28.6.10

Αμπελοφασουλοσοφίες 28/6/10

Μετά από μια ολόκληρη εβδομάδα με πραγματικά μαγικό καιρό για ελληνικό καλοκαίρι αισθανόμαστε αναζωογονημένοι και γεμάτοι ενέργεια. Δροσούλα, συννεφάκια, βροχή! Η θάλασσα μπορεί να περιμένει ως το επόμενο Σαββατοκύριακο, χαλάλι για τέτοια δροσιά και για ύπνο χωρίς ανεμιστήρα με τις μακρινές βροντές για background...

Και παρ'όλο που, όπως δείχνει και το προηγούμενο ποστ, βρισκόμαστε σε νοσταλγική διάθεση μουσικά (τα '90s κυριάρχησαν στις σαββατοκυριακάτικες playlists μας για κάποιο μυστήριο λόγο), φρέσκα πράγματα σαν το υπέροχο καινούριο των CocoRosie φέρνουν κι άλλη δροσιά στο σπίτι.

Και μια μικρή στοίβα από πρόσφατα πράγματα περιμένει υπομονετικά τη σειρά της για να της επιτραπεί η πρόσβαση στα ακουστικά μας πεδία. Ευτυχώς παραδοσιακά τον Ιούλιο και τον Αύγουστο υπάρχει μια μικρή ύφεση στις κυκλοφορίες οπότε προλαβαίνουμε να κάνουμε το απαραίτητο catching-up.

Από Σεπτέμβρη αναμένεται άλλος ένας μικρός κατακλυσμός, με πράγματα όπως οι νέοι Blonde Redhead να βρίσκονται πολύ ψηλά στη λίστα με τους δίσκους για τους οποίους ανυπομονούμε περισσότερο. Μα πολύ ψηλά όμως.

(Τις εξαγγελίες του Ed δεν ξέρουμε αν πρέπει να τις πάρουμε πολύ στα σοβαρά γιατί συχνά τα παραλέει και παραείναι αισιόδοξος, αλλά να πούμε ότι δεν πανηγυρίσαμε θα'ταν ψέμα!)

Υπάρχουν πάντως και διάφορες μουσικές που μας έχουν λείψει και δεν έχουμε ακούσει ή διαβάσει πουθενά κανένα νέο για καινούριες κυκλοφορίες τους αν και πολύ θα το θέλαμε. Όπως ας πούμε οι Paavoharju ή οι Dungen που άλλοτε έβγαζαν ένα δίσκο τη χρονιά. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση.

Μιλώντας για φωνή, πρέπει να πούμε ότι ο Bill Baird ύψωσε τη δικιά του και ζήτησε τη βοήθειά μας για να κυκλοφορήσει το καινούριο του album με τους Sunset που ο ίδιος ο Baird δηλώνει ότι είναι ό,τι καλύτερο έχει γράψει κι εκτός συγκλονιστικού απρόοπτου θα έχει μέσα και το υπέροχο "Late Night Dawning". Ο δίσκος έχει ηχογραφηθεί και η μπάντα δεν έχει εταιρία οπότε μέσω του ιδιοφυούς Kickstarter έψαξε σπόνσορες ανάμεσά μας και τους βρήκε, δυστυχώς πριν το some beans προλάβει να μάθει για το project ώστε να συμβάλει. Έτσι ο δίσκος θα κυκλοφορήσει χάρη στα 4.200 δολλάρια που μαζεύτηκαν. Κάτι ανάλογο είχαν κάνει και οι Shearwater για να μπορέσουν να κυκλοφορήσουν ένα πολυτελές ντοσιέ με οπτικό υλικό που συνόδευε το The Golden Archipelago και που μπορούσε κανείς να αποκτήσει μόνο μέσω του Kickstarter! Αν δείτε στη στήλη δεξιά, η συμβολή πραγματικά έχει αντίκρυσμα αφού οι καλλιτέχνες σας ανταμείβουν με τη σειρά τους. Απλά καταπληκτικό, και δε μας μένει παρά να ευχαριστήσουμε τους ανθρώπους που έβαλαν τον οβολό τους προκειμένου να απολαύσουμε ένα δίσκο που προβλέπεται να είναι από τους ομορφότερους της χρονιάς.

26.6.10

Some '00s #8: 26/6/2000, μια βραδιά στο Λυκαβηττό.

Σφεντόνα, βράδυ 13ης Νοεμβρίου του 1999 και περιμένουμε τους Tindersticks να βγουν στη σκηνή. Καθώς είμαστε ευχάριστα αφημένοι στη λατρεμένη συνήθεια της προσυναυλιακής κουβεντούλας, βλέπουμε να έρχεται με γρήγορο βήμα προς το μέρος μας ο Νίκος Λώρης. Την ώρα που πάει να περάσει από δίπλα μας ο φίλος μου τον πιάνει από το μανίκι. «Θα φέρεις τους Radiohead;» έπεσε αμέσως η (άσχετη, για εντελώς άλλο πράγμα μιλούσαμε, γι'αυτό άλλωστε και έμεινα να κοιτάζω καθώς τα γεγονότα εκτυλίσσονταν με κινηματογραφική ταχύτητα μπροστά μου) ερώτηση, απότομη, αμείλικτη, χωρίς περιστροφές. Προς τιμήν του, ο Λώρης δεν παρίστανε τον ανήξερο, ούτε την προσβεβλημένη ντίβα (ίσως αργότερα να το'κανε, δεν ξέρω, πάντως τότε διατηρούσε ακόμα κάποια μίνιμουμ προσχήματα). Ξεπέρασε αμέσως το αρχικό ξάφνιασμα, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε «Ναι, θα τους φέρω».

Μπορεί να μοιάζει με σκηνή από μαφιόζικη ταινία, με αρπάγματα/ σχισίματα του μανικιού, στρίψιματα του χεριού πίσω απ'την πλάτη και βραχνές φωνές να ρωτάνε απειλητικά «Λέγε ρε, θα τους φέρεις ή θα σου...». Δυστυχώς δεν ήταν τόσο θεαματικό αλλά ήταν ένα αξιοπρεπές φωτογραφικό στιγμιότυπο και ταυτόχρονα η πρώτη νύξη ότι αυτό που μέχρι τότε μπορούσα μόνο να ζηλεύω διαβάζοντας τις περιπέτειες άλλων στο atease και στο greenplastic - να δω επιτέλους τους Radiohead ζωντανά - ίσως και να γινόταν πραγματικότητα.

Ένα βράδυ προς το τέλος Μαρτίου του 2000 κάποιος ξαφνικά έφερε σαν ιερό δισκοπότηρο την είδηση στο, τότε στα πλήρη ντουζένια του, φόρουμ του Avopolis. «Έρχονται!!!!» ή κάπως έτσι. Διάβασα τις ημερομηνίες, έκανα ένα μικρό γύρο θριάμβου στο δωμάτιο και ξανακάθισα για να το ξαναδώ να το πιστέψω. Στις 18 Απριλίου ξύπνησα νωρίς κι έτρεξα στο Ticket House. «Έχετε για Radiohead;» ρώτησα τον σωσία του Brett Anderson που χρόοονια τώρα εξυπηρετεί εκεί. «Ναι». «Δύο» είπα, και 24.000 δραχμές αργότερα κρατούσα τα λιτά λαδί μαγικά χαρτάκια στα χέρια μου. Δεν ήξερα πού να τα βάλω, η τσάντα μου έμοιαζε να μην τα χωράει. Οπότε απλά άρχισα να κατεβαίνω την Πανεπιστημίου με ένα ηλίθιο χαμόγελο καρφωμένο στη μούρη μου.

Θυμάμαι όταν αποφάσισα ότι εκείνο τον Ιούνιο δεν προλάβαινα να δώσω τη διάλεξη, μια μεγάλη εργασία της σχολής, και θα την έδινα το Δεκέμβριο, κι έτσι στις 5 Ιουνίου που πήρα οριστικά την απόφαση συνειδητοποίησα ότι καμία ιδιαίτερη υποχρέωση, τίποτα αγχωτικό δε με χώριζε από τις 26 του μήνα που θα ανηφόριζα το Λυκαβηττό. Ήταν μια τόσο χαρουμενη στιγμή που θυμάμαι τον εαυτό μου να κατηφορίζει το καταμεσήμερο προς το σπίτι από τη στάση του λεωφορείου σχεδόν χορεύοντας στον άδειο, πυρωμένο δρόμο το "Tres Avisos" των Calexico που άκουγα στο ράδιο. Θυμάμαι να κατεβάζω αργά τη νύχτα με το ταπεινό μοντεμάκι μου όλα τα bootlegs από τις πρώτες βραδιές της περιοδείας - Arles, Vaison-la-Romaine, Ιταλία - και ν'ακούω εξονυχιστικά τα πρώτα δειλά βήματα έξω απ'το studio των κομματιών που λίγους μήνες αργότερα κάποια απ'αυτά θα γίνονταν το Kid A και θα άφηναν το μουσικό σύμπαν να ξύνει το κεφάλι του σαστισμένο.

Και μετά έφτασε η μεγάλη μέρα, μια Δευτέρα εν μέσω ενός μικρού καύσωνα απ'αυτούς που κάνουν το κέντρο της Αθήνας τόσο ευχάριστο όσο και το εσωτερικό ενός προθερμασμένου φούρνου έτοιμου να υποδεχθεί φρεσκοφτιαγμένη πίτσα. Οι ώρες μέχρι το ραντεβού στον Κήπο για την ανάβαση περασαν βασανιστικά αργά και κάτι ξεχασμένα κλειδιά και κούρσες με ταξί πέρα-δώθε προς Αιγάλεω και πίσω στο λόφο δε βοήθησαν. Τελικά βρεθήκαμε πάνω κατά τις 7 πιστεύοντας ότι είχαμε χάσει το soundcheck - ένα soundcheck που μόλις πρόσφατα έμαθα ότι δεν έγινε ποτέ. Οι πόρτες άνοιξαν και πιάσαμε μια καλή θέση, δεύτερη σειρά από τη μπάρα και στα αριστερά της σκηνής.

Η ζέστη άρχισε να υποχωρεί, η κουβέντα με διάφορους γνωστούς και φίλους που είχαν αποφασίσει να στρατοπεδεύσουν πιο πίσω βοηθούσε να περάσει κάπως η ώρα. Οι Clinic βοήθησαν ακόμα περισσότερο. Αν και χωρίς τις μάσκες τους, η νευρική Velvetοειδής ποπ τους με ώθησε χωρίς πολλά-πολλά στο χορό, το "Return of Evil Bill", το "Second Line" και το "Distortions" που ήδη ήξερα ήταν απίθανα live και προς στιγμήν ξέχασα τι ερχόταν... Υποσχέθηκα μάλιστα στον εαυτό μου (και το τήρησα) να πάω να πάρω το Internal Wrangler την επόμενη κιόλας μέρα. Αλλά κάποια στιγμή οι Λιβερπουλιανοί φίλοι μάς αποχαιρέτησαν κι έφυγαν. Το σούρουπο ξεγελούσε ως προς την ώρα αλλά όταν κοίταξα το ρολόι είδα ότι είχε πάει πια 9.30 και μόλις μισή ώρα με χώριζε από μια στιγμή που για 4 χρόνια έμοιαζε όνειρο, και μάλιστα απ'αυτά που θ'αργούσαν πολύ να εκπληρωθούν.

Αυτό το μαγικό μείγμα αγωνίας και ανυπομονησίας που μ'έκανε να αισθάνομαι σα να είχα πιεί 8 απανωτούς φραπέδες καταλάμβανε σιγά σιγά κάθε ίχνος του μυαλού μου, όσο κι αν προσπαθούσα να το διώξω μιλώντας σα να μην έτρεχε τίποτα. Χάζευα νευρικά τους roadies που πηγαινοέρχονταν φουριόζοι μπροστά μας καθώς τα διάφορα κιβώτια που έγραφαν πάνω "Radiohead" απλά υπογράμμιζαν την αίσθηση του impending doom. Πώς θα ήταν δυνατό να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες μου εκεί στη στρατόσφαιρα που τις είχα στείλει;

Πλησιάζοντας στις δέκα χαλάρωσα - είχαμε ήδη αρχίσει να μιλάμε για το γνωστό ακαδημαϊκό μισάωρο που ήταν από χρόνια καθεστώς στις ελληνικές συναυλίες. Τότε ήταν που έσβησαν τα φώτα. Δέκα παρά τρία ακριβώς. Μα τί διάλο, δεν τους το'χε πει κανείς αυτό ή ήθελαν να μας δείξουν πόσο Άγγλοι είναι; Και μετά βγήκαν, έπιασαν κιθάρες και drumsticks και ξεκίνησαν να παίζουν το "Optimistic".

Μου πήρε τρία ολάκερα τραγούδια να συνειδητοποίησω ότι όντως ναι, τους έβλεπα, ήταν μπροστά μου με σάρκα και οστά, ότι για την ακρίβεια ακριβώς ίσια μπροστά μου στα 3-4 μέτρα βρίσκονταν τα pedals και εν συνεχεία τα παπούτσια του Ed O'Brien (που από αυτήν την απόσταση έμοιαζε 3 μέτρα ψηλός, μα τον Τουτάτη) και στα 6-7 μέτρα προς τα δεξιά ήταν ο Thom Yorke. Και πίσω του ο Jonny, και στο βάθος ο Colin και ο Phil. Όπως τους έβλεπα στις φωτογραφίες επί 4 χρόνια, απαράλλαχτοι. Και έπαιζαν. Και καλά, για αρχή έπαιξαν το νεούδι το "Optimistic", αλλά ούτε και η έλευση του "Bones" απ'το λατρεμένο μου The Bends δεν κατάφερε να με βγάλει από το χάζεμα. Μου έμοιαζε σαν ψέμα όλο αυτό. Σα να μη γινόταν να υπάρχει.

Μέχρι που επιτέλους, κάποια στιγμή στη μέση του "Karma Police" (παρ'όλο που ήταν και παραμένει ένα από τα λιγότερο αγαπημένα μου κομμάτια τους) λες και κάποιο αόρατο χέρι μου έδωσε δυο σφαλιάρες και η φωνή του κατόχου του μου φώναξε «Ναι ρε χαζή, όντως το βλέπεις αυτό που βλέπεις, ξεκόλλα επιτέλους!». Και έτσι απλά ξεκόλλησα.

Έχουν περάσει από τότε ακριβώς δέκα χρόνια αλλά θυμάμαι ότι η βραδιά κύλησε σα νεράκι. Με τεράστιες στιγμές να εναλλάσσονται με συγκλονιστικές στιγμές οι οποίες με τη σειρά τους εναλλάσσονταν με μεγαλειώδεις στιγμές - θυμάμαι χαρακτηριστικά πόσο τέλειο ήταν το "Talk Show Host", πόσο παράνοια το "My Iron Lung", πόσο ισοπεδωτικό το "Climbing Up the Walls", πόσο ιδιοφυές το "Airbag" και πόσο μαγικό το "Exit Music". Θυμάμαι πώς ήταν όταν άκουσα πρώτη φορά live το "Street Spirit". Αλλά και το ανάποδο, πώς ήταν όταν άκουσα για πρώτη φορά κάτι σαν το "Everything in its Right Place", την έκπληξη και την προσπάθεια να σχηματίσω μια πρώτη εντύπωση από τραγούδια που τα επόμενα χρόνια θα άκουγα εκατοντάδες φορές.

Θυμάμαι πώς ήταν όταν έπαιξαν ένα τέτοιο καινούριο κι επιτέλους το βούλωσαν όλοι οι επίδοξοι τενόροι γύρω μου κι άκουσα τη φωνή του Thom μόνη της, απαστράπτουσα, να αντηχεί στα βράχια. Θυμάμαι που ο Ed έπιασε απ'τη μέση τον Colin και τον σήκωσε στον αέρα για να τον φέρει στη μέση της σκηνής για να του τραγουδήσουμε χρόνια πολλά επειδή είχε γενέθλια (παρεμπιπτόντως, χρόνια πολλά Cozzie!). Ο οποίος Colin μετά στο encore έφερε μαζί του ένα βάζο με λουλούδια και μας τα πέταγε ένα ένα (να πω την αλήθεια μου μού διαφεύγει τί έκανε το νερό, το βάζο πάντως σίγουρα δεν το πέταξε, θα το θυμόμουν καλά) γελώντας. Γιούχου.

Θυμάμαι επίσης την παραζάλη του "How to Disappear Completely", μια παραζάλη που μέχρι πέρσι αγωνιούσα να ξανασυναντήσω, και πώς μετά υποκλίθηκαν κι έφυγαν αφήνοντάς μας μούσκεμα στον ιδρώτα να ψελλίζουμε κάτι κουρασμένα "Hey guys, don't go" που δεν έφταναν ούτε στον παραδιπλανό μας. Θυμάμαι την πλατεία σπαρμένη με χαρτιά, κουτάκια μπύρας και κόσμο καθισμένο κάτω να προσπαθεί να συνέλθει.

Θυμάμαι και τον εαυτό μου να κατεβαίνει όλο το λόφο και να ψάχνει ένα μπουκάλι νερό επί 40 λεπτά και να το βρίσκει τελικά στα Εξάρχεια και να παραγγέλνει κι ένα σάντουιτς απ'το Μαύρο Πρόβατο, αλλά να μην πολυβρίσκεται εκεί. Ήμουν ακόμα εκεί πάνω, εκεί που με άφησαν οι πέντε Οξφορδέζοι - ό,τι άλλο έκανα έμοιαζε να γίνεται από τον αυτόματο πιλότο που κυβερνούσε το σκάφος.

Το άλλο βράδυ ξαναπαίξανε. Ένας φίλος μού πρότεινε να πάμε ν'ανέβουμε στα βραχάκια. Δεν ήθελα. Δεν είχα καν καταφέρει ακόμα να βάλω σε μια τάξη στο μυαλό μου όσα είχα ζήσει την προηγούμενη βραδιά, και μια τόσο μεγάλη εμπειρία δε σήκωνε επανάληψη, όχι τόσο σύντομα τουλάχιστον. Αργότερα βέβαια θα το μετάνιωνα. Ίσως το είχα μετανιώσει το ίδιο κιόλας βράδυ, όταν άκουγα τον Τάσο Χρηστίδη να κάνει ανταπόκριση με το κινητό του για τον Ροκ ΦΜ. Αλλά οι μετασεισμοί δεν είχαν κοπάσει ακόμα.

Έκτοτε τους έχω δει άλλες τρεις φορές. Τον Ιούλιο του 2003 σε μια έμπνευση εντελώς της τελευταίας στιγμής πήγα στη Μαδρίτη με τα φτηνότερα εισιτήρια που βρήκα και έχοντας συμφωνήσει με έναν άγνωστο τύπο στο atease για ένα εισιτήριο για τη συναυλία. Στις 16 του μηνός βρέθηκα να ξεροσταλιάζω από τις 4 το απόγευμα έξω από τη μεγαλοπρεπή αρένα Las Ventas βλέποντας τις ουρές να μεγαλώνουν μαζί με τις αμφιβολίες για το αν θα συνόδευα όλον αυτόν τον κόσμο μέσα... Ο τύπος εμφανίστηκε τελικά μια ώρα πριν ανοίξουν οι πόρτες και κάπως έτσι είδα τους Radiohead με support τους επίσης πολύ αγαπημένους μου Low έναντι μόλις 32 Ευρώ (!). Πέντε χρόνια αργότερα ήρθε το ταξίδι στη Nîmes και μετά, πέρυσι, η Πράγα. Όλες μέσα στα '00s, όλες βραδιές όπου ένιωθα σα να ξανασυναντούσα παλιούς φίλους που απλά τυχαίνει να φτιάχνουν και την αγαπημένη μου μουσική εκεί έξω.

Εκείνη όμως η βραδιά στο Λυκαβηττό έχει περάσει στη σφαίρα του μύθου, τόσο για μένα όσο και για αρκετό ακόμα κόσμο. Ίσως φταίει που δεν ξαναήρθαν από τότε και όσοι έτυχε να τους μάθουν μετά (του mr.grieves συμπεριλαμβανομένου) κάνουν εμάς που ήμασταν εκεί να αισθανόμαστε λίγο σαν παππούδες που διηγούνται παλιές ιστορίες στα εγγονάκια τους. Ίσως φταίει και το αιώνιο παράπονο του Έλληνα μουσικόφιλου που μέχρι πρότινος τουλάχιστον σπάνια έβλεπε τους καλύτερους «τρέχοντες» καλλιτέχνες όταν ήταν πράγματι τρέχοντες και η ταυτόχρονη συνειδητοποίηση του πόσο τεράστια εξαίρεση ήταν εκείνες οι συναυλίες - του ότι το σπουδαιότερο συγκρότημα των τελευταίων 15 χρόνων ήρθε να παίξει στην Ελλάδα μετά τα δυο πρώτα αριστουργήματά του και λίγο πριν εμφανίσει στον κόσμο τα δυο επόμενα.

Για μένα πάλι ίσως απλά να φταίει που ήταν η πρώτη φορά, η βραδιά που περίμενα στη Χριστουγεννιάτικη κάλτσα μου τέσσερα χρόνια και που οι στρατοσφαιρικές προσδοκίες μου ανταμώθηκαν. Έχουν περάσει από τότε ακριβώς δέκα χρόνια και η βραδιά αυτή υπάρχει στο μυαλό μου με τη γλυκιά, λαμπερή αχλύ που περιβάλλει όλα τα μαγικά πράγματα. Της αξίζει.

24.6.10

I go white/ Just on your ranch

Διπλή επίθεση εξαπέλυσε σε διάστημα λίγων μηνών ο νεόκοπος Julian Lynch από το Wisconsin. Ως απόφοιτος της Μουσικολογίας αποφάσισε να κάνει πράξη την θεωρία και να βγάλει δύο (!) προσωπικούς δίσκους με τους τίτλους Orange You Glad και Mare. To Orange You Glad ήταν ο πρώτος δίσκος, που κυκλοφόρησε στα τέλη του 2009, ενώ το Mare κυκλοφορεί φέτος, σε λίγες μέρες για την ακρίβεια.

Και τα δύο άλμπουμ είναι χτισμένα σε lo-fi θεμέλια με τον ήχο να μοιάζει σα να ακούγεται από το υπόγειο του περίεργου γείτονα. Αυτός ο περίεργος γείτονας έχει επιρροές από απαλή jazz, ανατολικής υφής αυτοσχεδιασμούς και για φωνή ένα νιαούρισμα φτιάχνοντας ένα μίγμα που μοιάζει με τις ηχογραφήσεις του Tim Buckley.

Ο Julian Lynch λατρεύει να δίνει χώρο στις νότες του και επίσης λατρεύει τις κιθάρες που κάνουν wah wah, το κλαρινέτο (όχι αυτό που εννοούσε ο Τάσος Μπουγάς), τα ξυλόφωνα και γενικά όλους τους παράξενους και όχι συχνά χρησιμοποιημένους ήχους φτιάχνοντας πολύ χλωμές αλλά πλούσιες παλέτες. Δεν ζητάει τη συνεχή και αμέριστη προσοχή σου αλλά περισσότερο πετάει ιδέες στον αέρα αφήνοντάς σε να τις αναλύσεις. Γι’ αυτό ακριβώς δεν μπορείς να ξεχωρίσεις εύκολα τα κομμάτια τα οποία δεν έχουν δεδομένη την ύπαρξή τους, ούτε κρέμονται το ένα από το άλλο, αλλά αλήθεια είναι πως ούτε μόνα τους θα μπορούσαν να επιβιώσουν.

Αυτό συμβαίνει περισσότερο στο noir Orange You Glad. Τα "Winterer One" και "Winterer Two" είναι δασκαλεμένα από τις διακριτικές μελωδίες, πίσω από τα beat, του Aphex Twin, το "Rancher" είναι ένα νηφάλιο άκουσμα που θυμίζει εκείνη τη στιγμή που έχεις βγει από τη θάλασσα και στεγνώνεις βλέποντας τον ήλιο να αργοπνίγεται στο πέλαγος, το "Mercury" έχει τις ανατολίτικες επιρροές που είπαμε ενώ άνετα θα μπορούσε να βγει κάτω από την επωνυμία της Prestige.

Το φετινό Mare είναι κάπως διαφορετικό και απρόσωπο. Τα ηχητικό τοπίο μοιάζει να μεταφέρεται στο διάστημα και η ψυχεδέλεια χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της από την έλλειψη βαρύτητας. Το "Just Enough" έχει κάτι από Nusrat Fateh Ali Khan, το "A Day at the Racetrack" πάει πέρα δώθε παρακολουθώντας μια ήρεμη καλοκαιρινή μέρα, το "Ruth My Sister" είναι μια αξιολάτρευτη (θαμμένη κάτω από την παραγωγή) dream pop ενώ ίσως το καλύτερο μουσικό σημείο του δίσκου, το "Mare", χαρακτηρίζεται από τα ακατάληπτα ανεβοκατεβάσματα της φωνής του Lynch με μια πολύ όμορφη μελωδία να τρέχει από πίσω και να ολοκληρώνεται σαν supernova που σκάει και θρυμματίζεται ξανά πίσω στον σωρό της μουσικής που αρχίζει και αποκτά διαστάσεις πλανήτη.

Όπως όμως σε όλα τα σκουπίδια μπορείς να βρεις κάτι χρήσιμο, έτσι και τέτοια άλμπουμ μας υπενθυμίζουν ότι αξίζει να συνεχίζουμε το ψάξιμο σε έναν αχανή πλέον μουσικό κόσμο.

Julian Lynch - "Rancher" από το Orange You Glad

22.6.10

3-in-1: The Spanish Inquisition Edition

Καλώς ήρθατε σε ένα ακόμα 3 σε 1. Οι τρεις δίσκοι για τους οποίους θα μιλήσουμε θα είναι το I Will Be των Dum Dum Girls, το ομώνυμο των Soft Pack, το Home Acres των Aloha, το We Built A Fire των Seabear....Τέσσερις! Γαμώτο... Τέσσερις δίσκοι σε ένα post. Το I Will Be των Dum Dum Girls, το ομώνυμο των Soft Pack, το Home Acres των Aloha, το We Built A Fire των Seabear, το Thin Thin Line της Kath Bloom... Πέντε! Διάολε...Πέντε δίσκοι σε ένα post. Το I Will Be των Dum Dum Girls, το ομώνυμο των Soft Pack, το Home Acres των Aloha, το We Built A Fire των Seabear, το Thin Thin Line της Kath Bloom, το I Speak Because I Can της Laura Marling....Έξι! Έξι δίσκοι σε ένα post! Το I Will Be των Dum Dum Girls, το ομώνυμο των Soft Pack, το Home Acres των Aloha, το We Built A Fire των Seabear... Εμμ, πάμε πάλι...




Οι ίδιες λένε οτι πήραν το όνομά τους απο το κομμάτι του Iggy Pop "Dum Dum Boys" από το Idiot και το Dum Dum των Vaselines. Υπάρχει βεβαίως και ένα κομμάτι απο την '80s pop ζωή των Talk Talk με όνομα "Dum Dum Girl" όμως ας συμφωνήσω οτι ηχητικά κλίνουν προς την κατεύθυνση του Iggy.

Το I Will Be είναι απο αυτούς τους δίσκους που σε εντυπωσιάζουν στην αρχή, με την περισσή τους ενέργεια και τα πολύ πιασάρικα singlάκια τους, μέχρι να τους βαρεθείς σύντομα και να τους θεωρήσεις «άδειους». Θα μπορούσε να ήταν κι αλλιώς βέβαια, αφού οι Dum Dum Girls χρησιμοποιούν όλη αυτή τη ροκ μυθολογία της κοριτσίστικης δύναμης που εκφράζεται μέσα απο τη μουσική αλλά το δυστύχημα είναι πως δεν καταφέρνουν να γίνουν ούτε Breeders, ούτε Sleater-Kinney, ούτε Throwing Muses. Τουλάχιστον στις καλές τους στιγμές "Bhang Bhang im a Burnout", "Jail La La La" και "Yours Alone" μπορούν να συναγωνιστούν το "Love In A Trashcan" των Raveonettes. Από την άλλη δεν μπορώ να πω οτι ενθουσιάζομαι με αυτή την καινούργια μόδα των γυναικείων συγκροτημάτων που προσπαθούν να συνδυάσουν την '60s γλυκανάλατη (ως επι το πλείστον) pop με την ηχητική παραμόρφωση και φασαρία της δεκαετίας του 1980. Όπως και οι Vivian Girls, αλλά και οι επερχόμενοι Best Coast, οι Dum Dum κοιμίζουν στα απαλά τους κομμάτια και πάσχουν απο αμέλεια στις λεπτομέρειες στα πιο δυνατά τους χαρίζοντάς μας όμως κάποια αναμφίβολα αξιομνημόνευτα singles. Αυτές εδώ θα μπορούσαν να υπερέχουν σαφέστατα αλλά και αυτές οι όμορφες στιγμές που προσφέρουν είναι αρκετές γι' αρχή.





Οι πρώην Muslims επιστρέφουν με νέο όνομα (φανταζόμαστε λόγω πολλών απειλών απο μουσουλμάνους εξτρεμιστές αλλά και από αλευρόχρωμους βλάχους) αλλά ακούγονται σχεδόν το ίδιο. Και λέμε σχεδόν, αφού απο εκεί που το ντεμπούτο (ομώνυμο και αυτό) τους ήταν γεμάτο δίλεπτα και εναμισάλεπτα punk κομματάκια, το Soft Pack παρουσιάζει την ίδια δυσκολία να ξεχωρίσεις τα κομμάτια αλλά είναι σαφέστατα επηρεασμένο απο τις πιο πειραματικές ηχογραφήσεις των Stooges. Το Fun House είναι μεγάλη επιρροή με τα επαναλαμβανόμενα σκληρά ριφάκια του (χωρίς το σαξόφωνο του Steven McKay βέβαια) και κομμάτια όπως το "Pull Out" και κυρίως το "Parasites" ενισχύουν έναν τέτοιο ισχυρισμό. Οι κιθάρες, που ακούγονται σα να παίζονται στις οροφές αυτοκινήτων που τρέχουν με 200 χιλιόμετρα σε έρημους αυτοκινητόδρομους, είναι ένας παράγοντας τεστοστερόνης, όμως το πρόβλημα των περισσότερων τραγουδιών είναι οτι φανερώνουν τα χαρτιά τους απο πολύ νωρίς. Σαν έφηβος που βιάζεται να γδυθεί στην θέα μιας πρόθυμης γυναίκας.

Ακόμα κι έτσι ο νεανικός ανυπόμονος εαυτός τους βοηθάει στο να φτιαξουν στιβαρά και γρήγορα ροκ κομμάτια ενώ θα πρέπει να τους συγχαρούμε για το γούστο τους μιας και διάλεξαν το καλύτερο κομμάτι του δίσκου που έβγαλαν ως Muslims και το επανακυκλοφόρησαν με το καινούργιο τους όνομα ("On My Time"). Ό,τι μπορούν να κάνουν σωστά, σε μια κορεσμένη φόρμα, το κάνουν οι Soft Pack. Δέκα χρόνια πριν με αυτήν την rock and roll αναβίωση και garage τρέλα θα είχαν μεγαλύτερη τύχη. Σήμερα θα αντιμετωπιστούν σαν μπάσταρδα εγγόνια του Iggy που ακόμα περιμένουν αναγνώριση τα καημένα. Καλά κουράγια μέχρι τα σκισμένα jeans με τα λιγδυασμένα μαλλιά να ξανάρθουν στη μόδα.





Ήταν μεγάλη η χαρά μου όταν ανακάλυψα τους Aloha. Νόμιζα οτι θα ήταν απο αυτές τις ανακαλύψεις που μιλάνε στο υποσυνείδητο των απανταχού bloggers. Ένα νέο συγκρότημα, όχι ιδιαίτερα γνωστό, που έβγαλε σιγανά σιγανά έναν καταπληκτικό δίσκο γεμάτο ιδέες, μελωδίες και ουσία. Ουσία που βρίσκεις μόνο σε συγκροτήματα που είναι χρόνια μαζί. Και τελικά πράγματι οι Aloha είναι χρόνια μαζί. Αντί το Home Acres να είναι το ντεμπούτο τους είναι το έκτο τους άλμπουμ! Ενώ οι Aloha, ζωή να’χουν, είναι μαζί 13(!) χρόνια.

Έτσι εξηγούνται πολλά βεβαίως. Απο την αρχή του "Building A Fire" καταλαβαίνεις οτι έχεις να κάνεις με κάτι ξεχωριστό. Το ποδοβολητό των drums και της κιθάρας μπορείς να το συναντήσεις σε πολλούς. Όμως ιδέες όπως αυτό το πιάνο που διακόπτει το ρυθμό βρίσκεις μόνο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις. Το ανθεμικό "Moonless March" σιγουρεύει οτι αυτά τα παιδιά έχουν γερά hooks και ρυθμικό οικοδόμημα απο τιτάνιο και μετά έρχεται, ένα απο τα καλύτερα singles της χρονιάς, το “Microviolence” που θα έφτιαχνε ολόκληρες καριέρες. Σε 4.30 λεπτά ξεδιπλώνουν την κορυφή του ταλέντου τους, με το ξυλόφωνο να δένει την αψεγάδιαστη μελωδία και τον στίχο "The form is perfect, but it isn’t working" να αποτελεί μια μομφή σε όλους εμάς που αργήσαμε να τους μάθουμε.

Οι Aloha έχουν παίξει μαζί με σημαντικούς τύπους όπως ο Ted Leo ή οι αγαπημένοι μας Clinic. Και μιας και είπα Clinic το πολύ ταιριαστό φινάλε του δίσκου "Ruins" με την keyboard extravaganza θυμίζει μια απο τις καλύτερες και πιο τρελές στιγμές των Clinic, το "2/4", σε ένα βέβαια πιο συμβατικό και pop στυλ. Νωρίτερα το υπέροχο, ζαχαρένιο "I’m in trouble" κερδίζει τη θέση του δίπλα στα κυριακάτικα, νωχελικά κομψοτεχνήματα όντας φόρος τιμής στο "Sunday Morning" των VU με στίχους όπως "I dig my hands into the late spring mud/ I'm left here weaving all the roots into one/I feel alright when I keep my hands occupied/I'm working on passing the time".

Οι Aloha μας έχουν χαρίσει μέχρι στιγμής μερικές απο τις πιο ωραίες μουσικές της χρονιάς και εγγυόμαστε πως θα τους τιμήσουμε στο τέλος της. Ακόμα και αν δεν είμαστε απο τους λίγους που τους ξέρουν (γκρρρρρ).





Και τώρα πάμε σε ένα τελείως διαφορετικό κτήνος (που λένε και οι Άγγλοι). Πιο δραματικό, folk ροκ απο την πατρίδα του Jonsi. Η μουσική τους μοιάζει με ήρεμη λίμνη πολύ μακριά απο τα νευριασμένα Ισλανδικά ηφαίστεια που εκδικούνται τους ευρωπαίους χαρτογιακάδες για την οικονομική κατάσταση στην οποία έφεραν τη χώρα τους.

Εκτός απο τους νεραϊδικούς φολκλορικούς πειραματισμούς των Sigur Ros η φωνή του Sindri Már Sigfússon μοιάζει λίγο με την μειλίχεια φωνή του Sufjan Stevens. Η φωνή του συγκροτήματος είναι και η ψυχή μέσα σε αυτό. Οι Seabear ξεκίνησαν ως σόλο project του αλλά σε αυτόν τον δεύτερό τους δίσκο επιστράτευσε και άλλο κόσμο προκειμένου να κερδίσει σε πλούτο και βάθος ήχου. Και είναι αλήθεια πως αυτό το chamber pop τους ακούγεται πιο μεγαλοπρεπές αλλά όχι όσο σπουδαίο θα ήθελαν. Σαν Arcade Fire με όχι τόσο συνειδητοποιημένες και δουλεμένες μελωδίες και σαν Sufjan Stevens χωρίς την απρόβλεπτη, πηγαία δημιουργικότητα του Αμερικάνου.

Το "Fire Dies Down" είναι ένα όμορφο διαμαντάκι θαμμένο μέσα σε βιολιά και πολυεπίπεδα φωνητικά και το "Warm Blood" ένα μικρό έπος που θα μπορούσε να είχε γραφτεί απο τον πιο «μαλακό», alternative εαυτό του Eugene Edwards. Μέχρι εκεί όμως. Ο υπόλοιπος δίσκος κυμαίνεται στα ήσυχα νερά κάποιας λίμνης που προσπερνάς σε μια διαδρομή τρένου. Όμορφη στην όψη αλλά ανιαρή ωστέ να «επενδύσεις» συναισθήματα και αναμνήσεις πάνω της, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχουν τριγύρω τόσα άλλα όμορφα πράγματα που προσπαθούν να έχουν επίπτωση πάνω σου και να σου δεσμεύσουν την προσοχή.





Η Kath Bloom παρότι μετράει 32 χρόνια καριέρας έχει μόλις τρεις προσωπικούς δίσκους και μάλιστα σε πολύ άτακτα διαστήματα. Βεβαίως πριν τους σόλο δίσκους της δούλεψε για 20 χρόνια με τον Loren Mazzacane Connors, έναν avant-garde κιθαρίστα. Μπορούμε να πούμε με ασφάλεια οτι η Bloom αφιέρωσε όλη της τη ζωή στο να τραγουδάει ατμοσφαιρική folk μουσική. Αυτό κάνει και τώρα με έναν κάπως τυπικό και συνηθισμένο τρόπο είναι η αλήθεια.

Οι καθημερινοί αγώνες, τα έυφλεκτα συναισθήματα μιας blueswoman, και η ζωή συνεχίζεται σαν η Ella Fitzerald και η Nina Simone να ζουν και να ηχογραφούν ακόμα. Χωρίς όμως το δικό τους μουσικό πλούτο. Μια ξερή ακουστική κιθάρα και μια φωνή απο την οποία η Josephine Foster έχει ξεσηκώσει μερικές εκφάνσεις. Για να το θέσουμε και αλλιώς ο Bob Dylan θα ονειρευόταν έναν κόσμο γεμάτο Kath Bloom.

Αλλά δεν έχει νόημα να αλλάξει τώρα η κα. Bloom. Μόνη μητέρα ενός παιδιού θυσίασε μια πλουσιότερη δισκογραφία για να επιβιώσει. Πάντως η κληρονομιά της αναγνωρίστηκε πέρυσι όταν βγήκε ένα άλμπουμ προς τιμήν της με τη συμμετοχή μεταξύ άλλων του Bill Callahan, του Mark Kozelek, του Devendra Banhart και αρκετών ακόμα.

Στο Thin Thin Line τα πράγματα είναι όπως θα τα περιμέναμε. Η φωνή της αρκετά πιο ώριμη, τα blues δίνουν και παίρνουν και καμιά φορά οι ηλεκτρικές κθάρες αυξάνουν τον καημό της. Το "Another Point Of View" είναι ένα υπέροχο τραγικό κομμάτι και η καταπληκτική κιθάρα του "Lets Get Living" αποκτά σάρκα και οστά και περιγράφει διακριτικά ένα παλιό παραμύθι για μια γυναίκα που αγαπούσε έναν άντρα. Το ομώνυμο κομμάτι η κα. Bloom το τραγουδά με την αφέλεια και την άνεση που θα τραγούδαγε σε μια παρέα φίλων της μια βραδιά με ζωντανή φωτιά και χλωμό φεγγάρι.

Τελείως αταίριαστο με το τωρινό μουσικό τοπίο αλλά μια ευχάριστη αλλαγή που σε βάζει σε έναν διαφορετικό χωροχρόνο. Χρειάζεται κι αυτό...

Kath Bloom - "Is This Called Living?" από το Thin Thin Line



Μιλάει επειδή μπορεί η δίδα Marling. Αν και δεν μπορεί να πει ότι προσπάθησε ποτέ κάποιος να απαγορεύσει σ’αυτήν την γλυκύτατη 20χρονη folk πλανεύτρα να τραγουδήσει. Ίσα ίσα που πριν δύο χρόνια τα βραβεία Mercury την τίμησαν δεόντως έχοντας το πρώτο της άλμπουμ υποψήφιο για καλύτερο βρετανικό άλμπουμ της χρονιάς.

Είναι μια μάλλον ευχάριστη σύμπτωση που η δίδα Marling είναι μετά την Kath Bloom σε μια τυχαία αλλά πανοραμική άποψη του μέλλοντος και του παρόντος της folk. Εκεί που η Kath Bloom βασίζεται στις φόρμες που γνωρίζει, η Laura Marling προσπαθώντας να βρει τον ήχο της και αφού έχει όλο το χρόνο μπροστά της δοκιμάζει πράγματα μέσα στο (όχι τόσο ευρύ να πούμε την αλήθεια) φάσμα της folk. Τώρα μάλιστα που η αγγλική παρόμοιου στυλ μουσική είναι στα πάνω της η Marling μπορεί να υπερηφανεύεται οτι είναι μια απ'αυτές που έδωσαν τη μεγάλη ώθηση για να βγει μια σκηνή (κάτι που είχε να γίνει αρκετό καιρό) από την Αγγλία.

Η Laura Marling μέσα απο το I Speak Because I Can ωριμάζει μπροστά στα μάτια μας. Διαλέγει πιο ενήλικα θέματα με το πρώτο μάλιστα τραγούδι να μοιάζει σα να έρχεται από την ‘80s δισκογραφία του Nick Cave (οπότε προφανώς και του Jeffrey Lee Pierce). Στο "Made By Maid" μπαίνει στον «ταπεινό» ρόλο της κόρης μιας καμαριέρας και παίζει με αυτό το δεδομένο ψιθυρίζοντας στίχους όπως "And he blames me for every wrong ever he made/I am blamed for every wrong ever he made/ Forgive me I am only a maid/But I can see a babe under all that blame/ And I am forgot from the day I am laid".

Οι πολύ προσεγμένοι στίχοι σε συνδυασμό με τις πιο δουλεμένες συνθέσεις δείχνουν όχι μόνο μια διαβασμένη στιχουργό αλλά και μια εφευρετική ερμηνεύτρια και μουσικό. Όπως στο υπέροχο "Goodbye England (Covered In Snow)" που πλησιάζει υποχθόνια σαν καλοκαιρινή συννεφιά μέσα στον καύσωνα που έρχεται και σκοτεινιάζει για να σου υπενθυμίσει οτι ζούμε ακόμα σε έναν χειμωνιάτικο κόσμο. Αλλά δεν είναι μόνο συννεφιά και folk μοναξιά. Το ανθισμένο "Darkness Descends" βυθίζει το σκοτάδι και τα νιαουρίσματα της Laura ακούγονται χαρούμενα αλλά το νόημά τους είναι γλυκόπικρο "You deal with god far too young,/ Before you know it your life has run away" .

Εντάξει, τα πράγματα βέβαια δεν είναι πάντα τόσο πετυχημένα καθώς υπάρχουν και λιγότερο καλες στιγμές. Σίγουρα όμως είναι ένα τεράστιο βήμα για την δίδα Marling που αυτή τη φορά η υποψηφιότητα Mercury δεν θα έχει ως αφορμή κυρίως την ηλικία της αλλά το ταλέντο της που φουσκώνει συνεχώς σαν μπαλόνι.



Υ.Γ. Τρείς στις έξι φωτογραφίες συγκροτημάτων στην παραλία. Μπορούμε και καλύτερα σίγουρα.

16.6.10

Your empty pockets tell you/ That you ain't a-got no friend

Απογοήτευση περίμενε τους πολυάριθμους φαν του Robert Zimmerman, γνωστό στον κόσμο της μουσικής και ως Bob Dylan, το βράδυ της 29ης Μαΐου. Ο γηραιός καλλιτέχνης ενεφανίσθη γύρω στις 21.30 μετά μεσημβρίας μπροστά στον κόσμο που τον περίμενε υπομονετικά διαβάζοντας το έξοχο free- press ενός χοντρού με γυαλιά που νομίζει ότι αυτός είναι το αστέρι στις συνεντεύξεις που παίρνει (;).

Η προδοσία όμως ήταν το πρώτο συναίσθημα που ένιωσαν οι πολυάριθμοι οπαδοί του "ποιητή" της ροκ όταν ο Dylan εμφανίστηκε με απλό μαύρο κοστούμι και λευκό καπέλο κάνοντας αντίθεση με την μπάντα του που φορούσε λευκά κοστούμια με μαύρα καπέλα. Προδοσία γιατί από τη σκηνή έλειπαν όλα τα «εργαλεία» που έκαναν τον Dylan αγαπητό στους οπαδούς του και τη φιγούρα του μια από τις πιο επιδραστικές των τελευταίων 50 χρόνων.

Προς λύπη όλων, το φλογοβόλο που συνοδεύει τα τελευταία χρόνια τις συναυλίες του γερο-Μπομπ ήταν απόν ενώ η σκηνή 360 μοιρών που μας είχε υποσχεθεί στο τωρινό του Tour και που θαυμάσαμε στην τελευταία του συναυλία επάνω στον Υπερσιβηρικό δεν δούλεψε όσο καλά θα περιμέναμε. Εξάλλου η αγαπημένη μασκότ του, ο Eddie, καθόταν σε αναπηρικό καροτσάκι. Εν τω μεταξύ στο video wall της συναυλίας έπαιζαν αποσπάσματα από το τελευταίο 10λεπτο βιντεοκλίπ του γέροντα του Μοριά που τάραξε τα νερά της showbiz με τα λεσβιακά nsfw υπονοούμενά του αλλά και πάλι ο κόσμος έμεινε με το παράπονο καθώς λόγω της οικονομικής κρίσης οι υπεύθυνοι αποφάσισαν να το δείξουν ασπρόμαυρο!

Οι πρώτες χλιαρές αποδοκιμασίες ακούστηκαν όταν ο Dylan δοκίμασε να τραγουδήσει a capella το “Show Must Go On” βήχοντας και φτύνοντας μέχρι να καταφέρει να «βγάλει» το τραγούδι. Η βραχνάδα του, τα κρωξίματα και οι χαμένες του ανάσες δεν άρεσαν σίγουρα στο κοινό που περίμενε κάτι πιο θεατρικό και οπερατικό όπως άλλωστε μας είχε συνηθίσει ο γερό-ψαράς. Στο “Still Loving You” γέλασε και το παρδαλό κατσίκι όταν στην προσπάθειά του να σολάρει (ο Dylan όχι το κατσίκι) του έπεσε η κιθάρα κάνοντας μας να νιώσουμε οίκτο για τον συμπαθή γέρο- κλανιάρη. Το αποκορύφωμα ήταν η εκτέλεση του “Blowin In The Wind” με την συνοδεία μόνο μιας βουβουζέλας που ο γεράκος Bob έπαιξε ακουμπώντας πάνω στην αυτοσχέδια γέφυρα που σχημάτισε ο ντράμερ με τον μάνατζερ του. Εκεί πραγματικά ο κόσμος αγρίεψε και χρησιμοποιήθηκαν πλαστικές σφαίρες ενώ κάποιοι θερμόαιμοι ψέκασαν και Vapona!

Όπως είπαν αργότερα οι ψυχραιμότεροι, ο Dylan άφησε τον καλλίφωνο εαυτό του στο σπίτι, ενώ ο Τάκης, ένθερμος οπαδός του και κάτοχος του best-of, μας είπε «Είναι κρίμα να γκρεμίζονται τα είδωλά μας. Ο κ.Dylan καλό θα ήταν να ασχοληθεί με το ΛΑΦΚΑ του και ν'αφήσει τη μουσική στους νεότερους».

Μερικές μέρες μετά ο έγκριτος δημοσιογράφος Δημήτρης Κανελλόπουλος αποτύπωσε ανάγλυφα την εικόνα της συναυλίας στην έτσι και αλλιώς καταπληκτική του στήλη Otherside.
«Ήταν από απίστευτα βαρετός μέχρι κόβω τις φλέβες μου τώρα ή τις κόβω πριν έρθω στο Terra Vibe. Κάποιοι βέβαια τον αποθέωσαν, δεν ξέρω μόνο αν ήταν εκεί - μπορεί να έγραψαν τα κείμενα από το σπίτι τους, who knows. Δύο ώρες βαρετής ως επί το πλείστον μουσικής, χωρίς εφέ και, περίεργο, χωρίς video wall. Απίστευτο!» Πραγματικά τραγικό!

Σε αυτό το σημείο το Some Beans θα ήθελε να αποστασιοποιηθεί από την κριτική που δέχεται το γοητευτικό απολίθωμα, που όχι μόνο ακούει στο όνομα Bob Dylan αλλά και κουνάει ζωηρά την ουρά του στο άκουσμα αυτού.

Εμείς έχουμε να πούμε ότι το “Lay Lady Lay” μας υπενθύμισε ότι μερικά τραγούδια επιβάλλεται να τα ακούς με παρέα, το “Just Like A Woman” μας μετέφερε στον δικό του ρομαντικό και γεμάτο νόημα χωροχρόνο, το “Desolation Row” σου επέβαλλε να παρακολουθείς με γουρλωμένα μάτια τη χαλαρή μουσική ακολουθία ενώ το “Highway 61 Revisited” μας γέμισε με το σχεδόν μυθικό άρωμα της Dylanικής ατμόσφαιρας.

Ένα ταξίδι στα αγαπημένα μέρη του Dylan που είτε θα μας κούναγε σαν ζάρια μέσα σε ποτήρι με τα blues του ή θα προσέφερε το ιδανικό soundtrack για να θαυμάσεις τον ανοιξιάτικο καιρό που έδωσε τον καλύτερο εαυτό του εκείνο το βράδυ αφήνοντάς μας μόνο τρυφερές αναμνήσεις.


12.6.10

Jogo Bonito

Το αεροπλάνο ετοιμάζεται να προσγειωθεί. Ο Αύγουστος Ιγκνάσεβιτς ήπιε την τελευταία γουλιά από τον χυμό ακτινίδιο του (ποτέ δεν πίνει αλκοόλ όταν βρίσκεται σε αποστολή) και ακούμπησε το ποτήρι του στο τραπεζάκι άλλης μιας θέσης business.

Κάθε αποστολή του έχει έναν και μοναδικό σκοπό. Να κυνηγήσει το αλάνθαστο (κάποιοι θα προσέθεταν το «σχεδόν» πριν τη λέξη «αλάνθαστο» αλλά αυτοί οι κάποιοι προφανώς δεν γνωρίζουν τον Αύγουστο) ένστικτό του. Αυτή τη στιγμή δεν δουλεύει για κανέναν. Μάλλον οι υπόλοιποι δουλεύουν γι'αυτόν. Το πιο αναπτυγμένο σύστημα σκάουτινγκ στον κόσμο του ανήκει, και ομάδες τύπου Ρεάλ Μαδρίτης, Μπαρτσελόνα, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ αλλά και διοργανώσεις όπως το Μουντιάλ ουσιαστικά υπάρχουν μόνο και μόνο για να αναδεικνύουν και να κάνουν αστέρια στο ευρύτερο κοινό τους ποδοσφαιριστές που βρήκε πρώτος αυτός. Το συννεφάκι του φθόνου από τους υπόλοιπους πάντοτε τριγυρνούσε πάνω από το κεφάλι του αλλά αυτός ποτέ δεν ξεχνούσε την ομπρέλα του.

«Τη στιγμή που πιστεύεις ότι είσαι ο καλύτερος, εκείνη τη στιγμή, κάπου αλλού, κάποιος άλλος σε ξεπερνά». Αυτή ήταν η ατάκα ζωής του Αύγουστου που τον βοηθούσε να μην πέφτει στην παγίδα της υπεροψίας και της ληθαργικότητας. Κυρίως όμως φρόντιζε πάντοτε να κρατιέται αρκετά μακριά από τους ανταγωνιστές του για να μην μπορούν να τον φτάσουν αλλά αρκετά κοντά ώστε να τον βλέπουν και να τον ζηλεύουν.

Αυτή η κυριαρχία του βέβαια είχε αρχίσει να κάθεται στο στομάχι όλο και περισσότερου κόσμου τώρα τελευταία. Για την ακρίβεια πολύς κόσμος αυτή τη στιγμή θα ευχόταν μια άσχημη προσγείωση του αεροπλάνου που θα τους απάλλασσε απο την παρουσία του Ιγκνάσεβιτς.

Κανείς δεν θέλει άλλωστε να κερδίζει συνέχεια η ίδια ομάδα. Κανείς δεν θέλει συνέχεια την ίδια κυβέρνηση και ας κάνει τα ίδια πράγματα με την προηγούμενη. Κανείς δεν θέλει να βλέπει τους ίδιους ηθοποιούς. Είναι στην ανθρώπινη φύση. Και ο Αύγουστος είχε συντρίψει τον ανταγωνισμό κάνοντας το πράγμα υπερβολικά εύκολο. Φυσικά αυτός συνέχιζε με τους ίδιους ρυθμούς. Πηγαίνοντας αυτοπροσώπως να δει τα μικρά ακατέργαστα διαμάντια που έπρεπε να ξεθαφτούν από τα πιο περίεργα μέρη.

Για παράδειγμα, τώρα θα έπρεπε να παρακολουθήσει έναν αγώνα επίλεκτων εφήβων στο Kasungu του Malawi. Φυσικά δεν θα περίμενε αυτοί οι μελλοντικοί μπαλαδόροι να φτάσουν στις επαγγελματικές ομάδες, του Malawi για παράδειγμα, μέχρι να τους ανακαλύψει. Πολλοί ψιθύριζαν ότι χρησιμοποιούσε μεθόδους δουλεμπορίου ή σαγήνευε τους πιτσιρικάδες με τον δυτικό τρόπο ζωής διώχνοντάς τους από τις οικογένειές τους. Πολλές φορές βέβαια οι ίδιες οι οικογένειες αισθάνονταν ότι τους χάριζε τον πρώτο λαχνό του λαχείου δίνοντας την ευκαιρία στον γιο τους να πλουτίσει και να βοηθήσει την οικογένειά του βγάζοντάς την από δυσβάστακτη φτώχεια μιας και ο σωτήρας τους είχε τον τρόπο και την ικανότητα να διαλέξει τις εθνικές ομάδες του μέλλοντος και να πουλήσει τον γιό τους κατευθείαν σε ένα από τα ποδοσφαιρικά πάμπλουτα μεγαθήρια της Ευρώπης.

Για τον Αύγουστο δεν είχαν καμμία σημασία οι κρίσεις των αντιπάλων του. Ο σκοπός του ήταν πολύ συγκεκριμένος αυτή τη στιγμή και ούτε η μελαμψή συνταξιδιώτης του που άφηνε ηθελημένα την άκρη των δαχτύλων του αριστερού της ποδιού να ξεκουράζονται πάνω στο παντελόνι του Αύγουστου μπορούσε να του αλλάξει γνώμη. Ακόμα και η μηδαμινή αναστάτωση που του προκάλεσε το ανεπαίσθητο δάγκωμα των χειλιών της απεδείκνυε ότι ο Αύγουστος ήταν ένας άνθρωπος αποφασισμένος.

Όπως όλες οι δουλειές του τα τελευταία χρόνια, έτσι και αυτό το ταξίδι ξεκίνησε από ένα μυστηριώδες τηλεφώνημα στο Casselbergh της Μπριζ. Εκεί, κάτω από τα κανάλια, είχαν αλλάξει οι μοίρες δεκάδων παντελώς άγνωστων αθλητών που η φαντασία τους πρόβαλλε απαγορευτικό ακόμα και στο να κουβαλούν τις μπάλες και τα jockstraps δισεκατομμυριούχων κακομαθημένων νεαρών, πόσο δε μάλλον ότι θα γυμνάζονται, θα παίζουν και θα βγαίνουν στα αποκλειστικά club που η αναλογία ποδοσφαιριστών και μοντέλων είναι ένα προς τρία.

Το συνηθισμένο τηλεφώνημα στο ξενοδοχείο που συνήθιζε να προτιμά, όπως και τις άλλες φορές, ζητούσε τον Αουρέλιο Ίνγκραμ. Το, ας πούμε, alter ego του Ιγκνάσεβιτς. Ποτέ δεν χρειάστηκε να συναντήσει κάποιον. Απλά παραλάμβανε το μικρό χαρτάκι που του ακούμπαγε διακριτικά η σερβιτόρα κάτω από την τσαγιέρα του. Αυτό το χαρτί έδινε τις απαραίτητες πληροφορίες για το αντικείμενο που έπρεπε να ερευνηθεί. Όνομα, χώρα καταγωγής, ημερομηνία γεννήσεως, ιατρικό ιστορικό και ένα σύντομο (τι άλλο θα μπορούσε να ήταν άλλωστε αφού μιλάμε για παιδιά και εφήβους) βιογραφικό. Τίποτα περίεργο και αυτή τη φορά. Τίποτα περίεργο γι'αυτόν. Γιατί για όποιον έμπαινε στον κόπο (ή στο συρτάρι του Ιγκνάσεβιτς) να ερευνήσει αυτά τα χαρτιά θα του αποκάλυπταν τις πιο παράξενες ιστορίες του κόσμου. 13χρονα παιδιά θαύματα, τοπικοί ήρωες της γειτονιάς, άπορα παιδιά που βρήκαν διέξοδο μέσα από το ποδόσφαιρο, και φυσικά το αγαπημένο του. Παιδιά με σπιλωμένο ποινικό μητρώο που μεταξύ ποδοσφαίρου και παιχνιδιού έπρεπε να προστατεύσουν την οικογένειά τους με όπλα αλλά και να την θρέψουν από το εμπόριο ναρκωτικών.

Αφού πήρε μια γουλιά από το τσάι καραμέλα και πριν δαγκώσει το αλατισμένο μπισκοτάκι που του προσφέρθηκε από την ευγενική Βελγίδα σερβιτόρα, δίπλα στο όνομα Chipita Ngoni από το Malawi γεννημένος τον Απρίλιο του 1999 υπήρχε μια υποσημείωση για νοσηλεία στο τοπικό νοσοκομείο της περιοχής στα 9 του χρόνια. Ο λόγος της νοσηλείας ήταν άγνωστος οπότε ήταν κάτι που έχριζε διερεύνησης. Μπορεί η ποιότητα των πληροφοριών του είναι τέτοια που ο Αύγουστος ήταν σίγουρος ότι ο χρόνος που θα επένδυε θα του ερχόταν πίσω με τη μορφή δολαρίων, αλλά παρ'όλ'αυτά έπρεπε να σιγουρευτεί ότι ο Chipita έσφυζε και θα έσφυζε από υγεία, αφού έτσι και γινόταν το καινούργιο κατοικίδιο του Ιγκνάσεβιτς θα έπρεπε να αντέξει σε φρενήρεις ρυθμούς. Τα περίεργα περιστατικά που έχουν συμβεί στους παίκτες που άνηκαν στον Ιγκνάσεβιτς αφ'ότου τελείωσαν την καριέρα τους μας δίνουν μια ιδέα γι’αυτούς τους ρυθμούς. Ο Μαλτέζος Richard Ellis για παράδειγμα, αφ'ότου έγινε ο πρώτος Μαλτέζος παίκτης που κατέκτησε τον τίτλο του πρώτου σκόρερ στην Ευρώπη, μετά από μια χρονιά γεμάτη τραυματισμούς και ταλαιπωρία σόκαρε όλον τον κόσμο με την καρδιακή ανακοπή που υπέστη όταν κοιμόταν στο σπίτι του. Όλοι μίλησαν για ένα πραγματικό σοκ και μια πρωτόγνωρη τραγωδία για έναν τόσο σπουδαίο και ακμαίο αθλητή. Ο Ιγκνάσεβιτς όμως ήξερε. Αλλά ήταν πολύ απασχολημένος να ασχολείται με τον Seyfou Solange που έπρεπε να κάνει φίλους τους πιο «άτακτους» ποδοσφαιριστές στην καινούργια του ομάδα. Το χειρότερο ήταν όταν κλάπηκε το σώμα του Ellis πριν γίνει η τοξικολογική έρευνα. Τότε θα μπορούσε να είχε ταραχτεί ο Ιγκνάσεβιτς αλλά ξεκουράζονταν στο ησυχαστήριό του κάπου στον κόλπο του Μεξικό.

Πίσω στο ξενοδοχείο, αφού διασκέδασε για λίγο με τη σκέψη πως το όνομα Chipita σήμαινε «αυτό έχει αφαιρεθεί» στην γλώσσα της φυλής των Ngoni ανέβηκε στο δωμάτιό του για να βρει την ατζέντα του προμηθευτή του στην Νοτιοανατολική πλευρά της Αφρικής.

Όταν κατέβηκε από το αεροπλάνο, ο Ιγκνάσεβιτς έψαξε κατευθείαν και σχεδόν αυτόματα την ασφάλεια που θα τον συνόδευε. Η συνηθισμένη πενταμελής ομάδα ήταν εκεί και τον περίμενε με ένα αρκετά μεγάλο πρασινωπό αυτοκίνητο. Θα ορκιζόταν ότι κάποιος από αυτούς τους θηριώδεις τύπους τον είχε ξανασυνοδεύσει σε αποστολή του αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος ούτε τον ένοιαζε αρκετά για να πιάσει συζήτηση. Αφού εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για το χρώμα του αυτοκινήτου και αφού προσπέρασε μια φευγαλέα αίσθηση ματαιότητας για το συγκεκριμένο ταξίδι έδωσε εντολή να ξεκινήσουν. Δύο ώρες αργότερα αφού πια είχαν χωθεί σε μερικές από τις χειρότερες για τους τουρίστες περιοχές, παρότι ήταν σχετικά κοντά στην πρωτεύουσα, σταμάτησαν μπροστά σε ένα ερειπωμένο σχολείο.

Άλλοι θα είχαν τρομοκρατηθεί και μόνο στην ιδέα ότι πρέπει να βγουν από το αυτοκίνητο και να αντικρύσουν καθαρά αυτόν τον χαμό που συνέβαινε γύρω τους και όχι μέσα από τα κιτρινωπά τζάμια του αρματωμένου αυτοκινήτου. Ο Ιγκνάσεβιτς, αρκετά συνηθισμένος πλέον με την εικόνα εξαθλιωμένων ανθρώπων και παρατημένων σχολείων, πλησίασε προς την καγκελόπορτα ενώ οι πέντε άνδρες σχημάτισαν ένα υποτυπώδες τείχος ανάμεσα σε αυτόν και τον περίεργο κόσμο.

Σύντομα μια παρέα εφήβων ξεπετάχτηκε πηδώντας ένας ένας τον φράχτη του σχολείου. Σαν μυρμήγκια που ξεπερνούσαν τα χάρτινα εμπόδια που τους βάζει ένα παιδί ξεχυθήκαν μέσα στην αλάνα του σχολείου ουρλιάζοντας και χοροπηδώντας. Ποιό από αυτά τα περίπου δεκαπέντε υπερδραστήρια πιτσιρίκια μεταξύ 8 και 12 χρονών μπορεί να ήταν ο Chipita; Το χαρτάκι εξ'άλλου για τον φόβο κατασκοπείας δεν έγραφε τίποτα άλλο. Τα τόσα χρόνια εμπειρίας του Ιγκνάσεβιτς όμως ήταν αρκετά. Αυτό το ήξερε και ο ίδιος αλλά και ο κρυφός του πληροφοριοδότης.

Για να δούμε τώρα λοιπόν.... Ο μεγαλόσωμος μπουνταλάς που παίζει με τον όγκο του θα μπορούσε μελλοντικά να είναι ένας από τους άντρες που εγγυούνταν την ασφάλεια του Ιγκνάσεβιτς αυτή τη στιγμή. Ο κοντοστούπης ντριπλαδόρος που χώνεται κάτω από τα πόδια των αντιπάλων του θα ήταν ο προφανής στόχος για τον κοινό ανιχνευτή ταλέντων. Ο Αύγουστος όμως ψάχνει κάτι πραγματικά ξεχωριστό. Μετριότητες, παιδιά, αδύναμοι χαρακτήρες. Όλα περνούσαν μέσα από σκάνερ εκείνη τη στιγμή.

Σε κάποια στιγμή ένας αργοπορημένος πιτσιρικάς πήδηξε τον φράχτη. Το ελαφίσιο περπάτημά του και τα παιχνιδιάρικα κοτσιδάκια του αποκάλυπταν έναν μελλοντικά αδύναμο και χωρίς τσαγανό ποδοσφαιριστή αρκετά ωραιοπαθή και χωρίς σύντομη ημερομηνία ωρίμανσης. Όταν άρχισε μάλιστα να παρακαλάει τον μεγαλόσωμο αρχηγό της παρέας προκειμένου να μπει να παίξει ο Αύγουστος εκνευρίστηκε με τον εαυτό του που προς στιγμήν νόμιζε ότι βρήκε τον άνθρωπό του νιώθοντας παράλληλα οίκτο για το παιδί που δεν επρόκειτο να επιβιώσει στις σκληρές συνθήκες της γειτονιάς.

Μετά από μισή ώρα ο Αύγουστος είχε γίνει πραγματικά νευρωτικός. Ο πανικός του χτύπαγε την πόρτα μιας και ποτέ στο παρελθόν δεν είχε αργήσει τόσο να βρει τον άνθρωπο του. Εντωμεταξύ ο μικρός θλιβερός μυξιάρης συνέχιζε να τραβάει τη φανέλα του βουβαλιού, που πλέον είχε μοιράσει κλωτσιές και καρπαζιές σε όλα τα κακόμοιρα παιδιά που σταμάτησαν να προσπαθούν να του πάρουν την μπάλα, προκειμένου να τον βάλει και αυτόν να παίξει έστω και για πέντε λεπτά. Μόλις σκόραρε άλλο ένα γκολ για την ομάδα του ο βούβαλος άρπαξε από τον λαιμό τον κοντό μπαλαδόρο συμπαίκτη του και τον πέταξε έξω από το «γήπεδο» σχεδόν πάνω στην πόρτα του σχολείου πίσω από την οποία ο Ιγκνάσεβιτς γούρλωνε τα μάτια του με αγωνία για να βρει το αντικείμενο του ταξιδιού του. Ο βούβαλος έκανε μια κίνηση πρόσκλησης με τα κουπιά που είχε για χέρια και ο μικρός θλιβερός μυξιάρης μπήκε για μερικά λεπτά δόξας πριν τους μαζέψει η αστυνομία της περιοχής. Αυτό θα γινόταν μόλις τελείωνε την είσπραξη των «φόρων» από τους κατοίκους. Το παιχνίδι συνεχίστηκε και ο μικρός τράβηξε αμέσως την προσοχή όλων. Δυνατό και ταυτόχρονα πολύ πιο ταχύ απ'όλους τους άλλους τρέξιμο. Οι ώμοι του όρθιοι να προτάσσουν το φουσκωμένο του στήθος, η ισορροπία του σώματος του αρκετή για να πετάξει οποιονδήποτε αντίπαλο ένα μέτρο μακριά και λεπτά μακριά πόδια που αγκάλιαζαν σαν πλοκάμια την μπάλα. Ήταν προφανές ότι ο μικρός μυξιάρης με τα μεγάλα μάτια και τις ακτινωτές βλεφαρίδες ήταν ο Chipita.

Αφού αναστέναξε βαθιά ο ανακουφισμένος Αύγουστος ετοίμασε τα διαπραγματευτικά του χαρτιά για να μετατρέψει άλλον έναν μικρό και φτωχό χλεμπονιάρη σε παγκόσμιο σταρ.
Η ώρα είχε περάσει αρκετά και οι σειρήνες της αστυνομίας ακούγονταν από τον επόμενο δρόμο. Οι μικροί άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι ακριβώς όπως τρέχουν τα μυρμήγκια όταν τα παιδιά βάζουν φωτιά στις φωλιές τους. Ο βούβαλος άρχισε να κυνηγάει τον Chipita για να του πάρει τη μπάλα και να φύγει στο σπίτι του. Ο μικρός, θρασύς όμως, αντί να παρατήσει τη μπάλα και ν'αρχίσει να τρέχει όχι μόνο δεν φοβήθηκε την εφόρμηση του μικρού ταύρου αλλά αφού πάτησε τη μπάλα έριξε μια απότομη και ξαφνική γροθιά με το αριστερό του χέρι στην ευαίσθητη περιοχή του βούβαλου. Μέχρι να διπλωθεί στα δύο αυτός που του επιτέθηκε ο Chipita ήδη είχε αρπάξει τη μπάλα και έτρεχε να πηδήξει την καγκελόπορτα του σχολείου. Ο Αύγουστος είχε αρχίσει να αναστατώνεται και αυτή η επίδειξη θάρρους του μικρού τον είχε εντυπωσιάσει. Αφού έδωσε μια απότομη εντολή στον έναν από τους πέντε φουσκωτούς να αρπάξει τον Chipita από τις κοτσίδες του έψαξε μέσα στο παντελόνι του ένα σακουλάκι και στη συνέχεια έβγαλε το σακάκι και το πέταξε στα μούτρα ενός άλλου σωματοφύλακα. Ο Chipita οδύρονταν χειρότερα και από την επερχόμενη σειρήνα πριν τον κουτρουβαλιάσουν μέσα στα μπεζ καθίσματα του αυτοκινήτου. Ο Ιγκνάσεβιτς μπήκε αποφασισμένος στο αυτοκίνητο και του είπε στην διάλεκτο Chewa μέσω ενός από τους πέντε σωματοφύλακες που μετέφραζε με μια ικανοποίηση για την επιλογή του ως μεταφραστής. «Αν δεν κάτσεις ήσυχος και δεν έρθεις μαζί μας θα σε αφήσω να ενηλικιωθείς στις φυλακές της περιοχής». Οι σειρήνες πλησίαζαν αλλά ο μικρός μέσα σε κλάματα και υστερίες ούρλιαζε πως θέλει να γυρίσει σπίτι. Ο Ιγκνάσεβιτς δεν είπε κάτι παραπάνω και περίμενε υπομονετικά να φτάσει η αστυνομία. Όσο πλησίαζαν οι σειρήνες τόσο μεγάλωνε ο λυγμός του μικρού. Τα περιπολικά πάρκαραν ακριβώς μπροστά στο αμάξι του Ιγκνάσεβιτς και στο εμετικό πράσινο χρώμα αναβόσβηνε το κίτρινο της σειρήνας. Ο Αύγουστος βγήκε από το αυτοκίνητο και το πρόσωπο του είχε το πιο γαλήνιο βλέμμα που θα μπορούσε να έχει άνθρωπος. Αφού επικοινώνησε για λίγο μέσω του νέου του μεταφραστή με τον πιο αγριωπό αστυνομικό, που έφτασε εκεί με πρόθεση να συλλάβει τα παιδιά που είχαν καταπατήσει το κτίριο, του έδωσε το φακελάκι που είχε βγάλει νωρίτερα από την τσέπη του παντελονιού του. Ο Chipita τους είδε για λίγο ακόμα να μιλούν και να χασκογελάνε. Ξαφνικά ο αστυνομικός μπήκε με φόρα μέσα στο αυτοκίνητο. Αφού έριξε δυο τρεις σφαλιάρες στον Chipita (μπορεί να ήταν και τέσσερεις, έτσι κι αλλιώς ο Αύγουστος κοιτούσε αλλού και σκεφτόταν την επόμενή του κίνηση) του τράβηξε την κοτσίδα και τον έφερε κοντά στο πρόσωπο του. Τότε του μίλησε για κάποια δευτερόλεπτα και αφού του έριξε άλλη μια σφαλιάρα βγήκε ξανά έξω από το αυτοκίνητο. Ο μικρός άρχισε να κλαίει ακόμα περισσότερο και ο Αύγουστος επέστρεψε στη θέση δίπλα του. Οι τρεις άνδρες έμειναν έξω και βοήθησαν τους αστυνομικούς να βρουν τα υπόλοιπα παιδιά που το έσκασαν. Μεταξύ τους και ο μεταφραστής που δεν έδειχνε καθόλου ικανοποιημένος από την εξουσία που γλίστρησε μέσα από τα χέρια του. Οι υπόλοιποι δύο μπήκαν μέσα στο αυτοκίνητο και περίμεναν εντολές. Ο Ιγκνάσεβιτς τους είπε να τους πάνε στο ξενοδοχείο που βρίσκεται στην πιο τουριστική πλευρά της πόλης και κοντά στην πρωτεύουσα.

Είχε νυχτώσει για τα καλά. Ο Chipita δεν είχε άλλο να κλάψει και για το μόνο που ανησυχούσε ήταν η μάνα του στο σπίτι όσο άσχημα και αν του είχε φερθεί πριν μερικά χρόνια. Έτσι και αλλιώς για το καλό του το έκανε.
Ο Ιγκνάσεβιτς είχε ήδη περάσει αρκετή ώρα στο μπάνιο. Παρά τα 48 του χρόνια συνεχίζει να ντρέπεται για κάποια πράγματα και να καταφεύγει στο μπάνιο για να κρυφτεί. Ο Chipita περίμενε μαζεμένος στην καρέκλα του και αναρωτιόταν αν ο αστυνομικός έλεγε αλήθεια ότι αν δεν συνεργαστεί θα πειράξουν την μάνα του.

Αργά αργά η πόρτα του μπάνιου του πολυτελούς (τηρουμένων των αναλογιών) ξενοδοχείου άνοιξε. Ο Αύγουστος Ιγκνάσεβιτς ήταν ξυπόλυτος μέσα σε ένα χνουδωτό μπουρνούζι. Τα μαλλιά του ήταν φρεσκολουσμένα και οι κόρες των ματιών του διεσταλμένες. Στο χέρι του κράταγε ένα ζευγάρι χειροπέδες και ένα κερί. Πέταξε τις χειροπέδες στο κρεβάτι και άνοιξε τη βαλίτσα του. Από μέσα έβγαλε έναν αναπτήρα και ένα μακρύ και χοντρό αντικείμενο σαν ρόπαλο που ο Chipita δεν είχε ξαναδεί. Ήταν μαύρο και λύγιζε πότε αριστερά και πότε δεξιά όταν ο Αύγουστος περπάταγε με αυτό στο χέρι του. Διέσχισε όλο το δωμάτιο και τελικά κάθησε στο κρεβάτι μπροστά του. Κοίταξε τον Chipita χαμηλά στο σορτσάκι του και άφησε το μπουρνούζι να λυθεί και να ανοίξει μπροστά του. Ο Ιγκνάσεβιτς φορούσε ένα κόκκινο σουτιέν και ένα εξίσου κόκκινο κάτω εσώρουχο. «Άνοιξε το συρτάρι στα αριστερά σου» είπε ήρεμα ο Αύγουστος. Τα πόδια του μικρού άρχισαν να τρέμουν. Άνοιξε διστακτικά το συρτάρι και βρήκε μια ζώνη και δύο βραχιόλια με καρφιά.

Ο Ιγκνάσεβιτς συνέχισε χωρίς να διακόψει μιλώντας σαν να έχει πει τα παρακάτω λόγια δεκάδες φορές. «Αν γδυθείς και φορέσεις αυτά που βρίσκονται στο συρτάρι θα έχεις μια ζωή που όλοι έχουν ονειρευτεί. Η μάνα σου κι εσύ θα ζήσετε στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και με τα λεφτά που θα βγάλεις θα μπορείς να αγοράσεις ολόκληρη την πατρίδα σου. Θα πηγαίνεις με όποιες και με όσες γυναίκες θέλεις και κυρίως θα είσαι ο μεγαλύτερος ήρωας που βγήκε ποτέ από το Malawi. Εγώ θα βρίσκομαι για πάντα δίπλα σου αρκεί να είσαι πιστός σε εμένα και να κάνεις ότι σου λέω. Γδύσου τελείως τώρα, φόρεσε μόνο αυτά εκεί και μετά έλα κοντά μου.»

Ο Chipita έμεινε για λίγο παγωμένος. Ξαφνικά άνοιξε το στόμα και άρχισε τα αναφιλητά ενώ άρχισε να κατεβάζει το σορτσάκι του. Ο Ιγκνάσεβιτς ημέρεψε και ήξερε πως από εδώ και πέρα όλα θα έπαιρναν τον φυσιολογικό τους δρόμο. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν το σοκολατένιο σώμα και τον ανδρισμό του μικρού που δεν είχε δοκιμαστεί μέχρι τότε. Τα μάτια του πλέον ήταν έτοιμα να πεταχτούν στον απέναντι τοίχο όταν είδε το κουρέλι που υπήρχε κάτω από το σορτσάκι του μικρού. Η ανυπομονησία του πλέον ήταν ανυπόφορη. Ο μικρός έκλαιγε όλο και πιο δυνατά αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Κανείς από το ξενοδοχείο δεν ήταν διατεθειμένος να τους ενοχλήσει. Όταν έβαλε τα χέρια του στο κουρέλι για να απαλλαγεί και από αυτό ο Ιγκνάσεβιτς του φώναξε «ΟΧΙ ΑΚΟΜΑ! Βγάλε πρώτα τη μπλούζα σου!».

Τότε τα χέρια του μικρού Chipita σήκωσαν τρομαγμένα αλλά και διστακτικά την μπλούζα του αποκαλύπτοντας ένα περίεργο θέαμα. Στο ύψος του κοκκαλιάρικου στέρνου του υπήρχαν δύο μεγάλες ουλές που φαίνονταν να είχαν γίνει τα τελευταία δύο-τρία χρόνια. Ο Ιγκνάσεβιτς δεν αποθαρρύνθηκε. «Κατέβασέ και το άλλο τώρα».

Ο μικρός έκλαιγε πλέον όσο πιο πολύ μπορούσε και ταυτόχρονα κοίταγε διερευνητικά την πόρτα. Ο Ιγκνάσεβιτς φώναξε πλέον απελπισμένα «ΑΝΤΕ ΛΟΙΠΟΝ!!» και τότε το κουρέλι κατέβηκε στους αστραγάλους του μικρού. Εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει όμως το εφηβικό του πέος στη θέση εκείνη υπήρχε ένα εφηβικό αιδοίο που προλογίζονταν από ένα τριγωνικό εφηβαίο.
Ο Ιγκνάσεβιτς τίναξε πίσω το κεφάλι του σα να έφαγε καρπαζιά από τον μικρό βούβαλο. Ταυτόχρονα το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει και προς στιγμήν ήταν σίγουρος πως έχασε την όραση του. Ένα βίαιο κύμα εμετού πετάχτηκε μπροστά στο κρεβάτι. Η μικρή Chipita περίμενε το ξάφνιασμα αλλά όχι μια τόσο ακραία αντίδραση. Σήκωσε γρήγορα το σορτσάκι της και άρπαξε τη μπλούζα της τρέχοντας προς την πόρτα. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη και έξω από αυτήν κανείς να την σταματήσει. Την έκλεισε όσο πιο δυνατά μπορούσε νομίζοντας ότι θα δυσκολέψει τον Ιγκνάσεβιτς αν επιχειρούσε να την κυνηγήσει και τρέχοντας με όλη της την ζωή στην σκάλα και έπειτα στην έξοδο προσπέρασε την καφετέρια του ξενοδοχείου. Οι δύο άντρες της ασφάλειας βρίσκονταν αρκετά μακριά από το ξενοδοχείο κάπου όπου θα χαίρονταν τα λεφτά που πήραν πρώτα από τον Αύγουστο και μετά από τον ανώνυμο βραχύβιο εργοδότη τους. Η μικρή είχε φορέσει πια την μπλούζα της και άνοιγε την εξωτερική πόρτα του ξενοδοχείου. Όταν είχε βγει στο δρόμο τρέχοντας για το σπίτι της ο Ιγκνάσεβιτς έπεφτε λιπόθυμος χτυπώντας το κεφάλι του στο ξύλο του κρεβατιού καθώς συνειδητοποιούσε το μέγεθος της προδοσίας βλέποντας το γυάλινο σπίτι που ζούσε μέχρι τότε να ραγίζει μπροστά του.

Το επόμενο πρωί ξύπνησε μέσα στον εμετό του και τα αίματα από το κεφάλι του. Η όρασή του είχε επανέλθει αλλά το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει από αυτήν την καταραμένη χώρα. Η προδοσία στριφογύριζε στο κεφάλι του και ένιωθε το χαλί να τραβιέται κάτω από τα πόδια του. Αυτός που του έδινε τις ζωτικές πληροφορίες βρήκε καινούργιο εργοδότη και η Chipita ήταν ο τρόπος του πληροφοριοδότη να τονίσει αυτή την αλλαγή στάσης. Το μέλλον του έμοιαζε αβέβαιο πλέον και για πρώτη φορά άρχισε να σκέφτεται πως θα μπορούσε να εξαφανιστεί τελείως από τον χάρτη. Όποιος είχε την δύναμη να τον εξευτελίσει με αυτόν τον τρόπο σίγουρα θα μπορούσε να του κάνει πολύ χειρότερα. Όταν κατέβηκε μαζί με τις βαλίτσες του στην είσοδο δεν υπήρχε κανείς και τίποτα να τον υποδεχτεί.

Τρομοκρατημένος, κάλεσε αυτοκίνητο μέσω της reception και παρότι είχε να αντιμετωπίσει τα πρωτόγνωρα εχθρικά βλέμματα του υπεύθυνου κατάφερε να παραμείνει σχετικά ψύχραιμος, πέρα από κάποιες φορές που του έπεφτε η βαλίτσα καθώς ένιωθε αδύναμο το χέρι του, δεχόμενος τελικά το αυτοκίνητο με ανακούφιση.
Η αναμονή στο αεροδρόμιο ήταν βασανιστική και με το ζόρι απέφυγε την λιποθυμία στα βρώμικα βλέμματα που δεν ήταν δεκτικά στην ξενική του φάτσα. Είχε βραδιάσει πλέον και το αεροπλάνο απογειωνόταν. Όταν η Chipita απολάμβανε την γκρίνια και την ανησυχία της μαμάς της για την χθεσινή εξαφάνιση, ο Αύγουστος κοιτούσε με ένα πρωτόγνωρα απελπισμένο βλέμμα από το παράθυρο. Προσπαθώντας να σκεφτεί αν η εταιρεία με την οποία πέταγε ήταν από αυτές που θεωρούνται πιο επικίνδυνες σύμφωνα με μια οδηγία που βγήκε πρόσφατα ταυτόχρονα δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το μυαλό του από ένα τραγούδι που έλεγε πως πρέπει να εξαφανιστεί πλήρως και να μην ξαναβρεθεί ποτέ.

10.6.10

Some Questions #15: Hjaltalin!

Εδώ και λίγους μήνες η Ισλανδία ήταν στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος επειδή έδινε στον πλανήτη στάχτη και μπούρμπερη. Καθώς όμως το ηφαίστειο Πωςσκατατολένε σιγά σιγά ηρέμησε, το συμπαθέστατο νησί επανήλθε στο να μας δίνει το εδώ και πολλά χρόνια πιο φημισμένο του προϊόν: σπουδαίους μουσικούς! Οι Hjaltalin είναι επτά ζωή να'χουν, κατοικοεδρεύουν στο Ρέικιαβικ και μέσα στο Μάιο κυκλοφόρησαν διεθνώς τον δεύτερο δίσκο τους με τίτλο Terminal. Το είδος που μοιάζει να τραβιέται περισσότερο φέτος, δηλαδή η πλούσια ορχηστρική ποπ, βρίσκεται κι εδώ σε μια εκδοχή λίγο πιο εξωστρεφή και soul από τους Efterklang. Η βραχνή φωνή του Högni Egilsson εξισορροπείται τέλεια από την ισλανδική εκδοχή της Shirley Bassey, Sigríður Thorlacius και το καλοκαιρινότατο "Feels Like Sugar" αποτελεί για μας ένα από τα τραγούδια της χρονιάς... Ο μπασίστας της μπάντας Guðmundur Óskar Guðmundsson, ή αλλοιώς απλά Gummi, ανέλαβε να εκπροσωπήσει τους συντρόφους του απαντώντας στα καυτά ερωτήματα που του θέσαμε! Η απάντησή μας στην πρό(σ)κλησή του είναι, ελάτε εσείς στην Αθήνα και θα είναι χαρά μας...

Could you please tell us...

1. Three albums you’d take along on a desert island?

Sea Change (Beck), Rumours (Fleetwood Mac) and Ten New Songs (Leonard Cohen).

2. A song you wish you’d written?

"Total Eclipse of the Heart" is one of many.

3. Your Sunday morning song?

"Perfect Day" (Lou Reed).

4. Your favourite b-side?

"I Am the Walrus". It was a b-side on "Hello Goodbye".

5. Your favourite Beatles song?

"I Will".

6. A musician/band you think is criminally underrated?

The Zombies.

7. Your favourite place for writing music?

My bed. Asleep.

8. What your music-related plans are for the next 12 months?

Tour with Hjaltalín around Iceland and Europe. And just play as much alongside the band as possible.

9. What you wish to do once you retire from music?

To write a global hit song. Maybe a christmas song. Just like in the movie About a Boy, so my children will live comfortably of the royalties of the song.

10. A stylistic choice you’ve made and are now ashamed of?

I once had two earrings in my right ear. That was in the 90's. And it was because a famous duo from Norway (very famous in Iceland at least), two brothers, had those earrings. And i also had a mullet to look like one of them.

11. Which role you would like to have played if you were an actor?

Tony Montana in Scarface.

12. A recurring childhood dream of yours?

My dream was always to become a farmer and a horse trainer. I tried that for some years, but I'm glad I became a musician in staid.

13. If you are superstitious?

No, don't think so.

14. A sentence containing the words ”some” and ”beans”?

When Hjaltalín comes to Athens, I hope that some beans will meet us and show us around the city.

Hjaltalin - "Feels Like Sugar" από το Terminal

3.6.10

Αμπελοφασουλοσοφίες 03/6/10

Φαίνεται ότι κάτι μας πιάνει το Μάιο! Ίσως φέτος να φταίει ο άστατος καιρός, αν και πλέον τα αφήσαμε πίσω αυτά και βαδίζουμε ήδη στις πρώτες μέρες του καλοκαιριού, με τη θαλασσινή μυρωδιά να ανεβαίνει προκλητική από την Πειραϊκή. Ή μπορεί απλά να είναι πάντα φοβερά πολυάσχολος μήνας. Αλλά ζούμε, είμαστε καλά, όλα ΟΚ... Και μουσική έχουμε ακούσει και απ'όλα!

Και υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντα πραγματάκια τριγύρω, και συνέχεια ξεφυτρώνουν κι άλλα από παντού. Και σε περιμένουν να τ'ακούσεις και να τα ερωτευτείς. Όπως οι Hjaltalin - περισσότερα γι'αυτούς σύντομα...

Ή όπως ας πούμε η Madam την οποία παρουσιάσαμε στο Some Questions πριν μερικούς μήνες. Και να που την έχει ανακαλύψει κι ο Guy Garvey και έπαιξε ένα κομμάτι της στην εκπομπή του πριν δυο βδομάδες (λίγο μετά το λατρεμένο μας "I'm A Pilot" - λατρεύουμε τον θεούλη Guy, το έχουμε ξαναπεί και θα το ματαξαναπούμε!) όπως περήφανα μπορούμε να ανακοινώσουμε. Μακάρι να γνωρίσει την επιτυχία που της αξίζει!

Φυσικά Μάιος σημαίνει και τέλος της σεζόν σε διάφορους τομείς, όπως για παράδειγμα στην τηλεόραση. Την εβδομάδα που μας πέρασε μας άφησε και το Lost με ένα φινάλε που για μας υπήρξε απλά καταπληκτικό. Ναι, ΟΚ, δεν απάντησαν σε όλα τα ερωτήματα που οι ίδιοι έβαλαν στο μυαλό του κοινού τους αλλά τελικά αποδείχθηκε ότι αυτά δεν ήταν και τόσο μεγάλης σημασίας - οι άνθρωποι είχαν από την αρχή τη μεγαλύτερη σημασία και οι σχέσεις τους, και όλα τα γύρω-γύρω ήταν συμβολικά. Κι έτσι έπρεπε δηλαδή. Το να βγαίνει ένα τηλεοπτικό σήριαλ και να μιλάει για την αγάπη και την ένωση που προσπερνάει το θάνατο στα μούτρα του κυνικού και μπουχτισμένου τηλεθεατή του 2010 είναι κάτι. Κάτι πολύ όμορφο, αν θέλετε τη γνώμη μας.

Τελείωσε και η αθλητική σεζόν και περιμένουμε να δούμε τί θα γίνει. Από την πλευρά μου προς το παρόν δεν έχω να απαντήσω κάτι στον mr.grieves, θα τα πούμε όταν έρθει η ώρα...

Για τώρα, παντως, είμαστε σε συναυλιακό mood. Αφού είδαμε έναν απρόσμενα κεφάτο και περισσότερο ακμαίο απ'ό,τι περιμέναμε Bob Dylan στο Terravibe το περασμένο Σαββατοκύριακο, ακολουθεί το διήμερο Synch-Rufus. Τελικά η ταρζανιά που σχεδιάζαμε δεν γίνεται, οπότε καταλήξαμε ότι το Σάββατο θα ανήκει στην Αυτού Εξοχότητα ενώ η Παρασκευή στο Synch και ησυχάσαμε. Ανυπομονούμε σφόδρα και για τα δυο κι ελπίζουμε απλά να μπορέσουμε να δούμε τους Hot Chip μια άλλη φορά, σύντομα πάντως.

Και να μη βρέξει!


 
Clicky Web Analytics