14.5.11

The sky move/ The ocean shimmer/ The hedge shake/ The last living rose quiver

Θυμάστε τον περασμένο χειμώνα μια ανάρτησή μας σχετική με την ιστορία του βετεράνου του Α' Παγκοσμίου πολέμου Harry Patch μέσω της αιχμηρής και πλούσιας γραφής του Heathcote Williams; Αν όχι μπορείτε να τη βρείτε εδώ. Αυτή η περιγραφή της παράνοιας του πολέμου βρισκόταν στην off topic πλευρά του Dead Air Space (του επισήμου site των Radiohead). Δεν ήταν η πρώτη φορά που η μπάντα ασχολήθηκε με τον μοναδικό Βρετανό επιζώντα βετεράνο του «Μεγάλου Πολέμου» (που πριν δύο χρόνια αποδήμησε εις κύριον) μιας και το καλοκαίρι του 2009 ηχογράφησε το ομώνυμο τραγούδι τα κέρδη του οποίου έδωσε στη βρετανική Λεγεώνα. Ένα συγκινητικό κομμάτι με βάση τα δακρύβρεχτα έγχορδα του Jonny Greenwood και τα λόγια του ίδιου του Harry Patch απο την φρίκη του πολέμου τραγουδισμένα απο τον Thom Yorke.

Τώρα γνωρίζουμε όλοι την παράλληλη πορεία των συναδέλφων Βρετανών και πιθανότατα μεγαλύτερων Άγγλων μουσικών την τελευταία 20ετία. Η PJ Harvey με τους Radiohead ακολουθούν έναν δύσβατο αλλά γεμάτο επιβράβευση δρόμο ενίοτε δίνοντας ο ένας χεράκι στον άλλον. Η ιστορία ξεκίνησε το μακρινό 1998 όταν με το σκοτεινό και ηλεκτρονικό για τα δεδομένα της Is This Desire? η PJ ακολούθησε ένα πολύ πιο μοναχικό μονοπάτι, μακριά απο την επιτυχία των blues του To Bring You My Love. Οι Radiohead εντυπωσιασμένοι απο την τόλμη της Polly Jean πήραν την ώθηση που χρειάζονταν για να κυκλοφορήσουν το Kid A, έναν δίσκο που διέθετε αρκετά ηλεκτρονικά στοιχεία αλλά και αποξένωσε μεγάλο κομμάτι των οπαδών τους. Ο Yorke εξέφρασε τον θαυμασμό του για συνθέσεις όπως το φοβερό "The River" του Is This Desire? και μετά από λίγο καιρό η αμοιβαία αλληλεκτίμηση ευοδώθηκε με τη συνεργασία τους στο Stories From the City, Stories From the Sea. Ο Yorke τραγούδησε σε τρία κομμάτια του δίσκου ενώ έπαιξε και keyboard σε κάποια απο αυτά. Το Stories From The City... και το Uh Huh Her ήταν μια προσπάθεια επιστροφής σε έναν πιο γνώριμο εξωσττρεφή ήχο και εύκολα μπορεί κάποιος να πει οτι αυτό ακριβώς ήταν και το Hail to the Thief με το In Rainbows.

Πριν δυόμιση περίπου χρόνια, κάποιους μήνες πριν την κυκλοφορία του "Harhttp://www.blogger.com/img/blank.gifry Patch", η PJ Harvey ξεκίνησε να δουλεύει τους στίχους για το ίσως πιο μεγαλεπίβολο project της καριέρας της. Επρόκειτο για ένα concept album για τον πόλεμο, την Αγγλία και την ιμπεριαλιστική πολιτική της μα πάνω απ'όλα τους εκατομμύρια αθώους που την πληρώνουν σε αυτήν την περίπτωση. Η μουσική ολοκληρώθηκε πολύ γρήγορα και σχεδόν μηχανικά (έτσι και αλλιώς η PJ έχει αποδείξει ότι το να φτιάχνει στιβαρές μελωδίες είναι δεύτερη φύση της) και το Let England Shake κυκλοφόρησε στις 14 Φεβρουαρίου. Σε ένα πολύ ενδιαφέρον καπρίτσιο της τύχης, ακριβώς την ίδια μέρα οι Radiohead γνωστοποιήσαν την ύπαρξη του The King Of Limbs. Όγδοο άλμπουμ της PJ, όγδοο άλμπουμ των Radiohead. Όπως τότε. Τον Οκτώβρη του 2000 που κυκλοφόρησαν οι μεν τον τέταρτό τους δίσκο, η δε τον πέμπτο της. Όσο και αν έχω σιχαθεί πλέον την ατάκα εδώ επιβάλλεται η χρησιμοποίησή της. «Τυχαίο; Δε νομίζουμε».

Ενδιάμεσα στο μήνα Radiohead λοιπόν ήταν ταιριαστό θεωρούμε να γράψουμε για το αριστούργημα της PJ Harvey. Ο Thom βέβαια έχει αλλάξει παρέες οπότε δεν είμαστε σίγουροι απο το πόσο θα επηρεαστεί απο τον σχετικά straightforward και ξεκάθαρο rock, βασισμένο σε κουπλέ και ρεφρέν τελευταίο δίσκο της PJ. Λίγη σημασία έχει αυτό. Σημασία έχει οτι οχτώ δίσκους μετά έχουν καταφέρει και οι δύο να μας κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο για το που θα πάνε μετά αλλά και να καθιστούν τις πρώτες ακροάσεις των καινούργιων τους δίσκων μια πραγματική ιεροτελεστία.

Φετος το ενδιαφέρον αναθερμάνθηκε καθώς μετά απο πολύ καιρό η PJ έχει πάρει κεφάλι στις πρώιμες φετινές λίστες. Κυριαρχώντας περίπου στα 2/3 τους και κάνοντας το ένα sold out μετά το άλλο κατάφερε να ξαναγίνει «καυτό όνομα» ανοίγοντας το δρόμο στη μυθοποίησή της. Φέτος μάλιστα άρχισαν και τα βραβεία για την προσφορά της στη μουσική και πάει λέγοντας.

Γιατί ξαναθυμήθηκαν κάποιοι όμως την αγάπη τους για το γέννημα-θρέμμα του πανέμορφου Dorset; Γιατί αγάπησαν τον όγδοο δίσκο της (που μεταξύ μας αν μετρήσουμε όπως θα'πρεπε και αυτούς που έκανε με τον John Parish φτάνουμε στους δέκα);

Κατ'αρχήν οι κριτικοί αγαπούν τα concept albums. Και όχι μόνο οι κριτικοί αλλά και όλοι όσοι μελετούν τη μουσική και τους στίχους σε βάθος. Και βέβαια όσοι αγαπούν τις ταινίες και τα βιβλία, γιατί η αίσθηση της συνέχειας δημιουργεί έναν συναισθηματικό δεσμό με το αντικείμενο. Είναι απαραίτητη βεβαίως η καλή εκτέλεση ενός concept album ώστε να παραμένει ισχυρή αλλά ταυτόχρονα και αρμονική η σύνδεση των κομματιών. Εδώ η σύνδεση είναι σχεδόν μυθιστορηματική ή αλλοιώς νομίζεις ότι ακούς το "CUT" του σκηνοθέτη μετά απο κάθε κομμάτι. Υπάρχει ένας συγκεκριμένος χαρακτήρας αλλά χωρίς ονοματεπώνυμο. Ο άγνωστος στρατιώτης, το άγνωστο θύμα της προπαγάνδας, ο άγνωστος μαλάκας που πάει και χάνει χέρια, πόδια και μυαλά για χάρη των μεταξωτών παντελονιών που «τα βρίσκουν» πάνω από ένα οβάλ τραπέζι.

Αυτό που κάνει η Polly Jean δεν είναι κάτι καινούργιο. Συμβαίνει απο την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Αλλά αυτή η καταγραφή του ηρωισμού, της μάχης για την επιβίωση, του θάρρους και της δειλίας και τελικά της Ιστορίας πάντοτε θεωρούνταν κάτι ιερό και πολύτιμο. Από τον Ηρόδοτο που περιέγραψε τους Περσικούς πολέμους, στον Όμηρο και την εκστρατεία των Ελλήνων στην Τροία για τα μάτια της ωραίας Ελένης όπως μας έλεγαν και στο σχολείο. Και απο τον Σολωμό στων Ψαρρών την ολόμαυρη ράχη στους πολεμικούς ανταποκριτές στη Λιβύη. Έτσι και η Polly Jean κάθεται σε έναν βράχο κάπου ψηλά για καλύτερη ορατότητα και εξιστορεί τις ζωές που χάνονται μέσα στην χλαπαταγή χωρίς τρισάγια και χωρίς τυμπανοκρουσίες.

Σαν άλλη Andrew Marr δεν προσπαθεί να εκμαιεύσει τις πτυχές της τραγωδίας παρά μόνον τις αφήνει να ξετυλιχθούν από μόνες τους. Μαζί βέβαια και με το βρετανικό φλέγμα που δεν εγκαταλείπει κανέναν Άγγλο ούτε καν όταν την τρώει στα μπομπόλια του απο μπαγιονέτα (όπως λέει και ο Guy Garvey).

Θεματικά ήταν επόμενο να το λατρέψουν οι Άγγλοι. Άλλωστε δεν θα πάψουν ποτέ οι ενοχές από τα καμώματα της βρετανικής αυτοκρατορίας. Συν ότι το πολιτικό μύνημα ήταν πολύ ισχυρό για να αγνοηθεί, ιδιαίτερα τη συγκεκριμένη εποχή που η αστάθεια χαρακτηρίζει την αγγλική κυβέρνηση. Ένα θέμα εθνικό αλλά όχι εθνοπατριωτικό καταφέρνει και υπενθυμίζει τις θυσίες που έγιναν για το τίποτα. Θυσίες που γίνονται μέχρι σήμερα όπως της επιβεβαίωσε ο βετεράνος της εισβολής του Αφγανιστάν Seamus Murphy.

Όσο για τους υπόλοιπους; Για τους περισσότερους που οι αναμνήσεις των παππούδων τους έχουν εξαφανιστεί από το μυαλό τους ο δίσκος θα μπορούσε να μη σημαίνει και τίποτα. Δεν έχουμε ζήσει πόλεμο πιο κοντά από όσο το επιτρέπει ένα παράθυρο ειδήσεων και το βλέμμα συμπόνοιας για κάθε δεκάδα που σκοτώνεται στις εμπόλεμες ζώνες περιορίζεται μέχρι το επόμενο θέμα και το επόμενο γύρισμα της σελίδας. Στην επαρχία μας και ειδικότερα στα χωριά που δεν έχουν να επιδείξουν πολλά πράγματα πέρα από μια πλατεία και ένα καφενείο το ότι εκεί πέρασαν οι Γερμανοί, εκεί σφάξανε Τούρκους, εκεί καθαρίσανε Βούλγαρους είναι μεγάλη δουλειά γι'αυτά και σημαντικό θέμα και λόγος για εορτασμούς του ελληνικού ηρωισμού. Εκεί όμως η διατήρηση των εθίμων και κατ'επέκταση του πληθυσμού είναι ζωτικής σημασίας.

Για εμάς που αποτελούμε την άκαπνη γενιά ο πόλεμος είναι ένα μακρινό αλλά αφηρημένο κακό. Οι περισσότεροι χαίρονται για τον Μέγα Αλέξανδρο, για τα παιδιά μας που «φάγανε» τους μακαρονάδες στην Πίνδο αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι κατανοοούμε ακριβώς την ουσία των λέξεων και των γεγονότων. Μιλάμε για μεγάλες μάχες, ηρωισμούς και πολέμους σα να συζητάμε για το πόσους καθαρίσαμε στο Medal Of Honor. Μια ταινία από εδώ, μια άλλη απο'κει μας τοποθετεί σε μια άλλη εποχή. Και αν είναι και καλή ταινία το πολύ το σκεφτόμαστε μέχρι το άλλο πρωί.

Το Let England Shake όμως ακούγεται τόσο μπαρουτοκαπνισμένο και σοφό που μας αρπάζει και μας βάζει στην μέση του πεδίου. Οι ζωντανές αλλά και τραγικές του εικόνες παίρνουν χρώμα απο την ερμηνευτική δεινότητα της PJ και οι απλές αλλά άμεσες μελωδίες σκηνοθετούν το γκρίζο του ουρανού και «το σκοτωμένο καφεκόκκινο χρώμα της γης». Δεν υπάρχει εξιδανίκευση της μάχης παρά μόνο σκληρή καταγραφή των απωλειών. Και η ποίησή της, οι φοβεροί της στίχοι που συγκλονίζουν στα περισσότερα κομμάτια του δίσκου με προεξέχοντα το "Last Living Rose" και το "All and Everyone" είναι ένας ανοιξιάτικος χρωματισμός στο μπαρούτι του πολέμου. Σαν ένα ολάνθιστο δέντρο που τραντάζεται από τα μακρινά πυρά.

Από εκεί ψηλά η αφηγήτρια παρατηρεί τα παραμορφωμένα παιδιά, τον θάνατο που κρύβεται παντού, μοιρολογεί σε μια σπαρμένη με σώματα πεδιάδα και γυρίζει στην πατρίδα. Φαντάζεται τις κόρες να μεγαλώνουν ορφανές και τους βετεράνους να λένε ιστορίες γιατί αυτό είναι το μόνο που τους έμεινε πλέον. Μια τέτοια ιστορία είναι το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, η ιστορία του Louis μέσα από τα μάτια του καλύτερού του φίλου που, σωρός απο κόκκαλα πλέον, βρίσκεται σε κάποιον λόφο της Καλλίπολης στην Τουρκία. Τα λόγια του απλά και βασισμένα σε ανεξίτηλες και τραυματικές εμπειρίες, ερμηνευμένα από την ατσούμπαλη αλλά απολύτως ταιριαστή φωνή του Mick Harvey.

Είναι ένας βαρύς δίσκος. Ένα πελώριο επίτευγμα που δεν αντέχεις να ακούς πολύ συχνά λόγω θέματος. Πράγματι δεν μπορείς να τον ακούς στο repeat, και υπό αυτή την έννοια θυμίζει το Hospice των Antlers.

Αλλά παραμένει επίτευγμα. Ένας πίνακας ανθρώπινου πόνου, απελπισμένης ρομαντικής ποίησης στα χαλάσματα, μουσικής κάθαρσης που μοιάζει να παίζεται από τη λατέρνα κάποιου ακρωτηριασμένου από τον πόλεμο βετεράνου και στοργικών ερμηνείων που αγκαλιάζουν αυτούς που μπλέχτηκαν σε μια μάχη που δεν ζήτησαν. Και πανω απ'όλα ένα φτύσιμο σε αυτούς που εκμεταλλεύτηκαν και συνεχίζουν να διαστρεβλώνουν ως ηρωικές και όχι τραγικές αυτές τις ιστορίες για να στηρίξουν τα δικά τους συμφέροντα.

Ή αλλιώς με τα λόγια του Heathcote Williams για τον Harry Patch:
"As soon as Harry’s death was announced every statesman, politician, royal panjandrum and military brass-hat sidled swiftly into the limelight.

To bathe in his reflected glory; eager to use him for their own ends; to squeeze Harry into the crooked jigsaw of their own inglorious agenda – namely to re-brand the moth-eaten romance of war. To wring out the last drops of patriotic blood-lust from blood-soaked flags, as if Harry’s soul had anything in common with their tawdry militaristic bling and the State’s ungodly fanning of man’s functionless death-wish. Each in turn ignorantly romanticized his courage in war,
“What a man.” “What a testimony to human endeavour.” Cliché after cliché was piled on top of his body as thoughtlessly as a child slaps down its mud-pies.

“Private Harry Patch was the greatest living Englishman etc” “The last glorious survivor of the Great War etc” was fervently repeated with all the grandiose pride that conceited nationalism can conjure, whilst each speaker would pointedly overlook Harry’s truest and most revealing and most subversive quality, as if all were desperate to conceal his message in the cold clay along with his remains.
Every single person forgot to mention what Harry Patch had done.
As the serried ranks of all the very dullest dogs of pomp and power’s fly-blown ceremonial paid their enfeebled tributes to his “loyalty and service” they endlessly reiterated a claim that Harry had never made, the false claim that Harry had fought so “we could all be free”. Thus they all insidiously implied that, while peace was a hopeless pipe-dream – a scorned province of cowardly simpletons – war must still be good since, after all said and done, had it not spawned such splendid superheroes as Private Harry Patch?"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
Clicky Web Analytics