26.5.11

Radiohead Extravaganza: Part 1

Για μια στιγμή... Πως και δεν έχουν αναφέρει τίποτα ουσιαστικό ακόμα για το King of Limbs ετούτοι εδώ; Μήπως είναι άρρωστοι; Μήπως είναι τόσο χάλια ο δίσκος; Μήπως έχουν πάρει όρκο σιωπής;

Η απάντηση είναι ένα εμφατικό όχι σε όλες αυτές τις απορίες. Τίποτα από αυτά δε συμβαίνει. Απλώς περιμέναμε υπομονετικά να μπει ο Μάιος. Ο μήνας που πριν 15 χρόνια η uptight ξεκίνησε την πολυκύμαντη σχέση της με τους Radiohead μέσω του The Bends, είναι μια καλή ευκαιρία να κάνουμε επιτέλους αυτά τα μικρά αφιερωματάκια στην μπάντα απο την Οξφόρδη που τόσο μας εχει σημαδέψει και που τόσο καιρό συζητάμε. Εκτός απο αυτό είναι και ο μήνας που επιτέλους κατέφθασε το περίφημο newspaper album.

Μη φανταστείτε τίποτα βαρυσήμαντα μακρυνάρια ή τίποτα αναλύσεις που έχουν γίνει ξανά και ξανά. Απλά θα πιάσουμε κάποιους τομείς της καριέρας τους και θα διαλέξουμε τα αγαπημένα μας απ'αυτούς βάζοντας τη μουσική (στην προκειμένη περίπτωση το youtube) να μιλήσει. Ευκαίρία επίσης να βγάλουμε και τα απωθημένα μας ενάντια σε όλες αυτές τις κλισέ επιλογές των top-20 καλύτερών τους τραγουδιών που βρίθουν εγκληματικών παραλήψεων.

Το πρώτο μέρος θα το προσεγγίσουμε επιδερμικά. Μια αναφορά στις πιο σημαντικές συνεργασίες και τις σόλο προσπάθειες των μελών των Radiohead σε όλα αυτά τα 20 και κάτι χρόνια που δουλεύουν μαζί και τους έχουμε μάθει ως μια ενιαία μονάδα. Αυτή η μονάδα «έσπασε» και επισήμως όταν ο προδότης ο Thom Yorke έβγαλε τον solo δίσκο του το 2006 με τίτλο The Eraser. Σαν σήμερα θυμάμαι μάλιστα τις μετα βδελυγμίας αποστάσεις που πήρε από τη λέξη solo. Ευτυχώς δεν υπήρξε σοβαρό αντίκτυπο στη μπάντα ενώ και ο Thom έβγαλε από τον οργανισμό του την ανάγκη να δει πόσο μετράει και μόνος του. Λογικό και απολύτως ανθρώπινο μετά απο 15 χρόνια πορείας με το ίδιο όχημα. Νωρίτερα ο Jonny Greenwood ήταν ο πρώτος που επισήμως αποτόλμησε τη solo κυκλοφορία. Βέβαια άλλη η βαρύτητα του πρώτου solo δίσκου ενός κιθαρίστα και άλλη του τραγουδιστή και στιχουργού της μπάντας.

Ας τα πάρουμε λοιπόν με σειρά σημασίας και ας μας συγχωρέσουν οι πιο ποταπές μορφές ζωής μιας μπάντας όπως ο drummer, o μπασίστας και ο δεύτερος κιθαρίστας.


Ο καραφλός drummer-ταμίας τραπέζης (κατά το Μπούρειο ανάγνωσμα) Phil Selway το 2010 μας σόκαρε με την κυκλοφορία του προσωπικού του δίσκου με τίτλο Familial. Μας σόκαρε γιατί αποδείχθηκε ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν εξασκούνταν μόνο στο να εφευρίσκει αλγεβρικά μπιτάκια αλλά και να τραγουδάει τρυφερά πάνω από την ακουστική του κιθάρα. Στο Familial συμμετείχε ακόμα η φίλη του Lisa Germano και ταίριαζε απόλυτα με τον μειλίχιο χαρακτήρα του Selway. Από τον δίσκο ξεχώρισε το γλυκό "By Some Miracle". Εντάξει δεν είναι ο νέος Nick Drake αλλά ήταν μια ευχάριστη έκπληξη.


Από εκεί και πέρα έχει συμμετάσχει στο φιλανθρωπικό project του Neil Finn 7 Words Collide μαζί με τον Ed O' Brien, τον Jeff Tweedy, την KT Tunstall, τον Johnny Marr, τον Glen Richards των Augie March και άλλους. Ο εξαιρετικός δεύτερος δίσκος των 7 Worlds κυκλοφόρησε πριν δύο χρόνια και εκεί ακούσαμε για πρώτη φορά τον Phil να αναλαμβάνει lead vocals στο "Ties That Bind Us" και το "Witching Hour". Και τα δύο κομμάτια συμπεριελήφθησαν στο Familial.


Πρώτη φορά εκτός Radiohead τον είδαμε στη φανταστική μπάντα Weird Sisters που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες του Harry Potter. Στη «μπάντα» συμμετείχε ακόμα ο Jonny Greenwood ως Glamο-Gothάς και ο Jarvis Cocker στον ρόλο του τραγουδιστή των Twisted Sister. Ιδού τα ξεκαρδιστικά αποτελέσματα.



Ο αγαπημένος Colin Greenwood, ο μπασίστας για χάρη του οποίου δημιουργήθηκε το παρακάτω blog, είναι αυτό που θα λέγαμε Radioheadόγατος. Δεν το κουνάει ρούπι από τη ζεστή αγκαλιά της μπάντας και μόνο τον τελευταίο καιρό που όλοι σιγά σιγά ξεπροβάλλουν απο τη σκιά του Yorke και του Greenwood Jr ασχολείται με κάτι άλλο πέρα απο την φωτογραφία, τα παιδιά του, τη συγγραφέα γυναίκα του, τη μαγειρική και γενικότερα την καλή ζωή. Μαζί με μέλη των Clap Your Hands Say Yeah! έφτιαξε και έπαιξε το soundtrack του ανεξάρτητου ντοκιμαντέρ Woodpecker. Γιατί να φτιάχνει μόνο ο αδερφός του soundtracks δηλαδή;


Και αφού πήρε φόρα γιατί να σταματήσει; Τώρα μάλιστα που έκλεψε την παράσταση με τις φοβερές μπασογραμμές του στο King Of Limbs. Μαζί με τον Nigel Godrich και τους Hot Rats (μέλη των Supergrass) θα παίξει τα καλύτερα των Velvet Underground σε μια -είμαστε σίγουροι- αξέχαστη σειρά συναυλιών στο Παρίσι τέλος Ιουνίου με αρχές Ιουλίου. Ψοφάμε να ακούσουμε το "Sister Ray" από τα χεράκια του.


O Ed O'Brien εδώ και πολλά χρόνια βέβαια έχει προηγηθεί στη δημιουργία soundtrack από την οικογένεια Greenwood. Το 1999 συμμετείχε στο «σκοράρισμα» της mini σειράς του BBC Eureka Street με πολύ ατμοσφαιρκά αποτελέσματα.


Το 2003 έπαιξε την φτιαγμένη για έρημα ηχοτοπία Rickenbacker του σε τρία κομμάτια του Enemy of the Enemy των Asian Dub Foundation. Αυτή τη φορά έπαιξε όσο πιο οργισμένα μπορούσε για να ταιριάξει με την επιθετικότητα των ADF.


Κάποιες άλλες φορές βέβαια μας έχει απογοητεύσει το γούστο του (για κάποιον λόγο λατρεύει τους Kings Of Leon) αλλά γενικά ο O'Brien είναι ο πιο smooth και ομιλητικός της παρέας και πάμε και στοίχημα πως θα είναι ο πρώτος που θα γράψει τη βιογραφία των Radiohead όταν διαλυθούν. Προς το παρόν είναι από τους συνιδρυτές της FAC, μιας σύμπραξης καλλιτεχνών με σκοπό την οικονομική προστασία των καλλιτεχνών.


Και τώρα πάμε στα σκληρά. Η καρδιά και το μυαλό της μπάντας δεν έκαναν απλώς κάποιες μουσικές αλλά απέδειξαν την τελειομανία τους φθάνοντας πολλές φορές ακόμα και τις καλύτερες στιγμές των Radiohead. Ο Jonny Greenwood, ο μικρός ήρωας-θεούλης (και με το καλύτερο γούστο στα videogames όπως αποδεικνύει η αγάπη του στο Red Dead Redemption μεταξύ άλλων), ο αγέραστος Dorian Gray έχει σταματήσει εδώ και κάποια χρόνια να αρκείται στον τίτλο ενός εκ των καλύτερων κιθαριστών των τελευταίων 50 χρόνων και έχει γίνει ένας πολύ αξιοσέβαστος συνθέτης soundtrack. Το 2007 μάλιστα τον έκλεψαν για τα καλά όταν δεν του επέτρεψαν να διεκδικήσει το Oscar για το soundtrack του There Will Be Blood.

Ας τα πάρουμε όμως κι εδώ από την αρχή. Το 1997 ο Michael Stipe μάζεψε τον Thom Yorke, τον Bernand Butler, τον David Gray, τον Andy Mackay και τον Jonny Greenwood σχηματίζοντας τους Venus In Furs. Η σύμπραξη των δύο ημίθεων της κιθάρας Butler και Greenwood ήταν όσο επική αναμενόταν και τα πέντε κομμάτια-διασκευές στους Cockney Rebel και Roxy Music ήταν όσο αλητο-glam έπρεπε. Θα τα πούμε και μετά γι'αυτή τη συνεργασία γιατί ο Yorke ήταν καταλυτικός.


Το 2003 ο Jonny βαρέθηκε να βιάζει κιθάρες και κυκλοφόρησε το πρώτο του soundtrack. Ένα πειραματικό, ενδοσκοπικό, με στοιχεία jazz συνοδευτικό μιας ταινίας με τίτλο Bodysong που παρουσιάζει το ταξίδι του σώματος από τη γέννηση στον θάνατο. Στο μπάσο ο αδερφός του Colin για να μην ξεχνιόμαστε.


Έναν χρόνο αργότερα το BBC τον προσέλαβε και του ανέθεσε τη δημουργία συμφωνιών βασισμένων στο Ondes Martenot. Το όργανο που ο Jonny έβγαλε απο την αφάνεια στο Kid A. Σοφή κίνηση όπως αποδείχθηκε καθώς τα "Popcorn Superhet Receiver", "Piano For Children" και "Smear" χάρισαν στον Greenwood το βραβείο των ακροατών του Radio 3. Επηρεασμένος απο τον ήρωά του Πολωνό συνθέτη Penderecki και τις δυσοίωνες συνθέσεις του κέρδισε μια μόνιμη δουλειά ως συνθέτης για λογαριασμό του BBC αλλά και την εκτίμηση των απαιτητικών ακροατών της κλασσικής μουσικής.


To 2005 σε ένα από τα κονσέρτα με την ορχήστρα Nazareth στο φεστιβάλ του Ether πήρε μαζί του και τον Thom Yorke και μας χάρισαν σίγουρα την συγκλονιστικότερη εκδοχή του "Arpeggi" και μια από τις καλύτερες μουσικές στιγμές και των δύο.


Το 2007 απέδειξε για μια ακόμα φορά το ευρύ φάσμα του γούστου του και επιμελήθηκε την κυκλοφορία συλλογής reggae σε συνεργασία με την Trojan Records. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το magnum opus της soundtrackικής του καριέρας. Μέχρι το επόμενο δηλαδή. Η μουσική του στην ίσως καλύτερη ταινία της περασμένης δεκαετίας ήταν αποφασιστικός παράγοντας για την επιτυχία της αλλά και την υπογείως σφοδρή ατμόσφαιρά της. Βλοσυρή, απολύτως ταιριαστή με τον Daniel Plainview αλλά ελπιδοφόρα σαν την εύφορη σε μαύρο χρυσό γη.


To 2010 μετά την έντονη προώθηση του In Rainbows ξεκινά να γράφει κομμάτια για την κινηματογραφική εκδοχή του best seller του Haruki Murakami Norwegian Wood (μετά από ασφυκτική πίεση του σκηνοθέτη Tran Ahn Hung) ολοκληρώνοντας παράλληλα άλλη μια σύνθεση για το BBC με τίτλο Doghouse.


Το Norwegian Wood ελπίζουμε να το δούμε κάποια στιγμή στη χώρα μας αλλά το soundtrack έχει «ταξιδέψει» εδώ και πολύ καιρό σε όλον τον κόσμο. Για πρώτη φορά μάλιστα ο Jonny υπέκυψε στην χρόνια αγάπη του για τους Can προσθέτωντας τρία δικά τους κομμάτια. Παρ'όλ'αυτά είναι δύσκολο να το κρίνουμε χωρίς να έχουμε όλο το οπτικοακουστικό υλικό οπότε θα συγκρατήσουμε το έτσι και αλλίως πανέμορφο "Read Stuff That Is Not Baptized At".


Και σα να μην έφταναν όλα αυτά έχει ήδη έτοιμο το score της νέας ταινίας με πρωταγωνίστρια την Tilda Swinton We Need To Talk About Kevin που πήρε κάποιες πολύ θετικές κριτικές στο φεστιβάλ των Καννών.

Έτσι κατά κάποιον τρόπο ό,τι και να συμβεί με τους Radiohead ο Jonny ξέρουμε με τι θα ασχοληθεί στο μέλλον. Κάτι που δεν μπορούμε να πούμε για τον frontman της μπάντας.


Αυτός ξεκίνησε σεμνά-σεμνά να βλέπει άλλους ανθρώπους, κάπου το 1993. Όταν η μπάντα έκανε tour μαζί με τους Belly στην Αμερική, αχνοτραγούδησε στη Βοστώνη μαζί με την Tanya Donelly το "Untogether".


Το 1997 και μετά το αποτέλεσμα των καταχρήσεων που τον καθήλωσε σε αναπηρικό καροτσάκι για κάποιο διάστημα ο Mark Linkous (κατά διαβολική σύμπτωση συνέβη στο tour που έκανε μαζί με τους Radiohead) ηχογράφησε μια λιτή και συγκινητική διασκευή του "Wish You Were Here" στην οποία συμμετείχε ο Thom Yorke μέσω τηλεφώνου επιτείνοντας έτσι την μελαγχολική ατμόσφαιρα.


Το 1998 τραγούδησε όπως είπαμε και νωρίτερα στην μπάντα Venus In Furs που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες του Velvet Goldmine. Εκεί μας φανέρωσε μια πιο ερωτική και μπάσα φωνή δίνοντας πραγματικά ρέστα στις ερμηνείες του.


Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς οι Radiohead συμμετείχαν σε μια εκ των συναυλιών για την απελευθέρωση του Θιβέτ. Μαζί με τη μπάντα που έκαναν παλαιότερα tour, τους R.E.M., μοιράστηκαν κάποιες αξιομνημόνευτες στιγμές στην ίδια σκηνή. Εδώ ο Thom Yorke σε ρόλο Patti Smith τραγουδά το "E-Bow The Letter".


Και εδώ ο Stipe ανταποδίδει στο "Lucky".


Επίσης το 1998 ηχογραφεί μαζί με τους Drugstore το υπέροχο "El President" το οποίο μάλιστα έχει και το δίκο του videoclip.


Το πολυάσχολο 1998 κλείνει με ένα από τα καλύτερα vocals του Thom Yorke σε μια από τις συγκλονιστικότερες μουσικές συνεργασίες της ιστορίας που περιγράφεται από ένα απο τα καλύτερα videoclips της ιστορίας και διαθέτει sample από τα drums ενός εκ των καλύτερων τραγουδιών evah (του "New Grass" των Talk Talk). Και πιθανότατα είμαι μετροπαθής στην περιγραφή μου για το "Rabbit In Your Headlights" των Unkle απο το επικό Psyence Fiction.


Στο γύρισμα του αιώνα (πςςς) άλλη μια συνεργασία του Yorke έκανε τα σάλια μας να τρέχουν και μόνο στην ιδέα. Το αποτέλεσμα ήταν όσο υπέροχο περιμέναμε απο δύο ονόματα του βεληνεκούς του δικού του και της Bjork.


Θα μπορούσα να επανάλαβω αυτολεξεί την προηγούμενη παράγραφο για τη συνεργασία του με την PJ Harvey. Συνεργασία για την οποία έχουμε πει πολλά. Από τα τρία εξαιρετικά κομμάτια του Stories From the City, Stories From the Sea που τραγούδησαν μαζί ας απολαύσουμε άλλη μια φορά το πιο χαρακτηριστικό.


Το 2002 ήταν η σειρά του Beck να φέρει στην σκηνή τον Yorke. Έτσι ξαφνικά τραγούδησαν μαζί το "I'm Set Free" των Velvet Underground και αλήθεια είναι πως ο Beck στάθηκε επάξια δίπλα στο φιλαράκι του.


Τα χρόνια πέρασαν και μετά το κομβικό Hail To The Thief που συνέπεσε με το τέλος της συνεργασίας των Radiohead με την EMI τα γούστα του Yorke άρχισαν να εξελίσσονται και να απομακρύνονται απο την παραδοσιακή οργανική μουσική. Σε καινούργια πλαίσια πλέον ήταν θέμα χρόνου να δοκιμάσει την τύχη του εκτός Radiohead. Μπορεί να φοβήθηκε τη λέξη solo όταν πια μαθεύτηκε η ύπαρξη του Eraser αλλά τελικά με τα χρόνια την αγκάλιασε διατηρώντας βεβαίως και την παλιά αγαπημένη κορώνα στο κεφάλι του. Το The Eraser του 2006 είχε όσο καλές κριτικές αναμενόταν για τον πρώτο solo δίσκο του τραγουδιστή της πιο επιδραστικής μπάντας των τελευταίων 20 χρόνων. Μαζί με αυτές ήταν και κάποιες αναμενόμενες μέτριες αφού αυτή τη φορά δεν υπήρχε το όχημα των Radiohead από πίσω να τον καλύψει.

Πολύ διαφορετικό απ'ό,τι είχαν κάνει οι Radiohead στα στούντιο άλμπουμ τους με μια μίξη υπόγειων beat αλλά και μελωδίας από την οποία ήταν αδύνατον να αποδράσει ο ακροατής αλλά και ο ίδιος. Η φλέβα βλέπετε συνέχιζε να μεταφέρει ατόφιο χρυσό pop μελωδιών. Η παραγωγή του Nigel Godrich και το σχέδιο του Stanley Donwood προσέδωσαν με τον καιρό στον δίσκο το στάτους ενός ιδανικού συντρόφου της δισκογραφίας των Radiohead σηματοδοτώντας τη νέα πιο χαλαρή και πιο απελευθερωμένη φάση στην οποία θα εισέρχονταν.

To single του δίσκου ήταν το δραματικό "Harrowdown Hill" που μίλησε έξω απο τα δόντια για την περίπτωση του David Kelly που οδηγήθηκε στην αυτοκτονία (;) όταν έπρεπε να πείσει τον υπόλοιπο κόσμο (ως επιθεωρητής όπλων μαζικής καταστροφής στο Ιράκ) ότι το καθεστώς του Σαντάμ διέθετε τέτοια όπλα. Ο Yorke πάντως το έχει περιγράψει ως το πιο «οργισμένο» τραγούδι που έγραψε ποτέ.


Το Eraser όπως είπαμε ήταν μόνο η αρχή. Μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια έπαιξε κάποιες επικές σόλο συναυλίες είτε στο Latitude είτε στο Cambridge (ειδικότερα αυτή αν σας αρέσει έστω και λίγο η φωνή του Thom, που λογικά θα σας αρέσει αφού φτάσατε μέχρι εδώ κάτω, επιβάλλεται να την ακούσετε ολόκληρη μιας και βρίσκεται σε εξωπραγματική φόρμα), και αργότερα ηχογράφησε μια σπαρακτική διασκευή στο "All For The Best" των Midnight Legion προκειμένου να βοηθήσει τον Mark Mulcahy να επιβιώσει μετά το θάνατο της γυναίκας του. Στο κομμάτι συμμετέχει και ο αδερφός του Andy Yorke παρεμπιμπτόντως. Ακόμα έγραψε ένα τσίλικο κομμάτι για το soundtrack της εφηβικής σάχλας Twilight που της έπεφτε πολύ, μα πάρα πολύ, έφτιαξε ακόμα και δεύτερη δική του μπάντα μαζί με τον Flea και τους percussionists Mauro Refosco και Joey Waronker ονομάζοντάς την Atoms For Peace, παίζοντας μαζί τους αρκετές συναυλίες και τεστάροντας νέο υλικό των Radiohead αλλά και επανεκτελώντας κομμάτια του Eraser δίνοντάς τους μια φρενήρη διάσταση.


Να μην ξεχάσουμε και άλλο ένα single που έβγαλε υπο την επωνυμία Thom Yorke. Το "Feeling Pulled Apart By Horses" συνοδεύτηκε από το "Hollow Earth" και τα δύο έγιναν κατευθείαν κολώνες των γεμάτων ανδρεναλίνη live των Atoms For Peace.


Α, και αν μετά απ'όλα αυτά νομίζετε ότι είχε πατήσει παύση στις συνεργασίες κάνετε λάθος. Το 2007 το ονειρικό "White Flash" με τους Modeselektor, το 2010 το διαστημικό "....And The World Laughs With You" από το πλατινένιο (όχι σε πωλήσεις αλλά σε ποιότητα) Cosmogramma του νέου του προστατευόμενου Flying Lotus, και φυσικά φέτος τα φρέσκα κουλούρια "Ego" και "Mirror" μαζί με τον Burial και τον Four Tet. Για τα δύο τελευταία κομμάτια δεν έχουμε πει πολλά πράγματα αν και θα έπρεπε γιατί βρίσκουν τον Yorke σε ακόμα πιο βαθιά νερά ηλεκτρονικών αναζητήσεων παίρνοντάς τον θα μπορούσαμε να πούμε στο επόμενο επίπεδο. Τα DJ sessions που έχει κάνει τον τελευταίο καιρό δεν είναι καθόλου τυχαία. Όσο για τα κομμάτια; Το "Ego" είναι ένας ερωτικός χορός που σε μια καλύτερη πραγματικότητα θα δοκίμαζε τις αντοχές των ηχείων των club και θα συνόδευε πολλούς όμορφους πισινούς να κουνιούνται ενώ μας δίνει την ευκαιρία να ακούσουμε τον Thom «να το παίζει ιστορία κι έτσι με κάποιο γκομενάκι που μπάνισε». Στο "Mirror" το ταξίδι είναι πολύ πιο προσωπικό με το σήμα κατατεθέν beatάκι μουτζούρα του Four Tet να παλεύει μέχρι τέλους με το βαρύ dubstep του Burial και τα «αφηρημένα» αλλά κατευθείαν στον στόχο φωνητικά του Yorke για την τελική επικράτηση. Επίσης last but not least θα πρέπει να αναφέρουμε και την live πολύ ιδιαίτερη εκτέλεση του "15 Step" στα Grammys του 2009 στην οποία παρίσταντο ο Thom και ο Jonny και είχαν την βοήθεια των πνευστών και των κρουστών της μπάντας παρελάσεων του πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνια.


Κοιτώντας τα όλα αυτά ξανά δεν μπορεί κάποιος να μην εντυπωσιαστεί με το πως ο Yorke έφτασε απο το ντουέτο με την Tanya Donelly στο να κάνει παρέα και να εμπνέει τους οραματιστές της ηλεκτρονικής σκηνής. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι έχει την περιπέτεια στο αίμα του. Αυτό που ξέρουμε πάντως είναι πως ήδη μας έχει εμφανίσει τρεις-τέσσερις εαυτούς και ακόμα δεν ξέρουμε τι να περιμένουμε για encore όπως έλεγε και ο Jarvis. Ούτε απ'αυτόν αλλά κατ'επέκταση ούτε και από τους Radiohead.

Τέλος πρώτου μέρους.

14.5.11

The sky move/ The ocean shimmer/ The hedge shake/ The last living rose quiver

Θυμάστε τον περασμένο χειμώνα μια ανάρτησή μας σχετική με την ιστορία του βετεράνου του Α' Παγκοσμίου πολέμου Harry Patch μέσω της αιχμηρής και πλούσιας γραφής του Heathcote Williams; Αν όχι μπορείτε να τη βρείτε εδώ. Αυτή η περιγραφή της παράνοιας του πολέμου βρισκόταν στην off topic πλευρά του Dead Air Space (του επισήμου site των Radiohead). Δεν ήταν η πρώτη φορά που η μπάντα ασχολήθηκε με τον μοναδικό Βρετανό επιζώντα βετεράνο του «Μεγάλου Πολέμου» (που πριν δύο χρόνια αποδήμησε εις κύριον) μιας και το καλοκαίρι του 2009 ηχογράφησε το ομώνυμο τραγούδι τα κέρδη του οποίου έδωσε στη βρετανική Λεγεώνα. Ένα συγκινητικό κομμάτι με βάση τα δακρύβρεχτα έγχορδα του Jonny Greenwood και τα λόγια του ίδιου του Harry Patch απο την φρίκη του πολέμου τραγουδισμένα απο τον Thom Yorke.

Τώρα γνωρίζουμε όλοι την παράλληλη πορεία των συναδέλφων Βρετανών και πιθανότατα μεγαλύτερων Άγγλων μουσικών την τελευταία 20ετία. Η PJ Harvey με τους Radiohead ακολουθούν έναν δύσβατο αλλά γεμάτο επιβράβευση δρόμο ενίοτε δίνοντας ο ένας χεράκι στον άλλον. Η ιστορία ξεκίνησε το μακρινό 1998 όταν με το σκοτεινό και ηλεκτρονικό για τα δεδομένα της Is This Desire? η PJ ακολούθησε ένα πολύ πιο μοναχικό μονοπάτι, μακριά απο την επιτυχία των blues του To Bring You My Love. Οι Radiohead εντυπωσιασμένοι απο την τόλμη της Polly Jean πήραν την ώθηση που χρειάζονταν για να κυκλοφορήσουν το Kid A, έναν δίσκο που διέθετε αρκετά ηλεκτρονικά στοιχεία αλλά και αποξένωσε μεγάλο κομμάτι των οπαδών τους. Ο Yorke εξέφρασε τον θαυμασμό του για συνθέσεις όπως το φοβερό "The River" του Is This Desire? και μετά από λίγο καιρό η αμοιβαία αλληλεκτίμηση ευοδώθηκε με τη συνεργασία τους στο Stories From the City, Stories From the Sea. Ο Yorke τραγούδησε σε τρία κομμάτια του δίσκου ενώ έπαιξε και keyboard σε κάποια απο αυτά. Το Stories From The City... και το Uh Huh Her ήταν μια προσπάθεια επιστροφής σε έναν πιο γνώριμο εξωσττρεφή ήχο και εύκολα μπορεί κάποιος να πει οτι αυτό ακριβώς ήταν και το Hail to the Thief με το In Rainbows.

Πριν δυόμιση περίπου χρόνια, κάποιους μήνες πριν την κυκλοφορία του "Harhttp://www.blogger.com/img/blank.gifry Patch", η PJ Harvey ξεκίνησε να δουλεύει τους στίχους για το ίσως πιο μεγαλεπίβολο project της καριέρας της. Επρόκειτο για ένα concept album για τον πόλεμο, την Αγγλία και την ιμπεριαλιστική πολιτική της μα πάνω απ'όλα τους εκατομμύρια αθώους που την πληρώνουν σε αυτήν την περίπτωση. Η μουσική ολοκληρώθηκε πολύ γρήγορα και σχεδόν μηχανικά (έτσι και αλλιώς η PJ έχει αποδείξει ότι το να φτιάχνει στιβαρές μελωδίες είναι δεύτερη φύση της) και το Let England Shake κυκλοφόρησε στις 14 Φεβρουαρίου. Σε ένα πολύ ενδιαφέρον καπρίτσιο της τύχης, ακριβώς την ίδια μέρα οι Radiohead γνωστοποιήσαν την ύπαρξη του The King Of Limbs. Όγδοο άλμπουμ της PJ, όγδοο άλμπουμ των Radiohead. Όπως τότε. Τον Οκτώβρη του 2000 που κυκλοφόρησαν οι μεν τον τέταρτό τους δίσκο, η δε τον πέμπτο της. Όσο και αν έχω σιχαθεί πλέον την ατάκα εδώ επιβάλλεται η χρησιμοποίησή της. «Τυχαίο; Δε νομίζουμε».

Ενδιάμεσα στο μήνα Radiohead λοιπόν ήταν ταιριαστό θεωρούμε να γράψουμε για το αριστούργημα της PJ Harvey. Ο Thom βέβαια έχει αλλάξει παρέες οπότε δεν είμαστε σίγουροι απο το πόσο θα επηρεαστεί απο τον σχετικά straightforward και ξεκάθαρο rock, βασισμένο σε κουπλέ και ρεφρέν τελευταίο δίσκο της PJ. Λίγη σημασία έχει αυτό. Σημασία έχει οτι οχτώ δίσκους μετά έχουν καταφέρει και οι δύο να μας κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο για το που θα πάνε μετά αλλά και να καθιστούν τις πρώτες ακροάσεις των καινούργιων τους δίσκων μια πραγματική ιεροτελεστία.

Φετος το ενδιαφέρον αναθερμάνθηκε καθώς μετά απο πολύ καιρό η PJ έχει πάρει κεφάλι στις πρώιμες φετινές λίστες. Κυριαρχώντας περίπου στα 2/3 τους και κάνοντας το ένα sold out μετά το άλλο κατάφερε να ξαναγίνει «καυτό όνομα» ανοίγοντας το δρόμο στη μυθοποίησή της. Φέτος μάλιστα άρχισαν και τα βραβεία για την προσφορά της στη μουσική και πάει λέγοντας.

Γιατί ξαναθυμήθηκαν κάποιοι όμως την αγάπη τους για το γέννημα-θρέμμα του πανέμορφου Dorset; Γιατί αγάπησαν τον όγδοο δίσκο της (που μεταξύ μας αν μετρήσουμε όπως θα'πρεπε και αυτούς που έκανε με τον John Parish φτάνουμε στους δέκα);

Κατ'αρχήν οι κριτικοί αγαπούν τα concept albums. Και όχι μόνο οι κριτικοί αλλά και όλοι όσοι μελετούν τη μουσική και τους στίχους σε βάθος. Και βέβαια όσοι αγαπούν τις ταινίες και τα βιβλία, γιατί η αίσθηση της συνέχειας δημιουργεί έναν συναισθηματικό δεσμό με το αντικείμενο. Είναι απαραίτητη βεβαίως η καλή εκτέλεση ενός concept album ώστε να παραμένει ισχυρή αλλά ταυτόχρονα και αρμονική η σύνδεση των κομματιών. Εδώ η σύνδεση είναι σχεδόν μυθιστορηματική ή αλλοιώς νομίζεις ότι ακούς το "CUT" του σκηνοθέτη μετά απο κάθε κομμάτι. Υπάρχει ένας συγκεκριμένος χαρακτήρας αλλά χωρίς ονοματεπώνυμο. Ο άγνωστος στρατιώτης, το άγνωστο θύμα της προπαγάνδας, ο άγνωστος μαλάκας που πάει και χάνει χέρια, πόδια και μυαλά για χάρη των μεταξωτών παντελονιών που «τα βρίσκουν» πάνω από ένα οβάλ τραπέζι.

Αυτό που κάνει η Polly Jean δεν είναι κάτι καινούργιο. Συμβαίνει απο την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Αλλά αυτή η καταγραφή του ηρωισμού, της μάχης για την επιβίωση, του θάρρους και της δειλίας και τελικά της Ιστορίας πάντοτε θεωρούνταν κάτι ιερό και πολύτιμο. Από τον Ηρόδοτο που περιέγραψε τους Περσικούς πολέμους, στον Όμηρο και την εκστρατεία των Ελλήνων στην Τροία για τα μάτια της ωραίας Ελένης όπως μας έλεγαν και στο σχολείο. Και απο τον Σολωμό στων Ψαρρών την ολόμαυρη ράχη στους πολεμικούς ανταποκριτές στη Λιβύη. Έτσι και η Polly Jean κάθεται σε έναν βράχο κάπου ψηλά για καλύτερη ορατότητα και εξιστορεί τις ζωές που χάνονται μέσα στην χλαπαταγή χωρίς τρισάγια και χωρίς τυμπανοκρουσίες.

Σαν άλλη Andrew Marr δεν προσπαθεί να εκμαιεύσει τις πτυχές της τραγωδίας παρά μόνον τις αφήνει να ξετυλιχθούν από μόνες τους. Μαζί βέβαια και με το βρετανικό φλέγμα που δεν εγκαταλείπει κανέναν Άγγλο ούτε καν όταν την τρώει στα μπομπόλια του απο μπαγιονέτα (όπως λέει και ο Guy Garvey).

Θεματικά ήταν επόμενο να το λατρέψουν οι Άγγλοι. Άλλωστε δεν θα πάψουν ποτέ οι ενοχές από τα καμώματα της βρετανικής αυτοκρατορίας. Συν ότι το πολιτικό μύνημα ήταν πολύ ισχυρό για να αγνοηθεί, ιδιαίτερα τη συγκεκριμένη εποχή που η αστάθεια χαρακτηρίζει την αγγλική κυβέρνηση. Ένα θέμα εθνικό αλλά όχι εθνοπατριωτικό καταφέρνει και υπενθυμίζει τις θυσίες που έγιναν για το τίποτα. Θυσίες που γίνονται μέχρι σήμερα όπως της επιβεβαίωσε ο βετεράνος της εισβολής του Αφγανιστάν Seamus Murphy.

Όσο για τους υπόλοιπους; Για τους περισσότερους που οι αναμνήσεις των παππούδων τους έχουν εξαφανιστεί από το μυαλό τους ο δίσκος θα μπορούσε να μη σημαίνει και τίποτα. Δεν έχουμε ζήσει πόλεμο πιο κοντά από όσο το επιτρέπει ένα παράθυρο ειδήσεων και το βλέμμα συμπόνοιας για κάθε δεκάδα που σκοτώνεται στις εμπόλεμες ζώνες περιορίζεται μέχρι το επόμενο θέμα και το επόμενο γύρισμα της σελίδας. Στην επαρχία μας και ειδικότερα στα χωριά που δεν έχουν να επιδείξουν πολλά πράγματα πέρα από μια πλατεία και ένα καφενείο το ότι εκεί πέρασαν οι Γερμανοί, εκεί σφάξανε Τούρκους, εκεί καθαρίσανε Βούλγαρους είναι μεγάλη δουλειά γι'αυτά και σημαντικό θέμα και λόγος για εορτασμούς του ελληνικού ηρωισμού. Εκεί όμως η διατήρηση των εθίμων και κατ'επέκταση του πληθυσμού είναι ζωτικής σημασίας.

Για εμάς που αποτελούμε την άκαπνη γενιά ο πόλεμος είναι ένα μακρινό αλλά αφηρημένο κακό. Οι περισσότεροι χαίρονται για τον Μέγα Αλέξανδρο, για τα παιδιά μας που «φάγανε» τους μακαρονάδες στην Πίνδο αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι κατανοοούμε ακριβώς την ουσία των λέξεων και των γεγονότων. Μιλάμε για μεγάλες μάχες, ηρωισμούς και πολέμους σα να συζητάμε για το πόσους καθαρίσαμε στο Medal Of Honor. Μια ταινία από εδώ, μια άλλη απο'κει μας τοποθετεί σε μια άλλη εποχή. Και αν είναι και καλή ταινία το πολύ το σκεφτόμαστε μέχρι το άλλο πρωί.

Το Let England Shake όμως ακούγεται τόσο μπαρουτοκαπνισμένο και σοφό που μας αρπάζει και μας βάζει στην μέση του πεδίου. Οι ζωντανές αλλά και τραγικές του εικόνες παίρνουν χρώμα απο την ερμηνευτική δεινότητα της PJ και οι απλές αλλά άμεσες μελωδίες σκηνοθετούν το γκρίζο του ουρανού και «το σκοτωμένο καφεκόκκινο χρώμα της γης». Δεν υπάρχει εξιδανίκευση της μάχης παρά μόνο σκληρή καταγραφή των απωλειών. Και η ποίησή της, οι φοβεροί της στίχοι που συγκλονίζουν στα περισσότερα κομμάτια του δίσκου με προεξέχοντα το "Last Living Rose" και το "All and Everyone" είναι ένας ανοιξιάτικος χρωματισμός στο μπαρούτι του πολέμου. Σαν ένα ολάνθιστο δέντρο που τραντάζεται από τα μακρινά πυρά.

Από εκεί ψηλά η αφηγήτρια παρατηρεί τα παραμορφωμένα παιδιά, τον θάνατο που κρύβεται παντού, μοιρολογεί σε μια σπαρμένη με σώματα πεδιάδα και γυρίζει στην πατρίδα. Φαντάζεται τις κόρες να μεγαλώνουν ορφανές και τους βετεράνους να λένε ιστορίες γιατί αυτό είναι το μόνο που τους έμεινε πλέον. Μια τέτοια ιστορία είναι το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, η ιστορία του Louis μέσα από τα μάτια του καλύτερού του φίλου που, σωρός απο κόκκαλα πλέον, βρίσκεται σε κάποιον λόφο της Καλλίπολης στην Τουρκία. Τα λόγια του απλά και βασισμένα σε ανεξίτηλες και τραυματικές εμπειρίες, ερμηνευμένα από την ατσούμπαλη αλλά απολύτως ταιριαστή φωνή του Mick Harvey.

Είναι ένας βαρύς δίσκος. Ένα πελώριο επίτευγμα που δεν αντέχεις να ακούς πολύ συχνά λόγω θέματος. Πράγματι δεν μπορείς να τον ακούς στο repeat, και υπό αυτή την έννοια θυμίζει το Hospice των Antlers.

Αλλά παραμένει επίτευγμα. Ένας πίνακας ανθρώπινου πόνου, απελπισμένης ρομαντικής ποίησης στα χαλάσματα, μουσικής κάθαρσης που μοιάζει να παίζεται από τη λατέρνα κάποιου ακρωτηριασμένου από τον πόλεμο βετεράνου και στοργικών ερμηνείων που αγκαλιάζουν αυτούς που μπλέχτηκαν σε μια μάχη που δεν ζήτησαν. Και πανω απ'όλα ένα φτύσιμο σε αυτούς που εκμεταλλεύτηκαν και συνεχίζουν να διαστρεβλώνουν ως ηρωικές και όχι τραγικές αυτές τις ιστορίες για να στηρίξουν τα δικά τους συμφέροντα.

Ή αλλιώς με τα λόγια του Heathcote Williams για τον Harry Patch:
"As soon as Harry’s death was announced every statesman, politician, royal panjandrum and military brass-hat sidled swiftly into the limelight.

To bathe in his reflected glory; eager to use him for their own ends; to squeeze Harry into the crooked jigsaw of their own inglorious agenda – namely to re-brand the moth-eaten romance of war. To wring out the last drops of patriotic blood-lust from blood-soaked flags, as if Harry’s soul had anything in common with their tawdry militaristic bling and the State’s ungodly fanning of man’s functionless death-wish. Each in turn ignorantly romanticized his courage in war,
“What a man.” “What a testimony to human endeavour.” Cliché after cliché was piled on top of his body as thoughtlessly as a child slaps down its mud-pies.

“Private Harry Patch was the greatest living Englishman etc” “The last glorious survivor of the Great War etc” was fervently repeated with all the grandiose pride that conceited nationalism can conjure, whilst each speaker would pointedly overlook Harry’s truest and most revealing and most subversive quality, as if all were desperate to conceal his message in the cold clay along with his remains.
Every single person forgot to mention what Harry Patch had done.
As the serried ranks of all the very dullest dogs of pomp and power’s fly-blown ceremonial paid their enfeebled tributes to his “loyalty and service” they endlessly reiterated a claim that Harry had never made, the false claim that Harry had fought so “we could all be free”. Thus they all insidiously implied that, while peace was a hopeless pipe-dream – a scorned province of cowardly simpletons – war must still be good since, after all said and done, had it not spawned such splendid superheroes as Private Harry Patch?"

8.5.11

How can you sit on the side line and watch it go down?


Δύσκολο να πεις κάτι γι'αυτόν τον δίσκο. Τον συνοδεύουν πολύ ιδιαίτερες συνθήκες κυκλοφορίας και ηχογράφησης που καθιστούν κάπως θολό το όλο project. Αυτή τη φορά το -πλέον- κουαρτέτο προσπάθησε να κυκλοφορήσει πιο σεμνά το νέο του δίσκο σε αντίθεση με τις τυμπανοκρουσίες του Dear Science. Στηριζόμενο στις πεπατημένες τους και έχοντας ως παρακαταθήκη τρία εξαιρετικά άλμπουμ το ένα καλύτερο απο το άλλο η μπάντα κινήθηκε γαλήνια όχι για να ταρακουνήσει αλλά περισσότερο για να βγάλει την υποχρέωση. Αν συνυπολογίσουμε την αρρώστια και τελικά τον θάνατο του Gerard Smith τότε καταλαβαίνουμε πως ήταν επόμενο το αποτέλεσμα να ήταν κάπως «κρύο» και αφηρημένο.

Λείπουν κάποια πράγματα όπως η φιλοδοξία τους, η ποικιλία τους και η διάθεσή τους να πετάξουν απο την καρέκλα του τον ακροατή με τις εντυπωσιακές αλλαγές ρυθμού, ατμόσφαιρας και στυλ. Τώρα το όλο πράγμα είναι επίπεδο και μάλιστα με κάποιες εντελώς διαδικαστικές στιγμές όπως το τελευταίο "Caffeinated Consciousness", το "New Cannonball Run" και το "Repetition" που είναι όσο βαρετό προδιαθέτει το όνομά του. Από την άλλη υπάρχει μια γερή τριάδα λίγο πριν τη μέση του δίσκου που του δίνει μια καλή ώθηση να συνεχίσει. Η ερωτική εξομολόγηση του βελούδινου "Will Do", το πλούσιο background του αργόσυρτου "Killer Crane" ωδή στην αποξένωση με το πιο κομπιουτερίστικο τσέλο που έχουμε ακούσει ποτέ αλλά και το χοροπηδηχτό "No Future Shock" που θυμίζει χρυσές εποχές (sic) του "Golden Age". Όσο καλά και αν είναι όμως τα προαναφερθέντα τρία (μαζί με τα συμπαθέστατα "Keep Your Heart" και "Forgotten" ) χάνουν σε παραστατικότητα, αγριότητα όταν πρέπει εκεί, και τρυφερότητα όταν πρέπει αλλού.

Μια χρυσή τομή που έχουν αποδείξει ξανά και ξανά ότι την είχαν βρει. Τώρα τα πράγματα είναι πιο σφιγμένα και πιθανότατα πιο περίπλοκα μετά τη «φυγή» του Smith. Μπορεί ο μπασίστας να μην έγραφε τα τραγούδια αλλά σίγουρα θα λείψει η παρουσία του απο το πάζλ. Θα έχει πολύ ενδιαφέρον να τους δούμε να επιστρέφουν απο αυτή την κρίση ελπίζουμε πιο δυνατοί και πιο έντονοι.

Απο την άλλη θα μπορούσαν να παρηγορηθούν με το "universal acclaim" και το 82% του Metacritic αλλά αυτά είναι δανεικά από τη φόρα που απέκτησαν από τους προηγούμενους δίσκους. Και όπως έχει αποδειχθεί άπειρες φορές δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για τα μέσα από το να γκρεμίζουν αυτούς που αποθεώναν.





Θυμάστε μια εποχή που όλα ήταν απλότερα; Οι επιθυμίες λιγότερες και το γλέντι των μέσων ενημέρωσης περιορισμένο; Το ροκ εντ ρόλ έντονο και σαφές και η soul ερωτική και εξομολογητική και όχι πρόστυχη και κατευθείαν στο ψητό; Εμείς όχι πάντως. Υποθέτουμε ότι αυτό το κενό θα μας καλύφθεί με το μικρό διαμαντάκι του Raphael Saadiq ή αλλιώς Charles Ray Wiggins.

Απο το ξεκίνημα του "Heart Attack" και το επίμονο ριφάκι του βλέπουμε ότι ούτε τώρα αστειεύεται ο παλιομοδίτης τραγουδοποιός που ήδη κουβαλάει μια σημαντική ιστορία στην παραγωγή δίσκων. Τα μεταξωτά του σακάκια ασορτί με την μεταξένια φωνή του παραπέμπουν σε άλλες εποχές που οι τραγουδιστές αναγκαστικά χτίζονταν πετραδάκι πετραδάκι (σνιφ) και το κοινό παραληρούσε για τη φωνή αλλά και την προσωπικότητά τους. Το "Go To Hell" στέλνει σκόνη στο πολύ πιο ατσούμπαλο soul της Adele καθώς με την πρώτη ακρόαση είσαι σίγουρος ότι ακούς έναν μάστορα της συγκεκριμένης μουσικής που έχει μελετήσει σε βάθος Impressions, Marvin Gaye, R&B και ολάκερες τις Motown κυκλοφορίες. Τα blues του είναι ζωντανά, χρωματιστά και κυλούν άκοπα κάνοντας πολλούς λευκούς συναδέλφους τους να σκάνε απο την ζήλια (γκουχ Jack White γκουχ). Βλέπετε σε αυτόν τον δίσκο μελέτησε και αρκετό rockabilly εμπνεόμενος από την κουλτούρα που ζελεδιαζε τα κοκοράκια της προτού πάει να χαλάσει τα λεφτά της στα milkshake και τη Suzie Q.

Το απαραίτητο baby making music υπάρχει επίσης σε αφθονία. Το "Over You" για κάτι πιο ζωώδες και το "Stone Rollin" για κάτι, εμμ, πιο σταθερό. Και τα δύο φτιάχνονται από το «κατεργάρικο» βιολί τους. Υπάρχει και η κλασσική νεανική μπαλάντα του ονειροπόλου φτωχομπινέ που υπάρχει σε κάθε τέτοιον δίσκο που σεβεται τον εαυτό του.

Αυτό που πραγματικά τον ξεχωρίζει όμως είναι τα τέσσερα τελευταία κομμάτια που επιβεβαιώνουν την αναβίωση της soul που λιώνει καρδιές με φουλ έγχορδα. Μια προσπάθεια που τη συνεχίζει απο εκεί που την άφησε πέρυσι η Janelle Monae. Το ονειρικό "Just Don't" (με τη βοήθεια της Yukimi Nagano, τραγουδίστριας των Little Dragon που συμμετείχε και στον δίσκο των Gorillaz πέρυσι) αρνείται να πατήσει στο έδαφος και ίπταται από την ώθηση των woodwinds σε ένα τρελό μεταμεσονύκτιο ταξίδι.

Στο μαγικό "Good Man" συνεχίζει «απο ψηλά» με τα φωνητικά να μοιράζονται ανάμεσα στον Raphael και την ζαχαρένια φωνή της Taura Stinson. Η κορύφωση του δίσκου έρχεται πάνω στην ώρα και πριν τελειώσει μας χαρίζει ένα απο τα τραγούδια της χρονιάς, ισάξιο με το αριστουργηματικό "Say You'll Go" του Archandroid της Janelle Monae. Το "Answer", ένα απολαυστικό, χαλαρωτικό introspective έπος με μια ενορχήστρωση α λα Scott Walker είναι ακόμα μια ευκαιρία για τη βελούδινη φωνή του Raphael να σκίσει τον ορίζοντα (ή μάλλον να του κάνει αργό, χαλαρωτικό έρωτα).

Όσο ο Kanye West βρίσκεται ακόμα στο δημοτικό, δίσκοι σαν αυτόν και της Janelle Monae αποκαλύπτουν ότι κάποιοι έχουν φτάσει στο πανεπιστήμιο.




Καταπληκτική η συμβουλή κάποιων από τα φίλτατα blogs που έχουμε στη δεξιά μας στήλη γι' αυτούς τους Καναδούς. Ο δεύτερός τους δίσκος είναι ένα υπέροχο ταξίδι ομορφιάς (Χόντος Σέντερ) σε μια βαθιά ατμοσφαιρική σπηλιά όπου ο αέρας είναι περιορισμένος και τα κεριά είναι απαραίτητα παρότι μας κόβουν το οξυγόνο. Περίμενα να ήταν ο δίσκος που θα δημιουργούσε hype γύρω απο το όνομά τους αλλά διαψεύστηκα με τις σχετικά μέτριες κριτικές απο τους επαγγελματίες. Ευτυχώς όπως είπαμε επειδή εδώ εμπιστευόμαστε τους πολύ πιο «επαγγελματίες» ερασιτέχνες αφιερωθήκαμε σε κάμποσες ακροάσεις του κλειστοφοβικού αλλά λυτρωτικού ήχου των Luyas.

Το περυσινό αξίωμα ήταν ότι κάτω από κάθε καλή και ποιοτική πέτρα κρύβεται ο Owen Pallett και φέτος μάλλον (ο καλλιτέχνης με τον καλύτερο περυσινό δίσκο σύμφωνα με τον πάντα έγκυρο mr.grieves) ο Καναδός συνεχίζει στον ίδιο ρυθμό. Ο Owen δανείζει την πολύτιμη τεχνογνωσία του στην ενορχήστρωση και το βιολί δίνοντας αυτό το εξτρά κλικ που κάνει εξαιρετικό το Too Beautiful To Work. Βασικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν βέβαια και τα δύο απο τα τέσσερα μέλη των Luyas που συμμετέχουν στην ορχηστρική ποπ των Bell Orchestre. Έχουμε ανθρώπους δηλαδή που γνωρίζουν τα έγχορδά τους και δεν φοβούνται να τα χρησιμοποιήσουν. Υπάρχουν όμως και άλλα πέρα από τα έγχορδα. Ας πούμε τα παιχνιδιάρικα keyboards που χοροπηδάνε με τη φωνή της Jessie Stein θυμίζοντας μακρινά ξαδέρφια των Deerhoof, ειδικότερα στο ομώνυμο κομμάτι.

Αν έπρεπε να κοκκινίσουμε με μαρκαδόρο τη μουσική στιγμή που αισθανθήκαμε πως δεν επρόκειτο για έναν συνηθισμένο δίσκο ήταν στο εντυπωσιακό break με τα drums στη μέση περίπου του "Worth Mentioning" με τον ήχο των διαμαντένιων πολυέλαιων να κουνιούνται σα να προσπαθούν να συνέλθουν απο σεισμό. Το πέπλο του μυστηρίου που απλώνεται στο δίσκο είναι γοητευτικό και η Stein σαν άλλη Αλίκη μπαίνει ακόμα πιο βαθιά στο τρομακτικό και γεμάτο φαντασία ταξίδι που εκτυλίσσεται. Για παράδειγμα τo "Canary", βγαλμένο μέσα απο κάποιο ψαχούλεμα στο σεντούκι της μάγισσας Edea με μερικά jazz στοιχεία να βαραίνουν τον αέρα και τη Stein να ονειρεύεται ότι πνίγεται.

Ή το "Spherical Matress", ιδανικό για να συνοδεύσει την χειμερινή και επικίνδυνη εκστρατεία των μυρμηγκιών προκειμένου να μπορέσουν να εξασφαλίσουν κάποια παραπάνω ψίχουλα για τη φυλή τους. Ή το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, την ωδή στον παγωμένο Καναδά. Ένα ξεσηκωτικό και συγκινητικό παραμυθάκι γραμμένο στο χιόνι που αποκαλύπεται τις πρώτες πρωινές σιωπηλές ώρες ξεσηκώνοντας την σιωπή της κατάψυξης που κοιμίζει την πλάση. Τέλος, ο αποχαιρετισμός του "Seeing Things" μας δείχνει ότι η μουσική τους μπορεί να είναι και πιο λιτή αλλά εξίσου όμορφη.

Ο Robin Pecknold των Fleet Foxes δεν σταματά να μιλά γι' αυτούς και δεν τον αδικούμε. Η Καναδική σκηνή ζει δεύτερη αναγέννηση απ' ό,τι φαίνεται και για μια ακόμη φορά πάει για ολικό καπέλωμα των φλύαρων γειτόνων τους.

6.5.11

Αμπελοφασουλοσοφίες

Κάθε χρόνο περίπου τέτοια εποχή παθαίνουμε υπερφόρτωση απ' όλη αυτή τη μουσική που κυκλοφορεί γύρω μας.

Έτσι εξηγείται και η σχετική ησυχία τον τελευταίο 1-1,5 μήνα. Ακόμα και τα προηγούμενα 3-1 πρέπει να γράφτηκαν κάπου τον Μάρτιο.

Σε τέτοιες περιόδους συνηθίζουμε (εντάξει συνηθιζω) να λέω διάφορα μεγαλόστομα του στυλ «όλο απογοητεύσεις η φετινή χρονιά», «κάθε πέρυσι και καλύτερα», «δεν έχει βγει ακόμα ο δίσκος που θα με συνταράξει» και άλλα τέτοια. Όταν μάλιστα αυτό το διάστημα συνοδεύεται και απο υπαρξιακές αγωνίες άστα να πάνε.

Ευτυχώς κάποτε αυτή η φάση περνά και μετά τρέχουμε να προλάβουμε όλη αυτή την υπέροχη μουσική που τιτιβίζει γύρω μας. Περίπου όταν σταματά αυτό το σφίξιμο στο στομάχι (τι θα γίνει άυριο; τι θα τρώμε; θα πτωχεύσουμε; γιατί πεθαίνουν όλοι οι καλοί;) και αρχίζει να καθαρίζει το βλέμμα και το μυαλό να σκέφτεται «θα μπορούσαν να ήταν πολύ χειρότερα τα πράγματα».

Με το ατσάλωμα των χρόνων το μυαλό αρχίζει και συνηθίζει και αποφεύγει τον κίνδυνο εσωτερικής ανάφλεξης. Κάποιοι θα πουν μάλιστα ότι γίνεται σούπα.

Όπως και να' χει γίνεται πιο ευέλικτο. Θα πρέπει να γίνεται πιο ευέλικτο γιατί αλλιώς πως θα περάσουν τα 100 και χρόνια που θα ζούμε απο εδώ και πέρα;

Για την εξάλειψη του θανάτου φρόντισαν λοιπόν τα ηρωΐκά ποντικάκια που θυσιάστηκαν για το καλό μιάς φυλής που τα κυνηγάει να τα λιώσει, να τα πατήσει και να τα δηλητηριάσει. Εξ' ου και η αυτοθυσία τους βεβαίως.

Και σε περίπτωση πολέμου; Μια σφαίρα ή μια βόμβα σίγουρα θα επιτάχυνε την διαδικασία γήρανσης. Μην ανησυχείτε, οι σημερινές συλλεκτικές αμπελοφασουλοσοφίες-οδηγός επίβιωσης έχουν βρει τα 12 ασφαλέστερα μέρη σε περιπτώσεις πυρηνικού πολέμου μέχρι και επιδημίας zombie.

Αφού εξασφαλίστηκε η επιβίωση κάπως θα πρέπει να γίνει ευχάριστη. Για εμάς θα γίνει με ένα καλοκαιρινό ταξιδάκι στο Field Day Festival (να περιμένετε αναλυτικό ρεπορτάζζζ στα μέσα Αυγούστου) στο Λονδίνο.

Wild Beasts, Electrelane, John Cale, Gruff Ruys, Jamie XX, Mark Kozelek, Coral, Still Corners, Horrors, Zola Jesus και καμμιά 40αριά ακόμα. Μια βολτούλα στο Νότινγκχαμ, ίσως και κανά ματσάκι της Forest που μάλλον ούτε φέτος θα ανέβει. Όλα αυτά θεού θέλοντος βεβαίως και Bin Laden επιτρέποντως (έλα τώρα Barrack που τους πίστεψες. Κάπου θα βρίσκεται ο Osama και θα καταστρώνει τα σχέδια του με τον Αδόλφο, τον Ιωσήφ, τον Έλβις και την Μέριλυν επιδιδόμενοι σε αγωνιώδης παρτίδες Jenga).

Ένα μελλοντικό ταξίδι πάντως με αρκετή περιπέτεια θα μπορούσε να είναι η ανακάλυψη αυτών των φουτουριστικών και τιτάνιων μνημείων που βρίσκονται διασκορπισμένα στα Βαλκάνια.

Για να ολοκληρωθεί ο φουλ κύκλος του σημερινού post θα πρέπει να πούμε και για μια-δύο απογοητεύσεις.

Οι Vaccines σιγούρευσαν τη μη παρουσία μας στο Eject Festival με τον ξεζουμισμένο ντεμπούτο τους (και όμως γίνεται) και την σταθερή πορεία προς τον πάτο που ακολουθεί η Amy Winehouse. Επίσης οι Raveonettes επιμένουν εξοργιστικά να προσπαθούν να είναι στη Vogue (σημ.: στη μόδα) ενώ οι Strokes κατήντησαν μια παρωδία του εαυτού τους. Αφού βαρέθηκαν τα παιδιά γιατί δεν το κόβουν;

Αλλά εκεί που απογοητεύσε ξαφνικά βλέπεις ένα φως στην άκρη του τούνελ. Και δεν είναι τρένο.

Τα ποιήματα του Αμερικανο-Τούρκου Mustafa Ziyalan μελοποιήθηκαν απο τον συνθέτη κλασσικής μουσικής Rob Moose (Sufjan Stevens, Antony And The Johnsons) και τραγουδήθηκαν (σε δύο περιπτώσεις) ή απαγγέλθηκαν απο την Sarah Worden και την Clare απο τους Clare And The Reasons. Το Letters to Distant Cities μέσα σε 22 λεπτά είναι ό,τι πρέπει για να επανεκκινήσει τον έρωτα για τη μουσική και τη δημιουργία.

Όπως έλεγε και ο Θρασύβουλας «ο έρωτας εισερχόμενος από την πόρτα ο Χάρος φεύγει απο το παράθυρο.» Ακόμα και αν είναι όλα ατμός...

 
Clicky Web Analytics