8.5.11

How can you sit on the side line and watch it go down?


Δύσκολο να πεις κάτι γι'αυτόν τον δίσκο. Τον συνοδεύουν πολύ ιδιαίτερες συνθήκες κυκλοφορίας και ηχογράφησης που καθιστούν κάπως θολό το όλο project. Αυτή τη φορά το -πλέον- κουαρτέτο προσπάθησε να κυκλοφορήσει πιο σεμνά το νέο του δίσκο σε αντίθεση με τις τυμπανοκρουσίες του Dear Science. Στηριζόμενο στις πεπατημένες τους και έχοντας ως παρακαταθήκη τρία εξαιρετικά άλμπουμ το ένα καλύτερο απο το άλλο η μπάντα κινήθηκε γαλήνια όχι για να ταρακουνήσει αλλά περισσότερο για να βγάλει την υποχρέωση. Αν συνυπολογίσουμε την αρρώστια και τελικά τον θάνατο του Gerard Smith τότε καταλαβαίνουμε πως ήταν επόμενο το αποτέλεσμα να ήταν κάπως «κρύο» και αφηρημένο.

Λείπουν κάποια πράγματα όπως η φιλοδοξία τους, η ποικιλία τους και η διάθεσή τους να πετάξουν απο την καρέκλα του τον ακροατή με τις εντυπωσιακές αλλαγές ρυθμού, ατμόσφαιρας και στυλ. Τώρα το όλο πράγμα είναι επίπεδο και μάλιστα με κάποιες εντελώς διαδικαστικές στιγμές όπως το τελευταίο "Caffeinated Consciousness", το "New Cannonball Run" και το "Repetition" που είναι όσο βαρετό προδιαθέτει το όνομά του. Από την άλλη υπάρχει μια γερή τριάδα λίγο πριν τη μέση του δίσκου που του δίνει μια καλή ώθηση να συνεχίσει. Η ερωτική εξομολόγηση του βελούδινου "Will Do", το πλούσιο background του αργόσυρτου "Killer Crane" ωδή στην αποξένωση με το πιο κομπιουτερίστικο τσέλο που έχουμε ακούσει ποτέ αλλά και το χοροπηδηχτό "No Future Shock" που θυμίζει χρυσές εποχές (sic) του "Golden Age". Όσο καλά και αν είναι όμως τα προαναφερθέντα τρία (μαζί με τα συμπαθέστατα "Keep Your Heart" και "Forgotten" ) χάνουν σε παραστατικότητα, αγριότητα όταν πρέπει εκεί, και τρυφερότητα όταν πρέπει αλλού.

Μια χρυσή τομή που έχουν αποδείξει ξανά και ξανά ότι την είχαν βρει. Τώρα τα πράγματα είναι πιο σφιγμένα και πιθανότατα πιο περίπλοκα μετά τη «φυγή» του Smith. Μπορεί ο μπασίστας να μην έγραφε τα τραγούδια αλλά σίγουρα θα λείψει η παρουσία του απο το πάζλ. Θα έχει πολύ ενδιαφέρον να τους δούμε να επιστρέφουν απο αυτή την κρίση ελπίζουμε πιο δυνατοί και πιο έντονοι.

Απο την άλλη θα μπορούσαν να παρηγορηθούν με το "universal acclaim" και το 82% του Metacritic αλλά αυτά είναι δανεικά από τη φόρα που απέκτησαν από τους προηγούμενους δίσκους. Και όπως έχει αποδειχθεί άπειρες φορές δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για τα μέσα από το να γκρεμίζουν αυτούς που αποθεώναν.





Θυμάστε μια εποχή που όλα ήταν απλότερα; Οι επιθυμίες λιγότερες και το γλέντι των μέσων ενημέρωσης περιορισμένο; Το ροκ εντ ρόλ έντονο και σαφές και η soul ερωτική και εξομολογητική και όχι πρόστυχη και κατευθείαν στο ψητό; Εμείς όχι πάντως. Υποθέτουμε ότι αυτό το κενό θα μας καλύφθεί με το μικρό διαμαντάκι του Raphael Saadiq ή αλλιώς Charles Ray Wiggins.

Απο το ξεκίνημα του "Heart Attack" και το επίμονο ριφάκι του βλέπουμε ότι ούτε τώρα αστειεύεται ο παλιομοδίτης τραγουδοποιός που ήδη κουβαλάει μια σημαντική ιστορία στην παραγωγή δίσκων. Τα μεταξωτά του σακάκια ασορτί με την μεταξένια φωνή του παραπέμπουν σε άλλες εποχές που οι τραγουδιστές αναγκαστικά χτίζονταν πετραδάκι πετραδάκι (σνιφ) και το κοινό παραληρούσε για τη φωνή αλλά και την προσωπικότητά τους. Το "Go To Hell" στέλνει σκόνη στο πολύ πιο ατσούμπαλο soul της Adele καθώς με την πρώτη ακρόαση είσαι σίγουρος ότι ακούς έναν μάστορα της συγκεκριμένης μουσικής που έχει μελετήσει σε βάθος Impressions, Marvin Gaye, R&B και ολάκερες τις Motown κυκλοφορίες. Τα blues του είναι ζωντανά, χρωματιστά και κυλούν άκοπα κάνοντας πολλούς λευκούς συναδέλφους τους να σκάνε απο την ζήλια (γκουχ Jack White γκουχ). Βλέπετε σε αυτόν τον δίσκο μελέτησε και αρκετό rockabilly εμπνεόμενος από την κουλτούρα που ζελεδιαζε τα κοκοράκια της προτού πάει να χαλάσει τα λεφτά της στα milkshake και τη Suzie Q.

Το απαραίτητο baby making music υπάρχει επίσης σε αφθονία. Το "Over You" για κάτι πιο ζωώδες και το "Stone Rollin" για κάτι, εμμ, πιο σταθερό. Και τα δύο φτιάχνονται από το «κατεργάρικο» βιολί τους. Υπάρχει και η κλασσική νεανική μπαλάντα του ονειροπόλου φτωχομπινέ που υπάρχει σε κάθε τέτοιον δίσκο που σεβεται τον εαυτό του.

Αυτό που πραγματικά τον ξεχωρίζει όμως είναι τα τέσσερα τελευταία κομμάτια που επιβεβαιώνουν την αναβίωση της soul που λιώνει καρδιές με φουλ έγχορδα. Μια προσπάθεια που τη συνεχίζει απο εκεί που την άφησε πέρυσι η Janelle Monae. Το ονειρικό "Just Don't" (με τη βοήθεια της Yukimi Nagano, τραγουδίστριας των Little Dragon που συμμετείχε και στον δίσκο των Gorillaz πέρυσι) αρνείται να πατήσει στο έδαφος και ίπταται από την ώθηση των woodwinds σε ένα τρελό μεταμεσονύκτιο ταξίδι.

Στο μαγικό "Good Man" συνεχίζει «απο ψηλά» με τα φωνητικά να μοιράζονται ανάμεσα στον Raphael και την ζαχαρένια φωνή της Taura Stinson. Η κορύφωση του δίσκου έρχεται πάνω στην ώρα και πριν τελειώσει μας χαρίζει ένα απο τα τραγούδια της χρονιάς, ισάξιο με το αριστουργηματικό "Say You'll Go" του Archandroid της Janelle Monae. Το "Answer", ένα απολαυστικό, χαλαρωτικό introspective έπος με μια ενορχήστρωση α λα Scott Walker είναι ακόμα μια ευκαιρία για τη βελούδινη φωνή του Raphael να σκίσει τον ορίζοντα (ή μάλλον να του κάνει αργό, χαλαρωτικό έρωτα).

Όσο ο Kanye West βρίσκεται ακόμα στο δημοτικό, δίσκοι σαν αυτόν και της Janelle Monae αποκαλύπτουν ότι κάποιοι έχουν φτάσει στο πανεπιστήμιο.




Καταπληκτική η συμβουλή κάποιων από τα φίλτατα blogs που έχουμε στη δεξιά μας στήλη γι' αυτούς τους Καναδούς. Ο δεύτερός τους δίσκος είναι ένα υπέροχο ταξίδι ομορφιάς (Χόντος Σέντερ) σε μια βαθιά ατμοσφαιρική σπηλιά όπου ο αέρας είναι περιορισμένος και τα κεριά είναι απαραίτητα παρότι μας κόβουν το οξυγόνο. Περίμενα να ήταν ο δίσκος που θα δημιουργούσε hype γύρω απο το όνομά τους αλλά διαψεύστηκα με τις σχετικά μέτριες κριτικές απο τους επαγγελματίες. Ευτυχώς όπως είπαμε επειδή εδώ εμπιστευόμαστε τους πολύ πιο «επαγγελματίες» ερασιτέχνες αφιερωθήκαμε σε κάμποσες ακροάσεις του κλειστοφοβικού αλλά λυτρωτικού ήχου των Luyas.

Το περυσινό αξίωμα ήταν ότι κάτω από κάθε καλή και ποιοτική πέτρα κρύβεται ο Owen Pallett και φέτος μάλλον (ο καλλιτέχνης με τον καλύτερο περυσινό δίσκο σύμφωνα με τον πάντα έγκυρο mr.grieves) ο Καναδός συνεχίζει στον ίδιο ρυθμό. Ο Owen δανείζει την πολύτιμη τεχνογνωσία του στην ενορχήστρωση και το βιολί δίνοντας αυτό το εξτρά κλικ που κάνει εξαιρετικό το Too Beautiful To Work. Βασικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν βέβαια και τα δύο απο τα τέσσερα μέλη των Luyas που συμμετέχουν στην ορχηστρική ποπ των Bell Orchestre. Έχουμε ανθρώπους δηλαδή που γνωρίζουν τα έγχορδά τους και δεν φοβούνται να τα χρησιμοποιήσουν. Υπάρχουν όμως και άλλα πέρα από τα έγχορδα. Ας πούμε τα παιχνιδιάρικα keyboards που χοροπηδάνε με τη φωνή της Jessie Stein θυμίζοντας μακρινά ξαδέρφια των Deerhoof, ειδικότερα στο ομώνυμο κομμάτι.

Αν έπρεπε να κοκκινίσουμε με μαρκαδόρο τη μουσική στιγμή που αισθανθήκαμε πως δεν επρόκειτο για έναν συνηθισμένο δίσκο ήταν στο εντυπωσιακό break με τα drums στη μέση περίπου του "Worth Mentioning" με τον ήχο των διαμαντένιων πολυέλαιων να κουνιούνται σα να προσπαθούν να συνέλθουν απο σεισμό. Το πέπλο του μυστηρίου που απλώνεται στο δίσκο είναι γοητευτικό και η Stein σαν άλλη Αλίκη μπαίνει ακόμα πιο βαθιά στο τρομακτικό και γεμάτο φαντασία ταξίδι που εκτυλίσσεται. Για παράδειγμα τo "Canary", βγαλμένο μέσα απο κάποιο ψαχούλεμα στο σεντούκι της μάγισσας Edea με μερικά jazz στοιχεία να βαραίνουν τον αέρα και τη Stein να ονειρεύεται ότι πνίγεται.

Ή το "Spherical Matress", ιδανικό για να συνοδεύσει την χειμερινή και επικίνδυνη εκστρατεία των μυρμηγκιών προκειμένου να μπορέσουν να εξασφαλίσουν κάποια παραπάνω ψίχουλα για τη φυλή τους. Ή το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, την ωδή στον παγωμένο Καναδά. Ένα ξεσηκωτικό και συγκινητικό παραμυθάκι γραμμένο στο χιόνι που αποκαλύπεται τις πρώτες πρωινές σιωπηλές ώρες ξεσηκώνοντας την σιωπή της κατάψυξης που κοιμίζει την πλάση. Τέλος, ο αποχαιρετισμός του "Seeing Things" μας δείχνει ότι η μουσική τους μπορεί να είναι και πιο λιτή αλλά εξίσου όμορφη.

Ο Robin Pecknold των Fleet Foxes δεν σταματά να μιλά γι' αυτούς και δεν τον αδικούμε. Η Καναδική σκηνή ζει δεύτερη αναγέννηση απ' ό,τι φαίνεται και για μια ακόμη φορά πάει για ολικό καπέλωμα των φλύαρων γειτόνων τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
Clicky Web Analytics