσεις μας απρόσκοπτο κι ελεύθερο, με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση. Κοιτάζαμε μαγεμένοι και συνεπαρμένοι όσο διαρκούσαν, και μετά ξεσπάγαμε σε ένα χειροκρότημα που νιώθαμε πως δεν ήταν ποτέ αρκετά δυνατό για να αποδώσει το πόσο απολαμβάναμε την τέχνη της.

Προς το τέλος του σετ, μετά από ένα εκπληκτικό "Grow Grow Grow", η PJ φάνηκε κι η ίδια να εκπλήσσεται με την ανταπόκριση, ευχαριστώντας μας πολλές φορές και αφήνοντάς μας να διαλέξουμε ένα κομμάτι, με τυχερούς όσους ζητησαν το φοβερό "The Dancer" από τα παλιά. Παρ'όλο που είπε ότι δεν το πολυθυμόταν, όχι απλά το έπαιξε αλλά μας έδωσε μια από τις πιο ανατριχιαστικές στιγμές της βραδιάς. Όσοι δεν είχαν την τύχη να βρεθούν εκείνο το βράδυ στο Badminton θα πρέπει ν'αρκεστούν σε βιντεάκια στο YouTube που όμως αποδίδουν μόνο τον ήχο και την εικόνα. Κι αν η εξαιρετική ακουστική και η απόλυτη στάση προσοχής του κοινού τα βοήθησαν να βγουν σχεδόν τέλεια, δεν μπόρεσαν να πιάσουν όλα όσα μας έδωσε να νιώσουμε η PJ Harvey, κλείνοντας τον πιο μεγάλο συναυλιακό μήνα της ζωής μου όπως του άξιζε.

1. Radiohead @ Arenes de Nimes, 14 ιουνίου 2008
Θα είχε πλάκα να μπορούσε να παρακολουθήσει κανείς το εσωτερικό ντέρμπι (στα χαρτιά) που εκτυλισσόταν στο μυαλό μου στα πρώτα λεπτά του τρίτου ανταμώματός μου με τους Radiohead, εκείνη την όμορφη, πεντακάθαρη καλοκαιρινή βραδιά στη Nimes. Ο αντικειμενικός μου εαυτός, αυτός που απαιτεί πάντα περισσότερα απ'αυτούς που ξέρει ότι μπορούν να τα προσφέρουν και που συνεπώς είναι πάντα έτοιμος να εντοπίσει πραγματάκια που θα του επιτρέψουν να γκρινιάξει και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα αγνοούσε, ήρθε αντιμέτωπος με τον άλλο, αυτόν που από την πρώτη στιγμή που είδε τον Thom στη σκηνή ήθελε ν'ανέβει επάνω και να του ανακατέψει (ακόμα χειρότερα) το μαλλί. Πριν καν τελειώσει το "Arpeggi", ο πρώτος είχε στριμωχτεί άσχημα στα σχοινιά. Το σαρωτικό "Myxomatosis" αποτέλεσε ένα καταστροφικό δεξί άπερκατ, στο "Pyramid Song" παραπατούσε, και στο "Nude" ήρθε το πολυαναμενόμενο νοκ-άουτ. Ο νικητής εαυτός, γεμάτος αγνή ευγνωμοσύνη και, βασικά, ευτυχία γι'αυτό που έβλεπε, άφησε στα γρήγορα το χέρι του διαιτητή ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε για να σταθεί ακίνητος και, μέσα από τη θάλασσα των κεφαλιών που άνοιξε με σχεδόν Μωυσιαία μεγαλοπρέπεια ώστε να μπορέσει το πλάνο να είναι τέλειο, να δει το μικροσκοπικό αντικείμενο της λατρείας του να φτάνει σε εκείνη τη νότα, και μετά, σίγουρο ότι έχει 27.000 μάτια καρφωμένα πάνω του και 13.500 αναπνοές κρατημένες για χάρη του, ν'αρχίζει εκείνες τις πάνγλυκες σκάλες από "ουουου" που ολοκληρώνουν το τραγούδι.

Αυτη, κυρίες και κύριοι, ήταν μια (ακόμα) από τις 4-5 καλύτερες στιγμές της καριέρας μου ως concert goer. Αν σκεφτεί κανείς ότι η βραδιά είχε μπόλικα ακόμα highlights που περιστοίχιζαν το Έβερεστ που προανέφερα, μπορεί να καταλάβει ότι ναι, λίγες χιλιάδες χιλιόμετρα και ένα ταλαίπωρο εξάμηνο αναμονής άξιζαν τον κόπο. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να φτιάξουμε ένα ωραιότατο σποτάκι για τη Mastercard βάζοντας στη θέση του "ανεκτίμητου" κάποιο τυχαίο ενσταντανέ κοντινό των προσώπων μας στη διάρκεια π.χ. του "There There" ή του "Bodysnatchers". Δυστυχώς δεν έχω την πολυτέλεια να είμαι απ'αυτούς τους τυχερούς μπάσταρδους (σόρι παιδιά, από τη ζήλια μου τα λέω) που τους βλέπουν 3 και 4 και 6 φορές σε κάθε περιοδεία, αλλά αυτό σημαίνει ότι κάθε μια από τις φορές που συναντιόμαστε είναι πολύ, ΠΟΛΥ μεγάλη υπόθεση.

Δεν ανέφερα τυχαία τα δυο παραδείγματα των τραγουδιών. Την πρώτη φορά που τους είδα, τη θρυλική πλέον βραδιά της 26ης Ιουνίου του 2000 στο Λυκαβηττό (πρώτη και σε αρκετές περιπτώσεις τελευταία φορά για πολλούς Έλληνες φίλους τους, δυστυχώς), είχαν μόλις βγει από το στούντιο μετά την Οδύσσεια των sessions του Kid A, προφανώς όχι στα πιο τρελά τους κέφια. Στη Μαδρίτη σύστηναν στον κόσμο το Hail to the Thief, και η συναυλία ήταν βασικά ένα δίωρο χορευτικό πάρτι, με τον Jonny να κλέβει την παράσταση με τους παπάδες που έκανε πίσω από το μικρό του κάστρο στα δεξιά της σκηνής αλλά τον Thom να τα'χει πάρει με τον Ισπανό ηχολήπτη. Αυτή τη φορά, λοιπόν, ήταν η ώρα για τους παλιόφιλους από την Οξφόρδη να βγάλουν τον πιο χαλαρό, κεφάτο και ροκ εαυτό τους.

Βγήκαν εκεί πάνω άνετοι, χαμογελαστοί, κλασικά σα να έχουν έρθει από άλλο πλανήτη ο καθένας. Ο Phil χωρίς το μωβ πουκάμισο αλλά όπως πάντα ατσαλάκωτος σα να πήγαινε στη δουλειά του στην τράπεζα, δεξιά ο Jonny απόλυτο nerd icon με φουτεράκι με κουκούλα, περιτριγυρισμένος από keyboards, sequencers, laptops και διάφορα άλλα μπλιμπλίκια και ζωσμένος την ταλαιπωρημένη πλην ιστορική Telecaster του, αριστερά ο Ed λες και βγήκε από το μαγαζί του Αρμάνι με άψογη σακακιά και κασκόλ στους 20 βαθμούς γιατί αυτός είναι ο Ed o O'Βrien αγαπητοί μου, ο θεούλης Colin ως συνήθως ο μόνος φυσιολογικά ντυμένος και ο μακράν πιο κουλ απ'όλους με το άσπρο t-shirt του και ο Thom με ένα σακάκι που ξεφορτώθηκε στο δεύτερο κομμάτι (30χλμ από τη Μεσόγειο βρίσκεστε καλοκαιριάτικα ρε παιδιά, έλεος) κι ένα κοντομάνικο πουκάμισο τουλάχιστον ένα νούμερο πιο μεγάλο απ'ότι έπρεπε. Αλλά όλοι ενθουσιασμένοι! Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι πιο μεγάλες στιγμές ήρθαν από τα τραγούδια που έχουν ρυθμό και πολλές κιθάρες. Θυμάμαι τον εαυτό μου στο "There There" να κοντοστέκεται να τους χαζέψει ενώ ξεκινούσαν και ν'αναρωτιέται αν υπάρχει πιο πλήρες ροκ κομμάτι που να κυκλοφορεί στην πιάτσα, και 1-2 λεπτά αργότερα, όταν το βραδυφλεγές φυτίλι σώθηκε, να βρίσκεται στον αέρα ουρλιάζοντας "Why so green and lonely?/ Heaven sent you to me". Ήταν πιο ωραίο απ'ότι το περιγράφω. Ήταν χάσιμο. "National Anthem", "Where I End...", "Jigsaw...", "Bangers 'n' Mash", καταλαβαίνετε.

Φυσικά, δεν ήταν μόνο αυτά. Σε ένα σέτλιστ απολαυστικά ποικιλόμορφο και ποικιλόχρωμο, που όμως θα ήταν εξίσου εντυπωσιακό κι αν αντικαθιστούσες και τα 24 κομμάτια με κάποια άλλα της δισκογραφίας τους, διότι απλούστατα είναι σχεδόν όλα τόσο καλά (για πόσους άλλους μπορείς να το πεις αυτό; Κι όμως. "Paranoid Android", "Fake Plastic Trees", "Just", "Like Spinning Plates", "Morning Bell", "Climbing Up The Walls", "Airbag", "Go To Sleep", "Kid A", "You And Whose Army", "Lucky", "Dollars & Cents". Χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, 12 τραγούδια που έμειναν απ'εξω, απ'αυτά που παίζουν ψιλοτακτικά...), παλιά και καινούρια ταίριαξαν τέλεια και, χωρίς κανένα κομμάτι να ξεφύγει ούτε κατά μισό λεπτό από τον studio χρόνο του, όλα σχεδόν έβαλαν μια νέα φορεσιά. Το "The Gloaming" μετατράπηκε σε ένα ελαφρώς jazzy art-pop κομψοτέχνημα, ενώ το "House of Cards" απέκτησε τη σέξι χαλαρότητα που απαιτούσε η καλοκαιρινή βραδιά (και οι στίχοι), στολισμένο με υπέροχα κιθαριστικά κεντίδια από αυτά στα οποία ειδικεύονται οι δυο κύριοι στις άκρες της σκηνής.

Ο κύριος στο κέντρο της σκηνής, από την άλλη, αυτή τη φορά δεν ήταν ούτε τσαντισμένος, ούτε κακόκεφος ούτε τίποτα, και ως εκ τούτου με τεράστια άνεση μας πήρε την προσοχή, τα μυαλά και τις καρδιές. Όχι ότι τις προηγούμενες φορές δεν συνέβη αυτό (πολύ δύσκολα το αποφεύγεις) αλλά στη Nimes έγινε υπερβολικά εύκολα. 'Οποιος έχει δει έστω και πέντε συναυλίες στη ζωή του ξέρει πως είναι όταν κάποιος εκεί στο κέντρο σε κάνει να χαμογελάς σα χαζός κοιτάζοντάς τον, σαν ερωτοχτυπημένος/η. Μου έχει τύχει κάμποσες φορές προσωπικά: συμβαίνει, και είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο μπορεί να βαρυγκομάς για να πληρώσεις ένα λογαριασμό αλλά θα προσπαθείς πάντα να βγάλεις από τη μύγα ξύγκι για να αγοράσεις ένα εισιτήριο για ένα live. Ακόμα θυμάμαι τον Stuart Staples στη "Σφεντόνα" το '99 με τα κλειστά μάτια του και το άσπρο του πουκάμισο, να ερμηνεύει το "Tiny Tears" και να με στέλνει στο καναβάτσο. Τον Wayne Coyne, γελαστό μέσα από τα γκρίζα, κατσαρά, γελαστά μούσια του, να με μπάζει χωρίς τον παραμικρό κόπο στο διαγαλαξιακό πάρτι του στο Gagarin το Μάρτη του 2003. Τον Greg Dulli να με σαγηνεύει, φέτος, ενάμισι μήνα πιο πριν, με την ξέχειλη από μετάνοια και πονεμένη τεστοστερόνη φωνή του και τις βόλτες του πάνω στη μπάρα.

Ο Thom δε χρειαζόταν τίποτα, καμιά ιδιαίτερη επίδειξη, ούτε καν μια λέξη. Για την ακρίβεια είπε ελάχιστες, γιατί μάλλον υπήρχε κάποιο θέμα με την ώρα και την όχληση των περιοίκων κι έπρεπε να τελειώσουν ακριβώς στις 12, όπως κι έγινε, οπότε δεν υπήρχε καιρός για πολλά-πολλά ανάμεσα στα τραγούδια. Απλά αρκούσε να είναι ο εαυτός του για να τον ξαναμαναερωτευτούμε όλοι μαζί. Και ήταν. Τα δυο πρώτα κομμάτια ήταν προειδοποιητικά, αλλά στο "Myxomatosis" βούτηξε το μικρόφωνο και άρχισε να κάνει βόλτα λίγα εκατοστά από το χείλος της σκηνής, γρυλλίζοντας στίχους όπως "my thoughts are misguided and a little naive" και κοιτάζοντας ταυτόχρονα κάποιους από τις πρώτες σειρές κατευθείαν στα μάτια. Τότε πια ήμουν σίγουρη ότι θα έβλεπα την κορυφαία από τις τρεις παραστάσεις του που έχω δει, και πράγματι, έτσι ήταν. Η φωνή του ακουγόταν πιο απελπιστικά όμορφη από ποτέ. Στο "15 Step" διέσχισε το μισό από το διαθέσιμο χώρο χορεύοντας σαν τρελός για να βρεθεί μπροστά στο μικρόφωνο ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε να ξεκινήσει να τραγουδάει, ενώ στο "Street Spirit" δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω καθώς στο ρεφραίν 13.500 φωνές ενώθηκαν στο "fade out agaaaain" για να ξεμείνουν όλες ταυτόχρονα από ανάσα την ώρα που αυτός βρισκόταν ακόμα στη μέση της δικιάς του. Το τέλος, δε, του "Exit Music", όταν το τελευταίο "that you cho-oke" αντήχησε στα πίσω τοιχώματα της υπέροχης ρωμαϊκής αρένας κι έφτασε πίσω στ'αυτιά μας γλυκό σαν δηλητηριασμένο μέλι, ήταν η δεύτερη απόλυτα μαγική στιγμή της βραδιάς.

Μιας βραδιάς που κύλησε σαν ένα χαρούμενο, ονειρικό rollercoaster, κάνοντάς μας ν'αναρωτιόμαστε αν όλα όσα ζούσαμε είχαν 100% συμβεί. Ο mr.grieves, ας πούμε, είναι απόλυτα σίγουρος και πεπεισμένος μέχρι σήμερα ότι ο Thom του πόζαρε χαμογελαστός όταν πήγε να τον φωτογραφήσει (πως αλλάζουν οι εποχές, το 1995 θα είχε ακούσει καμιά οξφορδέζικη χριστοπαναγία), ενώ η υπογράφουσα φέρει από τη μεριά της ως μικρό προσωπικό παράσημο το ότι διέκοψε το "Talk Show Host" όταν φώναξε ένα αυθόρμητο "Yes!", εν μέσω γενικής σιγής, από την τρίτη σειρά στην ερώτηση "You want me?", για να δει τον Thom ξαφνικά να σταματάει να παίζει και να μοιάζει λίγο χαμένος, ψάχνοντας να βρει τι έπρεπε να κάνει με την κιθάρα. Μιας βραδιάς που τέλειωσε ενώ θα ορκιζόμουν ότι είχε περάσει περίπου ένα 20λεπτο κι ακόμα περίμενα να ξανακούσω επιτέλους live το πολυαγαπημένο μου "How To Disappear Completely", και ξαφνικά τους είδα να υποκλίνονται και να εξαφανίζονται στα παρασκήνια. Ποτέ άλλοτε δεν έχω νιώσει τόσο έντονη, σχεδόν ζωτική ανάγκη να ξαναδώ ένα συγκρότημα τη στιγμή που τα φώτα άναψαν μετά από μια συναυλία. Αλλά και κανένα άλλο συγκρότημα δεν είναι οι Radiohead. Το ραντεβού ανανεώθηκε, αλλά δεν πρόκειται να το αφήσω να είναι σε άλλα 5 χρόνια. Αν πουν ότι παίζουν μία και μοναδική τελευταία συναυλία στη Γη του Πυρός, θα είμαι εκεί. Θα είμαστε εκεί. Το υπογράφω.
 
Clicky Web Analytics