Πολλοί αντιπαθούν τη λέξη Britpop. Ίσως επειδή περιέχει την επάρατο (για αρκετά indie παιδιά) λέξη pop στον τίτλο του, ίσως επειδή συνέβαλε ώστε να αναγνωριστεί ο περίφημος θάνατος του rock and roll (θα επανέλθουμε στο συγκεκριμένο θέμα στο επόμενο επεισόδιο) ή ίσως επειδή κουράστηκαν από τα τέλη της δεκαετίας των '90s και έπειτα όταν και έβγαιναν σωρηδόν παρόμοια συγκροτήματα με πολύ κοντινό ήχο μεταξύ τους, που μάλιστα δεν είχαν και πολλή σχέση ποιοτικά με τις πρώτες μπάντες που πήραν τον χαρακτηρισμό britpop. Με λίγα λόγια, από ένα σημείο και μετά ό,τι έβγαινε από τη Βρετανία είχε κολλημένο πάνω του συγκεκριμένη ταμπέλα.
Κι όμως, οι Ocean Colour Scene και ο χαρούμενος, ηλιόλουστος ήχος τους δεν είχε καμία φιλία με τον μελοδραματικό και εσωστρεφή ήχο των πρώτων δίσκων των Coldplay. Παρ'όλα αυτά και τα δυο έμπαιναν κάτω από την ίδια σκεπή παρά τη διαφορά ετών που αποδείχθηκαν πολύ σημαντικά για τη διαμόρφωση και την εξέλιξη της βρετανικής μουσικής.
Ως έννοια το "Britpop" έχει τις ρίζες του στις εποχές των mods, της βρετανικής εισβολής στην αμερικάνικη αγορά, των Beatles, των Kinks κλπ.. Επίσης σημάδεψε και μια εποχή που η Αγγλία άκμαζε σε αρκετούς τομείς. Ακόμα και στο ποδόσφαιρο, όταν στο Μουντιάλ του 1966 η κατά τα άλλα loser εθνική Αγγλίας έφερνε στη μαμά πατρίδα του ποδοσφαίρου το τρόπαιο.
Τα μέσα των '90s λοιπόν ήταν μια κατάλληλη περίοδος για να επανακάμψει το κίνημα. Η εποχή αντιπροσώπευε το βλέμμα σε μια νέα πιο αισιόδοξη αυγή για την Αγγλία. Μετά τη Μαύρη Τετάρτη του John Major, την είσοδο του κόσμου στην εποχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης άνευ ψυχρών πολέμων και άλλων περιορισμών, τις βιομηχανικές περιοχές που είχαν καταντήσει ανοιχτό φέρετρο ονείρων για τη νεολαία αλλά έβγαζαν κάποιες ακτίνες ελπίδας μέσω των μουσικών ιδιοφυών που ανατράφηκαν σε αυτές (τρανό παράδειγμα το Μάντσεστερ), εμφανίστηκε ένας άνθρωπος που ενέπνευσε όσο ελάχιστοι τους Άγγλους. Και εδώ αξίζει credit στην uptight που μου υπενθύμισε πόσο βαθιά ήταν η επιρροή του πολιτικού σκηνικού στην εξέλιξη της αναβίωσης της Britpop.
Το 1994 ο νεαρός ηγέτης των εργατικών με το φουντωτό μαλλί έκανε την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος να πιστέψει σ' αυτόν οδηγώντας μετά από τρία χρόνια τον John Major στη μεγαλύτερη ήττα των συντηρητικών τα τελευταία 100 και κάτι χρόνια. Η εμφάνιση ενός νέου δυναμικού ηγέτη στην αντιπολίτευση σήκωσε ένα κύμα χαράς και ελπίδας στους Άγγλους αφού ο ίδιος τους έπεισε με τις υποσχέσεις του ότι είναι ο κατάλληλος να τους οδηγήσει στη νέα εποχή.
Ήταν η τέλεια εποχή για μια καινούργια αρχή και οι συνθήκες δημιουργήθηκαν, και με τη βοήθεια της τύχης, ιδανικά. Το grunge αυτοκτόνησε, η Αγγλία διοργάνωνε το Εuro 1996 και η ομάδα του Gascoigne, του Shearer, του McΜanaman και των άλλων παιδιών είχε πολλές ελπίδες να το σηκώσει και η Αγγλική μουσική γνώριζε χρυσές στιγμές με κόντρες, άνοιγμα στην μεγάλη αμερικάνικη αγορά αλλά, πάνω απ' όλα, στυλ και μελωδίες πρώτης ποιότητας. Εξ’ου και η αισιοδοξία των Ocean Colour Scene, των Cast, των Shed Seven, των Sleeper, των Dodgy, των Elastica, των πρώιμων Blur αλλά κυρίως των (κυριολεκτικά) αντιπροσώπων του εργατικού κόμματος Oasis. Ήταν η εποχή που οι εργατικοί έβγαιναν μπροστά, δυνατοί και έτοιμοι να ηγηθούν.
Όπως μας έχει διδάξει η ιστορία όμως, όταν οι άνθρωποι ελπίζουν στους πολιτικούς απογοητεύονται οικτρά. Κάπως έτσι έσπασαν τα μούτρα τους και οι Άγγλοι. Το ότι ο Gazza έφυγε τελικά με σκυμμένο το κεφάλι από το Γουέμπλεϊ εξαιτίας των καταραμένων Γερμανών και των αλάνθαστων πέναλτί τους ήταν άσχημο αλλά όχι όσο ήταν η απομυθοποίηση του Blair όταν πήρε την εξουσία.
Η Αγγλία εξαιτίας του έγινε κομπάρσος και ο ίδιος ένα θλιβερό σκυλάκι (όπως πολύ καθαρά αποτύπωσε την πραγματικότητα ο George Michael) της Αμερικής. Και μόνο το ότι πλέον η Αγγλία λογιζόταν ως το μικρό αδελφάκι των πρώην αποικιών ήταν ένα τρομερό χτύπημα στον τεράστιο εγωισμό των Άγγλων. Βάλτε και το OK Computer που πολλοί λένε ότι στραγγάλισε την Britpop με το ένα του χέρι, την low key αλλαγή των Blur, την τεράστια επιτυχία του μελαγχολικού Urban Hymns των Verve και το γεγονός ότι οι Oasis αδυνατούσαν να γράψουν καλά τραγούδια και κάπως έτσι ήρθε η αλλαγή κατεύθυνσης.
Κι εδώ έρχονται οι Coldplay με τους συναισθηματισμούς τους που λέγαμε προηγουμένως. Έτσι, από τη Britpop revival περάσαμε στην post-Britpop εποχή (άλλοι δύο αχρείαστοι προσδιορισμοί που όμως διευκολύνουν αφάνταστα την ζωή των τεμπέληδων μουσικοκριτικών). Η εποχή αυτή συνοδεύτηκε με πιο ντροπαλά χρώματα και πιο ενδοσκοπικούς στίχους αλλά δυστυχώς και με πολύ πιο αδύναμες συνθέσεις και δίσκους.
Η post-Britpop εποχή που διανύσαμε την δεκαετία που μόλις αφήσαμε πίσω μας περιγράφεται από τη μετατροπή των Coldplay από αξιοπρεπέστατη μπάντα που ειδικευόταν σε μπαλαντοειδή μελωδικά ροκ κομμάτια σε κακέκτυπο των U2 χωρίς μάλιστα τον βαρύ πρότερο κατάλογο των Ιρλανδών, την αλλαγή των Snow Patrol από lo-fi ποπ ροκ μπάντα με κοφτερές κιθάρες στο μελό του "Chasing Cars", τη γενική ανικανότητα των Stereophonics (αν και το "Have A Nice Day" σε χαζεύει ευχάριστα), τη μονοτονία των Idlewild, τα άδεια παντελόνια των Embrace (το "Gravity" τους άλλη μια ένοχη απόλαυση), τη κοινοτυπία των Starsailor, τη βαρετή μανιέρα των Athlete και τους Keane που έχουν μια ωραία φωνή αλλά δυστυχώς πηγαίνουν όπου τους φυσάει ο άνεμος (Θέλετε μελωδίες; Μα ναι ότι πείτε! Θέλετε '80s revival; Yes sir! Θέλετε U2; Φυσικά, γιατί όχι, αρκεί να μη μας διώξετε από την εταιρεία!).
Οπότε τί μας μένει; Οι καλές προθέσεις και η πολύ ευχάριστη ρομαντικότητα των Travis του αξιαγάπητου Fran Healy που με πολλές γλυκύτατες αλλά όχι γλυκερές στιγμές δεν υποκρίνονται τίποτα και ξέρουν τα όριά τους. Αποτέλεσμα, ακόμα και πρόσφατα να κυκλοφορούν φοβερά πιασάρικα ποπ κομμάτια που σε κάνουν να αισθάνεσαι ζεστασιά.
Όμως το όλο πράγμα χρειαζόταν μια ώθηση πραγματικής συνθετικής ιδιαιτερότητας και εφευρετικότητας. Και ας είναι καλά το Μάντσεστερ που προστάτευσε την τιμή της Αγγλίας και της Βασίλισσας.
Παίρνοντας τα πρωτόλεια στοιχεία της Βritpop, δύο μπάντες που έχουν υπερβολικά πολλές ομοιότητες σε σημείο που αρκετοί ακόμα μπερδεύουν το ποιός είναι ποιός (έχουν μέχρι και τον ίδιο αριθμό γραμμάτων στο όνομά τους) αναδύθηκαν από τον πάτο του βαρελιού της φρενήρους σκηνής του Μάντσεστερ βγάζοντας στο τραπέζι ο καθένας τις επιρροές του και χαρίζοντάς μας μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες μουσικές στιγμές της δεκαετίας του 2000.
Οι Doves και οι Elbow ξεκίνησαν περίπου απ'την ίδια αφετηρία, περνούν από περιστρεφόμενες πόρτες, πηγαίνουν μπρος πίσω, παράλληλα ο ένας απ'τον άλλον, άλλοτε πιο ψηλά, άλλοτε πιο χαμηλά, αλλά τα τελευταία 10 χρόνια είναι εδώ και υπάρχουν ως αξιοσέβαστοι, και αρκετές φορές τιμημένοι από τα βρετανικά βραβεία Mercury's, καλλιτέχνες.
Πρώτα οι Doves, αφού δοκίμασαν να φορέσουν μια dance φόρμα επηρεασμένη από την σκηνή του Madchester με όνομα Sub Sub (προσπάθεια που τελείωσε άδοξα και τραγικά αφού το στούντιό τους καταστράφηκε από μια πυρκαγιά κάνοντας στάχτες πολύ από το υλικό που είχαν ηχογραφήσει), άλλαξαν στον alternative rock εαυτό τους που γνωρίζουμε σήμερα. Το 2000, το Lost Souls τους, εμπνευσμένο από τον ανυπέρβλητο ηχητικό καταιγισμό layers του OΚ Computer μας προσέφερε το πανέμορφο σκότος του "Firesuite", φτιαγμένο την εποχή που κυκλοφορούσαν ως Sub Sub, και κυρίως το "Here It Comes", ένα από τα κομμάτια της δεκαετίας που αντέχουν περισσότερο στο χρόνο, με τα φωνητικά του Andy Williams να περιγράφουν μια «άρρωστη» κατάσταση που ήταν και είναι καθημερινότητα στο Μάντσεστερ - "Τhis is a call/ Α call to all/ Ιt goes out to those/ Who've been bad/ And I should know/ Because Ι've been/ Maybe once a week on Mondays" - την εθιστική μελωδία της κιθάρας να το συνοδεύει και το παιχνιδιάρικο πιάνο του Martin Rebelski να δίνει έναν ασυγκράτητο τόνο.
Τα "Sea Song", "Cedar Room" και "The Man Who Told Everything" ήταν μακρές υπνωτικές συνθέσεις που προσπαθούσαν να γίνουν οικείες αλλά όχι ευκολοχώνευτες. Στο πρώτο έφτιαξαν ένα ambient μαξιλάρι με ακουστικές κιθάρες που είναι ιδανικό για εκείνες τις μέρες που κοιτάς έξω από το τρένο χωρίς να σε ενδιαφέρει τι γίνεται μέσα σ' αυτό. Στο "Cedar Room" κινούνται στα όρια της δακρύβρεχτης υπερβολής αλλά δεν τα ξεπερνούν ποτέ ενώ o Jimi Goodwin ακούγεται τόσο μοναχικός όταν λέει "And I tried to sleep alone/ Βut I couldn’t do it/ Υou could be sitting next to me/ Αnd I wouldn’t know it" που το νιώθεις σαν υπενθύμιση όλων των στιγμών που έχεις νιώσει ποτέ μόνος. Ένα πολύ αδιάκριτο ξύσιμο πληγών αν θέλετε. Στο "The Man Who Told Everything" δοκιμάζουν μια τζούρα από έγχορδα που ξυπνούν το αδρανή άνθρωπο καλώντας τον να σηκωθεί επιτέλους από το κρεβάτι, να βγει στον κόσμο και να μιλήσει. "Be a world child form a circle" που λένε και στην Οξφόρδη.
Γενικά όλος ο δίσκος είχε παρόμοια ατμόσφαιρα. Σαν πρωινό Δευτέρας που το μάτι σου δεν λέει ν'ανοίξει αλλά στην πραγματικότητα έχεις ξυπνήσει αρκετή ώρα, αισθάνεσαι να γίνεσαι όλο και πιο αξύριστος και πιο βρώμικος όσο προχωράνε οι στιγμές περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο που μένει ανεξήγητα βουβό για καθημερινή, και με μια τρύπα στο στομάχι σου σηκώνεσαι χωρίς καμία προσδοκία, δίνοντας άλλη μια προσπάθεια σε άλλη μία μέρα, ξέροντας ότι θα την αντιμετωπίσεις μόνος, αλλά με μια μικρή εστία ελπίδας να σου οδηγεί τα βήματα.
Το 2001 και μετά από πολλές ταλαιπωρίες οι Elbow επιτέλους ευτύχησαν να δουν τον πρώτο τους δίσκο κάτω από τη σκέπη της V2 η οποία είχε την ατυχή έμπνευση να τους διώξει μετά το Leaders Of The Free World (πως σου φάνηκε το πολυβραβευμένο και καλοπουλημένο Seldom Seen Kid κυρία EMI;). To Asleep in the Back δεν επιβεβαίωσε απλώς ότι κάτι κινείται στην Αγγλική σκηνή που κρατιόταν γερά απ'την σοκαριστική αλλαγή των Radiohead και τους τοπικούς Αγγλικούς ήρωες τύπου Badly Drawn Boy απέναντι στην αμερικάνικη λαίλαπα των Strokes, των Interpol και των White Stripes, αλλά παρουσίασε έναν απίστευτα μεταδοτικό στιχουργό και σπουδαίο ερμηνευτή με το όνομα Guy Garvey. Με επιρροές όπως οι Talk Talk, έφτιαξαν ένα αριστούργημα που είναι απίστευτο κατόρθωμα αν σκεφτεί κανείς πως ήταν ο πρώτος τους δίσκος. Για άλλα συγκροτήματα θα ήταν εκτός από μια εκρηκτική αρχή και ένα απροσπέλαστο εμπόδιο για τους επόμενους δίσκους τους.
Πως να ξεπεράσεις το μεγαλειώδες progressive rock του "Newborn" που έδειχνε από τότε πως ο Garvey γράφει ύμνους στην αφοσίωση και τη συντροφικότητα με την ίδια ευκολία που κατεβάζει ένα pint, την ιδιοφυή ποπ αμεσότητα του "Red", το μάντρα της φυγής του "Any Day Now", το α λα Laughing Stock γλυκόπικρο τελείωμα του "Powder Blue" και το (θα έπρεπε αν είχε κάνει την ταινία νωρίτερα ο Guy Ritchie) soundtrack στον καινούργιο Sherlock Holmes, "Little Beast". Α ναι, να μην ξεχάσουμε τον φόρο τιμής στην νευρική και κλινική κιθάρα του Bernand Sumner στο "Bitten By The Tail Fly", ένα πολύ διασκεδαστικό καθρέφτισμα μιας Σαββατιάτικης νύχτας στο Μάντσεστερ που παρουσιάζει τον Guy Garvey σαν κυνηγό ημιμεθυσμένων κοριτσόπουλων, θυμίζοντάς μας τον απολαυστικό Frank McKey, και μέσα από τα tribal ντραμς του ξεσπάει σε ένα free jazz παραλήρημα.
Η ιστορία συνεχίζεται το 2002 όταν οι Doves κυκλοφορούν το The Last Broadcast που προσπάθησε και κατάφερε να είναι πιο άμεσο από τον προκάτοχό του. Το γλυκό ριφάκι του "Words", η αστική ζούγκλα του "There Goes The Fear", το επίμονο χτύπημα (sic) του "Pounding" και η καθαρή Βritpop του "Caught By The River" ήταν σίγουρα πιο προσβάσιμα. Αλλά ακούγοντάς τα ξανά σήμερα, εκτός απο το "Caught By The River", το single material του δίσκου ωχριά μπροστά στη μαγεία του "M62" που είναι ένας επαναπροσδιορισμός του "Moonchild" των King Crimson, του παραμυθένιου "Friday's Dust" και του πανέμορφου δίδυμου "Last Broadcast" - "The Sulphur Man". Εν ολίγοις, το άλμπουμ πέτυχε να τους κάνει ευρύτερα γνωστούς χαρίζοντάς τους πρωτιές στα αγγλικά charts αλλά ακούγονται πιο ασταθείς σε σχέση με το Lost Souls.
Ξανά άλμα πίσω (ή μπροστά) στους Elbow. 2003 και η αλληλουχία Doves-Elbow-Doves-Elbow συνεχίζεται. Ο δεύτερος δίσκος τους ονομαζόταν Cast Of Thousands και ξεκινάει με τον Guy Garvey να τραγουδά φλεγματικά "All you have is kisses" λες και είναι ένα ασήμαντο πράγμα να πάρει κανείς. Πιο ανεβαστικό και με εντονότερους ρυθμούς, όπως στο προαναφερθέν "Ribcage" όπου η χορωδία κάνει εκπληκτική δουλειά ή στο "Fallen Angel" όπου γνωρίζουμε έναν rock και εξωστρεφή εαυτό του Guy που θα αναπτύξει αργότερα στο Leaders Of The Free World ή σε συγκεκριμένα κομμάτια όπως το πρόσφατο "Grounds For Divorce", ενώ το δοτικό πνεύμα συνεχίζεται στο "Fugitive Motel", την κατά κάποιο τρόπο συνέχεια του "Red" μιας και έχει δανειστεί πολλά από τη λυρική του έκφραση.
Αλλά εδώ έχουμε και πολλά καινούργια κόλπα που σχημάτισαν τη μπάντα όπως την ξέρουμε σήμερα. Η παραγωγή του δίσκου που την έχουν αναλάβει οι ίδιοι μαζί με τον Ben Hillier δείχνει μια αγάπη προς την quiet/loud/quiet δυναμική με τρανό παράδειγμα το "Snooks" και τις χαρακτηριστικές κραυγές του ενδιαμέσως μιας υποχθόνιας μελωδίας. Πέρα από αυτά, οι δύο καλύτερες στιγμές του δίσκου που το φέρνουν δικαιωματικά στη ζυγαριά απέναντι από το Asleep In The Back είναι τα "Switching Off" και "I've Got Your Number". Το πρώτο είναι ένα σπαρακτικό έπος για την τελευταία εικόνα που θέλει να διαλέξει ο πρωταγωνιστής πριν αποθνήσκει. Ναι, προφανώς υπάρχει κορίτσι στην εικόνα αυτή.
Α, είπαμε ότι το είχε διαλέξει ο John Cale ως ένα από τα κομμάτια που θα έπαιρνε μαζί του σε ένα ερημικό νησί;
Στιχουργικά πάντως η αδιαμφισβήτητη κορύφωση είναι το "I've Got Your Number" που θα έκανε τον Stuart Staples να δακρύσει με την «3 το βράδυ» ατμόσφαιρά του. Στριγγλιάρικες κιθάρες γεφυρώνουν την ψιθυριστή φωνή του Guy που μιλάει για μια σχέση βασισμένη στο sex ή για μια σχέση που είναι βασισμένη στο sex με κάποιον άλλον. "Don't put this note by your face on the pillow/ Don't put this letter in the pocket near your heart" ή σε άλλη περίπτωση "Your lies are fluorescent my babyfaced angel/ Grow a fucking heart love" ή μία απο τις πιο διφορούμενες ευχές που έχω ακούσει ποτέ - "Keep it in the bottom drawer where you hide the sex tools/ I pray you always need them" με την ειρωνική πιανιστική έξοδο.
Παρεμπιπτόντως, το "Fallen Angel" είχε επιλεγεί για το soundtrack του 9 Songs και πάρα πολύ κακώς με όλο τον σεβασμό στον κ. σκηνοθέτα. Αν θέλεις να κάνεις μια ταινία για το sex και τις κρυφές ατζέντες των παρτενέρ και θες να διαλέξεις ένα τραγούδι των Elbow, απλούστατα δεν μπορείς να μη βάλεις το "I've Got Your Number".
Όλα καλά μέχρις εδώ λοιπόν. Οι πρωταγωνιστές μας έχουν βγάλει από δύο σπουδαίους δίσκους και περιμένουμε με αγωνία τον τρίτο τους.
Το έτος 2005 έχουμε τη τύχη να ακούσουμε το Some Cities των Doves και το Leaders Of The Free World των Elbow. Μπορούμε να πούμε ότι στον άτυπο συναγωνισμό των δύο δίσκων έχουμε μάλλον ισοπαλία. Είναι η πρώτη φορά όμως που αισθανόμαστε ότι και οι δύο βρίσκονται σε μια κάμψη, επαναλαμβάνοντας, λιγότερο επιτυχημένα, παλαιότερα κόλπα.
Οι Doves βγάζουν ένα ευχάριστο πρώτο single με τίτλο "Black And White Town" που όμως δεν είναι κάτι παραπάνω από ένα alternative rock αναμάσημα του καταλόγου τους. Τα πράγματα μετά καλυτερεύουν με την dream pop του “Almost Forgot Myself” και τις αφελείς αλλά αξιαγάπητες παραινέσεις του Williams και του Garvey (τι νομίζατε, ότι δεν αλληλοβοηθούνται τα παιδιά;) που έρχονται μαζί με το γλυκό fingerpicking του ρεφρέν δίνοντας μια απαραίτητη ελαφρότητα στην σχεδόν πάντοτε επίπεδη φωνή του Goodwin και τις trademark μελωδίες, που γράφουν Doves από την αρχή ως το τέλος, "Snowden", "One Of These Days" και "Someday Soon" που κορυφώνονται σε έναν κυκεώνα θλιμμένων φθινοπωρινών κιθάρων.
Το εντυπωσιακό και φιλόδοξο "Storm" δανείστηκε τα ανεπαίσθητα, σαν ήρεμα κύματα, έγχορδα του Ryuichi Sakamoto και έχτισε πάνω τους μια κλασσική Βritpop μπαλάντα ενώ το "Ambition" ηχογραφήθηκε σε ένα μοναστήρι στο στυλ της ιερής σιωπής και της πένθιμης προσευχής του "A House" από το Lost Souls.
Στον αντίποδα, μαζί με την αφηρημάδα που προκαλούσε το “Black And White Town”, υπήρχε το ομώνυμο με τον δίσκο τραγούδι "Some Cities" που δεν γλίτωνε τα χασμουρητά ή το b-side στην καλύτερη των περιπτώσεων "Walk In Fire" που ακουγόταν σα να το έγραψαν μέσα σε 10 λεπτά. Όλα αυτά έφτιαξαν ένα δίσκο που ήθελε να συνεχίσει με φόρα από τα προηγούμενα αλλά έχανε εμφανέστατα καύσιμα σε κάποια κρίσιμα σημεία.
Από την άλλη το Leaders Of The Free World ήταν ο επιθανάτιος ρόγχος των Elbow στην V2. Πούλησε αρκετά μέτρια αλλά ήταν χαρακτηριστικό πως ήταν το πρώτο άλμπουμ τους όπου έκαναν μόνοι τους την παραγωγή. Άλλωστε δεν ήταν ξένοι με τη διαδικασία. O Guy Garvey έχει υπάρξει σχεδόν μόνιμος παραγωγός των I Am Kloot ενώ είναι ιδιοκτήτης της Skinny Dog Records που ειδικεύεται σε μπάντες από το Μάντσεστερ. Ο δίσκος ήταν προφανώς πολιτικοποιημένος και, παρ'ότι είχε τις κλασσικές τους ωδές στην αγάπη και τα δυναμικά τους ξεσπάσματα που ακούγονται οργισμένα και γεμάτα αγγλική ειρωνεία, εν τούτοις όλα μοιάζουν λιγότερο καθοριστικά σε σχέση με πριν. Τα τριανταφυλλένια "Station Approach" και "The Stops" είναι αναμφισβήτητα όμορφα αλλά λιγότερο σημαντικά και «ζωντανά» από τα προηγούμενα παρόμοια κομμάτια τους. Εξαίρεση τo "An Imagined Affair" που έχει την αίσθηση ενός κλασσικού Elbow κομματιού, με το απαλό πιάνο που ίπταται να το κάνει να ακούγεται ακόμα πιο ντροπαλό και χαριτωμένα άβολο μέσα στο κουκούλι του. Οι καλύτερες στιγμές του δίσκου έρχονται από το θεατρικότατο "Forget Myself", το δηλητηριώδες "Leaders Of The Free World" που επιβεβαίωνε αυτό που φοβόμασταν ("The leaders of the free world/ Are just little boys throwing stones/ And it's easy to ignore til they're knocking on the door of your homes") και το ξεκαρδιστικό "Mexican Standoff", μια ελεγεία στη ζήλεια μιας και ο Guy το εμπνεύστηκε όταν είδε μια φωτογραφία του πρώην φίλου της κοπέλας του: "I'm not superstitious but if I can get/This ball in the basket /Then he'll wake up dead/ Your sweet reassurances don't change the fact/ That he's better looking than me/ Yet he'd look ideal 'neath the wheels of a car/ Oh Mexican standoff I wish I was part".
Ίσως τα συγκεκριμένα άλμπουμ φάνηκαν πιο αδύναμα από τις προηγούμενες προσπάθειές τους γιατί και οι δύο προσπαθούσαν να καθορίσουν το έδαφός τους. Προσπάθησαν να οριοθετήσουν τον ήχο τους ώστε να μπορέσουν να επεκταθούν στη συνέχεια. Αυτό το κατάφεραν κάπως καλύτερα οι Doves που έμοιαζαν να πατάνε λίγο καλύτερα τη συγκεκριμένη περίοδο από τους Διόσκουρούς τους. Υπό την έννοια του καθορισμού ενός ήχου καλά τα κατάφεραν και οι Elbow δείχνοντας όμως περισσότερη αστάθεια, έχοντας παράλληλα και να αντιμετωπίσουν μικρότερη αποδοχή από κοινό και κριτικούς και προφανώς την έλλειψη εμπιστοσύνης από την εταιρεία τους. Αν κάποιος πόνταρε στο ποιός θα κάνει το επόμενο καθοριστικό βήμα οι Doves έμοιαζαν να έχουν χτίσει ευνοϊκότερες και σταθερότερες συνθήκες.
Πέρασαν 3 χρόνια για τους Elbow και τέσσερα για τους Doves. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα πολλά ανατράπηκαν. Το 2009 οι Doves παρουσίασαν το Kingdom of Rust, έναν υπερβολικά ψειρισμένο δίσκο που ήταν ασυνήθιστα γι'αυτούς κούφιος σε συναίσθημα, με τους ίδιους να ακούγονται περισσότερο κορεσμένοι και ξεπερασμένοι από ποτέ. Παρ'ότι το έψαξαν περισσότερο στα "Compulsion", το "House Of Mirrors" και το "Jetstream", κανένα απ' αυτά τα τρία δεν παρήγαγε κάτι άξιο λόγου. Ανέμπνευστοι, έμοιαζαν σα να μάζεψαν τις χειρότερες στιγμές τους. Η τριάδα στο κέντρο (αν βγάλουμε έξω το "Birds Flew Backwards" που είναι μία από τις χειρότερες ερμηνείες του Goodwin) με το "10.03", το "Greatest Denier" και το "Spellbound" προσπαθεί να αναβιώσει και το καταφέρνει επιτυχημένα τις παλιές όμορφες στιγμές των Doves χωρίς όμως και πάλι να προσθέτει τίποτα καινούργιο. Προσωπικά, ήταν η μεγαλύτερη απογοήτευση της περυσινής μουσικής χρονιάς.
Μπορεί όμως να ήμουν και περισσότερο αυστηρός μαζί τους γιατί μια χρονιά πριν το έτερον Μανκουνιανό τους ήμισυ έβγαλε ακόμα έναν δίσκο που θα έμπαινε πολύ ψηλά στα καλύτερα της δεκαετίας μας. Η ζυγαριά αυτή τη φορά έχει γείρει κατά πολύ προς τον, παχύτερο έτσι και αλλιώς, Guy Garvey. Όσο και να συμπαθούμε και τους δύο (εντάξει, περισσότερο τους Elbow ας μην κρυβόμαστε) το γεγονός παραμένει: ο 4ος δίσκος των Doves ήταν ο χειρότερος στην καριέρα τους ενώ ο 4ος δίσκος των Elbow ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο καλύτερός τους. Στο Seldom Seen Kid το κουιντέτο των Elbow ενδίδει επιτέλους στις jazz επιρροές του και παντρεύει την δημιουργικότητα σε νέα απάτητα γι'αυτούς εδάφη με την άμεση μεταδοτικότητα. Περισσότερα στις λίστες μας του 2008 που τις κόσμησε από την πρώτη θέση των άλμπουμ.
Αν μετά το 2005 οι Elbow έπρεπε να αποδείξουν σε όλον τον κόσμο ότι κάνει λάθος να τους υποτιμά, σε αυτή τη διαδικασία τώρα θα πρέπει να μπουν οι Doves. Οι Elbow απλά πρέπει να συνεχίσουν τόσο εμπνευσμένα και οι Doves να μην πάθουν το θανατηφόρο και ανέλπιδο σύνδρομο Puressence.
Όπως και να’χει έχουμε να κάνουμε με έξυπνες μπάντες. Κατάλαβαν πολύ γρήγορα ότι η Britpop ήταν αδιέξοδη και προχώρησαν σε άλλα, πιο συναρπαστικά μονοπάτια.
Γιατί όπως και να το κάνουμε, το να θέλουν οι Doves να γίνουν τα μικρά αδερφάκια των Radiohead και οι Elbow των Talk Talk είναι ένας φιλόδοξος, δύσβατος αλλά ευγενής σκοπός που το some beans στηρίζει και δίνει και λεφτά για την καμπάνια άμα λάχει.
Doves - "Here It Comes" από το Lost Souls
Elbow - "I've Got Your Number" απο το Cast Of Thousands
Κι όμως, οι Ocean Colour Scene και ο χαρούμενος, ηλιόλουστος ήχος τους δεν είχε καμία φιλία με τον μελοδραματικό και εσωστρεφή ήχο των πρώτων δίσκων των Coldplay. Παρ'όλα αυτά και τα δυο έμπαιναν κάτω από την ίδια σκεπή παρά τη διαφορά ετών που αποδείχθηκαν πολύ σημαντικά για τη διαμόρφωση και την εξέλιξη της βρετανικής μουσικής.
Ως έννοια το "Britpop" έχει τις ρίζες του στις εποχές των mods, της βρετανικής εισβολής στην αμερικάνικη αγορά, των Beatles, των Kinks κλπ.. Επίσης σημάδεψε και μια εποχή που η Αγγλία άκμαζε σε αρκετούς τομείς. Ακόμα και στο ποδόσφαιρο, όταν στο Μουντιάλ του 1966 η κατά τα άλλα loser εθνική Αγγλίας έφερνε στη μαμά πατρίδα του ποδοσφαίρου το τρόπαιο.
Τα μέσα των '90s λοιπόν ήταν μια κατάλληλη περίοδος για να επανακάμψει το κίνημα. Η εποχή αντιπροσώπευε το βλέμμα σε μια νέα πιο αισιόδοξη αυγή για την Αγγλία. Μετά τη Μαύρη Τετάρτη του John Major, την είσοδο του κόσμου στην εποχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης άνευ ψυχρών πολέμων και άλλων περιορισμών, τις βιομηχανικές περιοχές που είχαν καταντήσει ανοιχτό φέρετρο ονείρων για τη νεολαία αλλά έβγαζαν κάποιες ακτίνες ελπίδας μέσω των μουσικών ιδιοφυών που ανατράφηκαν σε αυτές (τρανό παράδειγμα το Μάντσεστερ), εμφανίστηκε ένας άνθρωπος που ενέπνευσε όσο ελάχιστοι τους Άγγλους. Και εδώ αξίζει credit στην uptight που μου υπενθύμισε πόσο βαθιά ήταν η επιρροή του πολιτικού σκηνικού στην εξέλιξη της αναβίωσης της Britpop.
Το 1994 ο νεαρός ηγέτης των εργατικών με το φουντωτό μαλλί έκανε την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος να πιστέψει σ' αυτόν οδηγώντας μετά από τρία χρόνια τον John Major στη μεγαλύτερη ήττα των συντηρητικών τα τελευταία 100 και κάτι χρόνια. Η εμφάνιση ενός νέου δυναμικού ηγέτη στην αντιπολίτευση σήκωσε ένα κύμα χαράς και ελπίδας στους Άγγλους αφού ο ίδιος τους έπεισε με τις υποσχέσεις του ότι είναι ο κατάλληλος να τους οδηγήσει στη νέα εποχή.
Ήταν η τέλεια εποχή για μια καινούργια αρχή και οι συνθήκες δημιουργήθηκαν, και με τη βοήθεια της τύχης, ιδανικά. Το grunge αυτοκτόνησε, η Αγγλία διοργάνωνε το Εuro 1996 και η ομάδα του Gascoigne, του Shearer, του McΜanaman και των άλλων παιδιών είχε πολλές ελπίδες να το σηκώσει και η Αγγλική μουσική γνώριζε χρυσές στιγμές με κόντρες, άνοιγμα στην μεγάλη αμερικάνικη αγορά αλλά, πάνω απ' όλα, στυλ και μελωδίες πρώτης ποιότητας. Εξ’ου και η αισιοδοξία των Ocean Colour Scene, των Cast, των Shed Seven, των Sleeper, των Dodgy, των Elastica, των πρώιμων Blur αλλά κυρίως των (κυριολεκτικά) αντιπροσώπων του εργατικού κόμματος Oasis. Ήταν η εποχή που οι εργατικοί έβγαιναν μπροστά, δυνατοί και έτοιμοι να ηγηθούν.
Όπως μας έχει διδάξει η ιστορία όμως, όταν οι άνθρωποι ελπίζουν στους πολιτικούς απογοητεύονται οικτρά. Κάπως έτσι έσπασαν τα μούτρα τους και οι Άγγλοι. Το ότι ο Gazza έφυγε τελικά με σκυμμένο το κεφάλι από το Γουέμπλεϊ εξαιτίας των καταραμένων Γερμανών και των αλάνθαστων πέναλτί τους ήταν άσχημο αλλά όχι όσο ήταν η απομυθοποίηση του Blair όταν πήρε την εξουσία.
Η Αγγλία εξαιτίας του έγινε κομπάρσος και ο ίδιος ένα θλιβερό σκυλάκι (όπως πολύ καθαρά αποτύπωσε την πραγματικότητα ο George Michael) της Αμερικής. Και μόνο το ότι πλέον η Αγγλία λογιζόταν ως το μικρό αδελφάκι των πρώην αποικιών ήταν ένα τρομερό χτύπημα στον τεράστιο εγωισμό των Άγγλων. Βάλτε και το OK Computer που πολλοί λένε ότι στραγγάλισε την Britpop με το ένα του χέρι, την low key αλλαγή των Blur, την τεράστια επιτυχία του μελαγχολικού Urban Hymns των Verve και το γεγονός ότι οι Oasis αδυνατούσαν να γράψουν καλά τραγούδια και κάπως έτσι ήρθε η αλλαγή κατεύθυνσης.
Κι εδώ έρχονται οι Coldplay με τους συναισθηματισμούς τους που λέγαμε προηγουμένως. Έτσι, από τη Britpop revival περάσαμε στην post-Britpop εποχή (άλλοι δύο αχρείαστοι προσδιορισμοί που όμως διευκολύνουν αφάνταστα την ζωή των τεμπέληδων μουσικοκριτικών). Η εποχή αυτή συνοδεύτηκε με πιο ντροπαλά χρώματα και πιο ενδοσκοπικούς στίχους αλλά δυστυχώς και με πολύ πιο αδύναμες συνθέσεις και δίσκους.
Η post-Britpop εποχή που διανύσαμε την δεκαετία που μόλις αφήσαμε πίσω μας περιγράφεται από τη μετατροπή των Coldplay από αξιοπρεπέστατη μπάντα που ειδικευόταν σε μπαλαντοειδή μελωδικά ροκ κομμάτια σε κακέκτυπο των U2 χωρίς μάλιστα τον βαρύ πρότερο κατάλογο των Ιρλανδών, την αλλαγή των Snow Patrol από lo-fi ποπ ροκ μπάντα με κοφτερές κιθάρες στο μελό του "Chasing Cars", τη γενική ανικανότητα των Stereophonics (αν και το "Have A Nice Day" σε χαζεύει ευχάριστα), τη μονοτονία των Idlewild, τα άδεια παντελόνια των Embrace (το "Gravity" τους άλλη μια ένοχη απόλαυση), τη κοινοτυπία των Starsailor, τη βαρετή μανιέρα των Athlete και τους Keane που έχουν μια ωραία φωνή αλλά δυστυχώς πηγαίνουν όπου τους φυσάει ο άνεμος (Θέλετε μελωδίες; Μα ναι ότι πείτε! Θέλετε '80s revival; Yes sir! Θέλετε U2; Φυσικά, γιατί όχι, αρκεί να μη μας διώξετε από την εταιρεία!).
Οπότε τί μας μένει; Οι καλές προθέσεις και η πολύ ευχάριστη ρομαντικότητα των Travis του αξιαγάπητου Fran Healy που με πολλές γλυκύτατες αλλά όχι γλυκερές στιγμές δεν υποκρίνονται τίποτα και ξέρουν τα όριά τους. Αποτέλεσμα, ακόμα και πρόσφατα να κυκλοφορούν φοβερά πιασάρικα ποπ κομμάτια που σε κάνουν να αισθάνεσαι ζεστασιά.
Όμως το όλο πράγμα χρειαζόταν μια ώθηση πραγματικής συνθετικής ιδιαιτερότητας και εφευρετικότητας. Και ας είναι καλά το Μάντσεστερ που προστάτευσε την τιμή της Αγγλίας και της Βασίλισσας.
Παίρνοντας τα πρωτόλεια στοιχεία της Βritpop, δύο μπάντες που έχουν υπερβολικά πολλές ομοιότητες σε σημείο που αρκετοί ακόμα μπερδεύουν το ποιός είναι ποιός (έχουν μέχρι και τον ίδιο αριθμό γραμμάτων στο όνομά τους) αναδύθηκαν από τον πάτο του βαρελιού της φρενήρους σκηνής του Μάντσεστερ βγάζοντας στο τραπέζι ο καθένας τις επιρροές του και χαρίζοντάς μας μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες μουσικές στιγμές της δεκαετίας του 2000.
Οι Doves και οι Elbow ξεκίνησαν περίπου απ'την ίδια αφετηρία, περνούν από περιστρεφόμενες πόρτες, πηγαίνουν μπρος πίσω, παράλληλα ο ένας απ'τον άλλον, άλλοτε πιο ψηλά, άλλοτε πιο χαμηλά, αλλά τα τελευταία 10 χρόνια είναι εδώ και υπάρχουν ως αξιοσέβαστοι, και αρκετές φορές τιμημένοι από τα βρετανικά βραβεία Mercury's, καλλιτέχνες.
Πρώτα οι Doves, αφού δοκίμασαν να φορέσουν μια dance φόρμα επηρεασμένη από την σκηνή του Madchester με όνομα Sub Sub (προσπάθεια που τελείωσε άδοξα και τραγικά αφού το στούντιό τους καταστράφηκε από μια πυρκαγιά κάνοντας στάχτες πολύ από το υλικό που είχαν ηχογραφήσει), άλλαξαν στον alternative rock εαυτό τους που γνωρίζουμε σήμερα. Το 2000, το Lost Souls τους, εμπνευσμένο από τον ανυπέρβλητο ηχητικό καταιγισμό layers του OΚ Computer μας προσέφερε το πανέμορφο σκότος του "Firesuite", φτιαγμένο την εποχή που κυκλοφορούσαν ως Sub Sub, και κυρίως το "Here It Comes", ένα από τα κομμάτια της δεκαετίας που αντέχουν περισσότερο στο χρόνο, με τα φωνητικά του Andy Williams να περιγράφουν μια «άρρωστη» κατάσταση που ήταν και είναι καθημερινότητα στο Μάντσεστερ - "Τhis is a call/ Α call to all/ Ιt goes out to those/ Who've been bad/ And I should know/ Because Ι've been/ Maybe once a week on Mondays" - την εθιστική μελωδία της κιθάρας να το συνοδεύει και το παιχνιδιάρικο πιάνο του Martin Rebelski να δίνει έναν ασυγκράτητο τόνο.
Τα "Sea Song", "Cedar Room" και "The Man Who Told Everything" ήταν μακρές υπνωτικές συνθέσεις που προσπαθούσαν να γίνουν οικείες αλλά όχι ευκολοχώνευτες. Στο πρώτο έφτιαξαν ένα ambient μαξιλάρι με ακουστικές κιθάρες που είναι ιδανικό για εκείνες τις μέρες που κοιτάς έξω από το τρένο χωρίς να σε ενδιαφέρει τι γίνεται μέσα σ' αυτό. Στο "Cedar Room" κινούνται στα όρια της δακρύβρεχτης υπερβολής αλλά δεν τα ξεπερνούν ποτέ ενώ o Jimi Goodwin ακούγεται τόσο μοναχικός όταν λέει "And I tried to sleep alone/ Βut I couldn’t do it/ Υou could be sitting next to me/ Αnd I wouldn’t know it" που το νιώθεις σαν υπενθύμιση όλων των στιγμών που έχεις νιώσει ποτέ μόνος. Ένα πολύ αδιάκριτο ξύσιμο πληγών αν θέλετε. Στο "The Man Who Told Everything" δοκιμάζουν μια τζούρα από έγχορδα που ξυπνούν το αδρανή άνθρωπο καλώντας τον να σηκωθεί επιτέλους από το κρεβάτι, να βγει στον κόσμο και να μιλήσει. "Be a world child form a circle" που λένε και στην Οξφόρδη.
Γενικά όλος ο δίσκος είχε παρόμοια ατμόσφαιρα. Σαν πρωινό Δευτέρας που το μάτι σου δεν λέει ν'ανοίξει αλλά στην πραγματικότητα έχεις ξυπνήσει αρκετή ώρα, αισθάνεσαι να γίνεσαι όλο και πιο αξύριστος και πιο βρώμικος όσο προχωράνε οι στιγμές περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο που μένει ανεξήγητα βουβό για καθημερινή, και με μια τρύπα στο στομάχι σου σηκώνεσαι χωρίς καμία προσδοκία, δίνοντας άλλη μια προσπάθεια σε άλλη μία μέρα, ξέροντας ότι θα την αντιμετωπίσεις μόνος, αλλά με μια μικρή εστία ελπίδας να σου οδηγεί τα βήματα.
Το 2001 και μετά από πολλές ταλαιπωρίες οι Elbow επιτέλους ευτύχησαν να δουν τον πρώτο τους δίσκο κάτω από τη σκέπη της V2 η οποία είχε την ατυχή έμπνευση να τους διώξει μετά το Leaders Of The Free World (πως σου φάνηκε το πολυβραβευμένο και καλοπουλημένο Seldom Seen Kid κυρία EMI;). To Asleep in the Back δεν επιβεβαίωσε απλώς ότι κάτι κινείται στην Αγγλική σκηνή που κρατιόταν γερά απ'την σοκαριστική αλλαγή των Radiohead και τους τοπικούς Αγγλικούς ήρωες τύπου Badly Drawn Boy απέναντι στην αμερικάνικη λαίλαπα των Strokes, των Interpol και των White Stripes, αλλά παρουσίασε έναν απίστευτα μεταδοτικό στιχουργό και σπουδαίο ερμηνευτή με το όνομα Guy Garvey. Με επιρροές όπως οι Talk Talk, έφτιαξαν ένα αριστούργημα που είναι απίστευτο κατόρθωμα αν σκεφτεί κανείς πως ήταν ο πρώτος τους δίσκος. Για άλλα συγκροτήματα θα ήταν εκτός από μια εκρηκτική αρχή και ένα απροσπέλαστο εμπόδιο για τους επόμενους δίσκους τους.
Πως να ξεπεράσεις το μεγαλειώδες progressive rock του "Newborn" που έδειχνε από τότε πως ο Garvey γράφει ύμνους στην αφοσίωση και τη συντροφικότητα με την ίδια ευκολία που κατεβάζει ένα pint, την ιδιοφυή ποπ αμεσότητα του "Red", το μάντρα της φυγής του "Any Day Now", το α λα Laughing Stock γλυκόπικρο τελείωμα του "Powder Blue" και το (θα έπρεπε αν είχε κάνει την ταινία νωρίτερα ο Guy Ritchie) soundtrack στον καινούργιο Sherlock Holmes, "Little Beast". Α ναι, να μην ξεχάσουμε τον φόρο τιμής στην νευρική και κλινική κιθάρα του Bernand Sumner στο "Bitten By The Tail Fly", ένα πολύ διασκεδαστικό καθρέφτισμα μιας Σαββατιάτικης νύχτας στο Μάντσεστερ που παρουσιάζει τον Guy Garvey σαν κυνηγό ημιμεθυσμένων κοριτσόπουλων, θυμίζοντάς μας τον απολαυστικό Frank McKey, και μέσα από τα tribal ντραμς του ξεσπάει σε ένα free jazz παραλήρημα.
Η ιστορία συνεχίζεται το 2002 όταν οι Doves κυκλοφορούν το The Last Broadcast που προσπάθησε και κατάφερε να είναι πιο άμεσο από τον προκάτοχό του. Το γλυκό ριφάκι του "Words", η αστική ζούγκλα του "There Goes The Fear", το επίμονο χτύπημα (sic) του "Pounding" και η καθαρή Βritpop του "Caught By The River" ήταν σίγουρα πιο προσβάσιμα. Αλλά ακούγοντάς τα ξανά σήμερα, εκτός απο το "Caught By The River", το single material του δίσκου ωχριά μπροστά στη μαγεία του "M62" που είναι ένας επαναπροσδιορισμός του "Moonchild" των King Crimson, του παραμυθένιου "Friday's Dust" και του πανέμορφου δίδυμου "Last Broadcast" - "The Sulphur Man". Εν ολίγοις, το άλμπουμ πέτυχε να τους κάνει ευρύτερα γνωστούς χαρίζοντάς τους πρωτιές στα αγγλικά charts αλλά ακούγονται πιο ασταθείς σε σχέση με το Lost Souls.
Ξανά άλμα πίσω (ή μπροστά) στους Elbow. 2003 και η αλληλουχία Doves-Elbow-Doves-Elbow συνεχίζεται. Ο δεύτερος δίσκος τους ονομαζόταν Cast Of Thousands και ξεκινάει με τον Guy Garvey να τραγουδά φλεγματικά "All you have is kisses" λες και είναι ένα ασήμαντο πράγμα να πάρει κανείς. Πιο ανεβαστικό και με εντονότερους ρυθμούς, όπως στο προαναφερθέν "Ribcage" όπου η χορωδία κάνει εκπληκτική δουλειά ή στο "Fallen Angel" όπου γνωρίζουμε έναν rock και εξωστρεφή εαυτό του Guy που θα αναπτύξει αργότερα στο Leaders Of The Free World ή σε συγκεκριμένα κομμάτια όπως το πρόσφατο "Grounds For Divorce", ενώ το δοτικό πνεύμα συνεχίζεται στο "Fugitive Motel", την κατά κάποιο τρόπο συνέχεια του "Red" μιας και έχει δανειστεί πολλά από τη λυρική του έκφραση.
Αλλά εδώ έχουμε και πολλά καινούργια κόλπα που σχημάτισαν τη μπάντα όπως την ξέρουμε σήμερα. Η παραγωγή του δίσκου που την έχουν αναλάβει οι ίδιοι μαζί με τον Ben Hillier δείχνει μια αγάπη προς την quiet/loud/quiet δυναμική με τρανό παράδειγμα το "Snooks" και τις χαρακτηριστικές κραυγές του ενδιαμέσως μιας υποχθόνιας μελωδίας. Πέρα από αυτά, οι δύο καλύτερες στιγμές του δίσκου που το φέρνουν δικαιωματικά στη ζυγαριά απέναντι από το Asleep In The Back είναι τα "Switching Off" και "I've Got Your Number". Το πρώτο είναι ένα σπαρακτικό έπος για την τελευταία εικόνα που θέλει να διαλέξει ο πρωταγωνιστής πριν αποθνήσκει. Ναι, προφανώς υπάρχει κορίτσι στην εικόνα αυτή.
Α, είπαμε ότι το είχε διαλέξει ο John Cale ως ένα από τα κομμάτια που θα έπαιρνε μαζί του σε ένα ερημικό νησί;
Στιχουργικά πάντως η αδιαμφισβήτητη κορύφωση είναι το "I've Got Your Number" που θα έκανε τον Stuart Staples να δακρύσει με την «3 το βράδυ» ατμόσφαιρά του. Στριγγλιάρικες κιθάρες γεφυρώνουν την ψιθυριστή φωνή του Guy που μιλάει για μια σχέση βασισμένη στο sex ή για μια σχέση που είναι βασισμένη στο sex με κάποιον άλλον. "Don't put this note by your face on the pillow/ Don't put this letter in the pocket near your heart" ή σε άλλη περίπτωση "Your lies are fluorescent my babyfaced angel/ Grow a fucking heart love" ή μία απο τις πιο διφορούμενες ευχές που έχω ακούσει ποτέ - "Keep it in the bottom drawer where you hide the sex tools/ I pray you always need them" με την ειρωνική πιανιστική έξοδο.
Παρεμπιπτόντως, το "Fallen Angel" είχε επιλεγεί για το soundtrack του 9 Songs και πάρα πολύ κακώς με όλο τον σεβασμό στον κ. σκηνοθέτα. Αν θέλεις να κάνεις μια ταινία για το sex και τις κρυφές ατζέντες των παρτενέρ και θες να διαλέξεις ένα τραγούδι των Elbow, απλούστατα δεν μπορείς να μη βάλεις το "I've Got Your Number".
Όλα καλά μέχρις εδώ λοιπόν. Οι πρωταγωνιστές μας έχουν βγάλει από δύο σπουδαίους δίσκους και περιμένουμε με αγωνία τον τρίτο τους.
Το έτος 2005 έχουμε τη τύχη να ακούσουμε το Some Cities των Doves και το Leaders Of The Free World των Elbow. Μπορούμε να πούμε ότι στον άτυπο συναγωνισμό των δύο δίσκων έχουμε μάλλον ισοπαλία. Είναι η πρώτη φορά όμως που αισθανόμαστε ότι και οι δύο βρίσκονται σε μια κάμψη, επαναλαμβάνοντας, λιγότερο επιτυχημένα, παλαιότερα κόλπα.
Οι Doves βγάζουν ένα ευχάριστο πρώτο single με τίτλο "Black And White Town" που όμως δεν είναι κάτι παραπάνω από ένα alternative rock αναμάσημα του καταλόγου τους. Τα πράγματα μετά καλυτερεύουν με την dream pop του “Almost Forgot Myself” και τις αφελείς αλλά αξιαγάπητες παραινέσεις του Williams και του Garvey (τι νομίζατε, ότι δεν αλληλοβοηθούνται τα παιδιά;) που έρχονται μαζί με το γλυκό fingerpicking του ρεφρέν δίνοντας μια απαραίτητη ελαφρότητα στην σχεδόν πάντοτε επίπεδη φωνή του Goodwin και τις trademark μελωδίες, που γράφουν Doves από την αρχή ως το τέλος, "Snowden", "One Of These Days" και "Someday Soon" που κορυφώνονται σε έναν κυκεώνα θλιμμένων φθινοπωρινών κιθάρων.
Το εντυπωσιακό και φιλόδοξο "Storm" δανείστηκε τα ανεπαίσθητα, σαν ήρεμα κύματα, έγχορδα του Ryuichi Sakamoto και έχτισε πάνω τους μια κλασσική Βritpop μπαλάντα ενώ το "Ambition" ηχογραφήθηκε σε ένα μοναστήρι στο στυλ της ιερής σιωπής και της πένθιμης προσευχής του "A House" από το Lost Souls.
Στον αντίποδα, μαζί με την αφηρημάδα που προκαλούσε το “Black And White Town”, υπήρχε το ομώνυμο με τον δίσκο τραγούδι "Some Cities" που δεν γλίτωνε τα χασμουρητά ή το b-side στην καλύτερη των περιπτώσεων "Walk In Fire" που ακουγόταν σα να το έγραψαν μέσα σε 10 λεπτά. Όλα αυτά έφτιαξαν ένα δίσκο που ήθελε να συνεχίσει με φόρα από τα προηγούμενα αλλά έχανε εμφανέστατα καύσιμα σε κάποια κρίσιμα σημεία.
Από την άλλη το Leaders Of The Free World ήταν ο επιθανάτιος ρόγχος των Elbow στην V2. Πούλησε αρκετά μέτρια αλλά ήταν χαρακτηριστικό πως ήταν το πρώτο άλμπουμ τους όπου έκαναν μόνοι τους την παραγωγή. Άλλωστε δεν ήταν ξένοι με τη διαδικασία. O Guy Garvey έχει υπάρξει σχεδόν μόνιμος παραγωγός των I Am Kloot ενώ είναι ιδιοκτήτης της Skinny Dog Records που ειδικεύεται σε μπάντες από το Μάντσεστερ. Ο δίσκος ήταν προφανώς πολιτικοποιημένος και, παρ'ότι είχε τις κλασσικές τους ωδές στην αγάπη και τα δυναμικά τους ξεσπάσματα που ακούγονται οργισμένα και γεμάτα αγγλική ειρωνεία, εν τούτοις όλα μοιάζουν λιγότερο καθοριστικά σε σχέση με πριν. Τα τριανταφυλλένια "Station Approach" και "The Stops" είναι αναμφισβήτητα όμορφα αλλά λιγότερο σημαντικά και «ζωντανά» από τα προηγούμενα παρόμοια κομμάτια τους. Εξαίρεση τo "An Imagined Affair" που έχει την αίσθηση ενός κλασσικού Elbow κομματιού, με το απαλό πιάνο που ίπταται να το κάνει να ακούγεται ακόμα πιο ντροπαλό και χαριτωμένα άβολο μέσα στο κουκούλι του. Οι καλύτερες στιγμές του δίσκου έρχονται από το θεατρικότατο "Forget Myself", το δηλητηριώδες "Leaders Of The Free World" που επιβεβαίωνε αυτό που φοβόμασταν ("The leaders of the free world/ Are just little boys throwing stones/ And it's easy to ignore til they're knocking on the door of your homes") και το ξεκαρδιστικό "Mexican Standoff", μια ελεγεία στη ζήλεια μιας και ο Guy το εμπνεύστηκε όταν είδε μια φωτογραφία του πρώην φίλου της κοπέλας του: "I'm not superstitious but if I can get/This ball in the basket /Then he'll wake up dead/ Your sweet reassurances don't change the fact/ That he's better looking than me/ Yet he'd look ideal 'neath the wheels of a car/ Oh Mexican standoff I wish I was part".
Ίσως τα συγκεκριμένα άλμπουμ φάνηκαν πιο αδύναμα από τις προηγούμενες προσπάθειές τους γιατί και οι δύο προσπαθούσαν να καθορίσουν το έδαφός τους. Προσπάθησαν να οριοθετήσουν τον ήχο τους ώστε να μπορέσουν να επεκταθούν στη συνέχεια. Αυτό το κατάφεραν κάπως καλύτερα οι Doves που έμοιαζαν να πατάνε λίγο καλύτερα τη συγκεκριμένη περίοδο από τους Διόσκουρούς τους. Υπό την έννοια του καθορισμού ενός ήχου καλά τα κατάφεραν και οι Elbow δείχνοντας όμως περισσότερη αστάθεια, έχοντας παράλληλα και να αντιμετωπίσουν μικρότερη αποδοχή από κοινό και κριτικούς και προφανώς την έλλειψη εμπιστοσύνης από την εταιρεία τους. Αν κάποιος πόνταρε στο ποιός θα κάνει το επόμενο καθοριστικό βήμα οι Doves έμοιαζαν να έχουν χτίσει ευνοϊκότερες και σταθερότερες συνθήκες.
Πέρασαν 3 χρόνια για τους Elbow και τέσσερα για τους Doves. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα πολλά ανατράπηκαν. Το 2009 οι Doves παρουσίασαν το Kingdom of Rust, έναν υπερβολικά ψειρισμένο δίσκο που ήταν ασυνήθιστα γι'αυτούς κούφιος σε συναίσθημα, με τους ίδιους να ακούγονται περισσότερο κορεσμένοι και ξεπερασμένοι από ποτέ. Παρ'ότι το έψαξαν περισσότερο στα "Compulsion", το "House Of Mirrors" και το "Jetstream", κανένα απ' αυτά τα τρία δεν παρήγαγε κάτι άξιο λόγου. Ανέμπνευστοι, έμοιαζαν σα να μάζεψαν τις χειρότερες στιγμές τους. Η τριάδα στο κέντρο (αν βγάλουμε έξω το "Birds Flew Backwards" που είναι μία από τις χειρότερες ερμηνείες του Goodwin) με το "10.03", το "Greatest Denier" και το "Spellbound" προσπαθεί να αναβιώσει και το καταφέρνει επιτυχημένα τις παλιές όμορφες στιγμές των Doves χωρίς όμως και πάλι να προσθέτει τίποτα καινούργιο. Προσωπικά, ήταν η μεγαλύτερη απογοήτευση της περυσινής μουσικής χρονιάς.
Μπορεί όμως να ήμουν και περισσότερο αυστηρός μαζί τους γιατί μια χρονιά πριν το έτερον Μανκουνιανό τους ήμισυ έβγαλε ακόμα έναν δίσκο που θα έμπαινε πολύ ψηλά στα καλύτερα της δεκαετίας μας. Η ζυγαριά αυτή τη φορά έχει γείρει κατά πολύ προς τον, παχύτερο έτσι και αλλιώς, Guy Garvey. Όσο και να συμπαθούμε και τους δύο (εντάξει, περισσότερο τους Elbow ας μην κρυβόμαστε) το γεγονός παραμένει: ο 4ος δίσκος των Doves ήταν ο χειρότερος στην καριέρα τους ενώ ο 4ος δίσκος των Elbow ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο καλύτερός τους. Στο Seldom Seen Kid το κουιντέτο των Elbow ενδίδει επιτέλους στις jazz επιρροές του και παντρεύει την δημιουργικότητα σε νέα απάτητα γι'αυτούς εδάφη με την άμεση μεταδοτικότητα. Περισσότερα στις λίστες μας του 2008 που τις κόσμησε από την πρώτη θέση των άλμπουμ.
Αν μετά το 2005 οι Elbow έπρεπε να αποδείξουν σε όλον τον κόσμο ότι κάνει λάθος να τους υποτιμά, σε αυτή τη διαδικασία τώρα θα πρέπει να μπουν οι Doves. Οι Elbow απλά πρέπει να συνεχίσουν τόσο εμπνευσμένα και οι Doves να μην πάθουν το θανατηφόρο και ανέλπιδο σύνδρομο Puressence.
Όπως και να’χει έχουμε να κάνουμε με έξυπνες μπάντες. Κατάλαβαν πολύ γρήγορα ότι η Britpop ήταν αδιέξοδη και προχώρησαν σε άλλα, πιο συναρπαστικά μονοπάτια.
Γιατί όπως και να το κάνουμε, το να θέλουν οι Doves να γίνουν τα μικρά αδερφάκια των Radiohead και οι Elbow των Talk Talk είναι ένας φιλόδοξος, δύσβατος αλλά ευγενής σκοπός που το some beans στηρίζει και δίνει και λεφτά για την καμπάνια άμα λάχει.
Doves - "Here It Comes" από το Lost Souls
Elbow - "I've Got Your Number" απο το Cast Of Thousands
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου