22.6.10

3-in-1: The Spanish Inquisition Edition

Καλώς ήρθατε σε ένα ακόμα 3 σε 1. Οι τρεις δίσκοι για τους οποίους θα μιλήσουμε θα είναι το I Will Be των Dum Dum Girls, το ομώνυμο των Soft Pack, το Home Acres των Aloha, το We Built A Fire των Seabear....Τέσσερις! Γαμώτο... Τέσσερις δίσκοι σε ένα post. Το I Will Be των Dum Dum Girls, το ομώνυμο των Soft Pack, το Home Acres των Aloha, το We Built A Fire των Seabear, το Thin Thin Line της Kath Bloom... Πέντε! Διάολε...Πέντε δίσκοι σε ένα post. Το I Will Be των Dum Dum Girls, το ομώνυμο των Soft Pack, το Home Acres των Aloha, το We Built A Fire των Seabear, το Thin Thin Line της Kath Bloom, το I Speak Because I Can της Laura Marling....Έξι! Έξι δίσκοι σε ένα post! Το I Will Be των Dum Dum Girls, το ομώνυμο των Soft Pack, το Home Acres των Aloha, το We Built A Fire των Seabear... Εμμ, πάμε πάλι...




Οι ίδιες λένε οτι πήραν το όνομά τους απο το κομμάτι του Iggy Pop "Dum Dum Boys" από το Idiot και το Dum Dum των Vaselines. Υπάρχει βεβαίως και ένα κομμάτι απο την '80s pop ζωή των Talk Talk με όνομα "Dum Dum Girl" όμως ας συμφωνήσω οτι ηχητικά κλίνουν προς την κατεύθυνση του Iggy.

Το I Will Be είναι απο αυτούς τους δίσκους που σε εντυπωσιάζουν στην αρχή, με την περισσή τους ενέργεια και τα πολύ πιασάρικα singlάκια τους, μέχρι να τους βαρεθείς σύντομα και να τους θεωρήσεις «άδειους». Θα μπορούσε να ήταν κι αλλιώς βέβαια, αφού οι Dum Dum Girls χρησιμοποιούν όλη αυτή τη ροκ μυθολογία της κοριτσίστικης δύναμης που εκφράζεται μέσα απο τη μουσική αλλά το δυστύχημα είναι πως δεν καταφέρνουν να γίνουν ούτε Breeders, ούτε Sleater-Kinney, ούτε Throwing Muses. Τουλάχιστον στις καλές τους στιγμές "Bhang Bhang im a Burnout", "Jail La La La" και "Yours Alone" μπορούν να συναγωνιστούν το "Love In A Trashcan" των Raveonettes. Από την άλλη δεν μπορώ να πω οτι ενθουσιάζομαι με αυτή την καινούργια μόδα των γυναικείων συγκροτημάτων που προσπαθούν να συνδυάσουν την '60s γλυκανάλατη (ως επι το πλείστον) pop με την ηχητική παραμόρφωση και φασαρία της δεκαετίας του 1980. Όπως και οι Vivian Girls, αλλά και οι επερχόμενοι Best Coast, οι Dum Dum κοιμίζουν στα απαλά τους κομμάτια και πάσχουν απο αμέλεια στις λεπτομέρειες στα πιο δυνατά τους χαρίζοντάς μας όμως κάποια αναμφίβολα αξιομνημόνευτα singles. Αυτές εδώ θα μπορούσαν να υπερέχουν σαφέστατα αλλά και αυτές οι όμορφες στιγμές που προσφέρουν είναι αρκετές γι' αρχή.





Οι πρώην Muslims επιστρέφουν με νέο όνομα (φανταζόμαστε λόγω πολλών απειλών απο μουσουλμάνους εξτρεμιστές αλλά και από αλευρόχρωμους βλάχους) αλλά ακούγονται σχεδόν το ίδιο. Και λέμε σχεδόν, αφού απο εκεί που το ντεμπούτο (ομώνυμο και αυτό) τους ήταν γεμάτο δίλεπτα και εναμισάλεπτα punk κομματάκια, το Soft Pack παρουσιάζει την ίδια δυσκολία να ξεχωρίσεις τα κομμάτια αλλά είναι σαφέστατα επηρεασμένο απο τις πιο πειραματικές ηχογραφήσεις των Stooges. Το Fun House είναι μεγάλη επιρροή με τα επαναλαμβανόμενα σκληρά ριφάκια του (χωρίς το σαξόφωνο του Steven McKay βέβαια) και κομμάτια όπως το "Pull Out" και κυρίως το "Parasites" ενισχύουν έναν τέτοιο ισχυρισμό. Οι κιθάρες, που ακούγονται σα να παίζονται στις οροφές αυτοκινήτων που τρέχουν με 200 χιλιόμετρα σε έρημους αυτοκινητόδρομους, είναι ένας παράγοντας τεστοστερόνης, όμως το πρόβλημα των περισσότερων τραγουδιών είναι οτι φανερώνουν τα χαρτιά τους απο πολύ νωρίς. Σαν έφηβος που βιάζεται να γδυθεί στην θέα μιας πρόθυμης γυναίκας.

Ακόμα κι έτσι ο νεανικός ανυπόμονος εαυτός τους βοηθάει στο να φτιαξουν στιβαρά και γρήγορα ροκ κομμάτια ενώ θα πρέπει να τους συγχαρούμε για το γούστο τους μιας και διάλεξαν το καλύτερο κομμάτι του δίσκου που έβγαλαν ως Muslims και το επανακυκλοφόρησαν με το καινούργιο τους όνομα ("On My Time"). Ό,τι μπορούν να κάνουν σωστά, σε μια κορεσμένη φόρμα, το κάνουν οι Soft Pack. Δέκα χρόνια πριν με αυτήν την rock and roll αναβίωση και garage τρέλα θα είχαν μεγαλύτερη τύχη. Σήμερα θα αντιμετωπιστούν σαν μπάσταρδα εγγόνια του Iggy που ακόμα περιμένουν αναγνώριση τα καημένα. Καλά κουράγια μέχρι τα σκισμένα jeans με τα λιγδυασμένα μαλλιά να ξανάρθουν στη μόδα.





Ήταν μεγάλη η χαρά μου όταν ανακάλυψα τους Aloha. Νόμιζα οτι θα ήταν απο αυτές τις ανακαλύψεις που μιλάνε στο υποσυνείδητο των απανταχού bloggers. Ένα νέο συγκρότημα, όχι ιδιαίτερα γνωστό, που έβγαλε σιγανά σιγανά έναν καταπληκτικό δίσκο γεμάτο ιδέες, μελωδίες και ουσία. Ουσία που βρίσκεις μόνο σε συγκροτήματα που είναι χρόνια μαζί. Και τελικά πράγματι οι Aloha είναι χρόνια μαζί. Αντί το Home Acres να είναι το ντεμπούτο τους είναι το έκτο τους άλμπουμ! Ενώ οι Aloha, ζωή να’χουν, είναι μαζί 13(!) χρόνια.

Έτσι εξηγούνται πολλά βεβαίως. Απο την αρχή του "Building A Fire" καταλαβαίνεις οτι έχεις να κάνεις με κάτι ξεχωριστό. Το ποδοβολητό των drums και της κιθάρας μπορείς να το συναντήσεις σε πολλούς. Όμως ιδέες όπως αυτό το πιάνο που διακόπτει το ρυθμό βρίσκεις μόνο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις. Το ανθεμικό "Moonless March" σιγουρεύει οτι αυτά τα παιδιά έχουν γερά hooks και ρυθμικό οικοδόμημα απο τιτάνιο και μετά έρχεται, ένα απο τα καλύτερα singles της χρονιάς, το “Microviolence” που θα έφτιαχνε ολόκληρες καριέρες. Σε 4.30 λεπτά ξεδιπλώνουν την κορυφή του ταλέντου τους, με το ξυλόφωνο να δένει την αψεγάδιαστη μελωδία και τον στίχο "The form is perfect, but it isn’t working" να αποτελεί μια μομφή σε όλους εμάς που αργήσαμε να τους μάθουμε.

Οι Aloha έχουν παίξει μαζί με σημαντικούς τύπους όπως ο Ted Leo ή οι αγαπημένοι μας Clinic. Και μιας και είπα Clinic το πολύ ταιριαστό φινάλε του δίσκου "Ruins" με την keyboard extravaganza θυμίζει μια απο τις καλύτερες και πιο τρελές στιγμές των Clinic, το "2/4", σε ένα βέβαια πιο συμβατικό και pop στυλ. Νωρίτερα το υπέροχο, ζαχαρένιο "I’m in trouble" κερδίζει τη θέση του δίπλα στα κυριακάτικα, νωχελικά κομψοτεχνήματα όντας φόρος τιμής στο "Sunday Morning" των VU με στίχους όπως "I dig my hands into the late spring mud/ I'm left here weaving all the roots into one/I feel alright when I keep my hands occupied/I'm working on passing the time".

Οι Aloha μας έχουν χαρίσει μέχρι στιγμής μερικές απο τις πιο ωραίες μουσικές της χρονιάς και εγγυόμαστε πως θα τους τιμήσουμε στο τέλος της. Ακόμα και αν δεν είμαστε απο τους λίγους που τους ξέρουν (γκρρρρρ).





Και τώρα πάμε σε ένα τελείως διαφορετικό κτήνος (που λένε και οι Άγγλοι). Πιο δραματικό, folk ροκ απο την πατρίδα του Jonsi. Η μουσική τους μοιάζει με ήρεμη λίμνη πολύ μακριά απο τα νευριασμένα Ισλανδικά ηφαίστεια που εκδικούνται τους ευρωπαίους χαρτογιακάδες για την οικονομική κατάσταση στην οποία έφεραν τη χώρα τους.

Εκτός απο τους νεραϊδικούς φολκλορικούς πειραματισμούς των Sigur Ros η φωνή του Sindri Már Sigfússon μοιάζει λίγο με την μειλίχεια φωνή του Sufjan Stevens. Η φωνή του συγκροτήματος είναι και η ψυχή μέσα σε αυτό. Οι Seabear ξεκίνησαν ως σόλο project του αλλά σε αυτόν τον δεύτερό τους δίσκο επιστράτευσε και άλλο κόσμο προκειμένου να κερδίσει σε πλούτο και βάθος ήχου. Και είναι αλήθεια πως αυτό το chamber pop τους ακούγεται πιο μεγαλοπρεπές αλλά όχι όσο σπουδαίο θα ήθελαν. Σαν Arcade Fire με όχι τόσο συνειδητοποιημένες και δουλεμένες μελωδίες και σαν Sufjan Stevens χωρίς την απρόβλεπτη, πηγαία δημιουργικότητα του Αμερικάνου.

Το "Fire Dies Down" είναι ένα όμορφο διαμαντάκι θαμμένο μέσα σε βιολιά και πολυεπίπεδα φωνητικά και το "Warm Blood" ένα μικρό έπος που θα μπορούσε να είχε γραφτεί απο τον πιο «μαλακό», alternative εαυτό του Eugene Edwards. Μέχρι εκεί όμως. Ο υπόλοιπος δίσκος κυμαίνεται στα ήσυχα νερά κάποιας λίμνης που προσπερνάς σε μια διαδρομή τρένου. Όμορφη στην όψη αλλά ανιαρή ωστέ να «επενδύσεις» συναισθήματα και αναμνήσεις πάνω της, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχουν τριγύρω τόσα άλλα όμορφα πράγματα που προσπαθούν να έχουν επίπτωση πάνω σου και να σου δεσμεύσουν την προσοχή.





Η Kath Bloom παρότι μετράει 32 χρόνια καριέρας έχει μόλις τρεις προσωπικούς δίσκους και μάλιστα σε πολύ άτακτα διαστήματα. Βεβαίως πριν τους σόλο δίσκους της δούλεψε για 20 χρόνια με τον Loren Mazzacane Connors, έναν avant-garde κιθαρίστα. Μπορούμε να πούμε με ασφάλεια οτι η Bloom αφιέρωσε όλη της τη ζωή στο να τραγουδάει ατμοσφαιρική folk μουσική. Αυτό κάνει και τώρα με έναν κάπως τυπικό και συνηθισμένο τρόπο είναι η αλήθεια.

Οι καθημερινοί αγώνες, τα έυφλεκτα συναισθήματα μιας blueswoman, και η ζωή συνεχίζεται σαν η Ella Fitzerald και η Nina Simone να ζουν και να ηχογραφούν ακόμα. Χωρίς όμως το δικό τους μουσικό πλούτο. Μια ξερή ακουστική κιθάρα και μια φωνή απο την οποία η Josephine Foster έχει ξεσηκώσει μερικές εκφάνσεις. Για να το θέσουμε και αλλιώς ο Bob Dylan θα ονειρευόταν έναν κόσμο γεμάτο Kath Bloom.

Αλλά δεν έχει νόημα να αλλάξει τώρα η κα. Bloom. Μόνη μητέρα ενός παιδιού θυσίασε μια πλουσιότερη δισκογραφία για να επιβιώσει. Πάντως η κληρονομιά της αναγνωρίστηκε πέρυσι όταν βγήκε ένα άλμπουμ προς τιμήν της με τη συμμετοχή μεταξύ άλλων του Bill Callahan, του Mark Kozelek, του Devendra Banhart και αρκετών ακόμα.

Στο Thin Thin Line τα πράγματα είναι όπως θα τα περιμέναμε. Η φωνή της αρκετά πιο ώριμη, τα blues δίνουν και παίρνουν και καμιά φορά οι ηλεκτρικές κθάρες αυξάνουν τον καημό της. Το "Another Point Of View" είναι ένα υπέροχο τραγικό κομμάτι και η καταπληκτική κιθάρα του "Lets Get Living" αποκτά σάρκα και οστά και περιγράφει διακριτικά ένα παλιό παραμύθι για μια γυναίκα που αγαπούσε έναν άντρα. Το ομώνυμο κομμάτι η κα. Bloom το τραγουδά με την αφέλεια και την άνεση που θα τραγούδαγε σε μια παρέα φίλων της μια βραδιά με ζωντανή φωτιά και χλωμό φεγγάρι.

Τελείως αταίριαστο με το τωρινό μουσικό τοπίο αλλά μια ευχάριστη αλλαγή που σε βάζει σε έναν διαφορετικό χωροχρόνο. Χρειάζεται κι αυτό...

Kath Bloom - "Is This Called Living?" από το Thin Thin Line



Μιλάει επειδή μπορεί η δίδα Marling. Αν και δεν μπορεί να πει ότι προσπάθησε ποτέ κάποιος να απαγορεύσει σ’αυτήν την γλυκύτατη 20χρονη folk πλανεύτρα να τραγουδήσει. Ίσα ίσα που πριν δύο χρόνια τα βραβεία Mercury την τίμησαν δεόντως έχοντας το πρώτο της άλμπουμ υποψήφιο για καλύτερο βρετανικό άλμπουμ της χρονιάς.

Είναι μια μάλλον ευχάριστη σύμπτωση που η δίδα Marling είναι μετά την Kath Bloom σε μια τυχαία αλλά πανοραμική άποψη του μέλλοντος και του παρόντος της folk. Εκεί που η Kath Bloom βασίζεται στις φόρμες που γνωρίζει, η Laura Marling προσπαθώντας να βρει τον ήχο της και αφού έχει όλο το χρόνο μπροστά της δοκιμάζει πράγματα μέσα στο (όχι τόσο ευρύ να πούμε την αλήθεια) φάσμα της folk. Τώρα μάλιστα που η αγγλική παρόμοιου στυλ μουσική είναι στα πάνω της η Marling μπορεί να υπερηφανεύεται οτι είναι μια απ'αυτές που έδωσαν τη μεγάλη ώθηση για να βγει μια σκηνή (κάτι που είχε να γίνει αρκετό καιρό) από την Αγγλία.

Η Laura Marling μέσα απο το I Speak Because I Can ωριμάζει μπροστά στα μάτια μας. Διαλέγει πιο ενήλικα θέματα με το πρώτο μάλιστα τραγούδι να μοιάζει σα να έρχεται από την ‘80s δισκογραφία του Nick Cave (οπότε προφανώς και του Jeffrey Lee Pierce). Στο "Made By Maid" μπαίνει στον «ταπεινό» ρόλο της κόρης μιας καμαριέρας και παίζει με αυτό το δεδομένο ψιθυρίζοντας στίχους όπως "And he blames me for every wrong ever he made/I am blamed for every wrong ever he made/ Forgive me I am only a maid/But I can see a babe under all that blame/ And I am forgot from the day I am laid".

Οι πολύ προσεγμένοι στίχοι σε συνδυασμό με τις πιο δουλεμένες συνθέσεις δείχνουν όχι μόνο μια διαβασμένη στιχουργό αλλά και μια εφευρετική ερμηνεύτρια και μουσικό. Όπως στο υπέροχο "Goodbye England (Covered In Snow)" που πλησιάζει υποχθόνια σαν καλοκαιρινή συννεφιά μέσα στον καύσωνα που έρχεται και σκοτεινιάζει για να σου υπενθυμίσει οτι ζούμε ακόμα σε έναν χειμωνιάτικο κόσμο. Αλλά δεν είναι μόνο συννεφιά και folk μοναξιά. Το ανθισμένο "Darkness Descends" βυθίζει το σκοτάδι και τα νιαουρίσματα της Laura ακούγονται χαρούμενα αλλά το νόημά τους είναι γλυκόπικρο "You deal with god far too young,/ Before you know it your life has run away" .

Εντάξει, τα πράγματα βέβαια δεν είναι πάντα τόσο πετυχημένα καθώς υπάρχουν και λιγότερο καλες στιγμές. Σίγουρα όμως είναι ένα τεράστιο βήμα για την δίδα Marling που αυτή τη φορά η υποψηφιότητα Mercury δεν θα έχει ως αφορμή κυρίως την ηλικία της αλλά το ταλέντο της που φουσκώνει συνεχώς σαν μπαλόνι.



Υ.Γ. Τρείς στις έξι φωτογραφίες συγκροτημάτων στην παραλία. Μπορούμε και καλύτερα σίγουρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
Clicky Web Analytics