28.2.10

Some '00s #7: Whatever Happened To My Rock' N' Roll?

Προηγουμένως στο Some '00s:
- Άδωνι, τον συλλάβαμε στο αεροδρόμιο για Σιγκαπούρη. Τα έγγραφα αποδεικνύουν ότι όντως σχεδιάζουν χτύπημα εναντίον της Ελλάδας.
- Αφήστε με για λίγο μόνο μαζί του και θα τα ξεράσει όλα.
- Άδωνι, το ξέρεις ότι αυτό δεν γίνεται. Όλοι ξέρουμε ότι ο Χοακίν ευθύνεται για την πρόωρη συνταξιοδότηση της γυναίκας σου. Επίσης όλοι ξέρουμε πόσο νευρικός είσαι όταν πέφτει το τσουλούφι σου στο μέτωπο σου. Δεν μπορώ να ρισκάρω την σωματική ακεραιότητα του κρατούμενου. Η Λιάνα αναπνέει στον σβέρκο μου εδώ και καιρό και περιμένει ένα μικρό μου στραβοπάτημα για να με διαλύσει.
Φσσσουυυυυπτττττ
- Μια στιγμή! πήγαινε στην κάμερα στο δωμάτιο του Χοακίν! Τι συμβαίνει εκεί; Ποιός μπήκε μέσα στο δωμάτιο; ΑΔΩΝΙ, ΟΧΙΙΙ!!
- Πες μου σε ποιόν πήγαινες να παραδώσεις τα έγγραφα και σου υπόσχομαι βουλευτική σύνταξη, ασυλία και μια υβριδική Lexus.
- ¡Vaya Ud Derecho! Pues Tuerza Ud por la Izquierda/ Derecha!, ¿Le gusta a usted aqui?, Espana Es Un Pais Maravelloso, Es Las Diez En Punto, Las Siete Y Media. Me Gustaria Visitar Algun Dia Tu Pais.
- Τα βλέπεις αυτά τα βιβλία; Αν δεν θες να αρχίσω να σου διαβάζω για το πώς εξαπλώθηκαν σαν εμετός σε πλακάκια τουαλέτας οι Έλληνες στην υδρόγειο, θα μου πεις ποιον πήγαινες να συναντήσεις. Έχω όρεξη αλήτη. Το θέμα είναι, εσύ έχεις αντοχές;
- Δε μπορείθ να μου κάνειθ τίποτα βρωμερέ! Το θχέδιο είναι τόθο καλά οργανωμένο και περίπλοκο που δεν μπορεί να το θυλλάβει το μικρό θου μυαλουδάκι. Είναι πολύ αργά δεν καταλαβαίνειθ; Και χωρίθ τα έγγραφα θα κάνει τη δουλειά που πρέπει.
- Ποιος; ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ;
- ….
- «Ο Γέρων Πορφύριος εξήγησε σε κάποιον συνομιλητή του, σχετικά με την εμφάνιση των UFO: 'Αυτά όλα, να ξέρεις είναι πράγματα φανταστικά, δαιμονικά! Ζωή σε άλλον πλανήτη δεν υπάρχει!'»
- ….
- «Το 1965 ο γέροντας Παΐσιος αφού ανέβηκε εις εξοχικάς τοποθεσίας παρατήρησε στα νυχτερινά άστρα έντονο φωτισμό. Η πινακίδα δίπλα του έγραφε «προς οικισμό Ε» ενώ ο γέροντας ενθυμηθεί το ανοιχτό θερμοσίφωνο πίσω εις το μοναστήρι του.Όταν γύρισε ο Νεοκόρος τον υποδέχτηκε με τα π-
- ΘΤΑΜΑΤΑ! ΘΑ ΘΤΑ ΠΩ ΟΛΑ!
- ΜΙΛΑ ΛΟΙΠΟΝ!
- ΕΙ... ΕΙ... ΕΙΝΑΙ Φ-Φ-ΦΙΝΛΑΝΔΟΘ. ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΛΙ...
Φσσσουυυυυπτττττ
- ΑΔΩΝΙ!! ΤΙ ΣΤΟ ΛΥΚΟ ΕΚΑΝΕΣ ΕΚΕΙ ΠΕΡΑ;; ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ ΟΤΙ Ο ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΓΕΝΗΣ, Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ Ο ΑΓΡΙΟΣ ΜΕ ΠΗΡΑΝ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΚΑΙ ΜΟΥ ΕΙΠΑΝ ΝΑ ΕΤΟΙΜΑΣΩ ΤΗΝ ΒΑΖΕΛΙΝΗ;; ΚΑΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΗΣ ΕΜΦΥΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΣΟΥ ΝΑ ΞΕΠΕΡΝΑΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΑ ΕΜΠΟΔΙΑ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΣΟΥ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΤΟ ΥΠΕΡΟΧΑ ΦΤΙΑΓΜΕΝΟ ΣΤΑΘΕΡΑ ΑΝΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΜΑΣ! ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ. ΕΙΣΑΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ!
- Το ξέρω ότι αυτό που έκανα δεν συμβάδιζε με τους κανόνες σου. Το ξέρεις και εσύ ο ίδιος όμως ότι είμαι ο πιο αποτελεσματικός απ’ όλους εδώ πέρα. Με χρειάζεσαι Μάκη. Παρ’ όλα αυτά αν σε ενδιαφέρουν τόσο πολύ τα αξιώματά σου και οι αρτηριοσκληρωτικές εντολές που οδηγούν μόνο στην καθυστέρηση και την αποτυχία τότε το σήμα μου είναι στη διάθεσή σου.
- ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΒΕΒΑΙΟΣ ΟΤΙ ΘΑ ΣΟΥ Π-
- ΜΑΚΗ, ΑΔΩΝΙ! Κοιτάξτε την οθόνη μου! Αυτές είναι φωτογραφίες που έπιασε ο δορυφόρος πριν από λίγα λεπτά! Ο Όλι βγήκε από το ξενοδοχείο μαζί με τη συνοδεία του και επιβιβάστηκε σε μαύρη Lexus με ένα σφυροδρέπανο στην θέση της κεραίας.
- Χριστέ μου! Κρατάει φακέλους!
- Πάρε τηλέφωνο την ασφάλεια του Γιώργου, πες να τον φυγαδεύσουν. Μάκη δεν έχουμε άλλη λύση… Πρέπει να τον καλέσουμε…
- ….
- …..
- Κάνε ό,τι χρειάζεται….
Φσσσουυυυυπτττττ
- Είναι εκεί; Ναι σε ευχαριστώ πολύ, ναι θα τα πούμε την Κυριακή στο Artisti Katsaridoni όπως πάντα. Ναι, φιλάκια.
- Τετράγωνο το σουτ, κύκλος η σέντρα! Τελείως κόπανος είσαι ρε Θοδωρή; Γι'αυτό πήγα μόνιμες διακοπές; Ναι, ποιος είναι;
- Είμαι ο Άδωνις. (Μπντουμμπουντουμ) Κύριε πρώην πρωθυπουργέ (Μπντουμμπουντουμ)...
Φσσσουυυυυπτττττ

Στο προηγούμενο Some '00s λοιπόν υποσχεθήκαμε δυο λόγια για την αναβίωση και την ύστατη προσπάθεια για σωτηρία του αρχέτυπου rock and roll. Έτσι όπως το μάθανε οι μπαμπάδες μας και στη συνέχεια τα μεγάλα μας αδέλφια, έτσι όπως το αποτυπώνει ο Cameron Crowe στο Almost Famous, έτσι όπως το εξέφρασε το Grunge και το Garage, και έτσι όπως το καταλάβανε οι Strokes, οι Black Rebel Motorcycle Club, οι Interpol, οι White Stripes και οι Queens Of The Stone Age μεταξύ άλλων. Συγκροτήματα με το στυλ, την επιτυχία, τα ναρκωτικά αλλά και τις απαραίτητες κιθάρες για να αποδείξουν τελικά ότι ο θάνατος, η αναβίωση και οι γεννήσεις στην μουσική είναι πολύ σχετικές έννοιες, παντελώς ανούσιες αλλά δίνουν καλά εξώφυλλα. Διαφορετικό στυλ το καθένα, διαφορετικές επιρροές αλλά καθοριστικά το καθένα από αυτά τα συγκροτήματα στους νέους μουσικούς και ακροατές.

Αν μιλησουμε τοπικιστικά, ειδικά οι Strokes, οι Interpol και οι White Stripes έστρεψαν τα κεφάλια ολοκληρωτικά στην Αμερική. Στην αρχή της δεκαετίας του 2000 ήταν προφανές ότι η μερίδα του λέοντος των καλών δίσκων άνηκε πέρα απο τον Ατλαντικό. Κατάσταση που διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Garage rock and roll revival, Καναδέζικες μπάντες που ξεφύτρωναν σαν υπερδραστήριες ανεμώνες και η σκηνή της Νέας Υόρκης που μπορεί να μην αποτελείται αυστηρά από Νεοϋορκέζους αλλά πλέον είναι κάτι σαν δοχείο ή ακόμα καλύτερα σαν χώρος προσευχής των απανταχού indie καλλιτεχνών που συρρέουν στη Mecca της δημιουργικότητας με τις φράτζες και τα καρώ τους πουκάμισα. Ξαφνικά, αλλά αναμενόμενα η Αγγλική μουσική παραέγινε συμβατική (είπαμε οι Radiohead εξαιρούνται) ενώ η Αμερικάνικη περιπετειώδης και ιδιοσυγκρασιακή.

Αν μιλήσουμε χρονικά, τότε μιλάμε για αψεγάδιαστο timing. Απο το 2000 μέχρι το 2002 όπου και να κοίταγες θα έπεφτες πάνω σε μια από αυτές τις μπάντες. Οι Strokes με το Is This It τους απήλαυσαν ένα τέτοιο hype και μια τέτοια δημοτικότητα που έμοιαζε με ντέρμπυ τίτλου Ολυμπιακός-Παναθηναικός στην 30η αγωνιστική, σε σχέση με το περυσινό hype των Animal Collective που μπροστά του μοιάζει με αγώνα 7ης αγωνιστικής μεταξύ Ξάνθης και Εργοτέλη. Μαζί με τους White Stripes και το White Blood Cells τους ξανάφεραν το garage rock στο προσκήνιο και κλώσσησαν δεκάδες μικρά αυγά που αρχίζαν με The το όνομά τους. Εξαιτίας τους να φανταστείτε έβρισκε δουλειά και ο κόπανος Pete Doherty. Την ίδια χρονιά, το 2001, οι Black Rebel έβγαζαν τον μυθικό πλεόν στα λιμέρια του some beans πρώτο τους δίσκο, ενώ την επόμενη χρονιά συνεχισαν οι Interpol με πιο σκοτεινή ατμόσφαιρα αλλά εξίσου «τυμβωρυχική» διάθεση. Αφού το ενδιαφέρον στράφηκε στις κιθάρες έτσι και οι Queens Of The Stone Age μοσχοπούλησαν τον τρίτο τους δίσκο επιβεβαιώνοντας τη σεμνή επιτυχία του Rated R.

Αν μιλήσουμε προσωπικά τότε η επίδραση αυτής της μουσικής, όπως και σε κάθε έφηβο, ήταν δραματική. Μέσω των επιρροών τους οι Strokes επανέφεραν τα κολλητά jeans και τα λαδωμένα μαλλιά στην μόδα, οι White Stripes μας έμαθαν τα blues, οι Interpol το μελαγχολικό post-punk, οι Black Rebel ήταν η πρώτη μας επαφή με την shoegaze και τον «θόρυβο» ενώ οι Queens of the Stone Age ήταν οι δάσκαλοι του πιο σκληρού και σκοτεινού ήχου που άγγιζε κάποιες φορές τις παρυφές του metal.

Τα συγκροτήματα αυτά αποτελούν μερικούς από τους βασικότερους λόγους που ασχοληθήκαμε με αυτή τη μουσική και άνοιξαν τα αυτιά μας σε πολλούς περισσότερους καλλιτέχνες σπάζοντας κάποια όρια. Επίσης δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς το οτι πασχίζουν να προχωρήσουν την καριέρα τους πέρα απο τους χαρακτηρισμούς που τους έχουν αποδοθεί έχοντας παρ'όλ'αυτά κατακτήσει οι ίδιοι κάποια διαχρονικά εδάφη.

Για παράδειγμα το Is This It. Δεν θα μπορούσε ποτέ να χάσει την επαναληπτική του αξία. Τα Room On Fire και First Impressions Of Earth ήταν αξιοπρεπείς προσπάθειες αλλά ποτέ δεν θα μπορούσαν να φτάσουν τον πρώτο δίσκο των Strokes. Τόσο ανθόσπαρτη και ομαλή ροή, τόσο γεμάτα ρυθμό και συγκινήσεις τρίλεπτα τραγούδια και τέτοιο gameplay, που λένε και οι κομπιουτεράδες, που το αποτέλεσμα γίνεται τρομακτικά καλό.

Κάποτε είχα ρωτήσει τρομοκρατημένος μια εκκολαπτόμενη ψυχολόγο τι θα γίνει με όλες αυτές τις άχρηστες πληροφορίες που έχω στο κεφάλι μου. Θέλω να πω, θα μπορούσα να ζήσω χωρίς να θυμάμαι πως έλεγαν τον νικητή του πρώτου Big Brother ή τον παλιό παίκτη του Εδεσσαϊκου Χρίστο Κόλεφ ή τον καραφλό ηθοποιό που έπαιζε τον συνεργάτη της Παναγιωτοπούλου στην Ντόλτσε Βίτα και ήταν πάντα ερωτευμένος μαζί της. Και αν έφευγε, χωρίς να το καταλάβω, από το κεφάλι μου το όνομα κάποιου Ρώσου συγγραφέα για να μπεί το όνομα του Γιώργου Τσάκα; Με όλο τον σεβασμό στον Τσάκα δηλαδή.

Τελικά έμαθα ότι ο εγκέφαλός μας είναι κατά κάποιον τρόπο γεμάτος μικρές εισόδους που η κάθε μια αντιστοιχεί σε διαφορετικό θέμα. Οι πληροφορίες δε χάνονται ποτέ. Απλά αν δεν τις επαναφέρεις αρκετά συχνά στο εμπρός μέρος της εισόδου, χώνονται στα βάθη του και θέλεις καλάμι νούμερο 5 για να τις ανασύρεις. Κατά έναν περιέργο τρόπο λοιπόν οι στίχοι ολόκληρου του Is This It είναι από τα πράγματα που δεν ξεχνάω ποτέ. Και 3 χρόνια να έχω να ακούσω το "Barely Legal" πάντα θα σιγοψιθυρίζω τους στίχους του. Η νοσταλγία και η αγάπη γι’αυτό το άλμπουμ τώρα τελευταία μετατρέπεται σε κόμπο στο λαιμό κάθε φορά που το ξανακούω.

Σχολείο, κοπάνα από την κοινωνιολογία για να γίνει δίωρη η ώρα του ποδοσφαίρου, φόρμα κάθε Τρίτη και Πέμπτη, το καπνιστήριο, τα κάγκελα για να ξεχνάς πως είναι το μαυριδερό από τα εκατομμύρια αυτοκίνητα που το έχουν βιάσει κατά συρροή Παγκράτι, το κουπλέ του "Take It Or Leave It", οι γκόμενες και τα εγγόνια του "Last Nite" που επιμένουν να μην καταλαβαίνουν, να θες να μείνει αλλά να μην το λες με συνοδεία το ηλιόλουστο ριφάκι του "Someday", η ανάγκη για αταξίες του "Barely Legal" και η καθιερωμένη δευτεριάτικη εξαφάνιση λόγω του δίωρου Μαθηματικών σε θανατηφόρο συνδυασμό με την Φυσική, "And all together it went well/ We made pretend we were best friends/ Then she said/ 'Oh, I can wait'/ They ordered me to make mistakes/ Together again like the beginning/ It all works somehow in the end/ The things we did, the things you hide/ And for the record, it's between you and I", ο ασύλληπτα κολλημένος με UHU ρυθμός του, η χαρωπή αλλά όχι χαζοχαρούμενη ατμόσφαιρά του, το "Modern Age" που επέπλεει γεμάτο χάρη όχι στον ωκεανό όπως λέει αλλά στον πανβρώμικο Νεοϋορκέζικο ποταμό Hudson River χαρίζοντάς του τις πιο χαμογελαστές του στιγμές, "Υou drink too much, makes me drink just the same".

Νοσταλγία μιας εποχής που τώρα μοιάζει ξέγνοιαστη, και απλή μελωδική ροκ μουσική από 5 νεαρούς που βρέθηκαν εκεί που έπρεπε την κατάλληλη στιγμή, παίζοντας πράγματα που δημιουργούν τους θρύλους, για να παραφράσω και την περιγραφή του Joe Levy από το Rolling Stone για τον δίσκο. Ή ακόμα καλύτερα θα επαναλάβω αυτό που είπε ο David Browne από το Entertainment Weekly: "I don’t know whether The Strokes would have a long-term impact, but at the time, the record just feels right, and sometimes that's enough".

Τους White Stripes δεν τους λάτρεψα αντιστοίχως ποτέ μου. Το υπερβολικά Αμερικάνικο στοιχείο τους που μοιάζει τόσο μακρινό για κάποιον Ευρωπαίο ήταν κάπως απωθητικό. Κυρίως έφταιγε το "Hotel Yorba" που όποτε το άκουγα σκεφτόμουν «τι θέλω εγώ εδώ πέρα; Αυτό είναι μουσική για γελαδάρηδες με λάσα που βαράνε τη γυναίκα τους και την πέφτουν στην 15χρονη κόρη τους».

Ευτυχώς δύο τραγούδια μετά υπήρχε το "Fell In Love With A Girl" που η κιθάρα του γούσταρε να σπάει σαγόνια και να τσακίζει τα πλευρά οποιουδήποτε κοιτάει το κορίτσι σου. Το σχεδόν μοναχικό lo-fi του De Stijl σε ζάλιζε ευχάριστα με τις αποδιοργανωμένες κιθάρες του και παρότι γινόταν πολύ κλασσικότροπο, σε σημεία φλερτάροντας έντονα με το βαρετό, σε κράταγε με τη μελωδικότητα που προσέφεραν συνθέσεις όπως το "I’m Bound To Pack It Up". Ο τρίτος τους White Blood Cells τους έκανε περισσότερο παγκόσμιους και λιγότερο εγκλωβισμένους στα πλαίσια της παραδοσιακής αμερικάνικης μουσικής. Όχι βέβαια ότι επιστράτευσαν βιολιά ή μπάσο, αφού ο ξερός ήχος τους παρέμεινε, με τρανό παράδειγμα το "Dead Leaves And The Dirty Ground" και το "Fell In Love With A Girl" που αναφέραμε νωρίτερα. Στο "The Union Forever" υπάρχει το μυστήριο που πλανάται στον άερα αμφισβητώντας τα λόγια του Jack - "Well I'm sorry but I'm not interested in gold mines, oil wells, shipping or real estate" - ενώ η ερμηνεία του μοιάζει με μάτι που γυαλίζει μπροστά σε σκονισμένα διαμάντια. Συνδέεοντας και τον Πολίτη Kane στην ιστορία συμπεραίνει "What would I liked to have been? Everything you hate". Σε όλον τον δίσκο παραχωρεί λίγα από τα blues των προηγούμενων και προτιμά μερικές ακουστικές εκτελέσεις. Σωστή απόφαση και από άποψη ποιότητας αλλά και πωλήσεων.

Από την άλλη δεν θα πρωτοτυπήσουμε. Ακόμα πιστεύουμε ότι το καλύτερο άλμπουμ τους είναι το Elephant που συνδύαζει τις garage εισβολές, τα πιασάρικα ρεφρέν, τις διασκεδαστικές στιγμές που ο Jack και η Meg δεν παίρνουν τον εαυτό τους πολύ στα σοβαρά, και τις επιθετικές διεισδύσεις της κιθάρας στα σκληροτράχηλα και ορθάνοιχτα ντραμς της Meg. Το Elephant του 2003 έβγαζε περισσότερο νόημα από ότιδήποτε είχαν κάνει οι White Stripes μέχρι εκείνη τη στιγμή (και τις επόμενες στιγμές βεβαίως) και ήταν ένα πλήρες και διασκεδαστικό άλμπουμ από την αρχή μέχρι το τέλος. Κάτι που για τους White Stripes ήταν ή αφύσικα εκπληκτική έμπνευση ή αρκετά σχολαστικό κόψιμο των filler απο κάποιον τρίτο. Η έκρηξη του "I Just Don’t Know What To Do With Myself" συνδέεται με την πιο sexy στιγμή στην ανορεξική ζωή της Kate Moss, το "Black Math" είναι μια δαμόκλειος κιθάρα πάνω από το κεφάλι σου που όμως σε προκαλεί να χοροπηδήσεις αψηφώντας τον κίνδυνο να το χάσεις, τα "It's True Τhat We Love One Another" και "Cold Cold Night" προσφέρουν μια αναγκαία αλλαγή φωνητικών και διάθεσης, το "Air Near My Fingers" είναι ένας ύμνος στo άμεσο και δυναμικό παίξιμο του Jack ενώ τα "Hardest Button to Button" και "Seven Nation Army" φτιάχνουν ονειρεμένα single χάρη και στο επίμονο και υποβλητικό drumming της Meg. Στο Elephant οι White Stripes χρησιμοποιούν για πρώτη φορά τόσο συνετά και δημιουργικά το ταλέντο τους και έτσι όπως το πάει ο Jack με τα χιλιάδες side projects του θα το θυμόμαστε ως την καλύτερη στιγμή τους μέχρι και την επίσημη διάλυσή τους. Ειδικά άμα έχει στο μυαλό του να βγάλει και άλλα Icky Thump.

Οι επόμενες μπάντες είναι αλήθεια ότι ασχολήθηκαν κυρίως με την πιο σκοτεινή πλευρά του rock. Η οποία μεταξύ μας είναι και η πιο γοητευτική.

Όταν πριν δύο χρόνια φύγαμε από την κινηματογραφική αίθουσα έχοντας μολις δει το Control (το οποίο για πάντα θα έχει χαραχτεί στο μυαλό μου ως Closer) ένιωσα ένα μείγμα συμπόνοιας και οίκτου για την επώδυνη ύπαρξη του Curtis. Αλλά κυρίως έλαβα έμπνευση αφού, παρά τα γιγάντια είναι αλήθεια προβλήματά του, υπήρξε ένας από τους πιο επιδραστικούς καλλιτέχνες της εποχής του.

Οι Interpol εκτίμησαν τους Joy Division πολύ νωρίτερα. Το 2002 για την ακρίβεια. Προχώρησαν πολύ όμως πέρα από την καταγραφή των μουσικών επιρροών τους. Έχοντας βρει έναν απίθανο ντράμερ στο σκαμμένο πρόσωπο του Sam Fogarino ο οποίος αφού ήταν και μεγαλύτερός τους πρέπει να τους έβαζε σε τάξη, έφτιαξαν μια μπετόν αρμέ rhythm section μιας και το μουστάκι του Carlos Dengler στο μπάσο αποδείχθηκε πολύ ταλαντούχο. Βάλτε τις ακονισμένες κιθαριστικές αντιπαραθέσεις του Banks και του Daniel Kessler συν τους ιδιαίτερους για την εποχή βαρυτονισμούς του πρώτου και έχετε ένα πολύ καλό ρόστερ. Πράγματι το 2002 το Turn On The Bright Lights θεωρήθηκε και ήταν ένας από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς αλλά και αργότερα της δεκαετίας. Αυτό που τον έκανε όμως ξεχωριστό δεν ήταν οι post punk επιρρόες του, οι καλοί του μουσικοί και τα άριστα συνθετικά τους αναπτύγματα.

Αυτά που έκαναν την διαφορά ήταν κομμάτια σαν το "Untitled" με την υπνωτική του πορεία που κατέληγε σε ένα αστρικό ξέσπασμα παραμορφωμένων κιθάρων. Ή το καταθλιπτικά απελευθερωτικό "NYC" που φαντάζεσαι τον Banks να τραγουδάει σε ένα πολυσυλλεκτικό υπόγειο τρένο της αγαπημένης του Νέας Υόρκης. Το λογοπαίγνιο είναι έξυπνο και τριπλό αφού εκτός από τα New York City και New York Cares ο τρόπος που τραγουδάει μοιάζει σα να απευθύνεται τους Νεοϋορκέζους φωνάζοντας New Yorkers. Και όχι μόνο σ'αυτούς. Περισσότερο ακούγεται σαν ένα αστικό ουρλιαχτό μέσα από τους τοίχους των μεγαλοπόλεων. "It's up to me now turn on the bright lights".

Το γυμνό "Hands Away" κρατάει τα πράγματα μινιμαλιστικά και ξεχωρίζει τους Interpol από τον υπόλοιπο φασαριόζικο σωρό. Αφού λίγοι τους φτάνουν στα ομαδικά τους ξεσπάσματα, αυτές οι ήρεμες και καθαρές στιγμές εσωτερικότητας τους καθιερώνουν. Και μιας και αναφέραμε τα ομαδικά τους ξεσπάσματα πατάμε παύση στο πρώτο "Obstacle" γύρω στο 2.40 όπου οι κιθάρες στροβιλίζονται και ξεφεύγουν από την στενή, αγωνιώδη αλλά επιβλητική επιτήρηση των ντραμς του Fogarino. Ή στο 3.20 του "Say Hello To Angels" και τις συναρπαστικές ξιφομαχίες του Kessler και του Fogarino που αφήνουν στην άκρη τις punk ευγένειες και το λύνουν σαν άντρες. Στα "Leif Erikson" και "Stella Was A Diver And She Was Always Down" εξαντλούν την νοσταλγική και νηφάλιά τους διάθεση κατευθυνόμενοι σε μια σκάλα που οδηγεί μόνο κάτω, ενώ στα “PDA” και "The New" κορυφώνουν τις δολοφονικές μπαλάντες τους. Στο "PDA" πραγματοποιούν ίσως την αγαπημένη μου στροφή 90 μοιρών σε τραγούδι (μαζί με το "Insignificance" των Pearl Jam) με την απότομη αλλαγή ρυθμού να το μετατρέπει σε μια σχεδόν θρησκευτική εμπειρία παραδινόμενο στο φινάλε στα ψιλοερασιτεχνικά αλλά τέλεια για την περίσταση φωνητικά του Kessler που υμνούν τη νεανική οκνηρία ενός κόσμου απεριόριστων πιθανότητων αλλά λιγοστών θέσεων.

Όπως και με κάθε υπερβολικά καλό ντεμπούτο έτσι και οι επόμενοι δίσκοι είναι αδύνατον να μη γίνουν πτυελοδοχεία γκρίνιας και προσδοκιών. Δεν μπορώ να σκεφτώ πάνω από 10 μπάντες που έβγαλαν δύο ισάξια αριστουργήματα στη σειρά. Πράγματι οι Interpol δεν είναι μέσα σε αυτές τις μπάντες αλλά το Antics (κυρίως) και το Our Love to Admire ήταν δύο παράπανω από απλώς καλοί δίσκοι. Πειραματίστηκαν επιτυχημένα ("Lighthouse", "Pioneer To The Falls") και επαναλήφθηκαν επίσης επιτυχημένα ("Not Even Jail", "Take On A Cruise", "Narc", "Rest My Chemistry") ενώ ο Banks έβγαλε και τον πολύ καλό του solo δίσκο. Ένα άξιο απαύγασμα των '00s.

Περισσότερο επίμονοι με τις σκοτεινές εκφάνσεις της φασαριόζικης rock μουσικής αποδείχθηκαν οι Black Rebel Motorcycle Club. Το τελευταίο τους άλμπουμ υπόσχεται επιστροφή στον βρώμικο και ανήθικο ήχο του ομώνυμου δίσκου τους και του Take Them on on Your Own αλλά πριν φτάσουν στο 2010 και το Beat The Devil's Tattoo είχαν έναν ambient πειραματικό δίσκο, ένα αδιάφορο πέρασμα με το Baby 81 (όσο καλό και να ήταν το "Killing The Light" δεν μπορούσε να σώσει έναν καθαρά μεταβατικό δίσκο) και μια σοβαρή ψύχωση με την gospel, folk αμερικάνικη μουσική στο Howl εκμεταλλευόμενοι ιδιοφυώς την απώλεια του προβληματικού τους drummer Nick Jago προτού τον αντικαταστήσουν με την Leah Shapiro (μμμ) δημιουργώντας ένα παλιομοδύτικο με ποπ βλέψεις διαμαντάκι.

Πριν απ’όλα αυτά όμως έβγαλαν τους δύο δίσκους με τους οποίους έγιναν η μπάντα που αγαπήσαμε. Δύο δίσκους που μας έρχονται στο μυαλό όταν ακούμε Black Rebel Motorcycle Club. Αυτούς που όπως είπαμε πριν χαρακτηρίζονται απο βρώμικη, ανήθικη, ψυχεδελική και γκαραζιάρικη μουσική. Το Black Rebel Motorcycle Club κατεδάφιζε κάθε αμφιβολία για την αυθεντικότητα της Καλιφορνέζικης μπάντας. Τολμήστε να αμφισβητήσετε το "Awake" και οι μαστουρωμένες κιθάρες θα πέσουν πάνω στα κεφάλια σας σαν αμόνια. Το μπάσο του "As Sure As The Sun", οι γκρινιάρικες γκαζωμένες γυρισμένες στο τέρμα κιθάρες του ξεροκέφαλου "Whatever Happened To My Rock And Roll?", ολόκλήρο το άκοπα cool "Rifles" κάνει τη συμμορία του Marlon Brando απο την οποία πήρε το όνομα της η μπάντα να μοιάζει με φλούφληδες που φοράνε Lacoste, η συναισθηματική ωριμότητα του μυστικιστικού "Too Real" που συνδυάζεται με μια ολόλαμπρη μελωδία που φέρνει στο μυαλό Jeff Buckley και τις καλύτερες στιγμές των Verve, το μετρημένο, εκκρεμές και όσο πρέπει πρόστυχο "Spread Your Love", η περηφάνια του "Head Up High" που μοιάζει ανέλπιδη αλλά γοητευτική. Πολλές στιγμές από έναν δίσκο που τους καθιέρωσε και μας θύμισε ευτυχώς αυτό που λέει και ο παπάς της ενορίας, οτι το Rock and Roll είναι κακό και το ακούνε κακοί άνθρωποι που κάνουν κακά πράγματα. Γιατί έτσι μας αρέσει. Αφού με νύχια και με δόντια προσπαθώ να κρατήσω την uptight από το να γράψει έναν ύμνο 10.000 λέξεων για το συγκεκριμένο άλμπουμ και τις δύο φορές που τους είδε live θα συνεχίσουμε στο Take Them On, On Your Own.

Έναν δίσκο που βασίστηκε πάνω στον προκάτοχό του προσπαθώντας να αγγίξει ακριβώς τις ίδιες γωνίες με τον ομώνυμο γινόμενος πιο σεξιστής στο "Rise Or Fall", πιο ανόητα οργισμένος στο "Six Barrel Shotgun" και γενικότερα πιο υπερβολικός. Το αποτέλεσμα είναι μια σκάλα παρακάτω απο τον προηγούμενο δίσκο αλλά αρκετά πάνω από τον μέσο όρο κυρίως χάρη στο τέλειο κομμάτι για μια γυναίκα να βγάλει τα ρούχα της ("In Like The Rose") το shoegaze έπος του "Heart + Soul" που πιάνει τον drummer ακριβώς την στιγμή που η κοκαΐνη κάνει τη δουλειά της στο νευρικό του σύστημα και το καλύτερο κομμάτι του δίσκου "Suddenly" που βαδίζει στα χνάρια των υπνωτικών και κολλητικών "Awake" και "Rifles".

Προτού ακούσουμε το Beat The Devil’s Tattoo θα προσευχηθούμε να έχει λίγο από τον μελωδικό τυχοδιωκτισμό των δύο πρώτων δίσκων τους, λίγο απο την θρησκευτική ευλάβεια του τρίτου, άλλο ένα "Killing The Light" απο τον τέταρτο και κατα προτίμηση τίποτα απο τον 5ο. Ή καλύτερα ας έχει μια ambient εισαγωγή 30 δευτερολέπτων προτού ξεσπάσει και αρχίσει να τσιρίζει το μπάσταρδο παιδί του "Heart + Soul" και του "Rifles".

Οι Black Rebel μπορούσαν να γίνουν αρκετά πονηροί και μισάνθρωποι. Όχι όμως τόσο όσο οι Queens of the Stone Age.

Η πιο «ενήλικη» μπάντα απο αυτή τη χούφτα συγκροτημάτων που είναι το θέμα μας. Αυτοί δεν είναι η νεανική φρεσκάδα και η αθωότητα ενος ανήλικου μικροκακοποιού που απλά πήρε τον λάθος δρόμο. Οι Queens, με σήμα το σπερματοζωάριο, είναι ο γεμάτος τατουάζ ισοβίτης που απέδρασε περνώντας μέσα απο έναν βάλτο με σκατά και βενζίνη όπως λένε και στο "Mexicola". Κατ'αρχήν παραβαίνουμε λιγάκι τους κανόνες μιας και ξεκίνησαν το 1998 να βγάζουν δίσκους αλλά ήταν τόσο συντριπτική η επιρροή τους και η βοήθειά τους να ανοίξουμε τα αυτιά μας σε πιο σκληρές οδούς του rock που δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς. Η αλεπού της ερήμου Josh Homme έμαθε τα μυστικά του desert rock απο τον John Garcia και τον Chris Goss και πήγε κι έφτιαξε το τέλειο άλμπουμ ρομποτικού rock το 1998, με μυώδη ριφάκια και καταιγιστικό μπάσο που φαντάζεσαι τις χοντρές χορδές του να σπαρταρούν και ντραμς που σκάνε σαν ρόπαλα σε τρυφερά κεφάλια. Εκτός απο το υπολογισμένο ρομποτικό και ελαφρώς δυσκίνητό τους stoner rock είχαν φανεί και οι ψυχεδελικές τους βλέψεις.

Στο Rated R έμοιαζαν πιο απελευθερωμένοι και αποφασισμένοι να παίξουν πιο γρήγορα σκοτώνοντας την δυσκαμψία τους με την πανκ παράνοια του Nick Oliveri και την «δεν ανέχομαι μαλακίες από κανέναν» φιλοσοφία του Mark Lanegan, του ανθρώπου που δεν δίσταζε να πλακώνεται στο ξύλο με τους χουλιγκάνους και γιγάντιους αδελφούς Conner. Το συγκλονιστικό αποτέλεσμα αυτού του δίσκου όπως και του επόμενου, του θρυλικού πλέον Songs For The Deaf, οφείλοταν κυρίως στο γεγονός οτι ο Homme κατάφερε να κουλαντρίσει πολλές διαφορετικές και σημαντικές προσωπικότητες κάνοντάς μας σχεδόν να ξεχνάμε οτι στην εκείνοι οι δύο δίσκοι ήταν δουλειά ενός supergroup. Ο Josh Homme, ιδανικός rock σταρ με το ύφος, το στυλ και την εξωστρέφεια που χρειάζεται για να λιώνει groupies και να γοητεύει δημοσιογράφους, ο παρανοϊκός αλκοολικός και βίαιος μπασίστας με τα ουρλιαχτά του σήμα κατατεθέν, Nick Oliveri και ο ήρεμος, απειλητικός και ενδοσκοπικός Mark Lanegan. Αυτοί ήταν οι κυρίως αστέρες του Rated R που είχε ένα πέρασμα απο περίπου όλη την stoner rock και την grunge σκηνή.

Η ποικιλία του δίσκου, το ότι δε γινόταν ποτέ βαρετό, η δημιουργική του τρέλα, η ίδια η μουσική που σε κάνει άκοπα, ακόμα και σήμερα να χτυπιέσαι και η σεξουαλικότητά του χάρισαν στους Queens την επιτυχία που ξεπέρασε την έρημο της Καλιφόρνια.

Πέρα απο τα αιώνια χιτάκια "The Lost Art Of Keeping A Secret" και "Feel Good Hit Of The Summer" υπήρχαν και τα ποτισμένα με LSD και διάφορες άλλες ουσίες και οινοπνεύματα "Leg Of Lamb", "Monsters In The Parasol" και προφανώς "Better Living Through Chemistry", στίχοι όπως "Paul's sister is an alien, oh well/ I seen some things I thought I never saw/ Covered in hair" θέματα όπως ο καννιβαλισμός, η παιδεραστία στο "Quick And To The Pointless", η προσπάθεια απεξάρτησης του Oliveri στο "Tension Head" και τα υπαρξιακά ερωτήματα του Lanegan στο "In The Fade" όπου τα trademark φωνητικά του κάνουν το κομμάτι το επίκεντρο του δίσκου και ανασύρουν το "It's better to burn out than fade away" φωνάζοντας "Live till you die". Έχει μια παραπάνω σημασία να το ακούς απο έναν απο τους λίγους επιζώντες της μουσικής του Seattle. Θέματα απαγορευμένα και βδελυρά που αναμοχλεύθηκαν επίτηδες απο τη μπάντα προκειμένου το σπάσει πλάκα ώστε το άλμπουμ να απαγορευτεί σε όσες περισσότερες χώρες γίνεται. Καθαρή απρόσκοπτη διασκέδαση αλλά και μουσική επιμόρφωση. Που αλλού να το βρείς αυτό.

Νωρίτερα είπα οτι δεν μπορούσα να σκεφτώ πάνω απο 10 συγκροτήματα που έβγαλαν δύο ισάξια αριστουργήματα το ένα μετά το άλλο. Οι QOTSA είναι ένα απ'αυτά. Μπορεί μάλιστα να ξεπέρασαν το Rated R με το Songs For The Deaf που ήταν ένα πραγματικό πανηγύρι. Ο Homme έφερε άλλον έναν σταρ στο group, κάποιον κύριο Dave Grohl, και έγινε πάρτι. Τα φωνητικά μοιράστηκαν ανάμεσα σε Oliveri, Homme, Lanegan όπου ο καθένας πήρε απο 4-5 τραγούδια. Αντι να ακούγεται ανισοϋψής και ασύνεκτος, όλα τα τραγούδια μοιάζουν ενταγμένα στο σύνολο και τον ανώτερο σκοπό του δίσκου. Σα να μαζεύτηκαν όλοι μαζί για να αποδείξουν οτι όπου λαλούν πολλοί κοκόροι ξυπνάς σίγουρα την ώρα που θέλεις και να τσακίσουν στη μέση διάφορα ροκ δόγματα και είδη.

Το σκηνικό θέλει τον ακροατή να οδηγά και να αλλάζει σταθμούς. Εκεί πετυχαίνει διάφορους γνωστούς και φίλους της μπάντας ως «παραγωγούς» που προλογίζουν τις προσκείμενες προς το punk τρέλες του Oliveri μαζί με την αδιαμφισβήτητη pop φλέβα του, τις χαμαλαιόντιες ερμηνείες του Homme και την βαρύτητα του Mark Lanegan που τραγουδά τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου. Ή μήπως αυτός τα κάνει να είναι καλύτερα; Όπως και να’χει βγάζουν έναν πολύπλευρο δίσκο που ανάγκασε ακόμα και το διστακτικό ως προς την σκληρότερη rock Μojo να το κατατάξει στην τρίτη θέση των άλμπουμ της χρονιάς.

Το ότι ο Homme κατάφερε σε δύο δίσκους να διατηρήσει τέτοια ισσοροπία ανάμεσα στις τεράστιες προσωπικότητες και τα ακόμα πιο μεγάλα εγώ είναι ένα μικρό θαύμα. Γι’αυτό η πλήρης διάλυση και η σχετικά απότομη μετατροπή των QOTSA σε one man show ήρθε στον επόμενο δίσκο. Πρώτα απέλυσε τον Oliveri επειδή ο δεύτερος έδερνε τη γυναίκα του. Λες και ο Oliveri τόσα χρόνια ήταν παπαδοπαίδι. Στη συνέχεια άφησε τον Grohl πίσω στους Foo Fighters και το αποκορύφωμα ήταν όταν εξαφάνισε σταδιακά τις συμμετοχές του Lanegan.

Τα Lullabies To Paralyze και Era Vulgaris προς τιμήν του Josh ακούγονταν διαφορετικά με αρκετά highlights (κυρίως το πρώτο) και την προσθήκη του φοβερού Troy Van Leeuwen που ναι μεν είναι τρομερός κιθαρίστας αλλά δεν έβγαζε την άλλη συνθετική πλευρά του Josh και του εκρηκτικού drummer Castillo που μέχρι σήμερα γεμίζει μια χαρά τα παπούτσια του Grohl. Το Lullabies μάλιστα έχει να λέει για το "Tangled Up In Plaid", το "Little Sister", το "Someone’s In The Wolf" αλλά και την οργιαστική και υποχθόνια ατμόσφαιρά του που τόσο ταιριάζουν στους QOTSA.

Όμως στο Era Vulgaris έλειψε αρκετά η σκόνη της ερήμου, η πονηριά που γίνεται ανάγκη για την επιβίωση, κάνοντάς τους να ακούγονται για πρώτη φορά πολύ αστικοί και έξω απο τα νερά τους παρά τους πολλούς γνωστότατους guest stars και την ιδιοφυιέστατη σειρά artwork. Πως μπορείς όμως να τελειώσεις την ακρόαση ενός δίσκου τους χωρίς να κοιτάξεις τα ασπρισμένα από τη σκόνη παπούτσια σου; Αισθάνεσαι ότι λείπει ένα μεγάλο κομμάτι απο τον χαρακτήρα τους. Μπορεί το "Misfit Love" να μοστράρει τον ιδαίτερο ήχο της κιθάρας του Van Leeuwen και στο υπέροχο και προσωπικό "Suture Up Your Future" ο Josh να ακούγεται νηφάλιος έτσι για αλλαγή και να πιστοποιεί οτι έχει αλλάξει και δεν κοιτάζει πίσω αφού πλέον είναι πατέρας και σύζυγος. Γενικότερα όμως, οι συνθέσεις του δίσκου αδυνάτισαν επικίνδυνα, τόσο που αναγκάστηκε να επιστρατεύσει μια έτσι και αλλιώς τέλεια εκτέλεση του "Make It Wit Chu" απο τα Desert Sessions για να τον σώσει απο το χάος των δύο ατυχών single "Sick, Sick, Sick" και "3's & 7's".

Ευτυχώς η καινούργια ασχολία του Homme με τους Them Crooked Vultures έδειξε οτι το έχει ακόμα μέσα του. Αρκεί να έχει τους σωστούς ανθρώπους από δίπλα του που θα τον βοηθήσουν να πάρει κατεύθυνση. Όπως έλεγε και ο Αγγελόπουλος «θέλει κάποιον να συζητάει».

Σε έναν καταιγισμό πληροφοριών, leaks, και νέων συγκροτημάτων η όλη διαδικασία της ακρόασης έχει γίνει ένας ατελείωτος αγώνας δρόμου. Είναι ωραίο να ξέρεις ότι υπάρχουν κάποια άλμπουμ που μπορείς να βασιστείς πάνω τους και να εναποθέσεις το αυτί σου. Τα Bends, Nevermind, Ten, Siamese Dream, Washing Machine, Trompe Le Monde των '00s είναι κάπου εδώ και αν οι πέντε μπάντες που αναφέραμε ξεχάσουν να βγάζουν καλά τραγούδια πάντα θα μπορούμε να ξαπλώσουμε στα μαξιλαράκια του παρελθόντος τους.

Τόσο οικεία αλλά και τόσο πολύτιμα....

26.2.10

Some '00s #6: Sigmatropic - Δεκαέξη Χαϊκού και Άλλες Ιστορίες

Ήταν στο τελευταίο από τα εν Ελλάδι διαλείμματα της υπέροχης χρονιάς στο Nottingham όταν, κάπου στο ραδιόφωνο (πιο πιθανό να ήταν στις εκπομπές της - πάντα εγγύησης για φοβερές μουσικές - Θάλειας Καραμολέγκου στον Εν Λευκώ), τ'αυτιά μου συνάντησαν το «Χαϊκού Β'» των Sigmatropic. Ένα ηλεκτρονικό κομψοτέχνημα, θεσπέσιο και ταυτόχρονα μικρό σαν καλό σοκολατάκι - τόσο καλό ώστε να σε γεμίζει απόλαυση αλλά και να σε τρώει αμέσως η περιέργεια να μάθεις και τί άλλο υπάρχει στο κουτί, κάτω από τα χρωματιστά περιτυλίγματα.

Κόλλησα άσχημα. Ο δίσκος θα κυκλοφορούσε αφού θα είχα γυρίσει στην Αγγλία οπότε έπρεπε να περιμένω. Και περίμενα. Όταν έφτασε η μέρα της κυκλοφορίας άρχισα να ψάχνω τρόπους να τον αποκτήσω άμεσα. Με έσωσε τελικά το greekbooks.gr απ'όπου και το παρήγγειλα. Λίγες μέρες αργότερα το είχα στα χέρια μου και άρχισα να το λιώνω.

Λίγο καιρό αργότερα γύρισα πίσω στην Ελλάδα. Έπρεπε να προσγειωθώ στην εδώ πραγματικότητα και να αφήσω πίσω το όνειρο που έζησα, και για να γίνει αυτό ήταν απαραίτητο να βρω κάποια αποκούμπια, κάποια πράγματα που θα έκαναν την προσγείωση λιγότερο επώδυνη. Ένα απ'αυτά ήταν και αυτός ο δίσκος, τον οποίο άκουγα σχεδόν για ένα εξάμηνο αφότου ήρθα πίσω. Συνέχεια.

Τους Sigmatropic τους ήξερα από παλιότερα, είχα ακούσει το Random Walk και θεωρούσα τον Άκη Μπογιατζή έναν από τους σοβαρότερους μουσικούς στη χώρα, αλλά εδώ ξεπερνούσε τον εαυτό του και ταυτόχρονα κάθε άλλον που ονόμαζε τον εαυτό του «μουσικό» στον ταλαίπωρο τόπο μας τα τελευταία ούτε ξέρω κι εγώ πόσα χρόνια. Η λεπτεπίλεπτη, ποικιλόμορφη ελεκτρόνικά του, βοηθούμενη από διακριτικές αλλά στρατηγικά τοποθετημένες κιθάρες, ήταν η πιο τέλεια επένδυση που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς για τα χαϊκού του Σεφέρη. Και κατάφερνε κάτι πρωτόγνωρο για τα εγχώρια δεδομένα - να μην τοποθετεί το έργο ενός ποιητή και μάλιστα νομπελίστα πάνω σε ένα βάθρο και να το κοιτάζει χάσκοντας ή να το λιβανίζει, αλλά να το φέρνει στο βαθιά, ειλικρινά, πέρα για πέρα ανθρώπινο επίπεδο που του αρμόζει σαν βαθιά ανθρώπινη τέχνη που είναι. Οι εκπληκτικές ερμηνείες της Σοφίας Βασάλου και της Χαράς Δημοπούλου και πάνω απ'όλα του ίδιου του Μπογιατζή άλλωστε κατέδειχναν πέρα από κάθε αμφιβολία πόσο καλά ήξερε, πόσο μέσα του είχε το (για πολλούς στριφνό και δύσκολο) υλικό και πώς έπρεπε να το αντιμετωπίσει.

Το μεγαλύτερο ίσως κατόρθωμα είναι ότι ποτέ, σε καμία στιγμή το όλο εγχείρημα δε θυμίζει... εγχείρημα. Δεν θυμίζει άσκηση ή πείραμα. Μοιάζει πέρα για πέρα φυσικό, λες και ο Σεφέρης έγραψε τους στίχους έχοντας ακούσει τις υπέροχες, προσεγμένες μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, απολαυστικές ηχητικές μπουκιές του Μπογιατζή και όχι ανάποδα. Κι αυτό δεν μπορεί να το καυχηθεί ο καθένας.

Μεγάλο μέρος της φυσικότητας αυτής χάθηκε στη διεθνή προέκταση του project, όταν δηλαδή ο Μπογιατζής μάζεψε μια πραγματικά ζηλευτή λίστα ερμηνευτών (από Robert Wyatt μέχρι Steve Wynn και Marc Mulcahy και από Cat Power μέχρι Laetitia Sadier) και ανέθεσε στον καθένα τους από ένα χαϊκού. Όλες αυτές οι αγαπημένες φωνές όμως στα δικά μου τουλάχιστον αυτιά δεν κατάφεραν να φτάσουν τη συντριβή του ίδιου του Μπογιατζή όταν τραγουδούσε «Πού να μαζεύεις/ Τα χίλια κομματάκια/ Του κάθε ανθρώπου». Ή την επιβλητική φωνή της μητέρας του, Ανδρομάχης Μπογιατζή, στο «Χαϊκού ΙΒ': Άγονος Γραμμή». Ίσως φταίει και το ότι τα κομμάτια «μαγειρεύτηκαν» λίγο ακόμα και γυαλίστηκαν λίγο παραπάνω για να βγουν στη διεθνή πιάτσα, πράγμα που μάλλον δε χρειαζόταν. Το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν όσο σπουδαίο προϊδέαζαν τα ονόματα αλλά τελικά μοιάζει πιο λογικό αυτό - όταν κάτι βρίσκεται στα χέρια μόνο των ανθρώπων που το εμπνεύστηκαν τότε βγαίνει πιο ανεπιτήδευτο και συνεπώς καλύτερο.

Η μητέρα του Άκη Μπογιατζή έφυγε από τη ζωή το 2001, φαντάζομαι στη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Ομοίως και ο πατέρας του, Χρήστος. Σε αυτούς είναι αφιερωμένο το album, και τα χαϊκού, με τη θάλασσα και τον κάτω κόσμο να είναι κυρίαρχα θέματα, μοιάζουν σα να έχουν μαζευτεί έτσι ώστε να τους ξεπροβοδίσουν κατάλληλα. Το ότι αυτός ο αποχαιρετισμός μας έδωσε ένα τόσο πλήρες, απολαυστικό και εμπνευσμένο δίσκο είναι λόγος για μια μικρή γιορτή από τη μεριά μας, και παράλληλα μια υπόκλιση στον Άκη Μπογιατζή και την παρέα του.

Sigmatropic - «Χαϊκού ΙΑ'» από το Δεκαέξη Χαϊκού και Άλλες Ιστορίες

18.2.10

The world can be an unfair place at times/ But your lows will have their complement of highs

Αυτό που έκαναν οι Yeasayer στον πρώτο τους δίσκο γίνεται περίπου από τα μισά αμερικάνικα indie συγκροτήματα αυτή τη στιγμή. Οι επιρροές από μουσικές του κόσμου, τα χειροποίητα τύμπανα και οι φωνές που μοιάζουν να χορεύουν έναν φυλετικό χορό φαίνεται να συγκινούν αρκετούς νεόκοπους καλλιτέχνες που κατά σύμπτωση εδρεύουν στην πολιτιστική πρωτεύουσα του κόσμου αυτή τη στιγμή(ή μπορεί και μερικές στιγμές πριν, δεν έχω ενημερωθεί τελευταία από τα αθηναϊκά free press για να ξεστραβωθώ) το Μπρούκλιν. Ορθώς λοιπόν έπιασαν το νόημα και αποφάσισαν μια δραματική αλλαγή στον ήχο τους. Μην φανταστείτε δραματική σαν το διαζύγιο της Μενεγάκη. Μάλλον δραματική προς το στυλ της μπουνιάς που έφαγε ο "killer" Βασίλειος Κωστέτσος. Πιο χαρωπή και ποπ.

Αυτή τη φορά οι Yeasayer εμπνεύστηκαν από τον Prince, την electro pop και λίγο το προηγούμενό τους άλμπουμ All Hour Cymbals. Οι αλλαγές είναι σεβαστές αρκεί να αφήνουν κάτι συνθετικά. Το "Ambling Alp" είναι το "2080" του Odd Blood. Επειδή μοιάζουν στην ανάπτυξή τους αλλά κυρίως επειδή είναι προφανέστατα τα καλύτερα του κάθε δίσκου. Ο Ira Wolf Tuton κάνει καταπληκτική δουλειά με το μπάσο του στο "Ambling Alp" βγάζοντας έναν ήχο που μοιάζει με παραμορφωμένο μπιτάκι που το έχεις πετάξει στο ενυδρείο και βγάζει μπουρμπουλήθρες, ενώ ο Chris Keating μιλάει για τον παππού του που ήταν μποξέρ ενθυμούμενος τις συμβουλές του - "Stick up for yourself son/Νever mind what anybody else done" - και παράγοντας, αν όχι τους καλύτερους στίχους που έχουν γράψει ποτέ οι Yeasayer, τότε σίγουρα τους πιο αισιόδοξους και δυναμικούς: "And if anyone should cheat you/ Τake advantage of, or beat you/ Raise your head and wear your wounds with pride". Ένα από τα τραγούδια που λατρεύεις αμέσως με την εξαιρετική ποπ αεροδυναμική του.

Μετά τα πράγματα θολώνουν λιγάκι. Πριν το "Ambling Alp" τα αχρείαστα παραμορφωμένα φωνητικά του "The Children" σε κάνουν να θες να δολοφονήσεις γατάκια και από την προβλέψιμη μελωδία δασώνεται λιγάκι το ριφάκι του πιάνου που τυλίγεται, πριν το τέλος του κομματιού, γύρω από τα πνευστά, φτιάχνοντας ένα μαλακό χαλί για το πρώτο single του δίσκου.

Επιτυχές ήταν και το αποτέλεσμα του "O.N.E." και ας μοιάζει η φωνή του Wilder ύποπτα με αυτή του Κώστα Μπίγαλη επί μελισσούλας και blues του Αιγαίου. Το δεύτερο single του δίσκου έχει μια αξιοθαύμαστη συνοχή, πιο γυαλιστερό από το προηγούμενο, μοιάζει με κάτι που θα έκαναν οι N’Sync αν είχαν και οι υπόλοιποι ταλέντο και δεν τα περίμεναν όλα από τις μπούκλες του Justin. Η κιθάρα που ανεβοκατεβαίνει ακούγεται αφελής και αισιόδοξη, το ρεφρέν είναι ιδανικό για 150 remix μέχρι το τέλος του Μαρτίου, και υπό φυσιολογικές συνθήκες εξασφαλίζει στους Yeasayer εισιτήριο διαρκείας στα club. Το τραγούδι είναι πραγματικά καλό και πιασάρικο και, αν όπως δήλωσαν και οι ίδιοι στόχος τους ήταν να προκαλέσουν την Rihanna στο γήπεδο της, νομίζω ότι τα κατάφεραν. Τόσο που θα τρέξει η νεαρά πίσω στον Jay-Z με δάκρυα στα μπιρμπιλωτά της ματάκια. Ιδανικό για να κάνει μίζερους indie γοφούς να κουνηθούν.

Στην τρίτη καλύτερη στιγμή του δίσκου, το "Love Me Girl", τα ιδρωμένα club παραμένουν το target market, οι στίχοι ανοιγοκλείνουν το στόμα τους αλλά λένε το απόλυτο τίποτα ενώ μπορώ να φανταστώ από τώρα το videoclip: ο Keating με περιπτεrayban και ζελέ στο μαλλί καρφάκι, να κρατάει το τιμόνι τραγουδώντας playback, με το επόμενο πλάνο να είναι μια επιτάχυνση της Aston Martin (ή της Dodge αφού είμαστε στην Αμερική) ενώ ξεπερνάει το επίσης σπορ αυτοκίνητο της σούπερ ουάου μελαχρινής γκόμενας σε μια κατά τα άλλα άδεια λεωφόρο. Έπειτα ο σκηνοθέτης θα κάνει cut σε ένα άσπρο στρογγυλό δωμάτιο με τους Yeasayer να φοράνε άσπρες φόρμες και γυαλιά ηλίου χορεύοντας γύρω γύρω, με τον Keating να κουνάει το χέρι του στην κάμερα σα να το χώνει σε βάζο με σοκολατάκια, ενώ ο ένας κομπάρσος από πίσω σπάζει τη μέση του με breakdance χορευτικά. Τόσο κλισέ είναι το τραγούδι αλλά παράλληλα και τόσο εθιστικό. Πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε. Οι Yeasayer πήραν αέρα κοπανιστό αλλά τον χρωμάτισαν με LSD και μωβ αρώματα. Από αυτά τα κομμάτια που με την συνοδεία αρκετών long island ice tea σου προσφέρει στιγμές που δεν ξεχνάς ποτέ ούτε εσύ ούτε οι θαμώνες του μέρους που διασκεδάζεις.

Αρκετά με τα καλά λόγια όμως γιατί στον υπόλοιπο δίσκο υπάρχουν κάποια προβλήματα.

Για το "The Children" και τα φωνητικά του που μοιάζουν με τις παραμορφωμένες φωνές που ακούς την ώρα που βουίζουν τα αυτιά σου και ξερνάς όλο το αλκοόλ του οργανισμού σου τα είπαμε. Το "Madder Red" πετάει στα σκουπίδια το ενδιαφέρον ρεφρέν του, με τις 80’s κιθάρες του και τα backing vocals του που ακούγονται αφηρημένα και μονότονα. Το "I Remember" αντιπαρατάσσει άδειους στίχους και μισοψημένα keyboards στα υπέροχα φωνητικά του Keating που ακούγονται καλύτερα από ποτέ στο συγκεκριμένο κομμάτι. Η επαναληπτικότητα του κομματιού ακούγεται εξαναγκαστική και οι καινούργιες soul διαδρομές της φωνής του Keating που απ’ότι φαίνεται αναπτύσσει πάνε ολίγον τι στο βρόντο.

Το ναδίρ του δίσκου "Rome" είναι εγκεφαλικό νεκρό και δεν το συνεφέρει ούτε όλη η καλή θέληση των νευρικών φωνητικών του Keating που όμως και ο ίδιος θα έπρεπε να εμπεδώσει ότι δεν χρειάζονται 40 επαναλήψεις ενός βαρετού beat που δεν θα έκανε για b-side ούτε στην πλούσια δισκογραφία της Posh Spice. Λίγο καλύτερα τα πράγματα για το "Mondegreen" που όμως είναι άλλη μια απόδειξη ότι οι Yeasayer θέλουν ψωμιά ακόμα αν θελήσουν να ακολουθήσουν αυτόν τον καινούργιο γι’ αυτούς δρόμο. Τα ειδικά εφέ στο τέλος του κομματιού θυμίζουν κάτι από διαστημόπλοιο ή τη φάση που πέφτει στην πρέσα ο Terminator. Ακόμα διίστανται οι απόψεις.

Σε αυτό το σκωτσέζικο ντους του δίσκου ευτυχώς την πλάστιγγα προς το καλό την γέρνει η διακριτική επανάληψη των πολύ επιτυχημένων μανιέρων του All Hour Cymbals στο "Strange Reunions" αλλά κυρίως το όμορφο μικρό λαμπερό διαμαντάκι "Grizelda" με την απολαυστική του ψυχεδελική ποπ μαζί με τα, αυτή τη φορά πολύ επιτυχημένα, backing vocals του Anand Wilder που χαϊδεύουν τις οπερατικές κορώνες του Keating.

Αν μπορούσαμε να παρομοιάσουμε με κάτι τον δίσκο είναι με την εξόρμηση σε κάποιο club που γνωρίζεις ότι δεν είναι του στυλ σου εξαρχής, αλλά κυρίως ενδίδεις λόγω γενεθλίων κάποιου δικού σου ανθρώπου. Η όλη εμπειρία ξεκινάει με την παγωμάρα της συνειδητοποίησης ότι ο φόβος της άθλιας μουσικής είναι εκεί ζωντανός και υπαρκτός. Στη συνέχεια όμως ο μοδάτος dj παίζει κάποιο τραγούδι που σου αρέσει πάρα πολύ οπότε σκέφτεσαι «Εϊ, μπορεί να μην είναι και τόσο άσχημα τελικά» αλλά ο τύπος φροντίζει γρήγορα να σε διαψεύσει ακολουθώντας με μερικά ακόμα μέτρια κομμάτια. Καθώς περνάει η ώρα και πίνεις περισσότερο, τα κομμάτια σου φαίνονται καλύτερα και η συνεχής επίκληση της δικιάς σου για χορό και αναπόφευκτα περισσότερες οικειότητες αρχίζει και πιάνει τόπο. Το αλκοόλ τελειώνει κάποια στιγμή, το ίδιο και οι αντοχές στον οργανισμό σου. Καθώς αρχίζει και αδειάζει το μέρος και η παρέα κουράζεται γυρνάτε σπίτι. Και τότε ζεις την πιο όμορφη στιγμή της βραδιάς.

Καθώς οι άλλοι εξαντλούν τις τελευταίες τους ανάγκες για συζήτηση και αρχίζουν να σκέφτονται το ξύπνημα του επόμενου πρωινού, εσύ κοιτάς με θολωμένα και κιτρινισμένα μάτια τα φανάρια που αναβοσβήνουν και τα φώτα που αφήνουν την πρόσκαιρη ουρά τους. Εκείνες τις στιγμές οι ενδοσκοπικές σου σκέψεις πάνω σε ένα μυαλό που αδειάζει σιγά σιγά και μπαίνει σε συμπεριφορά υπνηλίας είναι ζεστές, απελευθερωτικές και χωρίς απαιτήσεις.

Οι Yeasayer αξίζουν μπράβο για το τόλμημά τους να περάσουν σε terra incognita γι’ αυτούς, αλλά θα πρέπει να παίξουν περισσότερο με το μυαλό μας αν θέλουν να γίνουν μια μπάντα που θα αφήσει το στίγμα της. Στο Μπρούκλιν είναι, οι δίσκοι τους κάνουν σχετική επιτυχία, οι κριτικοί ακόμα τους αγαπάνε, τα σκυλιά είναι δεμένα οπότε και εμείς θα τους περιμένουμε. Τους αξίζει άλλωστε.

Yeasayer - "Ambling Alp" από το Odd Blood

17.2.10

Some '00s #5: Post Britpop

Πολλοί αντιπαθούν τη λέξη Britpop. Ίσως επειδή περιέχει την επάρατο (για αρκετά indie παιδιά) λέξη pop στον τίτλο του, ίσως επειδή συνέβαλε ώστε να αναγνωριστεί ο περίφημος θάνατος του rock and roll (θα επανέλθουμε στο συγκεκριμένο θέμα στο επόμενο επεισόδιο) ή ίσως επειδή κουράστηκαν από τα τέλη της δεκαετίας των '90s και έπειτα όταν και έβγαιναν σωρηδόν παρόμοια συγκροτήματα με πολύ κοντινό ήχο μεταξύ τους, που μάλιστα δεν είχαν και πολλή σχέση ποιοτικά με τις πρώτες μπάντες που πήραν τον χαρακτηρισμό britpop. Με λίγα λόγια, από ένα σημείο και μετά ό,τι έβγαινε από τη Βρετανία είχε κολλημένο πάνω του συγκεκριμένη ταμπέλα.

Κι όμως, οι Ocean Colour Scene και ο χαρούμενος, ηλιόλουστος ήχος τους δεν είχε καμία φιλία με τον μελοδραματικό και εσωστρεφή ήχο των πρώτων δίσκων των Coldplay. Παρ'όλα αυτά και τα δυο έμπαιναν κάτω από την ίδια σκεπή παρά τη διαφορά ετών που αποδείχθηκαν πολύ σημαντικά για τη διαμόρφωση και την εξέλιξη της βρετανικής μουσικής.

Ως έννοια το "Britpop" έχει τις ρίζες του στις εποχές των mods, της βρετανικής εισβολής στην αμερικάνικη αγορά, των Beatles, των Kinks κλπ.. Επίσης σημάδεψε και μια εποχή που η Αγγλία άκμαζε σε αρκετούς τομείς. Ακόμα και στο ποδόσφαιρο, όταν στο Μουντιάλ του 1966 η κατά τα άλλα loser εθνική Αγγλίας έφερνε στη μαμά πατρίδα του ποδοσφαίρου το τρόπαιο.

Τα μέσα των '90s λοιπόν ήταν μια κατάλληλη περίοδος για να επανακάμψει το κίνημα. Η εποχή αντιπροσώπευε το βλέμμα σε μια νέα πιο αισιόδοξη αυγή για την Αγγλία. Μετά τη Μαύρη Τετάρτη του John Major, την είσοδο του κόσμου στην εποχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης άνευ ψυχρών πολέμων και άλλων περιορισμών, τις βιομηχανικές περιοχές που είχαν καταντήσει ανοιχτό φέρετρο ονείρων για τη νεολαία αλλά έβγαζαν κάποιες ακτίνες ελπίδας μέσω των μουσικών ιδιοφυών που ανατράφηκαν σε αυτές (τρανό παράδειγμα το Μάντσεστερ), εμφανίστηκε ένας άνθρωπος που ενέπνευσε όσο ελάχιστοι τους Άγγλους. Και εδώ αξίζει credit στην uptight που μου υπενθύμισε πόσο βαθιά ήταν η επιρροή του πολιτικού σκηνικού στην εξέλιξη της αναβίωσης της Britpop.

Το 1994 ο νεαρός ηγέτης των εργατικών με το φουντωτό μαλλί έκανε την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος να πιστέψει σ' αυτόν οδηγώντας μετά από τρία χρόνια τον John Major στη μεγαλύτερη ήττα των συντηρητικών τα τελευταία 100 και κάτι χρόνια. Η εμφάνιση ενός νέου δυναμικού ηγέτη στην αντιπολίτευση σήκωσε ένα κύμα χαράς και ελπίδας στους Άγγλους αφού ο ίδιος τους έπεισε με τις υποσχέσεις του ότι είναι ο κατάλληλος να τους οδηγήσει στη νέα εποχή.

Ήταν η τέλεια εποχή για μια καινούργια αρχή και οι συνθήκες δημιουργήθηκαν, και με τη βοήθεια της τύχης, ιδανικά. Το grunge αυτοκτόνησε, η Αγγλία διοργάνωνε το Εuro 1996 και η ομάδα του Gascoigne, του Shearer, του McΜanaman και των άλλων παιδιών είχε πολλές ελπίδες να το σηκώσει και η Αγγλική μουσική γνώριζε χρυσές στιγμές με κόντρες, άνοιγμα στην μεγάλη αμερικάνικη αγορά αλλά, πάνω απ' όλα, στυλ και μελωδίες πρώτης ποιότητας. Εξ’ου και η αισιοδοξία των Ocean Colour Scene, των Cast, των Shed Seven, των Sleeper, των Dodgy, των Elastica, των πρώιμων Blur αλλά κυρίως των (κυριολεκτικά) αντιπροσώπων του εργατικού κόμματος Oasis. Ήταν η εποχή που οι εργατικοί έβγαιναν μπροστά, δυνατοί και έτοιμοι να ηγηθούν.

Όπως μας έχει διδάξει η ιστορία όμως, όταν οι άνθρωποι ελπίζουν στους πολιτικούς απογοητεύονται οικτρά. Κάπως έτσι έσπασαν τα μούτρα τους και οι Άγγλοι. Το ότι ο Gazza έφυγε τελικά με σκυμμένο το κεφάλι από το Γουέμπλεϊ εξαιτίας των καταραμένων Γερμανών και των αλάνθαστων πέναλτί τους ήταν άσχημο αλλά όχι όσο ήταν η απομυθοποίηση του Blair όταν πήρε την εξουσία.

Η Αγγλία εξαιτίας του έγινε κομπάρσος και ο ίδιος ένα θλιβερό σκυλάκι (όπως πολύ καθαρά αποτύπωσε την πραγματικότητα ο George Michael) της Αμερικής. Και μόνο το ότι πλέον η Αγγλία λογιζόταν ως το μικρό αδελφάκι των πρώην αποικιών ήταν ένα τρομερό χτύπημα στον τεράστιο εγωισμό των Άγγλων. Βάλτε και το OK Computer που πολλοί λένε ότι στραγγάλισε την Britpop με το ένα του χέρι, την low key αλλαγή των Blur, την τεράστια επιτυχία του μελαγχολικού Urban Hymns των Verve και το γεγονός ότι οι Oasis αδυνατούσαν να γράψουν καλά τραγούδια και κάπως έτσι ήρθε η αλλαγή κατεύθυνσης.

Κι εδώ έρχονται οι Coldplay με τους συναισθηματισμούς τους που λέγαμε προηγουμένως. Έτσι, από τη Britpop revival περάσαμε στην post-Britpop εποχή (άλλοι δύο αχρείαστοι προσδιορισμοί που όμως διευκολύνουν αφάνταστα την ζωή των τεμπέληδων μουσικοκριτικών). Η εποχή αυτή συνοδεύτηκε με πιο ντροπαλά χρώματα και πιο ενδοσκοπικούς στίχους αλλά δυστυχώς και με πολύ πιο αδύναμες συνθέσεις και δίσκους.

Η post-Britpop εποχή που διανύσαμε την δεκαετία που μόλις αφήσαμε πίσω μας περιγράφεται από τη μετατροπή των Coldplay από αξιοπρεπέστατη μπάντα που ειδικευόταν σε μπαλαντοειδή μελωδικά ροκ κομμάτια σε κακέκτυπο των U2 χωρίς μάλιστα τον βαρύ πρότερο κατάλογο των Ιρλανδών, την αλλαγή των Snow Patrol από lo-fi ποπ ροκ μπάντα με κοφτερές κιθάρες στο μελό του "Chasing Cars", τη γενική ανικανότητα των Stereophonics (αν και το "Have A Nice Day" σε χαζεύει ευχάριστα), τη μονοτονία των Idlewild, τα άδεια παντελόνια των Embrace (το "Gravity" τους άλλη μια ένοχη απόλαυση), τη κοινοτυπία των Starsailor, τη βαρετή μανιέρα των Athlete και τους Keane που έχουν μια ωραία φωνή αλλά δυστυχώς πηγαίνουν όπου τους φυσάει ο άνεμος (Θέλετε μελωδίες; Μα ναι ότι πείτε! Θέλετε '80s revival; Yes sir! Θέλετε U2; Φυσικά, γιατί όχι, αρκεί να μη μας διώξετε από την εταιρεία!).

Οπότε τί μας μένει; Οι καλές προθέσεις και η πολύ ευχάριστη ρομαντικότητα των Travis του αξιαγάπητου Fran Healy που με πολλές γλυκύτατες αλλά όχι γλυκερές στιγμές δεν υποκρίνονται τίποτα και ξέρουν τα όριά τους. Αποτέλεσμα, ακόμα και πρόσφατα να κυκλοφορούν φοβερά πιασάρικα ποπ κομμάτια που σε κάνουν να αισθάνεσαι ζεστασιά.

Όμως το όλο πράγμα χρειαζόταν μια ώθηση πραγματικής συνθετικής ιδιαιτερότητας και εφευρετικότητας. Και ας είναι καλά το Μάντσεστερ που προστάτευσε την τιμή της Αγγλίας και της Βασίλισσας.

Παίρνοντας τα πρωτόλεια στοιχεία της Βritpop, δύο μπάντες που έχουν υπερβολικά πολλές ομοιότητες σε σημείο που αρκετοί ακόμα μπερδεύουν το ποιός είναι ποιός (έχουν μέχρι και τον ίδιο αριθμό γραμμάτων στο όνομά τους) αναδύθηκαν από τον πάτο του βαρελιού της φρενήρους σκηνής του Μάντσεστερ βγάζοντας στο τραπέζι ο καθένας τις επιρροές του και χαρίζοντάς μας μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες μουσικές στιγμές της δεκαετίας του 2000.

Οι Doves και οι Elbow ξεκίνησαν περίπου απ'την ίδια αφετηρία, περνούν από περιστρεφόμενες πόρτες, πηγαίνουν μπρος πίσω, παράλληλα ο ένας απ'τον άλλον, άλλοτε πιο ψηλά, άλλοτε πιο χαμηλά, αλλά τα τελευταία 10 χρόνια είναι εδώ και υπάρχουν ως αξιοσέβαστοι, και αρκετές φορές τιμημένοι από τα βρετανικά βραβεία Mercury's, καλλιτέχνες.

Πρώτα οι Doves, αφού δοκίμασαν να φορέσουν μια dance φόρμα επηρεασμένη από την σκηνή του Madchester με όνομα Sub Sub (προσπάθεια που τελείωσε άδοξα και τραγικά αφού το στούντιό τους καταστράφηκε από μια πυρκαγιά κάνοντας στάχτες πολύ από το υλικό που είχαν ηχογραφήσει), άλλαξαν στον alternative rock εαυτό τους που γνωρίζουμε σήμερα. Το 2000, το Lost Souls τους, εμπνευσμένο από τον ανυπέρβλητο ηχητικό καταιγισμό layers του OΚ Computer μας προσέφερε το πανέμορφο σκότος του "Firesuite", φτιαγμένο την εποχή που κυκλοφορούσαν ως Sub Sub, και κυρίως το "Here It Comes", ένα από τα κομμάτια της δεκαετίας που αντέχουν περισσότερο στο χρόνο, με τα φωνητικά του Andy Williams να περιγράφουν μια «άρρωστη» κατάσταση που ήταν και είναι καθημερινότητα στο Μάντσεστερ - "Τhis is a call/ Α call to all/ Ιt goes out to those/ Who've been bad/ And I should know/ Because Ι've been/ Maybe once a week on Mondays" - την εθιστική μελωδία της κιθάρας να το συνοδεύει και το παιχνιδιάρικο πιάνο του Martin Rebelski να δίνει έναν ασυγκράτητο τόνο.

Τα "Sea Song", "Cedar Room" και "The Man Who Told Everything" ήταν μακρές υπνωτικές συνθέσεις που προσπαθούσαν να γίνουν οικείες αλλά όχι ευκολοχώνευτες. Στο πρώτο έφτιαξαν ένα ambient μαξιλάρι με ακουστικές κιθάρες που είναι ιδανικό για εκείνες τις μέρες που κοιτάς έξω από το τρένο χωρίς να σε ενδιαφέρει τι γίνεται μέσα σ' αυτό. Στο "Cedar Room" κινούνται στα όρια της δακρύβρεχτης υπερβολής αλλά δεν τα ξεπερνούν ποτέ ενώ o Jimi Goodwin ακούγεται τόσο μοναχικός όταν λέει "And I tried to sleep alone/ Βut I couldn’t do it/ Υou could be sitting next to me/ Αnd I wouldn’t know it" που το νιώθεις σαν υπενθύμιση όλων των στιγμών που έχεις νιώσει ποτέ μόνος. Ένα πολύ αδιάκριτο ξύσιμο πληγών αν θέλετε. Στο "The Man Who Told Everything" δοκιμάζουν μια τζούρα από έγχορδα που ξυπνούν το αδρανή άνθρωπο καλώντας τον να σηκωθεί επιτέλους από το κρεβάτι, να βγει στον κόσμο και να μιλήσει. "Be a world child form a circle" που λένε και στην Οξφόρδη.

Γενικά όλος ο δίσκος είχε παρόμοια ατμόσφαιρα. Σαν πρωινό Δευτέρας που το μάτι σου δεν λέει ν'ανοίξει αλλά στην πραγματικότητα έχεις ξυπνήσει αρκετή ώρα, αισθάνεσαι να γίνεσαι όλο και πιο αξύριστος και πιο βρώμικος όσο προχωράνε οι στιγμές περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο που μένει ανεξήγητα βουβό για καθημερινή, και με μια τρύπα στο στομάχι σου σηκώνεσαι χωρίς καμία προσδοκία, δίνοντας άλλη μια προσπάθεια σε άλλη μία μέρα, ξέροντας ότι θα την αντιμετωπίσεις μόνος, αλλά με μια μικρή εστία ελπίδας να σου οδηγεί τα βήματα.

Το 2001 και μετά από πολλές ταλαιπωρίες οι Elbow επιτέλους ευτύχησαν να δουν τον πρώτο τους δίσκο κάτω από τη σκέπη της V2 η οποία είχε την ατυχή έμπνευση να τους διώξει μετά το Leaders Of The Free World (πως σου φάνηκε το πολυβραβευμένο και καλοπουλημένο Seldom Seen Kid κυρία EMI;). To Asleep in the Back δεν επιβεβαίωσε απλώς ότι κάτι κινείται στην Αγγλική σκηνή που κρατιόταν γερά απ'την σοκαριστική αλλαγή των Radiohead και τους τοπικούς Αγγλικούς ήρωες τύπου Badly Drawn Boy απέναντι στην αμερικάνικη λαίλαπα των Strokes, των Interpol και των White Stripes, αλλά παρουσίασε έναν απίστευτα μεταδοτικό στιχουργό και σπουδαίο ερμηνευτή με το όνομα Guy Garvey. Με επιρροές όπως οι Talk Talk, έφτιαξαν ένα αριστούργημα που είναι απίστευτο κατόρθωμα αν σκεφτεί κανείς πως ήταν ο πρώτος τους δίσκος. Για άλλα συγκροτήματα θα ήταν εκτός από μια εκρηκτική αρχή και ένα απροσπέλαστο εμπόδιο για τους επόμενους δίσκους τους.

Πως να ξεπεράσεις το μεγαλειώδες progressive rock του "Newborn" που έδειχνε από τότε πως ο Garvey γράφει ύμνους στην αφοσίωση και τη συντροφικότητα με την ίδια ευκολία που κατεβάζει ένα pint, την ιδιοφυή ποπ αμεσότητα του "Red", το μάντρα της φυγής του "Any Day Now", το α λα Laughing Stock γλυκόπικρο τελείωμα του "Powder Blue" και το (θα έπρεπε αν είχε κάνει την ταινία νωρίτερα ο Guy Ritchie) soundtrack στον καινούργιο Sherlock Holmes, "Little Beast". Α ναι, να μην ξεχάσουμε τον φόρο τιμής στην νευρική και κλινική κιθάρα του Bernand Sumner στο "Bitten By The Tail Fly", ένα πολύ διασκεδαστικό καθρέφτισμα μιας Σαββατιάτικης νύχτας στο Μάντσεστερ που παρουσιάζει τον Guy Garvey σαν κυνηγό ημιμεθυσμένων κοριτσόπουλων, θυμίζοντάς μας τον απολαυστικό Frank McKey, και μέσα από τα tribal ντραμς του ξεσπάει σε ένα free jazz παραλήρημα.

Η ιστορία συνεχίζεται το 2002 όταν οι Doves κυκλοφορούν το The Last Broadcast που προσπάθησε και κατάφερε να είναι πιο άμεσο από τον προκάτοχό του. Το γλυκό ριφάκι του "Words", η αστική ζούγκλα του "There Goes The Fear", το επίμονο χτύπημα (sic) του "Pounding" και η καθαρή Βritpop του "Caught By The River" ήταν σίγουρα πιο προσβάσιμα. Αλλά ακούγοντάς τα ξανά σήμερα, εκτός απο το "Caught By The River", το single material του δίσκου ωχριά μπροστά στη μαγεία του "M62" που είναι ένας επαναπροσδιορισμός του "Moonchild" των King Crimson, του παραμυθένιου "Friday's Dust" και του πανέμορφου δίδυμου "Last Broadcast" - "The Sulphur Man". Εν ολίγοις, το άλμπουμ πέτυχε να τους κάνει ευρύτερα γνωστούς χαρίζοντάς τους πρωτιές στα αγγλικά charts αλλά ακούγονται πιο ασταθείς σε σχέση με το Lost Souls.

Ξανά άλμα πίσω (ή μπροστά) στους Elbow. 2003 και η αλληλουχία Doves-Elbow-Doves-Elbow συνεχίζεται. Ο δεύτερος δίσκος τους ονομαζόταν Cast Of Thousands και ξεκινάει με τον Guy Garvey να τραγουδά φλεγματικά "All you have is kisses" λες και είναι ένα ασήμαντο πράγμα να πάρει κανείς. Πιο ανεβαστικό και με εντονότερους ρυθμούς, όπως στο προαναφερθέν "Ribcage" όπου η χορωδία κάνει εκπληκτική δουλειά ή στο "Fallen Angel" όπου γνωρίζουμε έναν rock και εξωστρεφή εαυτό του Guy που θα αναπτύξει αργότερα στο Leaders Of The Free World ή σε συγκεκριμένα κομμάτια όπως το πρόσφατο "Grounds For Divorce", ενώ το δοτικό πνεύμα συνεχίζεται στο "Fugitive Motel", την κατά κάποιο τρόπο συνέχεια του "Red" μιας και έχει δανειστεί πολλά από τη λυρική του έκφραση.

Αλλά εδώ έχουμε και πολλά καινούργια κόλπα που σχημάτισαν τη μπάντα όπως την ξέρουμε σήμερα. Η παραγωγή του δίσκου που την έχουν αναλάβει οι ίδιοι μαζί με τον Ben Hillier δείχνει μια αγάπη προς την quiet/loud/quiet δυναμική με τρανό παράδειγμα το "Snooks" και τις χαρακτηριστικές κραυγές του ενδιαμέσως μιας υποχθόνιας μελωδίας. Πέρα από αυτά, οι δύο καλύτερες στιγμές του δίσκου που το φέρνουν δικαιωματικά στη ζυγαριά απέναντι από το Asleep In The Back είναι τα "Switching Off" και "I've Got Your Number". Το πρώτο είναι ένα σπαρακτικό έπος για την τελευταία εικόνα που θέλει να διαλέξει ο πρωταγωνιστής πριν αποθνήσκει. Ναι, προφανώς υπάρχει κορίτσι στην εικόνα αυτή.

Α, είπαμε ότι το είχε διαλέξει ο John Cale ως ένα από τα κομμάτια που θα έπαιρνε μαζί του σε ένα ερημικό νησί;

Στιχουργικά πάντως η αδιαμφισβήτητη κορύφωση είναι το "I've Got Your Number" που θα έκανε τον Stuart Staples να δακρύσει με την «3 το βράδυ» ατμόσφαιρά του. Στριγγλιάρικες κιθάρες γεφυρώνουν την ψιθυριστή φωνή του Guy που μιλάει για μια σχέση βασισμένη στο sex ή για μια σχέση που είναι βασισμένη στο sex με κάποιον άλλον. "Don't put this note by your face on the pillow/ Don't put this letter in the pocket near your heart" ή σε άλλη περίπτωση "Your lies are fluorescent my babyfaced angel/ Grow a fucking heart love" ή μία απο τις πιο διφορούμενες ευχές που έχω ακούσει ποτέ - "Keep it in the bottom drawer where you hide the sex tools/ I pray you always need them" με την ειρωνική πιανιστική έξοδο.

Παρεμπιπτόντως, το "Fallen Angel" είχε επιλεγεί για το soundtrack του 9 Songs και πάρα πολύ κακώς με όλο τον σεβασμό στον κ. σκηνοθέτα. Αν θέλεις να κάνεις μια ταινία για το sex και τις κρυφές ατζέντες των παρτενέρ και θες να διαλέξεις ένα τραγούδι των Elbow, απλούστατα δεν μπορείς να μη βάλεις το "I've Got Your Number".

Όλα καλά μέχρις εδώ λοιπόν. Οι πρωταγωνιστές μας έχουν βγάλει από δύο σπουδαίους δίσκους και περιμένουμε με αγωνία τον τρίτο τους.

Το έτος 2005 έχουμε τη τύχη να ακούσουμε το Some Cities των Doves και το Leaders Of The Free World των Elbow. Μπορούμε να πούμε ότι στον άτυπο συναγωνισμό των δύο δίσκων έχουμε μάλλον ισοπαλία. Είναι η πρώτη φορά όμως που αισθανόμαστε ότι και οι δύο βρίσκονται σε μια κάμψη, επαναλαμβάνοντας, λιγότερο επιτυχημένα, παλαιότερα κόλπα.

Οι Doves βγάζουν ένα ευχάριστο πρώτο single με τίτλο "Black And White Town" που όμως δεν είναι κάτι παραπάνω από ένα alternative rock αναμάσημα του καταλόγου τους. Τα πράγματα μετά καλυτερεύουν με την dream pop του “Almost Forgot Myself” και τις αφελείς αλλά αξιαγάπητες παραινέσεις του Williams και του Garvey (τι νομίζατε, ότι δεν αλληλοβοηθούνται τα παιδιά;) που έρχονται μαζί με το γλυκό fingerpicking του ρεφρέν δίνοντας μια απαραίτητη ελαφρότητα στην σχεδόν πάντοτε επίπεδη φωνή του Goodwin και τις trademark μελωδίες, που γράφουν Doves από την αρχή ως το τέλος, "Snowden", "One Of These Days" και "Someday Soon" που κορυφώνονται σε έναν κυκεώνα θλιμμένων φθινοπωρινών κιθάρων.

Το εντυπωσιακό και φιλόδοξο "Storm" δανείστηκε τα ανεπαίσθητα, σαν ήρεμα κύματα, έγχορδα του Ryuichi Sakamoto και έχτισε πάνω τους μια κλασσική Βritpop μπαλάντα ενώ το "Ambition" ηχογραφήθηκε σε ένα μοναστήρι στο στυλ της ιερής σιωπής και της πένθιμης προσευχής του "A House" από το Lost Souls.

Στον αντίποδα, μαζί με την αφηρημάδα που προκαλούσε το “Black And White Town”, υπήρχε το ομώνυμο με τον δίσκο τραγούδι "Some Cities" που δεν γλίτωνε τα χασμουρητά ή το b-side στην καλύτερη των περιπτώσεων "Walk In Fire" που ακουγόταν σα να το έγραψαν μέσα σε 10 λεπτά. Όλα αυτά έφτιαξαν ένα δίσκο που ήθελε να συνεχίσει με φόρα από τα προηγούμενα αλλά έχανε εμφανέστατα καύσιμα σε κάποια κρίσιμα σημεία.

Από την άλλη το Leaders Of The Free World ήταν ο επιθανάτιος ρόγχος των Elbow στην V2. Πούλησε αρκετά μέτρια αλλά ήταν χαρακτηριστικό πως ήταν το πρώτο άλμπουμ τους όπου έκαναν μόνοι τους την παραγωγή. Άλλωστε δεν ήταν ξένοι με τη διαδικασία. O Guy Garvey έχει υπάρξει σχεδόν μόνιμος παραγωγός των I Am Kloot ενώ είναι ιδιοκτήτης της Skinny Dog Records που ειδικεύεται σε μπάντες από το Μάντσεστερ. Ο δίσκος ήταν προφανώς πολιτικοποιημένος και, παρ'ότι είχε τις κλασσικές τους ωδές στην αγάπη και τα δυναμικά τους ξεσπάσματα που ακούγονται οργισμένα και γεμάτα αγγλική ειρωνεία, εν τούτοις όλα μοιάζουν λιγότερο καθοριστικά σε σχέση με πριν. Τα τριανταφυλλένια "Station Approach" και "The Stops" είναι αναμφισβήτητα όμορφα αλλά λιγότερο σημαντικά και «ζωντανά» από τα προηγούμενα παρόμοια κομμάτια τους. Εξαίρεση τo "An Imagined Affair" που έχει την αίσθηση ενός κλασσικού Elbow κομματιού, με το απαλό πιάνο που ίπταται να το κάνει να ακούγεται ακόμα πιο ντροπαλό και χαριτωμένα άβολο μέσα στο κουκούλι του. Οι καλύτερες στιγμές του δίσκου έρχονται από το θεατρικότατο "Forget Myself", το δηλητηριώδες "Leaders Of The Free World" που επιβεβαίωνε αυτό που φοβόμασταν ("The leaders of the free world/ Are just little boys throwing stones/ And it's easy to ignore til they're knocking on the door of your homes") και το ξεκαρδιστικό "Mexican Standoff", μια ελεγεία στη ζήλεια μιας και ο Guy το εμπνεύστηκε όταν είδε μια φωτογραφία του πρώην φίλου της κοπέλας του: "I'm not superstitious but if I can get/This ball in the basket /Then he'll wake up dead/ Your sweet reassurances don't change the fact/ That he's better looking than me/ Yet he'd look ideal 'neath the wheels of a car/ Oh Mexican standoff I wish I was part".

Ίσως τα συγκεκριμένα άλμπουμ φάνηκαν πιο αδύναμα από τις προηγούμενες προσπάθειές τους γιατί και οι δύο προσπαθούσαν να καθορίσουν το έδαφός τους. Προσπάθησαν να οριοθετήσουν τον ήχο τους ώστε να μπορέσουν να επεκταθούν στη συνέχεια. Αυτό το κατάφεραν κάπως καλύτερα οι Doves που έμοιαζαν να πατάνε λίγο καλύτερα τη συγκεκριμένη περίοδο από τους Διόσκουρούς τους. Υπό την έννοια του καθορισμού ενός ήχου καλά τα κατάφεραν και οι Elbow δείχνοντας όμως περισσότερη αστάθεια, έχοντας παράλληλα και να αντιμετωπίσουν μικρότερη αποδοχή από κοινό και κριτικούς και προφανώς την έλλειψη εμπιστοσύνης από την εταιρεία τους. Αν κάποιος πόνταρε στο ποιός θα κάνει το επόμενο καθοριστικό βήμα οι Doves έμοιαζαν να έχουν χτίσει ευνοϊκότερες και σταθερότερες συνθήκες.

Πέρασαν 3 χρόνια για τους Elbow και τέσσερα για τους Doves. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα πολλά ανατράπηκαν. Το 2009 οι Doves παρουσίασαν το Kingdom of Rust, έναν υπερβολικά ψειρισμένο δίσκο που ήταν ασυνήθιστα γι'αυτούς κούφιος σε συναίσθημα, με τους ίδιους να ακούγονται περισσότερο κορεσμένοι και ξεπερασμένοι από ποτέ. Παρ'ότι το έψαξαν περισσότερο στα "Compulsion", το "House Of Mirrors" και το "Jetstream", κανένα απ' αυτά τα τρία δεν παρήγαγε κάτι άξιο λόγου. Ανέμπνευστοι, έμοιαζαν σα να μάζεψαν τις χειρότερες στιγμές τους. Η τριάδα στο κέντρο (αν βγάλουμε έξω το "Birds Flew Backwards" που είναι μία από τις χειρότερες ερμηνείες του Goodwin) με το "10.03", το "Greatest Denier" και το "Spellbound" προσπαθεί να αναβιώσει και το καταφέρνει επιτυχημένα τις παλιές όμορφες στιγμές των Doves χωρίς όμως και πάλι να προσθέτει τίποτα καινούργιο. Προσωπικά, ήταν η μεγαλύτερη απογοήτευση της περυσινής μουσικής χρονιάς.

Μπορεί όμως να ήμουν και περισσότερο αυστηρός μαζί τους γιατί μια χρονιά πριν το έτερον Μανκουνιανό τους ήμισυ έβγαλε ακόμα έναν δίσκο που θα έμπαινε πολύ ψηλά στα καλύτερα της δεκαετίας μας. Η ζυγαριά αυτή τη φορά έχει γείρει κατά πολύ προς τον, παχύτερο έτσι και αλλιώς, Guy Garvey. Όσο και να συμπαθούμε και τους δύο (εντάξει, περισσότερο τους Elbow ας μην κρυβόμαστε) το γεγονός παραμένει: ο 4ος δίσκος των Doves ήταν ο χειρότερος στην καριέρα τους ενώ ο 4ος δίσκος των Elbow ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο καλύτερός τους. Στο Seldom Seen Kid το κουιντέτο των Elbow ενδίδει επιτέλους στις jazz επιρροές του και παντρεύει την δημιουργικότητα σε νέα απάτητα γι'αυτούς εδάφη με την άμεση μεταδοτικότητα. Περισσότερα στις λίστες μας του 2008 που τις κόσμησε από την πρώτη θέση των άλμπουμ.

Αν μετά το 2005 οι Elbow έπρεπε να αποδείξουν σε όλον τον κόσμο ότι κάνει λάθος να τους υποτιμά, σε αυτή τη διαδικασία τώρα θα πρέπει να μπουν οι Doves. Οι Elbow απλά πρέπει να συνεχίσουν τόσο εμπνευσμένα και οι Doves να μην πάθουν το θανατηφόρο και ανέλπιδο σύνδρομο Puressence.

Όπως και να’χει έχουμε να κάνουμε με έξυπνες μπάντες. Κατάλαβαν πολύ γρήγορα ότι η Britpop ήταν αδιέξοδη και προχώρησαν σε άλλα, πιο συναρπαστικά μονοπάτια.
Γιατί όπως και να το κάνουμε, το να θέλουν οι Doves να γίνουν τα μικρά αδερφάκια των Radiohead και οι Elbow των Talk Talk είναι ένας φιλόδοξος, δύσβατος αλλά ευγενής σκοπός που το some beans στηρίζει και δίνει και λεφτά για την καμπάνια άμα λάχει.

Doves - "Here It Comes" από το Lost Souls
Elbow - "I've Got Your Number" απο το Cast Of Thousands

11.2.10

Some '00s #4: The Montgolfier Brothers - "Even If My Mind Can't Tell You"

Εντάξει, ποιητική α(η)δία μπορούμε να κλέψουμε λίγο, έτσι δεν είναι;

Δηλαδή όχι εντελώς... Το Seventeen Stars των Montgolfier Brothers κυκλοφόρησε αρχικά στη μικρή Vespertine Records το 1999. Εκείνη την εποχή, ο Alan McGee κατέβαζε τα ρολά της θρυλικής Creation και δοκίμαζε να ξαναταρακουνήσει τα δισκογραφικά νερά και να ξαναγυρίσει στις ρομαντικές μέρες της πραγματικής ανεξαρτησίας, ιδρύοντας την Poptones. Ανακάλυψε λοιπόν τυς δυο φίλους από το Manchester κι έκανε στον μουσικό πλανήτη την τεράστια χάρη και επανακυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους το Σεπτέμβρη του 2000. Έτσι ο δίσκος εμφανίστηκε στα ραντάρ των απανταχού indie πιστών για τους οποίους ο McGee ήταν μια συμβολική φιγούρα και οποιαδήποτε νέα του κίνηση μεγάλο γεγονός. Κάποιοι απ'αυτούς έτυχε να επιμελούνται εκπομπών στα ταλαίπωρα αθηναϊκά ραδιοκύματα, και κάπως έτσι οι Montgolfier Brothers έφτασαν και στα δικά μου αυτιά. Δεν έκλεψα, έκλεψα;

Ο Mark Tranmer και ο Roger Quigley πήραν τ'όνομά τους από τους Γάλλους αδερφούς που εφηύραν το αερόστατο. Μια γλυκιά, νοσταλγική, ονειροπόλα εικόνα, μια εφεύρεση που σε βοηθάει να πετάξεις... Όλα ταιριάζουν γάντι στην ποπ που φτιάχνουν οι δυο τους. Εκλεπτυσμένη, με κομψές ενορχηστρώσεις που δεν αρνούνται τη βοήθεια των σύγχρονων μέσων (δουλειά του Tranmer) και με τις μελαγχολικές μελωδίες που γαντζώνονται στο μυαλό σου άμεσα και που τόσο καλά ξέρουν να φτιάχνουν στο Νησί. Κάπου ανάμεσα στους Broadcast, στους Arab Strap, στους Spain (ΟΚ, αυτοί δεν είναι Βρετανοί αλλά είναι δύσκολο να μην τους βάλει κανείς στην εξίσωση). Σα να κοιτάς ένα χαρούμενο αερόστατο στον πρωινό ουρανό μέσα από το παράθυρο μιας παλιάς βιβλιοθήκης.

Και δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα στον πρώτο εκείνο δίσκο τους από το ασύλληπτης ομορφιάς εξάλεπτο κομμάτι που κάποιος παραγωγός, κάποια στιγμή μέσα στο 2000 έστειλε να περιπλανηθεί στα ραδιοκύματα και να συναντήσει τα έκπληκτα αυτιά μου. Ο μεγαλοπρεπής βηματισμός του πιάνου και των πλήκτρων, η διακριτική ακουστική κιθάρα και τα γλυκύτατα στολίδια από ξυλόφωνο απλά σκύβουν ταπεινά μπροστά στον ήρεμο, αξιοπρεπή τρόπο με τον οποίο υποφέρει ο Roger Quigley, μπροστά στην τρυφερή αποφασιστικότητα της φωνής του καθώς απλώνει την πληγωμένη καρδιά του στο μουσκεμένο μανίκι του. Σχεδόν βλέπεις τα μάτια του να λάμπουν με τ'όνομά της, και μετά να κλείνουν καθώς μουρμουρίζει "You're in my heart/ My dreams/ My everything/ Everything/ You mean to me". Δεν υπάρχουν έξυπνες μεταφορές εδώ, δεν υπάρχουν υπονοούμενα και κρυφά νοήματα - θα ήταν περιττά. Υπάρχει απλά ένα συγκλονιστικό, από κάθε άποψη, τραγούδι.

Έμεινε για καιρό στο τεφτέρι μου με εκείνα τα μαγικά κομμάτια που ήξερα ότι δύσκολα θα έβρισκα, εκείνα που τα άκουγα ξανά και ξανά από μια κασέτα όπου τα είχα γράψει τσάτρα-πάτρα από το ραδιόφωνο, μέχρι που σε μια επίσκεψή μου σε κάποιο δισκάδικο το 2001 βρήκα το CD και το πήγα τρέχοντας και περιχαρής στο ταμείο, κρατώντας το σαν τρόπαιο. Το άκουσα, το ξανάκουσα, το ευχαριστήθηκα, και ανά τακτά χρονικά διαστήματα τρύπωνε στο discman ή το μετέπειτα mp3 μου κι ερχόταν να με πάρει μαζί του στον κόσμο του. Προς το τέλος της δεκαετίας οι στίχοι του απέκτησαν τρισδιάστατο νόημα, καθιστώντας το ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια όλων των εποχών. Να'ναι καλά ο κύριος McGee - εκανε κι ένα καλό μετά τους Oasis...

The Montgolfier Brothers - "Even If My Mind Can't Tell You" από το Seventeen Stars

8.2.10

Some '00s #3: No Distance Left To Run

Το Μάιο του 2003 ξαναείδαμε στα ράφια των δισκοπωλείων άλμπουμ με το όνομα των αγαπημένων Blur στο εξώφυλλο. Το Think Tank έμελλε να είναι το τελευταίο άλμπουμ τους συνοδευόμενο απο αντικρουόμενες κριτικές. Από άλλους χαρακτηρίστηκε αριστούργημα που ανταπεξήλθε στην ιδιαιτερότητα των μεταβολων στο σχήμα της μπάντας ενώ άλλοι προσποιήθηκαν οτι ήταν ένας σόλο δίσκος του Albarn ο οποίος έτσι κι αλλιώς δεν ήταν καλός. Πράγματι, μερικοί ζηλωτές της εκκλησίας του Αγίου Coxon δεν το αποδέχονται ως άλμπουμ των Blur μιας και ο Graham είχε ήδη εγκαταλείψει την μπάντα. Ως αποχαιρετηστήριο γράμμα άφησε στο Think Tank μια ανεπανάληπτη μουσική του στιγμή στο "Battery In Your Leg", όπου άφησε τα προσωπικά του συναισθήματα και την απελπισία του μετά απο χρόνια καταχρήσεων να εξωτερικευθούν μέσω της κιθάρας του που ακουγόταν πιο συντετριμμένη και απαισιόδοξη απο ποτέ.

Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος όλοι περίπου ήξεραν οτι ήταν το κύκνειο άσμα των Blur και η αρχή της προσωπικής καριέρας τόσο του Albarn όσο και του Coxon, μακριά απ’όλα αυτά που τους πλήγωναν. Και το Think Tank ήταν άσμα που η ομορφιά και η αξία του ήταν πολύ ανώτερη απο το φάλτσο κρώξιμο του κύκνου όταν απειλείται.

Το εξώφυλλο επίσης έλεγε πολλά. Πράγματι ο δίσκος ήταν ένας εναγκαλισμός μέσα σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον. Ένα τελευταίο φιλί με σάλιο σε μια φοβική κοινωνία που μοιάζει όλο και περισσότερο με μεταδοτική ασθένεια.

Είναι αλήθεια ότι ο Albarn ήταν το αφεντικό στις ηχογραφήσεις και έπαιξε τις μαριονέτες (με όλο τον σεβασμό στον Rowntree και τον James) όπως ακριβώς ήθελε. Έφερε και δύο παραγωγούς σαν τον Norman Cook και τον William Orbit (ξανά) που γνώριζαν απο φουτουριστικά κόλπα και ήξεραν πως να σπρώχνουν το beat μπροστά-μπροστά προκειμένου να φαίνεται.

Το αποτέλεσμα είναι ένα υπέροχο και πλούσιο ταξίδι στις έθνικ επιρροές του Albarn και μια επίδειξη της αγάπης του για την krautrock, την jazz καθώς και την χιπ χοπ. Το "Ambulance" δίνει την κατεύθυνση για το μεγαλύτερο μέρος της δισκογραφίας των TV On The Radio αφού ποιεί πριν απ'αυτούς αυτό που προσπάθησαν να φτιάξουν στο Dear Science. Αλλά και οι στίχοι του Albarn ήταν όπως πάντα στοχευμένοι κατευθείαν στην καρδιά και το συναισθηματικό κομμάτι του εγκεφάλου. Όταν διαπιστώνει σαν πρωινή επιφοίτηση "I was born out of love/ It's the only way to come into this world" δεν αφήνεται χώρος για ερμηνείες και θεωρητισμούς, ενώ κάνει παράλληλα ενα πανέξυπνο και διακριτικό σχόλιο στην σχέση οργής μεταξύ ανατολικού και δυτικού κόσμου "If you let me live my life/ I'll stay with you to the end". Στο "Out Of Time" αποδεικνύει οτι ελάχιστοι στην πιάτσα μπορούν να γράψουν τραγούδια αποχαιρετισμού, αποξένωσης και επώδυνης αποκόλλησης όπως αυτός. Ο τίτλος του post μας παρεμπιπτόντως είναι άλλο ένα τέτοιο παράδειγμα της ανώτερης απο τον μέσο όρο συνθετικής προσέγγισης του Albarn και ιδιαίτερα στον κόμπο που νιώθεις στον λαιμό μπροστά στον χωρισμό δύο ανθρώπων που κάποτε ενώθηκαν είτε σαν σύντροφοι είτε σαν φίλοι.

Πίσω στο Think Tank και στο "Good Song" όπου ο βαρύς αέρας του Marakesh μπαίνει στο ρουθούνι μας και η τέλεια ρυθμική ενότητα χτίζεται πάνω στο επαναλαμβανόμενο κιθαριστικό μοτίβο με τις αρμονίες του Rowntree και του James να κάνουν παρέα στο έτσι και αλλιώς μοναχικό φαλσέτο του Damon. Το "Caravan" χαρακτηρίζεται απο τα «πνιγμένα» φωνητικά του Albarn τα οποία, συμβιβασμένα με τις ευθείς jazz πινελιές, δεν επιθυμούν να αναπνεύσουν τον καθαρό αέρα παρά μόνο μουρμουρίζουν ράθυμα "Τry to quit/ But my heart won't buy it/ I got family/ The caravan comes back for me" σε μια απο τις πιο δυνατές διακυρήξεις ενάντια στη μοναξιά που έχει κάνει ποτέ.

Οφείλω να παραδεχτώ ότι το πιο εύκολο κομμάτι του σημερινού post ήταν να βρώ τον τίτλο του. Ήταν έτοιμος και με παρακαλούσε γιατί με αφορμή το Think Tank που αποτέλεσε πρόοδο για τον οργανισμό Blur αλλά και παράλληλα το δηλητήριο που τον αποτελείωσε θυμηθήκαμε ποιες μπάντες τελείωσαν την πορεία που είχαν να διανύσουν μέσα στη δεκαετία που μας πέρασε. Οι Blur δεν ήταν οι μόνοι που μας άφησαν στα κρύα του λουτρού τη στιγμή μάλιστα που έδειχναν οτι ακολουθούσαν με το κεφάλι ψηλά το πειραματικό ρεύμα της εποχής.

Άλλοι αποφάσισαν να αναγνωρίσουν τον καλλιτεχνικό τους θάνατο που είχε επέλθει αρκετό καιρό πριν, σταματώντας να κάνουν τεχνητή αναπνοή στο πτώμα (ή όπως λένε οι φίλοι μας οι Εγγλέζοι «σταμάτησαν να κλωτσάνε ένα ψόφιο άλογο»), όπως οι Suede (δεν πας πουθενά χωρίς Butler ρε Brett…), οι Elastica (που εποχές για Britpop pin-up girls, Justine…), οι Smashing Pumpkins (αυτό το Machina θα μπορούσε να ξεκάνει άνθρωπο στο άνθος της ηλικίας του, και όχι, το μετέπειτα one man show του Corgan δεν μετράει), καθώς και οι Mansun, Stone Temple Pilots, Fugees, Violent Femmes, Orbital, Le Tigre και πολλοί ακόμα που ξεχνάμε ή δε γνωρίζουμε ή δεν ενδιαφερόμαστε όπως οι Be Your Own Pet ή οι Long Blondes που το άλογό τους ψόφησε απο την αρχή αφού δεν άντεξε την συγκίνηση της σκηνής.

Άλλοι το διέλυσαν για τεχνικούς λόγους. Όπως π.χ. το θάνατο του τραγουδιστή τους. Cramps και Alice In Chains μας έρχονται στο μυαλό. Και οι δύο μπάντες πάντως θα μπορούσαν να μπουν και στην προηγούμενη κατηγορία κάλλιστα. Με όλο το σεβασμό στη θεογκόμενα χήρα Poison Ivy.

Άλλοι πάλι βαρέθηκαν την αναγνώριση που άργησε όχι μια μέρα αλλά πολύ περισσότερο. Βαρέθηκαν να την περιμένουν με τα λουλούδια στην εκκλησία ενώ το ζελέ έχει τρέξει απο τα μαλλιά και έχει φτάσει να γυαλίζει τα παπούτσια. Συγκροτήματα που τους φέρθηκε άδικα η μοίρα, όπως οι Gorky’s Zygotic Mynci (μια αληθινή τραγωδία η διάλυσή τους όπως θα επιβεβαίωνε με δάκρυα στα μάτια και η uptight), οι Beta Band (καλή αλλά μάταιη η προσπάθεια του Hornby να τους βοηθήσει να επιβιώσουν), οι Screaming Trees (ο Lanegan αφοσιώθηκε - και καλά έκανε - σε σκοτεινότερα στην ατμόσφαιρα αλλά λαμπρότερα στην ποιότητα πράγματα), οι Carissa’s Weird και, τηρουμένων των αναλογιών, οι Dismemberment Plan.

Τέλος υπήρξαν άλλοι που απλά κουράστηκαν να βγάζουν συνεχώς σταθερά καλούς δίσκους και είπαν να παραδώσουν τη σκυτάλη, όπως οι Fugazi (πάνω που αρχίσαν να μου αρέσουν πολύ γαμώ τον Henry Rollins μου μέσα), οι XTC και οι πάντα άψογες Sleater-Kinney. Μην ξεχάσουμε την κατηγορία «διαλύθηκαν ώστε να τους ξαναπροσέξουμε» όπου δικαιωματικά ανήκουν οι Verve και οι αιώνιοι κλόουν Oasis.

Μεγαλύτερο αντίκτυπο απ’όλους αυτούς τους «αποχωρισμούς»; Θα απαντήσουμε με έναν στίχο. "Well you and I/ Collapsed in love/ And it looks like we might have made it/ Υes it looks like we've made it to the end". Μια μπάντα που κράτησε μέχρι το τέλος την καλλιτεχνική της αξιοπρέπεια και ποιότητα μην ξεπουλώντας τίποτα απο την αγγλική της περηφάνεια για να επιβιώσει στην αμερικάνικη αγορά. Μια μπάντα που μέσα απο χωρισμούς, αποχωρισμόυς, καβγάδες, εθισμούς, απόπειρες αυτοκτονίας διέσχισε την πορεία της και άφησε μόνο γλυκές αναμνήσεις στους θαυμαστές της και φυσικά κομμάτια που θα μας συνοδεύουν μέχρι το τέλος της διαδρομής.

Blur - "Ambulance" από το Think Tank

6.2.10

Some '00s #2: Nottingham

Οφείλω μια εξήγηση στο πολυπληθές κοινό του some beans. Μια εξήγηση για το γεγονός ότι δράττομαι κάθε υποψίας ευκαιρίας για να αναφέρω την συμπαθή φαντάζομαι σε όλους πόλη που βρίσκεται κάπου στο κέντρο-προς-τα-βόρεια της Αγγλίας, το Nottingham, συνοδεύοντας συνήθως τις αναφορές μου με προσδιορισμούς όπως «αγαπημένο», «λατρεμένο» και άλλα παρόμοια. It's been a long time coming, και η ώρα ήρθε. Βρισκόμαστε στο δεύτερο ποστ της σειράς που αφιερώνει το μικρό μας blog στη δεκαετία 2000-09, μιας στήλης που θα φιλοξενήσει ό,τι χαρακτήρισε τη δεκαετία αυτή για τον καθένα μας. Προσωπικά μπορώ να πω ότι οι δέκα μήνες που πέρασα στην πόλη του Nottingham θα μείνουν ανεξίτηλοι στο μυαλό μου μέχρι να γεράσω.

Θα παραλείψω τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για το πώς βρέθηκα εκεί - ο βασικός σκοπός ήταν ένα μεταπτυχιακό στο University of Nottingham πάνω στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην αρχιτεκτονική που προέκυψε μετά από 7 χρόνια στο Ε.Μ.Π.. Μένοντας στον Πειραιά, αυτό σήμαινε ότι δεν είχε χρειαστεί ως τότε να ζήσω μακριά από το εφηβικό μου δωμάτιο. Είχα ωστόσο επισκεφτεί τον ξάδερφό μου που σπούδαζε εκεί για χρόνια, επίσκεψη που ώθησε το όνειρό μου να ζήσω έστω και για λίγο στην Αγγλία σε σημείο μίνι ψύχωσης. Το Nottingham ήταν το πρώτο μέρος που σκέφτηκα μιας και μου έμοιαζε ζεστή πόλη, χωρίς πολλά πολλά, αλλά ακόμα κι όταν ήρθε το χαρτί από το πανεπιστήμιο μού φαινόταν σαν όνειρο.

Αυτό το συναίσθημα συνεχίστηκε ακόμα κι όταν έφτασα στο Heathrow με τη βαλίτσα μου, ακόμα κι όταν πήγα βράδυ στην πόλη, όταν γνώρισα τους νέους μου συγκάτοικους - το Γερμανό Andreas, το Γάλλο Gerald, την Αγγλίδα Jude (σύνθεση ανέκδοτου χαλαρά). Όταν πήγα με τη σπιτονοικοκυρά στο δωμάτιο του 1ου ορόφου που θα ήταν το σπίτι μου για τους επόμενους μήνες κι αυτή μου αράδιαζε διάφορα για τα πρώτα ψώνια που έπρεπε να κάνω... Την άλλη μέρα κατέβηκα στο κέντρο και πήρα τα απαραίτητα, ακόμα σε κατάσταση νιρβάνα. Μετά πήγα στο Virgin και είδα ότι όντως, εκεί στα ράφια υπήρχε η συλλογή των Ride που περίμενα μήνες και που είχε βγει εκείνη την εβδομάδα.

Απογευματάκι πια γύρισα στο σπίτι ανέβηκα πάνω κι έστρωσα το κρεβάτι μου με τα καινούρια στρωσίδια που μόλις είχα πάρει. Ξετύλιξα το ακόμα πιο απαραίτητο φορητό ραδιοCD που επίσης είχα μόλις πάρει απ'το Dixons και το τοποθέτησα τελετουργικά στο ράφι. Μετά ξετύλιξα το CD των Ride. Το έβαλα μέσα και πήγα κατευθείαν στο έβδομο κομμάτι. Το "Unfamiliar" ήταν επιτέλους δικό μου, και η fade-in εισαγωγή γέμισε το δωμάτιο με κομματιασμένες κιθάρες. Κοίταξα από το παράθυρο κάτω, στην οδό Holgate, όπου η βροχή ήδη είχε αρχίσει να σκουραίνει την άσφαλτο. «Εϊμαι μόνη μου. Πολύ μακριά απ'το σπίτι. Είμαι για ένα χρόνο... στην Αγγλία!» σκέφτηκα. Το συναίσθημα ευτυχίας που με πλημμύρισε ήταν από τα πιο έντονα της ζωής μου. Ήταν 21 Σεπτεμβρίου 2001.

Στις 9 Οκτωβρίου του 2002 βρέθηκα με την ίδια βαλίτσα στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης. Ήταν η πρώτη πραγματικά κρύα μέρα μετά το καλοκαίρι αλλά ποιος ξέρει, ίσως και να μου φαινόταν έτσι επειδή έφευγα. Μπήκα στο τρένο που θα με πήγαινε μέχρι το Λονδίνο ανέκφραστη, κάθισα στη θέση μου και άρχισα να σκέφτομαι όλα όσα έγιναν αυτούς τους δέκα από τους 13 μήνες που είχαν προηγηθεί. Οι τρεις που δεν έμπαιναν στην εξίσωση ήταν οι τρεις επισκέψεις μου στην Ελλάδα, τρεις με τέσσερεις εβδομάδες τη φορά, εβδομάδες που περνούσαν βασανιστικά αργά αφού έφευγαν οι δυο-τρεις πρώτες μέρες και η χαρά της αντάμωσης με τους δικούς μου και τους φίλους μου. Κάθε φορά μετά την τέταρτη μέρα μετρούσα ανάποδα, «δεκαέξι και σήμερα», μέχρι τη στιγμή που θα ξανάμπαινα στο αεροπλάνο και θα ξαναγυρνούσα στο αγαπημένο μου σπιτάκι της οδού Holgate.

Οι υπόλοιποι δέκα και κάτι μήνες ήταν αυτοί που πέρασα εκεί. Όλοι αυτοί και όλα αυτά που γνώρισα και έζησα. Δεν ξέρω από που να πρωτοξεκινήσω, γιατί μέσα στο κεφάλι μου υπάρχουν ακόμα όχι απλά στιγμές αλλά ολόκληρες μικρές ταινίες από αυτούς τους δέκα μήνες που παίζουν ανά πάσα στιγμή με ολοζώντανα χρώματα και ήχο. Η 25άλεπτη διαδρομή δίπλα και πάνω από το ποτάμι, τον Trent, που έκανα πηγαίνοντας στο ASDA του West Bridgford και πίσω στο σπίτι, ακούγοντας το Cold House των Hood και σταματώντας πάνω στην πεζογέφυρα για να χαζέψω τη θέα με τους κύκνους που βολτάριζαν ήσυχα στα νερά. Οι μπύρες με τον ξάδερφο, πριν τελειώσει το διδακτορικό και φύγει οριστικά το Δεκέμβρη, στο ιερό προσκύνημα της Ye Olde Trip to Jerusalem. Οι ατέλειωτες συζητήσεις με τη Jude και το τεράστιο μωρό από μπλε και πράσινο ζελέ (με κερασάκια) που έφτιαξε για το art project της. Οι πολυεθνικές μαζώξεις στο σπίτι του Carlos και της Sandra από το Περού και οι ασύλληπτες πατάτες ωγκρατέν του Gerald. Ή τότε που τον πήρε ο ύπνος στα σκαλιά του σταθμού του τρένου γιατί είχε γίνει ντίρλα στο πάρτι και κοιμήθηκε και όταν ξύπνησε το'χαμε διαλύσει οπότε γύρισε με τα πόδια, και μετά δε θυμόταν καν τη χυλόπιτα που έφαγε από την Claudia.

Οι Gorky's Zygotic Mynci στο τοσοδούλι Boat Club, πάνω στο ποτάμι και στη σκιά του γηπέδου της Forest, ή οι BRMC στο Rock City, μέσα σε μια ομίχλη από dry ice. Ο ωραιότερος ουρανός σε ηλιοβασίλεμα που'χω δει ποτέ, καθισμένη στο γρασίδι πάνω από τη λίμνη στο αχανές πάρκο του Blenheim Palace του Oxfordshire μαζί με μια τρελοπαρέα Καταλανούς φίλους της Anna απ'τη σχολή και τον Haitham από την Αίγυπτο στην εκδρομή στην Οξφόρδη, και το καλύτερο πάρτι της ζωής μου με 10 γνωστούς λίγων ωρών και άλλους 40 άγνωστους που μετατράπηκαν σε μια τεράστια παρέα στο hostel που μέναμε. Οι διαδρομές με τα πόδια από το πανεπιστήμιο στο σπίτι, 50 λεπτά περπάτημα, το καλοκαίρι του '02 που έκανα την πτυχιακή, ακούγοντας τα φρέσκα bootlegs των Radiohead από την Ισπανία και την Πορτογαλία με τα κομμάτια που θα γίνονταν σε ένα χρόνο από τότε το Hail to the Thief. Ή η επιστροφή από το Sainsbury's, φορτωμένη με τσάντες αλλά χωρίς να με νοιάζει καθόλου αφού το βάρος έμοιαζε να το κουβαλάει ο Wayne Coyne μαζί με τη Yoshimi που πολεμούσε τα απαίσια ροζ ρομπότ.

Η καθημερινή καλημέρα στον οδηγό του λεωφορείου. Οι αχνιστές jacket potatoes στον κεντρικό πεζόδρομο. Η γοτθική εκκλησία της St Mary όπου έπεσα τυχαία πάνω σε ένα γάμο, και όχι μόνο δε με έδιωξαν αλλά μου έδωσαν και προσκλητήριο επιτόπου. Τα γενέθλια της Jude που γιορτάσαμε πλάι στο ποτάμι μαζί με το Νίκο απ'τη σχολή και ολοκληρώθηκαν με τους τρεις μας να πηγαίνουμε τρεκλίζοντας αγκαλιά σπίτι τραγουδώντας έξω φωνή το "Bohemian Rhapsody". Το σούρουπο της 17ης Απριλίου του '02 και η ευτυχία που ένιωθα αραγμένη στο μισοάδειο λεωφορείο της National Express (Service 230) από το Heathrow προς το Nottingham ξέροντας ότι δε θα χρειαζόταν να ξαναπάω στην Αθήνα για δυο γεμάτους μήνες κι ακούγοντας τον Steve Lamacq να παίζει σε πρώτη μετάδοση το Last Broadcast των Doves. Ένιωθα σα να πήγαινα σπίτι.

Μια πανέμορφη χώρα, μια γλυκιά, ζωντανή πόλη, ένας καιρός όπως ακριβώς μ'αρέσει (ολόκληρο το πάνγλυκο καλοκαίρι η θερμοκρασία δεν ξεπέρασε τους 27 βαθμούς, το δε χειμώνα υγρασία και κρύο - μόνο πολύ χιόνι δεν είδα, αυτό ήταν το μόνο μείον), ένα πανεπιστήμιο που το κεντρικό του campus είχε λίμνες και πάρκα και ατέλειωτα γρασίδια και οι καθηγητές του ήταν προσιτοί, νορμάλ άνθρωποι δίχως ίχνος τουπέ - με λίγα λόγια ένα μέρος όπου χαιρόσουν να σπουδάζεις, ένας λαός που μοιάζει σε αρκετά μ'εμάς αλλά του λείπουν πολλά από τα κουσούρια μας, τα απλά καθημερινά πράγματα να λειτουργούν περίπου στην εντέλεια...

Και μουσική παντού, πολλή μουσική. Οι εκπομπές του «πατριάρχη» John Peel, αλλά κι αυτές του Captain America στον Virgin Radio τις Κυριακές και το Late Show του Craig Pilling στον SBN στα μεσαία. Ο ραδιοφωνικός σταθμός και η δανειστική δισκοθήκη του πανεπιστημίου όπου άφησα για πάντα ένα deposit 15 λιρών - δεν προλάβαινα να πάω να το πάρω, χαλάλι τους όμως. Το Select-a-Disc, το Fopp, το HMV, τα record fairs. Η μουσική ήταν παντού - δεν είναι τυχαίο που γύρισα στην Αθήνα με καμιά 40αριά CD παραπάνω απ'όσα είχα πάρει πηγαίνοντας! Με συνόδευε στις διαδρομές με τα πόδια και με το λεωφορείο και τα βράδια στο σπίτι όταν όλοι έπεφταν για ύπνο κι εγώ άραζα στο δωμάτιο. Όταν δεν ασχολιόμουν με τη σχολή, ασχολιόμουν μαζί της, ήταν μαζί μου καθημερινά, σε μια χώρα όπου την αγαπούν όσο κι εγώ.

Ίσως έφταιγε το περιβάλλον, η ατμόσφαιρα γι'αυτό και γενικά για το ότι ήθελα να ζήσω όσα περισσότερα μπορούσα εκεί που βρισκόμουν. Μια ατμόσφαιρα που με έκανε να εύχομαι να μην τελειώσει ποτέ αυτός ο χρόνος, ξέροντας όμως ότι θα τελείωνε αργά ή γρήγορα και συνεπώς προσπαθώντας να κάνω πράγματα κάθε μέρα και να μαζεύω εικόνες, ήχους, εμπειρίες που ήξερα πως θα χρησίμευαν μόνο σαν ανάμνηση όταν θα επέστρεφα στην Αθήνα. Ακόμα και η καθημερινή μου ρουτίνα - τα λεωφορεία, το πανεπιστήμιο, τα ψώνια, το μαγείρεμα, οι δουλειές του σπιτιού, η ανακύκλωση (ω ναι), το δωμάτιό μου - ήταν τόσο γοητευτική έτσι όπως γινόταν που μελαγχολούσα στη σκέψη πως θα τελείωνε. Πόσο μάλλον αυτά που τη διάνθιζαν. Τα παρτάκια ή οι έξοδοι του Σαββατόβραδου, τα pub quiz τις Πέμπτες, η παρέα στη σχολή, η άλλη παρέα στη γειτονιά, τα πικνίκ στην όχθη του ποταμού, οι βόλτες.

Δε λέω ότι ήταν όλα ρόδινα. Δεν ήταν. Η εγκληματικότητα στην πόλη ήταν και είναι ακόμα πολύ υψηλή σε σχέση με την ησυχία του Πειραιά, ειδικά στην περιοχή που έμενα που απ'ό,τι μου είπαν αργότερα είναι από τις χειρότερες (κάτι που ομολογώ δεν παρατήρησα ιδιαίτερα, αν εξαιρέσεις το διπλανό σπίτι που ήταν ψιλοτεκές). Η σπιτονοικοκυρά μου ήταν μια εκνευριστική οχιά όλο ευγένεια και φρου-φρου απ'έξω κι από μέσα όλο κακία, κι ο άντρας της, (πάλλευκος Ουαλός βαφτισμένος αυτοβούλως Μουσουλμάνος, δεν το'χα ξαναδεί αυτό) ένας ψυχρός φιλάργυρος μαλάκας περιωπής - πραγματικά οι μόνοι απεχθείς άνθρωποι που συνάντησα. Το καλοκαίρι που τα παιδιά έφυγαν απ'το σπίτι συχνά ένιωθα μόνη, και στα γενέθλιά μου στο τέλος του καλοκαιριού μού έλειπαν πολύ τα φιλαράκια απ'την Αθήνα. Αλλά αυτά είναι μικροπράγματα μπροστά σε όλα τα άλλα, τα όμορφα, που έζησα και που θέλω βιβλίο ολόκληρο για να τα χωρέσω, και πάλι ποτέ δεν θα χωρέσω μέσα το συναίσθημα που μου προκαλεί απλά το να τα θυμάμαι.

Και όλα όσα δεν έζησα... Γυρίζοντας πίσω μετάνιωσα που δεν εκμεταλλεύτηκα αυτό το δώρο περισσότερο, που δεν πήγα περισσότερες εκδρομές απ'ό,τι εκείνο το αξέχαστο διήμερο στην Οξφόρδη (με ένα μικρό ένθετο RH-sightseeing, το stalking το άφησα για την επόμενη φορά!) και τη μονοήμερη στο γειτονικό Lincoln με τον απίστευτο, συγκλονιστικό καθεδρικό του. Μετάνιωσα που δεν πήγα σε περισσότερες συναυλίες, μετάνιωσα που δεν αγόρασα ακόμα περισσότερη μουσική, που δεν πήγα έστω μια φορά, έστω και μόνη μου στο γήπεδο για να βιώσω την ποδοσφαιρική εμπειρία όπως μόνο στο Νησί μπορεί κανείς (και τα δυο γήπεδα της πόλης ήταν σε απόσταση ενός τετάρτου απ'το σπίτι μου, της Forest μάλιστα το έβλεπα κάθε μέρα περιμένοντας το λεωφορείο). Λίγοι ακόμα λόγοι που έρχονταν να προστεθούν στη λίστα που μ'έκανε κάθε ώρα και στιγμή από τότε που γύρισα να εύχομαι να μπορούσα να ξαναπάω πίσω και να μείνω έστω μια βδομάδα ακόμα.

Η πλάκα είναι ότι δεν έχω ξαναπάει ούτε για τουρισμό, όχι μόνο στο Nottingham αλλά και γενικά στην Αγγλία. Κάθε χρόνο λέω πως θα το κάνω αλλά κάθε φορά προκύπτουνε διάφορα και αναβάλλεται. Κι έτσι μένω με το να βλέπω συχνά στον ύπνο μου ότι ξαναγυρίζω, ή με το να ρίχνω κλεφτές ματιές από το Google Earth ή τις κάμερες για την κίνηση και να ζηλεύω που δεν μπορώ να'μαι για λίγο εκεί. Φέτος δε θέλω να πω μεγάλα λόγια... Όλο και πιο συχνά όμως σκέφτομαι πόσο όμορφα θα είναι όταν πατήσω ξανά το πόδι μου στο σταθμό των τρένων ή σε αυτόν των λεωφορείων, και όταν μπορέσω να δείξω στον mr.grieves μερικά απ'όλα αυτά τα πράγματα.

Ήταν ακόμα 9 Οκτωβρίου του 2002. Είχαν περάσει σχεδόν δυο ώρες μέσα στο τρένο καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά - είχε πάει μεσημέρι και πλησιάζαμε επικίνδυνα στπ κέντρο του Λονδίνου κι από εκεί στο Heathrow κι από εκεί στην Αθήνα, οριστικά και αμετάκλητα. Έβαλα στο player το CD των Ride, προχώρησα στο έβδομο κομμάτι και πάτησα το play. So damn familiar by now...

The Nott'm Mix (RS - YSI)
Jean Jacques Smoothie - "2 People"
Kings of Convenience - "Weight of My Words (Four Tet remix)"
Neil Halstead - "Seasons"
Ben Kweller - "Falling"
Ed Harcourt - "She Fell Into My Arms"
Super Furry Animals - "Juxtaposed With U"
Pinback - "Penelope"
BRMC - "As Sure As The Sun"
Low - "Sunflower"
Gorky's Zygotic Mynci - "How I Long To Feel That Summer"
Mercury Rev - "The Dark Is Rising"
Perry Farrell - "Song Yet to Be Sung"
The Czars - "Side Effects"
Spoon - "Chicago at Night"
Simian - "Over the Hills"
The Flaming Lips - "Are You A Hypnotist??"
Radiohead - "Sail to the Moon" (live @ San Sebastian, Ισπανία, 30-7-2002)
Wilco - "Jesus, etc"
David Bowie - "Life On Mars?"
Ride - "Unfamiiliar"

PS - If you're reading this, guys... Cheers. And thanks. :-)
 
Clicky Web Analytics