31.7.09

So we dug us a hole/ And planted our skin/ Like a seed in the ground/ To grow again

photo provided by patrickwatson.netΜπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι στις φετινές μουσικές βιτρίνες δεν υπάρχουν καθόλου νεο-folk τραγουδοποιοί με πλούσιες μελωδίες κι ενορχηστρώσεις. Ούτε καν στις εκπτώσεις δεν εμφανίστηκε κανένα ρετάλι. Στις κολεξιόν των προηγούμενων χρόνων είχαν παρουσιαστεί κάποια δείγματα. αλλά ήταν μινιμαλιστικά, ταπεινά και ήσυχα. Φορέθηκε πολύ ο Bon Iver, ο Iron & Wine, ο Phosphorescent. Τους δοκιμάσαμε κι εμείς εδώ στο some beans και μπορούμε να πούμε ότι μας άρεσαν.

Φέτος, λοιπόν, λέγαμε ότι θα ήταν η τελευταία λέξη της μόδας. Ερχόταν και ο καινούριος δίσκος των Grizzly Bear ήδη φορτωμένος με hype μήνες πριν βγει, και πιστεύαμε ότι θα βοηθούσε στο να κυριαρχήσει ο ήχος αυτός. Στις αρχές της χρονιάς ξεπήδησε ο DM Stith, με το υπέροχο Heavy Ghost, για το οποίο βάζαμε στοίχημα το δωματιάκι του εκτυπωτή στο μέγαρο του some beans ότι θα πέταγαν τη σκούφια τους Uncut, Paste, Pitchfork και όλο το συνάφι. Στην τελική, στα δικά μας αυτιά είχε πολύ καλύτερα τραγούδια από όλους τους παραπάνω, με το "Pity Dance" να είναι ακόμα βασικό υποψήφιο για τον εξέχοντα τίτλο του αγαπημένου μας κομματιού της χρονιάς. Κι όμως, οι αντιδράσεις ήταν μεν καλές αλλά λίγο χλιαρές, κυρίως εκ μέρους των hipsters που κατακλύζουν το διαδίκτυο κι έχουν το PF για ευαγγέλιο. Το hype που άξιζε ο δίσκος δεν ήρθε ποτέ. Σ'εκείνη τη φάση ξύσαμε για πρώτη φορά με απορία το κεφάλι μας, και συνεχίσαμε ν'ακούμε το εξαιρετικό ντεμπούτο του Αμερικανού τραγουδοποιού με μανία.

Αργότερα ήρθε η Soap & Skin. Ήρθε στον κόσμο μας και μάς πήρε τα μυαλά. Ή μάλλον, για να το προσδιορίσω λίγο καλύτερα, μου πήρε τα μυαλά, αφού αυτά του mr.grieves είχαν απαχθεί από το Γ.Ε.Σ.. Ο σκοτεινός και μελωδικός της κόσμος τράβηξε αρκετούς μέσα, πλην όμως στο περιθώριο - σε περιοδικά και sites έβρισκε κανείς σκόρπιες μικρές αποθεωτικές κριτικές, αλλά σα να φοβούνταν να το πουν προς τα έξω, μήπως οι εφιαλτικές εικόνες που πρόβαλαν οι ελεγείες της 18χρονης Αυστριακής χαλούσαν το πάρτυ.

Τελευταία περίπτωση, και τελευταίο θύμα ως τώρα των κολλημάτων που έχουν φάει οι trend-setters της μουσικής σκηνής, είναι ο Patrick Watson. Ναι, ναι, ο Καναδός μουσικός για τον οποίο μιλάγαμε και στην εκπομπή #12, ή αν θέλετε η τετραμελής μπάντα που κρύβεται πίσω απ'το όνομά του και της οποίας ηγείται. Μετά το υπέροχο Close to Paradise του 2006, η νέα τους κυκλοφορία (η τρίτη, και για τον Watson προσωπικά η 4η μιας και είχε κυκλοφορήσει ένα solo album το 2001) ήταν μια από τις πλέον πολυαναμενόμενες της χρονιάς για μας. Το Wooden Arms κυκλοφόρησε στα τέλη Απριλίου από την Secret City Records, και από τις πρώτες ακροάσεις πέτυχε κάτι πραγματικά δύσκολο: να ανταποκριθεί στις υψηλές προσδοκίες μας. Εϊναι λίγοι οι καλλιτέχνες που καταφέρνουν να μην σε απογοητεύσουν όταν έχεις βάλει τον πήχυ ψηλά. Το Wooden Arms όμως είναι τόσο καλό όσο το περιμέναμε.

Με το που ξεκινάει το "Fireweed", μπαίνεις σ'έναν κόσμο αραχνοΰφαντο, με περίεργα, κουδουνιστά κρουστά να ηχούν από διάφορες μεριές καθώς το πιάνο και οι κιθάρες σε παίρνουν απ'το χέρι και σε οδηγούν, δείχνοντάς σου τα αξιοθέατα. Το πανέμορφο, κυκλικό ριφάκι του κομματιού είναι το πρώτο που βλέπεις και σε κάνει ν'ανυπομονείς για το τι υπάρχει παρακάτω, και η μελωδία του "Tracy's Waters" σε καθηλώνει. Το ζωηρό πιανάκι σε πάει στο πολύβουο, πολυάσχολο Πεκίνο ("Beijing"), ενώ στο συγκλονιστικό ομώνυμο κομμάτι ταξιδεύεις στην Ιταλία και στις καντάτες της με το μαντολίνο που συνοδεύει το ονειροπόλο πιάνο και την jazz diva ερμηνεία του Patrick. Κι αυτά συμβαίνουν μόνο στα τέσσερα πρώτα τραγούδια.

Η εκλεκτικιστική ποπ προσέγγιση του Watson συνεχίζεται και στον υπόλοιπο δίσκο, με εκπληκτικά αποτελέσματα μέχρι το τέλος. Από τις blues και Tom Waits επιρροές του γλυκόπικρου "Travelling Salesman" μέχρι το θεαματικά κινηματογραφικό ορχηστρικό έπος "Down at the Beach" και την Arcade Fire-με-slide-κιθάρες ανάταση του "Machinery of the Heavens", ο Watson και η παρέα του δε σταματούν να μας μαγεύουν. Με κορυφές αντάξιες αυτών του Close to Paradise ("Sleeping Beauty", "The Great Escape", "Luscious Life", "Daydreamer") αλλά πιο πολλές, και χωρίς ουσιαστικά αδύναμες στιγμές, παρά μόνο κάποιες λιγότερο σπουδαίες. Με τη φωνή του Patrick να μην επιδίδεται στις α λα Buckley πτήσεις της (παρά μόνο στο "Where the Wild Things Are"), παραμένοντας στο ζεστό, τρυφερό Nick Drake χρώμα της σχεδόν πάντα.

Ένας δίσκος πλούσιος και χορταστικός χωρίς να πνίγει ή να κουράζει, ή να χάνει τον προσανατολισμό του, όπως κάποιες φορές συμβαίνει π.χ. στον Spencer Krug με το Sunset Rubdown όχημά του. Κι από την άλλη, συνθετικά - δουλειά του Watson αυτό - σε σαφώς ανώτερο επίπεδο από τους προαναφερθέντες μοναχικούς τύπους. Από άποψη ενορχηστρώσεων φυσικά δεν τίθεται θέμα, καθώς εδώ έχουμε μια ολόκληρη μπάντα όπου όλοι συνεισφέρουν στη διαμόρφωση του ήχου, και όχι ένα περίπου one-man-show α λα Kevin Barnes ή Gustav Ejstes. Η ισορροπία που επιτυγχάνουν ανάμεσα στο εκλεκτικό και το βαρυφορτωμένο είναι πραγματικά θαυμαστή, αλλά ταυτόχρονα αφήνει να φανούν τα έντεκα θαυμάσια τραγούδια που ντύνει.

Για κάποιο μυστήριο λόγο, οι αντιδράσεις ήταν ακόμα χλιαρότερες από αυτές προς το δίσκο του Stith (του οποίου ο Watson πρέπει να αποτελεί βασικότατη επιρροή). Ίσως επειδή οι Καναδοί δεν έχουν το, πάντα χρήσιμο, πλεονέκτημα του νέου ονόματος. Το Pitchfork έθαψε το δίσκο μεγαλοπρεπώς, μιας και απ'ό,τι φαίνεται το trend της περιόδου είναι η ηλιόλουστη synth pop με ολίγη από έθνικ ρυθμούς των jj (ένα πολύ ενδιαφέρον αρχικά κόλπο, που όμως μετά από 3-4 κομμάτια έχει εξαντληθεί, ειδικά όταν οι συνθέσεις δεν είναι και κάτι το ιδιαίτερο) και ο νεραϊδόκοσμος του/των Patrick Watson δεν πολυκολλάει. Το Uncut ανέφερε ότι έχει χάσει λίγο το δρόμο του. Άλλοι είπαν ότι δεν είναι τόσο άμεσο όσο οι προηγούμενες δουλειές της μπάντας. Και μένουμε ν'αναρωτιόμαστε αν ακούμε τον ίδιο δίσκο με όλους αυτούς. Γιατί για μας, πρόκειται για έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς.

Patrick Watson - "Fireweed" (Wooden Arms)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
Clicky Web Analytics