Ως μια σεμνή επιτυχία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το Hertz festival του οποίου την πρώτη μέρα είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε. Αν και με λιγοστή προώθηση ο ασυμβίβαστος πειραματιστής συμπατριώτης μας Novi_Sad που έχει ξεπεράσει τα ελληνικά σύνορα με τις ηχογραφήσεις και τη δραστηριοποίησή του στο εξωτερικό συνόδευσε τον Αυστριακό κιθαρίστα και θαυματοποιό Fennesz σε ένα γεμάτο και πολυσυλλεκτικό αμφιθέατρο.
Ό άγνωστος σε μένα μέχρι την προηγούμενη Παρασκευή Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός» σε συνεργασία με την Αυστριακή πρεσβεία και το Γαλλικό Ινστιτούτο (προκειμένου να έρθει την επόμενη μέρα η Γαλλίδα synthέτρια Eliane Radigue) διοργάνωσε άψογα μια πέραν των μίζερων καθιερωμένων μουσική βραδιά που αν μη τι άλλο σεβάστηκε τον θεατή.
Με μια μικρή καθυστέρηση περίπου μισής ώρας (αλήθεια δεν είναι πολύ rock 'n' roll που οι συναυλίες στην Ελλάδα αρχίζουν με δίωρη καθυστέρηση;) το κοινό που αποτελούνταν από όλο το φάσμα των ηλικιών (δυστυχώς όχι παιδάκια, τα οποία έχασαν μια μεγάλη ευκαιρία να συνδέσουν την πρώτη φορά που κατουρήθηκαν από τον φόβο τους με την παράσταση του Novi_Sad) προτού προλάβει να χειροκροτήσει για να υποδεχθεί τον κατά κόσμον Θανάση Καπρούλια και τα drones του ένιωσε να χάνει το φως του. Τα φώτα έσβησαν και τα πλατσουρίσματα ενός θαλάσσιου τοπίου προσπάθησαν να μας φέρουν μια γνώριμη εικόνα ώστε να πιαστούμε απ’ αυτήν προκειμένου να ξεχάσουμε το σκότος. Έπειτα ακολούθησαν οι ηλεκτρονικές επιθέσεις με τη μορφή στρατηγικών χτυπημάτων που επαναλαμβάνονταν, φούσκωναν και άδειαζαν κυκλώνοντάς σε και συγχύζοντάς σε τόσο ώστε να συμμετάσχεις σε αυτή τη διαδικασία με τη μόνη δύναμη που είχες εκείνη τη στιγμή. Το μυαλό σου και τις ζωντανές εικόνες που μπορούσε να δημιουργήσει χάρη στην πλούσια σε συναισθήματα (κυρίως απαισιόδοξα), χειρουργικής ακρίβειας και ζωγραφικής εφευρετικότητας μουσική των laptop του Novi_Sad.
Ένας παππούς που δαχτυλοέδειχνα πριν σα να ήμουν μπόμπιρας που βλέπει τα σοκολατάκια στο ζαχαροπλαστείο, απ’ό,τι μπόρεσα να διακρίνω στο σκοτάδι πήρε την τραγιάσκα του και έφυγε. Λογικό, είχε συνηθίσει στις συναυλίες κλασσικής μουσικής που διοργανώνει εβδομαδιαία ο «Παρνασσός» και κανείς δεν μπορεί να τον κακίσει γιατί οι ήχοι ήταν δύσπεπτοι και παραμορφωμένοι τόσο ώστε να καταλαβαίνεις ότι τους έχεις ξαναδεί αλλά να μην μπορείς παρά να ανατριχιάσεις από τον τρόπο που κομματιάστηκαν και έγιναν σκιά του εαυτού τους. Υπήρξαν και άλλοι που έφυγαν, σχεδόν όλοι όμως κάθισαν είτε από σεβασμό στον καλλιτέχνη, είτε επειδή ντρέπονταν να φανεί το πρόσωπό τους στην ολοσκότεινη αίθουσα τη στιγμή που θα άνοιγαν την κουρτίνα και θα έβγαιναν στο φως, είτε όπως εγώ με την uptight έχοντας ξεπεράσει το αρχικό σοκ σηκώσαμε το γάντι σε αυτή την μονομαχία συναισθημάτων και πειραματισμού που μας πέταξε ο Novi_Sad αποφασισμένοι να τον ακολουθήσουμε μέχρι τέλους στα εφιαλτικά αποκαΐδια της φωτιάς του, ή στα λασπωμένα βήματα του βάλτου του είτε στα καταγάλανα βαθιά νερά της θάλασσάς του.
Αν έπρεπε να ξεχωρίσουμε τις συνθέσεις του κάπως έτσι θα το κάναμε, βασιζόμενοι στους ήχους που ξεκίναγαν αυτά το χαλαρής υφής ηχοτοπία. Μουσική εξόχως κινηματογραφική, και άμεσα ερωτηματική προς τον ακροατή. Χωρίς τη φάτσα του δημιουργού να φωτίζεται ώστε να έχεις να ακουμπήσεις το βλέμμα σου, χωρίς κάποιο οπτικό θέατρο, σε άφηνε μόνο σου με τις σκέψεις, τους φόβους, τα όνειρα και τις ανασφάλειές σου.
Αν έλεγες σε κάποιον να σου περιγράψει την εμπειρία του από αυτή την εμφάνιση ή μάλλον εξαφάνιση του μουσικού θα την περιέγραφε με τελείως διαφορετικό τρόπο απ’ό,τι το κάνω εγώ ή κάποιος άλλος που βρέθηκε εκεί. Γιατί ο καθένας οπτικοποίησε και πρόβαλε ψυχικά και ψυχολογικά την μουσική του Novi_Sad με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα ο κ. Ανδρέου από το cosmo.gr περιέγραψε το φόβο του και το πόσο άβολα ένιωσε, ο κ. Πλακιάς από το Mixtape έδωσε βάση στο τεχνικό κομμάτι ενώ ο κ. Μιχαλόπουλος από το Avopolis εστίασε στο πως κατάφερε να χάσει τον Novi_Sad (ήταν πολύ καλό για να μη το αναφέρω).
Όσες φορές όμως νιώσαμε ότι ο θεατής ή μάλλον ακροατής έχει αναδειχθεί ως κεντρικό θέμα του λαβυρινθοειδών θεμάτων του Novi_Sad με τη μη εμφάνιση του καλλιτέχνη, άλλες τόσες αισθανθήκαμε αναλώσιμοι σα να βρισκόμασταν εκεί για να υποστούμε και όχι για να απολαύσουμε. Μια περίπου σαδομαζοχιστική σχέση που θύμισε (όχι μουσικά) την επιμονή των A Place To Bury Strangers να μας ματώσουν τ'αυτιά έγινε παραγωγική και πλούσια, ικανή για μυθιστορήματα και περιστρεφόμενες πόρτες, αυγάτισε και πολλαπλασίασε τον τρόμο του σκότους και την αναγκαία ασυναίσθητη στοργή που προσφέρει ένα χέρι που σφίγγεις.
Όταν έτριζε το έδαφος από την μετατροπή του ήχου σε καθαρή ενέργεια φανταζόσουν ότι ήσουν σε ένα σκάφος που κουνιόταν και ανά πάσα στιγμή θα άνοιγε την κοιλιά του για να πετάξει όλες τις θέσεις στο κενό. Όταν η φωτιά τσιτσίριζε αισθανόσουν ότι περπάταγες μέσα σε συντρίμμια ενώ όταν οι στάχτες παρασύρθηκαν από το κύμα η βαθιά βουτιά που κάναμε μέσα στο βυθό και το νερό που έμπαινε στα αυτιά μας μου θύμισε έντονα την βουτιά και την αυτοκτονία του Μάρτιν Ήντεν από εκείνο το υπερωκεάνιο έναν αιώνα περίπου πριν.
Έτσι όπως έσβησαν ξαφνικά τα φώτα, άλλο τόσο απότομα άναψαν και αποκάλυψαν στα έντονα (προς έκπληξή μου) χειροκροτήματα όλων… το τίποτα. Γιατί ο Novi_Sad δεν ήταν εκεί.
Όσο αναρωτιόμασταν με την uptight για το πώς μπορεί να έκλεισε τη μουσική και να εξαφανίστηκε αυτό το μικρό φως από laptop που βλέπαμε τόση ώρα αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε ταυτόχρονα και αν αυτή η εμπειρία που ζήσαμε για περίπου μία ώρα πράγματι συνέβη. Ο Θανάσης Καπρούλιας χωρίς υποκλίσεις και χαιρετούρες εξαφανίστηκε και για μια ακόμη φορά άφησε το κοινό να βγάλει μόνο του τα συμπεράσματά του. Θαρραλέος, τολμηρός και γεμάτος ιδέες μας γεμίζει χαρά επειδή μερικά πράγματα δεν έχουν σαπίσει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας.
Σε σύγκριση με τον Novi_Sad η διαδικασία της εμφάνισης του Fennesz πάνω στη σκηνή έμοιαζε συμβατική και συνηθισμένη. Χωρίς να είμαι εγώ οικείος με τη δουλειά του Αυστριακού έχοντας μόλις αδειάσει από την ψυχοτροπική εμπειρία του support ήθελα κάτι πλατύ με γλυκύτερο πλαίσιο και τις μακρινές Beach Boys επιρροές που υπόσχονταν οι κριτικοί και η uptight. Και όντως δεν απογοητεύτηκα. Ένας συμπαθής κύριος στην πρώτη σειρά, ίσως υπερβολικά κουρασμένος από τον Novi_Sad, έκανε την καλύτερη μίμηση νυσταγμένου Μr Βean στην εκκλησία που θα μπορούσαμε να φανταστούμε ενώ οι υπόλοιποι χαλαρώσαμε σε μια παρομοίως πειραματική αλλά πιο ζεστή και συντροφική ατμόσφαιρα.
Ο Fennesz έμοιαζε με καθηγητή πανεπιστημίου, έχοντας δανειστεί την ίδια αυστηρή αλλά δημιουργική φάτσα από ιστορικούς μουσικούς συμπατριώτες του. Δεν χρειαζόταν παρά μια ηλεκτρική κιθάρα και ένα laptop για να αναπαράγει και να πολλαπλασιάσει τις νότες. Ευχάριστες και ιντριγκαδόρικες στο αυτί, κρυμμένες πίσω από ένα τείχος λευκού και νεκρικού θορύβου. Οι δημιουργίες του λεπτότερες και τα συμπεράσματά του πιο υπόγεια και μυστηριώδη από το support του.
Τα τεχνητά beat έμοιαζαν με σήματα μορς και η γραμμή της καρδιάς περπατούσε σε έναν ευθύ και προαποφασισμένο δρόμο. Δεν υπήρχαν οι τρομακτικές ανακατατάξεις ή απότομες αλλαγές, οFennesz έχτιζε σταδιακά τη μουσική του σαν τουβλάκια χωρίς να ποντάρει στο δράμα αλλά χειριζόμενος με σεβασμό και ευπρέπεια την συναισθηματική γραμμή του θεατή. Όταν ξέβρασε και το τελευταίο στοιχείο του προηγούμενου δίωρου σαν μια υποτυπώδη φροντίδα και αγκαλιά μετά το άκρο όπου πιεστήκαμε, απλά σταμάτησε να μας υπνωτίζει, υποκλίθηκε με το στυλ και τον ανύπαρκτο εγωισμό των κεντροευρωπαίων και έφυγε πίσω από την κουρτίνα.
Όταν σηκωθήκαμε παρατήρησα ότι οι θέσεις ήταν σχεδόν το ίδιο γεμάτες με την αρχή, πράγμα που σήμαινε δύο πράγματα. Πρώτον ότι ο κόσμος θα ανταποκριθεί σε καλές συναυλίες ανεξαρτήτως «δύσκολης μουσικής» ή όχι αν γίνονται από έναν σοβαρό και συνεπή σύλλογο κάτι που είναι ευχάριστο και παρήγορο για το μέλλον.
Δεύτερον ότι κανείς δεν έπαθε τίποτα κακό, σε αντίθεση με αυτό που θέλει η μικροαστική αντίληψη που εκφράζεται με το δόγμα «Μπίρλας και Κόρκος» που μας έμαθαν οι Απαράδεκτοι, και αποτρέπει όλους εμάς τους κουφιοκεφαλάκηδες από μια ασυνήθιστη αλλά γεμάτες ανταμοιβές εμπειρία. Και ήταν μόνο η πρώτη χρονιά του festival....
Ό άγνωστος σε μένα μέχρι την προηγούμενη Παρασκευή Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός» σε συνεργασία με την Αυστριακή πρεσβεία και το Γαλλικό Ινστιτούτο (προκειμένου να έρθει την επόμενη μέρα η Γαλλίδα synthέτρια Eliane Radigue) διοργάνωσε άψογα μια πέραν των μίζερων καθιερωμένων μουσική βραδιά που αν μη τι άλλο σεβάστηκε τον θεατή.
Με μια μικρή καθυστέρηση περίπου μισής ώρας (αλήθεια δεν είναι πολύ rock 'n' roll που οι συναυλίες στην Ελλάδα αρχίζουν με δίωρη καθυστέρηση;) το κοινό που αποτελούνταν από όλο το φάσμα των ηλικιών (δυστυχώς όχι παιδάκια, τα οποία έχασαν μια μεγάλη ευκαιρία να συνδέσουν την πρώτη φορά που κατουρήθηκαν από τον φόβο τους με την παράσταση του Novi_Sad) προτού προλάβει να χειροκροτήσει για να υποδεχθεί τον κατά κόσμον Θανάση Καπρούλια και τα drones του ένιωσε να χάνει το φως του. Τα φώτα έσβησαν και τα πλατσουρίσματα ενός θαλάσσιου τοπίου προσπάθησαν να μας φέρουν μια γνώριμη εικόνα ώστε να πιαστούμε απ’ αυτήν προκειμένου να ξεχάσουμε το σκότος. Έπειτα ακολούθησαν οι ηλεκτρονικές επιθέσεις με τη μορφή στρατηγικών χτυπημάτων που επαναλαμβάνονταν, φούσκωναν και άδειαζαν κυκλώνοντάς σε και συγχύζοντάς σε τόσο ώστε να συμμετάσχεις σε αυτή τη διαδικασία με τη μόνη δύναμη που είχες εκείνη τη στιγμή. Το μυαλό σου και τις ζωντανές εικόνες που μπορούσε να δημιουργήσει χάρη στην πλούσια σε συναισθήματα (κυρίως απαισιόδοξα), χειρουργικής ακρίβειας και ζωγραφικής εφευρετικότητας μουσική των laptop του Novi_Sad.
Ένας παππούς που δαχτυλοέδειχνα πριν σα να ήμουν μπόμπιρας που βλέπει τα σοκολατάκια στο ζαχαροπλαστείο, απ’ό,τι μπόρεσα να διακρίνω στο σκοτάδι πήρε την τραγιάσκα του και έφυγε. Λογικό, είχε συνηθίσει στις συναυλίες κλασσικής μουσικής που διοργανώνει εβδομαδιαία ο «Παρνασσός» και κανείς δεν μπορεί να τον κακίσει γιατί οι ήχοι ήταν δύσπεπτοι και παραμορφωμένοι τόσο ώστε να καταλαβαίνεις ότι τους έχεις ξαναδεί αλλά να μην μπορείς παρά να ανατριχιάσεις από τον τρόπο που κομματιάστηκαν και έγιναν σκιά του εαυτού τους. Υπήρξαν και άλλοι που έφυγαν, σχεδόν όλοι όμως κάθισαν είτε από σεβασμό στον καλλιτέχνη, είτε επειδή ντρέπονταν να φανεί το πρόσωπό τους στην ολοσκότεινη αίθουσα τη στιγμή που θα άνοιγαν την κουρτίνα και θα έβγαιναν στο φως, είτε όπως εγώ με την uptight έχοντας ξεπεράσει το αρχικό σοκ σηκώσαμε το γάντι σε αυτή την μονομαχία συναισθημάτων και πειραματισμού που μας πέταξε ο Novi_Sad αποφασισμένοι να τον ακολουθήσουμε μέχρι τέλους στα εφιαλτικά αποκαΐδια της φωτιάς του, ή στα λασπωμένα βήματα του βάλτου του είτε στα καταγάλανα βαθιά νερά της θάλασσάς του.
Αν έπρεπε να ξεχωρίσουμε τις συνθέσεις του κάπως έτσι θα το κάναμε, βασιζόμενοι στους ήχους που ξεκίναγαν αυτά το χαλαρής υφής ηχοτοπία. Μουσική εξόχως κινηματογραφική, και άμεσα ερωτηματική προς τον ακροατή. Χωρίς τη φάτσα του δημιουργού να φωτίζεται ώστε να έχεις να ακουμπήσεις το βλέμμα σου, χωρίς κάποιο οπτικό θέατρο, σε άφηνε μόνο σου με τις σκέψεις, τους φόβους, τα όνειρα και τις ανασφάλειές σου.
Αν έλεγες σε κάποιον να σου περιγράψει την εμπειρία του από αυτή την εμφάνιση ή μάλλον εξαφάνιση του μουσικού θα την περιέγραφε με τελείως διαφορετικό τρόπο απ’ό,τι το κάνω εγώ ή κάποιος άλλος που βρέθηκε εκεί. Γιατί ο καθένας οπτικοποίησε και πρόβαλε ψυχικά και ψυχολογικά την μουσική του Novi_Sad με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα ο κ. Ανδρέου από το cosmo.gr περιέγραψε το φόβο του και το πόσο άβολα ένιωσε, ο κ. Πλακιάς από το Mixtape έδωσε βάση στο τεχνικό κομμάτι ενώ ο κ. Μιχαλόπουλος από το Avopolis εστίασε στο πως κατάφερε να χάσει τον Novi_Sad (ήταν πολύ καλό για να μη το αναφέρω).
Όσες φορές όμως νιώσαμε ότι ο θεατής ή μάλλον ακροατής έχει αναδειχθεί ως κεντρικό θέμα του λαβυρινθοειδών θεμάτων του Novi_Sad με τη μη εμφάνιση του καλλιτέχνη, άλλες τόσες αισθανθήκαμε αναλώσιμοι σα να βρισκόμασταν εκεί για να υποστούμε και όχι για να απολαύσουμε. Μια περίπου σαδομαζοχιστική σχέση που θύμισε (όχι μουσικά) την επιμονή των A Place To Bury Strangers να μας ματώσουν τ'αυτιά έγινε παραγωγική και πλούσια, ικανή για μυθιστορήματα και περιστρεφόμενες πόρτες, αυγάτισε και πολλαπλασίασε τον τρόμο του σκότους και την αναγκαία ασυναίσθητη στοργή που προσφέρει ένα χέρι που σφίγγεις.
Όταν έτριζε το έδαφος από την μετατροπή του ήχου σε καθαρή ενέργεια φανταζόσουν ότι ήσουν σε ένα σκάφος που κουνιόταν και ανά πάσα στιγμή θα άνοιγε την κοιλιά του για να πετάξει όλες τις θέσεις στο κενό. Όταν η φωτιά τσιτσίριζε αισθανόσουν ότι περπάταγες μέσα σε συντρίμμια ενώ όταν οι στάχτες παρασύρθηκαν από το κύμα η βαθιά βουτιά που κάναμε μέσα στο βυθό και το νερό που έμπαινε στα αυτιά μας μου θύμισε έντονα την βουτιά και την αυτοκτονία του Μάρτιν Ήντεν από εκείνο το υπερωκεάνιο έναν αιώνα περίπου πριν.
Έτσι όπως έσβησαν ξαφνικά τα φώτα, άλλο τόσο απότομα άναψαν και αποκάλυψαν στα έντονα (προς έκπληξή μου) χειροκροτήματα όλων… το τίποτα. Γιατί ο Novi_Sad δεν ήταν εκεί.
Όσο αναρωτιόμασταν με την uptight για το πώς μπορεί να έκλεισε τη μουσική και να εξαφανίστηκε αυτό το μικρό φως από laptop που βλέπαμε τόση ώρα αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε ταυτόχρονα και αν αυτή η εμπειρία που ζήσαμε για περίπου μία ώρα πράγματι συνέβη. Ο Θανάσης Καπρούλιας χωρίς υποκλίσεις και χαιρετούρες εξαφανίστηκε και για μια ακόμη φορά άφησε το κοινό να βγάλει μόνο του τα συμπεράσματά του. Θαρραλέος, τολμηρός και γεμάτος ιδέες μας γεμίζει χαρά επειδή μερικά πράγματα δεν έχουν σαπίσει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας.
Σε σύγκριση με τον Novi_Sad η διαδικασία της εμφάνισης του Fennesz πάνω στη σκηνή έμοιαζε συμβατική και συνηθισμένη. Χωρίς να είμαι εγώ οικείος με τη δουλειά του Αυστριακού έχοντας μόλις αδειάσει από την ψυχοτροπική εμπειρία του support ήθελα κάτι πλατύ με γλυκύτερο πλαίσιο και τις μακρινές Beach Boys επιρροές που υπόσχονταν οι κριτικοί και η uptight. Και όντως δεν απογοητεύτηκα. Ένας συμπαθής κύριος στην πρώτη σειρά, ίσως υπερβολικά κουρασμένος από τον Novi_Sad, έκανε την καλύτερη μίμηση νυσταγμένου Μr Βean στην εκκλησία που θα μπορούσαμε να φανταστούμε ενώ οι υπόλοιποι χαλαρώσαμε σε μια παρομοίως πειραματική αλλά πιο ζεστή και συντροφική ατμόσφαιρα.
Ο Fennesz έμοιαζε με καθηγητή πανεπιστημίου, έχοντας δανειστεί την ίδια αυστηρή αλλά δημιουργική φάτσα από ιστορικούς μουσικούς συμπατριώτες του. Δεν χρειαζόταν παρά μια ηλεκτρική κιθάρα και ένα laptop για να αναπαράγει και να πολλαπλασιάσει τις νότες. Ευχάριστες και ιντριγκαδόρικες στο αυτί, κρυμμένες πίσω από ένα τείχος λευκού και νεκρικού θορύβου. Οι δημιουργίες του λεπτότερες και τα συμπεράσματά του πιο υπόγεια και μυστηριώδη από το support του.
Τα τεχνητά beat έμοιαζαν με σήματα μορς και η γραμμή της καρδιάς περπατούσε σε έναν ευθύ και προαποφασισμένο δρόμο. Δεν υπήρχαν οι τρομακτικές ανακατατάξεις ή απότομες αλλαγές, οFennesz έχτιζε σταδιακά τη μουσική του σαν τουβλάκια χωρίς να ποντάρει στο δράμα αλλά χειριζόμενος με σεβασμό και ευπρέπεια την συναισθηματική γραμμή του θεατή. Όταν ξέβρασε και το τελευταίο στοιχείο του προηγούμενου δίωρου σαν μια υποτυπώδη φροντίδα και αγκαλιά μετά το άκρο όπου πιεστήκαμε, απλά σταμάτησε να μας υπνωτίζει, υποκλίθηκε με το στυλ και τον ανύπαρκτο εγωισμό των κεντροευρωπαίων και έφυγε πίσω από την κουρτίνα.
Όταν σηκωθήκαμε παρατήρησα ότι οι θέσεις ήταν σχεδόν το ίδιο γεμάτες με την αρχή, πράγμα που σήμαινε δύο πράγματα. Πρώτον ότι ο κόσμος θα ανταποκριθεί σε καλές συναυλίες ανεξαρτήτως «δύσκολης μουσικής» ή όχι αν γίνονται από έναν σοβαρό και συνεπή σύλλογο κάτι που είναι ευχάριστο και παρήγορο για το μέλλον.
Δεύτερον ότι κανείς δεν έπαθε τίποτα κακό, σε αντίθεση με αυτό που θέλει η μικροαστική αντίληψη που εκφράζεται με το δόγμα «Μπίρλας και Κόρκος» που μας έμαθαν οι Απαράδεκτοι, και αποτρέπει όλους εμάς τους κουφιοκεφαλάκηδες από μια ασυνήθιστη αλλά γεμάτες ανταμοιβές εμπειρία. Και ήταν μόνο η πρώτη χρονιά του festival....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου