Εν μέσω πολέμων, σεισμών, τσουνάμι, ραδιενεργών αντιδραστήρων, γιαουρτωμάτων, οικονομικής εξαφάνισης της μεσαίας τάξης, άδειων δρόμων, άδειων καφέ, άδειων φαγάδικων, ξύλου στα γήπεδα υπάρχει και η μουσική ευτυχώς.
Στο Magiska, στο Isohunt, σε βόλτες στο Metropolis (που καταλήγουν τελικά σε ψώνια απο το πολύ φθηνότερο Amazon) τα χρώματα δεν είναι τόσο μελανά και η εικόνα αποσύνθεσης τέτοια.
Υποθέτω κάποια στιγμή η ζωή στην Αθήνα θα επανέλθει και όλοι θα είμαστε πληγωμένοι αλλά πιο σοφοί.
Είναι ευχάριστο πάντως ότι υπάρχει ακόμα ζωή (ή έστω ημιζωή) και στα μουσικά δρώμενα της χώρας.
Καινούργιες ελληνικές μπάντες βγαίνουν στον ορίζοντα που υποστηρίζονται απο σοβαρές μικρές εταιρείες με ενιαία αισθητική, τα ελληνικά μουσικά sites ανανεώνονται εμφανισιακά και ξεφυτρώνουν καινούργια, υπάρχουν ακόμα ακόμα δειλά-δειλά και κάποιες ενδιαφέρουσες συναυλίες.
Αυτή είναι η μισογεμάτη άποψη γιατί αυτό που σκεφτόμαστε συνήθως είναι ότι καμία ελληνική μπάντα εδώ και καιρό δε μας έχει τραβήξει την προσοχή (όχι τους 2L8 δεν τους έχουμε ακούσει ακόμα, επιφυλασσόμεθα), οι μικρές εταιρείες επιβάλλουν μια αισθητική που αντιγράφει κατευθείαν τις ξένες μόδες χωρίς καμία διάθεση πρωτοτυπίας (vintage φωτισμός στα εξώφυλλα, αφηρημένες εικόνες διάφορων hipsters), τα ελληνικά μουσικά sites κινούνται ανάλογα με τις επιταγές (διττή έννοια σε αυτό το σημείο) των ελληνικών παραρτημάτων των εταιρειών, ενώ έχουμε κουραστεί να ψάχνουμε tour dates καλλιτεχνών και να βρίσκουμε στη θέση της χώρας μας Κροατίες, Σερβίες, Τουρκίες. Αντ'αυτού οι ίδιοι και οι ίδιοι κουρασμένοι ταξιδιώτες.
Αυτή ήταν η μισοάδεια άποψη που ως φύσιν απαισιόδοξοι άνθρωποι υποστηρίζουμε πιο συχνά.
Στην πραγματικότητα όμως ευτυχώς που υπάρχουν και αυτά. Ευτυχώς που υπάρχει έστω και αυτή η ημιθανής κίνηση, ευτυχώς που μπορεί να μην εξελισσόμαστε αλλά τουλάχιστον βαδίζουμε.
Ευτυχώς που έρχεται ξανά ο Dulli να μας παίξει τον καινούργιο δίσκο των Twilight Singers, οι Echo & the Bunnymen για να μας τα ξαναπούνε, ο UNKLE, οι άνεργοι Kyuss για να γεμίσουν το χρόνο τους και τις τσέπες τους, οι Swans για να τους αγκαλιάσει ένα κοινό που ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία τους, οι Buzzcocks για τους γραφικούς πανκοροκαμπιλάδες, οι φθηνοί Tindersticks-lite Black Heart Procession, το όλο και χειρότερο Rockwave (πόσες φορές θα έρθουν οι Gogol μπουρδέλο πιά;), το Ejekt που έδωσε όλο το «μαρούλι» στην Amy Winehouse (ελπίζω να έχουν δει αυτό το βιντεάκι και να είναι έτοιμοι για όλα) και το Synch που θα έχει δυο-τρία φρέσκα ονόματα.
Αυτά γίνονται. Δεν υπάρχουν λεφτά αλλά συνεχίζουμε και λέμε κι ευχαριστώ όσοι δεν έχουμε τη δυνατότητα να φεύγουμε τρεις φορές το χρόνο από τη χώρα.
Γιατί ρε μάνα δε με γέννησες χαρντροκά ή μεταλά να βλέπω όλη την αφρόκρεμα της μουσικής που αγαπώ;
Και το χειρότερο είναι πως αυτά είμαι σίγουρος ότι τα έχω ξαναγράψει.
Κάτι σαν τη μηνιαία γκρίνια του mr. grieves τείνει να εξελιχθεί η στήλη.
Η αγαπητή elafini πάντως ανέφερε μέσω twitter κάποιες φήμες περί συναυλίας των Irrepressibles τον Μάιο. Πολύ καλό για να είναι αληθινό αλλά απο την άλλη τα ελάφια φημίζονται για την καλή τους ακοή.
Μιας και αναφέραμε τo Metropolis νωρίτερα θα έχετε ακούσει για το Δευτεριάτικο event που διοργάνωνουν οι Radiohead με αφορμή την κυκλοφορία σε cd του King Of Limbs. Οι πρώτοι κάμποσοι τυχεροί που θα προσέλθουν θα πάρουν το εφημεριδάκι-promo που σχεδίασε ο Stanley Donwood και ο Tchock (Thom Yorke).
Και μιας και είπαμε Thom Yorke ευκαιρία να ακούσετε (όσοι δεν το έχετε κάνει) τις δύο πραγματικά εξαιρετικές συνεργασίες με τον Burial και τον Four Tet εδώ και εδώ.
Σε άλλα νέα, γλυκόπικρη αίσθηση μας άφησε ο δίσκος των Stricken City. Μιά μπάντα που το some beans ανακάλυψε με την κυκλοφορία του φετινού δεύτερου τους δίσκου με τίτλο Losing Colour.
Γλυκιά-γλυκύτατη αίσθηση μας άφησαν τα πολύ όμορφα τέσσερα πρώτα κομμάτια που θύμιζαν πιο ονειρικούς School Of Seven Bells, και μια περισσότερο κιθαριστική Fever Ray. Λίγο άνοστη γεύση τα υπόλοιπα κομμάτια που αναλώνονταν σε στυλ εις βάρος της ουσίας και λιγότερο καλές συνθέσεις στις οποίες τουλάχιστον δέσποζε η δυναμική φωνή της Rebekah Raa.
Πικρή γεύση μας ήρθε όμως όταν διαβάσαμε πως αυτό είναι το τελευταίο τους άλμπουμ ως μπάντα (αντίο Stricken City φεύγεις νωρίς αλλά χαρήκαμε που σε γνωρίσαμε, καλημέρα καριέρα της Rebekah Raa) ραγίζοντάς μας την καρδιά με αυτό το "we never stood a chance" της αποχαιρετιστήριας ανακοίνωσης αλλά εμείς θα σας αφήσουμε με κάτι γλυκό στα πλαίσια της διπολικής (και λίγο μεγάλης) σημερινής αμπελοφασουλοσοφίας.
Το καταπληκτικό "Corridors" με την επίμονη κιθάρα του να οδηγεί γενναία μέσα απο τα διαμαντένια keyboards της Rebekah και την ισχυρή φωνή της να κόβει με μαχαίρι τον παχύ ιδρωμένο αέρα είναι ένα απο τα καλύτερα πράγματα που άκουσα φέτος (για την ιστορία το "Bella Writer" είναι το αγαπημένο της uptight).
Μπορείτε να διαμορφώσετε τη δική σας γνώμη απο το site της μπάντας που διαθέτει όλο το άλμπουμ δωρεάν για ακρόαση.
Καλή είναι η ιστορία αλλά τώρα (όχι ακριβώς τώρα δηλαδή, τον Ιανουάριο) ήρθαν τα φρέσκα κουλούρια απο το στρατοπεδο των British Sea Power. Μετά τα παραπονάκια που έκαναν την εμφάνισή τους στον δεύτερο και τον τρίτο δίσκο τους η μπάντα απο το Brighton επιχείρησε μια ολική επαναφορά στον πλούσιο, γεμάτο στρώσεις και συναισθήματα ήχο του The Decline of British Sea Power. Ο σκοπός επετεύχθη. Και αν είναι νωρίς ακόμα να μιλάμε για τον καλύτερο δίσκο της καριέρας τους ή για δίσκο ισάξιο με το πρώτο τους αριστούργημα αναμφίβολα μπορούμε να κατατάξουμε το Valhalla Dancehall στις καλύτερές τους στιγμές.
Μετά και το 40λεπτο Zeus EP που κυκλοφόρησαν το περασμένο φθινόπωρο θα νόμιζε κανείς πως το LP τους θα ήταν κάπως πετσοκομμένο. Αμ, δε.... 60 ολόκληρα λεπτά μουσικής εκ των οποίων ένα 6λεπτο, ένα 8λεπτο και ένα 11λεπτο κομμάτι ενώ η μπάντα ακούγεται γεμάτη ενέργεια, ορεξάτη να φύγει απο την σκηνή εξουθενωμένη και αυτή αλλά και ο ακροατής.
Ο ήχος των τεσσάρων πρώτων κομματιών είναι κλασσικός και προβλέψιμος British Sea Power χωρίς αυτό να σημαίνει οτι δεν σου τραβάνε την προσοχή. Απλά μοιάζουν σα να οδηγούνται με αυτόματο πιλότο που πετάει το αεροπλάνο χωρίς αναταράξεις σε έναν πεντακάθαρο ουρανό. Αν θυμηθούμε μάλιστα πού σταμάτησε το προηγούμενο Do You Like Rock Music? τότε επιβαλλόταν να μας προβάλλουν και ένα "Στο προηγούμενο επεισόδιο...".
Το χοροπηδηχτό "Who's In Control" μας ανοίγει την πόρτα σε αυτό το πάρτι που γίνεται στην μυθική σάλα των νεκρών. Στο χωλ των μαχητών που έπεσαν πολεμώντας. Τα ταβάνια μοιάζουν να βρίσκονται πολλά μέτρα πάνω απο το έδαφος και μάλιστα με τον μειωμένο φωτισμό που υπάρχει στα πάνω πατώματα δεν βλέπεις το τέλος αυτής της θεόρατης σάλας. Τα κεριά λάμπουν σαν πυγολαμπίδες στα κηροπήγια που βρίσκονται στους τοίχους. Οι βλοσυρές μορφές των Νορβηγών Θεών, βασιλιάδων και ηρώων δεσπόζουν στους ζωγραφισμένους με λάδι πίνακες ενώ το επικριτικό βλέμμα τους μαστιγώνει τους νεκρούς που έχουν μαζευτεί και έχουν γεμίσει ασφυκτικά το χωλ.
Οι καλεσμένοι όλοι ντυμένοι στα μαύρα, με τα λευκά τους πουκάμισα, τα κομψά παπιγιόν, τα φράκα που ανεβοκατέβαιναν σαν γρίλιες καταστήματος, οι καρφίτσες που είχαν στο πέτο τους και απεικόνιζαν μια νεαρή κοπέλα να πετάει με φτερά πεταλούδας στους ώμους της, τα γυαλισμένα σαν φρεσκοσφουγγαρισμένο παρκέ μαύρα σκαρπίνια τους, τα ψηλά μαύρα καπέλα τους και τα μονόκλ που κράταγαν στα κοκαλιάρικά τους χέρια οι άντρες, γεμίζουν το βλέμμα του θεατή που αν είναι αρκετά απρόσεκτος δεν θα παρατηρήσει τους σκελετωμένους καρπούς των πρώην πολεμιστών, τα αποστεωμένα δάχτυλά τους, τους σκληρούς, λείους και αμετακίνητους σαν βράχο στην έρημο κροτάφους τους, τις μαύρες τρύπες που είχαν χωθεί στα βαθουλωμένα τους μάτια και τα δόντια τους που προεξείχαν καφετιά και μισοραγισμένα.
Θα περίμενε κανείς ο Οντίν να τους χάριζε κάτι παραπάνω από ένα καθαρό κοστούμι και μερικά ζευγάρια ακριβά παπούτσια. Αν αυτή ήταν η ιδέα του για την αθανασία και τον βίαιο θάνατο που βρήκαν πολλοί απ'αυτούς τους περήφανους Βίκινγκ στις ακτές της Βρετανίας για παράδειγμα τότε η δυσαρέσκεια που είχε αρχίσει να εμφανίζεται εδώ και καιρό σε κάποιους από τους πρώην πολεμιστές -νυν καλεσμένους στο αιώνιο πάρτι- ήταν απολύτως δικαιολογημένη.
Το μαρμάρινο πάτωμα καταπιεζόταν από τους εκατοντάδες καλεσμένους ενώ κάποιοι είχαν βγάλει τα παπούτσια τους και χόρευαν, με τις γυμνές απο σάρκες πατούσες τους να ακούγονται σαν κλακέτες που εξασκούνται με ντάμα το έδαφος. Μέχρι να πλησιάσουμε στη σπειρωτή σκάλα όπου ένας κεφάτος καλεσμένος κατεβάζει μια μπουκάλα ρούμι στο άδειο του στομάχι έχει ήδη ξεκινήσει να αντηχεί στη σάλα το "Mongk II". Η συστάδα κοκάλων στον σβέρκο του ενός -που σημειωτέον έχει καταπονηθεί από ένα βέλος που ήταν καρφωμένο στο κεφάλι του- τρίζει σαν σκουριασμένος μεντεσές ενώ ένας άλλος ξεβουλώνει το αριστερό του αυτί για να βγάλει από το δεξί ένα σκουληκάκι που ενοχλημένο απο το θόρυβο έχει βγει να δει τι γίνεται.
Στον ξέφρενο ρυθμό που έμοιαζε με Franz Ferdinand βουτηγμένους στα σπιντάκια και στους μισανθρωπικούς αλλά αληθινούς στίχους που απευθύνονται στο ανθρώπινο γένος -"You are unworthy of/ Breathe in the air" ή "And don't raise yourself up above the Inuit or Gorilla" ή ακόμα ακόμα "The human nature show has got no place to go/ It's all just effigies and girls in magazines"- οι καλεσμένοι απαντάνε κουνώντας τις ξεχαρβαλωμένες τους λεκάνες με κατανόηση ενώ οι κοκαλιάρικοι γοφοί τους προεξέχουν απο τα μαύρα στενά τους παντελόνια. Τα γιγάντια σπαθιά που κρέμονται απο τους τοίχους τρίζουν στον ρυθμό του percussion, μερικοί μεθυσμένοι πηδάνε από το δεύτερο όροφο με την ελπίδα να τους πιάσει το κοινό που ωρύεται από κάτω αλλά αντί να πετύχει το stage diving καταλήγουν ένας σωρός απο κόκαλα.
Καθώς ο δυσαρεστημένος dj, που βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα είναι η αλήθεια, βγάζει από το ποτό του ένα μετακάρπιο οστό που έπεσε μέσα αποφασίζει να χαλαρώσει το κλίμα. Η εξαιρετική ακολουθία τραγουδιών συνεχίζει με το "Luna" στο οποίο το μακρινό γυναικείο γέλιο που αντηχεί μελαγχολεί κάπως τους καλεσμένους που θυμούνται τις μακρυμαλλούσες γαλανομάτες κυράδες που τους περιμένουν στο Gimle. Στο "Baby" τους θυμίζει (πολύ) παλιούς Pumpkins και την υπνωτική κάπως folk, κάπως ambient '90s μελωδία που είναι αδύνατον να χορέψεις εκτός από έναν αργό χορό που επιβάλλει την παρουσία της Σκανδιναβής κυράς, κάτι που όμως όπως είπαμε είναι κάπως δύσκολο τώρα. Μη μπορώντας να κάνουν πολλά πράγματα κοιτάζουν υπνωτισμένοι τον γιγάντιο πολυέλαιο με τα διαμάντια που κρέμεται πάνω από τα κούφια κεφάλια τους.
Η μελαγχολία κρατά λίγο. Ο dj δε θέλει να καταθλίψει περισσότερο τους καλεσμένους και προχωρά στο επόμενο "Living Is So Easy" με το ρεφρέν "Living is so easy/ Shopping is so easy/ Dying is so easy" αυτού του πολύ πιασάρικου πρώτου single να αποκτά μια άλλη διάσταση δεδομένων των συνθηκών. Για μια ακόμη φορά λασκαρισμένες αρθρώσεις κροταλίζουν και η παράνοια του punkίζοντος "Thin Black Sail" χάνεται στην ηχώ του παλατιού καθώς ανεβαίνουμε στον παραπάνω όροφο.
Εκεί είναι πιο ήσυχα τα πράγματα . Οι πίνακες με παλιότερες θρυλικές μάχες στολίζουν τη σιωπηλή σκάλα που πλέον έχει απομονώσει τελείως τους χορούς και τη δυνατή μουσική. Οι τοίχοι έχουν το χρώμα της έναστρης νύχτας και οι βιβλικές σκηνές που προβάλλονται σε μια 60" τηλεόραση με επίπεδη οθόνη δεν είναι άλλες από το περίφημο Ragnarok. O θάνατος των Θεών, οι πλημμύρες που ισοπέδωσαν τη Γη, οι σεισμοί που άνοιξαν στα δύο τα βουνά, οι Βαλκυρίες στα φλεγόμενά τους άρματα. Η τελική μοίρα των θεών ήταν σημαδεμένη και ο σκελετωμένος κονφερανσιέ μας παρακάλεσε να συνεχίσουμε να ανεβαίνουμε τις σκάλες.
Από πάνω ακουγόταν το μοναχικό πιάνο του "Cleaning Out The Rooms". Ακολουθήσαμε τη σπαρακτική μελωδία του και βρεθήκαμε σε ένα δωμάτιο που καλυπτόταν από μια παχιά σαν δέρμα ελέφαντα μοκέτα που είχε κεντημένα τα ηλιακά μας συστήματα. Εδώ οι πολεμιστές φορούσαν τα αληθινά τους ρούχα. Τα ρούχα των Βίκινγκ. Τα ρούχα που είχαν λερώσει με το αίμα των εχθρών, το δικό τους, το αλάτι της θάλασσας και το λίπος των γάδων. Συνέχιζαν να είναι σκελετωμένοι αλλά τουλάχιστον φορούσαν τις στολές που δόξασαν και μέσα στις οποίες έφτασαν στην Valhalla. Αυτό που τους έλειπε ήταν τα σπαθιά τους καθώς οι θήκες τους ήταν άδειες. Κάτι πάντως που δεν εμπόδισε έναν απο αυτούς να τραβήξει το μπράτσο του από τη σάπια άρθρωσή του και να το ανεμίζει στον αέρα σα να διατάζει επίθεση. Γύρω γύρω η θάλασσα που ξέπλενε τις αναμνήσεις τους και όλα τα μικρά δωμάτια του μυαλού τους που δεν έλεγαν να ξεχάσουν αυτούς που πέθαναν, αυτούς που άφησαν πίσω αλλά κυρίως αυτούς που σκότωσαν. Μια πινακίδα κρεμασμένη στον τοίχο έγραφε "I'll wake up in a new life, down by the seaside/ In a new life down by the seaside". Δίπλα της μια ζωντανή θάλασσα φουρτουνιασμένη αλλά και προκλητική κατάπινε όποιον ήθελε να ξεχάσει ενώ το βιολί τον συνόδευε στον αποχαιρετισμό του και την ελπίδα του "Cleaning out the room/ I'll clean it up/ Dark clouds/ She'll be coming soon". Μια σειρά γονατισμένων συμπολεμιστών τον αποχαιρετούσε σε αυτό το ταξίδι που δεν είχε τελειωμό και που όλοι ήλπιζαν ότι θα τελείωνε στη Valhalla.
Η δυσφορία έπνιγε το στήθος. "Δεν υπάρχει τέλος στο ταξίδι;" ρώτουσαν τον σερβιτόρο που μοιραζε τις καλοψημένες γαρίδες. Κι εκείνος δε μιλούσε αλλά έδειχνε την πόρτα στο βάθος του δωματίου. Βεβαίως όλοι αυτοί οι πολεμιστές που ήταν μαζεμένοι δεν μπορούσαν να πάνε εκεί αφού υπήρχε μια διαδικασία που έπρεπε να ακολουθήσουν. Για τον επισκέπτη που προχώρησε με ανυπομονησία και δέος στην επτασφράγιστη πόρτα αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Όταν την πλησίασε προσπάθησε να διαβάσει την επιγραφή της σε άπταιστα αρχαία σκανδιναβικά. Κ-Ο-Ι-Τ-Α-Ξ-Τ-Ε Τ-Ο Κ-Ο-Κ-Κ-Ι-Ν-Ο Φ-Ω-Τ-Α-Κ-Ι. Πράγματι στα δεξιά της πόρτας αναβόσβηνε ένα κόκκινο φωτάκι. Μόλις εντόπισε την ίριδα του ματιού του επισκέπτη αυτομάτως οι επτασφράγιστες πόρτες άνοιξαν προκαλώντας τη ζήλεια των υπομονετικών πολεμιστών που περίμεναν τη σειρά τους μερικές χιλιάδες χρόνια.
Εκεί ο μύθος λέει πως είδε πάλι τη θάλασσα. Αυτή τη φορά όμως ήταν ήρεμη και δοτική. Τι άλλο είδε; Είδε ένα δάσος γεμάτο καρπούς, νόστιμους και εύγευστους, όαση μετά την πείνα τόσων χρόνων. Είδε ένα ζευγάρι επιζησάντων να περπατάει στην ακτή. Η γυναίκα γόνιμη ετοιμαζόταν να επανεποικήσει με απογόνους τη Γη. Οι Θεοί απο τον ουράνιο θόλο της Άσγκαρντ ξανασυναντιούνταν με νέες μορφές και ψηλάφιζαν τα πρόσωπα ο ένας του άλλου για να αναγνωριστούν μεταξύ τους. "Once More Now" και ο θρίαμβος επι του θανάτου ξεπλένει τη γερασμένη και μολυσμένη ζωή που κατέρρεε αρχίζοντάς τα όλα από την αρχή. Αναπόφευκτα και αυτή θα γεράσει και θα φθίνει αλλά πάλι η νέα ζωή θα βρει τρόπο να ξαναγεννηθεί.
Προβλήματα, φτώχεια, πόνος, αρρώστιες θα εμφανιστούν ξανά αλλά νέες ζωές θα επιμένουν να ανοίγουν τα μάτια τους. Την ώρα που θάβεται ένα κουρασμένο σώμα ένα νέο άφθαρτο με ελπίδα, σφρίγος και ζωή θα γεννιέται. Άλλη μια φορά απο την αρχή.
2003... 2003 χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού, δύο χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ένα χρόνο πριν τελειώσω το σχολείο, ένα χρόνο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα, ένα χρόνο πριν το σκάνδαλο με το Πόρτο Καρράς στην Χαλκιδική, η χρονιά που ο κολλητός μου έπιασε επιτέλους το μπουτάκι της Μαρίκας της συμμαθήτριάς μας. Όλα αυτά πολύ σημαντικά γεγονότα που θα μνημονεύονται στο μέλλον.
Τον Ιούνιο του 2003 ο έφηβος mr.grieves προσπαθεί να βρει άκρη με τις pstn συνδέσεις και να έχει ανοιχτό ταυτόχρονα το Championship Manager 2000-01 ώστε να μη δίνει στόχο ότι χρεώνει γύρω στις έξι ώρες την ημέρα το τηλέφωνο του σπιτιού. Ανάμεσα στον Μερκούρη Καραλιόπουλο και τον Θωμά Βενέτη (οι μανατζερικοί θα τα θυμούνται με νοσταλγία αυτά τα ονόματα) προσπαθούσα να κατεβάσω ένα ένα τα κομμάτια του Hail To The Thief. Εκείνο το μήνα κυκλοφορούσε το The Decline of British Sea Power και προφανώς δεν υπήρχε περίπτωση να το ξέρω ούτε να ασχολούμαι με ένα άγνωστο αγγλικό συγκρότημα τη στιγμή που το "Sail To The Moon" και το "Go To Sleep" κατέβαιναν με τόσο κόπο. Προφανώς λεφτά για cd δεν υπήρχαν, τα μουσικά sites ήταν σε εμβρυακά στάδια και τελείως άγνωστα για κάποιον της ηλικίας μου που η μόνη του επαφή με την εναλλακτική μουσική ήταν η εβδομαδιαία μεταμεσονύκτια εκπομπή του Mad.
Κάποια χρόνια αργότερα τα πράγματα έχουν αλλάξει δραματικά. Λιγότερο ρομαντικά σίγουρα αλλά πλέον οι επιλογές είναι άπειρες. Το όνομα British Sea Power, που σε μια λιγότερο τεχνολογική και παντογνωστική κοινωνία θα το ήξεραν μόνο κάποιοι hardcore γραφικοί, είναι πλέον ένα πολύ γνωστό όνομα στους κύκλους της συγκεκριμένης μουσικής. Προφανώς superstars δεν έγιναν ποτέ και ούτε πρόκειται να γίνουν γιατί βρίσκονται ακριβώς σε αυτό το ενδιάμεσο limbo κάπου στα όρια της ανθεμικής κιθαριστικής μουσικής για στάδια και στις ιδιοσυγκρασιακές, εσωτερικής κατανάλωσης παλαβές στιγμές τους.
Στην περίπτωσή τους ισχύει το «ή τους λατρεύεις ή αδιαφορείς» γιατί κάτω από την επικάλυψη κάποιων δυνατών hooks κρύβεται μαύρος χρυσός που σπάνια κάποιος θα σκάψει για να τον βρει. Οι British Sea Power, απ'όσο βλέπω τουλάχιστον, δε μοιάζουν μπάντα ικανή να δημιουργήσει ισχυρά συναισθήματα μίσους και αυτό οφείλεται στο ότι δε βρήκαν ή δε θέλησαν να βρουν ποτέ αυτό το άστρο που θα τους εκτοξεύσει στα αστέρια, προκαλώντας στη χειρότερη περίπτωση την αδιαφορία.
Από την άλλη το κοινό τους είναι αρκετά σκληροπυρηνικό και τους ακολουθεί στενά. Είναι ένα κοινό που θέλει κάτι πολύ πιο εκλεπτυσμένο και ώριμο από Arctic Monkeys, κάτι λιγότερο pop από Franz Ferdinand και κάτι πιο ενεργητικό από την υπόλοιπη μελαγχολική britpop σκηνή. Οι BSP έχουν τα hooks, έχουν το μυαλό και έχουν και τη διάθεση για μουσικές περιπέτειες.
Δεν έχουν τη διάθεση (και ίσως και τη δυνατότητα) για να κάνουν κάτι μαζικό όπως πολύ λανθασμένα τους κατηγόρησε το Pitchfork όταν βαθμολόγησε τον τρίτο τους δίσκο Do You Like Rock Music? με ένδειξη U.2 σα να επρόκειτο για προσπάθεια της παρέας απο το Brighton να φτάσει τους Ιρλανδούς σε δημοτικότητα ενώ στην πραγματικότητα ήταν ένα τσίγκλισμα του στυλ «που πάμε ρεειιιιι» για όλους αυτούς που ακόμα βασίζονται στις κιθάρες για να μιλήσουν στο κοινό.
Άλλη μια άδικη εκτίμηση για τη μπάντα είναι πως οι γνώσεις των μελών της αποβαίνουν εις βάρος της μουσικής τους. Πράγματι τα παιδιά είναι σπουδαγμένα και όχι τα τυπικά ντουβάρια rock stars στυλ Liam Gallagher, Kings οf Leon κ.λ.π. Διαβάστε για παράδειγμα αυτά τα δύο features του Drowned In Sound: στο ένα η Abi Fry μιλάει για την αγάπη της για το πλέξιμο και ο Hamilton φτιάχνει ένα κολάζ εικόνων αποκαλύπτοντας τις σουρρεαλιστικές του ανησυχίες. Στο άλλο αφιέρωμα ο Phil Sumner διαλέγει τα πέντε αγαπημένα του κάστρα στην Βρετανία και μας κάνει να ετοιμάζουμε τις βαλίτσες μας για το Ηνωμένο Βασίλειο. Στον κόσμο των BSP λοιπόν η ζωή δεν είναι ποτέ βαρετή και δεν αναλώνεται μόνο σε δύο κιθάρες, φωνητικά, ντραμς και μπάσο.
Η ιστορία ξεκινάει αρκετά πριν απο το 2003 όπου τα αδέλφια Scott και Neil Wilkinson με καταγωγή απο το Kendal πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο με τον Matthew Wood. Ξεκινούν να φτιάχνουν μικρά συγκροτηματάκια και να μαθαίνουν και να ρωτάνε και να απαντάνε και να σχηματίζουν μουσικό γούστο. Ο Scott φεύγει για να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο του Reading όπου γνωρίζει τον κιθαρίστα Martin Noble και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Μια κλασσική ιστορία για το πως γνωρίζονται τα μέλη μιας μπάντας. Ο Neil και ο Matthew γνωρίζονται με τον Noble και έτσι οι British Air Power ήταν γεγονός. Ναι, η μπάντα ξεκίνησε ως αεροπορική δύναμη προτού μεταφερθεί στη θάλασσα. Ο Scott Wilkinson απαντούσε πλέον στο πιο απλό Yan και ανέλαβε τα βασικά φωνητικά και τη δευτερεύουσα κιθάρα, ο αδελφός του Neil έγινε Ηamilton (το μεσαίο του όνομα) και έπιασε το μπάσο, βοήθησε στα φωνητικά και σε ό,τι άλλο χρειαζόταν, ο Martin Noble έγινε ο βασικός κιθαρίστας Noble, ε, και ο Matthew μετετράπη σε Wood και έπιασε αυτό που περίσσευε. Δηλαδή τα drums.
Οι εμφανίσεις τους σε μικρά clubs μεγάλωναν όλο και περισσότερο το κοινό τους και τα demos που κυκλοφόρησαν ήταν το εισητήριό τους για ένα πιο ευρύ κοινό. Τη μεγαλύτερη θραύση βεβαίως την έκαναν στην ολόδικιά τους βραδιά σε clubs του Brighton (Club Sea Power) όπου με διαφορετικό support κάθε βράδυ και διάφορα events όπως ντεφιλέ μόδας του 1930 προειδοποιούσαν πως είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τις υπόλοιπες τοπικές μπάντες. Όταν τους είδε σε ένα live ο Geoff Travis της Rough Trade τα υπόλοιπα πήραν το δρόμο τους. Εντωμεταξύ ο Eamon Hamilton έγινε και επισήμως μέλος της μπάντας παίζοντας τα keyboards με σκοπό να δώσει μεγαλύτερη ποικιλία στον ήχο τους.
Τον Ιούνιο του 2003 τελικά -εξ'ου και ο μεγάλος πρόλογος για τη συγκεκριμένη χρονιά- ξεκίνησε το τρένο και οι επονομαζόμενοι πλεόν British Sea Power κυκλοφορούν το -με ιδιαίτερα απαισιόδοξο τίτλο αν λάβουμε υπ'όψιν ότι είναι το ντεμπούτο τους- The Decline of British Sea Power, με τραγούδια όπως το συγκινητικό "Wooden Horse" που μιλάει για την απόδραση αιχμαλώτων πολέμου κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, το εκρηκτικό "Apologies To Insect Life" που μπλέκει στα παραισθησιογόνα τον Ντοστογιέφσκι, την Λάσι και κάποιες γυμνάστριες (!), το ακόμα πιο νευρικό αδερφάκι του "Favours In The Beetroot Fields" με θέμα τον Καίσαρα και τις κατακτητικές του βλέψεις, ατάκες από τον Μάκβεθ ("Something Wicked This Way Comes") και διάφορες άλλες λογοτεχνικές και ιστορικές ανησυχίες γνωρίζοντας όπως ήταν αναμενόμενο παταγώδη εμπορική αποτυχία.
Παρ'όλα αυτά με το πέρασμα των χρόνων και με τη βοήθεια των εξαιρετικών κριτικών που απέσπασε είναι το γενικότερα αποδεκτό άλμπουμ τους. Και κατά τη δική μας ταπεινή γνώμη ένα αριστούργημα της προηγούμενης δεκαετίας που θα μπορούσε να σώσει μόνο του και με το ένα χέρι την κιθαριστική rock μουσική. Η αντίδραση στο εφήμερο που εξέφραζε το "Remember Me", που ζωγράφιζε έναν ζωντανό πίνακα της σωματικής και ψυχικής εξαΰλωσης που υφίσταται το σώμα στο πέρασμα των χρόνων, οι κοφτερές κιθάρες που προσπαθούν να αναπνεύσουν καθώς τα πνευμόνια τους γεμίζουν νερό στο "Fear Of Drowing", το τρεκλίζον παραπάτημα του "The Lonely" που προσπαθεί να ξεμεθύσει με ένα μπουκαλάκι αγγλικού χιούμορ στην τσέπη -"Just like Liberace, I will return to haunt you with peculiar piano riffs"- το single του δίσκου "Carrion", ίσως το πιο γνωστό τους τραγούδι με τα «ηρωικά» ριφάκια που ξεχειλίζουν απο ζωντάνια, το "Blackout", ένα πολύ τρυφερό θαυματάκι που εκτυλίσσεται πάνω σε ένα πιάνο με τη «σφιχτή» μπάντα να οδηγεί από πίσω θυμίζοντας κάτι που θα μπορούσε να ακούγεται σε μια παμπ και μετά ο 14λεπτος τόμος του "Lately" που επιστρατεύει όλα τα ριφάκια όλων των συναισθημάτων απο τη μυθολογία της κιθάρας χωρίς ούτε ένα δευτερόλεπτο να νιώσεις ότι αυτό που ακους είναι «αυτοθαυμασμός» και επίδειξη δυνατοτήτων αφού η σύνθεση είναι τόσο σφιχτή και συναισθηματική που σε τυλίγει με μια ζεστή κουβέρτα από την οποία δεν υπάρχει λόγος να αποδράσεις. Από την αρχή -"Lately you seem like another language/ Are you in trouble, are you in trouble again/ And you know how they say/ The past is a foreign country/ How can we go there/ How can we go where we once went?"- μέχρι το τέλος ραγίζει καρδιές και δοκιμάζει τύμπανα: "Do you like my megalithic rock?/ Do you like my prehistoric Rock?/ Do you like my teutonic Rock?/ Do you like my hygienic rock?/ Do you like my sterile rock?/ Do you like my Megalithic Rock?"
Το The Decline of British Sea Power είναι πλέον ένας κλασσικός δίσκος που αλήθεια είναι ότι οι BSP δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεπεράσουν την ώμοτητα, την ενέργεια, την αμεσότητα, την πονηριά, την έμπνευση της στιγμής που διέθετε. Το Valhalla Dancehall ανατράφηκε με αυτό ως πρότυπο και να δούμε πώς θα μεγαλώσει.
Προς το παρόν πίσω στο 2005 και στη συνέχεια του The Decline... με τίτλο Open Season. Η μπάντα έχει αρχίσει και ανακαλύπτεται από όλο και περισσότερο κόσμο, το Time Out τους ανακυρύσσει καλύτερη live μπάντα της χρονιάς (όχι αδίκως, καθώς στα live τους γίνεται ένας πολύ ξεχωριστός χαμός, με 20λεπτα τραγούδια επίμετρα-αυτοσχεδιασμούς, σκαρφαλώματα, διάλυση του σκηνικού που έχει διακοσμηθεί με πλαστικά πτηνά και φυτά, τον Eamon να χτυπάει το τύμπανο του περπατώντας ανάμεσα στο κοινό, την αρκούδα μασκότ της μπάντας με όνομα Ursine Ultra να τρώει το ξύλο της χρονιάς της απο τα μέλη της μπάντας και γενικότερα ένα μεγάλο πάρτι για μικρά και μεγάλα παιδιά) και το συγκρότημα διανύει την καλύτερη περίοδό του που συνδυάζεται με την πάντοτε παρούσα περίοδο χάριτος των νέων συναρπαστικων καλλιτεχνών.
Ενδιάμεσα κυκλοφορούν μόνο στην Ιαπωνία το εξαιρετικό EP Spirit of St Louis με το αξιαγάπητο pop γλύκισμα "A Lovely Day Tomorrow" να δεσπόζει με φωνητικά της Kateřina Winterová των Τσέχων Ecstasy Of Saint Theresa και θέμα τη δολοφονία του υψηλόβαθμου στρατιωτικού των ΝαζίReinhard Heydrich απο δύο Τσέχους πράκτορες.Μάλιστα κυκλοφόρησε ως single στην Τσεχία την ημέρα της εισόδου της χώρας στην Ευρωπαική Ένωση σε 1.942 (η χρονιά της δολοφονίας του Heydrich) αντίτυπα και συνοδεύτηκε απο κάποιες συναυλίες των δύο συγκροτημάτων στην Πράγα με την Budvar (μμμμμ) να αναλαμβανει χορηγός των τετραπέρατων Brightonιανών. Εκτός απο το "A Lovely Day Tomorrow" απο το EP ξεχώριζε η πιστή διασκευή στο "Tugboat" των Galaxie 500 με τους στίχους "I don't wanna stay at your party/ I don't wanna talk to your friends/ I don't wanna vote for your president/ I just wanna be your tugboat captain" να αποδεικνύεται προφητική -μεταφορικά μιλώντας- για τη μπάντα.
Το Open Season επωφελήθηκε απ'αυτήν την περίοδο χάριτος, όχι ότι δεν άξιζε καλές κριτικές βεβαίως, και συνέχισε να σπρώχνει το όχημα που έτρεχε σε υψηλές ταχύτητες. Αυτή τη φορά ήταν πιο μελωδικοί, οι επιρροές ξέφυγαν απο Pixies (ο τρίτος αδελφός Wilkinson, Roy είναι μουσικός δημοσιογράφος και θεωρείται αυθεντία στους Pixies οπότε εξηγούνται πολλά) και ήρθαν σε πιο αγγλικά post punk μονοπάτια στυλ Echo & The Bunnymen και Joy Division. Ειδικότερα το άριστο single "It Ended on an Oily Stage" με τις κοφτερές αλλά και μελωδικές κιθάρες του θύμιζε πρώιμους New Order σε κάτι συγγενικό με το "Ceremony". O Yan εδραιώνεται ως ο βασικός συνθέτης της μπάντας με τον Hamilton να αναλαμβάνει συνήθως 3-4 εξαιρετικά τις περισσότερες φορές κομμάτια που δίνουν μεγαλύτερη ποικιλία στο στυλ τους. Σε μια αδόκιμη προσπάθεια να αναγνωριστούν οι δύο φωνές (μιας και ο καθένας τραγουδάει το κομμάτι που έχει συνθέσει) θα λέγαμε πως η φωνή του Yan είναι πιο ένρινη και κυλάει στο μεγαλύτερο μήκος των κομματιών ενώ του αδελφού του Hamilton μοιάζει πιο κοφτή, ειρωνική, σχεδόν σατανική. Μικρές οι διαφορές βεβαίως και στις φωνές αλλά και στις φάτσες των δύο αδελφών.
Το Open Season επιδεικνύει υπερήφανο μερικά ακόμα σπουδαία κομμάτια όπως το ενθουσιώδες "How Will I Ever Find My Way Home" (ιδανικό τονωτικό για να ξεκινάς μια μέρα που περιέχει Ο.Α.Ε.Ε., εφορίες κ.λ.π. διασκεδαστικά), το "Victorian Ice" που συνεχίζει στα χνάρια των μπαλαντοειδών άμεσων χιτ στυλ "Blackout" και το "Oh Larsen B" που ο Αλέξης Πετρίδης της Guardian το περιέγραψε ως το πιο πιασάρικο κομμάτι που έχει σχέση με ένα κομμάτι πάγου που κατέρρευσε (Larsen B ονομαζόταν ένα γιγάντιο «ράφι» πάγου στην Ανταρκτική που κατέρρευσε το 2002). Το άλμπουμ είναι σημαντικό για έναν ακόμη λόγο καθώς σηματοδοτεί την άφιξη της Abi Fry και της βιόλας της και του Phil Sumner με την κορνέτα του.
Τα επόμενα χρόνια τους δίνουν την ευκαιρία -μιας και ο μουσικός τύπος άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο μαζί τους- να χτίσουν μια εκκεντρική και ιδιοσυγκρασιακή εικόνα δημιουργωντας μια ομίχλη μυστηρίου γύρω απο τους χαρακτήρες τους. Όχι ασυνήθιστη πρακτική και συνήθως επιτυχημένη που μεγαλώνει το φανατικό κοινό ενός καλλιτέχνη. Ζούμε σε έναν κόσμο εικόνας και εντυπώσεων έτσι και αλλιώς. Smoke and mirrors που λένε και οι Άγγλοι για να τονίσουν τον εθισμό του ακροατή-θεατή στην εξαπάτηση. Εμφανίζονται στα live τους με στρατιωτικές στολές -«είμαστε στρατευμένη και όχι στρατιωτική μπάντα» λένε οι ίδιοι- ενδιαφέρονται για τη φύση και τη συνύπαρξη με τη χλωρίδα και την πανίδα, το bird watching (αυτό μου θυμίζει έναν μονόλογο της Καβογιάννη απο τα Εγκλήματα) και τον σπλαχνικό στρατάρχη Μοντγκόμερυ.
Στο μεταξύ το 2006 ο Eamon φεύγει για να ασχοληθεί με την μπάντα του τους Brakes που παίρνουν εξαιρετικές κριτικές για το ντεμπούτο τους που κυκλοφόρησε το 2005. Οι BSP συνεχίζουν να παίζουν στα πιο παράξενα μέρη (εκκλησίες, ferry boats, παραθαλάσιες καφετέριες) και στο τέλος του 2007 κυκλοφορούν το Krankenhaus? (νοσοκομείο;) EP με μια γεύση απο αυτό που θα μας περίμενε στο Do You Like Rock Music?. Αυτό που μας περίμενε ήταν καταιγιστικές κιθαριστικές επιθέσεις απο παντού, επιρροές απο Jam και το ένα επικό κομμάτι μετά το άλλο.
Στην πορεία αποδείχτηκε πως έχει λιγότερο περιεχόμενο και λιγότερη ψυχή -αλλά όχι και κουράγιο- από τους προκατόχους του. Συνέχιζαν να σπαρταράνε πάντως και να μας κρατάνε ξύπνιους και ζωντανούς με έναν δίσκο που φαντάζομαι για τον 14χρονο του 2008 μπορεί να είχε την επίδραση που είχε το The Bends στον 14χρονο του 1995. Σχεδόν δύο μήνες συνεχών ακροάσεων μέχρι να μας κουράσει η νεανική ενεργητικότητα του Hamilton που στο μεταξύ ανέλαβε τον ρόλο του βασικού συνθέτη της μπάντας. Για πρώτη φορά είχε περισσότερα τραγούδια ως credits στη σούμα του δίσκου και κατά κάποιον τρόπο αυτή ήταν η στιγμή που πήρε το πρώτο του παράσημο και πλησίασε στην ιεραρχία των αδερφό του. Η υποδοχή του δίσκου έγινε με ενθουσιασμό για τις απελευθερωτικές rock του στιγμές αλλά με έναν σκεπτικισμό απ' αυτούς που ήθελαν και κάτι μελωδικό να ακουμπήσουν. Και ναι μεν το συγκινητικό "Canvey Island" για τις «ζωές που χάθηκαν» όταν χάθηκαν τα αρχεία μιας αγγλικής ερασιτεχνικής ποδοσφαιρικής ομάδας (εννοείται οτι η μπάντα έπαιξε στο μικρό αυτό νησάκι αφού πρώτα πήρε μέρος στην προπόνηση της μικροσκοπικής Canvey Island F.C.) και το καταπληκτικό ορχηστρικό "Great Skua" που χρεώνεται εξ'ολοκλήρου στον κιθαρίστα Noble είναι δύο εσωτερικές στιγμές εν τούτοις δεν αρκούν για να αλλάξουν την πορεία ενός δίσκου που σημαδεύεται απο το ικανά να ταρακουνήσουν, σαν να ήταν μίξερ σε μπωλ, ένα ολόκληρο στάδιο "No Lucifer", "Lights Out For The Darker Skies", "A Trip Out", "Waving Flags" και 'Atom". Τα βραβεία Mercury το εκτίμησαν δεόντως χαρίζοντάς του μια υποψηφιότητα για καλύτερο βρετανικό άλμπουμ της χρονιάς (αρκετό σκάνδαλο ήταν όταν το The Decline... δεν αναγνωρίστηκε) και τα περισσότερα μέσα (εκτός του Pitchfork όπως είπαμε και στην αρχή) το βαθμολόγησαν καλύτερα απο το Open Season. Και για εμάς μέχρι το Valhalla Dancehall έστεκε ως το νούμερο δύο στη δισκογραφία τους κάτω απο το πολυσυλλεκτικό The Decline Of British Sea Power.
Στο tour για την προώθηση του τρίτου τους δίσκου με το προβοκατόρικο ερώτημα μονιμοποιήθηκε και επισήμως η γλυκήτατη Abi Fry που έπαιξε σημαντικό ρόλο στο Do You Like Rock Music? με το θλιμμένο κεντροευρωπαϊκό της βιολί. Αυτή η παραπάνω τσαχπινιά στον ήχο τους χρησίμευσε ακόμα περισσότερο όταν το Βρετανικό Κινηματογραφικό Ινστιτούτο τους ζήτησε να κάνουν το soundtrack της βουβής ταινίας του 1934 Man Of Aran επιλέγοντάς τους προφανώς αφού διαπίστωσε την αγάπη τους για το παρελθόν και την εξερεύνηση της ανθρώπινης επιβίωσης μέσα στη φύση και ιδιαίτερα την θάλασσα μιας και το ντοκυμαντέρ ακολουθεί τη ζωή των κατοίκων των νησιών Aran στην Ιρλανδία. Μέσα απο μια σειρά πέντε ζωντανών εμφανίσεων το 2009 η μπάντα συνόδευσε τις προβολές του Man Of Aran κυκλοφορώντας και ένα dvd/ cd μετά απ'όλα αυτά για να θυμάται την ιδιαίτερη περίσταση. Το Man Of Aran θεωρείται ο τέταρτός τους δίσκος αλλά πρακτικά και ουσιαστικά ήταν ένα διάλειμμα μετά από έξι φρενήρη χρόνια ηχογραφήσεων, ζωντανών εμφανίσεων, απαιτήσεων για ακόμα ένα στούντιο cd με 11+ τραγούδια οπότε επιτρέψτε μας να θεωρούμε το Valhalla Dancehall τον τέταρτο δίσκο τους.
Μη νομίζετε πάντως ότι ξεκουράστηκαν και πολύ. Το φθινόπωρο του 2010 κυκλοφόρησαν το Zeus EP σαν πρόγευση του Valhalla Dancehall με τον ίδιο τρόπο που κυκλοφόρησαν το Krankenhaus? πριν το Do You Like Rock Music?. Το Zeus EP ήταν ολύμπιων διαστάσεων, όπως αξίζει και στο όνομά του άλλωστε, με 40 λεπτά διάρκεια και τα καθηλωτικά "Zeus", "Bear", και "Cleaning Out the Rooms" (το τελευταίο μπήκε τελικά στο δίσκο) μας έκαναν να γλείφουμε και τα δάχτυλά μας. Το γλείψιμο λάμβανε χώρα γιατί μετά από καιρό φαινόταν ότι θα υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία και ισορροπία στον καινούργιο τους δίσκο που η αλήθεια είναι πως μας έλειψε μετά από όλο αυτό το rock μπουμπουνητό. Τον Ιανουάριο της χρονιάς που διανύουμε κυκλοφόρησε τελικά το περίφημο Valhalla Dancehall και αμέσως στρωθήκαμε στις ακροάσεις. Που καταλήξαμε; Η συνέχεια στο επόμενο.....
Περίπου 10 ημέρες πέρασαν από τη διάθεση του King Of Limbs διαδικτυακά μέσω του site των Radiohead.
Δέκα μέρες όπου το λιώσαμε στις ακροάσεις σαν ικανοποιημένοι πελάτες που είμαστε.
Δέκα μέρες όπου κρίθηκε και βαθμολογήθηκε περίπου απ' όλα τα μέσα του πλανήτη ενώ η ίδια η μπάντα παραμένει σιωπηλή σαν στρείδι αφήνοντας να αφρίζουν οι φήμες για δεύτερο δίσκο μέσα στην ίδια χρονιά.
Οι κριτικές είχαν έναν μέσο όρο γύρω στα 4 στα 5 χοντρικά. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε βεβαίως οτι ο δίσκος των Radiohead με τις χειρότερες βαθμολογίες ήταν το Kid A.
Ένας δίσκος που μπορεί ακόμα να μην το έχουμε χωνέψει στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο πλέον θεωρείται αριστούργημα εφάμιλλο του OΚ Computer.
Ας είναι καλά τα reissues του Kid A και του Amnesiac που έδωσαν την ευκαιρία στα απανταχού sites να επανορθώσουν βάζοντας δεκάρια.
Το «γκελ» του King Of Limbs θα φανεί με τον καιρό. Εμείς πιστεύουμε πάντως ότι ήταν ένα κομμάτι που έλειπε απο το παζλ της τρομακτικής δισκογραφίας τους. Άντε να πρωτοδιαλέξεις ποιό θα θελήσεις να ακούσεις live...
Γενικότερα σε ό,τι αφορά τις κριτικές, που κατευθύνουν τον κόσμο και τους μουσικούς σε συγκεκριμένα μονοπάτια που τελικά καταλήγουν αδιέξοδα, πιστεύουμε ότι θα πρέπει να εμπιστευόμαστε περισσότερο τ'αυτιά μας και να φροντίσουμε να έχουμε όσο πιο πολύπλευρη ενημέρωση.
Αυτό είναι ένα απο τα μότο μας που μπορείτε να βρείτε στην επαναστατική μας προκύρηξη κάπου μέσα στο καλοκαίρι του 2008.
Με την ευκαιρία να πούμε ότι ήταν ένα χτύπημα στη σφαιρική μας ενημέρωση το, προ κάμποσου καιρού, κλείσιμο του πολύ καλού Winter Academy.
Ελπίζουμε κάποτε ο Billie Mackenzie να σταματήσει να μας χαμογελάει δίπλα στα links και το Winter Academy να συνεχίσει την πορεία του.
Το King Of Limbs όπως ήταν φυσικό ήταν το μουσικό θέμα της εβδομάδας αλλά πολύ περισσότερα για τον δίσκο θα πούμε τις προσεχείς μέρες με εξαντλητικές (για εσάς) αναλύσεις.
Μαζί με το εξαιρετικό Let England Shake (θα ακολουθήσει και γι' αυτό ανάλυση) αλλά και κάποια άλλα άλμπουμ μικρότερης κλίμακας άλλα άξια λόγου.
Να, για παράδειγμα το πολύ κεφάτο Hotel Shampoo του Gruff Rhys με τις ενθουσιώδεις, πιασάρικες μελωδίες του.
"Honey All Over", "Shark Ridden Waters", "Sensations In the Dark", "Space Dust #2", "Christopher Colombus", μερικές απο τις καλύτερες στιγμές ενός εξαίσιου pop δίσκου που σε έναν καλύτερο κόσμο θα ξετίναζε τα charts.
Το χιούμορ του Ουαλού όπως θα δούμε και στο παρακάτω βίδεο ξεχωρίζει, σε μια συλλογή τραγουδιών που σε κάνει να σκέφτεσαι πολύ πρόωρα το καλοκαίρι και τις παραλίες του.
Το some beans είναι ένα εντελώς μη κερδοσκοπικό blog που γεννήθηκε με σκοπό να φιλοξενήσει προσωπικές μας απόψεις και κείμενα σχετικά με ό,τι μας κάνει να θέλουμε να γράψουμε γι'αυτό. Το μεγαλώνουμε αργά-αργά, με στοργή και προδέρμ. Τα mp3 που παραθέτουμε έχουν χαρακτήρα δειγμάτων, και αν προέρχονται από κάποια επίσημη κυκλοφορία, δίπλα τους θα βρείτε ένα link για να την αγοράσετε. Συνιστούμε να το κάνετε εάν αυτό που ακούτε σας αρέσει, αν μη τι άλλο για να υποστηρίξετε τον καλλιτέχνη. Αν πάλι ανήκετε σε κάποια εταιρία και επιθυμείτε να αποσύρουμε κάποιο mp3, δεν έχετε παρά να στείλετε ένα email και να το ζητήσετε ευγενικά.