24.2.12

2011: Μουσικά άλμπουμ, part 2

Άργησα αλλά τα κατάφερα... Επιτέλους, το some beans μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του και ν'ακούσει καινούριους δίσκους (αν κι εγώ έλεγα στον mr.grieves να βάλει ό,τι θέλει, αλλά ο αυτιστικός Αιγόκερως που τόσο επιμελώς κρύβει τον εμπόδιζε) και όλοι εσείς εκεί έξω να σταματήσετε να αναρωτιέστε πού χάθηκα εγώ και η λίστα μου και να κοιμηθείτε ήσυχοι το βράδυ.

40. John Maus - We Must Become the Pitiless Censors of Ourselves

Ξέρετε ότι εδώ στο some beans έχουμε μια προτίμηση στα πράγματα που βάζουν την ουσία πάνω από το στυλ. Που και που όμως υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις και αυτός ο δίσκος είναι μια απ'αυτές. Για έναν τύπο με διδακτορικό στην πολιτική φιλοσοφία, το φιλαράκι του Panda Bear και του Ariel Pink μας δίνει σίγουρα λίγα πράγματα να συζητήσουμε αλλά μπόλικα να χορέψουμε σε αυτόν τον πασπαλισμένο με χρυσόσκονη δίσκο που αστραφτοκοπάει κάτω απ'τις ντισκόμπαλες. Σα να κουμαντάρει μια μπάντα που από τα '80s έχει διακτινιστεί στο 2012, για να μην πω '30, ο Αμερικανός μουσικός μας σέρβιρε γενναίες δόσεις γνήσιου διαγαλαξιακού fun στο οποίο στάθηκε αδύνατο να πούμε όχι.
Για παράδειγμα: John Maus - "Keep Pushing On"

39. Nicolas Jaar - Space Is Only Noise
Συνεχίζοντας από το προηγούμενο νούμερο, ιδού κι άλλο ένα δείγμα των εξαιρέσεων από τον κανόνα που λέγαμε. Κάποια στιγμή στις αρχές της χρονιάς η μοναδική φράση που μου ερχόταν στο μυαλό όταν άκουγα το (όχι και τόσο χιλιανό) όνομα του Χιλιανού μουσικού ήταν «μας πρήξανε». Μετα από 2-3 ακροάσεις, όμως, το ντεμπούτο του άρχισε να δικαιολογεί, έστω και σε μικρό βαθμό, τον διαφημιστικό φόρτο που ξοδεύτηκε για χάρη του. Ένα ελαφρώς σκοτεινό ηχητικό μικροσύμπαν με έναν ήρεμο συναισθηματικό αναβρασμό μέσα του, κυλούσε αβίαστα και γραμμικά πάνω σε καλοξεσκονισμένα, αργόσυρτα beats και σε προσκαλούσε μέσα του, ειδικά κάτι συννεφιασμένα Κυριακάτικα πρωινά.
Για παράδειγμα: Nicolas Jaar - "I Got A Woman"

38. Lykke Li - Wounded Rhymes
Ένας ποπ δίσκος που δεν έχει ιδιαίτερα hooks, δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστος, ούτε ανέμελος. Η νεαρή Σουηδέζα από τον πρώτο της δίσκο δεν έμοιαζε να έχει στο μυαλό της την «τέλεια ποπ» και στον δεύτερο το επιβεβαίωσε. Κομμάτια που στα χέρια άλλων θα ήταν κλασικά χαρωπά χιτάκια έχουν εδώ έναν λεπτό μανδύα μελαγχολίας ριγμένο πάνω τους, ενώ άλλα μεταμορφώνονται στην πορεία -όπως το "Sadness Is A Blessing" που ξεκινάει σαν μια ακόμα κόπια από τη συνταγή του Phil Spector για να καταλήξει σε ένα μίνι '80s παραλήρημα. Αυτές οι μικρές αλλοιώσεις, μπολιάσματα, μπασταρδέματα, πείτε τα όπως θέλετε, έκαναν τελικά τη διαφορά. Ίσως να φταίει και η κάπως αδέξια αλλά χαριτωμένη και εκφραστική φωνή της. Όπως και να'χει, το αποτέλεσμα ήταν ένας δίσκος που μας έκλεινε πονηρά το μάτι και δεν μπορούσαμε παρά να τον συμπαθήσουμε.
Για παράδειγμα: Lykke Li - "I Know Places"

37. Micachu & the Shapes/ London Sinfonietta - Chopped & Screwed
Πριν ξεκινήσουμε να ακούμε αυτό το δίσκο για πρώτη φορά φέραμε στο μυαλό μας την προηγούμενη δουλειά της Micachu και των Σχημάτων της, μια δόση από χρωματιστή πειραματική ποπ με πολλά χαρούμενα χλαπατσίμπαλα. Όλα αυτά ξεχάστηκαν με το που μπήκαν οι πρώτες νότες από τη συνεργασία τους με τη Sinfonietta του Λονδίνου -σίγουρα δεν υπάρχει εδώ η έννοια της «ποπ» όπως την ξέρουμε. Υπάρχουν όμως μελωδίες που αναπτύσσονται, ζουν για λίγο και μετά πεθαίνουν ανάμεσα στα ηχητικά χαλάσματα από αλλοπαρμένα έγχορδα και κρουστά. Μια πρακτικά ενιαία σύνθεση που απλώνεται στα 33 της λεπτά σαν πίνακας του Kandinsky και σε προκαλεί να την ξεκοκαλίσεις αλλά ταυτόχρονα και να αφεθείς σε αυτήν και στα συναισθήματα που αυθόρμητα σου φέρνει. Επιλέξαμε κάθε φορά το δεύτερο.
Για παράδειγμα: Micachu & the Shapes/ London Sinfonietta - "Everything"

36. Thurston Moore - Demolished Thoughts
Οι προσωπικοί δίσκοι των ηγετών των σπουδαίων συγκροτημάτων καταφέρνουν πολλές φορές να απαντούν στην απορία «πώς θα ακούγονταν τα τραγούδια των τάδε με ακουστικά όργανα;» και, αν μη τι άλλο, οι Sonic Youth πρέπει να έχουν μπει πολλές φορές στη θέση της λέξης «τάδε» στα μυαλά χιλιάδων μουσικόφιλων. Ο τρίτος προσωπικός δίσκος του ηγέτη τους έρχεται σε μια κομβική στιγμή καθώς, μετά από καμιά 30αριά χρόνια αδιάκοπης παρουσίας στις μουσικές επάλξεις, η συνοχή των SY απειλείται από το χωρισμό του με την «βασίλισσα» Kim Gordon. Και είναι αν μη τι άλλο παρήγορο το ότι εν έτει 2011, στα 53 του χρόνια, ο Thurston έδειξε να βρίσκεται σε εξαιρετική συνθετική φόρμα παραδίνοντάς μας έναν απολαυστικό ακουστικό δίσκο. Γλυκά έγχορδα συνοδεύουν την ακουστική κιθάρα που, παραδομένη στα θρυλικά χέρια του, δίνει τον τόνο κάθε κομματιού, πότε απειλητική και πυρετιασμένη και πότε αθώα και αγαπησιάρικη. Το μέλλον των Sonic Youth δεν ξέρουμε τι θα φέρει αλλά του Thurston φαίνεται μια χαρά.
Για παράδειγμα: Thurston Moore - "Illuminine"

35. Elbow - Build A Rocket Boys!
Από τις αρχές του 2011 είχαμε κυκλώσει στα μουσικά μας ημερολόγια κάμποσες ημερομηνίες κυκλοφορίας δίσκων που περιμέναμε με ανυπομονησία. Μια από τις πιο έντονα μαρκαρισμένες ήταν αυτή του δίσκου των Elbow, του follow-up στο, ιστορικό πλέον, The Seldom Seen Kid. Στα 3 χρόνια που μεσολάβησαν ο Guy Garvey είχε προλάβει να γίνει για μας κάτι περισσότερο από τον frontman μιας από τις μπάντες που αγαπούσαμε -ήταν (και είναι) πια κομμάτι της εβδομαδιαίας μας ζωής καθώς η βαθιά, χνουδωτή φωνή του συνόδευε σχεδόν κάθε τέλος στα Σαββατοκύριακά μας. Τον ακούγαμε να κάνει εκπομπή από δωμάτια ξενοδοχείου στην περιοδεία της μπάντας και μαθαίναμε για κάθε μπες-βγες από το στούντιο. Όταν κάποια Κυριακή ανακοίνωσε όλο χαρά ότι ο δίσκος είχε τελειώσει, ο ερχομός του ήταν για μας απλά το επόμενο βήμα σε μια διαδικασία που νιώθαμε ότι είχαμε παρακολουθήσει από κοντά. Αυτό το συναίσθημα του οικείου τελικά δεν ήταν μόνο για μας -ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα του δίσκου και ίσως αυτό να ήταν ένα μειονέκτημα: η ανοιχτή αγκαλιά του Guy και η εντυπωσιακή ικανότητά του να σε κάνει να αισθάνεσαι φίλος του ήταν πάντα εκεί στους δίσκους των Elbow αλλά αυτή τη φορά στήριξαν όλο το έργο πάνω της, με αποτέλεσμα να μοιάζει ότι όλα έγιναν έτσι ώστε να εξυπηρετηθεί και να προβληθεί αυτό τους το (μεγάλο) ατού. Από την άλλη, και εδώ υπήρχαν υπέροχα, ολόζεστα σαν μάλλινες κουβέρτες κομμάτια από αυτά που χωρίς κόπο πλέον ξέρουν να γράφουν, ειδικά στο εξαιρετικό πρώτο μισό του δίσκου. Απλά θα θέλαμε να ήταν κάπως πιο αβίαστοι.
Για παράδειγμα: Elbow - "Neat Little Rows"

34. St Vincent - Strange Mercy
Για το συγκεκριμένο δίσκο νομίζω ότι αυτά που είπε ο mr.grieves με κάλυψαν απόλυτα. Ίσως στις πρώτες -λίγες- ακροάσεις να έψαξα κι εγώ, υποσυνείδητα, να ανακαλύψω ανάμεσα στα συρματοπλέγματα του Strange Mercy τις χαριτωμένες συνθέσεις της ναζιάρας Annie που γνωρίσαμε στο Marry Me και λατρέψαμε στο Actor. Το γεγονός ότι δυσκολεύτηκα με έκανε να την παραδεχτώ και να επιμείνω, και τελικά πέρασε το δικό της -είναι δύσκολο για σόλο μουσικό, και μάλιστα από εκείνους που επιμένουν να πιάνουν στα χέρια τους κυρίως κιθάρες, να θεσπίσει χαρακτηριστικό ήχο και να περιχαράξει ολόδικά του τετραγωνικά στο ηχητικό τοπίο του 2012. Κι όμως, η λεπτεπίλεπτη Annie το κατάφερε μέσα σε μόλις τρεις δίσκους. Της βγάζουμε το καπέλο κι ελπίζουμε να συνεχίσει με τον ίδιο δυναμισμό.
Για παράδειγμα: St Vincent - "Cheerleader"

33. Snowman - Absence
Ίσως ο πιο ενιαίος στην ατμόσφαιρά του δίσκος της περσινής χρονιάς μας ήρθε από τη μακρινή Αυστραλία. Ακούγοντάς τον νιώθεις σα να βρίσκεσαι σε τελετή κάποιας μυστικιστικής θρησκείας καθώς μακρινές φωνές ψέλνουν με σχεδόν τρομακτική αφοσίωση πάνω από tribal κρουστά και απειλητικά ψυχρές κιθάρες. Η απόσταση που μοιάζουν να κρατούν με κάποιο περίεργο τρόπο σε τραβάει πιο μέσα σαν άλλο Indiana Jones in the Temple of Doom. Κρίμα που πάνω που τους μάθαμε αναγκαζόμαστε, λόγω του love story της Ισλανδής μπασίστριας με τον ντράμερ, να τους «ξεχάσουμε» αλλά τουλάχιστον πρόλαβαν να μας αφήσουν αυτό το μικρό διαμάντι.
Για παράδειγμα: Snowman - "Hyena"

32. The Unthanks - Last
Ένα ταξίδι πολύ πίσω στο χρόνο και στην παλιά Αγγλία μας πάει η Rachel Unthank μαζί με την αδερφή της και τη μπάντα τους. Τραγούδια που έρχονται από μια άλλη εποχή και από μια ζωή που μοιάζει πολύ μακρινή, κι όμως αγγίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο χωρίς προσπάθεια. Το παραδοσιακό χρώμα της φωνής της Rachel εντείνει την ατμόσφαιρα και οι υπέροχες ενορχηστρώσεις των Unthanks, με πνευστά και έγχορδα που δίνουν βάθος στον ήχο τους, στηρίζουν με χάρη το σύνολο. Ένας δίσκος που ακούγοντάς τον μπορείς σχεδόν να μυρίσεις το άχυρο και ν'ακούσεις τη φωτιά που τριζοβολάει κάτω απ'τη μαντεμένια χύτρα, ακόμα κι όταν βρίσκεσαι στο σπίτι σου με την αυτόνομη θέρμανση αναμμένη και το κοντινότερο άχυρο βρίσκεται χιλιόμετρα μακριά.
Για παράδειγμα: The Unthanks - "Last"

31. Bombay Bicycle Club - A Different Kind of Fix
Στο κρίσιμο σταυροδρόμι του τρίτου δίσκου, όταν πια η στάμπα (και η πανταχόθεν συμπάθεια) του «νέου ονόματος» ξεφτίζει, είναι η ώρα που πρέπει να πάρει μια μπάντα τις μεγάλες αποφάσεις και να προχωρήσει τον ήχο της λίγο παρακάτω έτσι ώστε να «μαρκάρει» το territory της στο μουσικό στερέωμα. Οι Λονδρέζοι που είχαμε καταχωρήσει στη λίστα με τίτλο «ανούσια hype από αυτά που ανεβοκατεβάζει για πλάκα το ξεπεσμένο ΝΜΕ» το έκαναν, αφήνοντας πίσω το κάπως generic britrock τους για έναν δίσκο που έσφυζε από αυτοπεποίθηση, χαλαρούς ρυθμούς, φωτεινές κιθάρες και έξυπνες, «οικονομικές» μελωδίες και ριφάκια. Οι πόντοι που χάνουν από κάποιο (αναπόφευκτο) filler τους επιστρέφονται λόγω του ότι τα highlights είναι ουκ ολίγα αλλά και εντυπωσιακά, και η προσπάθεια που έκαναν έγειρε τη ζυγαριά σαφέστατα υπέρ τους.
Για παράδειγμα: Bombay Bicycle Club - "Take the Right One"

30. Tom Waits - Bad As Me
Σε μια εποχή που κινείται με τρομακτικές ταχύτητες και οι μουσικοί έχουν διάρκεια «ζωής» που μετριέται ακόμα και σε μήνες είναι χρήσιμο να υπάρχουν τριγύρω τύποι σαν τον Tom Waits για να θυμίζουν στους πάντες πώς είναι να έχεις ξεκινήσει την καριέρα σου πριν από 40 χρόνια και, το σημαντικότερο, να τη συνεχίζεις ακόμα με πάθος και ζέση. Γιατί ο μπαρμπα-Θωμάς δεν είναι εδώ τιμής ένεκεν, ούτε σηκώσαμε τα πιτσιρίκια για να κάτσει ο παππούς. Ο παππούς είναι εδώ για να δείξει σε πολλούς από αυτούς πώς γίνεται, πώς φτιάχνονται δίσκοι με 13 κομμάτια που μπορείς να τους ακούς από την αρχή ως το τέλος ξανά και ξανά, πώς γράφονται, μετά από τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, με τέτοια ευκολία κομμάτια τόσο διαφορετικά μεταξύ τους και, φυσικά, πώς λέγονται οι ιστορίες οι καλές, αυτές που κάνουν τα «εγγονάκια» ν'ακούν με ανοιχτό το στόμα και να ζητάνε κι άλλο. Ο γέρος είναι μάστερ σε όλα τα παραπάνω και ειδικά στο τελευταίο.
Για παράδειγμα: Tom Waits - "Back in the Crowd"

29. Wye Oak - Civilian
Τους Wye Oak τους είχαμε γνωρίσει το 2008 ως ένα από τα πολλά νέα ονόματα της εποχής, αλλά τίποτα στον ήχο τους δεν έδειχνε ότι σύντομα θα έκαναν έναν από τους πιο πλήρεις ροκ δίσκους των τελευταίων χρόνων. Κι όμως, το συγκρότημα από τη Βαλτιμόρη το κατάφερε, δείχνοντας απλά λίγη περισσότερη από ό,τι έχουμε συνηθίσει εσχάτως τσαχπινιά και χάρη στη χρήση των απλών, συνηθισμένων συστατικών του ήχου μιας indie rock μπάντας. Τα κιθαριστικά κύματα είναι μετρημένα και διακριτικά, ξεφεύγοντας μόνο σε λίγα και προσεκτικά διαλεγμένα σημεία, ενώ η Jenn Wassner με τη δωρική ερμηνεία της προσφέρει ένα αντιστάθμισμα παρόμοιας αυτοσυγκράτησης. Όλα παραμένουν σε τέλεια ισορροπία μέχρι το τέλος, κι αν αυτό δεν ακούγεται και τόσο «ροκ», ίσως και να είναι ο λόγος που το Civilian ήταν ο πρώτος χρονικά δίσκος που έκλεισε αμέσως θέση στη λίστα μας.
Για παράδειγμα: Wye Oak - "Civilian"

28. Wilco - The Whole Love
Οι τελευταίοι δίσκοι των Wilco, για την ακρίβεια όλοι από το A Ghost Is Born και μετά, έχουν καταγράψει το ταξίδι της μπάντας προς την ωριμότητα. Στο The Whole Love το ταξίδι αυτό συνεχίζεται, φροντίζουν όμως να το κάνουν πιο ενδιαφέρον χαζεύοντας στο δρόμο μουσικές φωτογραφίες, δικές τους (τα "Art of Almost" και "Born Alone" θα έβρισκαν άνετα θέση στο Yankee Hotel Foxtrot ενώ το "One Sunday Morning..." στο Sky Blue Sky) ή και άλλων (το "I Might" και το "Sunloathe" φορούν βαριά αρώματα με βάση τους όψιμους Beatles, ενώ το έντονο φλερτ τους με τους επίσης όψιμους Pink Floyd εξακολουθεί να υπάρχει). Το τελικό αποτέλεσμα τους κάνει να δείχνουν ξανά ξύπνιοι και με νέα όρεξη για εξερεύνηση, έστω και του παρελθόντος (τους).
Για παράδειγμα: Wilco - "Sunloathe"

27. Panda Bear - Tomboy
Να και κάτι που δεν το περίμενα ούτε εγώ η ίδια. Όταν όλη η hipster κοινότητα εκστασιαζόταν με το Person Pitch προσπαθούσα να καταλάβω προς τι ο τόσος ενθουσιασμός για ένα δίσκο που έμοιαζε να έχει να επιδείξει ένα και μόνο κόλπο και 8 απειροελάχιστα διαφορετικές μεταξύ τους εφαρμογές του. Έτσι, πλησίασα το Tomboy με όλες τις επιφυλάξεις που έχει κανείς όταν τον πάνε για φαγητό σε ένα ακριβό εστιατόριο όπου έχει φάει παλιότερα ένα πολύ μέτριο γεύμα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, δε μου πήρε πάνω από 2-3 ακροάσεις για να διαπιστώσω ότι μου άρεσε, και μάλιστα πολύ. Το εν λόγω κόλπο είναι πάντα παρόν αλλά αυτή τη φορά ο Lennox θυμήθηκε να γράψει όμορφες μελωδίες που να μη μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους, αλλά και να προσθέσει διάφορα ηχητικά στολίδια που βοηθούν ώστε να διαμορφώνεται ένα ξεχωριστό σκηνικό για κάθε τραγούδι. Ναι, μερικές φορές ξεχειλώνει τις συνθέσεις ενώ δε χρειάζεται και κάποιες από αυτές δεν είναι αρκετά δυνατές για να υποστηρίξουν έναν δίσκο 16 (!) κομματιών αλλα, αν μη τι άλλο, με κάνει να βρίσκω έως και θελκτική την ιδέα να ξαναπάω για φαγητό στο μαγαζί του.
Για παράδειγμα: Panda Bear - "Tomboy"

26. Timber Timbre - Creep On Creepin' On
'Ενα πιάνο. μερικά κρουστά, κιθάρες μόνο για συνοδεία και μια καλή κάβα. Αυτά μοιάζουν να αποτελούν όλο κι όλο τον κόσμο των Timber Timbre, σα να βρίσκονται κλεισμένοι για μήνες σε ένα παλιό σπίτι και έξω ο χειμώνας να λυσσομανάει. Δεν ακούγονται πάντως διόλου δυσαρεστημένοι με την κατάσταση καθώς φτιάχνουν τη μουσική τους με αυτά τα λίγα που έχουν στη διάθεσή τους. Κάποιες στιγμές μάλιστα μοιάζει να τη φτιάχνει το ίδιο το σπίτι, σαν οι τοίχοι να σκύβουν πάνω από τη μπάντα καθώς παίζει μέσα στο ίδιο πάντα μισοσκότεινο δωμάτιο. Ένας χειμωνιάτικος δίσκος που μπορεί να σου κρατήσει τέλεια παρέα όταν μένεις μέσα.
Για παράδειγμα: Timber Timbre - "Black Water"

25. The Soft Province - The Soft Province
Ο Jace Lasek έκανε ένα διαλειμματάκι από τη μουσική του συνύπαρξη με την Olga Goreas παίρνοντας μαζί του τον Michael Gardiner για να κάνουν το κομμάτι τους. Το αποτέλεσμα ακούγεται πιο χαλαρό, πιο τζαμάτο και εν τέλει πιο χαρούμενο από τον κάπως κλειστοφοβικό και σκοτεινό κόσμο των Besnard Lakes (που πάντως μας αρέσει εξίσου). Ακριβώς δηλαδή όπως θα περίμενε κανείς το αποτέλεσμα της δουλειάς μιας αντροπαρέας που βγαίνει να ξεσκάσει από τη συζυγική ζωή. Δείτε το και σαν bachelor party.
Για παράδειγμα: The Soft Province - "Lazy Minds Die"

24. The Horrors - Skying
Αν του το έλεγε κανείς του κακομοίρη του Jim Kerr ότι θα υπήρχε δίσκος το 2011 που θα μνημόνευε τη μουσική κληρονομιά που άφησε αυτός και η μπάντα του θα έχυνε δάκρυα συγκίνησης και δικαίωσης. Κι όμως, όχι απλά υπήρξε αλλά ήταν και από τους πλέον παινεμένους της χρονιάς από τα βρετανικά μέσα. Αυτή η τολμηρή, για πολλούς, επιρροή ήταν που έδινε φρεσκάδα στον ήχο ολόκληρου του δίσκου, ο οποίος την πάντρευε με την εξίσου εμφανή, αλλά πολύ πιο cool στα μάτια των κριτικών, επίδραση των Suede. Θα πει κανείς, μα τί κάνει τόσο καλό έναν δίσκο με τόσο προφανείς επιρροές; Οι πολύ δυνατές συνθέσεις του Faris Badwan θα απαντήσουμε εμείς, χωρίς τις οποίες δεν θα αποκτούσαν υπόσταση οι όποιες επιρροές, αλλά και το μπόλιασμά τους με τον σύγχρονο ήχο των Horrors. Ένας ουρανός συννεφιασμένος από ατμοσφαιρικά keyboards δέχεται βροχή και ενίοτε κεραυνούς από κιθάρες και τρεις μουσικές δεκαετίες συντήκονται σε ένα πολύ ομοιόμορφο και ολοκληρωμένο αποτέλεσμα.
Για παράδειγμα: The Horrors - "Monica Gems"

23. Metronomy - The English Riviera
Μια φιδίσια rhythm section παντρεύεται με στρώσεις από μικρές, γλυκές μελωδίες από κιθάρες, πλήκτρα ή φωνές. Τα παιδιά που σκαρώνουν μαζί είναι εθιστικά όταν τ'ακούς αλλά σε σηκώνουν κι από την καρέκλα και σέρνουν τα πόδια σου να κουνηθούν χωρίς καλά-καλά να το καταλάβεις. Οι Metronomy, μετά από κάμποσα χρόνια και δυο δίσκους, πιάνουν επιτέλους την καλή με τον τρίτο και φαρμακερό, έναν περίεργο συνδυασμό feel-good μελαγχολίας που αντικατοπτρίζεται τέλεια και στον τίτλο -κάτι παραπάνω ξέρουν αφού σπούδασαν στο Brighton και το έχουν δει πώς είναι το καταχείμωνο. Ένα τέλειο soundtrack για βόλτες στην πόλη με παρέα.
Για παράδειγμα: Metronomy - "The Look"

22. High Llamas - Talahomi Way
Αυτό πάλι ήρθε από το πουθενά. Ή μάλλον από το 1996. Από τότε περίπου είχα να ακούσω νέα για τους Λονδρέζους που εκείνα τα χρόνια ήταν από τα hot ονόματα που γούσταρε κάθε indie παιδί που σεβόταν τον εαυτό του. Εμένα, που δεν ήμουν indie παιδί και ούτε με απασχολούσε ιδιαίτερα το θέμα, τότε δε μου πολυάρεσαν -μου φαίνονταν υπερβολικά χαλαροί και χαρούμενοι και αν ήθελα ηλιόλουστη ποπ υπήρχαν δεκάδες άλλοι που πίστευα ότι την έφτιαχναν καλύτερα (οι Rentals ας πούμε). Με τον καιρό μπήκαν στην άκρη και, όταν η παλίρροια της Britpop υποχώρησε, πίστεψα ότι σβήστηκαν κι αυτοί από το χάρτη όπως και τόσοι άλλοι. Κι όμως, εξακολούθησαν να υπάρχουν στο περιθώριο, βγάζοντας έναν δίσκο κάθε 4 χρόνια περισσότερο ως χόμπι. Και να που εν έτει 2011 κατάφεραν να με εκπλήξουν ευχάριστα, με έναν απολαυστικό δίσκο υπέρκομψης και νοσταλγικής ποπ που μοιάζει να φτιάχτηκε για να γίνει soundtrack στις Διακοπές του κου Ιλό. Ίσως η πιο όμορφη καλοκαιρινή μουσική που έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια.Για παράδειγμα: High Llamas - "Take My Hand"

21. Gruff Rhys - Hotel Shampoo
Ο πανέξυπνος Ουαλός μάστορας της ποπ επέστρεψε με τη δεύτερη δόση από καθαρά δικές του συνθέσεις, συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε το εξαιρετικό Candylion του 2007. Έχοντας κερδίσει το δικαίωμα να ξεδίνει μια στις τόσες από την day job -την παραγωγή σπουδαίων δίσκων με τους Super Furry Animals- το εξασκεί εδώ με ενθουσιασμό καθώς μας παρουσιάζει μια ακόμα συλλογή από κλασικά τραγούδια από την λατρεμένη πένα του, ντυμένα με τα πιο πρόχειρα καλοκαιρινά τους και έτοιμα να βγουν στο δρόμο να παίξουν. Παρ'όλο που κάποιες μελωδίες ίσως μοιάζουν οικείες και κάποιες ιδέες τις έχει ξαναχρησιμοποιήσει, γεγονός παραμένει ότι πρόκειται για έναν δίσκο (σχεδόν) τέλειας ποπ μουσικής από την αρχή ως το τέλος που έρχεται να προστεθεί στο ήδη εντυπωσιακό οπλοστάσιο ενός από τους κορυφαίους Βρετανούς τραγουδοποιούς της τελευταίας 20ετίας.
Για παράδειγμα: Gruff Rhys - "Vitamin K"

20. Dakota Suite - The Hearts of Empty
Μένει στο Λίβερπουλ, είναι φανατικός οπαδός της Everton και δουλεύει 8ωρα κάθε μέρα. Τί ακριβώς είναι που κάνει τον Chris Hooson τόσο ξεχωριστό που να τον μνημονεύουμε στο some beans; Είναι πολύ απλό -ο Chris, εκτός από όλα τα παραπάνω, είναι και ο κύριος Dakota Suite. Με αυτό το μυστηριώδες όνομα ηχογραφεί, με πολύ παραγωγικούς ρυθμούς. τη μελαγχολική, εσωτερική και με έντονα αρώματα jazz μουσική του, πότε με κάποιον συνεργάτη και πότε μόνος του. Στο The Hearts of Empty είναι ολομόναχος και η ατμόσφαιρα νυχτερινή και ήρεμη, με το μπάσο να κάνει πολλή και κάθε άλλο παρά αθόρυβη δουλειά. Καθησυχαστικό και ζεστό, ρέει σαν καλό ουίσκι με το οποίο θα ταίριαζε συγκλονιστικά.
Για παράδειγμα: Dakota Suite - "Congruences"

19. Raphael Saadiq - Stone Rollin'
Ο Raphael είχε δείξει δείγματα του πλούσιου ταλέντου του από τις προηγούμενες δουλειές του, αλλά πέρυσι τον είδαμε να τελειοποιεί την απολαυστική r'n'b με ολίγη από rock'n'roll που παράγει με τόση μαεστρία. Σε έναν χώρο και ένα στυλ μουσικής πολυφορεμένο και καταταλαιπωρημένο, ο Καλιφορνέζος μουσικός προσδίδει γενναίες, και απολύτως απαραίτητες, δόσεις ειλικρίνειας και αληθινής θέρμης, αλλά και φρέσκα, ολοζώντανα hooks τα οποία μοιάζουν να του βγαίνουν τόσο αβίαστα όσο η αναπνοή του. Άλλωστε, έχει κερδίσει μακράν τα περισσότερα «Τι είναι αυτό το ωραίο που ακούμε;» από φίλους που έχουν έρθει στα ιδιωτικά διαμερίσματα του some beans. Δέκα κομμάτια, όλα εν δυνάμει hits που, αν ζούσαμε σε έναν πιο δίκαιο κόσμο, θα του είχαν χαρίσει ένα σαλόνι γεμάτο με βραβεία και πλατινένιους δίσκους. Επειδή όμως ζούμε σε αυτόν τον κόσμο που ζούμε, ας ελπίζουμε τουλάχιστον να ικανοποιείται με τη σκέψη ότι οι (λίγοι) καλλιτέχνες σαν κι αυτόν κρατούν ζωντανή την κληρονομιά που άφησαν πίσω τους οι μύθοι της soul πριν πολλά, πολλά χρόνια.
Για παράδειγμα: Raphael Saadiq - "Stone Rollin'"

18. Antlers - Burst Apart
Μια φράση που χρησιμοποιήσε ο mr.grieves μιλώντας για το "No Widows" περιγράφει όλο τον κόσμο των Antlers: «Μας ξανακάνουν χάλια». Το Hospice μπορεί να ήταν μια ιστορία από μόνο του αλλά ο Peter Silberman δε φαίνεται να λυτρώθηκε λέγοντάς την. Εξακολουθεί να ακούγεται σα να δυσκολεύεται να πιστέψει ότι μπορεί κάποιος να τον αγαπάει και, με τη βοήθεια της μπάντας, το μεταδίδει εύκολα στον ακροατή, πόσο μάλλον τον ανυποψίαστο. Οι ήχοι του δίσκου είναι ως επί το πλείστον συνθετικοί, τα keyboards είναι περισσότερα από τις κιθάρες και αυτό εντείνει κι άλλο την ήδη μελαγχολική ατμόσφαιρα. Η μόνη αχτίδα αισιοδοξίας έρχεται με το γλυκόπικρο "Putting the Dog to Sleep" που κλείνει το δίσκο αλλά δεν είμαστε και σίγουροι, μπορεί να είναι οφθαλμαπάτη... Έστω κι έτσι, οι Antlers κατατάχθηκαν πλέον στις σταθερές δυνάμεις που θα περιμένουμε κάθε κυκλοφορία τους ανυπόμονα.
Για παράδειγμα: Antlers - "French Exit"

17. Bjork - Biophilia
Δεν ήξερα τι να περιμένω όταν εμφανίστηκε αυτός ο δίσκος, τέσσερα χρόνια μετά το Volta που δε με είχε ενθουσιάσει και με ένα ταρατατζούμ που δεν αφορούσε τη μουσική αλλά την android εφαρμογή που την περιείχε -και μιας και δεν έχουμε smartphones δεν μπορέσαμε ποτέ να δούμε και τι στο καλό ήταν αυτό τελικά. Όταν όμως η μουσική αυτή καθ'εαυτή προσγειώθηκε στα αυτιά μας, τότε όλα έμοιαζαν να βγάζουν νόημα -τουλάχιστον για εμένα γιατί ο mr.grieves είχε τις αμφιβολίες του. Πιο εσωστρεφές και λιτό από το Volta, το Biophilia ασχολείται με τα όσα συμβαίνουν στα έγκατα της γης (ένα θέμα που πάντα συγκινούσε την Bjork) και τα ανάγει στα όσα συμβαίνουν στα έγκατα της γυναικείας ύπαρξης. Δανείζεται ιδέες για το τι μπορεί να κάνει με την ανθρώπινη φωνή από το παρεξηγημένο Medulla αλλά εδώ τις συνοδεύει με σκληρό percussion και ψυχρά πλήκτρα με βιομηχανικό φινίρισμα και μαλακώνει το σύνολο με άρπες, κουδουνάκια και φυσικά την πάντα κυρίαρχη, αδάμαστη και απαστράπτουσα φωνή της που σε αυτό το γκρίζο φόντο λάμπει με όλα της τα χρώματα. Ένας δίσκος που δεν άργησε καθόλου να μας αποκαλυφθεί και μια σπουδαία επιστροφή από μια μυθική μουσικό.
Για παράδειγμα: Bjork - "Virus"

16. Alexander Tucker - Dorwytch
Ο Alexander Tucker είναι ένα από τα καλοκρυμμένα μυστικά της βρετανικής μουσικής, σαν το οποίο φανταζόμαστε πως υπάρχουν πολλά, πολλά ακόμα. Ένας τύπος που έχει περιπλανηθεί αρκετά στο μουσικό σύμπαν, μόνος ή με παρέα, αλλά τα τελευταία χρόνια κατάφερε να βγάλει στον αφρό την ιδιοσυγκρασιακή folk του. Όργανα τόσο πολυχρησιμοποιημένα όπως μια κιθάρα και ένα μαντολίνο του φτάνουν για να δημιουργήσει έναν ήχο που δε μοιάζει με κανενός άλλου, ένα επίμονο, τραχύ αλλά και φυσικό ηχητικό πλέγμα που, αν του δίναμε εικόνα, θα έμοιαζε πλεγμένο από σκληρά άχυρα. Και με αυτό ντύνει τα τραγούδια του που μοιάζουν να έχουν μια σκληροτράχηλη ομορφιά, σμιλεμένη από τη βροχή και τον αέρα, καθώς διηγούνται ιστορίες που θα περίμενες να ακούσεις δίπλα στο τζάκι σε ένα μικρό cottage στην αγγλική εξοχή. Ήρθε για να μείνει.
Για παράδειγμα: Alexander Tucker - "Red String"

15. The Amazing - Gentle Stream
Το Uncut προσπάθησε με όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του να προωθήσει ως μία από τις αποκαλύψεις του 2011 τον Jonathan Wilson, αλλά εμείς στο συγκεκριμένο είδος έχουμε εδώ και χρόνια τον κρυμμένο όσο στο μανίκι μας και ήρθε η ώρα να τον ρίξουμε στο τραπέζι. Οι Σουηδοί The Amazing, «αδελφό» σχήμα των Dungen -όχι μόνο ηχητικά αλλά και επειδή ο drummer και βέβαια ο ήρωας της κιθάρας Reine Fiske είναι κοινοί στις δυο μπάντες- επέστρεψαν φέτος εμφατικά. Τα 8 κομμάτια του δίσκου τους είναι όλα επικών διαστάσεων, αν όχι στη διάρκεια τότε σίγουρα στη δομή, και οι χορταστικά πλούσιες ενορχηστρώσεις δεν αφήνουν κανέναν λάτρη της ψυχεδελικής folk των '70s παραπονεμένο. Τραγούδια γεροφτιαγμένα και καλοτάξιδα σαν σκαριά των απογόνων των Βίκινγκς, έτοιμα να βγουν στις παγωμένες βόρειες θάλασσες με τα αγκίστρια τους δολωμένα για καλή ψαριά.
Για παράδειγμα: The Amazing - "Gentle Stream"

14. TuneYards - W H O K I L L
Μου πήρε πού καιρό μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι η εκπληκτική φωνή που αποτελεί το συνδετικό υλικό αυτού του δίσκου ανήκε σε ένα πλάσμα γένους θηλυκού. Η πανέξυπνη ποπ όμως της Merrill Garbus δε χρειάστηκε καθόλου καιρό για να με πείσει. Ο αυθορμητισμός και ο ενθουσιασμός της θυμίζουν πιτσιρίκι σε κατάστημα με παιχνίδια καθώς ανακατεύει τον Prince με τον Captain Beefheart , και οι δυνατότητες της φωνής της, που ώρες ώρες θυμίζει ακόμα και Harry Belafonte, εκτοξεύουν τη φαντασία της σε ηχητικά τοπία που οι περισσότεροι συνάδελφοί της δεν μπορούν καν να πλησιάσουν. Ένα ξεσηκωτικό rollercoaster που σε παρασέρνει να σηκωθείς από την καρέκλα σου χωρίς καθυστέρηση.
Για παράδειγμα: TuneYards - "My Country"

13. British Sea Power - Valhalla Dancehall
Όπως είπα και πριν λίγες εβδομάδες, το Valhalla Dancehall ήρθε για να με κάνει να αναθεωρήσω τις απόψεις μου για τους British Sea Power. Από την άλλη, ίσως να μην είχα και τόσο άδικο όλο τον προηγούμενο καιρό και απλά να έφτιαξαν επιτέλους το δίσκο που συνδύαζε όλα τα καλά που είχαν μέχρι τώρα -την εξυπνάδα, την ψαγμένη θεματολογία, το άφθονο χιούμορ, το cool- με συνθέσεις που πείθουν και κρατούν τον ακροατή, ή έστω τον αμφισβητία σαν κι εμένα. Ναι, κι εδώ υπάρχει λίγο filler -με 13 τραγούδια θα ήταν δύσκολο να το αποφύγουν- αλλά δεν είναι αρκετό για να επισκιάσει τα πολλά highlights. Πότε παίζουν στο γήπεδο των Smashing Pumpkins και τους κοντράρουν στα ίσα (ειδικά με το υπέροχο "Baby" θα λέγαμε ότι κερδίζουν) και πότε εντός έδρας οπότε σαρώνουν. Και να που ανεβαίνουν για πρώτη φορά με αξιώσεις στην Premier League.
Για παράδειγμα: British Sea Power - "Baby"

12. John Vanderslice - White Wilderness
Μπορεί το "Overcoat" να ήταν το «χιτάκι» του δίσκου του, όμως και σαν σύνολο φέτος ο Αμερικανός τραγουδοποιός μας παρέδωσε έναν υπέροχο δίσκο. Χρησιμοποιώντας ως βασικό συνθετικό του όπλο την ακουστική του κιθάρα και ενισχύοντάς την με σοφά και άριστα ενσωματωμένα πνευστά και έγχορδα, μας χάρισε 9 πανέμορφα τραγούδια για την αγάπη και την έλλειψη / απώλειά της. Από το τρυφερό εναρκτήριο "Sea Salt" μέχρι το συγκλονιστικό φινάλε του "20K" όπου μια βουτιά σε έναν βυθό από έγχορδα μας λυτρώνει, ο John μας προσφέρει την κάθαρση μέσα από ζεστά τραγούδια από αυτά που δεν μπορούν να γράψουν όλοι.
Για παράδειγμα: John Vanderslice - "20K"

11. Grouper - A I A : Alien Observer
/ Dream Loss
Μπορεί νεόκοπες κοπελίτσες σαν τη Julianna Barwick να πήραν σημαντικό μερίδιο της δόξας για φέτος, αλλά αυτά τα κόλπα η Liz Harris τα έχει για πρωινό. Η δημιουργία ατμόσφαιρας με τη χρήση στρώσεων από φωνές και αγρίως παραμορφωμένες κιθάρες σε σκοτεινούς, υποβλητικούς τόνους είναι το σήμα κατατεθέν της και σ'αυτό είναι αξεπέραστη. Πόσο μάλλον όταν μας παραδίνει δυο σετ με το πιο έξοχο υλικό της εδώ και χρόνια, δυο δίδυμες ηχητικές μαύρες τρύπες που εξαφανίζουν το περιβάλλον και το μυαλό μας μέσα τους. Kάθε φορά που περνάω από ένα κατάστημα με σούπερ ντούπερ στερεοφωνικά και ηχεία στο κέντρο της Αθήνας σκέφτομαι να μπω μέσα και να πω στον κυριούλη να το βάλει για δοκιμή σε ένα από αυτά, αλλά μετά δεν είμαι σίγουρη ότι θα μπορέσω να φύγω.
Για παράδειγμα: Grouper - "Moon Is Sharp"

10
. Low - C'mon
Ακόμα μια περίπτωση φετινού δίσκου που δεν είχε την τύχη που του άξιζε στις τελικές λίστες. Αν και ένα συγκρότημα που βρίσκεται αισίως στον ένατο δίσκο του πάντα αντιμετωπίζεται με μια δόση «'Ελα μωρέ....» από τους κριτικούς, ειδικά σε μια εποχή που όλοι το παίζουμε τέτοιοι από τα pc μας. Κι όμως, θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο -όταν ένα συγκρότημα βγάζει, στον 9ο δίσκο του, ένα ακόμα αριστούργημα, θα έπρεπε να αποθεώνεται για το κατόρθωμα αυτό. Το ζεύγος από το Duluth είχε λείψει για 4 ολόκληρα χρόνια από το προκήνιο αλλά επανήλθε με μια πάρα πολύ δυνατή δεκάδα κομματιών από την οποία ήταν δύσκολο να επιλέξεις ένα ή δυο μόνο highlights. Όχι, δεν έκαναν κάτι που δεν έχουν ξανακάνει. Τί σημασία έχει όταν αυτό που κάνουν το έχουν τελειοποίησει, και ειδικά όταν το ράβουν πάνω σε σπουδαία τραγούδια όπως το "You See Everything" ή το "Try To Sleep"; Τί σημασία έχει όταν μπορούν να σε συγκινήσουν με τη μαγική ένωση των φωνών τους και τη θέρμη που βγάζει η ερμηνεία τους; Απλά άλλο ένα σπουδαίο κεφάλαιο σε ένα από τα πιο εντυπωσιακά βιβλία της σύγχρονης αμερικάνικης μουσικής.
Για παράδειγμα:
Low -"Nothing But Heart"

9. Deerhoof - Deerhoof vs Evil
Στους περισσότερους δίσκους των αξιαγάπητων Deerhoof υπήρχαν στιγμές που μου άρεσαν πολύ αλλά και στιγμές που μου φαίνονταν αχρείαστα γιούχου. Να όμως που ο ενδέκατος ήταν και ο τυχερός: το Deerhoof vs Evil είναι καταπληκτικό από την αρχή ως το τέλος κι έχει όλα τα χαρακτηριστικά που έχουν κάνει τόσο κόσμο (και τι κόσμο) να πίνει σάκε στο όνομά τους. Μικρές μελένιες μελωδίες ξεπηδούν με χάρη από το στόμα της Satomi Matsuzaki ανάμεσα σε σπανιόλικες κιθάρες, κουδουνάκια ή χοροπηδηχτά ντραμς και το ηχητικό patchwork τους είναι πιο καλοραμμένο από ποτέ. Προσπαθήσαμε μάταια να καταλάβουμε γιατί ο Τύπος δεν σκίστηκε για πάρτη του όπως έκανε για προηγούμενες δουλειές τους, αλλά ας είναι, εμάς μας ξετρέλανε.
Για παράδειγμα: Deerhoof - "No One Asked To Dance"

8. Active Child - You Are All I See
Ο Pat Grossi είναι ίσως ο κορυφαίος εκπρόσωπος αυτών των συγκροτημάτων «κρεβατοκάμαρας» που γνωρίσαμε πέρυσι, αρχικά με το Curtis Lane EP (κυκλοφορία του '10 που όμως ακούσαμε το '11) και μετά με το εντυπωσιακό full-length ντεμπούτο του. Και όταν λέμε εντυπωσιακό, το εννοούμε: ο νεαρός από το Los Angeles σμιλεύει έναν ήχο που σε υποδέχεται τεράστιος μέσα του σαν συνθετική σπηλιά, που από την οροφή της κρέμονται και στάζουν νωχελικά αστραφτεροί σταλακτίτες. Κάθε ήχος αντανακλάται πάνω σε διάφορες στιλπνές επιφάνειες και η ηχώ σε κατακλύζει από παντού, ενώ η «πάνω» οκτάβα της φωνής του ίδιου του Grossi ρέει ανάμεσα στους πάγους σαν παχύρρευστη καραμέλα. Αυτός ο κρυστάλλινος, υγρός ήχος ντύνει συνθέσεις που διεκδικούν με σιγουριά και τελικά, σιγά σιγά, κατακτούν μια γερή θέση στο μυαλό σου και δίνουν στον Active Child μια αντίστοιχα γερή θέση στα αμερικάνικα next big things.
Για παράδειγμα: Active Child - "Hanging On"

7. Atlas Sound - Parallax
Μετά από το αριστουργηματικό Logos του 2009, το επόμενο άλμπουμ των Atlas Sound, ή αλλοιώς του ασταμάτητου Bradford Cox, δεν θα μπορούσε παρά να ήταν στις πρώτες γραμμές των πολυαναμενόμενων δίσκων του 2011. Και ο αραχνοΰφαντος δημιουργός «παρέδωσε» και πάλι. Πιο ευαίσθητο και εύθραυστο από τον προκάτοχό του, εστίασε περισσότερο στην ποπ πλευρά της γραφής του, πολλές φορές με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Με ένα μυαλό τόσο δημιουργικό όπως του Bradford δεν υπάρχει ποτέ κίνδυνος γι'αυτό που ονονάζουμε filler-ακόμα και τα πιο γραμμικά του πειράματα έχουν τη θέση τους στους δίσκους του και ακούγονται γοητευτικά σαν ιστορίες γύρω από τη φωτιά στο κάμπινγκ- αλλά στο Parallax μας δίνει ίσως το πιο «μαζεμένο» υλικό του. Μικρά κομψοτεχνήματα, βασισμένα σε κυκλικές κιθαριστικές μπορντούρες, εναλλάσσονται με ξεδιάντροπα ποπ διαμάντια σαν το "Lightworks" ή το "Angel Is Broken". Το επίκεντρο του δίσκου βρίσκεται ίσως στη νεκρανάσταση που συντελείται στο επικό "Terra Incognita", και κάπως έτσι ο Bradford Cox επιβεβαιώνει τη θέση του ως ο αγαπημένος μας συνθέτης από όσους έχουμε γνωρίσει στον 21ο αιώνα.
Για παράδειγμα: Atlas Sound - "Terra Incognita"

6. Wild Beasts - Smother
Σε μια χρονιά γεμάτη από πολυαναμενόμενες κυκλοφορίες αυτή ήταν ίσως η πλέον πολυαναμενόμενη, για τον απλούστατο λόγο ότι οι Wild Beasts είχαν να αποδείξουν πολλά πράγματα. ή, για να το θέσουμε πιο απλά, είχαν να αποδείξουν ότι ο τίτλος (όχι του Next Big Thing αλλά) της επόμενης πραγματικά Σπουδαίας Βρετανικής Μπάντας που τους απονείμαμε μετά το Two Dancers τους άξιζε. Κι αυτός ο τίτλος δεν απονέμεται σε όποιον κι όποιον. Το Two Dancers δεν ήταν απλά ένας σπουδαίος δίσκος, ούτε καν ένας σπουδαίος δεύτερος δίσκος. Έδειχνε μια μπάντα που πριν καλά καλά ξεκινήσει είχε καταφέρει κάτι που στους περισσότερους παίρνει χρόνια και άλλοι δεν καταφέρνουν ποτέ: είχε φτάσει σχεδόν στην ολοκλήρωση, είχε δουλέψει τον ήχο της μέχρι όλες της οι επιρροές να ενωθούν σε ένα ομοιογενές, δικό της μίγμα. Ακουγόταν τόσο ώριμη και συνειδητοποιημένη για την ηλικία των μελών της που σε τρόμαζε. Μέχρι πού μπορούσαν να φτάσουν αυτοί οι τύποι όταν τόσο νωρίς είχαν πάει τόσο μακριά;

Η απάντηση που μας έδωσε το Smother είχε δυο αναγνώσεις. Οι πρώτες ακροάσεις μας έδειξαν ότι ηχητικά δεν έχουν πάει πολύ πιο μακριά. Ο ήχος που θαυμάσαμε στο Two Dancers συνεχίζει να υπάρχει κι εδώ σμιλεμένος πλέον στην εντέλεια, με λιγότερες εξάρσεις. Τα μικρά κιθαριστικά ριφάκια τους, που ενίοτε θυμίζουν ακόμα και Tears For Fears, διακριτικά αλλά τόσο χαρακτηριστικά, συνεργάζονται αρμονικά με τη ρέουσα rhythm section και μαζί υφαίνουν το χαλί για τις δυο φωνές που συμπληρώνουν η μία την άλλη με τον απόλυτο τρόπο που συμπληρώνονται το Γιν και το Γιανγκ.

Τα όχι εξώφθαλμα πλην όμως μεγάλα hooks του Two Dancers δεν υπάρχουν εδώ, υπάρχουν όμως πολλά μικρότερα. Ένα γύρισμα εδώ, μια μικρή τσαχπινιά του Hayden Thorpe εκεί, ένα γλυκό κιθαριστικό κυματάκι, όλα γίνονται μικρά χέρια που σε δένουν σαν άλλο Γκιούλιβερ και σε κάνουν να επανέρχεσαι ξανά και ξανά. Και τότε είναι που διαπιστώνεις ότι οι Wild Beasts δεν αναπτύχθηκαν προς τα έξω στα δυο χρόνια που πέρασαν, αλλά προς τα μέσα. Η λαμπερή φωνή του Thorpe απέκτησε δυο-τρεις ανεπαίσθητες ρυτίδες στο μέτωπο και αντάλλαξε τις υψηλές πτήσεις της με πιο χαμηλόφωνες ενδοσκοπήσεις, οι αιχμηρές κιθάρες έδωσαν τη θέση τους στα γλυκά, ή ίσως καλύτερα γλυκόπικρα, κυματάκια που λέγαμε, το κοίταγμα από το παράθυρο έγινε κοίταγμα στον καθρέφτη. Η τετραμελής παρέα μοιάζει να έκανε ακόμα ένα βήμα προς την ωριμότητα, και αυτό φάνηκε και από το πόσο ήρεμα αντιμετώπισαν το headline slot ενός φεστιβάλ την ώρα που από κάτω τους υπήρχαν κάποιες χιλιάδες μεθυσμένοι πιτσιρικάδες έτοιμοι να προσηλυτιστούν. Οι Wild Beasts, αν μας έδειξαν ένα πράγμα πέρυσι, ήταν ότι ο τίτλος τους όχι απλά τους άξιζε, αλλά έγραφε πάνω το όνομά τους.
Για παράδειγμα: Wild Beasts - "Plaything"

5. King Creosote & Jon Hopkins - Diamond Mine
Από χρόνια θυμάμαι να βλέπω σε διάφορα blogs το όνομα King Creosote αλλά ποτέ δεν έτυχε να πατήσω το ρημάδι το κουμπάκι για ν'ακούσω. Πάντα κάτι άλλο έμπαινε στη μέση, μου τραβούσε περισσότερο την προσοχή και απομακρυνόμουν. Όταν οι εξαιρετικές κριτικές που έπαιρνε σωρηδόν το Diamond Mine στην αρχή της χρονιάς με έκαναν να δώσω προσοχή, αισθάνθηκα χαζή. Χαζή γιατί είχα προσπεράσει τόσες ευκαιρίες να γνωρίσω νωρίτερα μια από τις πιο όμορφες φωνές που έχουν βγει από το Νησί. Και ακόμα πιο χαζή όταν διαπίστωσα ότι ο Kenny Anderson έχει πίσω του καμιά σαρανταριά δίσκους. Από πού να ξεκινήσεις;

Ποτέ δεν είναι αργά, όμως, και ίσως είναι ταιριαστό που η πρώτη μας επαφή με τον Σκωτσέζο καλλιτέχνη ήρθε μέσα από έναν τόσο καλό δίσκο. Το Diamond Mine (με τον υπέροχα δισυπόστατο τίτλο) έχει μόλις 7 τραγούδια (
μια τάση που εμφανίστηκε πολύ φέτος και πολύ μας άρεσε) κι όμως, σε αυτά προλαβαίνει να διηγηθεί πολλά για τη ζωή του στο Fife με βασικό του όπλο την καθάρια φωνή του που σκάβει μελωδικά αυλάκια στο μυαλό. Ο Jon Hopkins από τη μεριά του καθαρίζει το ηχοτοπίο από περιττά βάρη, αφήνει τη φωνή να χαράξει τις μελωδίες με ελάχιστη συνοδεία (μια ακουστική κιθάρα εδώ, ένα πιάνο εκεί) και κρεμάει τριγύρω διάφανα σεντόνια απο πλήκτρα και ήχους του περιβάλλοντος που τυλίγουν ευγενικά το σώμα κάθε κομματιού χωρίς ποτέ να παρεμβαίνουν στο έργο του. Οι μελωδίες είναι στέρεες και δυνατές, σαν τα γερά, ροδομάγουλα παιδιά που μεγαλώνουν στον καθαρό και κρύο σκωτσέζικο αέρα. Ένας δίσκος που κυλάει σαν ρυάκι και καθαρίζει το μυαλό, ώστε άλλη φορά να μην ξανακάνει το λάθος να τους αγνοήσει.
Για παράδειγμα: King Creosote & Jon Hopkins - "Bats in the Attic"

4. Cass McCombs - Wit's End
Ελάχιστους δίσκους απόλαυσα πέρυσι περισσότερο από τούτο το βραδύρρυθμο αριστούργημα. Οκτώ κομμάτια που, κάθε φορά που τα άκουγα, πάγωναν το χρόνο και έκλειναν έξω τα πάντα γύρω μου, ανεξάρτητα αν ήταν πρωί η βράδυ, αν ήμουν σε ένα πολύβουο λεωφορείο ή σε ένα μοναχικό πεζοδρόμιο, αν έκανε σκασμό ή ψοφόκρυο. Και με μετέφεραν στον κόσμο του Wit's End, σε ένα μέρος όπου ήταν πάντα βράδυ, ή μάλλον ξημερώματα. Σε ένα μπαρ άδειο, με τον μπάρμαν να σκουπίζει τα τελευταία πλυμμένα ποτήρια και να κοιτάζει με μισό μάτι τον τύπο που έχει απομείνει μόνος να πίνει χωρίς να του δίνει σημασία. Ο Cass κάθεται εκεί στην καρέκλα του και μονολογεί κι εμείς, καθισμένοι σε ένα τραπεζάκι αλλά αόρατοι, τον ακούμε καθηλωμένοι να μιλάει για τα πάθη και τα λάθη του.

Οι απλές αλλά σίγουρες μελωδίες του έρχονται επαναληπτικά και σκάνε σαν κύματα στ'αυτιά μας σε μια αέναη κίνηση, χτίζοντας την ατμόσφαιρα πάνω στους αργούς ρυθμούς των κομματιών και πλέκοντας μια ζεστή ηχητική κουβέρτα μέσα στην οποία θέλουμε να τυλιχτούμε και να μην ξεμυτίσουμε ποτέ. Ένας δίσκος που μπορείς να χουχουλιάσεις μέσα του, να τον πιείς σαν ζεστή σοκολάτα -comfort music, όπως λέμε comfort food. Παρόλο που ο Cass είναι αυτός που ψάχνει την παρηγοριά, με το δίσκο αυτό ταυτόχρονα την προσφέρει σε μας.
Για παράδειγμα: Cass McCombs - "Buried Alive"

3. Connan Mockasin - Forever Dolphin Love
Δε νομίζω ότι έχει νόημα να αναφέρω για άλλη μια φορά το πώς ακριβώς καταφέραμε να αποτύχουμε να δούμε τον Connan Mockasin στην κατά τα άλλα απόλυτα επιτυχημένη εξόρμησή μας στο Field Day. Ήταν όμως αστεία συμπτωματικό το ότι, με το που γυρίσαμε σχεδόν, είπαμε «για να δούμε τι χάσαμε» και ρίξαμε μια αναγνωριστική πρώτη ακρόαση στο δίσκο του Νεοζηλανδού.

Τέλη Αυγούστου προς αρχές Σεπτέμβρη ήταν λοιπόν που το Forever Dolphin Love έσκασε σαν πολύχρωμη βόμβα στ'αυτιά μας.
Όταν σε ένα δίσκο σε καλωσορίζει ένα τσούρμο πιτσιρίκια που φωνάζουν "Hello Connan!!!" και ακολουθεί το ηχητικό χαμόγελο που λέγεται "Megumi the Milkyway Above" δεν είναι εύκολο να διατηρήσεις το οποιοδήποτε προσωπείο σοβαρότητας. Ο Connan ακούγεται σαν πιτσιρίκι κι ο ίδιος καθώς σε τραβάει στον παραμυθόκοσμό του που ξετυλίγεται γύρω από το μαγικό δωμάτιο με τους καθρέφτες του απίστευτου ομώνυμου κομματιού. Οι καλειδοσκοπικές κιθάρες δίνουν μια υποβρύχια αίσθηση, σα να κολυμπάς σε έναν παρθένο βυθό γεμάτο όμορφες εικόνες που δεν μπορείς να πάρεις μαζί σου στην επιφάνεια. Ένας κόσμος ξεκομμένος από την «τρέχουσα» μουσική πραγματικότητα, μοιάζει να μας έχει έρθει από μακριά. Όπως και έχει πράγματι συμβεί. Ευτυχώς που η Νέα Ζηλανδία είναι εκεί που είναι.
Για παράδειγμα: Connan Mockasin - "It's Choade My Dear"

2. PJ Harvey - Let England Shake
Θυμάμαι πόσο μαγεύτηκα την πρώτη φορά που άκουσα το White Chalk. Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου του 2007 και μια ήδη καταπληκτική μoυσική χρονιά -με ένα καλοκαίρι που είχε «ντυθεί» ολόκληρο με τους ήχους των Dungen, των Shins και των of Montreal- έφτανε στην κορύφωσή της με έναν δίσκο που, στ'αυτιά μου τουλάχιστον, ήταν ήδη instant classic και αδιαμφισβήτητο νο1 στις λίστες που έφτιαχνα στο excel -some beans δεν υπήρχε τότε για να τα γράψω. Η αγαπημένη μου PJ, μια από τις ηρωίδες των '90s και της εποχής που πρωτομυήθηκα σε αυτό που ονομαζόταν «εναλλακτική» μουσική, είχε επιστρέψει με κάτι πολύ διαφορετικό από ό,τι μπορούσαμε να περιμένουμε απ'αυτήν. Σαν ένα φάντασμα από το στοιχειωμένο παρελθόν της Αγγλίας, μια λευκοντυμένη φιγούρα που τριγύρναγε πάνω στα απόκρημνα βράχια της Κορνουάλης, εμπνεύστηκε εξίσου στοιχειωμένα αλλά και στοιχειωτικά τραγούδια που μας μετέφεραν στην εποχή που είχε διαλέξει να (μας) πάει.

Μετά από μια εκτενή περιοδεία (που πέρασε κι από το Badminton σε μια συγκλονιστική βραδιά), η PJ αποσύρθηκε για να ετοιμάσει το επόμενο ταξίδι, Ήταν μαζί μας στις αρχές του 2011 -τέτοιες μέρες πέρυσι. Πράγματι, ο δίσκος που βγήκε ήταν και πάλι ένα ταξίδι, μόνο που αυτή τη φορά το φάντασμα δεν ήταν η ίδια και το ταξίδι δεν ήταν μόνο στο παρελθόν.

Στο Let England Shake υπήρχαν πολλά φαντάσματα και πολλές μορφές που τριγυρνούσαν. Φαντάσματα στρατιωτών που μπορούσες να δεις ακόμα τις πληγές τους, μορφές μαυροντυμένες γυναικών που θρηνούσαν σε πόλεις όπου κάπνιζαν ακόμα τα αποκαΐδια. Υπήρχε θάνατος, καταστροφή, θρήνος, πείνα και δυστυχία, και η PJ Harvey, όπως πολύ όμορφα και εύστοχα το έθεσε ο mr.grieves, καθισμένη πάνω σε κάποιον γειτονικό λόφο κατέγραφε τα γεγονότα, σαν ανταποκρίτρια μιας οποιασδήποτε εποχής -οι αναφορές στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο θα μπορούσαν να είναι, και σύμφωνα με την PJ ήταν, ταυτόχρονα αναφορές και τους σύγχρονους πολέμους και τα θύματά τους. Χωρίς φτιασιδώματα και χρυσώματα του πολύ πικρού χαπιού, με όλες τις λεπτομέρειες τραβηγμένες με έξτρα ζουμ μέσα από τη ματιά της.

Ένας τέτοιος δίσκος δεν θα έπρεπε να είναι όμορφος, όμως η PJ κατάφερε, παράλληλα με το θέμα που είχε στα χέρια της, να γράψει κάμποσες από τις πιο άμεσες συνθέσεις της. Τις έντυσε με τον πιο ωμό ήχο της -κιθάρες τσουρουφλισμένες απο τη φωτιά, η αγαπημένη της autoharp και κάποια πνευστά, διανθισμένα με ήχους από εμβατήρια και samples που μοιάζουν σαν υψωμένες σημαίες που έμειναν κατά τύχη όρθιες μέσα σε ένα λιβάδι σπαρμένο με πτώματα. Κι αν φάνηκε παράξενο που τόσο καλές συνθέσεις έλειπαν από τις λίστες των αγαπημένων μας κομματιών, είναι γιατί το να ξεχωρίσει κανείς ένα από τα 12 αυτά κομμάτια θα ήταν σα να έπιανε ένα κομμάτι από ένα παζλ, να το σήκωνε και να έλεγε «Αυτό είναι ένα από τα ωραιότερο κομμάτια παζλ που έχω δει». Ένα παζλ δύσκολο με τόσα σκοτεινά χρώματα στην εικόνα.

Κι αν τον ήχο αυτόν τον είχαμε
σε γενικές γραμμές ξανακούσει απ'τα χεράκια της, οι ερμηνείες της φανέρωσαν μια νέα διάσταση της πολυεπίπεδης φωνής της. Πιο σπαρακτική από ποτέ καθώς αλλού υποδυόταν είτε την παρατηρήτρια που λέγαμε κι αλλού έμπαινε στα σώματα των φαντασμάτων της και τραγουδούσε με τη φωνή τους. Έπρεπε να υποδυθεί σαν ηθοποιός όλους αυτούς τους ρόλους για να φέρει εις πέρας το μεγάλο έργο που είχε αναλάβει, και το έκανε.

Αυτό το δόσιμο είναι που κάνει το Let England Shake το επίτευγμα που όλοι κατάλαβαν αμέσως ότι αποτελούσε, ένα έργο από κάθε άποψη μνημειώδες. Μπορεί η ηχογράφησή του να κράτησε μόνο 5 εβδομάδες αλλά η κυοφορία του διήρκεσε πολύ περισσότερο. Η δημιουργός του βούτηξε σε πολύ βαθιά νερά για πολλοστή φορά, και βγήκε κρατώντας ένα ακόμα μαργαριτάρι.
Για παράδειγμα:
PJ Harvey - "Last Living Rose"

1. Radiohead - The King of Limbs
«Τί έγινε, ακόμα να μου πεις πόσο μοιάζουν με ψαλμωδίες;»
«Μα ίσα ίσα, δεν έμοιαζαν καθόλου με ψαλμωδίες αυτή τη φορά!»
«.....!»

Ο παραπάνω διάλογος έγινε ανάμεσα σε μένα και τη μάνα μου το βράδυ της Κυριακής 20 Φεβρουαρίου 2011, λίγη ώρα μετά το τέλος της εκπομπής του Τάσου Πάλλα στο Κανάλι 1 του Πειραιά όπου σαν ειδική προσκεκλημένη με διδακτορικό στον τομέα της Radioheadολογίας παρουσίασα τρία κομμάτια από το ολόφρεσκο τότε The King of Limbs. Η μάνα μου έχει νιώσει στο πετσί της -και στα τύμπανά της- την εξέλιξη της μουσικής των Radiohead, τουλάχιστον όσο έμενα στο σπίτι των δικών μου κι έκανα το λάθος να παίζω τους δίσκους τους δυνατά (από κάποιο σημείο και μετά πήρα το μάθημά μου και αγόρασα ακουστικά), οπότε θεώρησα ότι έπρεπε να τη ρωτήσω. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη: το «μα μοιάζουν σαν ψαλμωδίες» ήταν η μόνιμη επωδός της όλα τα χρόνια, αλλά να που κάτι είχε αλλάξει.

Από τότε μέχρι σήμερα πολλά πέρασαν από το μυαλό μου σχετικά με το τί ακριβώς ήταν αυτό που με τόση ευκολία είχε πιάσει ένας outsider και με πολλά ακόμα θέματα που έθετε αυτός ο σύντομος και τόσο φειδωλά επεξηγημένος από τους δημιουργούς του δίσκος. Κάθε τόσο με έτρωγε το χέρι μου να γράψω κάτι που τέλος πάντων να μοιάζει με review αλλά όταν σκεφτόμουν πόσα είχα να πω το ανέβαλα. Και να που φτάσαμε ένα χρόνο μετά. Και κάτι.

Όλος ο υπόλοιπος πλανήτης εκτός από μένα πάντως είπε τη γνώμη του για το TKoL, οι περισσότεροι νωρίς-νωρίς. Μέσα σε μια εβδομάδα από τις 18 Φεβρουαρίου του 2011 όταν και κατέβηκε, βιαστικό, στα mail μας υπήρχαν πολλά reviews και άπειρες γνώμες παντού -στο Twitter, στο Facebook, σε mesageboards και συζητήσεις. Και το κουτί παραπόνων είχε αρχίσει να γεμίζει παραπάνω από το συνηθισμένο για τους δίσκους των Radiohead, εκτός ίσως από το Kid A.

Ποιά ήταν τα παράπονα; Διάφορα. Κατ'αρχήν, το μέγεθος. Τα 8 κομμάτια και τα 37,5 λεπτά φάνηκαν σε πολύ κόσμο λίγα. Μετά, τα κομμάτια που έλειπαν. Και τα κομμάτια που υπήρχαν αντί για αυτά που έλειπαν. Και το ότι ήταν πολύ ηλεκτρονικό. Το ότι η υπόλοιπη μπάντα και κυρίως ο Jonny ήταν εξαφανισμένοι. Ότι δεν υπήρχε αρκετό συναίσθημα, αρκετή ένταση, αρκετό βάθος. Ότι το πρώτο μισό ήταν μυστήριο και δεν υπήρχαν αρκετά «τραγούδια». Ότι οι συνθέσεις ήταν πολύ απλές. Ότι έκαναν πράγματα που τα είχαν ξανακάνει.

Εμένα πάλι από την αρχή αυτός ο δίσκος, εκτός από τα κομμάτια αυτά καθεαυτά, μου έβγαζε ένα σωρό θετικά πράγματα. Το μέγεθος ήταν ό,τι έπρεπε -η συχνά εμφανιζόμενη τάση που ήθελε τους δίσκους συντομότερους έκατσε ιδανικά στους Radiohead που νομίζω ότι πάντα ήθελαν να φτιάξουν κάτι που να μην έχει τίποτα περιττό, όπως είχε κάνει ο Thom Yorke στο The Eraser. Και, αν μη τι άλλο, όλα τα κομμάτια είχαν σεβαστό χρόνο να αναπτυχθούν.

Από την άλλη, όντως δεν υπήρχε πολλή ανάπτυξη στα κομμάτια. Ναι, οι συνθέσεις ήταν σχετικά απλές, και προσωπικά δεν εύρισκα τίποτα απολύτως το κακό σε αυτό. Αντίθετα, ήταν κάτι που συνέβαλε πολύ στην κυρίαρχη αίσθηση που μου έβγαζε το TKoL και η οποία ήταν, αντίθετα από ό,τι έλεγαν πάρα πολλοί κριτικοί, κανονικοί ή wannabe, ότι σε πάρα πολλά επίπεδα ήταν κάτι που ΔΕΝ είχαν ξανακάνει. Μου έδινε την αίσθηση του φρέσκου, των απάτητων εδαφών, όχι φυσικά για τη μουσική -δεν ξέρω από πότε απαιτείται από κάποιους καλλιτέχνες να συνεχίζουν να «επανεφευρίσκουν τον τροχό» ή να «ξαναγράφουν τους κανόνες του παιχνιδιού» κάθε φορά για να δικαιολογήσουν τη συνέχιση της ύπαρξής τους, αυτό είναι παράλογο και βασικά αδύνατο- αλλά για την ίδια τη μπάντα. Ήταν πολλά, πάρα πολλά αυτά που υπήρχαν στο TKoL και δεν είχαμε ξανακούσει απο τους Radiohead.

Η μπάντα φάνηκε να παίρνει εντελώς διαφορετικό μονοπάτι γι'αυτήν την περιπέτεια. Άφησε έξω ή στο πάτωμα του στούντιο τις πιο περίπλοκες συνθέσεις για να ρίξει τον προβολέα στην αδικημένη της rhythm section που χρίστηκε πρωταγωνίστρια, με τον Colin Greenwood να αποτελεί ίσως τον απόλυτο πρωταγωνιστή του δίσκου. Μάλιστα, αυτήν τη στροφή την υπογράμμισε επιστρατεύοντας τον Clive Deamer για να συνδράμει στα περίπλοκα ρυθμικά μέρη στις ελάχιστες live, τηλεοπτικές ή κανονικές, εμφανίσεις που χρησίμεψαν ως δοκιμαστικά για την «κανονική» περιοδεία που αρχίζει τη Δευτέρα. Έδιωξε με τις κλωτσιές οποιαδήποτε νύξη lead κιθάρας -και αυτές, όπως και όλα τα άλλα, υπήρχαν σαν ριφάκια ή χρωματίζοντας με φαρδιές πινελιές το φόντο για να συμπληρώσουν τη «μεγάλη εικόνα». Σε μια εποχή που ξεπηδούν σχεδόν κάθε μέρα περιπτώσεις μουσικών όπου ο ένας ακούγεται σαν πέντε, κατάφεραν οι πέντε να ακούγονται σαν ένας, κι αυτό μόνο ως θετικό μπορώ να το πω.

Και το Συναίσθημα; Πού πήγε το Συναίσθημα Radiohead; Πού πήγε το σκίσιμο των σπλάχνων που μας πρόσφερε π.χ. το Amnesiac;

Μια βδομάδα μετά από εκείνη την εκπομπή, την επόμενη Κυριακή για την ακρίβεια, χρειάστηκε να κάνουμε ένα ταξιδάκι μέχρι την Κορινθία για κάτι δουλειές. Μια εξαιρετική ευκαιρία να προσφέρουμε στην κυρία Δέσποινα ένα γερό update σχετικά με το τι είχαν κάνει οι Radiohead, που τόσο είχε πεθυμήσει ν'ακούσει, όλο αυτό το διάστημα που έμεινε ανενημέρωτη. Το βιαστικώς και ατάκτως ερριμμένο μιξ τελικά είχε το soundtrack του There Will Be Blood, το In Rainbows και το Amnesiac, συν διάφορα σκόρπια από άλλους καλλιτέχνες.

Η διαδρομή προς το Κιάτο και πίσω ήταν πολύ χρήσιμη κάτω απ'αυτό το πρίσμα μιας και η επιστροφή σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από την πιο απολαυστική ακρόαση του Amnesiac που έχω κάνει ίσως ποτέ. Αραγμένη στο πίσω κάθισμα χάζευα στα δεξιά το Σαρωνικό να απλώνεται βαρύς κάτω από το γκρίζο ουρανό. Δε μιλούσε κανείς και το παλιό ηχοσύστημα του Starlet παιδευόταν να στηρίξει οικοδομήματα τόσο λεπτοδουλεμένα όπως το "Dollars & Cents"... Τα κατάφερε όμως, και το αποτέλεσμα ήταν σαρωτικό για τις αισθήσεις και για το μυαλό. Ένας τεράστιος δίσκος που ακολουθούσε άλλους τρεις τέτοιους, αν και τόσο διαφορετικοί όλοι μεταξύ τους. Τα έντεκα χρόνια που πέρασαν από τότε μοιάζουν να έχουν μόνο προσθέσει στη γοητεία του και η έλξη που ασκεί στον ακροατή -ανυποψίαστο ή υποψιασμένο δεν έχει να κάνει- παραμένει πάντα το ίδιο δυνατή. Όχι ότι λέω κάτι καινούριο εδώ, αλλά ποτέ δεν κάνει κακό να τα ξαναθυμάσαι αυτά τα πράγματα.

Όμως αυτά έχουν γίνει. Για την ακρίβεια, οι Radiohead τα έχουν κάνει. Κι επειδή μιλάμε για ανθρώπους και για έντεκα ολόκληρα χρόνια, το TKoL φρόντισε να κάνει σαφές σε όποιον δεν το είχε καταλάβει από το In Rainbows ότι οι άνθρωποι αλλάζουν και οι συγκεκριμένοι πέντε βρίσκονται σε άλλη φάση τώρα. Στο "Separator" υπάρχει ένας στίχος, μια μόνο γραμμή, που έρχεται στο τέλος μιας στροφής ακριβώς για να την προσέξουμε, και μάλιστα υπογραμμίζεται από φωνητικά που λειτουργούν σαν το ηχητικό αντίστοιχο ενός βέλους από νέον που γράφει «ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΜΕ!». Η γραμμή λέει "Finally I'm free of all the weight I've been carrying". Βρίσκεται στο τελευταίο τραγούδι και όλος ο προηγούμενος δίσκος έχει κάνει ό,τι μπορεί για να την υποστηρίξει.

Ναι, το βάρος έχει φύγει. Πολλοί είπαν ότι δεν χάθηκε μόνο το βάρος αλλά και η βαρύτητα μαζί του. Και ίσως αυτός να ήταν και ο παράγοντας που χάλασε τον περισσότερο κόσμο. Το ότι το TKoL ήταν το πιο «ελαφρύ», φωτεινό, laid-back πράγμα που έχει κάνει ποτέ η μπάντα, άλλο ένα απάτητο μονοπάτι που ακολούθησαν. Κι όμως, αυτό ήταν ένα από τα στοιχεία που το έκαναν ακόμα πιο ενδιαφέρον. Πόσα χρόνια οι επικριτές τους δεν προέτασσαν ως κορωνίδα του κατηγορητηρίου τους ότι οι Radiohead είναι «μίζεροι»; Ιδού, λοιπόν. Η ίδια μπάντα, απαλλαγμένη πλέον από «το βάρος», μας δείχνει τί μουσική μπορεί να παράγει χωρίς αυτό. Με συναισθήματα που πηγάζουν από τη φωτεινή πλευρά. Ίσως να φταίει που έχω παρακολουθήσει αυτούς τους τύπους για 16 ολόκληρα χρόνια, αλλά εμένα με ενδιέφερε πολύ να το δω αυτό.

Τα αποτελέσματα αυτής της νέας περιπέτειας ήταν σε σημεία εντυπωσιακά. Γιατί, αποτελώντας τον καμβά για να δοκιμαστούν όλες αυτές οι προσεγγίσεις, το TKoL περιείχε 4-5 από τα καλύτερα, ή έστω τα ομορφότερα, κομμάτια που έχει γράψει ποτέ η μπάντα. Το μεγαλειώδες "Bloom", το ανάλαφρο και κομψό αλλά και μυστηριώδες "Lotus Flower", το ανατριχιαστικό "Codex" και το λυτρωτικό "Give Up the Ghost" διεκδικούν με μεγάλες αξιώσεις θέση στην κορυφαία 30άδα μέσα στην οποία στριμώχνονται για να χωρέσουν κομματάρες και κομματάρες από τα 20 χρόνια ζωής των RH. Κομμάτια που μετά από ένα χρόνο συνεχών ακροασεων δεν έχουν φθαρεί ούτε στο ελάχιστο και δε βλέπω να συμβαίνει ποτέ κάτι τέτοιο.

Και δεν ήταν μόνο αυτά. Το "Separator" είναι διάφανο σαν το όνειρο που περιγράφει, ενώ η ανάσταση του "Morning Mr Magpie" έδωσε στο δίσκο μια απαραίτητη δόση αδρεναλίνης. Μπορείτε να προσθέσετε και την εκπληκτική παραγωγή του Nigel Godrich, που εξιλεώθηκε για το γυαλιστερό σιρόπι με το οποίο περιέχυσε το In Rainbows. Επίσης, δεν έχω κανέναν ενδοιασμό να παραδεχτώ ότι, όσο κι αν πίστευα ότι την είχα απομυθοποίησει έστω και λίγο, όσο αυτοί οι τύποι διαθέσουν αυτή τη φωνή, θα ξεκινούν 15 μέτρα πιο μπροστά από όλους τους υπόλοιπους σε κούρσα των 100. Μ'αυτά και μ'αυτά, μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί το TKoL ήταν ο δίσκος που απόλαυσα περισσότερο μέσα στο 2011. Δεν ξέρω αν ήταν «ο καλύτερος», αλλά από την άλλη δε με νοιάζει και αν ήταν ή όχι.

Δεν πρόκειται να πω ότι το TKoL δεν είχε κανένα ψεγάδι. Όλοι οι δίσκοι των Radiohead έχουν από ένα κομμάτι που όσο κι αν το ακούσω δεν το χωνεύω κι εδώ το μαύρο πρόβατο ήταν το "Little By Little". Ούτε και μπορώ να πω ότι δεν θα ήθελα ν'ακούσω κάποια στιγμή το "The Present Tense" ηχογραφημένο, εκτός κι αν η μπάντα έχει αποφασίσει ότι η definitive εκτέλεση δόθηκε στο Latitude το 2009 οπότε ειλικρινά θα πήγαινα πάσο. Αλλά αυτά είναι το στυλ των λεπτομερειών που βρίσκει κανείς για να γκρινιάζει στους αγαπημένους του. Κι όταν σε μια χρονιά που έμοιαζαν να θέλουν οι ίδιοι να αποφύγουν όσο γίνεται το προσκήνιο σου παραδίδουν μια συνολική εμπειρία τόσο πλήρη (TKoL, Live From The Basement DVD, "Supercollider", "The Daily Mail") μοιάζουν σχετικά πταίσματα.
Για παράδειγμα: Radiohead - "Give Up the Ghost" (Live From The Basement)

4 σχόλια:

bo(m)bbieR είπε...

ε όχι και το μαύρο πρόβατο το little by little???!!!


το μπασο κάθε φορά που το ακούω με λιώνει...

uptight είπε...

Ρε συ με κάποια τραγούδια μου κολλάει από την πρώτη ακρόαση ότι ΑΥΤΟ δεν το συμπαθώ... Αν και εντάξει, το "LbL" έχει πολλά επί μέρους στοιχεία που μου αρέσουν, όπως π.χ. τα φοβερά κρουστά. Το "Punchup" ας πούμε δεν μπορώ να το ακούσω ΚΑΘΟΛΟΥ. Πρέπει να το έχω ακούσει συνολικά 5-6 φορές στη ζωή μου. :D

bo(m)bbieR είπε...

η πρώτη 5αδα του δίσκου για μένα είναι άγια...δεν σηκώνω κουβέντα :p
χαχαχα
σαν ομάδα μπάσκετ!

uptight είπε...

Το "Bloom" σίγουρα δεν είναι play-maker πάντως... Είναι ογκώδης ψηλός. :Ρ

 
Clicky Web Analytics