18.2.10

The world can be an unfair place at times/ But your lows will have their complement of highs

Αυτό που έκαναν οι Yeasayer στον πρώτο τους δίσκο γίνεται περίπου από τα μισά αμερικάνικα indie συγκροτήματα αυτή τη στιγμή. Οι επιρροές από μουσικές του κόσμου, τα χειροποίητα τύμπανα και οι φωνές που μοιάζουν να χορεύουν έναν φυλετικό χορό φαίνεται να συγκινούν αρκετούς νεόκοπους καλλιτέχνες που κατά σύμπτωση εδρεύουν στην πολιτιστική πρωτεύουσα του κόσμου αυτή τη στιγμή(ή μπορεί και μερικές στιγμές πριν, δεν έχω ενημερωθεί τελευταία από τα αθηναϊκά free press για να ξεστραβωθώ) το Μπρούκλιν. Ορθώς λοιπόν έπιασαν το νόημα και αποφάσισαν μια δραματική αλλαγή στον ήχο τους. Μην φανταστείτε δραματική σαν το διαζύγιο της Μενεγάκη. Μάλλον δραματική προς το στυλ της μπουνιάς που έφαγε ο "killer" Βασίλειος Κωστέτσος. Πιο χαρωπή και ποπ.

Αυτή τη φορά οι Yeasayer εμπνεύστηκαν από τον Prince, την electro pop και λίγο το προηγούμενό τους άλμπουμ All Hour Cymbals. Οι αλλαγές είναι σεβαστές αρκεί να αφήνουν κάτι συνθετικά. Το "Ambling Alp" είναι το "2080" του Odd Blood. Επειδή μοιάζουν στην ανάπτυξή τους αλλά κυρίως επειδή είναι προφανέστατα τα καλύτερα του κάθε δίσκου. Ο Ira Wolf Tuton κάνει καταπληκτική δουλειά με το μπάσο του στο "Ambling Alp" βγάζοντας έναν ήχο που μοιάζει με παραμορφωμένο μπιτάκι που το έχεις πετάξει στο ενυδρείο και βγάζει μπουρμπουλήθρες, ενώ ο Chris Keating μιλάει για τον παππού του που ήταν μποξέρ ενθυμούμενος τις συμβουλές του - "Stick up for yourself son/Νever mind what anybody else done" - και παράγοντας, αν όχι τους καλύτερους στίχους που έχουν γράψει ποτέ οι Yeasayer, τότε σίγουρα τους πιο αισιόδοξους και δυναμικούς: "And if anyone should cheat you/ Τake advantage of, or beat you/ Raise your head and wear your wounds with pride". Ένα από τα τραγούδια που λατρεύεις αμέσως με την εξαιρετική ποπ αεροδυναμική του.

Μετά τα πράγματα θολώνουν λιγάκι. Πριν το "Ambling Alp" τα αχρείαστα παραμορφωμένα φωνητικά του "The Children" σε κάνουν να θες να δολοφονήσεις γατάκια και από την προβλέψιμη μελωδία δασώνεται λιγάκι το ριφάκι του πιάνου που τυλίγεται, πριν το τέλος του κομματιού, γύρω από τα πνευστά, φτιάχνοντας ένα μαλακό χαλί για το πρώτο single του δίσκου.

Επιτυχές ήταν και το αποτέλεσμα του "O.N.E." και ας μοιάζει η φωνή του Wilder ύποπτα με αυτή του Κώστα Μπίγαλη επί μελισσούλας και blues του Αιγαίου. Το δεύτερο single του δίσκου έχει μια αξιοθαύμαστη συνοχή, πιο γυαλιστερό από το προηγούμενο, μοιάζει με κάτι που θα έκαναν οι N’Sync αν είχαν και οι υπόλοιποι ταλέντο και δεν τα περίμεναν όλα από τις μπούκλες του Justin. Η κιθάρα που ανεβοκατεβαίνει ακούγεται αφελής και αισιόδοξη, το ρεφρέν είναι ιδανικό για 150 remix μέχρι το τέλος του Μαρτίου, και υπό φυσιολογικές συνθήκες εξασφαλίζει στους Yeasayer εισιτήριο διαρκείας στα club. Το τραγούδι είναι πραγματικά καλό και πιασάρικο και, αν όπως δήλωσαν και οι ίδιοι στόχος τους ήταν να προκαλέσουν την Rihanna στο γήπεδο της, νομίζω ότι τα κατάφεραν. Τόσο που θα τρέξει η νεαρά πίσω στον Jay-Z με δάκρυα στα μπιρμπιλωτά της ματάκια. Ιδανικό για να κάνει μίζερους indie γοφούς να κουνηθούν.

Στην τρίτη καλύτερη στιγμή του δίσκου, το "Love Me Girl", τα ιδρωμένα club παραμένουν το target market, οι στίχοι ανοιγοκλείνουν το στόμα τους αλλά λένε το απόλυτο τίποτα ενώ μπορώ να φανταστώ από τώρα το videoclip: ο Keating με περιπτεrayban και ζελέ στο μαλλί καρφάκι, να κρατάει το τιμόνι τραγουδώντας playback, με το επόμενο πλάνο να είναι μια επιτάχυνση της Aston Martin (ή της Dodge αφού είμαστε στην Αμερική) ενώ ξεπερνάει το επίσης σπορ αυτοκίνητο της σούπερ ουάου μελαχρινής γκόμενας σε μια κατά τα άλλα άδεια λεωφόρο. Έπειτα ο σκηνοθέτης θα κάνει cut σε ένα άσπρο στρογγυλό δωμάτιο με τους Yeasayer να φοράνε άσπρες φόρμες και γυαλιά ηλίου χορεύοντας γύρω γύρω, με τον Keating να κουνάει το χέρι του στην κάμερα σα να το χώνει σε βάζο με σοκολατάκια, ενώ ο ένας κομπάρσος από πίσω σπάζει τη μέση του με breakdance χορευτικά. Τόσο κλισέ είναι το τραγούδι αλλά παράλληλα και τόσο εθιστικό. Πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε. Οι Yeasayer πήραν αέρα κοπανιστό αλλά τον χρωμάτισαν με LSD και μωβ αρώματα. Από αυτά τα κομμάτια που με την συνοδεία αρκετών long island ice tea σου προσφέρει στιγμές που δεν ξεχνάς ποτέ ούτε εσύ ούτε οι θαμώνες του μέρους που διασκεδάζεις.

Αρκετά με τα καλά λόγια όμως γιατί στον υπόλοιπο δίσκο υπάρχουν κάποια προβλήματα.

Για το "The Children" και τα φωνητικά του που μοιάζουν με τις παραμορφωμένες φωνές που ακούς την ώρα που βουίζουν τα αυτιά σου και ξερνάς όλο το αλκοόλ του οργανισμού σου τα είπαμε. Το "Madder Red" πετάει στα σκουπίδια το ενδιαφέρον ρεφρέν του, με τις 80’s κιθάρες του και τα backing vocals του που ακούγονται αφηρημένα και μονότονα. Το "I Remember" αντιπαρατάσσει άδειους στίχους και μισοψημένα keyboards στα υπέροχα φωνητικά του Keating που ακούγονται καλύτερα από ποτέ στο συγκεκριμένο κομμάτι. Η επαναληπτικότητα του κομματιού ακούγεται εξαναγκαστική και οι καινούργιες soul διαδρομές της φωνής του Keating που απ’ότι φαίνεται αναπτύσσει πάνε ολίγον τι στο βρόντο.

Το ναδίρ του δίσκου "Rome" είναι εγκεφαλικό νεκρό και δεν το συνεφέρει ούτε όλη η καλή θέληση των νευρικών φωνητικών του Keating που όμως και ο ίδιος θα έπρεπε να εμπεδώσει ότι δεν χρειάζονται 40 επαναλήψεις ενός βαρετού beat που δεν θα έκανε για b-side ούτε στην πλούσια δισκογραφία της Posh Spice. Λίγο καλύτερα τα πράγματα για το "Mondegreen" που όμως είναι άλλη μια απόδειξη ότι οι Yeasayer θέλουν ψωμιά ακόμα αν θελήσουν να ακολουθήσουν αυτόν τον καινούργιο γι’ αυτούς δρόμο. Τα ειδικά εφέ στο τέλος του κομματιού θυμίζουν κάτι από διαστημόπλοιο ή τη φάση που πέφτει στην πρέσα ο Terminator. Ακόμα διίστανται οι απόψεις.

Σε αυτό το σκωτσέζικο ντους του δίσκου ευτυχώς την πλάστιγγα προς το καλό την γέρνει η διακριτική επανάληψη των πολύ επιτυχημένων μανιέρων του All Hour Cymbals στο "Strange Reunions" αλλά κυρίως το όμορφο μικρό λαμπερό διαμαντάκι "Grizelda" με την απολαυστική του ψυχεδελική ποπ μαζί με τα, αυτή τη φορά πολύ επιτυχημένα, backing vocals του Anand Wilder που χαϊδεύουν τις οπερατικές κορώνες του Keating.

Αν μπορούσαμε να παρομοιάσουμε με κάτι τον δίσκο είναι με την εξόρμηση σε κάποιο club που γνωρίζεις ότι δεν είναι του στυλ σου εξαρχής, αλλά κυρίως ενδίδεις λόγω γενεθλίων κάποιου δικού σου ανθρώπου. Η όλη εμπειρία ξεκινάει με την παγωμάρα της συνειδητοποίησης ότι ο φόβος της άθλιας μουσικής είναι εκεί ζωντανός και υπαρκτός. Στη συνέχεια όμως ο μοδάτος dj παίζει κάποιο τραγούδι που σου αρέσει πάρα πολύ οπότε σκέφτεσαι «Εϊ, μπορεί να μην είναι και τόσο άσχημα τελικά» αλλά ο τύπος φροντίζει γρήγορα να σε διαψεύσει ακολουθώντας με μερικά ακόμα μέτρια κομμάτια. Καθώς περνάει η ώρα και πίνεις περισσότερο, τα κομμάτια σου φαίνονται καλύτερα και η συνεχής επίκληση της δικιάς σου για χορό και αναπόφευκτα περισσότερες οικειότητες αρχίζει και πιάνει τόπο. Το αλκοόλ τελειώνει κάποια στιγμή, το ίδιο και οι αντοχές στον οργανισμό σου. Καθώς αρχίζει και αδειάζει το μέρος και η παρέα κουράζεται γυρνάτε σπίτι. Και τότε ζεις την πιο όμορφη στιγμή της βραδιάς.

Καθώς οι άλλοι εξαντλούν τις τελευταίες τους ανάγκες για συζήτηση και αρχίζουν να σκέφτονται το ξύπνημα του επόμενου πρωινού, εσύ κοιτάς με θολωμένα και κιτρινισμένα μάτια τα φανάρια που αναβοσβήνουν και τα φώτα που αφήνουν την πρόσκαιρη ουρά τους. Εκείνες τις στιγμές οι ενδοσκοπικές σου σκέψεις πάνω σε ένα μυαλό που αδειάζει σιγά σιγά και μπαίνει σε συμπεριφορά υπνηλίας είναι ζεστές, απελευθερωτικές και χωρίς απαιτήσεις.

Οι Yeasayer αξίζουν μπράβο για το τόλμημά τους να περάσουν σε terra incognita γι’ αυτούς, αλλά θα πρέπει να παίξουν περισσότερο με το μυαλό μας αν θέλουν να γίνουν μια μπάντα που θα αφήσει το στίγμα της. Στο Μπρούκλιν είναι, οι δίσκοι τους κάνουν σχετική επιτυχία, οι κριτικοί ακόμα τους αγαπάνε, τα σκυλιά είναι δεμένα οπότε και εμείς θα τους περιμένουμε. Τους αξίζει άλλωστε.

Yeasayer - "Ambling Alp" από το Odd Blood

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
Clicky Web Analytics