22.11.08

And when the pigs fly/ That's when I come back to you

Όταν ο Brett Anderson κοπανούσε τις χορδές καθώς τελείωνε ένα παλιό κομμάτι των Suede εκτελεσμένο στην ακουστική κιθάρα, με τη συντροφιά του βιολοντσέλου μιας κλασσικά εκπαιδευμένης δεσποινίδος, μπορούσες να διακρίνεις τη χαρά και τον εσωτερικό θρίαμβο που ένιωθε και ισοδυναμούσε με τη φράση «Ναι ρε πούστη! Ακόμα το έχω!».

Η χθεσινή εμφάνιση του Βrett Anderson είχε κάποια συγκινητικά έως ηρωικά στοιχεία. Για λιγότερο από μια ώρα προσπάθησε να παίξει μπροστά σε ένα αδιάφορο κοινό κομμάτια από τις δύο προσωπικές του δουλειές. Ήταν γνωστό πως οι συνθέσεις του πρώτου του δίσκου ήταν μια σκάλα παρακάτω από την δυναμική των συνθέσεων των Suede. Παρ'όλες τις δεδομένες αδυναμίες όμως του προσωπικού του υλικού, στάθηκε «γυμνός» απέναντί μας. Επιστράτευσε θάρρος, ρισκάροντας να χαθεί τελείως ο έτσι και αλλιώς λιγάκι ξεφτισμένος απ’τους γραφιάδες μύθος του αμφισεξουαλικού, κοινωνού του γκλάμ ροκ εντ ρόλ ηγέτη. Φυσικά φρόντισε και ο ίδιος να υποβαθμίσει με κάποιο τρόπο το υλικό του ή τέλος πάντων οι μάνατζέρ του, μιας και με το πρώτο διάλειμμα ακούστηκε μια κοπέλα η οποία μας διαβεβαίωσε ότι ο Βrett θα γυρίσει παίζοντας παλιές επιτυχίες των Suede. Παλιά κι αγαπημένα που λέμε. Ευτυχώς που δεν σέρβιραν και βερμούτ με τη συνοδεία των αδερφών Κατσάμπα.

Όπως και να’ χει ο Brett κατάπιε μέχρι τελευταίας σταγόνας το πικρό ποτήρι της εξ’ αρχής (από την πλειοψηφία των περιοδικών και όλων των indie παιδιών που ακολουθούν τη μόδα και βαθμολογούν και το γάλα που τους τάιζε η μάνα τους με αστεράκια) ξοφλημένης μοναχικής πορείας του, αλλά και μέχρι τελευταίας γλυκιάς σταγόνας το μελένιο ποτήρι της αποθέωσης για το αξιοπρεπέστατο και γεμάτο σεβασμό παίξιμο στα παλιά κομμάτια των Suede.

Πώς να νιώθει κανείς όμως σε μια τέτοια περίπτωση; Ξέροντας ότι η ζεστή ανταπόκριση θα υπάρχει μόνο για κομμάτια που έγραψε υπό την επήρεια ναρκωτικών 15 χρόνια πριν παρέα με τον κιθαρίστα (που είναι και τσακωμένοι); Ξέροντας πως ό,τι και να γράψει ή έγραψε τα τελευταία 8 περίπου χρόνια είναι ήδη πεταμένο στο καλάθι των αχρήστων; Δεν μπορείς να μην αισθάνεσαι πως βλέπεις πλέον τα οπίσθια της δόξας. Από την άλλη, να είχε αντίληψη άραγε ο Brett ότι αυτά τα τραγούδια που έγραψε σ'έναν παροξυσμό «αμαρτιών», εντός και εκτός εισαγωγικών, θα τον έτρεφαν και θα του εξασφάλιζαν μια ζωή χαρισάμενη οικονομικά και καλλιτεχνικά;

Δεν μπόρεσε όλη αυτή η ιστορία να μη μου θυμίσει την ιστορία του γερο-ροκά στο Love Actually. Ο Bill Nighy, με την εντελώς κατάλληλη για το ρόλο σκοροφαγωμένη φάτσα και την εντελώς πετυχημένη αντιγραφή συμπεριφοράς ξεπερασμένου πανηδονιστή ροκά, σκοράρει νούμερο ένα χιτ στα χριστουγεννιάτικα charts ξεπερνώντας τα μυξιάρικα της εποχής, διαφημίζοντας το τραγούδι του και τον εαυτό του κάπως έτσι: «But wouldn't it be great if number one this Christmas wasn't some smug teenager but an old ex-heroin addict searching for a comeback at any price? All those young popsters come Christmas Day, they'll be stretched out naked with a cute bird balancing on their balls and I'll be stuck in some dingy flat with me manager, Joe, ugliest man in the world, fucking miserable because our fucking gamble didn't pay off. So if you believe in Father Christmas, children, like your Uncle Billy does, buy my festering turd of a record. And particularly enjoy the incredible crassness of the moment when we try to squeeze an extra syllable into the fourth line. »

Όπως και να έχει δεν μπορούσες να μην εντυπωσιαστείς από το γεγονός πως ο πρώην αρχηγός των Suede, ο εκρηκτικός ασυγκράτητος ροκ σταρ, ο γεμάτος διφορούμενες και ενοχλητικές ιδέες-καρφιά στα πλευρά των συντηρητικών, το έτερον ήμισυ του πιο Britpop ζευγαριού της εποχής, καθόταν μπροστά μας μια δεκαετία γηραιότερος, άοπλος στα διαπεραστικά βλέμματα και τα ενίοτε χασμουρητά του κοινού, υποβάλλοντας τον εαυτό του σε μια δοκιμασία που δεν θα καταδεχόταν να περάσει κάμποσα χρόνια πριν, σχεδόν ζητιανεύοντας το αγκάλιασμα του κοινού που δεν απολαμβάνει πλέον άνευ όρων. Στεκόταν εκεί όμως, δυνατός, προβάλλοντας τη φωνή του που έτσι και αλλιώς ποτέ δεν ήταν το μεγαλύτερο προσόν του, εξελίσσοντάς την παρ'ολ'αυτά. Ξεγύμνωσε τις συνθέσεις, ξεγύμνωσε τον εαυτό του, και συνέχιζε να παλεύει. Ή αυτός ή εμείς. Είναι αρκετά νέος για να παίζει μπρά ντε φέρ με το κοινό στην προσπάθεια του να το αναγκάσει να τον χειροκροτήσει; Κανείς δεν ξέρει. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι συνεχίζει να προσπαθεί και να είναι καλλιτέχνης. Μόνο και μόνο γι'αυτό αξίζει πάνω απ’όλα το σεβασμό μας.

O Brett συνεχίζει να κάνει αυτό που αγαπάει. Εμείς όμως τι κάνουμε; Τι μας συνέβη; Έχουμε πρόσβαση σε απεριόριστη μουσική κι αντί να είμαστε χαρούμενοι φερόμαστε σαν υπέρβαροι σε ζαχαροπλαστείο. Τρώμε ότι φρέσκο βρούμε μπροστά μας και πετάμε πίσω τα υπόλοιπα κρίνοντάς τα ως μπαγιάτικα. Δέκα χρόνια πριν, οι «δημοσιογράφοι» του N.M.E. θα πρόσφεραν ακόμα και στοματικό έρωτα, για να το πω ευγενικά, στον Brett Anderson για να τους δώσει μια συνέντευξη. Δέκα χρόνια πριν, το Pitchfork θα κατουριόταν πάνω του και μόνο στην ιδέα ο Billy Corgan να ασχοληθεί μαζί του.

Όχι. Ούτε η σημασία του Billy ούτε αυτή του Brett έφθιναν. Αυτό που έφθινε είναι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η αξιοπιστία και η σοβαρότητα της μουσικής δημοσιογραφίας.

Δείτε το υπέροχο "Blessed" από το φετινό εξαιρετικό Wilderness του Brett Anderson βιντεοσκοπημένο ζωντανά φέτος τον Ιούλιο στο Λονδίνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
Clicky Web Analytics