Ήταν Σάββατο βράδυ, και στεκόμουν μαζί με τον mr.grieves έξω από το μέρος όπου λίγα λεπτά αργότερα ο Μ83 με την μπάντα του θα εμφανιζόταν για πρώτη φορά στην Αθήνα. Κάτι άλλο που επίσης θα συνέβαινε για πρώτη φορά, ήταν ότι θα πήγαινα να δω μια συναυλία χωρίς να έχω ακούσει ούτε μισή φορά το τελευταίο πόνημα του καλλιτέχνη. Είχα εξερευνήσει το Before the Dawn Heals Us του 2005 και το ακόμα παλιότερο Dead Cities, Red Seas & Lost Ghosts αλλά για κάποιο λόγο, το φετινό Saturdays = Youth μου είχε ξεφύγει, παρ'όλο που το "Graveyard Girl" παρέλασε στη διάρκεια της χρονιάς σχεδόν απ'όλα τα blogs που επισκέπτομαι τακτικά. Δεν ήταν ότι είχα κάτι με τον συμπαθή Γάλλο, ούτε ότι με είχε απωθήσει κάτι στις προηγούμενες δουλειές του. Ίσως απλά να μη με είχαν τραβήξει τόσο ώστε να το ακούσω οπωσδήποτε, κι έτσι πήγα στο Gagarin με μια έξτρα τζούρα περιέργειας κι ένα μεγάλο "Για να δούμε!" να αναβοσβήνει γλυκά στο μυαλό μου.
Το πρώτο πράγμα που μου κίνησε υποψίες ότι τελικά ίσως και να είχα χάσει κάτι καλό τόσο καιρό ήταν το πλήθος: το Gagarin ήταν εντελώς γεμάτο και κόσμος ερχόταν συνεχώς, τη στιγμή που άλλα παρόμοιου βεληνεκούς mini-sensations τα περασμένα χρόνια (Metric, Lanterna, Devastations) με το ζόρι κατάφεραν να μαζέψουν 500 άτομα. Για να μη μιλήσω για το φετινό live των Spiritualized. Όχι πως εμπιστεύομαι και πάρα πολύ το κριτήριο του indie κοινού της χώρας - το έχουν επηρεάσει άλλωστε αρκετοί κομπλεξικοί Lester Bangs/ John Peel wannabes, ειδικά τα τελευταία χρόνια - αλλά τέτοια μάζωξη είχα καιρό να δω.
Η συναυλία αυτή καθ'αυτή δεν ήταν κακή, αλλά δε μου προκάλεσε και κάποια τρομερή αίσθηση, τουλάχιστον όχι αρκετή ώστε να κατανοήσω τέτοιο ενθουσιασμό. Ίσως έφταιγε που στεκόμασταν πολύ πίσω, σχεδόν στο μπαρ, ίσως πάλι τα κομμάτια να μην ήταν φτιαγμένα τόσο πολύ για ένα live σ'ένα μικρό κλαμπ. Ίσως απλά (το πιθανότερο) να ήταν που τα άκουγα για πρώτη φορά. Όπως και να'χει, δεν εντυπωσιάστηκα - μέχρι το προτελευταίο κομμάτι του κανονικού σετ.
Ξαφνικά, εκεί που κουνιόμουν στο ρυθμό μάλλον νωχελικά, ψιλοκοιτάζοντας κιόλας το ρολόι μου, άκουσα ΑΥΤΟ. Η υπέροχη φωνή της κοπέλας σχημάτισε στο ρεφραίν ένα εκπληκτικό μελωδικό αγκίστρι στο οποίο όχι απλά τσίμπησα, αλλά κατάπια το σκουληκάκι αμάσητο και χάθηκα ολοκληρωτικά στο βυθό του κομματιού, όπου αλλεπάλληλα ρεύματα από keys και κιθάρες διασταυρώνονταν αρμονικά. Μεμιάς απέκτησε νόημα το χτύπημα που έβλεπα να ρίχνει στη σκηνή ο νεαρός κύριος Gonzalez και οι συν αυτώ, κι έμεινα μαζί τους και στα δυο επόμενα κομμάτια που έκλεισαν τη βραδιά, με το ενδιαφέρον μου για το πρόσφατο υλικό να έχει ανέλπιστα περάσει τη βάση.
Την άλλη μέρα, όμως, είδαμε τους R.E.M. στο Καλλιμάρμαρο και σε γενικές γραμμές θα μπορούσα να πω ότι η εμφάνιση του Μ83 κινδύνεψε σοβαρά να θαφτεί πολύ σύντομα στη λήθη, σκεπασμένη από τη χρυσόσκονη που σκόρπισε γύρω του το Αθηναϊκό τρίο. Θα μπορούσε να'χε γίνει έτσι... μα έλα που εκείνο το κομμάτι δε μ'άφηνε! Αγκυροβολημένο μέσα στο κεφάλι μου όλη την εβδομάδα που ακολούθησε, άφησε τα πελώρια, χιλιοακουσμένα (ορισμένα λατρεμένα) τραγούδια με τα ολόφωτα καταστρώματά τους να περάσουν, να λάμψουν γιορτινά σκοτεινιάζοντάς το και απειλώντας να το βουλιάξουν και τελικά να φύγουν, κι έμεινε εκεί, να επιπλέει και να επιμένει να το προσέξω. Εντυπωσιασμένη από την αντοχή του, έριξα μια βιαστική ακρόαση στο φετινό album κι αυτή με πληροφόρησε ότι ήταν το 3ο κομμάτι του δίσκου, το "Skin of the Night".
Όπως συμβαίνει πάντα σ'αυτές τις περιπτώσεις, τις επανειλημμένες ακροάσεις του τραγουδιού ακολούθησε τελικά το υπόλοιπο album. Ο Γάλλος έχει προσκαλέσει στη χαρούμενo ηχητικό '80s πάρτι του όσους αποθέωσαν τα ονειρικά, ζεστά keyboards τα τελευταία χρόνια (Air, Death in Vegas, Royksopp, Goldfrapp) κι έχει ως τιμώμενα πρόσωπα τους Jesus & Mary Chain με την κελαριστή, διάφανη κιθαριστική ποπ τους να διαπερνάει το "Graveyard Girl" και την Kate Bush, την οποία φέρνουν στο μυαλό αρκετές φορές τα αιθέρια γλυκόλογα της Morgan Kibby. Σαν ντεκόρ, ό,τι αγαπήσαμε (ή μισήσαμε, αναλόγως) από την ποπ των 80s: ήχος γυαλισμένος σαν παρκέ, συνθετικά ντραμς παντού, ευγενικές jangly κιθάρες και μικρές λουλουδένιες λεπτομέρειες από διάφανα keyboards που φέρνουν στο μυαλό πολυαγαπημένα χιτάκια της εποχής (χωρίς πλάκα, το "Kim & Jessie" θα μπορούσε να έχει έρθει αυτούσιο από το 1985) (κι επίσης, όποιος πει ότι δεν του αρέσει τουλάχιστον το πρώτο από τα τρία προηγούμενα ψεύδεται ασυστόλως).
Tο αποτέλεσμα είναι καλύτερο απ'ότι δείχνει η περιγραφή. Με τη δεύτερη, τρίτη το πολύ ακρόαση, το album σε μεταφέρει σε έναν κόσμο νυχτερινό, φωτισμένο με πολύ neon, και σε διαποτίζει μια διάθεση χαρούμενης, αισιόδοξης εξερεύνησης. Θέλεις να οδηγήσεις γρήγορα σε μια άδεια λεωφόρο ("Graveyard Girl"), να χορέψεις χωρίς σταματημό ("Couleurs"), να μπεις σε μυστηριώδη κλαμπ όπου το dress code ειναι κάτι μεταξύ Nina Hagen και γκέισας (το προαναφερθέν "Skin of the Night"), να πετάξεις, ή έστω να περπατήσεις νομίζοντας ότι πετάς ("We Own the Sky") ή να παίξεις για λίγο στο Lost in Translation, και να χαθείς νοητικά στο χαώδες μα και τόσο σαγηνευτικό Τόκυο ακολουθώντας την Σκάρλετ και τον Μπιλ υπό τους ήχους του "Highway of Endless Dreams" - που θυμίζει τόσο το "Girls" των Death in Vegas από το soundtrack - και του "Too Late".
Προσωπικά, το απόλαυσα ιδιαίτερα σε μια νυχτερινή βόλτα στην άδεια Ερμού, περπατώντας γρήγορα. Τα χρώματα και τα φώτα της πόλης έμοιαζαν πιο έντονα, ο αέρας πιο κρύος αλλά και πιο φρέσκος - ήταν σα να με προσκαλούσε η βραδιά να μείνω έξω, μαζί της ως το τέλος, περιδιαβάζοντας τα μπλεγμένα στενά του κέντρου με την όρεξη και την ανεμελιά που οι δουλειές και η μίρλα της μέρας σε κάνουν να πιστεύεις πως δεν έχεις πια. Κι όλα αυτά από ένα δίσκο που ίσως να μην είχα μπει ποτέ στον κόπο ν'ακούσω. Να που μερικές φορές το πλήθος έχει δίκιο.
Video από το "Skin of the Night" live στο Τορόντο, με μέτριο ήχο αλλά ήταν το μοναδικό που βρήκα με ολόκληρο το κομμάτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου