«Ο Nick Cave έπειτα απο προσωπική παράκληση έπεισε την ιταλικής καταγωγής Anna Calvi να συμμετάσχει ως support στο tour των Grinderman» διαβάζουμε ψάχνοντας τη βιογραφία της πρωτοεμφανιζόμενης καλλιτέχνιδος και δεν μπορούμε να μην εντυπωσιαστούμε. «Τι έκανε δηλαδή αυτή η νεαρή και εντυπωσίασε τόσο μια απο τις πιο ηγετικές μορφές της σκοτεινής rock» λέγαμε, πριν ακούσουμε τον ομώνυμο φετινό της δίσκο;
Κατά ένα ποσοστό πήραμε την απάντησή μας όταν ακούσαμε το ντεμπούτο της. Κατά ένα ποσοστό ξαναλέμε γιατί δεν μπορούμε να πούμε ότι μας άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της αυτή η ατμοσφαιρική κιθαρίστας με χροιά PJ Harvey που χάθηκε στην έρημο (παράδειγμα εδώ).
Το "Suzanne & I" είναι στα σίγουρα ένα σπουδαίο και απολύτως ραδιοφωνικό single που όμως δεν είναι single στην πραγματικότητα μιας και επελέγη το "Blackout" σαν ρεκλάμα του δίσκου.
Τα θέματά της απλά. Πάθος και πόθος καθοδηγούν αυτά τα εννέα σχετικά μίνιμαλ τραγούδια που κυριαρχούν η μελαγχολική της κιθάρα που οι νότες της χάνονται στον δυνατό άνεμο της ερήμου ενώ οι κόκκοι της άμμου δίνουν μια τραχιά αίσθηση, και η άλλοτε τυραννισμένη στο "No More Words", ανθεμική (ίσως και υπερβολικά) α λα Florence στο "Desire", σαγηνευτική στο "First We Kiss" και ασταμάτητη σπάζοντας κάθε εμπόδιο στο "Love Won't Be Leaving" και το προαναφερθέν "Suzanne & I" εντυπωσιακή φωνή της. Στο "Devil", που είναι και η καλύτερη στιγμή της , δείχνει την αξιοθαύμαστη εκφραστική γκάμα της επικαλούμενη τα «διαβολεμένα» blues του Rid Of Me σα να τα έπαιζε η PJ του White Chalk.
Η PJ είναι πράγματι μια συχνά αναφερόμενη επιρροή του δίσκου για τον ακροατή ειδικότερα αν ο ακροατής έχει εικόνα της κυρίας απο το Dorset στο προσκεφάλι του. Η μεγάλη διαφορά όμως έγκειται στο ότι η Pee Jay προτιμά πάντοτε έναν πιο κοφτερό -ξυραφένιο- ήχο που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Η Anna Calvi αποκαλύπτει με τις επιρροές της (Hendrix) και τη μουσική της ένα πιο βαρύ και δυσκίνητο φορτίο που κινδυνεύει να ξεχαστεί στα μεγάλα κενά που αφήνει χωρίς όμως και να αποδεικνύει πλήρως την ικανότητά της να γράφει σύντομα αλλά χρυσοφόρα rock χιτάκια. Βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα ακόμα και αυτό είναι απολύτως λογικό για τη φασιονίστα debutante φίλη μας.
Κατά ένα ποσοστό πήραμε την απάντησή μας όταν ακούσαμε το ντεμπούτο της. Κατά ένα ποσοστό ξαναλέμε γιατί δεν μπορούμε να πούμε ότι μας άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της αυτή η ατμοσφαιρική κιθαρίστας με χροιά PJ Harvey που χάθηκε στην έρημο (παράδειγμα εδώ).
Το "Suzanne & I" είναι στα σίγουρα ένα σπουδαίο και απολύτως ραδιοφωνικό single που όμως δεν είναι single στην πραγματικότητα μιας και επελέγη το "Blackout" σαν ρεκλάμα του δίσκου.
Τα θέματά της απλά. Πάθος και πόθος καθοδηγούν αυτά τα εννέα σχετικά μίνιμαλ τραγούδια που κυριαρχούν η μελαγχολική της κιθάρα που οι νότες της χάνονται στον δυνατό άνεμο της ερήμου ενώ οι κόκκοι της άμμου δίνουν μια τραχιά αίσθηση, και η άλλοτε τυραννισμένη στο "No More Words", ανθεμική (ίσως και υπερβολικά) α λα Florence στο "Desire", σαγηνευτική στο "First We Kiss" και ασταμάτητη σπάζοντας κάθε εμπόδιο στο "Love Won't Be Leaving" και το προαναφερθέν "Suzanne & I" εντυπωσιακή φωνή της. Στο "Devil", που είναι και η καλύτερη στιγμή της , δείχνει την αξιοθαύμαστη εκφραστική γκάμα της επικαλούμενη τα «διαβολεμένα» blues του Rid Of Me σα να τα έπαιζε η PJ του White Chalk.
Η PJ είναι πράγματι μια συχνά αναφερόμενη επιρροή του δίσκου για τον ακροατή ειδικότερα αν ο ακροατής έχει εικόνα της κυρίας απο το Dorset στο προσκεφάλι του. Η μεγάλη διαφορά όμως έγκειται στο ότι η Pee Jay προτιμά πάντοτε έναν πιο κοφτερό -ξυραφένιο- ήχο που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Η Anna Calvi αποκαλύπτει με τις επιρροές της (Hendrix) και τη μουσική της ένα πιο βαρύ και δυσκίνητο φορτίο που κινδυνεύει να ξεχαστεί στα μεγάλα κενά που αφήνει χωρίς όμως και να αποδεικνύει πλήρως την ικανότητά της να γράφει σύντομα αλλά χρυσοφόρα rock χιτάκια. Βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα ακόμα και αυτό είναι απολύτως λογικό για τη φασιονίστα debutante φίλη μας.
10 άλμπουμ σε 14 χρόνια. Αυτό θα πει παραγωγικότητα για τους Καλιφορνέζους φασαριόζους πειραματιστές. Το φετινό τους Deerhoof vs. Evil τους βρίσκει σε εξαιρετική φάση, γεμάτους ποικιλία, ισοπεδωτικά ριφάκια που θα έκανε χάζι ο δηλωμένος θαυμαστής τους Jonny Greenwood αλλά και τρυφερά γράμματα αγάπης, όπως στο "No One Asked To Dance" και το Bossanovικό πανέμορφο "Must Fight Current", μια συνομιλία κάτω απο τις μελαγχολικές μαρίμπες του Greg Saunier και της τραγουδίστριας Satomi Matsuzaki. Το αποκαλυπτικό "The Merry Barracks" με τις τραχιές κιθάρες, σαν το μουστάκι του Captain Beefhart να αντιστέκεται σε μια λεπίδα, και τους στίχους "Hello, hello, hello atomic bombs are going to explode" είναι ένα ακόμα αξιοθέατο του δίσκου όπως και το χαρωπό "Super Duper Rescue Heads!".
Η τραγουδίστρια Satomi προστέθηκε στην παρέα των Deerhoof νωρίς στην καριέρα τους για να δώσει έναν ανάλαφρο και πιο αθώο τόνο με την ερμηνεία της προκειμένου να δημιουργούνταν μια ιδιαίτερη αντιπαραβολή με τον συχνά σκληρότερο ήχο - με απ' όλα- της μπάντας. Στο Deerhoof vs. Evil κάνει αυτό για το οποίο «προσελήφθη» ιδιαιτέρως καλά. Και οι δύο καλύτερες στιγμές του δίσκου σημαδεύονται απο την μικροσκοπική (υπάρχει και άλλο είδος;) Γιαπωνεζούλα. Το εναρκτήριο "Qui Dorm, Només Somia" που μας τα λέει στα Καταναλανικά και έχει θέμα τον Δράκουλα (!) ξεκινάει με ένα στροβιλιστό percussion διερωτώμενο στο ρεφρέν "Life lasts little/ Is it true?/ Is it not true?" κάτω απο τους τροπικούς ήχους ενός ξυλόφωνου. Στο καταπληκτικό "Behold A Marvel In The Darkness" αφού πάλι αναρωτιέται «τι ειν' αυτό που το λένε αγάπη" που έλεγε και ο αοιδός μάλλον καταλήγουμε ότι η αγάπη είναι αυτό το θαύμα στο σκοτάδι αλλά και αγάπη με την πιο μουσικόφιλη έννοια είναι αυτές οι λαχταριστές κιθάρες που ξεσηκώνουν στρόβιλο, σκάνε, σηκώνονται οχτώ φορές και πέφτουν εφτά. Αγάπη είναι η πλανητική δράση, η περίπλοκη αλληλεπίδραση, η χημική αντίδραση, η μαγνητική έλξη. Έτσι λένε οι Deerhoof και έτσι πρέπει να'ναι.
Η τραγουδίστρια Satomi προστέθηκε στην παρέα των Deerhoof νωρίς στην καριέρα τους για να δώσει έναν ανάλαφρο και πιο αθώο τόνο με την ερμηνεία της προκειμένου να δημιουργούνταν μια ιδιαίτερη αντιπαραβολή με τον συχνά σκληρότερο ήχο - με απ' όλα- της μπάντας. Στο Deerhoof vs. Evil κάνει αυτό για το οποίο «προσελήφθη» ιδιαιτέρως καλά. Και οι δύο καλύτερες στιγμές του δίσκου σημαδεύονται απο την μικροσκοπική (υπάρχει και άλλο είδος;) Γιαπωνεζούλα. Το εναρκτήριο "Qui Dorm, Només Somia" που μας τα λέει στα Καταναλανικά και έχει θέμα τον Δράκουλα (!) ξεκινάει με ένα στροβιλιστό percussion διερωτώμενο στο ρεφρέν "Life lasts little/ Is it true?/ Is it not true?" κάτω απο τους τροπικούς ήχους ενός ξυλόφωνου. Στο καταπληκτικό "Behold A Marvel In The Darkness" αφού πάλι αναρωτιέται «τι ειν' αυτό που το λένε αγάπη" που έλεγε και ο αοιδός μάλλον καταλήγουμε ότι η αγάπη είναι αυτό το θαύμα στο σκοτάδι αλλά και αγάπη με την πιο μουσικόφιλη έννοια είναι αυτές οι λαχταριστές κιθάρες που ξεσηκώνουν στρόβιλο, σκάνε, σηκώνονται οχτώ φορές και πέφτουν εφτά. Αγάπη είναι η πλανητική δράση, η περίπλοκη αλληλεπίδραση, η χημική αντίδραση, η μαγνητική έλξη. Έτσι λένε οι Deerhoof και έτσι πρέπει να'ναι.
«Αν κάτι μου συμβεί να με θάψετε κάτω απο την αμυγδαλιά» τραγουδά παιχνιδιάρικα η Hannah Peel στο πρώτο κομμάτι του ντεμπούτου της. Η δροσερή γαλανομάτα ginger είναι πολύ μικρή για να έχει τέτοιες μακάβριες σκέψεις αλλά η αθωότητα με την οποία τις ξεστομίζει μαρτυρά και μια άνεση για κάτι που θα την απασχολήσει μετά απο πολλά πολλά χρόνια.
Η Ιρλανδή, που έχει ασχοληθεί με μουσική musical στο παρελθόν, χαϊδεύει με τη φωνή της τις λιτές και καθαρές ενορχηστρώσεις. ενώ παράλληλα διατηρεί κομμάτι της θεατρικότητας του παρελθόντος της εξασκώντας και την παραδοσιακή βρετανική αυτοσυγκράτηση βεβαίως βεβαίως.
Οι ζεστές μελωδίες που ανθίζουν εκεί έξω στην ύπαιθρο αρνούνται να καταπιεστούν απο τον ξερό και στεγνό αέρα του studio. Για εμάς τους οπαδούς της βρετανικής μελαγχολικής pop ειδικότερα το δεύτερο μισό του δίσκου με τα "Solitude" και "Is This The Start?" είναι ό,τι πρέπει για ευχάριστο μουσικό διάλειμμα ανάμεσα σε πιο μεγαλεπίβολες μουσικές και πιο απαιτητικές ακροάσεις. Από την άλλη, η έλλειψη οποιασδήποτε έκπληξης και η υπακοή στους κανόνες της βρετανικής folk διακινδυνεύουν την κατάταξή της σε κάτι αυστηρά περιορισμένο που ούτε με έρανο και απεργία πείνας δεν θα μπορούσε να αγοράσει εισητήριο για το κοινό της άλλης πλευράς του Ατλαντικού. Το καλύτερο δυνατό σενάριο μπορεί να έχει μια μελλοντική υποψηφιότητα για βραβείο Mercury και η νεαρή Ιρλανδή είναι σαφές ότι το γνωρίζει. Το μέγεθος της φιλοδοξίας της θα φανεί στο άμεσο μέλλον, προς το παρόν όμως παίζουμε για τους ταλαιπωρημένους Ιρλανδούς που ψάχνουν ένα μαξιλαράκι μελωδίας για να ξαποστάσουν απ' όλα αυτά τα άσχημα που συμβαίνουν γύρω τους αλλά και για τους άσπονδους φίλους Άγγλους που έχουν κάνει αστέρια κάτι Mumford και υιούς.
Η Ιρλανδή, που έχει ασχοληθεί με μουσική musical στο παρελθόν, χαϊδεύει με τη φωνή της τις λιτές και καθαρές ενορχηστρώσεις. ενώ παράλληλα διατηρεί κομμάτι της θεατρικότητας του παρελθόντος της εξασκώντας και την παραδοσιακή βρετανική αυτοσυγκράτηση βεβαίως βεβαίως.
Οι ζεστές μελωδίες που ανθίζουν εκεί έξω στην ύπαιθρο αρνούνται να καταπιεστούν απο τον ξερό και στεγνό αέρα του studio. Για εμάς τους οπαδούς της βρετανικής μελαγχολικής pop ειδικότερα το δεύτερο μισό του δίσκου με τα "Solitude" και "Is This The Start?" είναι ό,τι πρέπει για ευχάριστο μουσικό διάλειμμα ανάμεσα σε πιο μεγαλεπίβολες μουσικές και πιο απαιτητικές ακροάσεις. Από την άλλη, η έλλειψη οποιασδήποτε έκπληξης και η υπακοή στους κανόνες της βρετανικής folk διακινδυνεύουν την κατάταξή της σε κάτι αυστηρά περιορισμένο που ούτε με έρανο και απεργία πείνας δεν θα μπορούσε να αγοράσει εισητήριο για το κοινό της άλλης πλευράς του Ατλαντικού. Το καλύτερο δυνατό σενάριο μπορεί να έχει μια μελλοντική υποψηφιότητα για βραβείο Mercury και η νεαρή Ιρλανδή είναι σαφές ότι το γνωρίζει. Το μέγεθος της φιλοδοξίας της θα φανεί στο άμεσο μέλλον, προς το παρόν όμως παίζουμε για τους ταλαιπωρημένους Ιρλανδούς που ψάχνουν ένα μαξιλαράκι μελωδίας για να ξαποστάσουν απ' όλα αυτά τα άσχημα που συμβαίνουν γύρω τους αλλά και για τους άσπονδους φίλους Άγγλους που έχουν κάνει αστέρια κάτι Mumford και υιούς.
2 σχόλια:
Πολύ σωστά αναλύεις το δίσκο-φαινόμενο (με τέτοια αποδοχή που έχει) της Anna Calvi, αλλά είναι αναμφίβολα πολύ καλός και η φωνή της, το δυνατό της σημείο, άψογα δουλεμένη.
Όσο για την Hannah Peel τη γνώρισα πέρυσι χάρη σε ένα EP που κυκλοφόρησε με διασκευές, αλλά έδωσα ιδιαίτερη προσοχή γιατί μαζί της ζωντανά παίζει και η Laura Groves (Blue roses). Ενδιαφέρον το The broken wave (αν απέφευγε το έντονο folk στοιχείο σε κάποια τραγούδια θα μου άρεσε ακόμα περισσότερο), αλλά δε με έχει συγκινήσει ακόμα όσο εκείνο της φίλη της, της Blue roses (η οποία ετοιμάζει νέα δουλειά). Σε συνέντευξή της δηλώσε ότι θα ήθελε τα νέα της τραγούδια να έχουν διαφορετικό ύφος και ενορχηστρώσεις (και με περισσότερα synths).
Πράγματι ο δίσκος της Calvi είναι καλός και μας κράτησε μια χαρά μέχρι να έρθουν οι "μεγάλες" κυκλοφορίες του Φεβρουαρίου.
Απλά τώρα που έχει περάσει κάποιος καιρός δεν μπορώ να πω οτι έχω θελήσει να το ξανακούσω. Προτιμώ να ακούσω το Let England Shake για παράδειγμα.Ίσως αυτό να είναι σημάδι δίσκου με μικρή διάρκεια.
Και η Hannah Peel σίγουρα είναι δίσκος συγκεκριμένων συνθηκών. Ενδιαφέροντα αυτά που λέει στη συνέντευξη της. Όντως υπάρχει κάτι απο κάτω που περιμένει να βγει στην επιφάνεια. Δεν τη ξέρω τη Blue Roses ευκαιρία να τη μάθω ;-)
Δημοσίευση σχολίου