Καμιά φορά εξαιτίας μερικών άλμπουμ αισθάνομαι σα να παίζω στο Memento. Είναι τόσο άχρωμες, άγευστες αλλά ουδόλως ξεδιψαστικές αυτές οι ακροάσεις που ψαχουλεύω το κεφάλι μου για να εντοπίσω την τρύπα που δεν αφήνει τις μουσικές να συγκρατηθούν κάπου κοντά στο μυαλό μου.
Εντάξει, δεν χρειάζονται και δράματα. Πιθανότατα φταίω εγώ που δεν τα ακούω αρκετά προσεκτικά ή δεν είμαι ακόμα έτοιμος να τα δεχθώ και να τα απορροφήσω. Κάποιες φορές προσπαθώ αρκετά. Ίσως υπερβολικά πολύ. Ίσως μάλιστα δίνω πολλές περισσότερες μάχες για κάποια άλμπουμ που δεν το αξίζουν αδικώντας κάποια άλλα επειδή οι συντελεστές τους είναι καταξιωμένοι με έντιμο βίο στην πλάτη τους.
Όμως αρκετά με τις απολογίες. Γιατί αυτή τη φορά το πρόβλημα το έχει ο James Mercer και ο Dangermouse που έβγαλαν με το όνομα Broken Bells τον ιδανικό δίσκο για να κάνεις δουλειές στο σπίτι, να ξυρίζεσαι, να πλένεις τα ρούχα σου και να βάζεις ηλεκτρική σκούπα χωρίς να αισθάνεσαι τύψεις ότι θα χάσεις κάποιο κρίσιμο και ενδιαφέρον σημείο που ζητάει την προσοχή σου. Θα μπορούσα να φέρω και άλλα παραδείγματα που μοιάζουν με την εμπειρία της ακρόασης του ομώνυμου Broken Bells από τον θαυματουργό παραγωγό Danger Mouse και τον Fran Healy (στο πολύ πιο ομιλητικό του, λιγότερο γλυκερό και πιο lo-fi εαυτό του) της άλλης μεριάς του ατλαντικού James Mercer, οι καλές όμως στιγμές δε λείπουν όποτε σώζουν εύκολα την όλη προσπάθεια από τον όρο "elevator music".
Ο Danger Mouse ή αλλιώς Brian Burton ήταν αυτός που ξαναέκανε ενδιαφέροντα τον Beck, έβγαλε στην επιφάνεια τους Gnarls Barkley και έβαλε τη σφραγίδα του στον καλύτερο δίσκο των Black Keys βγάζοντάς τους από τη ρετρό βαρεμάρα τους. Όμως έχει κάνει και τις παρατυπίες του. Το Grey Album με τον Jay-Z, το ψόφιο εγχείρημα των The Good, The Bad & The Queen και το ότι έβγαλε στην επιφάνεια τους Gnarls Barkley είναι κάποια παραδείγματα. Το Broken Bells θα πρέπει να καταχωρηθεί κάπου ενδιάμεσα.
Στις χειρότερές του στιγμές είναι μια ευθεία γραμμή που ασθμαίνει από την αρχή και ανυπομονεί να φτάσει στο τέλος της συνοδευόμενη από τελείως διαδικαστικά φωνητικά του Mercer και κάποια ηλεκτρονικά κολπάκια του Danger Mouse που αισθάνεται την ανάγκη να δηλώσει κάπως την παρουσία του. Στις καλύτερές του στιγμές όπως το "Sailing To Nowhere", όπου η πολύ ζωντανή και αισθαντική ερμηνεία του Mercer πιάνεται σε έναν καλοφτιαγμένο ambient ανεμοστρόβιλο και ολοκληρώνεται στις βλέψεις του Danger Mouse προς την κλασσική ακαδημαϊκή μουσική, είναι μια πετυχημένη συνεργασία δυνάμεων μεταξύ δύο αναμφίβολα ταλαντούχων και με ιδέες μουσικών.
Τα εναρκτήρια "High Road" και "Vaporize" έχουν τοποθετηθεί στρατηγικά ώστε να σε ξεγελάσουν σε περαιτέρω ακροάσεις και τα καταφέρνουν χωρίς αυτό να αποτελεί έκπληξη. Είναι δύο γλυκούλικα indie pop κομμάτια που θα μπορούσαν να είχαν γίνει από πολύ κόσμο αλλά δεν είναι κάτι νέο μιας και μόνος του ο James Mercer μετράει κάμποσα τέτοια στην πορεία του με τους Shins.
Ειδικότερα το "Vaporize" λειτουργεί αγόγγυστα αποκαλύπτοντας μια πολύ όμορφη, εμπνευσμένη από Neutral Milk Hotel γυμνή μελωδία που θα μπορούσε να ζήσει και χωρίς την υπερφόρτωση του Burton. Οι γοητευτικοί, κάπως ξέγνοιαστοι μέσα στον προβληματισμό τους στίχοι σφραγίζουν το κομμάτι. Η βενζίνη του μάλιστα τού χαρίζει μια ώθηση και στον, καθρεπτίζοντα τον Panda Bear, πολύχρωμο βομβαρδισμό αρμονιών του "Your Head Is On Fire". Είναι από τις λίγες φορές στον δίσκο που δεν αφήνουν τόσο κενό διάστημα μέσα στα κομμάτια κρατώντας σου το ενδιαφέρον είτε με τα έξυπνα έγχορδα που δίνουν μια μεγαλοπρέπεια στο κομμάτι ή με τα βρόχινα φωνητικά που αναφέραμε πριν.
Κάπου εκεί συνήθως μας απαγάγουν εξωγήινοι, μας φωνάζει η μαμά μας για να φάμε ή πρέπει να χτενίσουμε το σκύλο. Ένα κενό διάστημα στο άλμπουμ το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, ας πούμε, με καλά τραγούδια τουλάχιστον στο επίπεδο του πρώτου μισού του. Ξυπνάμε σε κάποια φάση με τις α λα Talking Heads κοφτερές κιθάρες του "October" και την χαριτωμένη παραπομπή στον Morricone στο "Mongrel Heart" αλλά πάλι ξεχνιόμαστε σύντομα. Από το σχέδιο μοιάζει να λείπει η σπιρτάδα, η φιλοδοξία, η επιφοίτηση της στιγμής και ένα αληθινό σχέδιο για το πώς θα φτιαχνόταν ένας πολύ καλός δίσκος. Τα παιδιά προτίμησαν έναν αξιοπρεπή αλλά με λίγες ξεχωριστές στιγμές δρόμο. Και είναι κρίμα γιατί πραγματικά όταν ο καθένας ένωνε το σωστό κομμάτι με τον συνοδοιπόρο του τα αποτελέσματα ήταν πολύ καλά.
Όχι τόσο κρίμα βεβαίως όσο η χαμένη ευκαιρία να δούμε τον Γιώργο Καραγκούνη να διαμαρτύρεται στον διαιτητή γιατί το τρόπαιο του Europa Cup είναι βαρύ και του κάνει συνέχεια πέναλτι. Τι να κάνουμε όμως; Το ποδόσφαιρο είναι ένα υπέροχο άθλημα κ.λ.π..
Τώρα… που είχα μείνει;
Εντάξει, δεν χρειάζονται και δράματα. Πιθανότατα φταίω εγώ που δεν τα ακούω αρκετά προσεκτικά ή δεν είμαι ακόμα έτοιμος να τα δεχθώ και να τα απορροφήσω. Κάποιες φορές προσπαθώ αρκετά. Ίσως υπερβολικά πολύ. Ίσως μάλιστα δίνω πολλές περισσότερες μάχες για κάποια άλμπουμ που δεν το αξίζουν αδικώντας κάποια άλλα επειδή οι συντελεστές τους είναι καταξιωμένοι με έντιμο βίο στην πλάτη τους.
Όμως αρκετά με τις απολογίες. Γιατί αυτή τη φορά το πρόβλημα το έχει ο James Mercer και ο Dangermouse που έβγαλαν με το όνομα Broken Bells τον ιδανικό δίσκο για να κάνεις δουλειές στο σπίτι, να ξυρίζεσαι, να πλένεις τα ρούχα σου και να βάζεις ηλεκτρική σκούπα χωρίς να αισθάνεσαι τύψεις ότι θα χάσεις κάποιο κρίσιμο και ενδιαφέρον σημείο που ζητάει την προσοχή σου. Θα μπορούσα να φέρω και άλλα παραδείγματα που μοιάζουν με την εμπειρία της ακρόασης του ομώνυμου Broken Bells από τον θαυματουργό παραγωγό Danger Mouse και τον Fran Healy (στο πολύ πιο ομιλητικό του, λιγότερο γλυκερό και πιο lo-fi εαυτό του) της άλλης μεριάς του ατλαντικού James Mercer, οι καλές όμως στιγμές δε λείπουν όποτε σώζουν εύκολα την όλη προσπάθεια από τον όρο "elevator music".
Ο Danger Mouse ή αλλιώς Brian Burton ήταν αυτός που ξαναέκανε ενδιαφέροντα τον Beck, έβγαλε στην επιφάνεια τους Gnarls Barkley και έβαλε τη σφραγίδα του στον καλύτερο δίσκο των Black Keys βγάζοντάς τους από τη ρετρό βαρεμάρα τους. Όμως έχει κάνει και τις παρατυπίες του. Το Grey Album με τον Jay-Z, το ψόφιο εγχείρημα των The Good, The Bad & The Queen και το ότι έβγαλε στην επιφάνεια τους Gnarls Barkley είναι κάποια παραδείγματα. Το Broken Bells θα πρέπει να καταχωρηθεί κάπου ενδιάμεσα.
Στις χειρότερές του στιγμές είναι μια ευθεία γραμμή που ασθμαίνει από την αρχή και ανυπομονεί να φτάσει στο τέλος της συνοδευόμενη από τελείως διαδικαστικά φωνητικά του Mercer και κάποια ηλεκτρονικά κολπάκια του Danger Mouse που αισθάνεται την ανάγκη να δηλώσει κάπως την παρουσία του. Στις καλύτερές του στιγμές όπως το "Sailing To Nowhere", όπου η πολύ ζωντανή και αισθαντική ερμηνεία του Mercer πιάνεται σε έναν καλοφτιαγμένο ambient ανεμοστρόβιλο και ολοκληρώνεται στις βλέψεις του Danger Mouse προς την κλασσική ακαδημαϊκή μουσική, είναι μια πετυχημένη συνεργασία δυνάμεων μεταξύ δύο αναμφίβολα ταλαντούχων και με ιδέες μουσικών.
Τα εναρκτήρια "High Road" και "Vaporize" έχουν τοποθετηθεί στρατηγικά ώστε να σε ξεγελάσουν σε περαιτέρω ακροάσεις και τα καταφέρνουν χωρίς αυτό να αποτελεί έκπληξη. Είναι δύο γλυκούλικα indie pop κομμάτια που θα μπορούσαν να είχαν γίνει από πολύ κόσμο αλλά δεν είναι κάτι νέο μιας και μόνος του ο James Mercer μετράει κάμποσα τέτοια στην πορεία του με τους Shins.
Ειδικότερα το "Vaporize" λειτουργεί αγόγγυστα αποκαλύπτοντας μια πολύ όμορφη, εμπνευσμένη από Neutral Milk Hotel γυμνή μελωδία που θα μπορούσε να ζήσει και χωρίς την υπερφόρτωση του Burton. Οι γοητευτικοί, κάπως ξέγνοιαστοι μέσα στον προβληματισμό τους στίχοι σφραγίζουν το κομμάτι. Η βενζίνη του μάλιστα τού χαρίζει μια ώθηση και στον, καθρεπτίζοντα τον Panda Bear, πολύχρωμο βομβαρδισμό αρμονιών του "Your Head Is On Fire". Είναι από τις λίγες φορές στον δίσκο που δεν αφήνουν τόσο κενό διάστημα μέσα στα κομμάτια κρατώντας σου το ενδιαφέρον είτε με τα έξυπνα έγχορδα που δίνουν μια μεγαλοπρέπεια στο κομμάτι ή με τα βρόχινα φωνητικά που αναφέραμε πριν.
Κάπου εκεί συνήθως μας απαγάγουν εξωγήινοι, μας φωνάζει η μαμά μας για να φάμε ή πρέπει να χτενίσουμε το σκύλο. Ένα κενό διάστημα στο άλμπουμ το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, ας πούμε, με καλά τραγούδια τουλάχιστον στο επίπεδο του πρώτου μισού του. Ξυπνάμε σε κάποια φάση με τις α λα Talking Heads κοφτερές κιθάρες του "October" και την χαριτωμένη παραπομπή στον Morricone στο "Mongrel Heart" αλλά πάλι ξεχνιόμαστε σύντομα. Από το σχέδιο μοιάζει να λείπει η σπιρτάδα, η φιλοδοξία, η επιφοίτηση της στιγμής και ένα αληθινό σχέδιο για το πώς θα φτιαχνόταν ένας πολύ καλός δίσκος. Τα παιδιά προτίμησαν έναν αξιοπρεπή αλλά με λίγες ξεχωριστές στιγμές δρόμο. Και είναι κρίμα γιατί πραγματικά όταν ο καθένας ένωνε το σωστό κομμάτι με τον συνοδοιπόρο του τα αποτελέσματα ήταν πολύ καλά.
Όχι τόσο κρίμα βεβαίως όσο η χαμένη ευκαιρία να δούμε τον Γιώργο Καραγκούνη να διαμαρτύρεται στον διαιτητή γιατί το τρόπαιο του Europa Cup είναι βαρύ και του κάνει συνέχεια πέναλτι. Τι να κάνουμε όμως; Το ποδόσφαιρο είναι ένα υπέροχο άθλημα κ.λ.π..
Τώρα… που είχα μείνει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου