Σφεντόνα, βράδυ 13ης Νοεμβρίου του 1999 και περιμένουμε τους Tindersticks να βγουν στη σκηνή. Καθώς είμαστε ευχάριστα αφημένοι στη λατρεμένη συνήθεια της προσυναυλιακής κουβεντούλας, βλέπουμε να έρχεται με γρήγορο βήμα προς το μέρος μας ο Νίκος Λώρης. Την ώρα που πάει να περάσει από δίπλα μας ο φίλος μου τον πιάνει από το μανίκι. «Θα φέρεις τους Radiohead;» έπεσε αμέσως η (άσχετη, για εντελώς άλλο πράγμα μιλούσαμε, γι'αυτό άλλωστε και έμεινα να κοιτάζω καθώς τα γεγονότα εκτυλίσσονταν με κινηματογραφική ταχύτητα μπροστά μου) ερώτηση, απότομη, αμείλικτη, χωρίς περιστροφές. Προς τιμήν του, ο Λώρης δεν παρίστανε τον ανήξερο, ούτε την προσβεβλημένη ντίβα (ίσως αργότερα να το'κανε, δεν ξέρω, πάντως τότε διατηρούσε ακόμα κάποια μίνιμουμ προσχήματα). Ξεπέρασε αμέσως το αρχικό ξάφνιασμα, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε «Ναι, θα τους φέρω».
Μπορεί να μοιάζει με σκηνή από μαφιόζικη ταινία, με αρπάγματα/ σχισίματα του μανικιού, στρίψιματα του χεριού πίσω απ'την πλάτη και βραχνές φωνές να ρωτάνε απειλητικά «Λέγε ρε, θα τους φέρεις ή θα σου...». Δυστυχώς δεν ήταν τόσο θεαματικό αλλά ήταν ένα αξιοπρεπές φωτογραφικό στιγμιότυπο και ταυτόχρονα η πρώτη νύξη ότι αυτό που μέχρι τότε μπορούσα μόνο να ζηλεύω διαβάζοντας τις περιπέτειες άλλων στο
atease και στο
greenplastic - να δω επιτέλους τους Radiohead ζωντανά - ίσως και να γινόταν πραγματικότητα.
Ένα βράδυ προς το τέλος Μαρτίου του 2000 κάποιος ξαφνικά έφερε σαν ιερό δισκοπότηρο την είδηση στο, τότε στα πλήρη ντουζένια του, φόρουμ του Avopolis. «Έρχονται!!!!» ή κάπως έτσι. Διάβασα τις ημερομηνίες, έκανα ένα μικρό γύρο θριάμβου στο δωμάτιο και ξανακάθισα για να το ξαναδώ να το πιστέψω. Στις 18 Απριλίου ξύπνησα νωρίς κι έτρεξα στο Ticket House. «Έχετε για Radiohead;» ρώτησα τον σωσία του Brett Anderson που χρόοονια τώρα εξυπηρετεί εκεί. «Ναι». «Δύο» είπα, και 24.000 δραχμές αργότερα κρατούσα τα λιτά λαδί μαγικά χαρτάκια στα χέρια μου. Δεν ήξερα πού να τα βάλω, η τσάντα μου έμοιαζε να μην τα χωράει. Οπότε απλά άρχισα να κατεβαίνω την Πανεπιστημίου με ένα ηλίθιο χαμόγελο καρφωμένο στη μούρη μου.
Θυμάμαι όταν αποφάσισα ότι εκείνο τον Ιούνιο δεν προλάβαινα να δώσω τη διάλεξη, μια μεγάλη εργασία της σχολής, και θα την έδινα το Δεκέμβριο, κι έτσι στις 5 Ιουνίου που πήρα οριστικά την απόφαση συνειδητοποίησα ότι καμία ιδιαίτερη υποχρέωση, τίποτα αγχωτικό δε με χώριζε από τις 26 του μήνα που θα ανηφόριζα το Λυκαβηττό. Ήταν μια τόσο χαρουμενη στιγμή που θυμάμαι τον εαυτό μου να κατηφορίζει το καταμεσήμερο προς το σπίτι από τη στάση του λεωφορείου σχεδόν χορεύοντας στον άδειο, πυρωμένο δρόμο το
"Tres Avisos" των Calexico που άκουγα στο ράδιο. Θυμάμαι να κατεβάζω αργά τη νύχτα με το ταπεινό μοντεμάκι μου όλα τα bootlegs από τις πρώτες βραδιές της περιοδείας - Arles, Vaison-la-Romaine, Ιταλία - και ν'ακούω εξονυχιστικά τα πρώτα δειλά βήματα έξω απ'το studio των κομματιών που λίγους μήνες αργότερα κάποια απ'αυτά θα γίνονταν το
Kid A και θα άφηναν το μουσικό σύμπαν να ξύνει το κεφάλι του σαστισμένο.
Και μετά έφτασε η μεγάλη μέρα, μια Δευτέρα εν μέσω ενός μικρού καύσωνα απ'αυτούς που κάνουν το κέντρο της Αθήνας τόσο ευχάριστο όσο και το εσωτερικό ενός προθερμασμένου φούρνου έτοιμου να υποδεχθεί φρεσκοφτιαγμένη πίτσα. Οι ώρες μέχρι το ραντεβού στον Κήπο για την ανάβαση περασαν βασανιστικά αργά και κάτι ξεχασμένα κλειδιά και κούρσες με ταξί πέρα-δώθε προς Αιγάλεω και πίσω στο λόφο δε βοήθησαν. Τελικά βρεθήκαμε πάνω κατά τις 7 πιστεύοντας ότι είχαμε χάσει το soundcheck - ένα soundcheck που μόλις πρόσφατα έμαθα ότι δεν έγινε ποτέ. Οι πόρτες άνοιξαν και πιάσαμε μια καλή θέση, δεύτερη σειρά από τη μπάρα και στα αριστερά της σκηνής.
Η ζέστη άρχισε να υποχωρεί, η κουβέντα με διάφορους γνωστούς και φίλους που είχαν αποφασίσει να στρατοπεδεύσουν πιο πίσω βοηθούσε να περάσει κάπως η ώρα. Οι Clinic βοήθησαν ακόμα περισσότερο. Αν και χωρίς τις μάσκες τους, η νευρική Velvetοειδής ποπ τους με ώθησε χωρίς πολλά-πολλά στο χορό, το "Return of Evil Bill", το "Second Line" και το "Distortions" που ήδη ήξερα ήταν απίθανα live και προς στιγμήν ξέχασα τι ερχόταν... Υποσχέθηκα μάλιστα στον εαυτό μου (και το τήρησα) να πάω να πάρω το
Internal Wrangler την επόμενη κιόλας μέρα. Αλλά κάποια στιγμή οι Λιβερπουλιανοί φίλοι μάς αποχαιρέτησαν κι έφυγαν. Το σούρουπο ξεγελούσε ως προς την ώρα αλλά όταν κοίταξα το ρολόι είδα ότι είχε πάει πια 9.30 και μόλις μισή ώρα με χώριζε από μια στιγμή που για 4 χρόνια έμοιαζε όνειρο, και μάλιστα απ'αυτά που θ'αργούσαν πολύ να εκπληρωθούν.
Αυτό το μαγικό μείγμα αγωνίας και ανυπομονησίας που μ'έκανε να αισθάνομαι σα να είχα πιεί 8 απανωτούς φραπέδες καταλάμβανε σιγά σιγά κάθε ίχνος του μυαλού μου, όσο κι αν προσπαθούσα να το διώξω μιλώντας σα να μην έτρεχε τίποτα. Χάζευα νευρικά τους roadies που πηγαινοέρχονταν φουριόζοι μπροστά μας καθώς τα διάφορα κιβώτια που έγραφαν πάνω "Radiohead" απλά υπογράμμιζαν την αίσθηση του impending doom. Πώς θα ήταν δυνατό να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες μου εκεί στη στρατόσφαιρα που τις είχα στείλει;
Πλησιάζοντας στις δέκα χαλάρωσα - είχαμε ήδη αρχίσει να μιλάμε για το γνωστό ακαδημαϊκό μισάωρο που ήταν από χρόνια καθεστώς στις ελληνικές συναυλίες. Τότε ήταν που έσβησαν τα φώτα. Δέκα παρά τρία ακριβώς. Μα τί διάλο, δεν τους το'χε πει κανείς αυτό ή ήθελαν να μας δείξουν πόσο Άγγλοι είναι; Και μετά βγήκαν, έπιασαν κιθάρες και drumsticks και ξεκίνησαν να παίζουν το "Optimistic".
Μου πήρε τρία ολάκερα τραγούδια να συνειδητοποίησω ότι όντως ναι, τους έβλεπα, ήταν μπροστά μου με σάρκα και οστά, ότι για την ακρίβεια ακριβώς ίσια μπροστά μου στα 3-4 μέτρα βρίσκονταν τα pedals και εν συνεχεία τα παπούτσια του Ed O'Brien (που από αυτήν την απόσταση έμοιαζε 3 μέτρα ψηλός, μα τον Τουτάτη) και στα 6-7 μέτρα προς τα δεξιά ήταν ο Thom Yorke. Και πίσω του ο Jonny, και στο βάθος ο Colin και ο Phil. Όπως τους έβλεπα στις φωτογραφίες επί 4 χρόνια, απαράλλαχτοι. Και έπαιζαν. Και καλά, για αρχή έπαιξαν το νεούδι το "Optimistic", αλλά ούτε και η έλευση του "Bones" απ'το λατρεμένο μου
The Bends δεν κατάφερε να με βγάλει από το χάζεμα. Μου έμοιαζε σαν ψέμα όλο αυτό. Σα να μη γινόταν να υπάρχει.
Μέχρι που επιτέλους, κάποια στιγμή στη μέση του "Karma Police" (παρ'όλο που ήταν και παραμένει ένα από τα λιγότερο αγαπημένα μου κομμάτια τους) λες και κάποιο αόρατο χέρι μου έδωσε δυο σφαλιάρες και η φωνή του κατόχου του μου φώναξε «Ναι ρε χαζή, όντως το βλέπεις αυτό που βλέπεις, ξεκόλλα επιτέλους!». Και έτσι απλά ξεκόλλησα.
Έχουν περάσει από τότε ακριβώς δέκα χρόνια αλλά θυμάμαι ότι η βραδιά κύλησε σα νεράκι. Με τεράστιες στιγμές να εναλλάσσονται με συγκλονιστικές στιγμές οι οποίες με τη σειρά τους εναλλάσσονταν με μεγαλειώδεις στιγμές - θυμάμαι χαρακτηριστικά πόσο τέλειο ήταν το "Talk Show Host", πόσο παράνοια το "My Iron Lung", πόσο ισοπεδωτικό το "Climbing Up the Walls", πόσο ιδιοφυές το "Airbag" και πόσο μαγικό το "Exit Music". Θυμάμαι πώς ήταν όταν άκουσα πρώτη φορά live το "Street Spirit". Αλλά και το ανάποδο, πώς ήταν όταν άκουσα για πρώτη φορά κάτι σαν το "Everything in its Right Place", την έκπληξη και την προσπάθεια να σχηματίσω μια πρώτη εντύπωση από τραγούδια που τα επόμενα χρόνια θα άκουγα εκατοντάδες φορές.
Θυμάμαι πώς ήταν όταν έπαιξαν ένα τέτοιο καινούριο κι επιτέλους το βούλωσαν όλοι οι επίδοξοι τενόροι γύρω μου κι άκουσα τη φωνή του Thom μόνη της, απαστράπτουσα, να αντηχεί στα βράχια. Θυμάμαι που ο Ed έπιασε απ'τη μέση τον Colin και τον σήκωσε στον αέρα για να τον φέρει στη μέση της σκηνής για να του τραγουδήσουμε χρόνια πολλά επειδή είχε γενέθλια (παρεμπιπτόντως, χρόνια πολλά
Cozzie!). Ο οποίος Colin μετά στο encore έφερε μαζί του ένα βάζο με λουλούδια και μας τα πέταγε ένα ένα (να πω την αλήθεια μου μού διαφεύγει τί έκανε το νερό, το βάζο πάντως σίγουρα δεν το πέταξε, θα το θυμόμουν καλά) γελώντας. Γιούχου.
Θυμάμαι επίσης την παραζάλη του "How to Disappear Completely", μια παραζάλη που μέχρι πέρσι αγωνιούσα να ξανασυναντήσω, και πώς μετά υποκλίθηκαν κι έφυγαν αφήνοντάς μας μούσκεμα στον ιδρώτα να ψελλίζουμε κάτι κουρασμένα "Hey guys, don't go" που δεν έφταναν ούτε στον παραδιπλανό μας. Θυμάμαι την πλατεία σπαρμένη με χαρτιά, κουτάκια μπύρας και κόσμο καθισμένο κάτω να προσπαθεί να συνέλθει.
Θυμάμαι και τον εαυτό μου να κατεβαίνει όλο το λόφο και να ψάχνει ένα μπουκάλι νερό επί 40 λεπτά και να το βρίσκει τελικά στα Εξάρχεια και να παραγγέλνει κι ένα σάντουιτς απ'το Μαύρο Πρόβατο, αλλά να μην πολυβρίσκεται εκεί. Ήμουν ακόμα εκεί πάνω, εκεί που με άφησαν οι πέντε Οξφορδέζοι - ό,τι άλλο έκανα έμοιαζε να γίνεται από τον αυτόματο πιλότο που κυβερνούσε το σκάφος.
Το άλλο βράδυ ξαναπαίξανε. Ένας φίλος μού πρότεινε να πάμε ν'ανέβουμε στα βραχάκια. Δεν ήθελα. Δεν είχα καν καταφέρει ακόμα να βάλω σε μια τάξη στο μυαλό μου όσα είχα ζήσει την προηγούμενη βραδιά, και μια τόσο μεγάλη εμπειρία δε σήκωνε επανάληψη, όχι τόσο σύντομα τουλάχιστον. Αργότερα βέβαια θα το μετάνιωνα. Ίσως το είχα μετανιώσει το ίδιο κιόλας βράδυ, όταν άκουγα τον Τάσο Χρηστίδη να κάνει ανταπόκριση με το κινητό του για τον Ροκ ΦΜ. Αλλά οι μετασεισμοί δεν είχαν κοπάσει ακόμα.
Έκτοτε τους έχω δει άλλες τρεις φορές. Τον Ιούλιο του 2003 σε μια έμπνευση εντελώς της τελευταίας στιγμής πήγα στη Μαδρίτη με τα φτηνότερα εισιτήρια που βρήκα και έχοντας συμφωνήσει με έναν άγνωστο τύπο στο atease για ένα εισιτήριο για τη συναυλία. Στις 16 του μηνός βρέθηκα να ξεροσταλιάζω από τις 4 το απόγευμα έξω από τη μεγαλοπρεπή αρένα
Las Ventas βλέποντας τις ουρές να μεγαλώνουν μαζί με τις αμφιβολίες για το αν θα συνόδευα όλον αυτόν τον κόσμο μέσα... Ο τύπος εμφανίστηκε τελικά μια ώρα πριν ανοίξουν οι πόρτες και κάπως έτσι είδα τους Radiohead με support τους επίσης πολύ αγαπημένους μου Low έναντι μόλις 32 Ευρώ (!). Πέντε χρόνια αργότερα ήρθε το
ταξίδι στη Nîmes και μετά, πέρυσι, η
Πράγα. Όλες μέσα στα '00s, όλες βραδιές όπου ένιωθα σα να ξανασυναντούσα παλιούς φίλους που απλά τυχαίνει να φτιάχνουν και την αγαπημένη μου μουσική εκεί έξω.
Εκείνη όμως η βραδιά στο Λυκαβηττό έχει περάσει στη σφαίρα του μύθου, τόσο για μένα όσο και για αρκετό ακόμα κόσμο. Ίσως φταίει που δεν ξαναήρθαν από τότε και όσοι έτυχε να τους μάθουν μετά (του mr.grieves συμπεριλαμβανομένου) κάνουν εμάς που ήμασταν εκεί να αισθανόμαστε λίγο σαν παππούδες που διηγούνται παλιές ιστορίες στα εγγονάκια τους. Ίσως φταίει και το αιώνιο παράπονο του Έλληνα μουσικόφιλου που μέχρι πρότινος τουλάχιστον σπάνια έβλεπε τους καλύτερους «τρέχοντες» καλλιτέχνες όταν ήταν πράγματι τρέχοντες και η ταυτόχρονη συνειδητοποίηση του πόσο τεράστια εξαίρεση ήταν εκείνες οι συναυλίες - του ότι το σπουδαιότερο συγκρότημα των τελευταίων 15 χρόνων ήρθε να παίξει στην Ελλάδα μετά τα δυο πρώτα αριστουργήματά του και λίγο πριν εμφανίσει στον κόσμο τα δυο επόμενα.
Για μένα πάλι ίσως απλά να φταίει που ήταν η πρώτη φορά, η βραδιά που περίμενα στη Χριστουγεννιάτικη κάλτσα μου τέσσερα χρόνια και που οι στρατοσφαιρικές προσδοκίες μου ανταμώθηκαν. Έχουν περάσει από τότε ακριβώς δέκα χρόνια και η βραδιά αυτή υπάρχει στο μυαλό μου με τη γλυκιά, λαμπερή αχλύ που περιβάλλει όλα τα μαγικά πράγματα. Της αξίζει.