Το θαυμαστικό όλο δικό τους, αλλά στο ερώτημα αν αξίζει το συγκρότημα αυτό το σημείο στίξης αμέσως μετά την αναφορά τους, η απάντηση είναι προς το παρόν όχι.
Το Romance Is Boring είναι ο τρίτος δίσκος αυτής της επταμελούς μπάντας από το Κάρντιφ, αλλά, εκτός από την λογική επιρροή άλλων ασουλούπωτης τρέλας Ουαλικών συγκροτημάτων όπως Super Furry Animals ή αγγλικών νεόκοπων και ατσούμπαλων χοροπηδηχτάδων όπως Art Brut, οι Campesinos εμπνέονται περισσότερο από την power pop της άλλης πλευράς του Ατλαντικού. Κυρίως θα ήθελαν να ειναι οι νέοι Νέοι Πορνογράφοι μόνο που το να πεις ότι θέλουν αρκετά ψωμιά ακόμα για να τους φτάσουν είναι αρκετά αισιόδοξη άποψη.
Τα μέλη του συγκροτήματος έχουν όλα το Campesinos για καλλιτεχνικό επίθετο. Ο Gareth αναλαμβάνει τα φωνητικά μοιάζοντας πάρα πολύ στον τρόπο που τραγουδάει αλλα και εκφέρει στίχους με τον Eddie Argos των Art Brut. Τα γυναικεία φωνητικά που παλεύουν καμμιά φορά με τα αυθάδη ασχημομούρικα κρωξίματα του Gareth είναι της αδελφής του Kim. Επίσης από γνωριμίες δεν τα πάνε και άσχημα, αφου στο παρελθόν είχαν δουλέψει με τον συνεργάτη των Broken Social Scene Dave Newfeld, στο Romance Is Boring συμμετέχει ο ίδιος ο Jamie Stewart των Xiu Xiu ενώ η μπάντα στο παρελθόν είχε εξασφαλίσει μια θέση support στους Broken Social Scene.
Εκ πρώτης όψεως η μουσική τους ταιριάζει σε χαρωπούς εφήβους, μιας και οι Campesinos καταπιάνονται με αρκετά θέματα νεανικού έρωτα, νεανικής βαρεμάρας και γενικότερα φρέσκιες γεύσεις άφθαρτων και νεαρών συναισθημάτων. Το πρόβλημα είναι ότι στο some beans δεν πρόκειται να βρείτε χαρούμενους ανθρώπους, παρά μόνο προβληματισμένους μεσήλικες με γκριζωπό μουσάκι που απολαμβάνουν τη βροχή με τη συνοδεία Jack δίπλα στο τζάκι. Φοβάμαι ότι το κοινό όπου απευθύνονται περνάει τον καιρό του ακουγοντας All American Rejects περιμένοντας να γίνει 18 για να βγάλει δίπλωμα.
Στο πρώτο μισό του Romance Is Boring οι μελωδίες είναι σαφείς και διακριτές με μια ωμή ενέργεια και ορμή που είναι αρκετά καταιγιστική για να κάνει εντύπωση. Το δεύτερο μισό απο την άλλη μοιάζει περισσότερο με φτηνό εντυπωσιασμό γυμνασιόπαιδου και είναι γεγονός οτι οι Campesinos βιάζονται και σκοντάφτουν.
Στις καλές τους στιγμές είναι μια πιο εναλλακτική απάντηση στο εξαντλητικό πάνω-κάτω των Kaiser Chiefs όταν ψάχνουν να βρουν κάποια hooks για την επόμενη διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας. Στις χειρότερές τους, προσέχεις τις επαναλαμβανόμενες συνθέσεις που έρχονται σαν διαμαρτυρημένα γραμμάτια η μία μετά την άλλη.
Τα κομμάτια είναι γεμάτα ηλιόλουστα riffs, τρομπέτες, power pop, σφρυγιλά αναπτύγματα που δεν θέλουν να σε αφήσουν σε χλωρό κλαρί και τη φωνή του Gareth να καλύπτει το όργιο που γίνεται από πίσω του. Το θέμα είναι οτι αυτή η περιγραφή ταιριάζει περίπου και στα 15 του δίσκου.
Όπου το τέμπο πέφτει σε ταχύτητα είναι πάντα ξεχωριστή στιγμή και σχεδόν εύχεσαι να κρατούσε περισσότερο από τα συνήθως κουραστικά αλλά γλαφυρά φληναφήματα. Όμως αυτές οι στιγμές είναι τόσο λιγοστές που καταλήγουν αποσυνδεδεμένες από το δίσκο και γενικότερα άβολες. Όπως το εναρκτήριο "In Media Res" και το "Who Fell Asleep In".
Αυτό δε σημαίνει οτι όταν κάνουν αυτό που θεωρούν ότι ξέρουν καλύτερα δενμπορούν να παράξουν ωραίες και άξιες λόγου στιγμές. Όπως στο single του δίσκου "These Are Listed Buildings” όπου υπάρχει μια μελωδία που προσπαθεί να πιαστεί από το μυαλό σου χαρίζοντας ευδαιμονία και χαρά, το ομώνυμο ανθεμικό "Romance Is Boring", το υπέροχο "We've Got Your Back" που είναι το πιο ολοκληρωμένο κομμάτι του δίσκου και το "Plan A" με το βίαιο βαλς μεταξύ των δύο φωνών, τις εργοστασιακές κιθάρες και την αίσθηση του αναγκαίου που το διαπερνά.
Συνολικά όμως παρατηρείται μια οκνηρή επαναληπτικότητα που αργότερα σε κάνει να χάνεις σημεία του δίσκου που θα έπρεπε να προβάλλονται. Για παράδειγμα αν δεν έχεις βαρεθεί μέχρι τότε μπορεί να πιάσεις την όμορφη κιθάρα του "The Sea Is a Good Place to Think of the Future" που οδηγεί στo χαλαρωτικό "Coda: A Burn Scar in the Shape of the Sooner State".
Ίσως οι Los Campesinos! θα έπρεπε να βρουν μια ουαλική θάλασσα για να ξανασκεφτούν το μέλλον τους, ώστε την επόμενη φορά να μη βιάζονται να φτάσουν στον προορισμό τους και να μένουν απο καύσιμα δημιουργίας στο μέσον του έργου τους. Κανείς δε θυμάται έναν δρομέα που εγκαταλείπει την κούρσα ιδρωμένος και ταλαιπωρημένος μετά τους πέντε πρώτους γυρους. Οπότε οι ίδιοι είτε θα καταφύγουν στα αναβολικά είτε σε περισσότερη εξάσκηση, προκειμένου να πετύχουν.
Το όνομά τους θυμίζει κάτι εξωτικό που σερβίρεται με καϊπιρίνια. Κάτι από τη Βραζιλία προφανώς. Τελικά διαβάζουμε ότι έχουν βαπτιστεί από ένα κομμάτι του Serge Gainsbourg και πρόκειται για μια σουηδέζικη τετραμελή μπάντα απο το Γκέτεμποργκ. Το European είναι το τρίτο τους άλμπουμ και ευελπιστεί να τους βοηθήσει να εισχωρήσουν στο μουσικό κοινό τώρα που η σκανδιναβική μουσική (και ειδικά η σουηδική) είναι της μόδας ενώ εκτιμάται η χαρωπή indie με '60s αναφορές.
Είναι σαφές οτι αυτοί οι Σουηδοί έχουν ακούσει πάρα πολύ Belle & Sebastian, αλλά αυτοί που θα έπρεπε να τους ζητήσουν δικαιώματα είναι οι Camera Obscura. Η Anna Persson (άγνωστο αν είναι αδελφή της Nina) τραγουδάει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και με παρόμοια φωνή με την Tracyanne Campbell ενώ τα έγχορδα και η παραγωγή μοιάζουν σαν το μικρό αδερφάκι του My Maudlin Career. Βέβαια δεν είναι τυχαίο που ο Σουηδός Björn Yttling των Peter, Björn & John έκανε την παραγωγή στο πιο πρόσφατο άλμπουμ των Camera Obscura. Όπως όμως και το My Maudlin Career, έτσι και το European δεν μπορεί να τρελάνει τον ακροατή.
Συγκεκριμένα το European είναι ένα πολύ μικρό σε διάρκεια γεμάτο ζάχαρη και καλές προθέσεις άλμπουμ που απο το "Stranded", το πρώτο single του, σου δίνει να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται. Μια καθαρή και αισιόδοξη pop που κινείται με τα φωτεινά της έγχορδα ενώ ένα καλογυαλισμένο '80s πιάνο αρχίζει και ολοκληρώνει το κομμάτι. Οι γενικότερα μη δημοφιλείς '80s αναφορές συνεχίζονται με το σαξόφωνο στο "I Can Try" ενώ το "High And Low" είναι ένα πολύ συναισθηματικό πόνημα που θα μπορούσε να βρίσκεται σε έναν δίσκο των Death Cab For Cutie. Είναι η εξαίρεση όμως μιας και η μελωδία του που ανεβαίνει και σκάει σαν πυροτέχνημα στον ουρανό ακούγεται μοναχική σε σύγκριση με το υπόλοιπο European που μοιάζει κοινωνικό και εξωστρεφές.
Το artwork είναι πολύ πετυχημένο. Ένα ταξίδι πάνω σε πλοίο με έντονα τα γαλαζοπράσινα χρώματα που δένει με την ατμόσφαιρα που θέλουν να σε κάνουν να νιώσεις ακούγοντας τη μουσική. (σημ. uptight - εμένα πάντως μου θυμίζει πολύ τα θέματα και την ατμόσφαιρα του αγαπημένου μου Loustal). Το "Sandy Dunes" π.χ. θα μπορούσε να είναι στο επίσημο διαφημιστικό μιας ναυτιλιακής εταιρείας.
Είναι αλήθεια όμως οτι το European είναι δίσκος ορισμένων συνθηκών. Αν έχεις όρεξη γι'αυτά που προσφέρει θα τον χαρείς, στο αστικό τοπίο που είμαστε εγκλωβισμένοι όμως χάνει σίγουρα πόντους. Τα filler κομμάτια, οι φωνητικές μελωδίες που θα μπορούσαν να ήταν πιο εφευρετικές, τα έγχορδα που ακούγονται συνεχώς με τον ίδιο τρόπο και η ελαχιστότατη διάρκειά του μάλλον μας κάνουν να πιστεύουμε οτι ένα διαφημιστικό της τάδε ferries θα ήταν, στη συγκεκριμένη στιγμή, το ταβάνι των Sambassadeur.
Sambassadeur - "Stranded" από το European
Με τέτοιο μπαμπά και τέτοια μουσική κληρονομιά δεν είναι να αναρωτιέσαι γιατί μια ηθοποιός ασχολήθηκε με τη μουσική. Όταν σε τρυφερή ηλικία "αναγκάζεται" απο τον μπαμπάκα της να τραγουδήσει ένα κομμάτι γεμάτο αιμομικτικά υπονοούμενα, στα 15 της βγάζει τον πρώτο της προσωπικό δίσκο ενώ όταν ενηλικιώνεται παίζει σε σημαντικές και έξω απο το συνηθισμένο ταινίες παίρνοντας μάλιστα και επιδοκιμαστικές κριτικές τότε υπάρχει κάτι σε αυτήν την κοπέλα. Οι πόρτες μπορεί να άνοιξαν μπροστά της πολύ πιο εύκολα προκειμένου να ασχοληθεί με οποιαδήποτε πλευρά της τέχνης επιθυμεί, δεν πήρε όμως ως δεδομένη την ιστορία του ονόματός της και προσπάθησε σκληρά να πετύχει.
Κοιτάξτε το τρίτο της προσωπικό άλμπουμ. Σχετικά σύντομα μετά το 5:55 που ακολούθησε μια σιγή (μουσικού) ασυρμάτου 20 χρόνων, το IRM φέρει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του Beck που έγραψε όλα τα τραγούδια.
Ο τίτλος είναι αναγραμματισμός του MRI (μαγνητικός τομογράφος), τον οποίον γνώρισε πολύ καλά η Charlotte πριν 3 περίπου χρόνια όταν η ίδια υπέστη κάποιου είδους διάσειση μετά απο ένα ατύχημα. Το περιστατικό της άφησε σημάδια που μετατράπηκαν σε όρεξη για δημιουργία και δουλειά. Εκτός απο αυτήν την εμπειρία της, η ηχογράφηση του δίσκου συνοδεύτηκε απο τις νωπές μνήμες του Αντίχριστου όπου πρωταγωνίστησε. Εξ'ου και το μυστήριο που τυλίγει τις έντονες φαντασιακές εικόνες σε πολλές στιγμές του IRM.
Το άλλο αστέρι του δίσκου είναι ο Beck Hansen που βρίσκεται σε μεγάλες φόρμες αυτό το διάστημα. Αφού έβγαλε το Modern Guilt που μας ξαναθύμισε πόσο σπουδαίος μουσικός είναι, μας υπενθύμισε και πόσο μεγάλη μούρη έιναι αφού βούλωσε το στόμα του φαφλατά που δεν ξέρει να χάνει Matthew Friedberger των Fiery Furnaces, ασχολούμενος παράλληλα με το project του με τίτλο Record Club όπου μαζεύει διάφορους μουσικούς φίλους του και διασκευάζει αγαπημένα του άλμπουμ.
Αν φέρουμε στο μυαλό μας το Sea Change ο Beck πρέπει να αισθάνθηκε πολύ συγκινημένος που συνεργάζεται με τον σπόρο (ναι, τον σπόρο) μιας τεράστιας επιρροής του ίδιου. Έδωσε έτσι τον καλύτερό του εαυτό και έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια που έχει γράψει ποτέ. H Charlotte απο την άλλη κάνει εξαιρετική δουλειά ώστε να τα αποδόσει και εκτός οτι βγάζει τον καλύτερό της προσωπικό δίσκο (για όποιον τους μετράει), αλλά φαίνεται οτι έχει αυξήσει την ερμηνευτική της γκάμα με ψιθυριστές ελεγείες όπως στο "Le Chat du Café des Artistes" ή το "La Collectionneuse". Δύο υπέροχα κομμάτια με μελωδίες και σινεματογραφεία που σε καθηλώνουν και είναι ικανά να κάνουν τον μεγαλύτερο σπασίκλα του κόσμου να αισθανθεί σαν τον Μπελμοντό στο Borsalino.
"Ναι! Είναι δικός μου σπόρος (άντε πάλι) αυτό το αγγελούδι με μυαλό διαβόλου! Τα χαμηλόφωνα ερεθιστικά της spoken words προέρχονται απο τα μπομπόλια μου!" θα φώναζε, πιάνοντας το βυζί της Beyoncé, ο ολοκληρωτικά πλέον τρελός 82χρονος μπαμπάς της αν ζούσε. Τα προσεκτικά φωνητικά της Charlotte ισορροπούν με χάρη και αδιάφορη επιθυμία στο έντονο percussion του σχεδόν Orbitalικού "IRM" και του επίμονου και υποχθόνιου "Master's Hands". Το γλυκύτατο "Me And Jane Doe" μας χαρίζει μια τρυφερή ποπ που μοίαζει σαν ανάμνηση παιδικού παιχνιδιού ενώ τo ανατριχιαστικό έπος "Vanities" βυθίζει το δωμάτιο στο dark of the matinée που λένε και οι Franz Ferdinand.
Το γενικό αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό και κολακεύει σε βαθμό παρεξηγήσεως τους εμπλεκόμενους. Ναι, υπάρχει Serge στη μουσική αυτού του δίσκου. Ισχύει, όπως ισχύει και το οτι o Beck θα τρελαινόταν αν έγραφε έναν δίσκο στον μπαμπά της προκομμένης ή οτι η επιρροή απο όλη τη γαλλική New Wave μουσική είναι σφραγισμένη στο κούτελο της Charlotte. Όμως ο δίσκος δεν είναι ούτε αντιγραφή αφού έχει τη δική του συναρπαστική προσωπικότητα, ούτε φαίνεται κάπου οτι ο Beck γράφει για τη κόρη μόνο και μόνο επειδή δεν πρόλαβε τον πατέρα. Αλλά ας σοβαρευτούμε. Θα παγώσει η κόλαση όταν παραπονεθούμε επειδή βγαίνει κάτι που μοιάζει στη μοναδική ιδιοφυία του Serge Gainsbourg όταν μάλιστα είναι τόσο καλό. Ένας συναρπαστικός και προκλητικός δίσκος που σε κάνει να ψάχνεις τα μικρά θαυματάκια που εκτυλίσσονται μέσα του.