Δεν είναι δύσκολο, ακούγοντας το πρώτο κομμάτι του δίσκου των Mono In VCF, να καταλάβεις ότι έχεις να κάνεις με ένα ξεχωριστό, φιλόδοξο και καμωμένο από πολύ γερά υλικά εγχείρημα. Πρόκειται για μια νέα μπάντα από την Ουάσιγκτον που μπερδεύει, με τη χάρη μιας γάτας που ισορροπεί σε ένα τραπέζι γεμάτο γυαλικά, την pop, την ψυχεδέλεια και τη soul.Η εισαγωγή τους στον δικό μου μικρόκοσμο προήλθε από την uptight με τη βοήθεια του πολύ καλού blog To Die By Your Side που μπορείτε να βρείτε στα δεξιά.
Όπως μας πληροφορούν οι ίδιοι στο MySpace τους, έχουν μια σημαντικά μεγάλη γκάμα μουσικών επιρροών που πράγματι λαμπιρίζουν στο πρώτο τους ομότιτλο άλμπουμ το οποίο έβγαλαν μέσω της δικής τους εταιρίας. Οι βασικές επιρροές, όπως τουλάχιστον τις αντιλαμβανόμαστε, είναι οι εξείς δύο: Scott Walker και Spiritualized. Η πενταμελής μπάντα διαθέτει την αγάπη για την pop μελωδία και τα ρεφρέν αυτόματης αποθήκευσης στον σκληρό δίσκο του μυαλού, που ξεχώριζαν τον πρώιμο Scott Walker. Από την άλλη, τα ψυχεδελικά τεντώματα και το αίσθημα της γοητευτικής απογοήτευσης και μελαγχολίας του Jason Pierce μας χτυπάνε την πόρτα.
Οι συνθέσεις τους, παρ'ότι ο πρώτος δίσκος για κάθε συγκρότημα είναι λίγο άβολος, ακούγονται εντυπωσιακά γεμάτες και οι εναλλαγές του ρυθμού έρχονται τόσο φυσικά που νομίζεις ότι έχεις να κάνεις με μια μπάντα που βρίσκεται χρόνια στη μουσική, και ακούς τον τρίτο ή τέταρτο δίσκο της. Η παραγωγή και το σχετικό «γυάλισμα» του δίσκου βρίσκονται σε υψηλότατα επίπεδα, ενώ πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι δεν έβαλε το χεράκι του κάποιος πολύφερνος παραγωγός, αλλά ασχολήθηκε μονάχα η ίδια η μπάντα. Προφανώς η ανακάλυψή τους από τις εταιρίες είναι θέμα χρόνου, μιας και ήδη πολλά κομμάτια τους αρχίζουν και μπαίνουν σε άλμπουμ συλλογών, ενώ εμφανίζονται σε αρκετά blogs, και πάνω απ’όλα τους έχει κάνει κριτική το Αvopolis…(wow!)
Οι Mono In VCF φαίνεται ήδη να κατέχουν, εκτός από την απαιτούμενη εφευρετικότητα, την κατανόηση ότι οι αντιθέσεις μπορούν να δουλέψουν υπέροχα στην μουσική. Από τα ψυχρά αποστασιοποιημένα πλήκτρα, στα ζεστά σαν μια νύχτα κάτω από τα σκεπάσματα βιολιά, και στην εκφραστικότατη φωνή της Hunter Lea. Η συνοδευτική ακουστική κιθάρα χρησιμεύει σαν το κατσαβίδι που βιδώνει την υπέροχη μελωδία στο μυαλό σου, και με μια από τις καλύτερες αλλαγές ρυθμού που ακούσαμε τώρα τελευταία δημιουργούν το αριστουργηματικό “Spider Rotation”.
Από την άλλη, τα ονειρικά μονοπάτια του “Key to the house”, που έχουν μόλις αποφοιτήσει από τη σχολή της κινηματογραφικής pop, σε κάνουν να φαντάζεσαι έναν παραμυθένιο κόσμο πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη κι ένα μικρό κορίτσι να πηδάει από νούφαρο σε νούφαρο δίπλα σ'ένα δάσος γεμάτο βελανίδια. Οι στίχοι βεβαίως σου θυμίζουν πιο γήινα πράγματα με χαρακτηριστικότερο το “And your palace of love that’s you built with deceit but the rent isn’t free”.
Τα ορχηστρικά μέρη του “Escape city scrapers” που φέρνουν στο μυαλό την υπομονετική και πολύχρονη ύφανση ενός ιστού αράχνης, ο γλυκός συγκερασμός των αιθέριων, σχεδόν παιδικών φωνητικών με την επίμονη shoegaze που εκκρεμεί πάνω από το “Chantelse”, η γεμάτη κιθαριστικά παράσιτα - α λα Death In Vegas - ψυχεδέλεια του “Cinch Ring” και η καθαρτική ορχηστρική έξοδος του “We Could’ve Owned the World”, με τη μελαγχολία της απώλειας και το μυστήριο ενός χρόνια ανεξερεύνητου σπιτιού, είναι μερικές από τις λαμπερές στιγμές του ντεμπούτου αυτού.
Θα ήταν άδικο όμως ένα κομμάτι σαn το "The Only One" να μην έχριζε ειδικής μνείας. Ένα σκούπισμα με φαράσι στις διαλυμένες καρδιές, μια επίπονη συμφωνία, φωνητικά να ακούγονται πιο παθιασμένα και επικά από ποτέ (Hunter θες να μας πεις κάτι;), ένα στην αρχή «αναγνωριστικό» ψιλάφισμα του πιάνου κι έπειτα βαρύ και καυτό σαν πρέσα σε ένα πουκάμισο λερωμένο με κραγιόν. Από το είδος των τραγουδιών που - θεματικά τουλάχιστον - η Billie Holiday θα έψαχνε σε τι νούμερο να το βάλει αν προλάβαινε να βγάλει ένα Lady Sings the Blues No.2.
Από την άλλη, τα ονειρικά μονοπάτια του “Key to the house”, που έχουν μόλις αποφοιτήσει από τη σχολή της κινηματογραφικής pop, σε κάνουν να φαντάζεσαι έναν παραμυθένιο κόσμο πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη κι ένα μικρό κορίτσι να πηδάει από νούφαρο σε νούφαρο δίπλα σ'ένα δάσος γεμάτο βελανίδια. Οι στίχοι βεβαίως σου θυμίζουν πιο γήινα πράγματα με χαρακτηριστικότερο το “And your palace of love that’s you built with deceit but the rent isn’t free”.
Τα ορχηστρικά μέρη του “Escape city scrapers” που φέρνουν στο μυαλό την υπομονετική και πολύχρονη ύφανση ενός ιστού αράχνης, ο γλυκός συγκερασμός των αιθέριων, σχεδόν παιδικών φωνητικών με την επίμονη shoegaze που εκκρεμεί πάνω από το “Chantelse”, η γεμάτη κιθαριστικά παράσιτα - α λα Death In Vegas - ψυχεδέλεια του “Cinch Ring” και η καθαρτική ορχηστρική έξοδος του “We Could’ve Owned the World”, με τη μελαγχολία της απώλειας και το μυστήριο ενός χρόνια ανεξερεύνητου σπιτιού, είναι μερικές από τις λαμπερές στιγμές του ντεμπούτου αυτού.
Θα ήταν άδικο όμως ένα κομμάτι σαn το "The Only One" να μην έχριζε ειδικής μνείας. Ένα σκούπισμα με φαράσι στις διαλυμένες καρδιές, μια επίπονη συμφωνία, φωνητικά να ακούγονται πιο παθιασμένα και επικά από ποτέ (Hunter θες να μας πεις κάτι;), ένα στην αρχή «αναγνωριστικό» ψιλάφισμα του πιάνου κι έπειτα βαρύ και καυτό σαν πρέσα σε ένα πουκάμισο λερωμένο με κραγιόν. Από το είδος των τραγουδιών που - θεματικά τουλάχιστον - η Billie Holiday θα έψαχνε σε τι νούμερο να το βάλει αν προλάβαινε να βγάλει ένα Lady Sings the Blues No.2.
Ολόκληρο το άλμπουμ είναι σαν ένα πανέμορφο βότσαλο που βρίσκεις παίζοντας τυχαία στην άμμο. Δεν περιμένεις ότι θα σου έρθει, ή ότι θα το βρεις. Όταν όμως το βρίσκεις πετάς στα ουράνια, νιώθεις απίστευτα τυχερός που δεν έχασες χρόνο μέχρι να το αναγνωρίσεις, και αισθάνεσαι ότι είσαι (και είσαι) ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου.
Σαν τη μέρα που γνώρισες τον έρωτα της ζωής σου.
Σαν τη μέρα που γνώρισες τον έρωτα της ζωής σου.