30.12.08

2008: Μουσικά κονσέρτα, part 1

Φιού... Αυτή κι αν ήταν γεμάτη συναυλιακή χρονιά! Με βεβαιότητα η χρονιά που μας φεύγει διαθέτει, εκτός απο τις περισσότερες, και αυτές τις συναυλίες που θα θυμάμαι μέχρι να πηγαίνω για καφέ με τον καλό φίλο Aλτσχάιμερ. Ήταν τόσο ποιοτικά καλή, ώστε εύκολα οι συναυλίες που βρίσκονται έξω από την εξάδα, αν έλειπαν οι απο πάνω τους, θα έμπαιναν δικαιωματικά και χωρίς δεύτερη σκέψη στην πρώτη θέση. Ιδού λοιπόν οι έξι (5 + μία) καλύτερες συναυλίες της φετινής χρονιάς, συν τρείς απο τις υπόλοιπες που δεν ήταν σε καμία περίπτωση κακές, απλώς είχαν να αντιμετωπίσουν μεγαθήρια. Ξεκινάμε με τις τρεις επιλαχούσες που κανονικά ανέμεσά τους θα έπρεπε να βρίσκεται και η πολύ καλή συναυλία της Róisín Murphy, για την οποία όμως θα έχει περισσότερες λεπτομέρειες η πιο ειδική uptight...

Η αξία των Spiritualized, η παρουσία του Jason Pierce και ο επικός τους τραγουδοκατάλογος είναι όλα αναμφισβήτητα και δεδομένα. Όμως κάτι έφταιξε στη φετινή τους εμφάνιση στην Αθήνα. Ενώ ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς - ένα αξιοπρεπές support, την αναντίρρητα cool προσωπικότητα του Jason καθώς και την παρουσία δύο αφροαμερικάνων δεσποινίδων που τον προμήθευαν με backing vocals και soul πινελιές - στην πορεία έχανα σταδιακά το ενδιαφέρον μου. Παρά το ότι υπήρξε μια δίκαιη μοιρασιά καινούργιων και παλιών κομματιών, η φωνή του ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, τηρουμένων των αναλογιών, και οι μουσικοί ικανότατοι, δυστυχώς οι Spiritualized υπέκυψαν στη ροπή που έχουν για αχαλίνωτο jamming. Οι δύο αφροαμερικάνες κυρίες περνούσαν όλο και περισσότερο στο περιθώριο. Η μπάντα τέντωσε τα τραγούδια σε διάρκεια και εσωστρέφεια τεντώνοντας ταυτόχρονα και τα νεύρα αλλά και δοκιμάζοντας την υπομονή των θεατών (που είναι το "Baby I’m Just A Fool" ρε αλήτες"!!;). Οι θεατές οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, ήταν απροσδόκητα λίγοι ποσοτικά εκείνη τη νύχτα (κάτι για το οποίο πρέπει να έφταιξε και η μηδενική προβολή της συναυλίας, ενώ η εταιρεία δεν αξιώθηκε καν να τυπώσει εισιτήρια με το όνομα του συγκροτήματος). Εντάξει ,τα τραγούδια του Jason συνοδεύονται με κάποια συγκεκριμένα συστατικά, αλλά αν ο θείος από την Καλαμάτα δεν σε είχε προμηθεύσει πρόσφατα δεν μπορούσες παρά να κουραστείς από τη συναυλία. Την επόμενη φορά θα είμαστε ξανά εκεί και θα ελπίζουμε σε καλύτερα. Α, και Jason παιδί μου… για κάθε jam που κάνεις ο Θεός σκοτώνει και από μια γατούλα...

Άλλη μια μυστήρια συναυλία που θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερη απ’ότι εξελίχθηκε τελικά. Ο ενθουσιασμός μας, μιας και επιτέλους θα βλέπαμε την Bjork μετά από τόσα χρόνια αναμονής, μεγάλωνε καθώς προχωρούσαμε προς τις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις. Και η Bjork δεν μας απογοήτευσε, ούτε με τα εντυπωσιακά σκηνικά που είχε στήσει, τα μικρά της σκετσάκια με τους καταπληκτικούς Wonderbrass (μια ομάδα Ισλανδών που έπαιζε τα πνευστά), την εξωπραγματική φωνή της και τους «επιστήμονες» που χειρίζονταν τα beats σαν να χειρίζονται πυρηνικά όπλα. Το “Hunter” εξόρισε το σώμα μας σε ένα πυκνό και σκοτεινό δάσος να αναζητεί το ξέφωτο, το “Declare Independence” θα μπορούσε να ρίξει μια ολόκληρη κυβέρνηση μοναχό του, και το θρυλικό “Army Of Me” απλά μας υπενθύμισε σε τι δυσθεώρητα ύψη ποιότητας έχει φτάσει αυτή η Ισλανδή. Δύο όμως ήταν τα βασικά αρνητικά σημεία της συναυλίας. Για τα πρώτο κοιτάξτε στο αρχείο του some beans. Για το δεύτερο ,ας κοιτάξουμε το ρολόι μας. Η Bjork έπαιξε μόλις μία ώρα και κάτι πολύ ψιλά, ξαποστέλνοντάς μας ακριβώς την ώρα που αρχίσαμε να ζεσταινόμαστε. Βάλτε και το γεγονός ότι και η ίδια φαινόταν σαν να παίρνει την όλη ιστορία λιγάκι διαδικαστικά, αφήνοντάς μας τελικά γλυκόπικρη γεύση. Όπως και να’ χει εμάς το απωθημένο μας έφυγε, αλλά μας έμεινε η αίσθηση πως μάλλον δεν την προλάβαμε στα καλύτερά της.

Μην φοβηθείτε να ανατρέξετε στο αρχείο για το πώς μας φάνηκε η συναυλία του Brett Anderson. Τα συμπεράσματα δεν άλλαξαν ιδιαίτερα. Αυτό που μας έμεινε είναι ότι παρακολουθήσαμε μια πραγματικά ηρωική μάχη του Brett με το κοινό και τελικά έναν ολόδικό του προσωπικό θρίαμβο. Κι ενώ η Bjork μπορεί να μας βγήκε λίγο τεμπέλα με μικρή διάρκεια συναυλίας και λίγο άκεφη, ο Brett έφτασε στα όριά του, στην κυριολεξία. Ήταν εμφανές πως στα δύο τελευταία τραγούδια λύγισε από το βάρος ολόκληρης της συναυλίας που κουβάλησε μοναχός του ώστε αναγκάστηκε να κόψει μερικές στροφές από δύο κλασσικά χιτς των Suede. Στηρίζοντας με όλες του τις δυνάμεις τον εγκληματικά υποτιμημένο φετινό του δίσκο αλλά και την προηγούμενη μέτρια προσπάθειά του, παίζοντας με την ψυχή του τραγούδια των Suede, έχοντας ως μοναδικά όπλα είτε το πιάνο είτε την κιθάρα σε συνδυασμό με την φωνή του που ποτέ δεν ήταν στα μεγαλύτερα ατού του, αλλά φαίνεται ότι την βελτίωσε και την ανέπτυξε ώστε να μπορεί να στηρίξει τον νέο τρόπο ερμηνείας του. Μια λοβοτομημένη κοπέλα που, απ’ ότι υπερηφανευόταν, θα δούλευε και στο καινούργιο Pop & Rock (α ρε κακόμοιρο περιοδικό, πόσοι βαρεμένοι έχουν ασελγήσει στον τάφο σου) έβρισκε ότι η μουσική ήταν καλή για ψαλμωδία, αλλά αφού και αυτή την κατάφερε ο Brett να χειροκροτήσει στο τέλος, ας μην φοβάται τίποτα. Μπορεί η τεράστια δόξα των Suede να μην του ξαναέρθει αλλά αν τα υπόλοιπα live του έχουν το ίδιο πάθος τότε θα έρθουν καλύτερες μέρες για εκείνον. Αλλά και για εμάς όταν θα μας επισκέπτεται.

Και μετά το ορεκτικό, οι έξι καλύτερες συναυλίες του 2008 που είχα την τύχη να παρεβρεθώ...

6. Αυτή ήταν μια αποκάλυψη για μένα. Πρέπει να ήμουν από τους λίγους που δεν είχαν ακούσει την μουσική των Asian Dub Foundation. Πίστευα απλά ότι κινούνταν στο φάσμα ραπ και dub/reggae. Και όλα αυτά γιατί κανείς δεν με ειδοποίησε πως η μπάντα διαθέτει έναν χαρισματικό κήρυκα που λέγεται Pandit G και έναν κιθαρίστα που γνώριζε τα μυστικά για μερικά από τα πιο υπόκωφα εκρηκτικά ριφάκια που έχω ακούσει. Οι Asian Dub «ζωντανά» είναι ένα, για να το θέσουμε επιστημονικά, πορωτικό θέαμα. Είναι από εκείνους που όχι μόνο προετοιμάζουν αλλά και κάνουν πράξη τα επικά ηχητικά ξεσπάσματα που υπόσχονται, αναγκάζοντας ακόμα και τον πιο κολλημένο στη θέση του να χάσει τον έλεγχο. Ήταν μια επίθεση από 7 τρελαμένους που ένας ένας περνούσαν στη θέση του φρόντμαν με τον δικό τους τρόπο ο καθένας. Εκ των υστέρων, έχοντας ακούσει και τη δισκογραφία τους, οφείλω να παραπονεθώ μόνο γιατί, απ’ ότι μου φάνηκε, οι καινούργιες τους συνθέσεις δεν είναι τόσο εφευρετικές όσο ήταν στο αριστουργηματικό Rafi’s Revenge, αλλά τώρα που το σκέφτομαι αν έπαιζαν και περισσότερα από το προαναφερθέν, θα αναγκαζόμουν να τσαλακώσω το ήδη μέχρι τότε πληγωμένο, χρόνια φορεμένο μου στυλ ΧΤΠΜΡ, ΚΤΧΣΜΚΚΤΚΣΡΤD.«Χτυπάω το πόδι μου ρυθμικά, κοπανάω το χέρι στο μπούτι και κουνάω το κεφάλι στον ρυθμό των drums.»

5. Η Kristin μπορεί να ταλαιπωρήθηκε εκείνη την ημέρα αφού το ιστορικό πλέον μπάχαλο στο αεροδρόμιο του Heathrow, ήταν υπεύθυνο για την απώλεια και των αποσκευών της. Δηλαδή όλων των ρούχων της αλλά και όλων όσων είχε φέρει για να κάνει τη συναυλία στη χώρα μας. Συμπεριλαμβανομένης και της κιθάρας της, που ας είναι καλά ο παθιασμένος τραγουδοποιός Simon Bloom (χιχιχιχι) που της έδωσε τη δικιά του. Είχαμε ήδη αρχίσει να αισθανόμαστε μια ευφορία και λόγω Bloom αλλά και λόγω της σύγχυσης στο Heathrow που όπως και να’ χει, έστω και για λίγο, μας έκανε να αισθανόμαστε καλύτερα για τη δική μας μπανανία. Πέρα από αυτά όμως η Kristin Hersh μας απέδειξε γιατί είναι από την πάστα των μουσικών που κάποιος σπάει το καλούπι όταν βγαίνουν στον κόσμο. Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω τα μάτια της. Το πάθος, η φλόγα, η τραγωδία, η επιθυμία, οι ενοχές, ο έρωτας, η νοσταλγία όλα περνούσαν σαν φιλμ από τα καταγάλανα νεκρά μάτια της. Κοιτούσε πίσω μας στο υπερπέραν. Σαν να περνούσε μπροστά από το βλέμμα της το παιδί της, ο άντρας της, παλιοί της φίλοι, ο άστεγος που συνάντησε καθώς και άλλοι καθημερινοί πρωταγωνιστές που σκάλισαν την προσωπικότητα της. Η ερμηνεία της μας κύκλωσε και μας κράτησε δεμένους στη θέση μας χωρίς να τολμήσουμε να γυρίσουμε το κεφάλι μας και να κοιτάξουμε αλλού. Ήταν ο ορισμός της ηλεκτρισμένης ακουστικής συναυλίας. Η μόνη πίκρα που μας έμεινε ήταν πως εξαιτίας της απώλειας των αποσκευών της δεν μπορέσαμε να δούμε πώς είχε προετοιμάσει ολόκληρη την παράσταση της. Η Kristin επιστρέφει με τις υπόλοιπες Throwing Muses και εμείς θα ανυπομονούμε να ξαναδούμε από κοντά την φλογισμένη της οπτασία.

4. Dulli και Lanegan. Lanegan και Dulli. Αχ… Κάθε φορά μου υπενθυμίζετε πως πρέπει να βελτιωθώ στο πιοτό μπας και φτάσω έστω στο ένα εκατοστό από το αβάσταχτο cool σας. Δεν θα κουραστώ να βλέπω ποτέ τους συγκεκριμένους είτε ως δίδυμο είτε τον καθένα ξεχωριστά. Ευτυχώς μας έχουν τιμήσει αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια. Αυτή η φορά όμως ήταν εξαιρετικά ξεχωριστή μιας και δεν θυμάμαι να διασκέδασα σε καμία άλλη τους συναυλία έτσι. Την πρώτη φορά που τους είδα ως Twilight Singers, ο Mark εμφανιζόταν σε ελάχιστα τραγούδια ενώ δεν ήμουν και πολύ οικείος με τον κατάλογο των Twilight Singers.Την δεύτερη φορά ήταν μόνος του ο Mark με την Isobel Campbell όπου, παρά το πολύ καλό τους δέσιμο, μην ξεχνάμε πως σε ό,τι συμμετέχει η Isobel υπάρχει μια πιο σεμνή απόλαυση. Απόλαυση μεν, σεμνή δε. Την τρίτη φορά είδα τον Lanegan μαζί με τους Soulsavers ως support του support στην συναυλία του Iggy Pop πέρυσι το καλοκαίρι. Εκεί, παρά τον καταπληκτικό χώρο, ο τιτανοτεράστιος Mark έφαγε ένα σχετικό κλάσιμο από τον ελάχιστο ως τότε κόσμο, πράγμα που τον επηρέασε, παίζοντας για ελάχιστη ώρα. Η τέταρτη ήταν και η φαρμακερή, το Μάιο που μας πέρασε. Το σατανικό δίδυμο, έχοντας μόλις απελευθερώσει στον κόσμο το γεμάτο μετάνοια, εξομολόγηση και θρυμματισμένη ελπίδα πόνημά τους, βρισκόταν σε δαιμονιώδη φόρμα (προφανώς. Σε τι άλλη φόρμα θα βρισκόντουσαν ειδικά αυτοί οι δύο δηλαδή; Παραδεισένια;).

Γύρισαν την ένταση στο τέρμα, ο Dulli κατάπιε όλο το κοινό με την αδάμαστη, μετρημένη πλέον σε Γιγαβόλτ ενέργειά του, ο Lanegan στο ρόλο του έξω από’δώ να μας απειλεί με το αλλόκοτα σκλαβωτικό γρύλισμά του, και τα τραγούδια να μην χαρίζουν κάστανο σε κανέναν (αν και θα προτιμούσα σε 2-3 η μπάντα να ακολουθούσε το πιο μελωδικά ήπιο μονοπάτι). Στο "Front Street" ειδικότερα ο Dulli έγινε ο πρώτος άνθρωπος που κατάφερε να αποπλανήσει γύρω στους 1000 και κάτι ανθρώπους ταυτόχρονα. Η ατζέντα μας θα ηχήσει ξανά εύθυμα στις 4 Φεβρουαρίου, όταν και θα τους ξαναδούμε.

3. Δεν ξέρω αν η PJ Harvey ζήτησε το χώρο του Badmindon, αλλά αν όχι, η ιδιοφυΐα που την έστειλε εκεί αξίζει αμέσως αύξηση στον μισθό του. Στον καταπληκτικό χώρο του Badmindon oπου τουλάχιστον γίνεται και κανά πολιτιστικό γεγονός που και που ώστε να σώζεται από την αχρηστία, η PJ κατόρθωσε να βγάλει όλη την ουσία και την ατμόσφαιρα του συγκλονιστικού White Chalk. Τα λόγια περίσσευαν, ο λαιμός στέγνωνε και η καρδιά σφιγγόταν από ένα αόρατο χέρι καθώς η PJ μας μετέφερε στο σπαραξικάρδιο “The Mountain”, στην εκλιπαρούσα βελανιδιά του “Grow Grow Grow” και πιο παλιά, στα γεμάτα αμαρτία και δάκρυα εσώρουχα της “Angelene” και την μοναχικά θρυμματισμένη “Nina In Ecstasy”. Η PJ Harvey άνοιξε ξεχασμένους πόρους στο δέρμα μας και «μίλησε» σε νότες που μόνο φανταζόμασταν ότι υπήρχαν. Πολύ πιο άνετη και ομιλητική απ’ότι την περίμενα, μάλιστα προς το τέλος άκουγε από τον κόσμο τις δικές του προτάσεις. Ο οποίος κόσμος έδειξε ότι αν του φερθούν ανθρώπινα σε έναν ανθρώπινο χώρο μπορεί να αφήσει για λίγη ώρα τον κάφρο που κρύβεται μέσα του. Άλλοτε εκδικητική μάγισσα και άλλοτε καλοκάγαθη νεράιδα, πατά γερά στα σκαλοπάτια της διαχρονικότητας. Ο κόμπος που ένιωσα στο λαιμό όταν μνημόνευσε με τόσο μελαγχολική μεγαλοσύνη την πατρίδα της το Dorset στο “White Chalk” δεν θα φύγει ποτέ από το μυαλό μου.

2. 100% καθαρή διασκέδαση. Για πιο συγκεκριμένα ανατρέξτε (πού αλλού;) στο αρχείο. Αλλά μετά από περίπου τέσσερις μήνες μπορώ να θυμηθώ τα εξής… Ο Stipe διδάσκει την τέχνη του frontman, ο Mills και ο Buck είναι σπεσιαλίστες sidekicks τόσο που ο Μπάτμαν θα έστελνε στο ταμείο ανεργίας τον Ρόμπιν ασκαρδαμυκτί, και η επανένωση των R.E.M. με τη μούσα τους είναι γεγονός. Ένιωθα σα να έβλεπα την Μάντσεστερ Γιουναίτεντ να παίζει ποδόσφαιρο. Τόσο σφιχτή και ακομπλεξάριστη μεγάλη μπάντα δύσκολα βρίσκεις. Οι μελωδίες του γκαζωμένου φετινού Accelerate βοήθησαν η συναυλία να μην κάνει κοιλιά όταν τα χιτς έμπαιναν στην άκρη ενώ γιγάντια τραγούδια, που δεν χρειάζεται καν να αναφέρω γιατί όλοι είμαστε οικείοι με αυτά, παίχτηκαν με τέτοιον γυαλισμένο αυθορμητισμό που νόμιζες ότι τώρα ξεκινούσαν την καριέρα τους κι έπρεπε να εντυπωσιάσουν κόσμο και κριτικούς. Η παράδοση άνευ όρων στην μπάντα ήρθε εύκολα και χωρίς δεύτερη κουβέντα, ενώ το δέσιμο του κόσμου με τα τραγούδια και τα παντοτινά μηνύματά τους ήταν σε στιγμές συγκινητικό. "Hey kids, nobody tells you what to do” μας είπε, με τη σοφία που τού έχουν χαρίσει όλα αυτά τα αεικίνητα χρόνια αναζήτησης, ο Stipe. Η απάντησή μας στην απορία «Πως είναι οι REM live;» λύθηκε. Μας δημιουργήθηκε μια καινούργια όμως με τη βοήθεια ενός φίλου. «Πως διάολο παίζουν καλύτερα και από παλιά;»

1. Δε μπορώ να είμαι αντικειμενικός με τους Radiohead. Και δεν θέλω να είμαι αντικειμενικός με τους Radiohead. Θα ήταν αχαριστία, μιας και εξαιτίας τους έμαθα τη μουσική έτσι όπως την αντιλαμβάνομαι σήμερα...

Η στιγμή που επιτέλους άκουσα για πρώτη φορά ζωντανά τη φωνή του Thom ήταν μια από τις πιο απολαυστικές και έντονες εμπειρίες που έχω ζήσει. Σχεδόν δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω ότι η φωνή που άκουσα τυχαία σε ένα αυτοκίνητο πριν 8 και κάτι χρόνια ήταν σε απόσταση μερικών μέτρων. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ήταν και πολύ καλύτερη από όλες τις αναλύσεις που την είχα υποβάλλει. Το να πω ότι ακουγόταν αγγελική θα φανεί μελό και συνηθισμένο. Όμως ήταν αλήθεια. Ήταν στο soundcheck του “Weird Fishes” και παρότι o Yorke δοκίμαζε και ζέσταινε τη φωνή του, εκείνη ακουγόταν με αυτό το χαρακτηριστικό βελούδο, σαν να βρίσκεται σε μια υποθαλάσσια συχνότητα που τη φίλτραρε και την μετέτρεπε σε χάδι στα αυτιά σου. Τότε κατάλαβα ότι επιτέλους θα έβλεπα την μπάντα που με έμαθε να αγαπάω και να γίνομαι εμμονικός με τη μουσική. Και φυσικά είναι υπεύθυνη για το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή μου.

Αν συνεχίσουμε την ιστορία χρονολογικά θα πρέπει να πούμε ότι γύρω στις 8 παρά το απόγευμα, σε μια Ρωμαϊκή Αρένα που σου έπαιρνε την ανάσα με το μεγαλείο της, και αφού συμπληρώσαμε σχεδόν 5 ώρες αναμονής (το τίμημα για μπροστινές θέσεις) μαζί με άλλους βλαμμένους και παρανοϊκούς συγκάτοικους στην τρέλα, βγήκε η πολλά υποσχόμενη μπάντα της Natasha Khan. Δηλαδή οι Bat For Lashes. Ένα πολύ ενδιαφέρον μίγμα Bjork και Kate Bush που μπορεί προφανώς οι συνθέσεις της να μην είναι ακόμα στο επίπεδο των δύο επιρροών της, αλλά ούσα μια πολύ ζωντανή και ταλαντούχα frontwoman, φαίνεται ότι έχουν σπουδαίο μέλλον και έναν δεύτερο δίσκο που θα μας έρθει τον Απρίλη και ήδη ανυπομονούμε, μιας και θα διαθέτει σε ένα κομμάτι ως guest vocalist τον Scott Walker.

Tα ακροβατικά των τεχνικών προκειμένου να προετοιμάσουν το εκπληκτικό φωτο-σόου των πρωταγωνιστών της βραδιάς επιμήκυναν ακόμα περισσότερο την ανυπομονησία μας ενώ η μεξικάνικη ola κρατούσε απασχολημένα τα χέρια μας.

Ώσπου τα φώτα έκλεισαν. Ένα ηλεκτρονικό ηχητικό απόσπασμα φτιαγμένο από κομματάκια του “Reckoner” μας προειδοποίησε. Βγήκαν στη σκηνή. Οι εναρκτήριες νότες του κανονικού “Reckoner” ήταν η δικαίωση για ό,τι συνέβη τον προηγούμενο καιρό. Στον καθαρό βραδινό ουρανό της Nimes έψαχνα να βρω απαντήσεις και να αναρωτηθώ αν όντως είναι αλήθεια αυτό που συμβαίνει. Έχοντας ακούσει δεκάδες Bootlegs μπορώ να πω με σιγουριά πως το Ιερό Δισκοπότηρο της live συναυλίας των Radiohead περιείχε το πιο γλυκόπιοτο νέκταρ. Το μυθικό πλέον “Reckoner”, ο πιο κοντινός σε soul πειραματισμός της μπάντας, μας έδωσε μια μεγάλη και τρυφερή αγκαλιά. Το “Myxomatosis” πέρασε από πάνω μας σαν οργισμένη νταλίκα αφήνοντας μας τα σημάδια από τις ρόδες του, με τον Thom να μιμείται αρκετά πειστικά έναν celebrity. Τα “All I Need”, “Pyramid Song”, “Nude” έμοιαζαν με παρατεταμένους οργασμούς των αισθήσεων, στο “There There” o Jonny Greenwood προσπάθησε να προκαλέσει εξέγερση στην ήρεμη ως τότε Nimes, και στο “National Anthem” η θρυλική μπασογραμμή του έτερου Greenwood ανακάτεψε τα στομάχια και τα μυαλά μας αφήνοντας μόνο τα πόδια μας ανέγγιχτα ώστε να μπορούμε να χορεύουμε. Έπειτα ήρθε το “Faust Arp” σαν ηλιόλουστο πρωινό στο γρασίδι, και μετά τη συλλογική επιθυμία να πέσει η κυβέρνηση στο “No Surprises”, το “Where I End...” και το “Idioteque” έφτασαν την αντοχή και το ξέσπασμά μας στο χείλος του γκρεμού. Δεν μας έριξαν ακόμα όμως γιατί τα σχέδια των πέντε μικρών υπηκόων της Βασίλισσας δεν τελείωναν εκεί. Με ένα μεγαλειώδες ‘Street Spirit” και ένα “Bodysnatchers” που αν το χαρακτηρίσεις «εκρηκτικό» θα είναι σα να λες ότι ο Axl Rose είναι ιδιόρρυθμος, έφυγαν αναγκάζοντάς μας να παρακαλέσουμε για encore.

Στο 1ο encore με το “Talk Show Host” μας έβαλαν χαπάκια στην πορτοκαλάδα, αναγκάζοντάς μας να υποκύψουμε στις ψυχεδελικές του διαθέσεις, ενώ η ερμηνεία του Thom στο “Exit Music” έμοιαζε με το πρώτο δάκρυ του εραστή μπροστά στη θέα του θανάτου της αγαπημένης του. Το encore ολοκληρώθηκε με το απροσδόκητο ξέσπασμα του “Karma Police” που live, είναι αλήθεια, αποκτά ψυχοθεραπευτικές ιδιότητες.

Όταν παίχτηκαν οι αποχαιρετιστήριες νότες του “Planet Telex” (από τις πιο χαρακτηριστικές των 90’s) μείναμε στην κυριολεξία και δεν υπάρχει πιο ταιριαστή φράση, στα κρύα του λουτρού. Παρακολούθησα την πιο μεγαλειώδη παράσταση στη ζωή μου. Στο πιο μεγαλειώδες σκηνικό που μπορούσα να φανταστώ. Ένιωσα κατευθείαν μελαγχολικός.

It's all downhill from here, που λένε και οι συμπατριώτες τους. Ήθελα να ακούσω απεγνωσμένα τους δίσκους τους. Θέλαμε να τους ξαναδούμε σύντομα. Στην καθιερωμένη μετασυναυλιακή μπύρα σχεδόν συνήλθαμε. Σε ένα μαγαζί με δεκάδες αγνώστους που συζητούσαν όλοι αυτό που μόλις αντίκρυσαν, συζητώντας με την uptight ηρεμήσαμε. Και οριοθετήσαμε το γεγονός σαν αυτό που ήταν. Η συναυλία της ζωής μας. Μέχρι την επόμενη. Όχι ζωή, συναυλία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
Clicky Web Analytics