Αυτό το κείμενο είναι για σένα Τσίκο. Την φουντωτή και χνουδωτή απόλαυσή μας.
Έναν χρόνο πριν ήρθες στην πόρτα μας καλόβολος και παραδομένος στις αγκαλιές μας όπως πάντα. Χωρίς να δαγκώνεις και χωρίς να γρατζουνάς. Μόνο κοίταζες με ένα βλέμμα περιέργειας. Η αφορμή για να σε ανεβάσουμε πάνω ήταν ένα γιγάντιο ποντίκι που μας είχε πιάσει όμηρους ζητώντας λύτρα και τρώγοντας όλο μας το φαΐ. Το τουλάχιστον τρίμετρο ποντίκι δεν έλεγε να φύγει και όποτε προσπαθήσαμε να το παγιδεύσουμε δεν καταφέρναμε τίποτα. Βλέπεις ήταν πολύ έξυπνο για εμάς τους ανθρώπους. Το χειρότερο από όλα βέβαια ήταν ότι χρησιμοποιούσε το μπάνιο όλο το πρωί με αποτέλεσμα να αναγκαζόμαστε να ανακουφιζόμαστε στο διπλανό οικόπεδο μαζί με την Τζούλη. Ξέρω τι θα πεις. Ολόκληρο κόκερ σπάνιελ γιατί δεν βοήθησε να ξεφορτωθούμε τα δεσμά από την σκληρή κατοχή του ποντικού. Αλλά δεν την ξέρεις την Τζούλη τώρα; Το μόνο που την ενδιαφέρει είναι οι πλεξούδες της και η διατήρηση της 80’s κουπ της. Έτσι και αλλιώς υπέγραψαν με κροκέτες βουτηγμένες σε αίμα μια ανίερη συμφωνία μεταξύ τους μετατρέποντάς μας κυριολεκτικά σε είλωτες και απειλώντας τη ζωή μας αν αρνούμασταν να πληρώσουμε το χαράτσι του τυροφόρου που πραγματικά μας γονάτιζε.
Ώσπου ήρθες εσύ Τσίκο. Λόγω της φυσικής του και πατροπαράδοτης απέχθειας για τις γάτες ο ποντικός (που στο μεταξύ είχε ανακηρυχθεί βασιλιάς, πρωθυπουργός, υπουργός γεωργίας και κυβερνητικός εκπρόσωπος) στην αρχή ταρακουνήθηκε. Άρχισε να τρέχει στη θέα σου. Εσένα όμως δε σε ένοιαζαν αυτά. Και το κατάλαβε κι ο ίδιος όταν μια φορά που τον είχες στριμώξει στη γωνία αντί να τον φας κοίταξες το ρολόι σου και είδες ότι είναι ώρα για πλύσιμο. Τα παράτησες όλα τότε και άρχισες με σπουδή να γλείφεσαι πότε κάθετα, πότε οριζόντια, πότε κόντρα στις τρίχες σου με τις βουρτσίτσες ης γλώσσας σου να δουλεύουν υπερωρία.
Ο ποντικός τότε αναθάρρησε και κατάλαβε ότι η κυριαρχία του θα συνεχιστεί αφού η τρίτη παράταξη που εισέβαλλε στο σπίτι ήταν αναποφάσιστη και μάλλον ψήφιζε αποχή. Έτσι έγινε ακόμα χειρότερος αφού άρχισε να μας τιμωρεί που θέλαμε ακόμα να τον ξεφορτωθούμε. Μάλιστα στα επίμονα παρακαλετά μας ότι «δεν υπάρχει άλλο τυρί» απάνταγε με αδιαφορία και σκληρότητα «Τυρί υπάρχει!». Για τα βράδια ούτε λόγος. Κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τα ροκανίσματά του και τους εφιάλτες που τον ταλαιπωρούσαν. Εσενα βεβαίως δε σε ενδιέφεραν αυτά γιατί ήδη είχες κατέβει κάτω στο δρόμο. Βλέπεις η γιαγιά σου δε σε ανεχόταν αφου ούτε είχες επαναστατικές βλέψεις προς τον ποντικό αλλά έτρωγες και το λιγοστό φαΐ μας.
Η ζωή σου κάτω στην αυλή μας ήταν αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα. Στην αρχή ήσουν διστακτικός. Και πραγματικά ένας πανέμορφος γάτος, με τρόπους και φιλικός προς τους ανθρώπους πως θα μπορούσε να επιζήσει στο δρόμο; Ειδικά δε όταν στη γειτονιά έκανε κουμάντο ο Βρωμύλος. Ένας κάτασπρος αλήτης με μια οκά βρώμα πάνω του. Αγενέστατος και ζητιάνος. Μόλις του έδινες αυτό που ήθελε γυρνούσε ανάποδα δήθεν να τον χαϊδέψεις. Αυτό ήταν το κόλπο του. Και μόλις πήγαινες να χαϊδέψεις το χνουδωτό κοιλούμπι με μια αστραπιαία δολοφονική κίνηση σου γρατζούναγε με μανία το χέρι. Έτσι τον χάσαμε τον παππού…
Φόβος και τρόμος για τα υπόλοιπα γατάκια και άλλος ένας πονοκέφαλος για τους ανθρώπους. Αυτά έβλεπε ο ποντικός και έλεγε «Βλέπετε πως είναι έξω τα πράγματα; Καθίστε μαζί μου τώρα και μη γκρινιάζετε». Ανησυχούσα για σένα και θεωρούσα μεγάλο κρίμα που θα χανόταν έτσι ένα τρυφερό γατάκι. Και πράγματι, από την πρώτη νύχτα κιόλας άκουγα καυγάδες και απειλητικά νιαουρίσματα. Φαντάζομαι ότι θα σου έκανε τη ζωή δύσκολη και θα προσπαθούσε να επιβληθεί πάνω σου όπως οι παλιοί στρατιώτες προσπαθούν να ρίξουν το ηθικό των νεοσύλλεκτων.
Την επόμενη μέρα κατέβηκα με αγωνία να σε ψάξω. Κοιτάζω γύρω μου και δε σε βρίσκω. Σε καλώ με το γνώριμο ψι ψι ψι χωρίς όμως ανταπόκριση. Περιμένω λίγο ακόμα φωνάζοντας παράλληλα το καινούργιο σου όνομα. Τίποτα. «Αυτό ήταν τον έδιωξε ο βρωμύλος» σκέφτομαι. Γυρίζω να κλέισω την πόρτα και ξαφνικά ακούω το γνώριμό σου πρρρρ που βγαίνει μέσα από την προσπάθεια που κάνει το ήδη μεγάλο σου στομάχι να ακολουθήσει τα γυμνασμένα σου χέρια και πόδια. Έρχεσαι και τρίβεις το κεφάλι στα πόδια μου κοιτώντας παράλληλα αν κρατάω τίποτα φαγώσιμο. Παραμένει άψογη, καθαρή και στιλπνή η τρίχα σου. Σα να πέρασες το βράδυ στο σπίτι και όχι παλεύοντας με τον Βρωμύλο. Και να όμως κάτι που κίνείται πίσω από τη λεμονιά. Είναι ο Βρωμύλος! Και έχει τα μαύρα του τα χάλια. Λες και τον έσυραν στο δρόμο, ακόμα πιο βρώμικος και με χτυπημένο το σημείο πάνω από το αριστερό του μάτι. Πολύ πιο σεμνός αλλά εξίσου εκμεταλλευτής και σκληρός.
Έτσι τα κατάφερες Τσίκο. Οι επόμενοι μήνες πέρασαν όμορφα για σένα. Με αλητεία και φαΐ που σου κατεβάζαμε κάτω και τώρα πια μας περίσσευε γιατί η προγιαγιά σου ξεφορτώθηκε τον ποντικό με παλιομοδίτικο αλλά αποτελεσματικό τρόπο (έφτιαξε παγίδες κόλλας παγιδεύοντάς τον και στην συνέχεια του έριξε καυτό νερό με τις τσιρίδες του να κρατάνε κανα δεκάλεπτο αν σας ενδιαφέρει).
Δεν ήσουν αχάριστο γατί όμως σαν τον Βρωμύλο. Μας αντάμειβες για τον κόπο που κάναμε με υπερωρίες χαδιών. Το ήρεμο γουργουρητό σου αντηχούσε στη γειτονιά και η άνοιξη έμοιαζε πιο ανθισμένη από ποτέ μόλις έβλεπε τα παιχνιδιάρικά σου μουστάκια να εμφανίζονται στον ορίζοντα. Η όλη ιδέα να σε κάνουμε οικόσιτο και να φυλακίσουμε μαζί μας την άγρια αλλά και εκλεπτυσμένη γοητεία σου ήρθε όταν αυτή που θα γινόταν η μελλοντική σου μαμά σε είδε σε μια από τις επισκέψεις της. Ο έρωτας ήταν αμοιβαίος, δυνατός και κεραυνοβόλος. Παρότι κι εγώ είχα διακρίνει την αναμφισβήτητη γατίσια ποιότητά σου μόνο εκέινη διέκρινε σε τι εξωφρενικά ύψη ομορφιάς θα έφτανες κάνοντας όλο τον κόσμο να αλαλάζει το όνομά σου όποτε σε έβλεπε δημιουργώντας έναν περίπου αστικό μύθο στο πέρασμα σου.
Από εκεί και πέρα έγινε σκοπός της ζωής μας να σε πάμε στο μελλοντικό σου βασίλειο στον Πειραιά και να σε βάλουμε κορώνα πάνω στο κεφάλι μας. Οι μήνες πέρναγαν αλλά οι αλόγιστες σπατάλες του ποντικού μας είχαν ρίξει στα νύχια του ΔΝΤ (Διεθνές Νιαουριστικό Ταμείο) οπότε μας είχε απαγορευτεί να κάνουμε εισαγωγή γατιών. Εμείς όμως δεν θέλαμε άλλες γάτες. Θέλαμε εσένα. Και παρότι η δίμετρη Ρωσίδα Όλγα καθόταν περήφανη πάνω στο μαξιλάρι του καναπέ που ήταν στηριγμένο στον αγαπημένο της κάδο από σκουπίδια ξέραμε ότι εσύ είχες προτεραιότητα. Και όσο και αν μας πόναγε που μια ξεπεσμένη κούκλα που στην πατρίδα της θα γουργούριζε σε σαλέ κυριών στο Καζάν αναγκαζόταν να βουτήξει τη μυτούλα της στα σκουπίδια της γειτονιάς, εσύ ήσουν ο πρώτος μας.
Όταν η περιβόητη επιτήρηση τελείωσε και το περίφημο γατόνιο μπήκε στα συρτάρια ήμασταν πια έτοιμοι για σένα Τσίκο. Όλη εκείνη την εβδομάδα είχαμε άγχος. Πώς θα σε φέρουμε σπίτι, πού θα εναποθέτεις το κουρασμένο από το τέντωμα κορμάκι σου, πού θα βάλουμε την άμμο σου, τί θα κάνεις όταν λείπουμε από το σπίτι κλπ κλπ. Ετσι καθυστερήσαμε μερικές μέρες μέχρι να ετοιμάσουμε και τις τελευταίες λεπτομέρειες. Εντωμεταξύ το πρωί εκείνης της ημέρας είχε έρθει μόνο ο Βρωμύλος αλλά χωρίς εσένα. Το προήγουμενο βράδυ είχα ακούσει τον μεγαλύτερο καυγά που είχατε κάνει ποτέ. Ο Βρωμύλος ήταν ακόμα πιο πολύ χτυπημένος σε δύο ακόμα σημεία αλλά εσύ δεν ήσουν πουθενά. Είχα καθησυχαστεί όμως γιατί ήξερα ότι ήταν η περίοδος που το είδος σου αρέσκεται σε ερωτικές τρελίτσες και ζουζουνίσματα. Έτσι κι αλλιώς ένας κούκλος σαν και εσένα, ένας James Dean κυριολεκτικά των γατιών, δεν θα μπορούσε να μην έχει άπειρες κατακτήσεις.
Τώρα πλέον ήμασταν στην τελική ευθεία. Άυριο θα σε πέρναμε σπίτι οπότε έπρεπε να κοιμηθείς απόψε εδώ που σε βρήκαμε στο μακρινό βουνό του Υμηττού προκειμένου να φύγουμε μαζί αύριο το πρωί. Κοιτάζω έξω από το μπαλκόνι. Το φαΐ σου ανέγγιχτο. Ο Βρωμύλος καθόταν βαριεστημένα κάτω από το αμάξι τρομάζοντας άλλα μικρά γατάκια με το απειλητικό του γοερό μουρμουρητό. Κάτι είχε συμβεί. Και δε μου άρεσε καθόλου. Άφαντος όλη την ημέρα. Δεν μπορεί λεω. Τώρα που τον χρειαζόμαστε να λείπει. Προφανώς θα έπεσε σε λυσσάρα γάτα με full time διαθέσεις. Δεν εξηγείται αλλιώς.
Άλλη μια νύχτα έπεσε και αρχίσαμε να ανησυχουμε αληθινά. Αρχίσαμε να ψάχνουμε στις κακοτράχαλες ανηφόρες του μαγικού και στοιχειωμένου βουνού του Υμηττού. Πίσω από λοφάκια, κάτω από λοφάκια, στο δασάκι από πάνω, στο σχολείο. Τίποτα. Είχαμε αρχίσει να το παίρνουμε απόφαση. Ρισκάραμε που τον αφήσαμε μόνο του έξω. Δύο πράγματα είχαν συμβεί. Ή τον καπάκωσε κάποιο γκρινιάρικο παιδάκι που τον είδε έτσι καλόβολο και καλλονό και τον πήρε σπίτι του ή…. Ούτε να το σκέφτομαι δεν ήθελα. Και η αλήθεια είναι πως οι άμαξες εδώ περνάνε αραιά αλλά με μεγάλη ταχύτητα. Και η αλήθεια είναι πως είχε παχύνει τώρα τελευταία και είχε γίνει λιγότερο ευκίνητος. Ήταν και η καλοκαιρινή ζέστη. Μπορεί να θόλωσε, να μην πρόσεξε και μια από αυτές τις γερμανικές άμαξες να πέρασε από πάνω του…. Χριστέ μου….
Πρώτη φορά στενοχωρήθηκα τόσο για ένα ζώο. Μεγάλωσα με γάτες και με σκύλους αλλά πάντοτε η αγάπη μου και το ενδιαφέρον μου γι’αυτά κρατούσε μέχρι να αρχίσει το καθάρισμα, οι καθημερινές βόλτες (που κατέληγε να τις κάνει ο πατέρας μου) και μέχρι να μεγαλώσουν και να σταματάνε να είναι τόσο χαριτωμένα βυζανιάρικα κουτάβια και γατάκια. Τώρα ήταν διαφορετικά όμως.
Το απόγευμα πήγα έναν ακόμα περίπατο σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον βρω. Πάνω, κάτω, γύρω από τη γειτονιά, στους περίφημους επτά λόφους. Πουθενά. Ώσπου σε μια ανηφόρα βλέπω ένα από τα πολλά γατιά που κυκλοφορουσαν. Τα υπόλοιπα αρνήθηκαν ευγενικά να μου μιλήσουν αλλά αυτό παρέμενε εκεί πέρα. Έβλεπα μόνο την πλάτη του που είχε αυτό το γνώριμο τιγρέ σταχτί που είχε και η πλάτη του Τσίκο. Πλησίασα και όσο πλησίαζα διαπίστωσα ότι είχε και τα ίδια χρώμα στο κεφάλι του. Αυτό ήταν! Ο Τσίκο! Μα τι δουλειά είχε εδώ και τι περίμενε τέλος πάντων; Ο γάτος καταλαβαίνει εκείνη την στιμή την παρουσία μου και γυρίζει. Δεν ήταν ο Τσίκο…. Το κεφάλι του παραήταν στρογγυλό. Σαν ιπτάμενος δίσκος. Το άριστα σμιλεμένο κεφάλι του Τσίκο ήταν ιδανικά δομημένο και συμμετρικό. Ένας Paul Newman των γάτων. Και φυσικά δεν είναι ο Τσίκο. Αυτό το γατί είχε άσπρα γαντάκια στα χέρια πως δεν το παρατήρησα από την αρχή; Ο Τσίκο δεν θα καταδεχόταν το βαρετό άσπρο να διακόψει τις τέλειες σκούρες καφέ τιγρέ ραβδώσεις του. Πήγα να χαιδέψω το ανώνυμο γατί αλλά έφυγε. Δεν είχε καμμία σημασία. Δεν ήταν ο Τσίκο…
Γύρισα σπίτι μου. Ενημέρωσα την μαμά του που ανησυχούσε. Το επόμενο πρωί στείλαμε τις πλερέζες στο καθαριστήριο. Ο Τσίκο θα μας αποχαιρετούσε το Σάββατο ένα ζεστό απόγευμα του Ιούνη στο μπαλκόνι της αυλής που τόσο αγάπησε. Δεν θα είναι ο ίδιος. Η τελετή θα γίνει χωρίς σώμα αλλα δεν έχει σημασία. Θα αποχαιρετούσαμε την ιδέα του Τσίκο, ενός γατιού που είχε μόνο φίλους και θαυμαστές και έναν εχθρό που όμως και αυτός τον παραδεχόταν. Το μικρό Τσικάκι που είχε σπείρει σε μια από τις προηγούμενες περιπέτειές του ο άντρας, ο ιππότης σε μια εποχή που έχει πεθάνει ο ιπποτισμός, ο σοσιαλιστής σε μια εποχή που έχει πεθάνει ο σοσιαλισμός, ο αθλητής σε μια εποχή που έχει πεθάνει ο αθλητισμός, ο <επίθετο> σε μια εποχή που έχει πεθάνει ο <θεσμός>, ήταν απαρηγόρητο. Κουτούλαγε στους τοίχους αποσυντονισμένο που ο κύρης και πυξίδα του το άφησε μόνο του. Ένα Τσικάκι που ήταν καθ’ εικόνα και καθ'ομοίωση του, δίχως υπερβολή, ομορφότερου γάτου που έχει περάσει από τον πλανήτη. Ένα Τσικάκι που παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε για να το εξημερώσουμε στην αρχή κατέληξε να έχει χαρακτήρα ίδιο με τον πατέρα του. Στοργικό και παιχνιδιάρικο του άρεσε να κοιμάται στο μπαλκόνι. Εκεί που κοιμόταν και μεγαλουργούσε και ο πατέρας του. Το Τσικάκι θα μπορούσε να γίνει ο νέος Τσίκο, χωρίς βεβαίως να διαθέτει την επίκτητη enfant gâté ποιότητα του πατέρα του που θα ανάγκαζε τους Φαραώ να πλακώνονται για το ποιος θα τον πάρει στον τάφο.
Το Τσικάκι είχε άσχημη τύχη όμως. Ζώντας γρήγορα και καιγόμενο εξίσου γρήγορα βρέθηκε να κοιμάται τον αιώνιο ύπνο στην αυλή μας μια αποφράδα ημέρα του Σεπτέμβρη θύμα των δολοφόνων αμαξών που μαστίζουν τη γατοράτσα. Το νήμα της ζωής του κόπηκε απότομα και ξαφνικά, και παρότι έζησε στην σκιά του σημαντικού πατέρα του δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ.
Το σκοτάδι έπεσε την ημέρα της κηδείας του Τσίκο. Τα νιαουρίσματα έσκισαν τον αέρα προς τιμήν ενός ωραίου γάτου.Πέσαμε όλοι αποκαμωμένοι για ύπνο προσπαθώντας να ξεχάσουμε. Μερικές ώρες αργότερα το φώς άρχισε να διαπερνά τις κουρτίνες. Η γιαγιά μου κατέβαινε για την κυριακάτική της Ακολουθία καθώς είχε ήδη συμπληρώσει 49 απουσίες από τον θάνατο του παππού μου και κινδύνευε να μείνει μεταξεταστέα. Ανοιξε την πόρτα ετοιμαζόμενη να αντιμετωπίσει το δροσερό πρωινό που θα το ακολουθούσε μια ακόμα ζεστή μέρα στο λυκόφως μιας δύσθυμης και ιδρωμένης νύχτας. Και τότε τον είδε!
Ο Τσίκο ήταν εδώ! Γύρισε! Ζωντανός! Το μικρό Τσικάκι κουτρουβαλούσε χαρούμενο από πίσω του πότε αριστερά και πότε δεξιά της ουράς του αφέντη του ψάλλοντας χαρούμενα νιαουρίσματα ενώ ο ήλιος βιαστικά άρχισε να ανατέλλει για να προλαβει να χαιδέψει πρώτος έναν γάτο, μα τι γάτο. Γάταρο. Ο Antony Hegarty που πεταξε αποκλειστικά για τον αποχαιρετισμό του Τσίκο άρχισε να τραγουδάει το “Salt Silver Oxygen” με μια ολόχρυση μελωδία που αγκάλιαζε όλη την πλάση τιτιβίζοντας χαρούμενα “The flying horse carries me across the sky”. Πράγματι ο Τσίκο επέστρεψε και το ναζιάρικο νιαούρισμά του ξανάγινε νόμος και χαρά σε αυτό το σπίτι.
Τα λόγια ήταν περιττά, ο χρόνος για χάσιμο, και το σακούλι γεμάτο. Την ίδια κιόλας ημέρα η μαμά του Τσίκο πέταξε τα μαύρα και ήρθε να προϋπαντήσει το παιδί της. Όντας πιο ήσυχος και ικανοποιημένος από ποτέ ο Τσίκο κάθησε ήρεμος στα χέρια μου για όσο διαρκούσε η διαδρομή μέχρι τον Πειραιά. Ικανοποιημένος γιατί ήξερε ότι η πορεία του σαν αδέσποτος αρχηγός της γειτονιάς έλαβε τέλος και ήρθε η ώρα του να ξεκουραστεί. Επιβίωσε από τις δόλιες επιθέσεις του Βρωμύλου, τις λυσσάρες και αχόρταγες γάτες, τις γρήγορες γερμανικές άμαξες, την Τζούλη, τον ποντικό και τα παιδάκια που τον στόχευαν με τα φυσοκάλαμα. Τώρα μπορούσε να απολαύσει τους καρπούς του κόπου του και να έχει ένα σπίτι, μια μαμά και έναν μπαμπά.
Καμμιά φορά αναρωτιέμαι τι να σκέφτεται όταν κοιτάζει διερευνητικά έξω από το μπαλκόνι καθήμενος στο μαξιλαράκι της ψάθινης καρέκλας του. Τον βλέπω να τεντώνει τα αυτιά του στο ξαφνικό γαύγισμα του γκρινιάρη Φοίβου από την παραδίπλα πολυκατοικία και το σώμα του να σχηματίζει ερωτηματικό όταν βλέπει μια γάτα να περπατάει στο απέναντι πεζούλι του πίσω μπαλκονιού. Τώρα μάλιστα που δεν μπορεί και δεν θέλει να αναπαραχθεί άλλο αντιμετωπίζει τις γάτες με μια ιδιαίτερη περιέργια σχηματίζοντας αρχαίες ερωτήσεις με την ουρίτσα του. Το πρωί πάντα θα μας ξυπνήσει γιατί είναι η ώρα του να φάει (τρώει νωρίτερα το πουλάκι μου από την ώρα που ξυπνάμε εμείς), του αρέσει να κάνει μανικιούρ με τα φοβερά και τρομερά του νύχια, που πλέον τα χρησιμοποιεί για καλό σκοπό , στον ονυχοδρομιακό του πάσσαλο, εξαφανίζει κάτω από ψυγεία, καναπέδες, γραφεία, έπιπλα ό,τι μπορεί να κλωτσήσει με τα ποδαράκια του (από θερμόμετρα μέχρι ρολόγια) και πάντοτε μα πάντοτε θα κάτσει στο ίδιο δωμάτιο με την μαμά και τον μπαμπά. Αν βλέπουν κάποια ταινία θα φροντίσει να τεντωθεί μπροστά στην τηλεόραση την πιο κρίσιμη στιγμή, ή αν κάθονται στον υπολογιστή θα αρχίσει να κυνηγάει το ποντίκι (το ψεύτικο αυτήν τη φορά) πατώντας διάφορα τυχαία κουμπιά στο πληκτρολόγιο κλείνοντας ό,τι παράθυρο υπήρχε ανοιχτό. Το βράδυ πάντα θα κοιμηθεί στα πόδια μας μη σταματώντας να ανησυχεί για εμάς και να μας προστατεύει, συνεχίζοντας τον τίμιο αγώνα του ενάντια στις πατούσες, τα καζανάκια και τα μαλλιά της μαμάς που του αρέσουν ανακατεμένα.
Τσίκο αυτό είναι για σένα μαζί με όλη μας την αγάπη και την τρυφερότητα….