Η σχέση μου με τους Suede υπήρξε κάπως... αναδρομική. Όταν όλοι ωρύονταν για το ομώνυμο πρώτο τους album οι επαφές μου με το αγγλόφωνο ρεπερτόριο ήταν σε πολύ πρώιμο στάδιο οπότε ίσα που κατάλαβα τι έγινε, κι αυτό μόνο και μόνο χάρη στις ατελείωτες προβολές του κλιπ του "Animal Nitrate"από το MTV (R.I.P.) το οποίο χάζευα μάλλον με απορία γιατί άρεσε σε τόσο πολύ κόσμο. Την επόμενη χρονιά που κυκλοφόρησε το Dog Man Star διένυα τη grunge φάση μου, λιώνοντας στο walkman τις κασέτες του Nevermind και του In Utero (με αρκετή καθυστέρηση, όπως συνέβαινε πάντα στην Ελλάδα) και οι λείες, λαμπερές κιθάρες του Bernard Butler μου φαίνονταν ξενέρωτες. Όταν πια έφυγε ο Butler κι έβγαλαν το Coming Up, τα hooks τους δεν ήταν αρκετά δυνατά για να με πείσουν να ερευνήσω πιο μέσα.
Ό,τι δεν είχε καταφέρει όλο αυτό το ψηστήρι το κατάφερε ένα b-side, αλλά όχι από τα παλιά και φημισμένα τους. Το "Sadie", κρυμμένο στην πίσω πλευρά τους τρίτου (ή τέταρτου;) single από το
Coming Up, του "Lazy", ήταν που με έκανε να αναρωτηθώ μήπως έπρεπε τελικά να εξερευνήσω περισσότερο το λήμμα "Suede". Ακολούθησε ολόκληρη
η συλλογή τους με τα b-sides. Μετά αποφάσισα να ξανακούσω το πρώτο άλμπουμ, κόλλησα άσχημα με το "So Young" και αργότερα εξίσου άσχημα με το "Sleeping Pills" και συνέχισα με τα πρώτα 6 κομμάτια του
Dog Man Star. Είχαμε πλέον 1999 προς 2000 και ξαφνικά ανακάλυπτα ότι κάποια πράγματα τα είχα αδικήσει προσπερνώντας τα τόσο βιαστικά. Έπρεπε όμως να αρκεστώ σε αυτά αφού οι καλές μέρες των Suede ήταν χρόνια πίσω, όπως και η επίσκεψή τους στη χώρα μας.
Τελικά εν έτει 2011 έμελλε μετά από πολλές περιπέτειες να επιβεβαιώσουν ότι ξαναπαίζουν μαζί (ΟΚ χωρίς τον Butler αλλά μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας) και, το σημαντικότερο, ότι θα έρχονταν ξανά προς τα εδώ. Δεν το σκεφτήκαμε δεύτερη φορά - φτάνει που καταφέραμε να χάσουμε τους Pulp το καλοκαίρι, μια δεύτερη χαμένη ευκαιρία για nostalgia trip τέτοιου βεληνεκούς θα πήγαινε πολύ. Πόσο μάλλον που, σε αντίθεση με την αρμάδα του Jarvis, αυτούς δεν τους είχε ξαναδεί ποτέ ουδείς από τη σύνθεση του some beans.
Έτσι, το βράδυ της 21ης Σεπτεμβρίου ανηφορίσαμε προς την Ιερά Οδό, στο ολοκαίνουριο Entertainment Stage (ω ναι, ψιθυρίστε το - ένας συναυλιακός χώρος με εξαερισμό!). Και ο Brett δε μας απογοήτευσε στιγμή. Γιατι ναι, ήταν ένα one man show, μπορούμε να είμαστε ειλικρινείς εδώ. Ψιλόλιγνος, στεγνός, αεικίνητος, με τη διαχρονική φράτζα του να κουνιέται φιλάρεσκα και χαριτωμένα δεξιά κι αριστερά, δεν είχε τίποτα μα τίποτα να ζηλέψει από τον 25άρη εαυτό του.
Έχοντας δει και την άλλη του πλευρά, αυτή του σοφότερου, κατασταλαγμένου 40άρη που αγκαλιάσαμε καθώς σκάλιζε τα μεράκια του στην ακουστική του κιθάρα, το 2009, ο Brett έμοιαζε όχι απλά σα να μην είχαν περάσει 2 ακόμα χρόνια από πάνω του αλλά σα να είχε περάσει εκείνος πάνω απ'αυτά κι από καμιά 10αριά ακόμα. Βγήκε στη σκηνή ορμητικός και η μπάντα περνούσε απ΄το ένα κομμάτι στο άλλο χωρίς ανάσα, χωρίς καν μια κουβέντα. Τα χρονικά άλματα ήταν αλλεπάλληλα και μεγάλα καθώς πηγαίναμε από τα πρώτα σινγκλάκια κατευθείαν σε κάτι από το
Head Music και πάλι πίσω, για μιάμιση ώρα.
Αυτό όχι απλά δεν ήταν εις βάρος της ροής της συναυλίας αλλά αντίθετα ανέδειξε το πιο εντυπωσιακό της χαρακτηριστικό: το πόσο ζεστά έδειχνε όλη η μπάντα να παίρνει κάθε ένα κομμάτι του σετ, αντιμετωπίζοντας το υλικό των πιο πρόσφατων δίσκων ακριβώς με τον ίδιο ζήλο που έδειχναν για το παλιότερο. Ίσως να ήταν επειδή ο Brett θέλει ακόμα να πιστεύει - και να υπενθυμίζει στο κοινό του - ότι τα πήγε εξίσου καλά και μόνος του ως βασικός συνθέτης των Suede, αλλά η θεατρικότητά του και η ζέση του δε μειώνονταν στο ελάχιστο, κάνοντας ακόμα και μέτρια κομμάτια όπως το "Obsessions" ή το "Filmstar" να μοιάζουν σχεδόν εξίσου σπουδαία με τα παλιότερα και το ρυθμό της βραδιάς να μην πέφτει ποτέ. Ακόμα κι αυτό το "Beautiful Ones" που δε μου άρεσε ποτέ έμοιαζε αδύνατο να του αντισταθείς και να μην το τραγουδήσεις έξω φωνή.
Η λέξη-κλειδί στην παραπάνω (τεραστίων διαστάσεων, παρακαλούμε δεχτείτε τη συγγνώμη μας) πρόταση, βέβαια, είναι το «σχεδόν».
Γιατί, όπως ήταν φυσικό κι αναμενόμενο, αυτά που έκλεψαν την παράσταση ήταν «τα παλιά». Οι Suede δεν έχουν, προς το παρόν τουλάχιστον, καινούριο δίσκο οπότε τυπικά όλα όσα έπαιξαν ήταν «παλιά», αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για «τα πιο παλιά». Εκείνα τα κομμάτια που προήλθαν από τη μαγική συνεύρεση του Brett και του Bernard πριν σχεδόν 20 χρόνια. Ένα "Animal Nitrate" που έβαλε φωτιά στο μαγαζί (και ναι, αυτή τη φορά είχα πλέον καταλάβει γιατί άρεσε σε τόσο κόσμο), ένα "Metal Mickey" που ενέπνευσε μπόλικες αεροκιθάρες να βγουν απ'τις θήκες τους, ένα "So Young" που έφερε μνήμες από μοναχικούς χορούς σε νεανικά δωμάτια, ένα "The Wild Ones" που έστειλε μικρά βοτσαλάκια να κατρακυλήσουν σε σπονδυλικές στήλες και, πάνω απ'όλα, ένα συγκλονιστικό "Pantomime Horse" με τον Brett γονατισμένο στη σκηνή να βγάζει τα σώψυχά του.
Κι εμείς μείναμε να τον κοιτάμε, κάποιοι με αρκετή δόση νοσταλγίας. Άλλωστε αυτό είχαν να προσφέρουν οι Suede εκείνο το βράδυ - ήταν παρόντες αλλά είχαν να μας δώσουν μόνο παρελθόν, φωτογραφίες από μια άλλη εποχή που για μεγάλο μέρος όσων ήμασταν εκεί ήταν τα πιο ξέγνοιαστά μας χρόνια. Ακόμα κι αν συνδέθηκαν με τη μουσική των Suede καθυστερημένα. Φιμώσαμε το κυνικό τμήμα του εγκεφάλου και το ευχαριστηθήκαμε όσο δεν πάει.