Άργησα αλλά τα κατάφερα... Επιτέλους, το some beans μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του και ν'ακούσει καινούριους δίσκους (αν κι εγώ έλεγα στον mr.grieves να βάλει ό,τι θέλει, αλλά ο αυτιστικός Αιγόκερως που τόσο επιμελώς κρύβει τον εμπόδιζε) και όλοι εσείς εκεί έξω να σταματήσετε να αναρωτιέστε πού χάθηκα εγώ και η λίστα μου και να κοιμηθείτε ήσυχοι το βράδυ.
40. John Maus - We Must Become the Pitiless Censors of Ourselves
Ξέρετε ότι εδώ στο some beans έχουμε μια προτίμηση στα πράγματα που βάζουν την ουσία πάνω από το στυλ. Που και που όμως υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις και αυτός ο δίσκος είναι μια απ'αυτές. Για έναν τύπο με διδακτορικό στην πολιτική φιλοσοφία, το φιλαράκι του Panda Bear και του Ariel Pink μας δίνει σίγουρα λίγα πράγματα να συζητήσουμε αλλά μπόλικα να χορέψουμε σε αυτόν τον πασπαλισμένο με χρυσόσκονη δίσκο που αστραφτοκοπάει κάτω απ'τις ντισκόμπαλες. Σα να κουμαντάρει μια μπάντα που από τα '80s έχει διακτινιστεί στο 2012, για να μην πω '30, ο Αμερικανός μουσικός μας σέρβιρε γενναίες δόσεις γνήσιου διαγαλαξιακού fun στο οποίο στάθηκε αδύνατο να πούμε όχι.
Για παράδειγμα: John Maus - "Keep Pushing On"
39. Nicolas Jaar - Space Is Only Noise
Συνεχίζοντας από το προηγούμενο νούμερο, ιδού κι άλλο ένα δείγμα των εξαιρέσεων από τον κανόνα που λέγαμε. Κάποια στιγμή στις αρχές της χρονιάς η μοναδική φράση που μου ερχόταν στο μυαλό όταν άκουγα το (όχι και τόσο χιλιανό) όνομα του Χιλιανού μουσικού ήταν «μας πρήξανε». Μετα από 2-3 ακροάσεις, όμως, το ντεμπούτο του άρχισε να δικαιολογεί, έστω και σε μικρό βαθμό, τον διαφημιστικό φόρτο που ξοδεύτηκε για χάρη του. Ένα ελαφρώς σκοτεινό ηχητικό μικροσύμπαν με έναν ήρεμο συναισθηματικό αναβρασμό μέσα του, κυλούσε αβίαστα και γραμμικά πάνω σε καλοξεσκονισμένα, αργόσυρτα beats και σε προσκαλούσε μέσα του, ειδικά κάτι συννεφιασμένα Κυριακάτικα πρωινά.
Για παράδειγμα: Nicolas Jaar - "I Got A Woman"
38. Lykke Li - Wounded Rhymes
Ένας ποπ δίσκος που δεν έχει ιδιαίτερα hooks, δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστος, ούτε ανέμελος. Η νεαρή Σουηδέζα από τον πρώτο της δίσκο δεν έμοιαζε να έχει στο μυαλό της την «τέλεια ποπ» και στον δεύτερο το επιβεβαίωσε. Κομμάτια που στα χέρια άλλων θα ήταν κλασικά χαρωπά χιτάκια έχουν εδώ έναν λεπτό μανδύα μελαγχολίας ριγμένο πάνω τους, ενώ άλλα μεταμορφώνονται στην πορεία -όπως το "Sadness Is A Blessing" που ξεκινάει σαν μια ακόμα κόπια από τη συνταγή του Phil Spector για να καταλήξει σε ένα μίνι '80s παραλήρημα. Αυτές οι μικρές αλλοιώσεις, μπολιάσματα, μπασταρδέματα, πείτε τα όπως θέλετε, έκαναν τελικά τη διαφορά. Ίσως να φταίει και η κάπως αδέξια αλλά χαριτωμένη και εκφραστική φωνή της. Όπως και να'χει, το αποτέλεσμα ήταν ένας δίσκος που μας έκλεινε πονηρά το μάτι και δεν μπορούσαμε παρά να τον συμπαθήσουμε.
Για παράδειγμα: Lykke Li - "I Know Places"
37. Micachu & the Shapes/ London Sinfonietta - Chopped & Screwed
Πριν ξεκινήσουμε να ακούμε αυτό το δίσκο για πρώτη φορά φέραμε στο μυαλό μας την προηγούμενη δουλειά της Micachu και των Σχημάτων της, μια δόση από χρωματιστή πειραματική ποπ με πολλά χαρούμενα χλαπατσίμπαλα. Όλα αυτά ξεχάστηκαν με το που μπήκαν οι πρώτες νότες από τη συνεργασία τους με τη Sinfonietta του Λονδίνου -σίγουρα δεν υπάρχει εδώ η έννοια της «ποπ» όπως την ξέρουμε. Υπάρχουν όμως μελωδίες που αναπτύσσονται, ζουν για λίγο και μετά πεθαίνουν ανάμεσα στα ηχητικά χαλάσματα από αλλοπαρμένα έγχορδα και κρουστά. Μια πρακτικά ενιαία σύνθεση που απλώνεται στα 33 της λεπτά σαν πίνακας του Kandinsky και σε προκαλεί να την ξεκοκαλίσεις αλλά ταυτόχρονα και να αφεθείς σε αυτήν και στα συναισθήματα που αυθόρμητα σου φέρνει. Επιλέξαμε κάθε φορά το δεύτερο.
Για παράδειγμα: Micachu & the Shapes/ London Sinfonietta - "Everything"
36. Thurston Moore - Demolished Thoughts
Οι προσωπικοί δίσκοι των ηγετών των σπουδαίων συγκροτημάτων καταφέρνουν πολλές φορές να απαντούν στην απορία «πώς θα ακούγονταν τα τραγούδια των τάδε με ακουστικά όργανα;» και, αν μη τι άλλο, οι Sonic Youth πρέπει να έχουν μπει πολλές φορές στη θέση της λέξης «τάδε» στα μυαλά χιλιάδων μουσικόφιλων. Ο τρίτος προσωπικός δίσκος του ηγέτη τους έρχεται σε μια κομβική στιγμή καθώς, μετά από καμιά 30αριά χρόνια αδιάκοπης παρουσίας στις μουσικές επάλξεις, η συνοχή των SY απειλείται από το χωρισμό του με την «βασίλισσα» Kim Gordon. Και είναι αν μη τι άλλο παρήγορο το ότι εν έτει 2011, στα 53 του χρόνια, ο Thurston έδειξε να βρίσκεται σε εξαιρετική συνθετική φόρμα παραδίνοντάς μας έναν απολαυστικό ακουστικό δίσκο. Γλυκά έγχορδα συνοδεύουν την ακουστική κιθάρα που, παραδομένη στα θρυλικά χέρια του, δίνει τον τόνο κάθε κομματιού, πότε απειλητική και πυρετιασμένη και πότε αθώα και αγαπησιάρικη. Το μέλλον των Sonic Youth δεν ξέρουμε τι θα φέρει αλλά του Thurston φαίνεται μια χαρά.
Για παράδειγμα: Thurston Moore - "Illuminine"
35. Elbow - Build A Rocket Boys!
Από τις αρχές του 2011 είχαμε κυκλώσει στα μουσικά μας ημερολόγια κάμποσες ημερομηνίες κυκλοφορίας δίσκων που περιμέναμε με ανυπομονησία. Μια από τις πιο έντονα μαρκαρισμένες ήταν αυτή του δίσκου των Elbow, του follow-up στο, ιστορικό πλέον, The Seldom Seen Kid. Στα 3 χρόνια που μεσολάβησαν ο Guy Garvey είχε προλάβει να γίνει για μας κάτι περισσότερο από τον frontman μιας από τις μπάντες που αγαπούσαμε -ήταν (και είναι) πια κομμάτι της εβδομαδιαίας μας ζωής καθώς η βαθιά, χνουδωτή φωνή του συνόδευε σχεδόν κάθε τέλος στα Σαββατοκύριακά μας. Τον ακούγαμε να κάνει εκπομπή από δωμάτια ξενοδοχείου στην περιοδεία της μπάντας και μαθαίναμε για κάθε μπες-βγες από το στούντιο. Όταν κάποια Κυριακή ανακοίνωσε όλο χαρά ότι ο δίσκος είχε τελειώσει, ο ερχομός του ήταν για μας απλά το επόμενο βήμα σε μια διαδικασία που νιώθαμε ότι είχαμε παρακολουθήσει από κοντά. Αυτό το συναίσθημα του οικείου τελικά δεν ήταν μόνο για μας -ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα του δίσκου και ίσως αυτό να ήταν ένα μειονέκτημα: η ανοιχτή αγκαλιά του Guy και η εντυπωσιακή ικανότητά του να σε κάνει να αισθάνεσαι φίλος του ήταν πάντα εκεί στους δίσκους των Elbow αλλά αυτή τη φορά στήριξαν όλο το έργο πάνω της, με αποτέλεσμα να μοιάζει ότι όλα έγιναν έτσι ώστε να εξυπηρετηθεί και να προβληθεί αυτό τους το (μεγάλο) ατού. Από την άλλη, και εδώ υπήρχαν υπέροχα, ολόζεστα σαν μάλλινες κουβέρτες κομμάτια από αυτά που χωρίς κόπο πλέον ξέρουν να γράφουν, ειδικά στο εξαιρετικό πρώτο μισό του δίσκου. Απλά θα θέλαμε να ήταν κάπως πιο αβίαστοι.
Για παράδειγμα: Elbow - "Neat Little Rows"
34. St Vincent - Strange Mercy
Για το συγκεκριμένο δίσκο νομίζω ότι αυτά που είπε ο mr.grieves με κάλυψαν απόλυτα. Ίσως στις πρώτες -λίγες- ακροάσεις να έψαξα κι εγώ, υποσυνείδητα, να ανακαλύψω ανάμεσα στα συρματοπλέγματα του Strange Mercy τις χαριτωμένες συνθέσεις της ναζιάρας Annie που γνωρίσαμε στο Marry Me και λατρέψαμε στο Actor. Το γεγονός ότι δυσκολεύτηκα με έκανε να την παραδεχτώ και να επιμείνω, και τελικά πέρασε το δικό της -είναι δύσκολο για σόλο μουσικό, και μάλιστα από εκείνους που επιμένουν να πιάνουν στα χέρια τους κυρίως κιθάρες, να θεσπίσει χαρακτηριστικό ήχο και να περιχαράξει ολόδικά του τετραγωνικά στο ηχητικό τοπίο του 2012. Κι όμως, η λεπτεπίλεπτη Annie το κατάφερε μέσα σε μόλις τρεις δίσκους. Της βγάζουμε το καπέλο κι ελπίζουμε να συνεχίσει με τον ίδιο δυναμισμό.
Για παράδειγμα: St Vincent - "Cheerleader"
33. Snowman - Absence
Ίσως ο πιο ενιαίος στην ατμόσφαιρά του δίσκος της περσινής χρονιάς μας ήρθε από τη μακρινή Αυστραλία. Ακούγοντάς τον νιώθεις σα να βρίσκεσαι σε τελετή κάποιας μυστικιστικής θρησκείας καθώς μακρινές φωνές ψέλνουν με σχεδόν τρομακτική αφοσίωση πάνω από tribal κρουστά και απειλητικά ψυχρές κιθάρες. Η απόσταση που μοιάζουν να κρατούν με κάποιο περίεργο τρόπο σε τραβάει πιο μέσα σαν άλλο Indiana Jones in the Temple of Doom. Κρίμα που πάνω που τους μάθαμε αναγκαζόμαστε, λόγω του love story της Ισλανδής μπασίστριας με τον ντράμερ, να τους «ξεχάσουμε» αλλά τουλάχιστον πρόλαβαν να μας αφήσουν αυτό το μικρό διαμάντι.
Για παράδειγμα: Snowman - "Hyena"
32. The Unthanks - Last
Ένα ταξίδι πολύ πίσω στο χρόνο και στην παλιά Αγγλία μας πάει η Rachel Unthank μαζί με την αδερφή της και τη μπάντα τους. Τραγούδια που έρχονται από μια άλλη εποχή και από μια ζωή που μοιάζει πολύ μακρινή, κι όμως αγγίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο χωρίς προσπάθεια. Το παραδοσιακό χρώμα της φωνής της Rachel εντείνει την ατμόσφαιρα και οι υπέροχες ενορχηστρώσεις των Unthanks, με πνευστά και έγχορδα που δίνουν βάθος στον ήχο τους, στηρίζουν με χάρη το σύνολο. Ένας δίσκος που ακούγοντάς τον μπορείς σχεδόν να μυρίσεις το άχυρο και ν'ακούσεις τη φωτιά που τριζοβολάει κάτω απ'τη μαντεμένια χύτρα, ακόμα κι όταν βρίσκεσαι στο σπίτι σου με την αυτόνομη θέρμανση αναμμένη και το κοντινότερο άχυρο βρίσκεται χιλιόμετρα μακριά.
Για παράδειγμα: The Unthanks - "Last"
31. Bombay Bicycle Club - A Different Kind of Fix
Στο κρίσιμο σταυροδρόμι του τρίτου δίσκου, όταν πια η στάμπα (και η πανταχόθεν συμπάθεια) του «νέου ονόματος» ξεφτίζει, είναι η ώρα που πρέπει να πάρει μια μπάντα τις μεγάλες αποφάσεις και να προχωρήσει τον ήχο της λίγο παρακάτω έτσι ώστε να «μαρκάρει» το territory της στο μουσικό στερέωμα. Οι Λονδρέζοι που είχαμε καταχωρήσει στη λίστα με τίτλο «ανούσια hype από αυτά που ανεβοκατεβάζει για πλάκα το ξεπεσμένο ΝΜΕ» το έκαναν, αφήνοντας πίσω το κάπως generic britrock τους για έναν δίσκο που έσφυζε από αυτοπεποίθηση, χαλαρούς ρυθμούς, φωτεινές κιθάρες και έξυπνες, «οικονομικές» μελωδίες και ριφάκια. Οι πόντοι που χάνουν από κάποιο (αναπόφευκτο) filler τους επιστρέφονται λόγω του ότι τα highlights είναι ουκ ολίγα αλλά και εντυπωσιακά, και η προσπάθεια που έκαναν έγειρε τη ζυγαριά σαφέστατα υπέρ τους.
Για παράδειγμα: Bombay Bicycle Club - "Take the Right One"
30. Tom Waits - Bad As Me
Σε μια εποχή που κινείται με τρομακτικές ταχύτητες και οι μουσικοί έχουν διάρκεια «ζωής» που μετριέται ακόμα και σε μήνες είναι χρήσιμο να υπάρχουν τριγύρω τύποι σαν τον Tom Waits για να θυμίζουν στους πάντες πώς είναι να έχεις ξεκινήσει την καριέρα σου πριν από 40 χρόνια και, το σημαντικότερο, να τη συνεχίζεις ακόμα με πάθος και ζέση. Γιατί ο μπαρμπα-Θωμάς δεν είναι εδώ τιμής ένεκεν, ούτε σηκώσαμε τα πιτσιρίκια για να κάτσει ο παππούς. Ο παππούς είναι εδώ για να δείξει σε πολλούς από αυτούς πώς γίνεται, πώς φτιάχνονται δίσκοι με 13 κομμάτια που μπορείς να τους ακούς από την αρχή ως το τέλος ξανά και ξανά, πώς γράφονται, μετά από τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, με τέτοια ευκολία κομμάτια τόσο διαφορετικά μεταξύ τους και, φυσικά, πώς λέγονται οι ιστορίες οι καλές, αυτές που κάνουν τα «εγγονάκια» ν'ακούν με ανοιχτό το στόμα και να ζητάνε κι άλλο. Ο γέρος είναι μάστερ σε όλα τα παραπάνω και ειδικά στο τελευταίο.
Για παράδειγμα: Tom Waits - "Back in the Crowd"
29. Wye Oak - Civilian
Τους Wye Oak τους είχαμε γνωρίσει το 2008 ως ένα από τα πολλά νέα ονόματα της εποχής, αλλά τίποτα στον ήχο τους δεν έδειχνε ότι σύντομα θα έκαναν έναν από τους πιο πλήρεις ροκ δίσκους των τελευταίων χρόνων. Κι όμως, το συγκρότημα από τη Βαλτιμόρη το κατάφερε, δείχνοντας απλά λίγη περισσότερη από ό,τι έχουμε συνηθίσει εσχάτως τσαχπινιά και χάρη στη χρήση των απλών, συνηθισμένων συστατικών του ήχου μιας indie rock μπάντας. Τα κιθαριστικά κύματα είναι μετρημένα και διακριτικά, ξεφεύγοντας μόνο σε λίγα και προσεκτικά διαλεγμένα σημεία, ενώ η Jenn Wassner με τη δωρική ερμηνεία της προσφέρει ένα αντιστάθμισμα παρόμοιας αυτοσυγκράτησης. Όλα παραμένουν σε τέλεια ισορροπία μέχρι το τέλος, κι αν αυτό δεν ακούγεται και τόσο «ροκ», ίσως και να είναι ο λόγος που το Civilian ήταν ο πρώτος χρονικά δίσκος που έκλεισε αμέσως θέση στη λίστα μας.
Για παράδειγμα: Wye Oak - "Civilian"
28. Wilco - The Whole Love
Οι τελευταίοι δίσκοι των Wilco, για την ακρίβεια όλοι από το A Ghost Is Born και μετά, έχουν καταγράψει το ταξίδι της μπάντας προς την ωριμότητα. Στο The Whole Love το ταξίδι αυτό συνεχίζεται, φροντίζουν όμως να το κάνουν πιο ενδιαφέρον χαζεύοντας στο δρόμο μουσικές φωτογραφίες, δικές τους (τα "Art of Almost" και "Born Alone" θα έβρισκαν άνετα θέση στο Yankee Hotel Foxtrot ενώ το "One Sunday Morning..." στο Sky Blue Sky) ή και άλλων (το "I Might" και το "Sunloathe" φορούν βαριά αρώματα με βάση τους όψιμους Beatles, ενώ το έντονο φλερτ τους με τους επίσης όψιμους Pink Floyd εξακολουθεί να υπάρχει). Το τελικό αποτέλεσμα τους κάνει να δείχνουν ξανά ξύπνιοι και με νέα όρεξη για εξερεύνηση, έστω και του παρελθόντος (τους).
Για παράδειγμα: Wilco - "Sunloathe"
27. Panda Bear - Tomboy
Να και κάτι που δεν το περίμενα ούτε εγώ η ίδια. Όταν όλη η hipster κοινότητα εκστασιαζόταν με το Person Pitch προσπαθούσα να καταλάβω προς τι ο τόσος ενθουσιασμός για ένα δίσκο που έμοιαζε να έχει να επιδείξει ένα και μόνο κόλπο και 8 απειροελάχιστα διαφορετικές μεταξύ τους εφαρμογές του. Έτσι, πλησίασα το Tomboy με όλες τις επιφυλάξεις που έχει κανείς όταν τον πάνε για φαγητό σε ένα ακριβό εστιατόριο όπου έχει φάει παλιότερα ένα πολύ μέτριο γεύμα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, δε μου πήρε πάνω από 2-3 ακροάσεις για να διαπιστώσω ότι μου άρεσε, και μάλιστα πολύ. Το εν λόγω κόλπο είναι πάντα παρόν αλλά αυτή τη φορά ο Lennox θυμήθηκε να γράψει όμορφες μελωδίες που να μη μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους, αλλά και να προσθέσει διάφορα ηχητικά στολίδια που βοηθούν ώστε να διαμορφώνεται ένα ξεχωριστό σκηνικό για κάθε τραγούδι. Ναι, μερικές φορές ξεχειλώνει τις συνθέσεις ενώ δε χρειάζεται και κάποιες από αυτές δεν είναι αρκετά δυνατές για να υποστηρίξουν έναν δίσκο 16 (!) κομματιών αλλα, αν μη τι άλλο, με κάνει να βρίσκω έως και θελκτική την ιδέα να ξαναπάω για φαγητό στο μαγαζί του.
Για παράδειγμα: Panda Bear - "Tomboy"
Για παράδειγμα: Timber Timbre - "Black Water"
22. High Llamas - Talahomi Way
Αυτό πάλι ήρθε από το πουθενά. Ή μάλλον από το 1996. Από τότε περίπου είχα να ακούσω νέα για τους Λονδρέζους που εκείνα τα χρόνια ήταν από τα hot ονόματα που γούσταρε κάθε indie παιδί που σεβόταν τον εαυτό του. Εμένα, που δεν ήμουν indie παιδί και ούτε με απασχολούσε ιδιαίτερα το θέμα, τότε δε μου πολυάρεσαν -μου φαίνονταν υπερβολικά χαλαροί και χαρούμενοι και αν ήθελα ηλιόλουστη ποπ υπήρχαν δεκάδες άλλοι που πίστευα ότι την έφτιαχναν καλύτερα (οι Rentals ας πούμε). Με τον καιρό μπήκαν στην άκρη και, όταν η παλίρροια της Britpop υποχώρησε, πίστεψα ότι σβήστηκαν κι αυτοί από το χάρτη όπως και τόσοι άλλοι. Κι όμως, εξακολούθησαν να υπάρχουν στο περιθώριο, βγάζοντας έναν δίσκο κάθε 4 χρόνια περισσότερο ως χόμπι. Και να που εν έτει 2011 κατάφεραν να με εκπλήξουν ευχάριστα, με έναν απολαυστικό δίσκο υπέρκομψης και νοσταλγικής ποπ που μοιάζει να φτιάχτηκε για να γίνει soundtrack στις Διακοπές του κου Ιλό. Ίσως η πιο όμορφη καλοκαιρινή μουσική που έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια.Για παράδειγμα: High Llamas - "Take My Hand"
19. Raphael Saadiq - Stone Rollin'
Ο Raphael είχε δείξει δείγματα του πλούσιου ταλέντου του από τις προηγούμενες δουλειές του, αλλά πέρυσι τον είδαμε να τελειοποιεί την απολαυστική r'n'b με ολίγη από rock'n'roll που παράγει με τόση μαεστρία. Σε έναν χώρο και ένα στυλ μουσικής πολυφορεμένο και καταταλαιπωρημένο, ο Καλιφορνέζος μουσικός προσδίδει γενναίες, και απολύτως απαραίτητες, δόσεις ειλικρίνειας και αληθινής θέρμης, αλλά και φρέσκα, ολοζώντανα hooks τα οποία μοιάζουν να του βγαίνουν τόσο αβίαστα όσο η αναπνοή του. Άλλωστε, έχει κερδίσει μακράν τα περισσότερα «Τι είναι αυτό το ωραίο που ακούμε;» από φίλους που έχουν έρθει στα ιδιωτικά διαμερίσματα του some beans. Δέκα κομμάτια, όλα εν δυνάμει hits που, αν ζούσαμε σε έναν πιο δίκαιο κόσμο, θα του είχαν χαρίσει ένα σαλόνι γεμάτο με βραβεία και πλατινένιους δίσκους. Επειδή όμως ζούμε σε αυτόν τον κόσμο που ζούμε, ας ελπίζουμε τουλάχιστον να ικανοποιείται με τη σκέψη ότι οι (λίγοι) καλλιτέχνες σαν κι αυτόν κρατούν ζωντανή την κληρονομιά που άφησαν πίσω τους οι μύθοι της soul πριν πολλά, πολλά χρόνια.
Για παράδειγμα: Raphael Saadiq - "Stone Rollin'"
17. Bjork - Biophilia
Δεν ήξερα τι να περιμένω όταν εμφανίστηκε αυτός ο δίσκος, τέσσερα χρόνια μετά το Volta που δε με είχε ενθουσιάσει και με ένα ταρατατζούμ που δεν αφορούσε τη μουσική αλλά την android εφαρμογή που την περιείχε -και μιας και δεν έχουμε smartphones δεν μπορέσαμε ποτέ να δούμε και τι στο καλό ήταν αυτό τελικά. Όταν όμως η μουσική αυτή καθ'εαυτή προσγειώθηκε στα αυτιά μας, τότε όλα έμοιαζαν να βγάζουν νόημα -τουλάχιστον για εμένα γιατί ο mr.grieves είχε τις αμφιβολίες του. Πιο εσωστρεφές και λιτό από το Volta, το Biophilia ασχολείται με τα όσα συμβαίνουν στα έγκατα της γης (ένα θέμα που πάντα συγκινούσε την Bjork) και τα ανάγει στα όσα συμβαίνουν στα έγκατα της γυναικείας ύπαρξης. Δανείζεται ιδέες για το τι μπορεί να κάνει με την ανθρώπινη φωνή από το παρεξηγημένο Medulla αλλά εδώ τις συνοδεύει με σκληρό percussion και ψυχρά πλήκτρα με βιομηχανικό φινίρισμα και μαλακώνει το σύνολο με άρπες, κουδουνάκια και φυσικά την πάντα κυρίαρχη, αδάμαστη και απαστράπτουσα φωνή της που σε αυτό το γκρίζο φόντο λάμπει με όλα της τα χρώματα. Ένας δίσκος που δεν άργησε καθόλου να μας αποκαλυφθεί και μια σπουδαία επιστροφή από μια μυθική μουσικό.
Για παράδειγμα: Bjork - "Virus"
12. John Vanderslice - White Wilderness
Μπορεί το "Overcoat" να ήταν το «χιτάκι» του δίσκου του, όμως και σαν σύνολο φέτος ο Αμερικανός τραγουδοποιός μας παρέδωσε έναν υπέροχο δίσκο. Χρησιμοποιώντας ως βασικό συνθετικό του όπλο την ακουστική του κιθάρα και ενισχύοντάς την με σοφά και άριστα ενσωματωμένα πνευστά και έγχορδα, μας χάρισε 9 πανέμορφα τραγούδια για την αγάπη και την έλλειψη / απώλειά της. Από το τρυφερό εναρκτήριο "Sea Salt" μέχρι το συγκλονιστικό φινάλε του "20K" όπου μια βουτιά σε έναν βυθό από έγχορδα μας λυτρώνει, ο John μας προσφέρει την κάθαρση μέσα από ζεστά τραγούδια από αυτά που δεν μπορούν να γράψουν όλοι.
Για παράδειγμα: John Vanderslice - "20K"
/ Dream Loss. Low - C'mon
Ακόμα μια περίπτωση φετινού δίσκου που δεν είχε την τύχη που του άξιζε στις τελικές λίστες. Αν και ένα συγκρότημα που βρίσκεται αισίως στον ένατο δίσκο του πάντα αντιμετωπίζεται με μια δόση «'Ελα μωρέ....» από τους κριτικούς, ειδικά σε μια εποχή που όλοι το παίζουμε τέτοιοι από τα pc μας. Κι όμως, θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο -όταν ένα συγκρότημα βγάζει, στον 9ο δίσκο του, ένα ακόμα αριστούργημα, θα έπρεπε να αποθεώνεται για το κατόρθωμα αυτό. Το ζεύγος από το Duluth είχε λείψει για 4 ολόκληρα χρόνια από το προκήνιο αλλά επανήλθε με μια πάρα πολύ δυνατή δεκάδα κομματιών από την οποία ήταν δύσκολο να επιλέξεις ένα ή δυο μόνο highlights. Όχι, δεν έκαναν κάτι που δεν έχουν ξανακάνει. Τί σημασία έχει όταν αυτό που κάνουν το έχουν τελειοποίησει, και ειδικά όταν το ράβουν πάνω σε σπουδαία τραγούδια όπως το "You See Everything" ή το "Try To Sleep"; Τί σημασία έχει όταν μπορούν να σε συγκινήσουν με τη μαγική ένωση των φωνών τους και τη θέρμη που βγάζει η ερμηνεία τους; Απλά άλλο ένα σπουδαίο κεφάλαιο σε ένα από τα πιο εντυπωσιακά βιβλία της σύγχρονης αμερικάνικης μουσικής.
Για παράδειγμα: Low -"Nothing But Heart"
9. Deerhoof - Deerhoof vs Evil
Στους περισσότερους δίσκους των αξιαγάπητων Deerhoof υπήρχαν στιγμές που μου άρεσαν πολύ αλλά και στιγμές που μου φαίνονταν αχρείαστα γιούχου. Να όμως που ο ενδέκατος ήταν και ο τυχερός: το Deerhoof vs Evil είναι καταπληκτικό από την αρχή ως το τέλος κι έχει όλα τα χαρακτηριστικά που έχουν κάνει τόσο κόσμο (και τι κόσμο) να πίνει σάκε στο όνομά τους. Μικρές μελένιες μελωδίες ξεπηδούν με χάρη από το στόμα της Satomi Matsuzaki ανάμεσα σε σπανιόλικες κιθάρες, κουδουνάκια ή χοροπηδηχτά ντραμς και το ηχητικό patchwork τους είναι πιο καλοραμμένο από ποτέ. Προσπαθήσαμε μάταια να καταλάβουμε γιατί ο Τύπος δεν σκίστηκε για πάρτη του όπως έκανε για προηγούμενες δουλειές τους, αλλά ας είναι, εμάς μας ξετρέλανε.
Για παράδειγμα: Deerhoof - "No One Asked To Dance"
7. Atlas Sound - Parallax
Μετά από το αριστουργηματικό Logos του 2009, το επόμενο άλμπουμ των Atlas Sound, ή αλλοιώς του ασταμάτητου Bradford Cox, δεν θα μπορούσε παρά να ήταν στις πρώτες γραμμές των πολυαναμενόμενων δίσκων του 2011. Και ο αραχνοΰφαντος δημιουργός «παρέδωσε» και πάλι. Πιο ευαίσθητο και εύθραυστο από τον προκάτοχό του, εστίασε περισσότερο στην ποπ πλευρά της γραφής του, πολλές φορές με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Με ένα μυαλό τόσο δημιουργικό όπως του Bradford δεν υπάρχει ποτέ κίνδυνος γι'αυτό που ονονάζουμε filler-ακόμα και τα πιο γραμμικά του πειράματα έχουν τη θέση τους στους δίσκους του και ακούγονται γοητευτικά σαν ιστορίες γύρω από τη φωτιά στο κάμπινγκ- αλλά στο Parallax μας δίνει ίσως το πιο «μαζεμένο» υλικό του. Μικρά κομψοτεχνήματα, βασισμένα σε κυκλικές κιθαριστικές μπορντούρες, εναλλάσσονται με ξεδιάντροπα ποπ διαμάντια σαν το "Lightworks" ή το "Angel Is Broken". Το επίκεντρο του δίσκου βρίσκεται ίσως στη νεκρανάσταση που συντελείται στο επικό "Terra Incognita", και κάπως έτσι ο Bradford Cox επιβεβαιώνει τη θέση του ως ο αγαπημένος μας συνθέτης από όσους έχουμε γνωρίσει στον 21ο αιώνα.
Για παράδειγμα: Atlas Sound - "Terra Incognita"
Για παράδειγμα: Wild Beasts - "Plaything"
μια τάση που εμφανίστηκε πολύ φέτος και πολύ μας άρεσε) δυνατές, Για παράδειγμα: King Creosote & Jon Hopkins - "Bats in the Attic"
Όταν σε ένα δίσκο σε καλωσορίζει ένα τσούρμο πιτσιρίκια που φωνάζουν "Hello Connan!!!"με τους καθρέφτεςσε γενικές γραμμές «Τί έγινε, ακόμα να μου πεις πόσο μοιάζουν με ψαλμωδίες;»
«Μα ίσα ίσα, δεν έμοιαζαν καθόλου με ψαλμωδίες αυτή τη φορά!»
«.....!»
Ο παραπάνω διάλογος έγινε ανάμεσα σε μένα και τη μάνα μου το βράδυ της Κυριακής 20 Φεβρουαρίου 2011, λίγη ώρα μετά το τέλος της εκπομπής του Τάσου Πάλλα στο Κανάλι 1 του Πειραιά όπου σαν ειδική προσκεκλημένη με διδακτορικό στον τομέα της Radioheadολογίας παρουσίασα τρία κομμάτια από το ολόφρεσκο τότε The King of Limbs. Η μάνα μου έχει νιώσει στο πετσί της -και στα τύμπανά της- την εξέλιξη της μουσικής των Radiohead, τουλάχιστον όσο έμενα στο σπίτι των δικών μου κι έκανα το λάθος να παίζω τους δίσκους τους δυνατά (από κάποιο σημείο και μετά πήρα το μάθημά μου και αγόρασα ακουστικά), οπότε θεώρησα ότι έπρεπε να τη ρωτήσω. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη: το «μα μοιάζουν σαν ψαλμωδίες» ήταν η μόνιμη επωδός της όλα τα χρόνια, αλλά να που κάτι είχε αλλάξει.
Από τότε μέχρι σήμερα πολλά πέρασαν από το μυαλό μου σχετικά με το τί ακριβώς ήταν αυτό που με τόση ευκολία είχε πιάσει ένας outsider και με πολλά ακόμα θέματα που έθετε αυτός ο σύντομος και τόσο φειδωλά επεξηγημένος από τους δημιουργούς του δίσκος. Κάθε τόσο με έτρωγε το χέρι μου να γράψω κάτι που τέλος πάντων να μοιάζει με review αλλά όταν σκεφτόμουν πόσα είχα να πω το ανέβαλα. Και να που φτάσαμε ένα χρόνο μετά. Και κάτι.
Όλος ο υπόλοιπος πλανήτης εκτός από μένα πάντως είπε τη γνώμη του για το TKoL, οι περισσότεροι νωρίς-νωρίς. Μέσα σε μια εβδομάδα από τις 18 Φεβρουαρίου του 2011 όταν και κατέβηκε, βιαστικό, στα mail μας υπήρχαν πολλά reviews και άπειρες γνώμες παντού -στο Twitter, στο Facebook, σε mesageboards και συζητήσεις. Και το κουτί παραπόνων είχε αρχίσει να γεμίζει παραπάνω από το συνηθισμένο για τους δίσκους των Radiohead, εκτός ίσως από το Kid A.
Ποιά ήταν τα παράπονα; Διάφορα. Κατ'αρχήν, το μέγεθος. Τα 8 κομμάτια και τα 37,5 λεπτά φάνηκαν σε πολύ κόσμο λίγα. Μετά, τα κομμάτια που έλειπαν. Και τα κομμάτια που υπήρχαν αντί για αυτά που έλειπαν. Και το ότι ήταν πολύ ηλεκτρονικό. Το ότι η υπόλοιπη μπάντα και κυρίως ο Jonny ήταν εξαφανισμένοι. Ότι δεν υπήρχε αρκετό συναίσθημα, αρκετή ένταση, αρκετό βάθος. Ότι το πρώτο μισό ήταν μυστήριο και δεν υπήρχαν αρκετά «τραγούδια». Ότι οι συνθέσεις ήταν πολύ απλές. Ότι έκαναν πράγματα που τα είχαν ξανακάνει.
Εμένα πάλι από την αρχή αυτός ο δίσκος, εκτός από τα κομμάτια αυτά καθεαυτά, μου έβγαζε ένα σωρό θετικά πράγματα. Το μέγεθος ήταν ό,τι έπρεπε -η συχνά εμφανιζόμενη τάση που ήθελε τους δίσκους συντομότερους έκατσε ιδανικά στους Radiohead που νομίζω ότι πάντα ήθελαν να φτιάξουν κάτι που να μην έχει τίποτα περιττό, όπως είχε κάνει ο Thom Yorke στο The Eraser. Και, αν μη τι άλλο, όλα τα κομμάτια είχαν σεβαστό χρόνο να αναπτυχθούν.
Από την άλλη, όντως δεν υπήρχε πολλή ανάπτυξη στα κομμάτια. Ναι, οι συνθέσεις ήταν σχετικά απλές, και προσωπικά δεν εύρισκα τίποτα απολύτως το κακό σε αυτό. Αντίθετα, ήταν κάτι που συνέβαλε πολύ στην κυρίαρχη αίσθηση που μου έβγαζε το TKoL και η οποία ήταν, αντίθετα από ό,τι έλεγαν πάρα πολλοί κριτικοί, κανονικοί ή wannabe, ότι σε πάρα πολλά επίπεδα ήταν κάτι που ΔΕΝ είχαν ξανακάνει. Μου έδινε την αίσθηση του φρέσκου, των απάτητων εδαφών, όχι φυσικά για τη μουσική -δεν ξέρω από πότε απαιτείται από κάποιους καλλιτέχνες να συνεχίζουν να «επανεφευρίσκουν τον τροχό» ή να «ξαναγράφουν τους κανόνες του παιχνιδιού» κάθε φορά για να δικαιολογήσουν τη συνέχιση της ύπαρξής τους, αυτό είναι παράλογο και βασικά αδύνατο- αλλά για την ίδια τη μπάντα. Ήταν πολλά, πάρα πολλά αυτά που υπήρχαν στο TKoL και δεν είχαμε ξανακούσει απο τους Radiohead.
Η μπάντα φάνηκε να παίρνει εντελώς διαφορετικό μονοπάτι γι'αυτήν την περιπέτεια. Άφησε έξω ή στο πάτωμα του στούντιο τις πιο περίπλοκες συνθέσεις για να ρίξει τον προβολέα στην αδικημένη της rhythm section που χρίστηκε πρωταγωνίστρια, με τον Colin Greenwood να αποτελεί ίσως τον απόλυτο πρωταγωνιστή του δίσκου. Μάλιστα, αυτήν τη στροφή την υπογράμμισε επιστρατεύοντας τον Clive Deamer για να συνδράμει στα περίπλοκα ρυθμικά μέρη στις ελάχιστες live, τηλεοπτικές ή κανονικές, εμφανίσεις που χρησίμεψαν ως δοκιμαστικά για την «κανονική» περιοδεία που αρχίζει τη Δευτέρα. Έδιωξε με τις κλωτσιές οποιαδήποτε νύξη lead κιθάρας -και αυτές, όπως και όλα τα άλλα, υπήρχαν σαν ριφάκια ή χρωματίζοντας με φαρδιές πινελιές το φόντο για να συμπληρώσουν τη «μεγάλη εικόνα». Σε μια εποχή που ξεπηδούν σχεδόν κάθε μέρα περιπτώσεις μουσικών όπου ο ένας ακούγεται σαν πέντε, κατάφεραν οι πέντε να ακούγονται σαν ένας, κι αυτό μόνο ως θετικό μπορώ να το πω.
Και το Συναίσθημα; Πού πήγε το Συναίσθημα Radiohead; Πού πήγε το σκίσιμο των σπλάχνων που μας πρόσφερε π.χ. το Amnesiac;
Μια βδομάδα μετά από εκείνη την εκπομπή, την επόμενη Κυριακή για την ακρίβεια, χρειάστηκε να κάνουμε ένα ταξιδάκι μέχρι την Κορινθία για κάτι δουλειές. Μια εξαιρετική ευκαιρία να προσφέρουμε στην κυρία Δέσποινα ένα γερό update σχετικά με το τι είχαν κάνει οι Radiohead, που τόσο είχε πεθυμήσει ν'ακούσει, όλο αυτό το διάστημα που έμεινε ανενημέρωτη. Το βιαστικώς και ατάκτως ερριμμένο μιξ τελικά είχε το soundtrack του There Will Be Blood, το In Rainbows και το Amnesiac, συν διάφορα σκόρπια από άλλους καλλιτέχνες.
Η διαδρομή προς το Κιάτο και πίσω ήταν πολύ χρήσιμη κάτω απ'αυτό το πρίσμα μιας και η επιστροφή σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από την πιο απολαυστική ακρόαση του Amnesiac που έχω κάνει ίσως ποτέ. Αραγμένη στο πίσω κάθισμα χάζευα στα δεξιά το Σαρωνικό να απλώνεται βαρύς κάτω από το γκρίζο ουρανό. Δε μιλούσε κανείς και το παλιό ηχοσύστημα του Starlet παιδευόταν να στηρίξει οικοδομήματα τόσο λεπτοδουλεμένα όπως το "Dollars & Cents"... Τα κατάφερε όμως, και το αποτέλεσμα ήταν σαρωτικό για τις αισθήσεις και για το μυαλό. Ένας τεράστιος δίσκος που ακολουθούσε άλλους τρεις τέτοιους, αν και τόσο διαφορετικοί όλοι μεταξύ τους. Τα έντεκα χρόνια που πέρασαν από τότε μοιάζουν να έχουν μόνο προσθέσει στη γοητεία του και η έλξη που ασκεί στον ακροατή -ανυποψίαστο ή υποψιασμένο δεν έχει να κάνει- παραμένει πάντα το ίδιο δυνατή. Όχι ότι λέω κάτι καινούριο εδώ, αλλά ποτέ δεν κάνει κακό να τα ξαναθυμάσαι αυτά τα πράγματα.
Όμως αυτά έχουν γίνει. Για την ακρίβεια, οι Radiohead τα έχουν κάνει. Κι επειδή μιλάμε για ανθρώπους και για έντεκα ολόκληρα χρόνια, το TKoL φρόντισε να κάνει σαφές σε όποιον δεν το είχε καταλάβει από το In Rainbows ότι οι άνθρωποι αλλάζουν και οι συγκεκριμένοι πέντε βρίσκονται σε άλλη φάση τώρα. Στο "Separator" υπάρχει ένας στίχος, μια μόνο γραμμή, που έρχεται στο τέλος μιας στροφής ακριβώς για να την προσέξουμε, και μάλιστα υπογραμμίζεται από φωνητικά που λειτουργούν σαν το ηχητικό αντίστοιχο ενός βέλους από νέον που γράφει «ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΜΕ!». Η γραμμή λέει "Finally I'm free of all the weight I've been carrying". Βρίσκεται στο τελευταίο τραγούδι και όλος ο προηγούμενος δίσκος έχει κάνει ό,τι μπορεί για να την υποστηρίξει.
Ναι, το βάρος έχει φύγει. Πολλοί είπαν ότι δεν χάθηκε μόνο το βάρος αλλά και η βαρύτητα μαζί του. Και ίσως αυτός να ήταν και ο παράγοντας που χάλασε τον περισσότερο κόσμο. Το ότι το TKoL ήταν το πιο «ελαφρύ», φωτεινό, laid-back πράγμα που έχει κάνει ποτέ η μπάντα, άλλο ένα απάτητο μονοπάτι που ακολούθησαν. Κι όμως, αυτό ήταν ένα από τα στοιχεία που το έκαναν ακόμα πιο ενδιαφέρον. Πόσα χρόνια οι επικριτές τους δεν προέτασσαν ως κορωνίδα του κατηγορητηρίου τους ότι οι Radiohead είναι «μίζεροι»; Ιδού, λοιπόν. Η ίδια μπάντα, απαλλαγμένη πλέον από «το βάρος», μας δείχνει τί μουσική μπορεί να παράγει χωρίς αυτό. Με συναισθήματα που πηγάζουν από τη φωτεινή πλευρά. Ίσως να φταίει που έχω παρακολουθήσει αυτούς τους τύπους για 16 ολόκληρα χρόνια, αλλά εμένα με ενδιέφερε πολύ να το δω αυτό.
Τα αποτελέσματα αυτής της νέας περιπέτειας ήταν σε σημεία εντυπωσιακά. Γιατί, αποτελώντας τον καμβά για να δοκιμαστούν όλες αυτές οι προσεγγίσεις, το TKoL περιείχε 4-5 από τα καλύτερα, ή έστω τα ομορφότερα, κομμάτια που έχει γράψει ποτέ η μπάντα. Το μεγαλειώδες "Bloom", το ανάλαφρο και κομψό αλλά και μυστηριώδες "Lotus Flower", το ανατριχιαστικό "Codex" και το λυτρωτικό "Give Up the Ghost" διεκδικούν με μεγάλες αξιώσεις θέση στην κορυφαία 30άδα μέσα στην οποία στριμώχνονται για να χωρέσουν κομματάρες και κομματάρες από τα 20 χρόνια ζωής των RH. Κομμάτια που μετά από ένα χρόνο συνεχών ακροασεων δεν έχουν φθαρεί ούτε στο ελάχιστο και δε βλέπω να συμβαίνει ποτέ κάτι τέτοιο.
Και δεν ήταν μόνο αυτά. Το "Separator" είναι διάφανο σαν το όνειρο που περιγράφει, ενώ η ανάσταση του "Morning Mr Magpie" έδωσε στο δίσκο μια απαραίτητη δόση αδρεναλίνης. Μπορείτε να προσθέσετε και την εκπληκτική παραγωγή του Nigel Godrich, που εξιλεώθηκε για το γυαλιστερό σιρόπι με το οποίο περιέχυσε το In Rainbows. Επίσης, δεν έχω κανέναν ενδοιασμό να παραδεχτώ ότι, όσο κι αν πίστευα ότι την είχα απομυθοποίησει έστω και λίγο, όσο αυτοί οι τύποι διαθέσουν αυτή τη φωνή, θα ξεκινούν 15 μέτρα πιο μπροστά από όλους τους υπόλοιπους σε κούρσα των 100. Μ'αυτά και μ'αυτά, μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί το TKoL ήταν ο δίσκος που απόλαυσα περισσότερο μέσα στο 2011. Δεν ξέρω αν ήταν «ο καλύτερος», αλλά από την άλλη δε με νοιάζει και αν ήταν ή όχι.
Δεν πρόκειται να πω ότι το TKoL δεν είχε κανένα ψεγάδι. Όλοι οι δίσκοι των Radiohead έχουν από ένα κομμάτι που όσο κι αν το ακούσω δεν το χωνεύω κι εδώ το μαύρο πρόβατο ήταν το "Little By Little". Ούτε και μπορώ να πω ότι δεν θα ήθελα ν'ακούσω κάποια στιγμή το "The Present Tense" ηχογραφημένο, εκτός κι αν η μπάντα έχει αποφασίσει ότι η definitive εκτέλεση δόθηκε στο Latitude το 2009 οπότε ειλικρινά θα πήγαινα πάσο. Αλλά αυτά είναι το στυλ των λεπτομερειών που βρίσκει κανείς για να γκρινιάζει στους αγαπημένους του. Κι όταν σε μια χρονιά που έμοιαζαν να θέλουν οι ίδιοι να αποφύγουν όσο γίνεται το προσκήνιο σου παραδίδουν μια συνολική εμπειρία τόσο πλήρη (TKoL, Live From The Basement DVD, "Supercollider", "The Daily Mail") μοιάζουν σχετικά πταίσματα.
4 σχόλια:
ε όχι και το μαύρο πρόβατο το little by little???!!!
το μπασο κάθε φορά που το ακούω με λιώνει...
Ρε συ με κάποια τραγούδια μου κολλάει από την πρώτη ακρόαση ότι ΑΥΤΟ δεν το συμπαθώ... Αν και εντάξει, το "LbL" έχει πολλά επί μέρους στοιχεία που μου αρέσουν, όπως π.χ. τα φοβερά κρουστά. Το "Punchup" ας πούμε δεν μπορώ να το ακούσω ΚΑΘΟΛΟΥ. Πρέπει να το έχω ακούσει συνολικά 5-6 φορές στη ζωή μου. :D
η πρώτη 5αδα του δίσκου για μένα είναι άγια...δεν σηκώνω κουβέντα :p
χαχαχα
σαν ομάδα μπάσκετ!
Το "Bloom" σίγουρα δεν είναι play-maker πάντως... Είναι ογκώδης ψηλός. :Ρ
Δημοσίευση σχολίου