11.3.11

Some '00s #10: British Sea Power

2003... 2003 χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού, δύο χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ένα χρόνο πριν τελειώσω το σχολείο, ένα χρόνο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα, ένα χρόνο πριν το σκάνδαλο με το Πόρτο Καρράς στην Χαλκιδική, η χρονιά που ο κολλητός μου έπιασε επιτέλους το μπουτάκι της Μαρίκας της συμμαθήτριάς μας. Όλα αυτά πολύ σημαντικά γεγονότα που θα μνημονεύονται στο μέλλον.

Τον Ιούνιο του 2003 ο έφηβος mr.grieves προσπαθεί να βρει άκρη με τις pstn συνδέσεις και να έχει ανοιχτό ταυτόχρονα το Championship Manager 2000-01 ώστε να μη δίνει στόχο ότι χρεώνει γύρω στις έξι ώρες την ημέρα το τηλέφωνο του σπιτιού. Ανάμεσα στον Μερκούρη Καραλιόπουλο και τον Θωμά Βενέτη (οι μανατζερικοί θα τα θυμούνται με νοσταλγία αυτά τα ονόματα) προσπαθούσα να κατεβάσω ένα ένα τα κομμάτια του Hail To The Thief. Εκείνο το μήνα κυκλοφορούσε το The Decline of British Sea Power και προφανώς δεν υπήρχε περίπτωση να το ξέρω ούτε να ασχολούμαι με ένα άγνωστο αγγλικό συγκρότημα τη στιγμή που το "Sail To The Moon" και το "Go To Sleep" κατέβαιναν με τόσο κόπο. Προφανώς λεφτά για cd δεν υπήρχαν, τα μουσικά sites ήταν σε εμβρυακά στάδια και τελείως άγνωστα για κάποιον της ηλικίας μου που η μόνη του επαφή με την εναλλακτική μουσική ήταν η εβδομαδιαία μεταμεσονύκτια εκπομπή του Mad.

Κάποια χρόνια αργότερα τα πράγματα έχουν αλλάξει δραματικά. Λιγότερο ρομαντικά σίγουρα αλλά πλέον οι επιλογές είναι άπειρες. Το όνομα British Sea Power, που σε μια λιγότερο τεχνολογική και παντογνωστική κοινωνία θα το ήξεραν μόνο κάποιοι hardcore γραφικοί, είναι πλέον ένα πολύ γνωστό όνομα στους κύκλους της συγκεκριμένης μουσικής. Προφανώς superstars δεν έγιναν ποτέ και ούτε πρόκειται να γίνουν γιατί βρίσκονται ακριβώς σε αυτό το ενδιάμεσο limbo κάπου στα όρια της ανθεμικής κιθαριστικής μουσικής για στάδια και στις ιδιοσυγκρασιακές, εσωτερικής κατανάλωσης παλαβές στιγμές τους.

Στην περίπτωσή τους ισχύει το «ή τους λατρεύεις ή αδιαφορείς» γιατί κάτω από την επικάλυψη κάποιων δυνατών hooks κρύβεται μαύρος χρυσός που σπάνια κάποιος θα σκάψει για να τον βρει. Οι British Sea Power, απ'όσο βλέπω τουλάχιστον, δε μοιάζουν μπάντα ικανή να δημιουργήσει ισχυρά συναισθήματα μίσους και αυτό οφείλεται στο ότι δε βρήκαν ή δε θέλησαν να βρουν ποτέ αυτό το άστρο που θα τους εκτοξεύσει στα αστέρια, προκαλώντας στη χειρότερη περίπτωση την αδιαφορία.

Από την άλλη το κοινό τους είναι αρκετά σκληροπυρηνικό και τους ακολουθεί στενά. Είναι ένα κοινό που θέλει κάτι πολύ πιο εκλεπτυσμένο και ώριμο από Arctic Monkeys, κάτι λιγότερο pop από Franz Ferdinand και κάτι πιο ενεργητικό από την υπόλοιπη μελαγχολική britpop σκηνή. Οι BSP έχουν τα hooks, έχουν το μυαλό και έχουν και τη διάθεση για μουσικές περιπέτειες.

Δεν έχουν τη διάθεση (και ίσως και τη δυνατότητα) για να κάνουν κάτι μαζικό όπως πολύ λανθασμένα τους κατηγόρησε το Pitchfork όταν βαθμολόγησε τον τρίτο τους δίσκο Do You Like Rock Music? με ένδειξη U.2 σα να επρόκειτο για προσπάθεια της παρέας απο το Brighton να φτάσει τους Ιρλανδούς σε δημοτικότητα ενώ στην πραγματικότητα ήταν ένα τσίγκλισμα του στυλ «που πάμε ρεειιιιι» για όλους αυτούς που ακόμα βασίζονται στις κιθάρες για να μιλήσουν στο κοινό.

Άλλη μια άδικη εκτίμηση για τη μπάντα είναι πως οι γνώσεις των μελών της αποβαίνουν εις βάρος της μουσικής τους. Πράγματι τα παιδιά είναι σπουδαγμένα και όχι τα τυπικά ντουβάρια rock stars στυλ Liam Gallagher, Kings οf Leon κ.λ.π. Διαβάστε για παράδειγμα αυτά τα δύο features του Drowned In Sound: στο ένα η Abi Fry μιλάει για την αγάπη της για το πλέξιμο και ο Hamilton φτιάχνει ένα κολάζ εικόνων αποκαλύπτοντας τις σουρρεαλιστικές του ανησυχίες. Στο άλλο αφιέρωμα ο Phil Sumner διαλέγει τα πέντε αγαπημένα του κάστρα στην Βρετανία και μας κάνει να ετοιμάζουμε τις βαλίτσες μας για το Ηνωμένο Βασίλειο. Στον κόσμο των BSP λοιπόν η ζωή δεν είναι ποτέ βαρετή και δεν αναλώνεται μόνο σε δύο κιθάρες, φωνητικά, ντραμς και μπάσο.

Η ιστορία ξεκινάει αρκετά πριν απο το 2003 όπου τα αδέλφια Scott και Neil Wilkinson με καταγωγή απο το Kendal πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο με τον Matthew Wood. Ξεκινούν να φτιάχνουν μικρά συγκροτηματάκια και να μαθαίνουν και να ρωτάνε και να απαντάνε και να σχηματίζουν μουσικό γούστο. Ο Scott φεύγει για να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο του Reading όπου γνωρίζει τον κιθαρίστα Martin Noble και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Μια κλασσική ιστορία για το πως γνωρίζονται τα μέλη μιας μπάντας. Ο Neil και ο Matthew γνωρίζονται με τον Noble και έτσι οι British Air Power ήταν γεγονός. Ναι, η μπάντα ξεκίνησε ως αεροπορική δύναμη προτού μεταφερθεί στη θάλασσα. Ο Scott Wilkinson απαντούσε πλέον στο πιο απλό Yan και ανέλαβε τα βασικά φωνητικά και τη δευτερεύουσα κιθάρα, ο αδελφός του Neil έγινε Ηamilton (το μεσαίο του όνομα) και έπιασε το μπάσο, βοήθησε στα φωνητικά και σε ό,τι άλλο χρειαζόταν, ο Martin Noble έγινε ο βασικός κιθαρίστας Noble, ε, και ο Matthew μετετράπη σε Wood και έπιασε αυτό που περίσσευε. Δηλαδή τα drums.

Οι εμφανίσεις τους σε μικρά clubs μεγάλωναν όλο και περισσότερο το κοινό τους και τα demos που κυκλοφόρησαν ήταν το εισητήριό τους για ένα πιο ευρύ κοινό. Τη μεγαλύτερη θραύση βεβαίως την έκαναν στην ολόδικιά τους βραδιά σε clubs του Brighton (Club Sea Power) όπου με διαφορετικό support κάθε βράδυ και διάφορα events όπως ντεφιλέ μόδας του 1930 προειδοποιούσαν πως είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τις υπόλοιπες τοπικές μπάντες. Όταν τους είδε σε ένα live ο Geoff Travis της Rough Trade τα υπόλοιπα πήραν το δρόμο τους. Εντωμεταξύ ο Eamon Hamilton έγινε και επισήμως μέλος της μπάντας παίζοντας τα keyboards με σκοπό να δώσει μεγαλύτερη ποικιλία στον ήχο τους.

Τον Ιούνιο του 2003 τελικά -εξ'ου και ο μεγάλος πρόλογος για τη συγκεκριμένη χρονιά- ξεκίνησε το τρένο και οι επονομαζόμενοι πλεόν British Sea Power κυκλοφορούν το -με ιδιαίτερα απαισιόδοξο τίτλο αν λάβουμε υπ'όψιν ότι είναι το ντεμπούτο τους- The Decline of British Sea Power, με τραγούδια όπως το συγκινητικό "Wooden Horse" που μιλάει για την απόδραση αιχμαλώτων πολέμου κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, το εκρηκτικό "Apologies To Insect Life" που μπλέκει στα παραισθησιογόνα τον Ντοστογιέφσκι, την Λάσι και κάποιες γυμνάστριες (!), το ακόμα πιο νευρικό αδερφάκι του "Favours In The Beetroot Fields" με θέμα τον Καίσαρα και τις κατακτητικές του βλέψεις, ατάκες από τον Μάκβεθ ("Something Wicked This Way Comes") και διάφορες άλλες λογοτεχνικές και ιστορικές ανησυχίες γνωρίζοντας όπως ήταν αναμενόμενο παταγώδη εμπορική αποτυχία.

Παρ'όλα αυτά με το πέρασμα των χρόνων και με τη βοήθεια των εξαιρετικών κριτικών που απέσπασε είναι το γενικότερα αποδεκτό άλμπουμ τους. Και κατά τη δική μας ταπεινή γνώμη ένα αριστούργημα της προηγούμενης δεκαετίας που θα μπορούσε να σώσει μόνο του και με το ένα χέρι την κιθαριστική rock μουσική. Η αντίδραση στο εφήμερο που εξέφραζε το "Remember Me", που ζωγράφιζε έναν ζωντανό πίνακα της σωματικής και ψυχικής εξαΰλωσης που υφίσταται το σώμα στο πέρασμα των χρόνων, οι κοφτερές κιθάρες που προσπαθούν να αναπνεύσουν καθώς τα πνευμόνια τους γεμίζουν νερό στο "Fear Of Drowing", το τρεκλίζον παραπάτημα του "The Lonely" που προσπαθεί να ξεμεθύσει με ένα μπουκαλάκι αγγλικού χιούμορ στην τσέπη -"Just like Liberace, I will return to haunt you with peculiar piano riffs"- το single του δίσκου "Carrion", ίσως το πιο γνωστό τους τραγούδι με τα «ηρωικά» ριφάκια που ξεχειλίζουν απο ζωντάνια, το "Blackout", ένα πολύ τρυφερό θαυματάκι που εκτυλίσσεται πάνω σε ένα πιάνο με τη «σφιχτή» μπάντα να οδηγεί από πίσω θυμίζοντας κάτι που θα μπορούσε να ακούγεται σε μια παμπ και μετά ο 14λεπτος τόμος του "Lately" που επιστρατεύει όλα τα ριφάκια όλων των συναισθημάτων απο τη μυθολογία της κιθάρας χωρίς ούτε ένα δευτερόλεπτο να νιώσεις ότι αυτό που ακους είναι «αυτοθαυμασμός» και επίδειξη δυνατοτήτων αφού η σύνθεση είναι τόσο σφιχτή και συναισθηματική που σε τυλίγει με μια ζεστή κουβέρτα από την οποία δεν υπάρχει λόγος να αποδράσεις. Από την αρχή -"Lately you seem like another language/ Are you in trouble, are you in trouble again/ And you know how they say/ The past is a foreign country/ How can we go there/ How can we go where we once went?"- μέχρι το τέλος ραγίζει καρδιές και δοκιμάζει τύμπανα: "Do you like my megalithic rock?/ Do you like my prehistoric Rock?/ Do you like my teutonic Rock?/ Do you like my hygienic rock?/ Do you like my sterile rock?/ Do you like my Megalithic Rock?"

Το The Decline of British Sea Power είναι πλέον ένας κλασσικός δίσκος που αλήθεια είναι ότι οι BSP δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεπεράσουν την ώμοτητα, την ενέργεια, την αμεσότητα, την πονηριά, την έμπνευση της στιγμής που διέθετε. Το Valhalla Dancehall ανατράφηκε με αυτό ως πρότυπο και να δούμε πώς θα μεγαλώσει.

Προς το παρόν πίσω στο 2005 και στη συνέχεια του The Decline... με τίτλο Open Season. Η μπάντα έχει αρχίσει και ανακαλύπτεται από όλο και περισσότερο κόσμο, το Time Out τους ανακυρύσσει καλύτερη live μπάντα της χρονιάς (όχι αδίκως, καθώς στα live τους γίνεται ένας πολύ ξεχωριστός χαμός, με 20λεπτα τραγούδια επίμετρα-αυτοσχεδιασμούς, σκαρφαλώματα, διάλυση του σκηνικού που έχει διακοσμηθεί με πλαστικά πτηνά και φυτά, τον Eamon να χτυπάει το τύμπανο του περπατώντας ανάμεσα στο κοινό, την αρκούδα μασκότ της μπάντας με όνομα Ursine Ultra να τρώει το ξύλο της χρονιάς της απο τα μέλη της μπάντας και γενικότερα ένα μεγάλο πάρτι για μικρά και μεγάλα παιδιά) και το συγκρότημα διανύει την καλύτερη περίοδό του που συνδυάζεται με την πάντοτε παρούσα περίοδο χάριτος των νέων συναρπαστικων καλλιτεχνών.

Ενδιάμεσα κυκλοφορούν μόνο στην Ιαπωνία το εξαιρετικό EP Spirit of St Louis με το αξιαγάπητο pop γλύκισμα "A Lovely Day Tomorrow" να δεσπόζει με φωνητικά της Kateřina Winterová των Τσέχων Ecstasy Of Saint Theresa και θέμα τη δολοφονία του υψηλόβαθμου στρατιωτικού των Ναζί Reinhard Heydrich απο δύο Τσέχους πράκτορες. Μάλιστα κυκλοφόρησε ως single στην Τσεχία την ημέρα της εισόδου της χώρας στην Ευρωπαική Ένωση σε 1.942 (η χρονιά της δολοφονίας του Heydrich) αντίτυπα και συνοδεύτηκε απο κάποιες συναυλίες των δύο συγκροτημάτων στην Πράγα με την Budvar (μμμμμ) να αναλαμβανει χορηγός των τετραπέρατων Brightonιανών. Εκτός απο το "A Lovely Day Tomorrow" απο το EP ξεχώριζε η πιστή διασκευή στο "Tugboat" των Galaxie 500 με τους στίχους "I don't wanna stay at your party/ I don't wanna talk to your friends/ I don't wanna vote for your president/ I just wanna be your tugboat captain" να αποδεικνύεται προφητική -μεταφορικά μιλώντας- για τη μπάντα.

Το Open Season επωφελήθηκε απ'αυτήν την περίοδο χάριτος, όχι ότι δεν άξιζε καλές κριτικές βεβαίως, και συνέχισε να σπρώχνει το όχημα που έτρεχε σε υψηλές ταχύτητες. Αυτή τη φορά ήταν πιο μελωδικοί, οι επιρροές ξέφυγαν απο Pixies (ο τρίτος αδελφός Wilkinson, Roy είναι μουσικός δημοσιογράφος και θεωρείται αυθεντία στους Pixies οπότε εξηγούνται πολλά) και ήρθαν σε πιο αγγλικά post punk μονοπάτια στυλ Echo & The Bunnymen και Joy Division. Ειδικότερα το άριστο single "It Ended on an Oily Stage" με τις κοφτερές αλλά και μελωδικές κιθάρες του θύμιζε πρώιμους New Order σε κάτι συγγενικό με το "Ceremony". O Yan εδραιώνεται ως ο βασικός συνθέτης της μπάντας με τον Hamilton να αναλαμβάνει συνήθως 3-4 εξαιρετικά τις περισσότερες φορές κομμάτια που δίνουν μεγαλύτερη ποικιλία στο στυλ τους. Σε μια αδόκιμη προσπάθεια να αναγνωριστούν οι δύο φωνές (μιας και ο καθένας τραγουδάει το κομμάτι που έχει συνθέσει) θα λέγαμε πως η φωνή του Yan είναι πιο ένρινη και κυλάει στο μεγαλύτερο μήκος των κομματιών ενώ του αδελφού του Hamilton μοιάζει πιο κοφτή, ειρωνική, σχεδόν σατανική. Μικρές οι διαφορές βεβαίως και στις φωνές αλλά και στις φάτσες των δύο αδελφών.

Το Open Season επιδεικνύει υπερήφανο μερικά ακόμα σπουδαία κομμάτια όπως το ενθουσιώδες "How Will I Ever Find My Way Home" (ιδανικό τονωτικό για να ξεκινάς μια μέρα που περιέχει Ο.Α.Ε.Ε., εφορίες κ.λ.π. διασκεδαστικά), το "Victorian Ice" που συνεχίζει στα χνάρια των μπαλαντοειδών άμεσων χιτ στυλ "Blackout" και το "Oh Larsen B" που ο Αλέξης Πετρίδης της Guardian το περιέγραψε ως το πιο πιασάρικο κομμάτι που έχει σχέση με ένα κομμάτι πάγου που κατέρρευσε (Larsen B ονομαζόταν ένα γιγάντιο «ράφι» πάγου στην Ανταρκτική που κατέρρευσε το 2002). Το άλμπουμ είναι σημαντικό για έναν ακόμη λόγο καθώς σηματοδοτεί την άφιξη της Abi Fry και της βιόλας της και του Phil Sumner με την κορνέτα του.

Τα επόμενα χρόνια τους δίνουν την ευκαιρία -μιας και ο μουσικός τύπος άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο μαζί τους- να χτίσουν μια εκκεντρική και ιδιοσυγκρασιακή εικόνα δημιουργωντας μια ομίχλη μυστηρίου γύρω απο τους χαρακτήρες τους. Όχι ασυνήθιστη πρακτική και συνήθως επιτυχημένη που μεγαλώνει το φανατικό κοινό ενός καλλιτέχνη. Ζούμε σε έναν κόσμο εικόνας και εντυπώσεων έτσι και αλλιώς. Smoke and mirrors που λένε και οι Άγγλοι για να τονίσουν τον εθισμό του ακροατή-θεατή στην εξαπάτηση. Εμφανίζονται στα live τους με στρατιωτικές στολές -«είμαστε στρατευμένη και όχι στρατιωτική μπάντα» λένε οι ίδιοι- ενδιαφέρονται για τη φύση και τη συνύπαρξη με τη χλωρίδα και την πανίδα, το bird watching (αυτό μου θυμίζει έναν μονόλογο της Καβογιάννη απο τα Εγκλήματα) και τον σπλαχνικό στρατάρχη Μοντγκόμερυ.

Στο μεταξύ το 2006 ο Eamon φεύγει για να ασχοληθεί με την μπάντα του τους Brakes που παίρνουν εξαιρετικές κριτικές για το ντεμπούτο τους που κυκλοφόρησε το 2005. Οι BSP συνεχίζουν να παίζουν στα πιο παράξενα μέρη (εκκλησίες, ferry boats, παραθαλάσιες καφετέριες) και στο τέλος του 2007 κυκλοφορούν το Krankenhaus? (νοσοκομείο;) EP με μια γεύση απο αυτό που θα μας περίμενε στο Do You Like Rock Music?. Αυτό που μας περίμενε ήταν καταιγιστικές κιθαριστικές επιθέσεις απο παντού, επιρροές απο Jam και το ένα επικό κομμάτι μετά το άλλο.

Στην πορεία αποδείχτηκε πως έχει λιγότερο περιεχόμενο και λιγότερη ψυχή -αλλά όχι και κουράγιο- από τους προκατόχους του. Συνέχιζαν να σπαρταράνε πάντως και να μας κρατάνε ξύπνιους και ζωντανούς με έναν δίσκο που φαντάζομαι για τον 14χρονο του 2008 μπορεί να είχε την επίδραση που είχε το The Bends στον 14χρονο του 1995. Σχεδόν δύο μήνες συνεχών ακροάσεων μέχρι να μας κουράσει η νεανική ενεργητικότητα του Hamilton που στο μεταξύ ανέλαβε τον ρόλο του βασικού συνθέτη της μπάντας. Για πρώτη φορά είχε περισσότερα τραγούδια ως credits στη σούμα του δίσκου και κατά κάποιον τρόπο αυτή ήταν η στιγμή που πήρε το πρώτο του παράσημο και πλησίασε στην ιεραρχία των αδερφό του. Η υποδοχή του δίσκου έγινε με ενθουσιασμό για τις απελευθερωτικές rock του στιγμές αλλά με έναν σκεπτικισμό απ' αυτούς που ήθελαν και κάτι μελωδικό να ακουμπήσουν. Και ναι μεν το συγκινητικό "Canvey Island" για τις «ζωές που χάθηκαν» όταν χάθηκαν τα αρχεία μιας αγγλικής ερασιτεχνικής ποδοσφαιρικής ομάδας (εννοείται οτι η μπάντα έπαιξε στο μικρό αυτό νησάκι αφού πρώτα πήρε μέρος στην προπόνηση της μικροσκοπικής Canvey Island F.C.) και το καταπληκτικό ορχηστρικό "Great Skua" που χρεώνεται εξ'ολοκλήρου στον κιθαρίστα Noble είναι δύο εσωτερικές στιγμές εν τούτοις δεν αρκούν για να αλλάξουν την πορεία ενός δίσκου που σημαδεύεται απο το ικανά να ταρακουνήσουν, σαν να ήταν μίξερ σε μπωλ, ένα ολόκληρο στάδιο "No Lucifer", "Lights Out For The Darker Skies", "A Trip Out", "Waving Flags" και 'Atom". Τα βραβεία Mercury το εκτίμησαν δεόντως χαρίζοντάς του μια υποψηφιότητα για καλύτερο βρετανικό άλμπουμ της χρονιάς (αρκετό σκάνδαλο ήταν όταν το The Decline... δεν αναγνωρίστηκε) και τα περισσότερα μέσα (εκτός του Pitchfork όπως είπαμε και στην αρχή) το βαθμολόγησαν καλύτερα απο το Open Season. Και για εμάς μέχρι το Valhalla Dancehall έστεκε ως το νούμερο δύο στη δισκογραφία τους κάτω απο το πολυσυλλεκτικό The Decline Of British Sea Power.

Στο tour για την προώθηση του τρίτου τους δίσκου με το προβοκατόρικο ερώτημα μονιμοποιήθηκε και επισήμως η γλυκήτατη Abi Fry που έπαιξε σημαντικό ρόλο στο Do You Like Rock Music? με το θλιμμένο κεντροευρωπαϊκό της βιολί. Αυτή η παραπάνω τσαχπινιά στον ήχο τους χρησίμευσε ακόμα περισσότερο όταν το Βρετανικό Κινηματογραφικό Ινστιτούτο τους ζήτησε να κάνουν το soundtrack της βουβής ταινίας του 1934 Man Of Aran επιλέγοντάς τους προφανώς αφού διαπίστωσε την αγάπη τους για το παρελθόν και την εξερεύνηση της ανθρώπινης επιβίωσης μέσα στη φύση και ιδιαίτερα την θάλασσα μιας και το ντοκυμαντέρ ακολουθεί τη ζωή των κατοίκων των νησιών Aran στην Ιρλανδία. Μέσα απο μια σειρά πέντε ζωντανών εμφανίσεων το 2009 η μπάντα συνόδευσε τις προβολές του Man Of Aran κυκλοφορώντας και ένα dvd/ cd μετά απ'όλα αυτά για να θυμάται την ιδιαίτερη περίσταση. Το Man Of Aran θεωρείται ο τέταρτός τους δίσκος αλλά πρακτικά και ουσιαστικά ήταν ένα διάλειμμα μετά από έξι φρενήρη χρόνια ηχογραφήσεων, ζωντανών εμφανίσεων, απαιτήσεων για ακόμα ένα στούντιο cd με 11+ τραγούδια οπότε επιτρέψτε μας να θεωρούμε το Valhalla Dancehall τον τέταρτο δίσκο τους.

Μη νομίζετε πάντως ότι ξεκουράστηκαν και πολύ. Το φθινόπωρο του 2010 κυκλοφόρησαν το Zeus EP σαν πρόγευση του Valhalla Dancehall με τον ίδιο τρόπο που κυκλοφόρησαν το Krankenhaus? πριν το Do You Like Rock Music?. Το Zeus EP ήταν ολύμπιων διαστάσεων, όπως αξίζει και στο όνομά του άλλωστε, με 40 λεπτά διάρκεια και τα καθηλωτικά "Zeus", "Bear", και "Cleaning Out the Rooms" (το τελευταίο μπήκε τελικά στο δίσκο) μας έκαναν να γλείφουμε και τα δάχτυλά μας. Το γλείψιμο λάμβανε χώρα γιατί μετά από καιρό φαινόταν ότι θα υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία και ισορροπία στον καινούργιο τους δίσκο που η αλήθεια είναι πως μας έλειψε μετά από όλο αυτό το rock μπουμπουνητό. Τον Ιανουάριο της χρονιάς που διανύουμε κυκλοφόρησε τελικά το περίφημο Valhalla Dancehall και αμέσως στρωθήκαμε στις ακροάσεις. Που καταλήξαμε; Η συνέχεια στο επόμενο.....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
Clicky Web Analytics