H ήρεμη και νηφάλια φωνή του Lockett Pundt, κιθαρίστα των Deerhunter, ακριβώς με την έναρξη του φετινού Microcastle σου υπόσχεται πως αυτό που θα ακολουθήσει διεκδικεί την αμέριστη προσοχή σου. Η κατευθείαν αξιομνημόνευτη μελωδία που αγκαλιάζει το “Agoraphobia” θεωρεί ως δεδομένο ότι το Microcastle είναι ένα άλμπουμ γεμάτο ρεφρέν που σου γίνονται κολλιτσίδα, και κιθαριστικές στιγμές που θυμίζουν την μελωδική πληρότητα και άποψη των (ευλογημένων) 90’s.
Μετά το πρώτο τραγούδι ο Bradford Cox αναλαμβάνει τα φωνητικά με άλλη μια εξαίρεση (“Neither of us”) και δείχνει ότι η μελωδία βρισκόταν πάντα κρυμμένη μέσα στο λιπόσαρκο και μακρόστενο κορμί του. Όντας ο ίδιος ασθενής του συνδρόμου Marfan, ξορκίζει τους εφιάλτες του και το εύθραυστο του σώματος του με απελευθερωτικές μελωδίες, κάνοντας για λίγο στην άκρη τους θορυβώδεις φίλους του (Jay Reatard, Black Lips), και αφήνοντας τις επιρροές του να ξεχυθούν κομμάτι-κομμάτι μέχρι να βγάλουν νόημα.
Η shoegaze κιθάρα που βασανίζεται στο background, τα εξομολογητικά φωνητικά του Bradford, τα επαναληπτικά χτυπήματα των drums, που ακούγονται σαν κάποιος να καρφώνει έναν πίνακα, καθώς και τα απαραίτητα "ahhh, ooohhh" που καταλήγουν το κομμάτι “Never Stops” φανερώνουν αυτό που οι Deerhunter μετατράπηκαν στο Microcastle: μια indie rock μπάντα με ανεξάντλητο pop ρεπερτόριο.
Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε σε δύο εβδομάδες και ντύθηκε με τα, απαραίτητα σε κάθε αριστούργημα, προσωπικά προβλήματα και αντιπαραθέσεις μεταξύ των μελών, βγάζοντας με ορμή όσο περισσότερα μικρά διαμαντάκια μπορούσε να αντέξει το στούντιο.
Όμως το πιο σημαντικό προσόν του Microcastle είναι η ποικιλία του, και τα κόλπα με τα οποία μπορεί να αλυσοδέσει τον ακροατή. Μόλις το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου τελειώνει, ξαφνικά σαν να ρίχνει κάποιος τα φώτα ενός πάρτι ώστε να φύγουν οι καλεσμένοι, και ξεκινάει ένα τρίο εξαιρετικά μικρών σε διάρκεια τραγουδιών αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά ατμοσφαιρικών και υπνωτικών, σαν μια τριλογία ενός ταξιδιού σε έναν ιδρωμένο ονειρότοπο. Το μεσαίο της τριλογίας με τίτλο “Green Jacket” με το απλό χάιδεμα των πλήκτρων του πιάνου ακούγεται σαν τα τελευταία λόγια ενός αποχαιρετισμού. Με το όνειρο να ολοκληρώνεται τυλιγμένο στις αραχνοΰφαντες άρπες του “Activa”. Αυτή η τεράστια αλλαγή τέμπο μοιάζει να έγινε για να απομακρυνθεί όποιος του άρεσε το πρώτο μέρος του δίσκου. Όποιος όμως πέσει σε αυτήν την παγίδα έχει να χάσει μια καταπληκτική συνέχεια.
Καθώς το “Nothing Ever Happened” με τις Joy Divisionιστικές του κιθάρες και τον καθαρό κιθαριστικό ήχο του βγάζει μια σπάνια ποιότητα, που απαντά στην ερώτηση για το πώς μπορεί μια από τις πολλές indie μπάντες να μετατραπεί σε αντικείμενο πόθου πολλών μεγαλύτερων δισκογραφικών. Το τελικό του τζαμάρισμα μοιάζει αληθινά αυθόρμητο και ξέγνοιαστο, οδηγώντας σε στην τρέλα του “Saved by Οld Times” και το garage σφρίγος του, αρκετό ώστε οι Velvet Underground να δακρύσουν συγκινημένοι για τα εγγονάκια τους που επιτέλους αποφοίτησαν, και στιχουργικά τόσο αινιγματικό και παρανοϊκό που o Frank Black θα ούρλιαζε από τη χαρά του πάνω από το τελευταίο burger που κατανάλωσε (Frank πάχυνες!).
Πράγματι οι Deerhunter σώθηκαν από τις παλιές εποχές, γιατί τέτοια πετυχημένη κατάθεση στεφάνου στις επιρροές μιας μπάντας δύσκολα βρίσκεις. Και μας υπενθυμίζουν πως κάπως έτσι χτίζονται και τα μεγάλα συγκροτήματα αλλά και προχωράει πραγματικά η μουσική. Πρόοδος αλλά όχι λησμονιά. Σεβασμός αλλά όχι σκλαβιά. Επιρροή αλλά όχι αντιγραφή.
Μετά το πρώτο τραγούδι ο Bradford Cox αναλαμβάνει τα φωνητικά με άλλη μια εξαίρεση (“Neither of us”) και δείχνει ότι η μελωδία βρισκόταν πάντα κρυμμένη μέσα στο λιπόσαρκο και μακρόστενο κορμί του. Όντας ο ίδιος ασθενής του συνδρόμου Marfan, ξορκίζει τους εφιάλτες του και το εύθραυστο του σώματος του με απελευθερωτικές μελωδίες, κάνοντας για λίγο στην άκρη τους θορυβώδεις φίλους του (Jay Reatard, Black Lips), και αφήνοντας τις επιρροές του να ξεχυθούν κομμάτι-κομμάτι μέχρι να βγάλουν νόημα.
Η shoegaze κιθάρα που βασανίζεται στο background, τα εξομολογητικά φωνητικά του Bradford, τα επαναληπτικά χτυπήματα των drums, που ακούγονται σαν κάποιος να καρφώνει έναν πίνακα, καθώς και τα απαραίτητα "ahhh, ooohhh" που καταλήγουν το κομμάτι “Never Stops” φανερώνουν αυτό που οι Deerhunter μετατράπηκαν στο Microcastle: μια indie rock μπάντα με ανεξάντλητο pop ρεπερτόριο.
Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε σε δύο εβδομάδες και ντύθηκε με τα, απαραίτητα σε κάθε αριστούργημα, προσωπικά προβλήματα και αντιπαραθέσεις μεταξύ των μελών, βγάζοντας με ορμή όσο περισσότερα μικρά διαμαντάκια μπορούσε να αντέξει το στούντιο.
Όμως το πιο σημαντικό προσόν του Microcastle είναι η ποικιλία του, και τα κόλπα με τα οποία μπορεί να αλυσοδέσει τον ακροατή. Μόλις το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου τελειώνει, ξαφνικά σαν να ρίχνει κάποιος τα φώτα ενός πάρτι ώστε να φύγουν οι καλεσμένοι, και ξεκινάει ένα τρίο εξαιρετικά μικρών σε διάρκεια τραγουδιών αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά ατμοσφαιρικών και υπνωτικών, σαν μια τριλογία ενός ταξιδιού σε έναν ιδρωμένο ονειρότοπο. Το μεσαίο της τριλογίας με τίτλο “Green Jacket” με το απλό χάιδεμα των πλήκτρων του πιάνου ακούγεται σαν τα τελευταία λόγια ενός αποχαιρετισμού. Με το όνειρο να ολοκληρώνεται τυλιγμένο στις αραχνοΰφαντες άρπες του “Activa”. Αυτή η τεράστια αλλαγή τέμπο μοιάζει να έγινε για να απομακρυνθεί όποιος του άρεσε το πρώτο μέρος του δίσκου. Όποιος όμως πέσει σε αυτήν την παγίδα έχει να χάσει μια καταπληκτική συνέχεια.
Καθώς το “Nothing Ever Happened” με τις Joy Divisionιστικές του κιθάρες και τον καθαρό κιθαριστικό ήχο του βγάζει μια σπάνια ποιότητα, που απαντά στην ερώτηση για το πώς μπορεί μια από τις πολλές indie μπάντες να μετατραπεί σε αντικείμενο πόθου πολλών μεγαλύτερων δισκογραφικών. Το τελικό του τζαμάρισμα μοιάζει αληθινά αυθόρμητο και ξέγνοιαστο, οδηγώντας σε στην τρέλα του “Saved by Οld Times” και το garage σφρίγος του, αρκετό ώστε οι Velvet Underground να δακρύσουν συγκινημένοι για τα εγγονάκια τους που επιτέλους αποφοίτησαν, και στιχουργικά τόσο αινιγματικό και παρανοϊκό που o Frank Black θα ούρλιαζε από τη χαρά του πάνω από το τελευταίο burger που κατανάλωσε (Frank πάχυνες!).
Πράγματι οι Deerhunter σώθηκαν από τις παλιές εποχές, γιατί τέτοια πετυχημένη κατάθεση στεφάνου στις επιρροές μιας μπάντας δύσκολα βρίσκεις. Και μας υπενθυμίζουν πως κάπως έτσι χτίζονται και τα μεγάλα συγκροτήματα αλλά και προχωράει πραγματικά η μουσική. Πρόοδος αλλά όχι λησμονιά. Σεβασμός αλλά όχι σκλαβιά. Επιρροή αλλά όχι αντιγραφή.
"Nothing Ever Happened":