30.11.08

I don’t want to live in a world/ Where you take what you wish from everyone else

Δεν είναι δύσκολο, ακούγοντας το πρώτο κομμάτι του δίσκου των Mono In VCF, να καταλάβεις ότι έχεις να κάνεις με ένα ξεχωριστό, φιλόδοξο και καμωμένο από πολύ γερά υλικά εγχείρημα. Πρόκειται για μια νέα μπάντα από την Ουάσιγκτον που μπερδεύει, με τη χάρη μιας γάτας που ισορροπεί σε ένα τραπέζι γεμάτο γυαλικά, την pop, την ψυχεδέλεια και τη soul.Η εισαγωγή τους στον δικό μου μικρόκοσμο προήλθε από την uptight με τη βοήθεια του πολύ καλού blog To Die By Your Side που μπορείτε να βρείτε στα δεξιά.

Όπως μας πληροφορούν οι ίδιοι στο MySpace τους, έχουν μια σημαντικά μεγάλη γκάμα μουσικών επιρροών που πράγματι λαμπιρίζουν στο πρώτο τους ομότιτλο άλμπουμ το οποίο έβγαλαν μέσω της δικής τους εταιρίας. Οι βασικές επιρροές, όπως τουλάχιστον τις αντιλαμβανόμαστε, είναι οι εξείς δύο: Scott Walker και Spiritualized. Η πενταμελής μπάντα διαθέτει την αγάπη για την pop μελωδία και τα ρεφρέν αυτόματης αποθήκευσης στον σκληρό δίσκο του μυαλού, που ξεχώριζαν τον πρώιμο Scott Walker. Από την άλλη, τα ψυχεδελικά τεντώματα και το αίσθημα της γοητευτικής απογοήτευσης και μελαγχολίας του Jason Pierce μας χτυπάνε την πόρτα.

Οι συνθέσεις τους, παρ'ότι ο πρώτος δίσκος για κάθε συγκρότημα είναι λίγο άβολος, ακούγονται εντυπωσιακά γεμάτες και οι εναλλαγές του ρυθμού έρχονται τόσο φυσικά που νομίζεις ότι έχεις να κάνεις με μια μπάντα που βρίσκεται χρόνια στη μουσική, και ακούς τον τρίτο ή τέταρτο δίσκο της. Η παραγωγή και το σχετικό «γυάλισμα» του δίσκου βρίσκονται σε υψηλότατα επίπεδα, ενώ πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι δεν έβαλε το χεράκι του κάποιος πολύφερνος παραγωγός, αλλά ασχολήθηκε μονάχα η ίδια η μπάντα. Προφανώς η ανακάλυψή τους από τις εταιρίες είναι θέμα χρόνου, μιας και ήδη πολλά κομμάτια τους αρχίζουν και μπαίνουν σε άλμπουμ συλλογών, ενώ εμφανίζονται σε αρκετά blogs, και πάνω απ’όλα τους έχει κάνει κριτική το Αvopolis…(wow!)

Οι Mono In VCF φαίνεται ήδη να κατέχουν, εκτός από την απαιτούμενη εφευρετικότητα, την κατανόηση ότι οι αντιθέσεις μπορούν να δουλέψουν υπέροχα στην μουσική. Από τα ψυχρά αποστασιοποιημένα πλήκτρα, στα ζεστά σαν μια νύχτα κάτω από τα σκεπάσματα βιολιά, και στην εκφραστικότατη φωνή της Hunter Lea. Η συνοδευτική ακουστική κιθάρα χρησιμεύει σαν το κατσαβίδι που βιδώνει την υπέροχη μελωδία στο μυαλό σου, και με μια από τις καλύτερες αλλαγές ρυθμού που ακούσαμε τώρα τελευταία δημιουργούν το αριστουργηματικό “Spider Rotation”.

Από την άλλη, τα ονειρικά μονοπάτια του “Key to the house”, που έχουν μόλις αποφοιτήσει από τη σχολή της κινηματογραφικής pop, σε κάνουν να φαντάζεσαι έναν παραμυθένιο κόσμο πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη κι ένα μικρό κορίτσι να πηδάει από νούφαρο σε νούφαρο δίπλα σ'ένα δάσος γεμάτο βελανίδια. Οι στίχοι βεβαίως σου θυμίζουν πιο γήινα πράγματα με χαρακτηριστικότερο το “And your palace of love that’s you built with deceit but the rent isn’t free”.

Τα ορχηστρικά μέρη του “Escape city scrapers” που φέρνουν στο μυαλό την υπομονετική και πολύχρονη ύφανση ενός ιστού αράχνης, ο γλυκός συγκερασμός των αιθέριων, σχεδόν παιδικών φωνητικών με την επίμονη shoegaze που εκκρεμεί πάνω από το “Chantelse”, η γεμάτη κιθαριστικά παράσιτα - α λα Death In Vegas - ψυχεδέλεια του “Cinch Ring” και η καθαρτική ορχηστρική έξοδος του “We Could’ve Owned the World”, με τη μελαγχολία της απώλειας και το μυστήριο ενός χρόνια ανεξερεύνητου σπιτιού, είναι μερικές από τις λαμπερές στιγμές του ντεμπούτου αυτού.

Θα ήταν άδικο όμως ένα κομμάτι σαn το "The Only One" να μην έχριζε ειδικής μνείας. Ένα σκούπισμα με φαράσι στις διαλυμένες καρδιές, μια επίπονη συμφωνία, φωνητικά να ακούγονται πιο παθιασμένα και επικά από ποτέ (Hunter θες να μας πεις κάτι;), ένα στην αρχή «αναγνωριστικό» ψιλάφισμα του πιάνου κι έπειτα βαρύ και καυτό σαν πρέσα σε ένα πουκάμισο λερωμένο με κραγιόν. Από το είδος των τραγουδιών που - θεματικά τουλάχιστον - η Billie Holiday θα έψαχνε σε τι νούμερο να το βάλει αν προλάβαινε να βγάλει ένα Lady Sings the Blues No.2.

Ολόκληρο το άλμπουμ είναι σαν ένα πανέμορφο βότσαλο που βρίσκεις παίζοντας τυχαία στην άμμο. Δεν περιμένεις ότι θα σου έρθει, ή ότι θα το βρεις. Όταν όμως το βρίσκεις πετάς στα ουράνια, νιώθεις απίστευτα τυχερός που δεν έχασες χρόνο μέχρι να το αναγνωρίσεις, και αισθάνεσαι ότι είσαι (και είσαι) ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου.

Σαν τη μέρα που γνώρισες τον έρωτα της ζωής σου.

27.11.08

Sweden, Mon Amour!

Σουηδία. Μια λέξη συνδεδεμένη μόνο με όμορφα πράγματα. Κρύο. Απέραντη ηρεμία. Ψηλοί, κατάξανθοι και χαμογελαστοί άνθρωποι. Οργάνωση, παιδεία και κοινωνική πρόνοια που τα περισσότερα κράτη μπορούν μόνο να ονειρεύονται. Δάση, γραφικά ψαροχώρια, χιόνια, παγετώνες. Ατέλειωτες μέρες και νύχτες. Βόρειο Σέλας. ΙΚΕΑ. Μουσική!

Τι άλλο να κάνουν οι απόγονοι των Βίκινγκς σε μια χώρα όπου όλα μοιάζουν να δουλεύουν ρολόι, και όπου ο χειμώνας όχι μόνο κρατάει πολύ αλλά είναι βαρύς και αδυσώπητος σαν τη Beth Ditto; Δημιουργούν. Γράφουν, σκηνοθετούν, σχεδιάζουν, ή παίζουν μουσική. Δεκαετίες τώρα, σκαρώνουν υπέροχη μουσική σε όλες τις μορφές της. Κάποιες φορές προσπαθούν να ξορκίσουν το χειμώνα ντύνοντάς την στα πιο φωτεινά χρώματα και κρεμώντας πάνω της τις πιο ζεστές μελωδίες και ήχους. Άλλες φορές απλά αφήνουν τις απέραντες νύχτες να περάσουν από μέσα τους και να βγουν με τη μορφή μελαγχολικών διαμαντιών, ή ψυχρών, απέριττων κομψοτεχνημάτων. Από τους πρωθιερείς ABBA μέχρι τους μελιστάλαχτους Cardigans, από τις χαμένες στο δάσος μελωδίες των Logh μέχρι τα ακουστικά χάδια του Jose Gonzalez, από την κομψή ηλεκτρονική μελαγχολία του Jay Jay Johanson ως τα παγοβουνίσια keyboards των The Knife, η πιο μεγάλη χώρα της Σκανδιναβίας δεν έπαψε ποτέ να χαρίζει στον μουσικό πλανήτη λόγους για να τη λατρεύει.

Κι όμως, το πιο χαρακτηριστικό σουηδικό άκουσμα που μπορεί να βρει κανείς στην πιάτσα δεν εμπίπτει σε καμιά από τις παραπάνω περιπτώσεις, ή ίσως να εμπίπτει σε όλες μαζί τόσο αρμονικά που είναι δύσκολο να πει κανείς. Υπάρχει ένα σουηδικό συγκρότημα που η μουσική του ΕΙΝΑΙ χειμώνας, σουηδικό έπιπλο, χουχουλιαστή φωτιά στη σόμπα της ξύλινης καλύβας και παγωμένος βοριάς μαζί. Ξέρω πως μοιάζουν υπερβολικά όλ'αυτά, αλλά μιλάμε για ένα γκρουπ που δε μοιάζει με τίποτα άλλο που να κυκλοφορεί σήμερα. Τραγουδάνε στα σουηδικά, και η μουσική τους μοιάζει να έχει προσγειωθεί στο 2008 κατ'ευθείαν από τις χρυσές εποχές της ψυχεδέλειας, βγαίνοντας όμως από τη χρονομηχανή με γυαλί ηλίου κάτω από τις ξανθιές κοτσίδες του Βίκινγκ και σουλατσάροντας με περίσσια αυτοπεποίθηση και πλήρη άγνοια κινδύνου ανάμεσα στα διάφορα παιδάκια με τις στενές γραβάτες και το "έχω περάσει μιάμιση ώρα μπροστά στον καθρέφτη για να φτιάξω αυτή τη φράντζα" μαλλί (αν και έχει ψιλοπεράσει αυτή η ιστορία ευτυχώς). Μιλάμε για τους Dungen.

Οι Dungen μπορεί να είναι στα χαρτιά τέσσερα άτομα, αλλά ουσιαστικά μιλάμε για το σχήμα του Gustav Ejstes, ο οποίος γράφει τα πάντα, τραγουδάει και παίζει τα περισσότερα όργανα στο στούντιο. Ένας Σουηδός Kevin Barnes χωρίς τους σεξουαλικούς προβληματισμούς, ας πούμε. Αν και, εδώ που τα λέμε, ο Kevin ίσως (λέω, ίσως) να μην ήταν αυτός που είναι αν του έλειπαν οι σεξουαλικοί προβληματισμοί, γιατί σ'αυτήν την περιπτωση θα του αρκούσε να είναι μια σπουδαία και ασταμάτητη μηχανή παραγωγής pop hooks, και δεν θα ήθελε να είναι ταυτόχρονα ΚΑΙ ο TAFKAP. Αλλά αυτό είναι θέμα για ένα άλλο, μελλοντικό ποστ. Πίσω στον Gustav, ο οποίος από την πλευρά του ίσως να ήθελε να είναι μέλος των Jefferson Airplane ή των πρώιμων Pink Floyd ή ο Jimmy Hendrix, ή όλα μαζί ταυτόχρονα. Οι προσπάθειές του να το καταφέρει έχουν αποφέρει τα τέσσερα άλμπουμ των Dungen, και μπορεί κανείς να πει ότι, μαζί με τ'άλλα παιδιά, είναι σε πάρα πολύ καλό δρόμο.

Στο δικό μου το δρόμο βρέθηκαν τυχαία, από αυτό εδώ το ποστ του I Guess I'm Floating πέρυσι τον Απρίλιο. Η περιγραφή ήταν αρκετά θελκτική ώστε να κατεβάσω το κομμάτι, αλλά όταν τελικά το άκουσα, η αντιστοιχία μεταξύ της περιγραφής και του ίδιου του κομματιού έμοιαζε με αυτήν ανάμεσα στη συνταγή ενός κέικ και την αίσθηση όταν η πρώτη δαγκωνιά λιώνει στο στόμα σου. Τι σκ*τά δουλειά είχε η αρμένικη λύρα σε ένα κομμάτι που άρχιζε αθώα, γλυκά και όμορφα με μια ακουστική κιθάρα; Κάποιο άλλο blog μου προμήθευσε το "Familj". Το επίμονο, εθιστικό ριφάκι των διάφανων πλήκτρων που έβρισκε αργότερα αντικριστά του το αντίστοιχο του βιολιού, το απλούστατο ρεφραίν και οι ακουστικές κιθάρες που το ακολουθούσαν και σ'εκαναν προς στιγμή να πιστέψεις ότι βρίσκεσαι σε περιβάλλον κομματιού Oasis, μόνο και μόνο για να τονίσουν τον μικρό κατακλυσμό από μελωδίες που ερχόταν λίγα δευτερόλεπτα μετά και που ο Noel ούτε στον ύπνο του δεν έχει δει... Έπρεπε να εντρυφήσω.

Το Tio Bitar ήρθε για να επιβεβαιώσει με εμφατικό τρόπο όσα είχα καταλάβει για τους τέσσερεις Σουηδούς. Ψυχεδελο-progressive rock έγραφε η ταμπελίτσα, και όντως αυτό ήταν - παιγμένο με σφρίγος, πάθος, ένταση, γεμάτο μελωδίες που θα ήθελα πάρα πολύ να τραγουδήσω αν ήξερα έστω και μια λέξη από τη γλώσσα τους, εφευρετικότητα, ενορχηστρώσεις άψογες και γεμάτες φαντασία αλλά και παραπομπές στις μέρες των λουλουδιών και των μαγικών μανιταριών. Το μόνο πράγμα που με χάλαγε κάπως ήταν τα απαραίτητα κιθαριστικά τζαμαρίσματα, αλλά κι αυτά ήταν σχετικά περιορισμένα σε αριθμό - ένα τέτοιο ας πούμε κλείνει το "Mon Amour", το οποίο ξεκινάει σαν ένα φανταστικό ροκ κομμάτι μ'ένα ρεφραίν φτιαγμένο για χτύπημα. Το άκουγα και νόμιζα ότι θα έκλεινα τα μάτια, θα τα ξανάνοιγα και θα έβλεπα γύρω μου παντελόνια-καμπάνες, ταγάρια και μακριά ξέπλεκα μαλλιά σε άντρες και γυναίκες. Χωρίς όμως να αισθάνομαι καθόλου, μα καθόλου άσχημα μ'αυτό το ενδεχόμενο. Ο δίσκος κατσικώθηκε αμέσως και αμετάκλητα στην καλύτερη πεντάδα της χρονιάς. Το 2007 και το 1970 δεν έκαναν ποτέ και πουθενά πιο καλή παρέα.

Εξερευνώντας λίγο το διαδίκτυο, ανακάλυψα πως οι Dungen είχαν ήδη ένα μικρό αλλά πιστό κοινό, που μάλιστα υποστήριζε πως το προηγούμενο, δεύτερο άλμπουμ τους, το Ta Det Lugnt του 2004, ήταν καλύτερο από το Tio Bitar. Ακούγοντάς το, δεν συμφώνησα με αυτήν την άποψη, αλλά το γεγονός ότι ήταν σχεδόν εξίσου καλό με κατέταξε οριστικά στους φαν του γκρουπ. Πιο βαρύ και κιθαριστικό αλλά και πιο μελωδικό από το Tio Bitar, εστίαζε στην πιο progressive πλευρά τους, χωρίς όμως ποτέ να υποπίπτει στην αχαλίνωτη self-indulgence που πάει πακέτο με τον όρο. Εντάξει, είχε τα τζαμαρισματάκια του, και μάλιστα στο ωραιότερο κομμάτι του δίσκου, το οχτάλεπτο και βάλε "Du E För Fin För Mig", αλλά η guitar overdose του δίσκου περιείχε πράγματα για τα οποία πολλοί κιθαρίστες θα σκότωναν (Matt Bellamy, πόσο θα ήθελες να είχες γράψει το "Sluta Följa Efter"; Εεε;) και συνολικά το άλμπουμ διεπόταν από τις ίδιες αρετές που έκαναν το Tio Bitar τόσο όμορφο κι εθιστικό. I was hooked for good, όπως θα λέγαμε σε άπταιστα ελληνικά.

Ήταν λοιπόν απόλυτα φυσιολογικό η είδηση ότι οι Σουηδοί μαλλιάδες θα κυκλοφορούσαν τον 4ο δίσκο τους μέσα στο 2008 να αποτελέσει ένα από τα καλύτερα μουσικά νέα που έμαθα μέσα στη χρονιά. Το έβγαλαν πολύ απλά 4, και είναι η φυσική, αν και κατά τι λιγότερο εντυπωσιακή συνέχεια του Tio Bitar. Πράγμα λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι βγήκε μόλις ένα χρόνο μετά το περσινό τους έπος. Το επίπεδο πάντως διατηρείται πολύ υψηλό, και το γκρουπ συνεχίζει να εξελίσσεται με μικρά αλλά σίγουρα βήματα. Ραφινάρουν τον ήχο τους, ρίχνουν τις διάρκειες των κομματιών σε εντελώς ποπ επίπεδα (2 με 4 λεπτά), δίνουν στα τζαμαρίσματα δικό τους χώρο να καλπάσουν, χρησιμοποιώντας γι'αυτά δυο από τα δέκα κομμάτια του δίσκου και αποφεύγοντας να τα κολλήσουν στο τέλος κάποιου άλλου κομματιού, βάζουν περισσότερο πιάνο και τζαζ στον ήχο τους, και γενικά δείχνουν ορεξάτοι για ακόμα καλύτερα πράγματα.

Τα οποία φυσικά είναι απόλυτα ικανοί να πετύχουν. Ίσως να μην τους δούμε σύντομα στο εξώφυλλο του Billboard, αλλά είναι πολύ μεγαλύτερο κατόρθωμα να κατακτάς καρδιές σε όλο τον πλανήτη τραγουδώντας στην όχι και τόσο τουριστική γλώσσα σου κι έχοντας τα μουσικά trends γραμμένα εκεί που δεν πιάνει μελάνι. Και για να μη λέτε ότι είμαστε όλο λόγια στο μικρό μας blog, σας παραθέτω τρία δείγματα από τις τρεις τελευταίες δουλειές των αγαπημένων μου Σουηδών.

Μεταξύ αυτών, ένα από τα τραγούδια που σημάδεψαν για μένα την περσινή χρονιά - το μικρό έπος που κλείνει το Tio Bitar και που, αν ποτέ έκανα το όνειρο πραγματικότητα και είχα δική μου εκπομπή στο ραδιόφωνο, θ'αποτελούσε το σήμα της χωρίς δεύτερη σκέψη, αφού είναι ένα από τα ωραιότερα ορχηστρικά κομμάτια που έχω ακούσει ποτέ. Κάπου διάβασα ότι μοιάζει με το κομμάτι που κλείνει το Dark Side of the Moon αλλά προσωπικά δεν το ακούω. Περισσότερο μου μοιάζει με έναν παγωμένο άνεμο σε μια σκοτεινή τούνδρα - η τέλεια μουσική για να δεις τα Φώτα. Τώρα πια η λέξη "Σουηδία", περισσότερο ίσως απ'οτιδήποτε άλλο, έχει συνδεθεί για μένα με τους Dungen.

Dungen - "Sluta Följa Efter" (Ta Det Lugnt)
Dungen - "En Gång I År Kom Det en Tår" (Tio Bitar)
Dungen - "Fredag" (4)

"Familj" (Tio Bitar) :

22.11.08

And when the pigs fly/ That's when I come back to you

Όταν ο Brett Anderson κοπανούσε τις χορδές καθώς τελείωνε ένα παλιό κομμάτι των Suede εκτελεσμένο στην ακουστική κιθάρα, με τη συντροφιά του βιολοντσέλου μιας κλασσικά εκπαιδευμένης δεσποινίδος, μπορούσες να διακρίνεις τη χαρά και τον εσωτερικό θρίαμβο που ένιωθε και ισοδυναμούσε με τη φράση «Ναι ρε πούστη! Ακόμα το έχω!».

Η χθεσινή εμφάνιση του Βrett Anderson είχε κάποια συγκινητικά έως ηρωικά στοιχεία. Για λιγότερο από μια ώρα προσπάθησε να παίξει μπροστά σε ένα αδιάφορο κοινό κομμάτια από τις δύο προσωπικές του δουλειές. Ήταν γνωστό πως οι συνθέσεις του πρώτου του δίσκου ήταν μια σκάλα παρακάτω από την δυναμική των συνθέσεων των Suede. Παρ'όλες τις δεδομένες αδυναμίες όμως του προσωπικού του υλικού, στάθηκε «γυμνός» απέναντί μας. Επιστράτευσε θάρρος, ρισκάροντας να χαθεί τελείως ο έτσι και αλλιώς λιγάκι ξεφτισμένος απ’τους γραφιάδες μύθος του αμφισεξουαλικού, κοινωνού του γκλάμ ροκ εντ ρόλ ηγέτη. Φυσικά φρόντισε και ο ίδιος να υποβαθμίσει με κάποιο τρόπο το υλικό του ή τέλος πάντων οι μάνατζέρ του, μιας και με το πρώτο διάλειμμα ακούστηκε μια κοπέλα η οποία μας διαβεβαίωσε ότι ο Βrett θα γυρίσει παίζοντας παλιές επιτυχίες των Suede. Παλιά κι αγαπημένα που λέμε. Ευτυχώς που δεν σέρβιραν και βερμούτ με τη συνοδεία των αδερφών Κατσάμπα.

Όπως και να’ χει ο Brett κατάπιε μέχρι τελευταίας σταγόνας το πικρό ποτήρι της εξ’ αρχής (από την πλειοψηφία των περιοδικών και όλων των indie παιδιών που ακολουθούν τη μόδα και βαθμολογούν και το γάλα που τους τάιζε η μάνα τους με αστεράκια) ξοφλημένης μοναχικής πορείας του, αλλά και μέχρι τελευταίας γλυκιάς σταγόνας το μελένιο ποτήρι της αποθέωσης για το αξιοπρεπέστατο και γεμάτο σεβασμό παίξιμο στα παλιά κομμάτια των Suede.

Πώς να νιώθει κανείς όμως σε μια τέτοια περίπτωση; Ξέροντας ότι η ζεστή ανταπόκριση θα υπάρχει μόνο για κομμάτια που έγραψε υπό την επήρεια ναρκωτικών 15 χρόνια πριν παρέα με τον κιθαρίστα (που είναι και τσακωμένοι); Ξέροντας πως ό,τι και να γράψει ή έγραψε τα τελευταία 8 περίπου χρόνια είναι ήδη πεταμένο στο καλάθι των αχρήστων; Δεν μπορείς να μην αισθάνεσαι πως βλέπεις πλέον τα οπίσθια της δόξας. Από την άλλη, να είχε αντίληψη άραγε ο Brett ότι αυτά τα τραγούδια που έγραψε σ'έναν παροξυσμό «αμαρτιών», εντός και εκτός εισαγωγικών, θα τον έτρεφαν και θα του εξασφάλιζαν μια ζωή χαρισάμενη οικονομικά και καλλιτεχνικά;

Δεν μπόρεσε όλη αυτή η ιστορία να μη μου θυμίσει την ιστορία του γερο-ροκά στο Love Actually. Ο Bill Nighy, με την εντελώς κατάλληλη για το ρόλο σκοροφαγωμένη φάτσα και την εντελώς πετυχημένη αντιγραφή συμπεριφοράς ξεπερασμένου πανηδονιστή ροκά, σκοράρει νούμερο ένα χιτ στα χριστουγεννιάτικα charts ξεπερνώντας τα μυξιάρικα της εποχής, διαφημίζοντας το τραγούδι του και τον εαυτό του κάπως έτσι: «But wouldn't it be great if number one this Christmas wasn't some smug teenager but an old ex-heroin addict searching for a comeback at any price? All those young popsters come Christmas Day, they'll be stretched out naked with a cute bird balancing on their balls and I'll be stuck in some dingy flat with me manager, Joe, ugliest man in the world, fucking miserable because our fucking gamble didn't pay off. So if you believe in Father Christmas, children, like your Uncle Billy does, buy my festering turd of a record. And particularly enjoy the incredible crassness of the moment when we try to squeeze an extra syllable into the fourth line. »

Όπως και να έχει δεν μπορούσες να μην εντυπωσιαστείς από το γεγονός πως ο πρώην αρχηγός των Suede, ο εκρηκτικός ασυγκράτητος ροκ σταρ, ο γεμάτος διφορούμενες και ενοχλητικές ιδέες-καρφιά στα πλευρά των συντηρητικών, το έτερον ήμισυ του πιο Britpop ζευγαριού της εποχής, καθόταν μπροστά μας μια δεκαετία γηραιότερος, άοπλος στα διαπεραστικά βλέμματα και τα ενίοτε χασμουρητά του κοινού, υποβάλλοντας τον εαυτό του σε μια δοκιμασία που δεν θα καταδεχόταν να περάσει κάμποσα χρόνια πριν, σχεδόν ζητιανεύοντας το αγκάλιασμα του κοινού που δεν απολαμβάνει πλέον άνευ όρων. Στεκόταν εκεί όμως, δυνατός, προβάλλοντας τη φωνή του που έτσι και αλλιώς ποτέ δεν ήταν το μεγαλύτερο προσόν του, εξελίσσοντάς την παρ'ολ'αυτά. Ξεγύμνωσε τις συνθέσεις, ξεγύμνωσε τον εαυτό του, και συνέχιζε να παλεύει. Ή αυτός ή εμείς. Είναι αρκετά νέος για να παίζει μπρά ντε φέρ με το κοινό στην προσπάθεια του να το αναγκάσει να τον χειροκροτήσει; Κανείς δεν ξέρει. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι συνεχίζει να προσπαθεί και να είναι καλλιτέχνης. Μόνο και μόνο γι'αυτό αξίζει πάνω απ’όλα το σεβασμό μας.

O Brett συνεχίζει να κάνει αυτό που αγαπάει. Εμείς όμως τι κάνουμε; Τι μας συνέβη; Έχουμε πρόσβαση σε απεριόριστη μουσική κι αντί να είμαστε χαρούμενοι φερόμαστε σαν υπέρβαροι σε ζαχαροπλαστείο. Τρώμε ότι φρέσκο βρούμε μπροστά μας και πετάμε πίσω τα υπόλοιπα κρίνοντάς τα ως μπαγιάτικα. Δέκα χρόνια πριν, οι «δημοσιογράφοι» του N.M.E. θα πρόσφεραν ακόμα και στοματικό έρωτα, για να το πω ευγενικά, στον Brett Anderson για να τους δώσει μια συνέντευξη. Δέκα χρόνια πριν, το Pitchfork θα κατουριόταν πάνω του και μόνο στην ιδέα ο Billy Corgan να ασχοληθεί μαζί του.

Όχι. Ούτε η σημασία του Billy ούτε αυτή του Brett έφθιναν. Αυτό που έφθινε είναι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η αξιοπιστία και η σοβαρότητα της μουσικής δημοσιογραφίας.

Δείτε το υπέροχο "Blessed" από το φετινό εξαιρετικό Wilderness του Brett Anderson βιντεοσκοπημένο ζωντανά φέτος τον Ιούλιο στο Λονδίνο.

13.11.08

Watch all my pretty bridges burn

Η βραδιά του Σαββάτου άρχισε με κακούς οιωνούς: φτάσαμε με τον mr.grieves στο Γκαγκάριν αργά (9.30), αφού η Αμαλίας πήγαινε με ρυθμούς που θα έκαναν τους Low να μοιάζουν συγκρότημα speed metal, και το βρήκαμε ήδη ξέχειλο από κόσμο, τόσο που στον εξώστη να μη βλέπεις τη σκηνή από πουθενά (!) και κάτω η μοναδική προσπελάσιμη ζώνη να τελειώνει στο 1,5 μέτρο μέσα από την είσοδο. Οι ηρωικές μας προσπάθειες να φτάσουμε έστω μέχρι το πρώτο "σκαλοπάτι" έγιναν υπό τους ήχους των γλυκύτατων Marsheaux, οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει να παίζουν την πολύ χαρούμενη για το μπλαζέ κοινό της βραδιάς ηλεκτροπόπ τους. Κι όταν επιτέλους φτάσαμε εκεί, ίσα που τις προλάβαμε για 3 ακόμα τραγούδια, αφού έφυγαν υπερβολικά σύντομα, χωρίς να παίξουν το "Popcorn" και το "Pure", κι έχοντας γνωρίσει την αποθέωση με το που είπαν ότι αποχωρούν. Έντονες μνήμες Bjork ξύπνησαν μέσα μας, ειδικά όταν ο μπροστινός μου παρατήρησε με ύφος Λονδρέζου χορτασμένου από μεγάλες συναυλίες - που τον έκανε να φαίνεται ακόμα πιο άσχετος - ότι "αυτές αν πλήρωνα εισιτήριο για να τις δω, θα είχαν φάει μπουκάλι". Τρελή ευγένεια.

Η ίδια καλοαναθρεμμένη παρέα know-it-alls συνέχισε να παράγει εκπληκτικές ατάκες σε όλη τη διάρκεια της αναμονής για τη Róisín, την οποία χαρακτήρισαν αδικαιολόγητα μεγάλη (για την ιστορία, κράτησε λιγότερο από μια ώρα - όχι αφύσικο διάστημα με βάση την πείρα μας από ελληνικές συναυλίες) γκρινιάζοντας παράλληλα για τα πάντα γύρω τους, σημειώνοντας ότι έπρεπε να είχαν πάει στον Schiller και υποσχόμενοι/ες να μην ξαναπατήσουν το μεταξοφορεμένο ποδαράκι τους στο χώρο. "Good riddance", θα πούμε εμείς, υποψιαζόμενοι ότι τουλάχιστον το ένα τρίτο του κοινού ήταν κάπως έτσι - συνήθως πολύ βαριεστημένο και τσίπικο προκειμένου να αποχωριστεί το σπιτάκι του και τα ωραία του λεφτάκια αντίστοιχα για χάρη μιας συναυλίας, το είχε κάνει μόνο και μόνο για ν'ακούσει το "Overpowered" και παρασυρμένο από τις περιγραφές της εμφάνισης της Róisín στο καλοκαιρινό Synch, περιμένοντας show με full extra κι ετοιμοπαράδοτο εκεί και τότε. "Here we are now, entertain us," που λέγανε.

Η μισή αλήθεια είναι ότι κι εμείς βασιζόμασταν στις ίδιες περιγραφές, έχοντας χάσει το φεστιβάλ λόγω ενός τρελού, απίθανου κι αξέχαστου ταξιδιού στην κεντρική Ευρώπη για το οποίο θα μιλήσουμε εκτενέστερα προς το τέλος της χρονιάς. Η άλλη μισή έγκειται στο γεγονός ότι, προσωπικά μιλώντας τουλάχιστον, η Róisín ήταν, εκτός ίσως από τους Liars και τον Kieran Hebden, η μοναδική που ήθελα τόσο πολύ να δω από το πολύ καλό φετινό line-up του: το καλό αλλά λίγο άνισο και υπερβολικά καλογυαλισμένο περσινό Overpowered μπορεί να είχε το φοβερό, απόλυτα δίκαια τρελό hit ομώνυμο κομμάτι και μερικά ακόμα αστεράκια, όμως το Ruby Blue του 2005 ήταν όλα τα λεφτά - ένα μείγμα soul, jazz και μπόλικης εύθυμης τρέλας, περιχυμένο από τη μελένια φωνή της. Συνολικά, ένα υλικό που συνέχιζε από τις λιγότερο γνωστές στιγμές των Moloko κι έδειχνε ότι η μοιραία ξανθιά από την Ιρλανδία είχε απείρως περισσότερο ενδιαφέρον από τις συναδέλφους τις στα charts, και που ήθελα οπωσδήποτε να δω ζωντανά. Βάλε και τον παραληρούντα κολλητό μου με το που γυρίσαμε για το πόσο τρομερή ήταν, και η βραδιά στο Γκαγκάριν κυκλώθηκε στο συναυλιακό ημερολόγιο με το που ανακοινώθηκε.

Κι έφτασε λοιπόν εκείνη η ώρα: τα φώτα χαμήλωσαν, οι τρεις μουσικοί της βγήκαν στη σκηνή και οι εναρκτήριες φράσεις του "Overpowered" ακούστηκαν, για να σκεπαστούν άμεσα από τις ιαχές και το χειροκρότημα. Αμέσως μετά, η Róisín βγήκε κι αυτή φορώντας ένα καπέλο σε σχήμα δίσκου και μια υπερμεγέθη γούνα, συνοδευόμενη από δυο κοπέλες με εξίσου εξεζητημένο ρουχισμό, οι οποίες είχαν καθήκοντα βοηθητικών φωνητικών και ηθοποιίας. Το κομμάτι τραβήχτηκε από'δω κι απο'κει, ξεχειλώθηκε σε διάρκεια και η μπάντα υπογράμμισε τις πιο dance πλευρές του. Ακολούθησαν τα δυο κομμάτια που βρίσκονται και στο album μετά το μεγάλο hit ("You Know Me Better" και "Checkin' On Me") και μετά η μπάντα μαζεύτηκε στο δεξιό μισό της σκηνης. Εκεί ξεκίνησε το πιο απαλό, soul-jazz τμήμα της συναυλίας, αποτελούμενο από τέσσερα υπέροχα κομμάτια, για τα δυο τελευταία εκ των οποίων επισκέφθηκαν τη δισκογραφία των Moloko. Mε τη Róisín να έχει αλλάξει ήδη τρεις αμφιέσεις, ήταν πέρα για πέρα φανερό ότι show θα υπήρχε, αλλά με τους όρους της, και σ'όποιον άρεσε.

Δεν άρεσε προφανώς σε σημαντικό μέρος του κοινού, το οποίο συνέχισε να μου προσθέτει λόγους για να το αντιπαθήσω καθώς προσπαθούσε να καλύψει τις πολύ όμορφες, χαμηλόφωνες στιγμές με μια ανεξέλεγκτη σχεδόν βαβούρα που γιγαντωνόταν στα χαμηλοτάβανα πίσω τμήματα του χώρου, όπου και στεκόμασταν. Παρ'ολ'αυτά, η επιθυμία ν'απολαύσουμε αυτό που ακούγαμε και βλέπαμε νίκησε, κι έτσι το απαραίτητο φίλτρο έξτρα συγκέντρωσης μπήκε στη θέση του και - έστω και με δυσκολία - έκλεισε τους ενοχλητικούς απ'έξω. Ήταν ήδη φανερό ότι είχαμε μπροστά μας μια εξαιρετική performer, ικανή να σε κάνει να παρακολουθείς κάθε της κίνηση, και μια πάρα πολύ καλή μπάντα γύρω της, με μπόνους το όχι πρωτότυπο πλην όμως πολύ ταιριαστό video show. Περιμέναμε ανυπόμονα τη συνέχεια, κι αυτή ήρθε... με τη μορφή ενός διαλείμματος.

Η οθόνη πίσω από τη μπάντα έγραψε "intermission", η πολύχρωμη παρέα αποσύρθηκε και η βαβούρα πολλαπλασιάστηκε. Τα κακομαθημένα δίπλα μας έκαναν μια κίνηση σα να έλεγαν "βλέπεις, το'λεγα εγώ, στον Schiller έπρεπε να πάμε", και διάφοροι άλλοι γύρω έδειχναν να δυσανασχετούν. Αναρωτηθήκαμε σ'εκείνο το σημείο κατά πόσο θα μπορούσε η βραδιά ν'αποκτήσει το οποιοδήποτε momentum, με βάση τις αντιδράσεις που βλέπαμε γύρω μας, και πόσο κρίμα θα ήταν να μην το αποκτούσε τελικά. Ευτυχώς, οι φόβοι μας έμελλε ν'αποδειχθούν πέρα για πέρα αχρείαστοι σύντομα.

Η Róisín, μαζί με τη χρωματιστή συνοδεία της, ξαναβγήκε στη σκηνή φορώντας μια μωβ-μαύρη, αυτή τη φορά, γούνα σχεδόν εξίσου τεράστια με την (κρεμ) αρχική κι ένα ασορτί καπέλο-δίσκο, και ξεκίνησε το μέρος Βου με τρία πολύ χορευτικά κομμάτια από τον περσινό δίσκο. Οι πάντες (σχεδόν) ξέχασαν μεμιάς τη γκρίνια και άρχισαν να παρασύρονται από το ρυθμό.

Εκεί ακριβώς ήταν που η μπάντα ανέβασε τη συναυλία ένα επίπεδο παραπάνω από αυτό που βρισκόταν ως τότε: τα επόμενα τρία κομμάτια, προερχόμενα από τα ανεξερεύνητα βάθη της δισκογραφίας του παλιού της γκρουπ (με μοναδικό άλλο μέλος τον τώρα πλέον πρώην της), ήταν ένας καταιγισμός από beats με αρκετή δόση ξερής funk, αιχμηρότατες και ψιλοβρώμικες κιθάρες που περισσότερο θα περίμενες ν'ακούσεις στις πιο σκοτεινές στιγμές ενός live των Death In Vegas και φρενιασμένα φωνητικά, κι έκαναν κάθε προσπάθεια κατηγοριοποίησης όχι απλά μάταιη αλλά στα όρια του γελοίου.

Έχοντάς μας πλέον όλους - κακομαθημένους και μη - στο χέρι, έριξε στο τραπέζι το δεύτερο πιο γερό χαρτί της, το ακατ-ακατ-ακαταμάχητο "Let Me Know", με τις στολές της να γίνονται όλο και πιο γιούχου, έχοντας κορυφαίο όλων το prêt-a-porter τρίο της με δυο crash test dummies (όχι αυτούς). Όταν αποχώρησαν, δεν υπήρχε άνθρωπος στην αίθουσα που να μην ήθελε κι άλλο (εκτός ίσως από τους διπλανούς μας που, πιστοί στους τρόπους που είχαν επιδείξει όλη τη βραδιά, είχαν βάλει τα μπουφάν και συζητούσαν ήδη για το after). Τα συνεχή χειροκροτήματα κράτησαν πάνω από 5 λεπτά και, πάνω που άρχισα να ανησυχώ ότι η ως τότε απίστευτα άμεση και φιλική Róisín αποφάσισε ξαφνικά να το παίξει hard-to-get ντίβα, εμφανίστηκαν ξανά στη σκηνή με την πρωταγωνίστρια ζουληγμένη μέσα σ'έναν ζουρλομανδύα. Ναι, κανονικό. Και μια στέκα με πράσινα κερατάκια ελαφιού. Και τις άλλες 2 κοπέλες ντυμένες με φουσκωτά τούλινα λευκά φορεματάκια, σαν νυφικά σε ταινία του Tim Burton.

Τα έκπληκτα χαμόγελά μας ακολούθησε περισσότερος αβίαστος χορός, και μεγάλη χαρά όταν η Róisín με τη βοήθεια των κοριτσιών έβγαλε το ζουρλομανδύα και φόρεσε ένα μικρό φουσκωτό καρό ελάφι (λογικό) και επιδόθηκαν όλοι μαζί σε μια εξαιρετική, λίγο γλυκόπικρη και κομψότατα μπιτάτη διασκευή του "Slave To Love" του Bryan Ferry. Το τρελούτσικο τελειωτικό "Ramalama" απο το Ruby Blue δεν άφησε τους ρυθμούς και τα κέφια κανενός να πέσουν, κι εγκαταλείψαμε το Γκαγκάριν με την καλύτερη δυνατή διάθεση, ψιλοχορεύοντας υπό τους ήχους του "Just An Illusion" των Imagination.

Δεν είμαι σίγουρη για το τι ακριβώς είχε δει ο φίλος μου τον Iούνιο στο Synch, αλλά αυτό που είδα εγώ ήταν ένα υπέροχο, θεατρικό, χρωματιστό, ορισμός-της-λέξης show, ιδανικό για να δώσει μια γερή σφαλιάρα σε όσους ακόμα βάζουν στη μουσική ταμπελίτσες και αρνούνται ότι τα σύνορα έχουν προ πολλού πέσει πανηγυρικά, με πρωταγωνίστρια μια απολύτως αιχμαλωτιστική show-woman και φωνάρα, η οποία μοιάζει επιπλέον να είναι ακόμα στην αρχή. Με άνεση στις καλύτερες συναυλίες της χρονιάς - ελπίζω μόνο την επόμενη φορά (γιατί σίγουρα θα υπάρξει επόμενη φορά) να το δούμε από πιο κοντά και χωρίς παράσιτα.

"Movie Star (Kid Gloves remix)":

9.11.08

Το μερίδιο της παρηγοριάς

Δεν πιστεύω ότι συνίσταται ως προϊόν ιδιαίτερης διερεύνησης το γεγονός ότι ο άγγλος πράκτορας που σκέφτηκε ο Ian Fleming αποτελεί, παρά το χάρτινο της ύπαρξης του, κάτι σαν εθνικό ήρωα για τους Εγγλέζους, και αντικείμενο ονείρωξης των απανταχού καθημερινών ανθρώπων.

Οι Άγγλοι, από τη μία, λάτρεψαν έναν χαρακτήρα που τους παρουσίαζε ευγενικούς και σκληρούς ταυτόχρονα και αποτέλεσε μια τελειοποιημένη εκδοχή της δικής τους προσωπικότητας. Με την ευγένεια και τη φινέτσα ενός αξιωματούχου στη γιορτή της Βασίλισσας, τη γοητεία που πάντοτε λειτουργούσε ως αντίδοτο σε όλα τα ξεχωριστά γυναικεία γούστα (άνευ Αxe παρακαλώ), το γυαλισμένο μάτι χρυσοθήρα καθώς βούταγε στο κυνήγι της περιπέτειας, αλλά και τη σκληρότητα σε συνδυασμό με την υπό του μηδέν ματιά απέναντι σ'εκείνον που τον πρόδωσε. Συν φυσικά και το ότι εκτελούσε τις βουλές της Αυτού Εξοχότητας με την ακρίβεια μιας κουστουμαρισμένης Νέμεσης.

Ο υπόλοιπος κόσμος, από την άλλη, τον λάτρεψε, όχι μόνο για τα ατελείωτα martini που έχει καταναλώσει ή για τα αμέτρητα γυναικεία αρώματα που έχει μυρίσει, αλλά για το ότι δεν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του να χάσει έστω και μια σταγόνα ιδρώτα μπροστά στη θέα αυτού ή αυτού ή αυτού.

Όλα αυτά μέχρι τον προπέρσινο επαναπροσδιορισμό του Casino Royale.

Εκεί μάθαμε πώς ο Bond έγινε αυτός που έγινε, μάθαμε τον τρόπο σκέψης του και μάθαμε και τον τρόπο δράσης του. Μάθαμε γιατί έχασε την ψυχραιμία του απέναντι στον διασκεδαστικά κακιασμένο Le Chiffre και γιατί έχασε τα αυγά και τα πασχάλια απέναντι σε αυτήν. Βλέπετε ο Bond, μας είχε βάλει τον πήχυ πολύ ψηλά. Έχοντας αντιμετωπίσει πιο σαδιστικούς αντιπάλους από τον Le Chiffre και ναι αν είναι δυνατόν, πιο απειλητικά σαγηνευτικές γυναίκες από την Vesper Lynd. Αν μπορούσε με μια ατάκα να περιγραφεί η προηγούμενη ταινία, αυτή θα ήταν στη σκηνή όπου ενώ κινδυνεύει να τα χάσει όλα, παραγγέλνει ένα ποτό στον μπάρμαν. Εκείνος τον ρωτάει τι προτιμά, και ενώ από κάτω το κοινό ετοιμάζεται να φωνάξει τη κλασσική παραγγελιά, ο ασεβής Craig διαμηνύει πως δεν δίνει δεκάρα!

Μια πραγματική βλασφημία είχε συντελεστεί, που όμως μαζί με άλλες στιγμές απελευθέρωσαν τη σειρά από τον ολισθηρό δρόμο της αυτογελοιοποιήσης που είχε πάρει. Ξαφνικά ο Bond μάτωνε, ερωτευόταν, τσαλακωνόταν και ξεφορτωνόταν την πανοπλία του. Κάνοντας τον Craig ότι πιο φρέσκο είχε συμβεί στον πράκτορα από τότε που τον ενσάρκωσε ο Κύριος Connery.

Μολαταύτα, για να μην ξεχνιόμαστε, η σκηνή όπου ανταλλάσσει προσβολές και ερωτικές προσκλήσεις με την Vesper ήταν κλασσική σκηνή ανθολογίας Bond. Αν έχετε δει κόμπρες να ετοιμάζονται να αναπαραχθούν καταλαβαίνετε για τι μιλάμε.

Όχι πολύ μακριά από την γενέτειρα του δημιουργού του Bond, μια μπάντα κάνει τα δικά της. Και πιο συγκεκριμένα, εν έτει 1995 απελευθερώνει στον κόσμο ένα ακυκλοφόρητο τραγούδι που, αν ζούσαμε σε μια δίκαιη κοινωνία οπού όλοι μας θα πίναμε κάθε πρωί το γαλατάκι της ανθρώπινης καλοσύνης, θα ήταν το soundtrack για την 21η και καλύτερη ταινία Bond μέχρι σήμερα.

Δυστυχώς, επειδή ο κόσμος δεν είναι όσο τέλειος θα θέλαμε να είναι, η μπάντα που ονομάζεται Radiohead α) έχει παρατήσει το "Big Boots" αδυνατώντας να βρει την χρυσή τομή σε αυτή την ευαίσθητη εγχείρηση ή β) συνεχίζει να προσπαθεί, γι’ αυτό και ο Thom Yorke, κλασσική περίπτωση Άγγλου wannabe James Bond, δεν χάνει πρεμιέρα της εκάστοτε νέας ταινίας.

Μια τρίτη, πιο τρομακτική, δική μας εκδοχή λέει ότι προσπαθεί να βγάλει άκρη, με την βοήθεια του (απ’ ότι μας δείχνει και η φωτογραφία, μεγάλου υποστηρικτή της πούδρας) Jack White, ο οποίος παρεμπιπτόντως έγραψε ένα επιεικώς μη διασκεδαστικό τραγούδι για τη νέα ταινία.

Το Big Boots είναι το πιο κατάλληλο τραγούδι καθρεφτίσματος του χαρακτήρα του Bond. Τα εκρηκτικά ριφάκια του Jonny Greenwood σε ρόλο τελευταίας τεχνολογίας γκατζετ του Q, και τα (κρεμασμένα από έναν γκρεμό, καθώς πετάγονται σφαίρες από ελικόπτερα, κρατώντας στο δεξί του χέρι την Ρωσίδα κατάσκοπο) φωνητικά του Yorke μας λένε την ιστορία. Κάτι μου λέει ότι προβληματάκια όπως η πείνα στην Αφρική, η καταπίεση των αδυνάτων, η οικονομική κατάρρευση, ή αυτός, θα εξαφανιστούν αρκεί ο επόμενος επιμελητής του soundtrack του Bond να γράψει στα credits "Radiohead - 'Big Boots (Man-O-War)'"

4.11.08

Βut you're innocent when you dream

Είναι μια από τις σπάνιες στιγμές στην ιστορία. Είναι από αυτές τις στιγμές που σχεδόν όλος ο υγιώς σκεπτόμενος πλανήτης έχει εναποθέσει τις ελπίδες του σε ένα πρόσωπο.

Παλιότερα οι εκλογές σε ένα ξένο κράτος, ακόμα και αν αυτό ήταν υπερδύναμη, ήταν κάτι για το οποίο ενημερωνόμασταν καθαρά εθιμοτυπικά. Απλά για να γνωρίζουμε κάποια πρόσωπα και να έχουμε κάποιον για να ρίχνουμε τα αναθέματά μας. Καλά καλά δεν μας ένοιαξαν τόσο πολύ ούτε οι δικές μας εκλογές. Κι αυτό λόγω της απογοήτευσης, αλλά κυρίως επειδή δεν υπήρξε κάποιο πρόσωπο να μαζέψει τα βλέμματα και να κεντρίσει το ενδιαφέρον. Το πολιτικό μας σύστημα, εκτός αν συμβούν δραματικές αλλαγές που συνήθως θα σημαίνουν πολύ κακά νέα για όλους μάς, έχει έναν συγκεκριμένο τρόπο χειρισμού που δεν ευνοεί την ανάπτυξη και την εμφάνιση σημαντικών και αυτόφωτων προσωπικοτήτων. Κερδίζει αυτός που πιστεύουμε ότι θα κάνει την «δουλειά» λιγότερο άσχημα από τον άλλο, και με όσο δυνατόν λιγότερη διαφθορά.

Στις σημερινές Αμερικανικές εκλογές όμως έχουμε ένα πρόσωπο το οποίο συγκεντρώνει και αντιπροσωπεύει την λέξη «ελπίδα». Ο Μπάρακ Ομπάμα έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα τον κάνουν συμπαθή σε όποιον διαθέτει έστω μερικές δεκάδες κύτταρα στο κεφάλι του. Η καταγωγή του συμβολίζει τόσα πολλά πράγματα που πράγματι τον κάνουν την πιο καθοριστική προσωπικότητα που έχει εμφανιστεί στον αιώνα που διανύουμε μέχρι στιγμής.

Όλοι ελπίζουν πως, όταν με το καλό εκλεγεί, η θέση των αφροαμερικανών και των εξ Αφρικής καταγόμενων γενικότερα θα βελτιωθεί σημαντικά, πως βρέθηκε εκείνος που θα συνεχίσει το έργο όλων όσων συμβολίζουν τα ιερά και τα όσια των ανθρώπων αυτών. Και - γιατί όχι - όλοι ελπίζουν ότι θα πάψουμε να κοιτάμε τον μετανάστη δίπλα μας με καχυποψία κρατώντας γερά το πορτοφόλι μας. Γιατί αυτός ο μετανάστης μπορεί να έχει περάσει τη ζωή του πάνω από βιβλία στην πατρίδα του και να έρχεται απλώς για να ταΐσει το παιδί του. Το οποίο παιδί του, και δεν το λέω για να προσβληθούμε, μπορεί να είναι πολύ πιο έξυπνο και φιλομαθές από τον δικό μας τον κανακάρη. Ο ρατσισμός φυσικά δεν θα εξαφανιστεί με την τοποθέτηση ενός μαύρου προέδρου στον Λευκό Οίκο (ίσως να θεριέψει κιόλας) αλλά υποσυνείδητα, στο μυαλό κάποιων, ίσως σταματήσει να φαίνεται περίεργη η θέα ενός μαύρου που συναντά στο δρόμο.

Αλλά δεν είναι μόνο το χρώμα του Ομπάμα που τον κάνει σύμβολο. Η ιστορία του είναι συγκλονιστική, ίσως υπερβολικά συγκλονιστική θα πούν κάποιοι ,υπονοώντας ότι πρόκειται για άλλη μια χολιγουντιανή εφεύρεση. Πέρα όμως από την καχυποψία, τα γεγονότα αυτή τη φορά μιλούν μόνα τους. Και δεν τα έχει αμφισβητήσει ούτε κι αυτός ο αντίπαλός του.

Τα γεγονότα λοιπόν λένε ότι ο Μπάρακ Ομπάμα είναι από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις ανθρώπων που κατάφεραν να φτάσουν εκεί που έφτασαν έχοντας το μυαλό τους ως εφόδιο, και την ποικιλία της πολιτιστικής τους κληρονομιάς ως χαρτοφύλακα. Είχε αναπτύξει τεράστια φιλανθρωπική και κοινωνική δράση στο Σικάγο όπου ήταν γερουσιαστής, ενώ δεν φοβήθηκε να δηλώσει, όταν η πλειοψηφία της Αμερικής ήταν υπέρ του πολέμου στο Ιράκ, πως ήταν εναντίον του.

Ακόμα και οι φυσιογνωμιστές θα συμμαχούσαν υπέρ του. Εκείνος συνήθως σοβαρός, ήρεμος, χωρίς το πρόσωπο του να παίρνει ακραίες εκφράσεις. Ο ΜακΚεην αντίθετα συνεχώς μοστράρει το α λα Τζόκερ χαμόγελό του, που μοιάζει με χαμόγελο ξεκούτη χτυπημένου από γεροντική άνοια, που φαντάζεται τα βυζιά της διανοητικά ανάπηρης αντιπροέδρου του.

Ένα πρόσωπο όμως σοβαρό και ήρεμο μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε πρόσωπο διαβολικό και εχθρικό. Και όσοι πιστεύουν στον Ομπάμα και βρίσκονται εκτός Αμερικής σίγουρα το φοβούνται. Όχι μόνο επειδή τα συμφέροντα της Αμερικής που συνήθως είναι εναντίον όλου του υπόλοιπου κόσμου πρέπει να προστατευθούν, αλλά επειδή σε όλους μας είναι βαθιά ριζωμένη η αντίληψη ότι τελικά όλοι τους είναι ίδιοι. Είναι η αντίληψη που μας έχει βάλει στην άκρη των εξελίξεων, που μας σπρώχνει στην αμάθεια και στην απραξία. Ένας έξυπνος άνθρωπος με κριτική ματιά γνωρίζει ότι οι μηδενιστικές απόψεις και η άγνοια έχουν φέρει στην εξουσία αυτόν. Και στη δική μας Βουλή αυτούς.

Όταν λέμε ότι «όλοι είναι ίδιοι», στην ουσία παραδεχόμαστε ότι όλοι εμείς οι ψηφοφόροι είμαστε ίδιοι. Στην ουσία παραδεχόμαστε ότι αυτοί που θεωρούν τους μετανάστες το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας, που τάζουν στους φοιτητές Σαββατόβραδα στο Venue με αντάλλαγμα την ψήφο τους, που θεωρούν ότι η γυναίκα του πρωθυπουργού είναι έντιμο να γίνεται από νηπιαγωγός χειρούργος, που θεωρούν ότι δεν πειράζει ένα κόμμα να τα παίρνει μαύρα από κολοσσούς εταιρίες για το ταμείο του, που θεωρούν ότι το να φορέσεις τζίν σε μια εκδήλωση για τον πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι πολιτικός λόγος, ότι όλοι αυτοί είναι ίδιοι με εμάς. Εμάς που είμαστε έξυπνοι, ενημερωμένοι, που ξέρουμε πότε μας κοροϊδεύουν, και μπορούμε να διεκδικήσουμε καλύτερη ζωή για εμάς και για εκείνους που έχουν ανάγκη. Εμάς που δεν θα κάνουμε τις μαλακίες των γονιών μας. Εμάς που τελικά δεν είμαστε τίποτα απο αυτά και που όσο μένουμε "άφωνοι", παθαίνουμε οτι μας αξίζει.

Ο Ομπάμα δεν θα αλλάξει τον κόσμο σε ένα παραδεισένιο μέρος. Φαίνεται όμως ότι θα προσπαθήσει, και αυτό αρκεί. Αυτό αρκεί για να μας δώσει ένα τεράστιο μάθημα ζωής για το ότι τελικά μπορεί να υπάρξει κάποιος με τον οποίο συμφωνούμε και είναι πολιτικός. Και - γιατί όχι, και πάλι - να ψάξουμε και στη χώρα μας να βρούμε τον δικό μας Ομπάμα.

Με την ελπίδα να πάνε όλα καλά, διαλέξαμε μαζί με την uptight το 4ο Mixed Beans, το οποίο έχει ως θέμα (ω τι έκπληξη!) τις σημερινές εκλογές.

Οι δικές μου επιλογές:
Arcade Fire - "Windowsill" (Neon Bible)
TV On The Radio- "Family Tree" (Dear Science)
Asian Dub Foundation - "Change" (Rafi's Revenge)
Και οι επιλογές της uptight:
The Beatles - "Nowhere Man" (Rubber Soul)
Black Rebel Motorcycle Club - "U.S. Government" (Take Them On, On Your Own)
Clap Your Hands Say Yeah! - "Yankee Go Home" (Some Loud Thunder)
Όλο αυτά μαζεμένα στο... ταρατατζούμ ταρατατζούμ:

2.11.08

Soundtracking Moments #1: 31/10/08, 5.35μμ

Διασχίζω με τα πόδια το λιμάνι, με κατεύθυνση προς την πεζογέφυρα του ηλεκτρικού. Είναι ένα απόγευμα σχεδόν παραμυθένιο - ένα ελαφρύ, χλιαρό αεράκι παίρνει τα μαλλιά καθώς τα βαριά αλλά μακρινά σύννεφα στη δύση δείχνουν την έξοδο στον ήλιο κάπως δραματικά. Ο Andrew Montgomery θέλει να φτάσει πιο κοντά στ'αστέρια, και παρ'όλο που με τα καράβια της γραμμής μπορείς να φτάσεις μόνο μέχρι τα "αστέρια" της Μυκόνου, βλέποντάς τις αντανακλάσεις από τα φώτα τους στα ήρεμα νερά οποιοσδήποτε προορισμός μοιάζει δυνατός. Από εκείνες τις στιγμές που θέλεις να βουλιάξεις μέσα στην χαλαρότητα και τη νωχελική ομορφιά τους, και που ο χρόνος έχει κάθε δικαιολογία για να σταματήσει να περνάει. Για λίγο.
 
Clicky Web Analytics