17.12.08

2008: This is a Story, some kind of a story

(Προειδοποίηση: Μεγάλο Κείμενο!)

Καμία άλλη χρονιά τα Χριστούγεννα δεν πλησίασαν τόσο ύπουλα όσο φέτος. Πράγμα λιγάκι οξύμωρο αν σκεφτεί κανείς ότι το 2008 μου έχει φανεί τεράστιο. Κι όταν λέμε τεράστιο, εννοούμε Γιγαντιαίο. Ατέλειωτο. Άσωστο. Υπάρχουν χρονιές που δε μου έχουν μείνει στη μνήμη παρά μόνο για κάποιες σκόρπιες στιγμές, και που η υπόλοιπη διάρκειά τους έχει χαθεί στους πίσω χώρους του χρονοντούλαπου σαν κάτι τριμμένα σεντόνια που δεν θες να στρώσεις πια, αλλά λυπάσαι να τα κάνεις και ξεσκονόπανα (κι εδώ σταματούν οι παρομοιώσεις κατευθείαν από το λυσάρι της Ελληνίδας συγγραφέως αισθηματικών διηγημάτων, το υπόσχομαι). Το 2008 δεν πρόκειται να είναι ποτέ για την υπογράφουσα μια τέτοια χρονιά.

Και δεν είναι πως ήταν καμιά χρονιά πνιγμένη στη χαρά. Ήταν μάλλον μια χρονιά σκωτσέζικο ντους - με διαφορά αυτή με τις περισσότερες διακυμάνσεις ευχάριστων και δυσάρεστων καταστάσεων που έχω βιώσει και με την ένταση των συναισθημάτων να χτυπάει συχνά κόκκινο. Ίσως γι'αυτό θεωρώ ότι θα τη θυμάμαι πάντα. Το θέμα όμως είναι ότι τελειώνει. Ότι απόψε, από το σαλόνι μου, υπό τους ήχους του Devotion των Beach House, πλάι στο στολισμένο δέντρο, μπορώ επιτέλους να πω ότι πλησιάζει το τέλος και να κοιτάξω πίσω, μπαίνοντας στο mood της ανασκόπησης που με πιάνει κάθε χρόνο τέτοιες μέρες. Και, πριν ξεκινήσω μαζί με τον mr.grieves τις απαραίτητες λίστες που συνοδεύουν τόσο καλά τους κουραμπιέδες, να μοιραστώ μαζί σου, ω! αγαπητέ αναγνώστη, χωρίς ανατριχιαστικές λεπτομέρειες αλλά προσπαθώντας να περιγράψω τα συναισθήματα, την ιστορία που στιγμάτισε περισσότερο από κάθε άλλη το 2008 για μας εδώ στο some beans. Ίσως να αναρωτηθείς τι σ'ενδιαφέρει εσένα. Whatever. Η ανάγκη να μοιραστώ το τι σήμανε για μένα αυτή η ιστορία με τον έξω κόσμο είναι μεγάλη, οπότε θα παρακάμψω το ερώτημά σου και θα περάσω στο ψητό.

Η ιστορία μας έχει τίτλο "Το ταξίδι".

Ξεκίνησε πέρυσι τέτοια εποχή περίπου, αθώα και χαρούμενα. Αρχές Δεκεμβρίου του 2007, οι Radiohead ανακοίνωσαν τις ημερομηνίες της ευρωπαϊκής τους περιοδείας για το In Rainbows. Έχοντας τις καλύτερες αναμνήσεις από τη μοναδική φορά που οργάνωσα ταξίδι στο εξωτερικό γύρω από μια συναυλία, για χατίρι και πάλι των φίλτατων Οξφορδέζων - στη Μαδρίτη, το καλοκαίρι του '03 - και με δεδομένη την πολύ μεγάλη (understatement of the year) επιθυμία μας να τους δούμε (εγώ για 3η φορά, ο mr.grieves για πρώτη), βουτήξαμε τον μισοδιαλυμένο ευρωπαϊκό οδικό χάρτη που είχα αγοράσει σε μια φάση που τα οικονομικά μου επέτρεπαν μόνο νοερά ταξίδια. Τα βάλαμε κάτω κι αποφασίσαμε να μην κάνουμε το σχετικά απλό (πάμε σε μια πόλη, βλέπουμε το live, γυρνάμε) αλλά να ταξιδέψουμε. Η συναυλία-στόχος ήταν στη Nîmes, μια μικρή πόλη στη Νότια Γαλλία, με έντονη τη σφραγίδα της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Ημερομηνία, 14 Ιουνίου 2008. Ο άλλος στόχος ήταν ένα από τα όνειρά μου - να μείνω για μια έστω μέρα σε ένα χωριουδάκι στην Ελβετία. Και όλα αυτά με το χαμηλότερο δυνατό μπάτζετ.

Στις 11 Δεκεμβρίου, με την πολύτιμη βοήθεια ενός Περουβιανού φίλου, κλείσαμε τα εισιτήρια της συναυλίας. Κοιτάζοντας το χαρμόσυνο email που με πληροφορούσε για το γεγονός και σηματοδοτούσε ουσιαστικά το ξεκίνημα της οργάνωσης του ταξιδιού μας, έκανα στον εαυτό μου τη μοιραία ερώτηση "τι μπορεί να πάει στραβά;". Το εξάμηνο που μεσολάβησε μέχρι την αναχώρησή μας μου έδωσε τόσες εμφατικές απαντήσεις, που η ερώτηση αυτή έφτασε να παίζει κοροϊδευτικά σε επανάληψη στο μυαλό μου.

Τους επόμενους δυο μήνες, τα οικονομικά μας κατρακύλησαν και το γραφείο που δούλευα ξέμεινε από δουλειές. Το πρωί της 14ης Φεβρουαρίου με βρήκε χωρίς ρεύμα και τηλέφωνο και με σπασμένα γυαλιά - άνετα μπαίνει στη λίστα με τις χειρότερες μέρες της ζωής μου. Το ίδιο απόγευμα, προσπαθώντας να συνέλθω, έλεγα στον mr.grieves ότι "να δεις που σε 4 μήνες από τώρα θα περιμένουμε έξω από την Arene de Nîmes και θα τα θυμόμαστε όλα αυτά και θα γελάμε", με το ίδιο ύφος που το λέει ο Μελλοθάνατος του Αρκά από τον Ισοβίτη.

Πέρασε άλλος ένας μήνας κάπως έτσι, και είχα φτάσει στο σημείο να πιστεύω ότι με το που θα έπαιρνα τα εισιτήρια στα χέρια μου θα έπρεπε να τα πουλήσω σε κάποιον που στ'αλήθεια θα πήγαινε. Τότε, σαν καλή νεράιδα του παραμυθιού, ένας παλιός συνεργάτης μου πρότεινε να δουλέψω μαζί του. Οι λογαριασμοί είχαν μαζευτεί σωρό, αλλά ήταν μια ελπίδα. Στα τέλη του Απριλίου μπορούσαμε να ξανακάνουμε σχέδια. Και τα κάναμε, τάχιστα. Μέχρι τα μέσα Μαίου είχαμε τακτοποιήσει τα πάντα, έχοντας καταλήξει στη λύση του αυτοκινήτου για τις μετακινήσεις μας στο τρίγωνο Μιλάνο (αεροδρόμιο) - Leysin (το χωριουδάκι που λέγαμε) - Nîmes. Όλα αυτά μετά από τρελό ψάξιμο για ευκαιρίες, με το ελάχιστο κόστος και γνωρίζοντας ότι θα ήμασταν εντελώς τσίμα-τσίμα.

Τότε, αυτός ο Κάποιος εκεί έξω που πάντα γελάει χαιρέκακα μόλις χαρείς, ξέροντας πως σε περιμένει νέα μπανανόφλουδα στην επόμενη γωνία, γέλασε και πάλι βροντερά. Με λίγες μέρες διαφορά, δυο συγγενείς μας πρώτου βαθμού βρέθηκαν στο νοσοκομείο σε σοβαρή κατάσταση. Το ταξίδι τυλίχθηκε σε ζελατίνα και μπήκε στο κάτω ράφι του ψυγείου. Υπήρχαν σημαντικότερα πράγματα στη μέση. Τα συναισθήματα χτύπησαν νέο ναδίρ.

Όταν όλα έληξαν ομαλά και οι καρδιές όλων μας γύρισαν από την Κούλουρη, είχε φτάσει πια 5-6 Ιουνίου. Με τα νεύρα τσατάλια από όσα είχαν προηγηθεί και τις συνοδευτικές αμφιβολίες για το αν έπρεπε να φύγουμε ενώ τα αγαπημένα μας πρόσωπα ήταν ακόμα σε ανάρρωση, ετοιμάσαμε βαλίτσες και τα τυπικά. Η αναχώρηση ήταν Τετάρτη, 11 Ιουνίου. Τη Δευτέρα και την Τρίτη, σαν ξεπροβόδισμα, έπεσε μαζεμένη η περισσότερη δουλειά όλης της χρονιάς, και οι ώρες μέχρι την Τετάρτη κυλούσαν πολύυυ αργά. Αλλά έφτασε.

Το πρωί της 11ης Ιουνίου, όλα ήταν έτοιμα. Όλα έτοιμα είπαμε; Χο! Χο! Χο! Ακούστηκε και πάλι βροντερό το κοσμικό γέλιο. Το αεροπλάνο έφευγε στις 4, κι έπρεπε να είμαστε στο αεροδρόμιο 2 με 2.30. Γύρω στις 12, ο mr.grieves ήρθε στο σπίτι μου και είπαμε να κάνουμε έναν τελευταίο έλεγχο πριν ξεκινήσουμε. Διαβατήρια, τσεκ, τυπωμένα vouchers για τα εισιτήρια και τα ξενοδοχεία, τσεκ, δίπλωμα...

Δίπλωμα, τσεκ. Πλην όμως, το μαγικό ροζ τρίπτυχο που είχα στα χέρια μου ήταν της μάνας μου καθώς, μέσα στην παραζάλη από τη δουλειά της Δευτέρας, είχα πάρει αυτό από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου που μοιραζόμαστε αντί για το δικό μου. Το αυτοκίνητο, δε, βρισκόταν στη δουλειά της, στου Ζωγράφου. Κι εμείς στα βάθη του Πειραιά, με δυο τεράστιες βαλίτσες και δυο ώρες καιρό για να βρεθούμε στα Σπάτα χωρίς κατά προτίμηση να χρησιμοποιηθεί ταξί.

Ένιωσα σα να έπαιζα σε ταινία, από εκείνες μάλιστα που απορείς πως στην ευχή τα σκέφτηκε αυτά τα τρελά ο σεναριογράφος. Το μυαλό μου αδυνατούσε να χωρέσει το μέγεθος της καταστροφής. Ολόκληρο το ταξίδι που τόσο καιρό περιμέναμε σαν όαση και με τόσο κόπο είχαμε καταστρώσει και - ακόμα περισσότερο - πληρώσει, ήταν στον αέρα εξαιτίας μου. Ήθελα να καταρρεύσω αλλά δεν υπήρχε ούτε καν αυτή η πολυτέλεια.

Μετά από ένα εικοσάλεπτο διανθισμένο από σκηνές αλλοφροσύνης και με διάφορες λύσεις απελπισίας να πετάγονται στον αέρα, έπρεπε να κάνουμε το γενναίο βήμα έξω απ'την πόρτα. Άλλο ένα τέταρτο αναλώθηκε σε μάταιες προσπάθειες να βρούμε ταξί που να μας πάει με τις βαλίτσες μεσημέρι Τετάρτης στου Ζωγράφου, κι αφού πειστήκαμε πως αυτό θα γινόταν μόνο με τζίνι από το λυχνάρι του Αλαντίν στο τιμόνι, πήραμε το δρόμο για τον ηλεκτρικό, κι από εκεί για το αεροδρόμιο. Η διαδρομή που περίμενα σαν την πιο χαρούμενη της χρονιάς είχε πάρει κάτι από τη σκούρα απόχρωση του εξάμηνου που είχε προηγηθεί.

Το ίδιο το ταξίδι με βρήκε σε περισυλλογή. Πως θα πηγαίναμε το βράδυ στο Leysin; Πως θα κάναμε όλες εκείνες τις διαδρομές; Θα μας έφταναν τα λεφτά για τα τρένα; Θα προλαβαίναμε τη συναυλία, στην τελική; Κι αν φτάναμε στη Nîmes, θα είχαμε αρκετά χρήματα για να πάμε πίσω στο Μιλάνο και να πάρουμε το αεροπλάνο της επιστροφής; Στο μυαλό μου, το μαγικό πενταήμερο που περιμέναμε είχε ήδη μετατραπεί σε έναν αγχώδη αγώνα δρόμου με αβέβαιη εξέλιξη και τέλος.

Στο Μιλάνο, είχα την ίδια βαριά καρδιά ενώ κατευθυνόμασταν στο σταθμό των τραίνων. Εκεί μάθαμε ότι το τελευταίο τρένο για Ελβετία είχε φύγει μισή ώρα πριν φτάσει η σειρά μας να εξυπηρετηθούμε από έναν ασύλληπτα βαριεστημένο υπάλληλο μετά από ένα ακόμα πιο ασύλληπτα ηλίθιο σύστημα αναμονής. Ήταν 10 το βράδυ όταν οριστικά συνειδητοποιήσαμε ότι το πρώτο κιόλας βράδυ είχαμε ξεμείνει μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα από εκεί που είχαμε κανονίσει να βρισκόμαστε, οπότε και με πήραν τα ζουμιά. Πίστεψα ότι το ταξίδι μας είχε καταστραφεί οριστικά, ότι όλες οι απόπειρες για να βρούμε άκρη στους σταθμούς θα ήταν κάπως έτσι και ότι όλα αυτά που φανταζόμασταν όσο προσπαθούσαμε να αντέξουμε δεν θα γίνονταν ποτέ.

Πήγαμε και βολευτήκαμε σ'ένα κοντινό ξενοδοχείο. Εκεί, στο μικρό δωμάτιο ήταν που συνειδητοποίησα ότι στην τελική ήμασταν στο Μιλάνο και ήμασταν στο ταξίδι μας, και ότι θα κάναμε ό,τι μπορούσαμε (και γουστάραμε) μ'αυτό, και που το βούλωσε ο Παρθένος και μίλησε ο περιπετειώδης εαυτός μου που ως τότε είχε λουφάξει. Και κάπου εκεί, επιτέλους, το πραγματικό ταξίδι άρχισε.

Τα επόμενα τρία εικοσιτετράωρα, από το βράδυ εκείνο στο Μιλάνο μέχρι και τα τέσσερα χιλιόμετρα που περπατήσαμε στις τρεισήμισι τη νύχτα γυρίζοντας από τη συναυλία στο ξενοδοχείο στη Nimes, μπορούν να χαρακτηριστούν μόνο με τη λέξη "ονειρικά". Όχι με την τετριμμένη έννοια που χρησιμοποιείται στα δελτία τύπου για να περιγράψει με κομψό και λίαν κολακευτικό τρόπο τη μουσική της Enya, αλλά την κυριολεκτική. Ήταν the stuff dreams are made of, που λένε. Η ανταμοιβή για όλη την αγωνία, τα διαλυμένα νεύρα, τη στενοχώρια, τα κλάματα έξι μηνών ήταν αυτές οι τρεις μέρες. Τέσσερεις και μισή τυπικά, αλλά η αλήθεια είναι ότι για μένα τουλάχιστον η τελευταία μιάμιση μέρα, με όλες τις ωραίες στιγμές της, ήταν μέρος της ψυχολογικής προετοιμασίας για την προσγείωση στα πάτρια εδάφη και την πραγματικότητα. Αλλά χαλάλι.

Το τριήμερο ήταν γεμάτο. Γεμάτο από εικόνες που εύκολα μπορώ να φέρω ξανά στο μυαλό μου, με όλα τους τα χρώματα πεντακάθαρα σαν μικρές polaroids, κι ας έχουν περάσει έξι μήνες από τότε. Γεμάτες από συναισθήματα που επίσης έρχονται ξανά αυτούσια συνοδεύοντας τις εικόνες. Και γεμάτες από εμπειρίες που έκαναν το μικρόκοσμό μας κατά πολύ πλουσιότερο. Ναι, έχω ξαναταξιδέψει στο εξωτερικό. Τόσο έντονες, ξέχειλες από περιεχόμενο μέρες όμως δεν θυμάμαι να έχω ξαναπεράσει.

Η στιγμή που πρωτοαντικρύσαμε το Duomo βγαίνοντας από το Μετρό. Η βόλτα που κάναμε στην πλατεία από κάτω και στις μαρμαροστρωμένες στοές της Όπερας, και το παγωτό πεπόνι. Τα χαρτιά στο παγκάκι του σταθμού στις 6.30 το άλλο πρωί. Το ταξίδι προς την Ελβετία, με τη λίμνη Maggiore στα δεξιά και τα πανέμορφα χωριουδάκια στ'αριστερά, πνιγμένα στα λουλούδια και στο πράσινο. Η Ελβετία! Ναι, η Ελβετία είναι όπως τη φανταζόμασταν. Τακτοποιημένα χωράφια, διάσπαρτα κοπάδια αγελάδες και γύρω-γύρω κάτασπρες, μεγαλόπρεπες κορυφές. Το Monte Rosa, το Mont Blanc, επιβλητικοί όγκοι που αντανακλούσαν το φως του πρωινού καλοκαιρινού ήλιου. Και μετά το Aigle. Το μικρό τρενάκι με τις οδοντωτές ράγες που μας περασε μέσα από τα αμπέλια και άρχισε να ανεβαίνει, να ανεβαίνει, να ανεβαίνει... Το Leysin!

Είχε 15 βαθμούς και από το στόμα μας έβγαινε αχνός, όπως γίνεται εδώ γύρω στο Νοέμβρη. Ο ταξιτζης σταμάτησε το ταξίμετρο όσο περιμέναμε σε κάτι έργα να περάσουν οι απέναντι. Το ξενοδοχειάκι όλο ξύλινο. Το μπαλκόνι. Η θέα! Πράσινα λειβάδια, απέναντι πράσινες κορυφές, στο βάθος κάποιες άσπρες. Και μετά κατεβήκαμε. Το λειβάδι. Ξάπλα στον ήλιο, μέσα στα αγριολούλουδα, δεν σκεφτόμασταν πια τίποτα. Δεν υπήρχε Αθήνα, δεν υπήρχε τίποτα άλλο.

Η βόλτα σε όλο το χωριό. Τα σπιτάκια με τα χρωματιστά ξύλινα παραθυρόφυλλα. Το ομορφότερο αγριολούλουδο που είχαμε δει ποτέ. Ο Λάρι το Λάμα! Οι άνθρωποι, που μας έλεγαν "Bonjour!" απλά επειδή διασταυρωθήκαμε μαζί τους στο δρόμο κι εμείς κοιταζόμασταν μεταξύ μας. Η κυρία Lisette με τα πλεχτά της. Η κυρία Maria με το μαγαζάκι με τα μπιμπελό που είχε έρθει πρόσφατα στην Κρήτη. Ο απίστευτα εξυπηρετικός κυριούλης, αγνώστων λοιπών στοιχείων, στο σταθμό του τρένου. Τρένο που σε πήγαινε με μια μόνο αλλαγή στη Γενεύη, με συνολικό χρόνο αναμονής 7 λεπτά και ακρίβεια δευτερολέπτου. Η μικρή Τερέζα που δεν ήταν κατσαρίδα, αλλά το πανέμορφο γατί του σταθμού. Το ξύλινο, κίτρινο τραπεζάκι του πικνίκ, με τη θέα στα βουνά. Η 9η του Μπετόβεν - ο Ύμνος της Χαράς! - που ακούσαμε από μια λίγο αδέξια φλογέρα καθώς έπεφτε ο ήλιος, για ν'ανακαλύψουμε λίγο μετά ότι υπεύθυνη ήταν μια πιτσιρίκα γύρω στα 4 που μας κοίταζε με περιέργεια από την ανοιχτή πόρτα του σπιτιού της. Το fondue με τα τυριά στο ζεστό εστιατόριο του ξενοδοχείου, με τη βροχή έξω να ρίχνει ένα γκρίζο πέπλο στο αλπικό τοπίο. Και όλα αυτά έγιναν μέσα σε μια μόνο μέρα...









Το πρωινό στις εφτάμισι το πρωί με τον κο Μπονέλι να έχει ανοίξει πιο νωρίς την τραπεζαρία μόνο για μας και με το "Monkey Gone To Heaven" από live (!) να παίζει στα ηχεία. Το ανέβασμα στο λασπωμένο μονοπάτι για το μικρό σταθμό σέρνοντας τις βαλίτσες. Το κατέβασμα με το τρενάκι. Η απίθανη διαδρομή για τη Γενεύη, δίπλα στη λίμνη Λε Μαν, με το Mont Blanc να υψώνεται πάνω από τα νερά στο βάθος. Η Γενεύη! Mε τις εκβολές του Ροδανού να συναντάνε τη λίμνη, με χιλιάδες πολύχρωμο κόσμο (είχε και Euro) ν'απολαμβάνει το δυνατό ήλιο, δεκάδες ποδήλατα παντού, μπαρόκ και ροκοκό και σύγχρονα κτίρια όλα σε τέλεια ισορροπία και τα πάντα σχεδόν αηδιαστικά καθαρά και φροντισμένα. Μα γιατί δεν είναι σαν κι εμάς; Γιατί οι ντόπιοι γιάπηδες βγάζουν τα παπούτσια και την αράζουν στο γρασίδι στο μεσημεριανό τους διάλειμμα, αντί να κυνηγάνε γκομενάκια ή να κουτσομπολεύουν τον δύστυχο εργασιομανή geek του γραφείου; Δεν ξερουνε να ζουν οι ξενέρωτοι, τι να λέμε. Οι δημόσιες τουαλέτες, στο μεταξύ, χαλαρά ό,τι το πλησιέστερο σε διαστημόπλοιο έχουμε δει ποτέ και δεν κάνουμε καθόλου πλάκα (πλέον).

Απογευματάκι. Το τρένο για τη Valence κι από εκεί το TGV που κατάπιε 150 χιλιόμετρα σε 43 λεπτά, μ'εμάς στριμωγμένους σε μια γωνιά αφού στα τρία λεπτά που έμεινε στο σταθμό δεν μπορέσαμε να βρούμε αυτό όπου θα καθόμασταν ανάμεσα στα 25 δίπατα βαγόνια. Αλλά κατά τις 9,15 ήμασταν εκεί! Η Nimes δεν φάνηκε ν'αλλάζει τους ράθυμους τρόπους της για να μας υποδεχτεί, και μια απεργία των ταξί μας καλωσόρισε πίσω στα μεσογειακά κλίματα. Τα παιδιά από την πιτσαρία κάτω από τη γέφυρα καλέσανε τον μοναδικό απεργοσπάστη που ήρθε 40 λεπτά μετά. Αλλά ήμασταν εκεί.

Και το Σάββατο. Η πιο ηλιόλουστη μέρα μας βρήκε να περπατάμε ως την πόλη και μετά μέσα της. Τα πλακόστρωτα στενάκια, με τις πλάκες κάτω ν'αστράφτουν (δεμένες ανά 4 με μπρούτζινα καρφιά με χαραγμένο επάνω τον κροκόδειλο με τον φοίνικα, σύμβολο της πόλης, σχεδιασμένο από τον Philippe Starck) και τα μικρά τους μαγαζάκια μας υποδέχτηκαν. Το ιστορικό κέντρο, γεμάτο με κόσμο σαν κι εμάς που είχε μαζευτεί απ'όλη τη Γαλλία κι ένα σωρό άλλες χώρες για τη συναυλία... Η σκλαβωτικά ευγενική, στρουμπουλή κυρία με την τρομερή κρεπερί της (κρέπα After Eight, με ζεστή πικρή σοκολάτα και παγωτό μέντα. Μμμμμ!) που όταν πληρώναμε μας ρώτησε πως κι από τα μέρη της και όταν της είπαμε έδειξε πλήρως ενημερωμένη, φωνάζοντας χαρωπά "Αααα, λε κονσέρ ντε Ραντιοέεεντ!"...

Και μετά, η Αρένα! Είχε λοιπόν φτάσει εκείνη η στιγμή. Ήταν 14 Ιουνίου και καθόμασταν στο πλακόστρωτο έξω από τη μεγαλόπρεπη διώροφη ρωμαϊκή αρένα, με μπόλικη ώρα στη διάθεσή μας για να θυμηθούμε τη 14η Φεβρουαρίου καθώς περιμέναμε, κάνοντας πράξη εκείνη την κουβέντα που είχα πει. Αλλά δεν το κάναμε. Ήμασταν τόσο χαρούμενοι που βρισκόμασταν στ'αλήθεια εκεί, ήρεμοι και ξέγνοιαστοι, που προτιμήσαμε να επικεντρωθούμε στο task at hand, δηλαδή στο να βολευτούμε καλύτερα κάτω από τον ήλιο για ν'ακούσουμε απερίσπαστοι το soundcheck, καθώς αντηχούσαν μέσα από την άδεια αρένα οι πρώτες νότες του "Weird Fishes/Arpeggi". Για τη συναυλία αυτή καθ'αυτή θα μιλήσουμε όταν έρθει η ώρα (πολύ σύντομα δηλαδή) αλλά μετά το τέλος, καθισμένοι σε ένα εστιατοριάκι με εκατοντάδες κόσμο τριγύρω να συζητάει το ίδιο ακριβώς πράγμα με μας ("Μα πως τόλμησαν να μην παίξουν το 'How To Disappear';;;!!;!;"), νιώθαμε πλήρεις. Ευτυχισμένοι. Η Αθήνα, τα προβλήματα, όλα είχαν θαφτεί κάτω από ένα βουναλάκι χαράς και ηρεμίας.

Ξέραμε φυσικά ότι δεν ήταν φτιαγμένο για να κρατήσει πολύ. Την άλλη μέρα, μετά από καταδικασμένες εκ των προτέρων προσπάθειες να βρούμε εισιτήρια για τη δεύτερη συναυλία (ένα από τα συμπεράσματα που επαληθεύτηκαν για μένα σε αυτό το ταξίδι ήταν ότι, αν πάρεις εισιτήριο για μια συναυλία των RH σε μια πόλη όπου παίζουν και την επομένη, θα πρέπει να πάρεις και για τη δεύτερη συναυλία, Φακτ. Δεν το είχα κάνει ούτε όταν είχαν έρθει στην Αθήνα. Το δις εξαμαρτείν, κλπ), φύγαμε από την πολη, τόσο για να μη μελαγχολήσουμε, όσο και για να προλάβουμε να δούμε άλλη μία. Έτσι κι αλλοιώς, η Μασσαλία ήταν στο δρόμο προς το Μιλάνο και μας υποδέχτηκε πολύβουη και πολύχρωμη, και βρήκαμε δωμάτιο σ'ένα παλιό ξενοδοχείο, φτιαγμένο θαρρείς για σκηνικό σε κάποιο ασπρόμαυρο φιλμ με τη Lana Turner ή έναν James Stewart ν'ανεβαίνει τις σκάλες με το όπλο στο χέρι.

Μετά όμως βράδιασε. Οι δρόμοι άδειασαν, τα λεωφορεία σταμάτησαν από τις 8, τα μαγαζιά ήταν κλειστά, ένα ψιλόβροχο άρχισε να πέφτει, και η μουντή Κυριακή κατακάθισε πάνω μας, προετοιμάζοντας τη μοιραία Δευτέρα που προσπαθούσαμε να ξεχάσουμε - τη Δευτέρα της επιστροφής. Ίσως έφταιγε η ομοιότητα του μέρους με τον Πειραιά που, εμένα τουλάχιστον, μ'έφερνε πιο κοντά στο σπίτι απ'ότι θα ήθελα εκείνη τη στιγμή. Το αργό, παμπάλαιο τρένο για το Μιλάνο δε βοήθησε, ούτε και η καταρρακτώδης βροχή στο Malpensa. Γυρίζαμε πίσω, να ξαναβρούμε τους σκελετούς που είχαμε κλείσει στο ντουλάπι από την Τετάρτη το βράδυ.

Και τους βρήκαμε. Τα συνηθισμένα 35άρια της Αθήνας μετά τον ανοιξιάτικο καιρό της Ελβετίας και το γλυκό καλοκαιράκι της Nîmes. Τις πανάσχημες πολυκατοικιες και το ακαταμάχητο μίγμα σταρχιδισμού και μουντρουχίλας όπου γυρίζαμε το μάτι μας. Φρέσκους λογαριασμούς κάτω απ'την πόρτα μας και ξαναζεσταμένη γκρίνια και άγχος στο περιβάλλον μας.

Τώρα, όμως, μπορούσαμε να ανασύρουμε κατά βούληση μια από όλες εκείνες τις στιγμές και να χαμογελάμε σα χαζοί με την ανάμνησή της, αλλά και με την ανάμνηση όλων όσων προηγήθηκαν και την έκαναν να φαίνεται ακόμα πιο φωτεινή (Κοέλιο, φαντάζομαι το ξέρεις ότι γράφεις μαλακίες. Το σύμπαν τη βρίσκει περισσότερο να συνωμοτεί για να ΜΗΝ τα καταφέρεις!). Πιθανότατα θα κάνουμε κι άλλα ταξίδια στο μέλλον, και ίσως κάτω από καλύτερες συνθήκες, αλλά είναι σίγουρο ότι κανένα δεν θα είναι τόσο πολύτιμο όσο αυτό.

2 σχόλια:

radiowar είπε...

Ιστοριες οπως αυτη δεν σηκωνουν βαρυγδουπα σχολια. Φανταζομαι ποσες εκατονταδες χιλιαδες πεταλουδες φτεροκοπουν ευθυμα στην κοιλιακη σας χωρα καθε φορα που επικαλειστε εστω και καποιο τυχαιο δευτερολεπτο αυτης της διαδρομης. Δυο λεξεις: ΠΑΝΤΑ ΤΕΤΟΙΑ! (και παντα με καποιο βαθμο δυσκολιας γιατι ετσι το νεκταρ στο τελος εχει πιο πλουσια γευση :D )

uptight είπε...

Δε λες τίποτα. :-)

Ευχαριστούμε πολύ για την ευχή (επίσης!) κι ευχαριστούμε που έπιασες ακριβώς το νόημα του γιατί έγινε αυτό το post. ;-)

 
Clicky Web Analytics