20.4.11

You better shut your eyes/ Here's where your life begins


Το δεύτερο άλμπουμ αυτής της γαλλο-φινλανδικής συμμαχίας κατέφθασε και συνεχίζει απο εκεί που σταμάτησε το καλοβαθμολογημένο και ευπώλητο (για κάποιον μυστήριο λόγο) ντεμπούτο τους με τίτλο A Mouthful. Οι The Dø αρέσκονται σε lo-fi, χαριτωμένες μελωδίες που σχεδόν πάντοτε υφίστανται την κακοποίηση του ντουέτου για να ασχημύνουν και να διατηρήσουν τον outsider-φρικιό χαρακτήρα τους.

Το εναρκτήριο "Dust It Off" αντιπροσωπεύει ακριβώς αυτό, με τη χαρακτηριστική φωνούλα μικρού αγοριού της Olivia Merilahti να διακόπτεται από ένα ηχητικό κύμα που παρεμβάλλεται. Beautiful freak όπως έλεγε και ο Eels. Πιο τσαχπίνηδες από τη Mirah αλλά με λιγότερο καλές μελωδίες από το C'mon Miracle της Αμερικανίδας. Περισσότερο θορυβώδεις, με τόλμη και ποικιλία στον ήχο τους αλλά και μια νυσταλέα ληθαργική ατμόσφαιρα.

Τα ασυνήθιστα μεγαλοπρεπή για τα μέτρα τους "The Wicked and the Blind" και "Smash Them All" ξεχωρίζουν με τις πολλές τους αρμονίες, τον ορχηστρικό τους ήχο και τα δραματικά τελειώματά τους. Γρήγορα όμως επιστρέφουμε στην παιχνιδιάρικη αυτοσχέδια pop δωματίου, που της αρέσει να την ακούνε αλλά κρύβεται μέσα στην ντουλάπα όταν αυξάνεται το ακροατήριο. Το "Gonna Be Sick" τέτοιο παράδειγμα, ένα κομμάτι που θα μπορούσε να βρίσκεται στο Mutations του Beck, όπως και το "Too Insistent" που διαθέτει το μόνο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ρεφρέν στον δίσκο.

Ο σκοπός είναι ένας συμπαθητικά αφιλόδοξος δίσκος που ερωτεύεται την επιτυχία αλλά επειδή είναι πιτσιρικάς την κλωτσάει στο καλάμι για να της δείξει οτι του αρέσει. Από το "Playground Hustle" του προηγούμενου δίσκου είχαμε καταλάβει ότι τους αρέσει να συχνάζουν σε παιδικές χαρές αλλά δεν είχαμε καταλάβει ότι και στα όνειρά τους υπάρχουν κοντά παντελονάκια και σφεντόνες. Αν ήταν και τόσο γεμάτο σε ιδέες, όσο το πρώτο και το δεύτερο μέρος του Both Ways Open Jaws θα ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα.





Η Εβραιοπούλα, ξάδερφη του αντίχριστου, κάτοχος ουράς, πράκτορας της νεάς τάξης κλπ που κινείται μεταξύ της πατρίδας της, του Παρισιού και του Αμστελόδαμου ξέρει να φτιάχνει χιτάκια. Έστω και αυτά τα υποτονικά χιτάκια που προτιμάει ο Best. Στο "My Name Is Trouble" απευθύνομαι που με την άψογη και άκοπη ροή του κυλάει ως ένα απο τα πιο ραδιοφωνικά και ευχάριστα κομμάτια που ακούσαμε φέτος. Η γλυκιά φωνή της Keren μας προειδοποιεί οτι το επίθετό της είναι «Πρόβλημα» και το μικρό της «Αχούρι» αλλά εμάς μας έρχεται να της τσιμπήσουμε το μάγουλο. Τα μέλια συνεχίζονται στο α λα Cortney Tidwell αστρικό dream pop του "Run With You", ύμνο στους καταδικασμένους εραστές που δεν έχουν αύριο και απαιτούν να χαρούν την τελευταία μέρα που τους αναλογεί.

Αλλά ως εκεί. Πρέπει να διαχωρίσουμε τη θέση μας απο τη συνέχεια του δίσκου γιατί μετά μας ακούγεται σαν η Madeleine Peyroux να τραγουδά για τον Ginsberg και τον Corso. Δεν έχει τη σκληράδα, την έγκριση του υποκόσμου και την απαραίτητη δόση από γούκα-ντούγκα-ντούγκα νταν που χρειάζεται για κάτι τέτοιο. Και όχι δεν θα αναφέρουμε το ανεκδιήγητο "101" που ξεκινάει μια αντίστροφη μέτρηση μέχρι το 1 χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Και έτσι κι αλλιώς αν θέλαμε να μετρήσουμε ακούγαμε και αυτό.





Όταν όλοι σε απογοητεύουν χρειάζεσαι να γυρίσεις στις παλιές καλές διαχρονικές αξίες. Εντάξει, δεν είναι ότι βρίσκεται στα καλύτερά του εδώ, αλλά είναι μια πολύ φιλότιμη προσπάθεια να πιάσει το σφυγμό του φοβερού Blackberry Belle. Αυτό που χαρακτήριζε τον δεύτερο δίσκο των Twilight Singers ήταν, εκτός απο την ποικιλία του, η ικανότητά του να συνδυάζει τις μελωδικές με τις σκοτεινές βλέψεις του Dulli ισορροπώντας κάπου ανάμεσα στη soul και τις jazz επιρροές του. Εδώ δεν υπάρχουν ούτε καν ψίχουλα αυτής της jazz μιας και είναι πιο εσωτερικός και λιτός δίσκος. Με πολλές drum machines εκφράζει σίγουρα μια τεράστια διαφορά σε σύγκριση με το rock διαστάσεων ολυμπιακής πισίνας του Powder Burns.

Κάποια στοιχεία και ρυθμοί παρελθόντων συνθέσεων επαναλαμβάνονται, ενώ με εξαίρεση τη φοβερή και φρέσκια πνοή του "The Beginning of the End" δεν ξεχωρίζει κάποιο τραγούδι το κεφαλάκι του απο το σωρό. Στο προαναφερθέν ο Dulli παραδίδεται στον ερωτιάρη Curtis Mayfield που έχει μέσα του με τη μελωδία να θυμίζει κάτι από χρυσές εποχές των Afghan Whigs και τη φωνή του να είναι στα πιο αισθησιακά της. Το ξεκούρδιστο "Last Night In Town" μας κάνει να αισθανόμαστε λίγο περίεργα αλλά μπαίνουμε στο νόημα με την αρχή του "Be Invited" και λίγη τζούρα από μυθικούς πλέον Gutter Twins (τη συνεργασία του με τον Mark Lanegan). Το χαρακτηριστικό πάθος του Dulli σπαρταράει στο δυναμικό "Waves" αλλά και το «ύπουλο» "Get Lucky" όπου ξεδιπλώνεται ξανά η αυτού διαβολικότης του. Και αν οι προαιώνιοι φαν του Dulli δεν βρουν κάτι που δεν έχουν ξανακούσει στο "On The Corner" και το "Gunshots" πετάγεται το βραδυφλεγές "She Was Stolen" κι έρχονται στα ίσα τους. Κάποιες αδιάφορες στιγμές του δίσκου είναι πράγματι ένα καμπανάκι (πού πήγαν τα έπη που υπήρχαν στο τέλος του κάθε δίσκου του Dulli και γιατί αντικαταστάθηκαν με το νερόβραστο ομώνυμο κομμάτι;) αλλά ο τύπος έχει το στυλ -και την εμπειρία πλέον- να κάνει πάντοτε τη μουσική του άξια ακροάσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
Clicky Web Analytics