29.4.10

Αμπελοφασουλοσοφίες 29/4/10

Synch, ω Synch. Πρόπερσι λείπαμε στας Ευρώπας και χάσαμε το κορυφαίο σου ίσως ("arguably" που λεν και στο χωριό) line-up ως τώρα αλλά χαλάλι γι'αυτό που ζήσαμε... Πέρσι πάλι είδαμε αναγκαστικά μόνο την πρώτη σου μέρα λόγω Ε.Σ.. Φέτος λοιπόν σε περιμέναμε πώς και τι, λέγαμε δεν μπορεί, ό,τι και να γίνει το Synch θα έχει ωραία πράματα και τίποτα δεν θα μας εμποδίσει να τα δούμε. Αμ δε. Με το που βγαίνουν τα ονόματα και χαιρόμαστε, καπάκι τρώμε και το ξενέρωμα: 4 και 5 Ιουνίου οι μέρες, δηλαδή το Σάββατο θα πρέπει να διαλέξουμε. Synch ή Rufus Wainwright; Και φυσικά το Σάββατο τοποθέτησαν και το βαρύ πυροβολικό, τους Hot Chip. Η συναυλία του Rufus είχε ανακοινωθεί καιρό πριν και κυκλοφορούσε σαν φήμη ακόμα περισσότερο καιρό πριν την ανακοίνωση. Για κάποιο λόγο πιστεύαμε ότι οι διοργανωτές του Synch ήταν κάπως πιο εντάξει από τους υπόλοιπους, τελικά μάλλον κάναμε λάθος. Πόσο μάλλον αν αυτό είναι αλήθεια, που είναι λίγο δύσκολο να το διασταυρώσουμε αλλά λέμε.

Και φυσικά δεν έχουμε καταλήξει ακόμα ποιος θα'ναι ο τυχερός, αν και ο Rufus έχει ένα προβάδισμα. Απλά επειδή μας φαίνεται ο πιο απίθανος να ξαναδούμε εδώ τριγύρω. Δυστυχώς είναι βασικό κριτήριο αυτό.

Τώρα που το σκέφτομαι, με αυτόν τον τρόπο γλιτώνουμε έξοδα. Συγγνώμη παιδιά, τα παίρνουμε όλα πίσω - δεν έπρεπε ποτέ να αμφιβάλουμε ότι κάνετε τα πάντα για μας και βάλατε τις ημερομηνίες έτσι για να μας βοηθήσετε να περιρίσουμε τα έξοδά μας εν μέσω κρίσης. Σας ευχαριστούμε!

Ολοένα και πλησιάζει το τέλος του Lost... Στο πιο πρόσφατο επεισόδιο μάλιστα (!!!spoiler alert!!! Αν δεν το'χετε δει προσπεράστε) έλαβε χώρα το γεγονός που περίμενα περισσότερο από τα παράπλευρα - η επανένωση της Sun με τον Jin. Γενικά η Sun είναι από τους 2-3 αγαπημένους μου χαρακτήρες (και επίσης κατά την ταπεινή μου γυναικείας αισθητικής γνώμη η μακράν ωραιότερη γυναίκα της σειράς) και πιστεύω ότι αυτή είναι η υποψήφια Kwon. Αλλά οφείλω να πω ένα μπράβο στους δηιουργούς της σειράς που τοποθέτησαν το γεγονός στην πρέπουσα θέση στο γενικότερο πλάνο και δεν του'δωσαν μεγαλύτερη ούτε μικρότερη σημασία απ'ό,τι έπρεπε παρ'όλο που σίγουρα ήξεραν ότι αρκετός κόσμος το περίμενε. Ήταν ένα τέλειο «σπάσιμο» στη συνεχή δράση του 13ου επεισοδίου, και συνεχή δράση προφανώς θα δούμε από εδώ και πέρα αφού μέσα στα επόμενα 3 + 2 επεισόδια όλα θα πρέπει να λυθούν, να απαντηθούν, να ολοκληρωθούν για τη σειρά-έπος που σημάδεψε ανεξίτηλα τα '00s. Άντε να δούμε!

Μιλώντας για συναυλίες πιο πριν, διάβαζα για τις πρόσφατες εμφανίσεις της Whitney Houston στη Μ. Βρετανία. Η Whitney μου ήταν πάντα συμπαθής, μεγάλωσα με τα χιτάκια της και ομολογώ με κατακόκκινο πρόσωπο ότι μέχρι και σήμερα μπορώ να δω ευχάριστα το Bodyguard παρά τη μεγάλη προσπάθεια όλων των εμπλεκομένων στην ταινία για το αντίθετο. Ακόμα κι εκείνο το ντουέτο με τον Ενρίκε δε μου γύρναγε τ'άντερα όπως τα υπόλοιπα τραγούδια του Iglesias Jr. Έτσι χάρηκα όταν έμαθα ότι επέστρεψε, ακόμα κι έτσι όπως την έχουν αφήσει οι δραστηριότητες στις οποίες επιδόθηκε κατά τη διάρκεια του «διαλείμματος» που έκανε από τα καλλιτεχνικά δρώμενα. Απ'ό,τι είδα λοιπόν, το βρετανικό σκέλος της περιοδείας της ήταν σκέτη καταστροφή: μια ίωση του αναπνευστικού, σύμφωνα με τους εκπροσώπους της, οδήγησε τη 46χρονη τραγουδίστρια να αναβάλλει τις 3 πρώτες εμφανίσεις της, κάτι που με τη σειρά του φυσικά οδήγησε τα tabloids σε σωρεία δημοσιευμάτων περί ξανακυλίσματος κτλ. Στη συνέχεια οι υπόλοιπες έγιναν όπως είχαν προγραμματιστεί αλλά εκεί σειρά πήρε το κοινό που άρχισε να διαμαρτύρεται με διόλου κομψό τρόπο όταν διαπίστωσε ότι η απόδοσή της στη σκηνή ήταν κατώτερη των υψηλών του standards και δεν δίστασε να σηκωθεί να φύγει μαζικά πριν τα encores, παρά το γεγονός ότι η Whitney απολογήθηκε αρκετές φορές για την κατάσταση της φωνής της.

Δεν θα συζητήσω αν η «ίωση» ήταν πραγματική. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Ούτε καν για τα κίνητρα πίσω από την επιστροφή της. Ούτε για τα ακριβά της εισιτήρια. Το κοινό όμως; Ένα κοινό που πλήρωσε 50 ή 80 ή 100 λίρες περιμένοντας... τί ακριβώς; Μια φωνή κάποτε λαμπρή αλλά ταλαιπωρημένη από καταχρήσεις και γερασμένη κατά 20 χρόνια από τότε που έβγαλε το πιο μεγάλο της χιτ. Και αρχίζει να γιουχάρει, να φεύγει στη μέση της συναυλίας και μετά να ζητάει τα λεφτά του πίσω μόλις διαπιστώνει ότι η τελειότητα που για κάποιο μυστήριο λόγο περίμενε δεν ήρθε. Ναι, να δεχτώ ότι μιλάμε για επαγγελματία τραγουδίστρια που οφείλει να προσπαθεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να αποδίδει. Όμως κανείς από αυτούς που έσκασαν τόσα χρήματα δε φάνηκε να στέκεται στο «προσπαθεί να», προτιμώντας να ξεσκίσουν ό,τι έχει απομείνει. Αυτό είναι το «κοινό της»; Κρίμα τόσο γι'αυτούς όσο και γι'αυτήν.

Τέλος πάντων, ας αφήσουμε τη Whitney στις σκοτούρες της και ας τελειώσουμε την παρθενική έκδοση του παραρτήματος των Αμπελοφασουλοσοφιών με το ολοκαίνουριο κομμάτι της Μ.Ι.Α. και το ανατριχιαστικό video που το συνοδεύει, μια ωμή αναπαράσταση της τρέχουσας παγκόσμιας πραγματικότητας - όχι, δεν ασχολείται όλος ο πλανήτης με τα οικονομικά της Ελλάδας όσο κι αν πολλοί θα ήθελαν να το πιστεύουμε - και μια πολύ πιο πραγματιστική απάντηση στο bubblegum-Tarantino έπος των Gaga και Beyoncé. Το οποίο προσωπικά μου άρεσε πάρα πολύ αλλά εδώ μιλάμε για την πραγματικότητα κι αυτή δεν είναι καθόλου όμορφη και δεν έχει καθόλου ωραία κουστούμια. Είναι έτσι. Μπράβο στους συντελεστές του συγκλονιστικού αυτού video, μπράβο και στη Μ.Ι.Α. που το έβγαλε εκεί έξω αλλά και για το θράσος της να φτιάξει ένα οπτικοακουστικό «πακέτο» που ίσως αποδειχθεί πολύ πολιτικό για τα γούστα του Pitchfork και των πιστών του και να τη θέσει εκτός μόδας για το 2010. Μπράβο και για την άψογη επιλογή της σε ό,τι αφορά την πηγή του sample. Και παρεμπιπτόντως, είναι σοκαριστικά λυπηρός ο αριθμός των ανθρώπων που έμειναν στους κοκκινοτρίχηδες και έχασαν παντελώς το νόημα του video. Κρίμα.

M.I.A, "Born Free" from ROMAIN-GAVRAS on Vimeo.

28.4.10

You can never earn enough/ Τo buy the gun that you want


Υπερδραστήρια όπως πάντα η μπάντα του Jamie Stewart. Δύο σχετικά σιωπηλά χρόνια έχουν περάσει από το Women As Lovers και ο συνθετικός οργασμός που εκφράζονταν είτε μόνο με τους Xiu Xiu είτε με τους πολλούς μουσικούς (Grouper, Parenthetical Girls, Devendra Banhart, Deerhoof κ.λ.π.) που ο Stewart έχει συνεργαστεί, διαταράχτηκε από το φευγιό της Caralee McElroy, σταθερής συνεργάτιδάς του και ξαδέρφης του. Η Caralee πήγε να παίξει στους Cold Cave μετά από πέντε χρόνια στο πλευρό του Stewart και αυτό απ’ ότι φαίνεται αποσυντόνισε τον ήρωα μας. Πολύτιμη η multi-instrumentalist Caralee αλλά τέτοιου είδους διαστήματα χωριστά αποδεικνύονται ευεργετικά στις περισσότερες των μουσικών περιπτώσεων. Όταν μάλιστα κάποιος μέσα σε διάστημα έξι χρόνων μετρά έξι στούντιο άλμπουμ, ένα live άλμπουμ, ένα άλμπουμ συλλογής ακουστικών ηχογραφήσεων, δύο άλμπουμ μαζί με τους ιταλούς Larsen, δύο EP και γύρω στα 15 singles τότε μια ολιγόλεπτη ραδιοφωνική σιγή δεν ακούγεται κακή ιδέα. Υπό αυτή την έννοια το Dear God I Hate Myself μοιάζει ωφελημένο. Υπό μια γενικότερη έννοια δεν ευνοείται ούτε αδικείται μιας και ο Stewart επιστρατεύει παρόμοια κόλπα με αυτά που γνωρίζει και μας επιδείκνυε και στο παρελθόν.

Τα «τρομοκρατημένα» του φωνητικά μοιάζουν με πολεμική ανταπόκριση εν μέσω βομβαρδισμών και όταν μιλάμε για τους Xiu Xiu συνήθως οι βομβαρδισμοί έρχονται από καταποντισμένα keyboards και πανικοβλημένα drums. Άλλες φορές είναι πιο ευχάριστος όπως στον ύμνο στην σοκολάτα (ιδιοφυής ιδέα αλήθεια, γιατί κανείς δεν είχε σκεφτεί να γράψει μια ωδή σε κάτι τόσο αγαπημένο;) "Chocolate Makes You Happy" ή όταν γράφει για τον Butters από το Southpark στο "Apple For A Brain" όπου ακούγεται όσο χαζούλης και αφελής πρέπει να ακούγεται κάποιος όταν μιλάει για τον θεούλη Professor Chaos. Άλλες (τις περισσότερες) πιο πραγματιστής και πιο επώδυνα δυσάρεστος όπως στο "Gray Death" που ζητάει επίμονα να «δείρουν» την κακή ενέργεια που βρίσκεται σε περίσσια μέσα του ή στο καταιγιστικό "House Sparrow" όπου θυμάται τον κατά συρροήν δολοφόνο Richard Chase, που συνήθιζε να πίνει το αίμα των θυμάτων του, κάνοντας μια πανέξυπνη αναγωγή στο τυραννικό περιβάλλον όπου μεγάλωσε ο Chase. Μοναχικές και αναπάντητες προσευχές στο Θεό ("Dear God I Hate Myself"), μια πιεστική ζωή χτισμένη γύρω από τις προσδοκίες των υπολοίπων στο εξαιρετικό "Hyunhye's Theme" και φυσικά πολύ sex. Παιδεραστία και εμπόριο λευκής σαρκός στο επικό "Falkland Road", σαδομαζοχισμός στο "Secret Motel". Θυμάται ακόμα και το μέλος των Larsen Fabrizio Palumbo που απ’ ότι φαίνεται ανταπέδωσε (;) και πάνω σε αυτόν μας χάρισε μία από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου, ένα χιλιοθρυμματισμένο και παραπληγικό ηλεκτρονικής υφής κομμάτι ("Fabrizio Palumbo Retaliation").

Η φαντασία του Jamie οργιάζει και καταπιάνεται με δεκάδες διαφορετικά και τόσο ετερόκλητα θέματα που δείχνει ότι ο τύπος και η '80s μιζεροπόπ του έχουν πολλά να πουν ακόμα. Τώρα μάλιστα που φαίνεται ότι η καινούργια Angela Seo μπήκε στο κλίμα και η Caralee αντικαταστάθηκε επαξίως συνεχίζουμε από εκεί που μείναμε.





Γι'αυτά τα πουλιά εδώ πέρα έχουμε εκφραστεί πολλές φορές αποθεωτικά και δεν το μετανιώνουμε ούτε στο ελάχιστο. Τα Rook, Palo Santo και Winged Life υπήρξαν πολύ σημαντικά για τον υποφαινόμενο και η φωνή, το συνθετικό ταλέντο και η καλλιέργεια του Meiburg αξίζουν σε χρυσάφι το βάρος του. Με τον καιρό άλλο ένα τεράστιο ταλέντο ξεπετάχτηκε από το όχημα των Shearwater. Ο «Νορβηγός Θεός» και περκασιονίστας Thor Harris εξαντλεί τους τρόπους για να παράγει ήχους με την εφευρετικότητα και την άμεση επαφή και προσαρμοστικότητά του με την ύλη. Αυτό τον βοηθά από το να χτίσει ένα ολόκληρο σπίτι με ανακυκλώσιμα υλικά και μόνο με νεκρά δέντρα (όπως λέει στο γενικότερα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για την ξεχωριστή ζωή ενός ντροπαλού «Θεού του Κεραυνού») μέχρι το να αλλάζει πλήρως το επίπεδο των συνθέσεών των Shearwater. Είναι προφανές ότι η ανάδειξη του Harris σε πρωταγωνιστή ήταν ένας από τους σκοπούς του Golden Archipelago. Πιο δύσκολος σκοπός σαφέστατα, όχι γιατί λείπει κάτι από τον Thor αλλά στο αυτί του ακροατή τα βασικά προβαλλόμενα υλικά είναι η φωνή και η μουσική. Βέβαια στα βασικά υλικά της μουσικής είναι τα drums αλλά αλήθεια είναι πως ο ρόλος που κατέχουν είναι δευτερευούσης προβολής (και όχι σημασίας) στο είδος των Shearwater. Αυτό το post rock ντυμενο με folk περιβολή διαφημίζεται κυρίως από τη μαγευτική φωνή του Meiburg και τη τρυφερή ακουστική κιθάρα ή το απαλό πιάνο. Αυτό αλλάζει εδώ πέρα, και ο ήχος γίνεται πιο πολύπλευρος αφου ο Thor χαρίζει έναν τελείως ιδιαίτερο περκασιονιστικό ήχο.

Ο Meiburg δήλωσε ότι το Golden Archipelago είναι το τελευταίο κομμάτι μιας τριλογίας παρατήρησης της φύσης που είχε αρχίσει με το Palo Santo. Το θέμα εδώ είναι τα νησιά και η σημειολογία τους σε σχέση με τον άνθρωπο. Κατά κάποιον τρόπο το Golden Archipelago παίρνει θέση στο αν τελικά ο άνθρωπος είναι ένα μοναχικό νησί.

Ο John Donne έλεγε πως κανείς άνθρωπος δεν είναι ένα νησί εννοώντας ότι κανείς άνθρωπος δεν είναι αυτόφωτος και μόνος. Αυτό το συμπέρασμα ταίριαζε στην Αναγέννηση. Στο δικό μας αιώνα περισσότερο ταιριάζει η διαπίστωση του Will Freeman από το About a Boy: "All men are islands. And what's more, this is the time to be one. This is an island age. A hundred years ago, for example, you had to depend on other people. No one had TV or CDs or DVDs or home espresso makers. As a matter of fact they didn't have anything cool. Whereas now you can make yourself a little island paradise. With the right supplies, and more importantly the right attitude, you can become sun-drenched, tropical, a magnet for young Swedish tourists."

Οι Shearwater πιστεύουν στον Donne απ'ό,τι φαίνεται, παρατηρώντας τη ματαιότητα του Freeman. Στο ρυθμικό "Black Eyes" αναγνωρίζουν το μεγάλο ψέμα της αιώνιας ζωής ενώ στο απαλό "Meridian" ο Meiburg «οδηγεί» μέσα στις αφύσικες μέρες που ζούμε. Η βιαιότητα που υπάρχει καθημερινά τριγύρω μας εκφράζεται τέλεια με το φρενήρες "Corridors" μέχρι να λυτρωθεί με το "Castaways" που καταλήγει "You are running from a rising tide, you are castaways" συνδέοντας την φυσική ζωή με την πραγματιστική που ζούμε καθημερινά.

Στο υπέροχο "Insular Life" θυμίζουν τους Arcade Fire στις πιο «έντεχνες» στιγμές τους ενώ νωρίτερα στην καρδιά του δίσκου "God Made Me" περιγράφουν ένα μεγάλο καταστροφικό γεγονός που οδηγεί στην συνειδητοποίηση της αχρηστίας της σύγχρονης ζωής. Ο Meiburg ακούγεται φοβισμένος περιγράφοντας με θρησκευτικό δέος το αποκαλυπτικό σκηνικό και η φράση "God Made Me", παρ'ότι στον τίτλο του τραγουδιού μοιάζει διττή, στο ίδιο το κομμάτι ακουμπά στην βιβλική έννοια παρουσιάζοντας την ανθρώπινη ύπαρξη ως κάτι καθαρό και αγνό μέσα στον μολυσμένο αέρα που μόνο κάτι θεϊκό και απόλυτο θα μπορούσε να την είχε δημιουργήσει.

Είναι επίσης πολύ ενδιαφέρον πως ενώ ο δίσκος ξεκινάει ως μια απόρριψη του Freeman ψάχνοντας μια αγνή πορεία που θα έσκιζε και θα ξαναέχτιζε από την αρχή μια αξιοπρεπή και «φυσική» ζωή, τελικά καταλήγει να τον δικαιώνει μιας και τα παραδεισένια και αγνά νησιά εκφράζουν την απεριόριστη απομόνωση. Και αν στο About A Boy ο Freeman καταλήγει - ως καινούργιος πλέον άνθρωπος - στο συμπέρασμα ότι πράγματι όλοι οι άνθρωποι είναι νησιά αλλά ενώνονται υποβρυχίως με αλυσίδες μεταξύ τους, στο μυστικιστικό και καταληκτήριο "Missing Islands" φαντάζεσαι ένα μοναχικό νησί να πλέει στη μέση του ωκεανού κατοικούμενο από κάποιον που έπνιξε την ελπίδα για συντροφιά πριν από πάρα πολλές αντανακλάσεις του πρωινού ήλιου στο πέλαγος.

Στο συγκινητικό και αριστουργηματικό "Hidden Lakes" το ξυλόφωνο του Harris πετάει γύρω από μια αναγεννησιακή μελωδία στο πιάνο και η τρυφερή φωνή του Meiburg μας θυμίζει το καταπληκτικό video του κομματιού όπου με αφορμή την ανταλλαγή δύο σκύλων το μήνυμα της μοναξιάς και της αποξένωσης που περνάει είναι πολύ δυνατό. Το "Landscape At Speed" επιβεβαιώνει ότι στις συλλογικές τους προσπάθειες είναι κορυφαίοι αφού ίσο μερίδιο αποθέωσης αξίζει το τουμπερλέκι του Harris με το μελαγχολικό ηλεκτρισμένο ριφάκι της κιθάρας που φτιάχνουν αυτό το post rock έπος.

Ο δίσκος μπορεί να μη γεμίζει το μάτι όσο άμεσα το γέμιζε το Rook ή το Palo Santo, αλλά στέκεται επάξια και υπερήφανα δίπλα τους. Πιο «δίσκος» από το Rook αλλά με λιγότερες μαγικές στιγμές. Σταθερά καταπληκτικοί όπως πάντα και ένα από τα καλύτερα συγκροτήματα εκεί έξω.





"We're interested in the alternate spaces people create in order to maintain identity in a city like L.A. Environments where outcasts and loners celebrate a skewered relationship to society" είπαν οι Liars λίγο πριν κυκλοφορήσει το πέμπτο τους άλμπουμ με τίτλο Sisterworld. Και πράγματι η υπόσχεσή τους γίνεται πράξη αφού όταν ακούς τον δίσκο η εικόνα μιας σούβλας να διαπερνά ανθρώπινο κρέας (μεταφορικά και κυριολεκτικά) δεν είναι παράταιρη. Αυτή όπως και πολλές άλλες. Μεθυσμένους ελεεινούς να δέρνονται για μια θέση πάρκινγκ έξω από ένα club, αποτυχημένες ζωές και πολύ αίμα. Υπάρχουν τόσες δολοφονικές μπαλάντες εδώ πέρα που ο Nick Cave θα ένιωθε μικροεγκληματίας που έκλεψε ψωμί από το φούρνο. Και αν οι φόνοι του Cave έχουν ένα υπόβαθρο τιμής και ρομαντισμού, οι φόνοι των Liars μοιάζουν να έχουν γίνει σε περίοδο αναταραχής και εξέγερσης όπου ο σώζων εαυτόν σωθείτο.

Το ύφος και το κλίμα του δίσκου είναι πολύ δυσάρεστα, αλλά από μουσικής απόψεως είναι ένα κατόρθωμα για τους Liars που καταφέρνουν να ακούγονται αρκετά διαφορετικοί και ακαλούπωτοι από δίσκο σε δίσκο. Στηριγμένο στις φόρμες του Hail to the Thief, το Sisterworld φυτρώνει εκεί που έχεσε το 6ο άλμπουμ των Radiohead. Και μη νομίζετε ότι είναι υποτιμητικό αυτό μιας και οι Liars δεν θα ήθελαν να είναι κάπως αλλιώς τα πράγματα. Έχουν επενδύσει στη σκοτεινή, μισανθρωπική και οργισμένη πλευρά του Hail και το έκαναν ακόμα πιο αναρχικό και βίαιο. Ειδικά το χορευτικό όργιο του πιο άμεσου κομματιού του δίσκου "Proud Evolution" είναι ένας πολύ χαριτωμένος φόρος τιμής στο "The Gloaming".

Από εκεί και πέρα τα keyboards χρησιμοποιούνται ελάχιστα και οι κιθάρες τους βλέπουν χαρά στα σκέλια τους καθώς είναι αλήθεια είχαν καιρό να τις χρησιμοποιήσουν και ο δίσκος καλυτερεύει όταν τον αντιμετωπίσεις σαν punk-rock θόρυβο. Ας πούμε, στο απολύτως ειρωνικό "The Overachievers" που κατακρεουργεί τον τρόπο ζωής και την υποκρισία της δυτικής ακτής της Αμερικής που μπορεί να οδηγάει υβριδικά αυτοκίνητα και να «αγαπάει τη γη» αλλά περνάει όλη τη μέρα της μπροστά στην τηλεόραση παχαίνοντας και καπνίζοντας χόρτο. Η επιρροή των Nirvana στο κομμάτι και στην ερμηνεία είναι σαφής. Και μετά, το "Goodnight Everything" που είναι ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχουν γράψει ποτέ με τις τζαζ πινελιές των πνευστών να χρωματίζουν όσο μελανά πρέπει το κομμάτι πριν έρθει η πανέμορφη και γεμάτη χημικά λήθη του "Too Much, Too Much" που μοιάζει με το αιθέριο progressive rock των Doves αλλά με μια σκοτεινότερη τροπή.

Αυτοί εδώ πάντως έχουν πολύ θράσος και πολλούς λαγούς να βγάλουν από το καπέλο τους. Αυτό είναι ένα από τα (πολύ) καλά τους κόλπα και η ακρόαση του είναι μια αληθινά διαδραστική και έντονη εμπειρία.



Υ.Γ.: Α ναι, να μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε μια συναρπαστική είδηση που συνδέει δύο από τους τρεις πρωταγωνιστές μας. Ο Jamie Stewart θα προσθέσει και τον Jonathan Meiburg στην λίστα με τους καλλιτέχνες που έχει συνεργαστεί, και μαζί τα δυό τους θα βγάλουν δίσκο κάπου μέσα στο 2010 ως Blue Water, White Death. Ο αξιαγάπητος Meiburg μάλιστα μας ενημερώνει στο επίσημο forum των Shearwater ότι ο δίσκος ολοκληρώθηκε ήδη απλώς θα ασχοληθεί η κάθε μπάντα με την προώθηση του καινούργιου της υλικού προτού κυκλοφορήσει το άλμπουμ-συνεργασία που κατά πάσα πιθανότητα θα τιτλοφορείται Gall. Μια μίξη της κρυστάλλινης αθωότητας και της πίστης του Meiburg με την ποιότητα του έκπτωτου αγγέλου που διαθέτει ο Stewart ακούγεται λαχταριστή. Τώρα αν συμμετείχε σε αυτό το project και ο Angus Andrew των Liars θα είχαμε 100% επιτυχία σε αυτό το υστερόγραφο...

24.4.10

Ιt's just business/ Cattle prods and the I.M.F.


Λέγων ο ναύτης εκάθησε βιαστικά επί ενός παρακειµένου σπιραγίου, και, µε τά σκέλη του πολύ ανοικτά και τήν ψωλήν του παλλοµένην ζωηρώς εις τόν αέρα συνέχισε:


«Έλα,πλησίασε...Στάσου εδώ, ανάµεσα στα πόδια µου... ∆εν πιστεύω να έχης αντίρρησι;»

Η θεραπαινίς επλησίασε και εστάθη µεταξύ τών σκελών τού ναύτου. «Όχι, δεν έχω αντίρρησι... Μου... µου αρέσει...» απήντησε µε κάποιαν συστολήν η νεαρά Ινδή. «Ωωωχ!... Μπράβο σου!...» ανεφώνησε ο λάγνος άνδρας και η ψωλή του εσκίρτησε µε δύναµιν εις τόν αέρα . «Είσαι πολύ καλό κορίτσι... Για πες µου, σου αρέσει και τό ψωλόχυµα;» «Αχ, ναι...» απήντησε η νέα κοιτάζουσα εκστατική τό πέος. «Ωωωχ!... Μπράβο σου!...» έκαµε πάλιν ο ναύτης και ηρώτησε: «Μήπως τό καταπίνεις;» «Ναι... τό... τό καταπίνω...» είπε µε ένα κράµα σεµνότητος και λαγνικής εξάρσεως η θεραπαινίς. «Ωωωχ!... Αααχ!...» ανεφώνησε λαγνοβοών εκ νέου ο καυλοπυρέσσων ναύτης και τό πέος του εσκίρτησε µε ακόµη µεγαλυτέραν δύναµιν από πριν. «Μπράβο σου!... Αχ, µπράβο σου!... Είσαι κορίτσι τού Θεου!... ∆εν µου λες... έχεις γλείψει πολλές ψωλές;»

(Απόσπασμα απο το μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός του Ανδρέα Εμπειρίκου που πρωτοεκδόθηκε την περίοδο 1990-1992)


Η πολύ όμορφη ψεδαίσθηση που είχε δημιουργηθεί τόσα χρόνια (αν και αλήθεια είναι πως είχε αρχίσει να ξεθωριάζει) μπορεί πλεον σιγά σιγά ν' αρχίσει να διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη. Όταν αναπόφευκτα θ' αρχίσουμε να βγάζουμε τις κρεμάλες από το μπαούλο για να τιμωρήσουμε τους ενόχους καλύτερα να κοιτάξουμε πρώτα τον καθρέφτη μας. Τουλάχιστον ας ελπίσουμε το χτύπημα που θα δεχθεί ο Νεοέλληνας να είναι θανάσιμο.

Εν τω μεταξύ 13 χρόνια πριν, ένα απο τα πιο διαχρονικά τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ...

20.4.10

Some Questions #14: The Irrepressibles!

Το συναίσθημα όταν σου απαντάει στο email σου με τις ερωτησούλες ένας καλλιτέχνης είναι πάντα φοβερό. Όσο κι αν ξέρεις ότι πρόκειται για κανονικούς ανθρώπους που κάνουν κανονικά πράγματα όπως το να ψωνίζουν στο supermarket ή να μαγειρεύουν ή να απαντάνε σε email με απλές ερωτήσεις, η ιδέα ότι έρχεσαι έστω κι από μακριά σε επαφή με αυτούς που γράφουν τη μουσική που επενδύει και ενίοτε συνταράσσει τη ζωή σου πάντα κάνει κάτι μέσα σου να πεταρίζει χαρούμενα. Και το εφέ πολλαπλασιάζεται όταν πρόκειται για έναν καλλιτέχνη με του οποίου τη δουλειά τυχαίνει να περνάς έναν τρελό έρωτα τη συγκεκριμένη περίοδο. Μου συνέβη πέρυσι με τον DM Stith και ξανασυβαίνει τώρα! Κυρίες και κύριοι, το Some Questions σας παρουσιάζει, με δάκρυα στα μάτια, την Αυτού Εξοχότητα που λέγαμε σε ποστ προ ολίγων ημερών - τον Jamie McDermott, γενικό δερβέναγα των αγαπημένων μας Irrepressibles και, απ'ό,τι φαίνεται από τις απαντήσεις του, την ευγένειά του και το πόσο πρόθυμα και γρήγορα ανταποκρίθηκε, απίθανο τύπο γενικότερα. Και τρελό φαν του Morrissey. Αρκετά από μας: απολαύστε!

Could you please tell us...

1. Three albums you’d take along on a desert island?

Anything by Broadcast, anything by Kate Bush, and anything by Aphex Twin.

2. A song you wish you’d written?

Nearly anything by Morrissey. He is a god when it comes to songwriting.

3. Your Sunday morning song?

Err.. "Keep the Dog Quiet" by Owen Pallett at the moment. Discovered him very recently. Incredible. Plus my band were dancing to it on the tour bus the other day which gives me a wonderful vision to accompany it too.

4. Your favourite b-side?

"Please, please, please let me get what I want" by The Smiths.

5. Your favourite Beatles song?

Hmmm....

6. A musician/band you think is criminally underrated?

Simon Bookish

7. Your favourite place for writing music?

Anywhere. I like to engage with my environment and create music from it.

8. What your music-related plans are for the next 12 months?

To perform this album with my Mirror Mirror spectacle. At the same time as writing the second Irrepressibles album, collaborating with other musical acts, and work on some other music that is very different to what I'm doing now.

9. What you wish to do once you retire from music?

Live a quiet life ha ha, and design and build my own home featuring many musical installations and places were children and adults can make music in the garden with specially made outdoor instruments.

10. A stylistic choice you’ve made and are now ashamed of?

I think more that people are ashamed of my sense of complete abandon when it comes to exploring anything with style. Expression is everything. I am Irrepressible!

11. Which role you would like to have played if you were an actor?

Oh I'd like to have been Oscar Wilde in Wilde.

12. A recurring childhood dream of yours?

Swimming to school.

13. If you are superstitious?

I used to be very superstitious as a child. I used to believe I had to think of all the bad things that could happen in order for the best thing to happen. If I'd thought of it it meant it couldn't happen.

14. A sentence containing the words ”some” and ”beans”?

Some beans are bigger than others...

The Irrepressibles - "I'll Maybe Let You" από το Mirror Mirror

19.4.10

Got nothing to lose but loneliness and patterns

Αναντίρρητα (μην τρομάζετε) το Ga Ga Ga Ga Ga ήταν η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία των Spoon μέχρι σήμερα. Γεμάτο singles, hooks και κολλητικές καλοκαιρινές μελωδίες ήταν το αγαπημένο κοντομάνικο t-shirt της σεζόν που συνόδευε όλους τους ήσυχους περιπάτους στην άδεια Αθήνα.

Οι Spoon όμως είναι μεγαλωμένοι με την indie αντίληψη και μπολιασμένοι με την αντισυμβατική rock νοοτροπία. Το Transference είναι πιο απρόσιτο και σίγουρα λιγότερο φιλικό. Δεν θα σε διώξει με τις κλωτσιές δηλαδή αλλά θα σε μισοκοιτάξει επιτιμητικά έτσι και ζητήσεις κουλουράκι με τον καφέ σου. Τα κεφάτα, ευθύβολα rock κομμάτια υπάρχουν ακόμα (έτσι και αλλιώς αυτά χαρίζουν στους Spoon την πιο ψηλή κατά μέσο όρο βαθμολογία της προηγόυμενης δεκαετίας σύμφωνα με το Metacritic) αλλά εδώ συνοδεύονται πολύ πιο συχνά, απ’ό,τι στο πέντε φορές Ga, από ασύμμετρους πειραματισμούς που εξερευνουν το φάσμα του τέλη '70s-μέσα '80s rock με λίγο David Bowie και περισσότερους Talking Heads.

Αν το Ga Ga Ga Ga Ga ήταν χαρούμενο και ελαφρά απολαυστικό, το Transference είναι πιο ήπιο, με επίμονες κιθαριστικές πορείες και πιο εσωστρεφές. Δεν παίζει για τον εαυτό του (οι Spoon ποτέ δεν έπαιζαν αφού πάντα πρώτο τους μέλημα ήταν το αγνό, σκληρό στις γωνίες αλλά ζεστό και μαλακό στον πυρήνα του rock) αλλά δεν παίζει σίγουρα και για τα charts.
Είναι ελαφρώς πιο προβληματισμένο, με Βιβλικές επιρροές για θέματα (όπως στο "Before Destruction" με το keyboard που ζητάει λύτρωση και συγχώρεση, και το καταπληκτικό "I Saw the Light" που έχει δανειστεί τον τίτλο του απο ένα γκόσπελ κομμάτι), την ισοπέδωση που έρχεται μετά της ευκολίας των σχέσεων (με το δυνατό ρεφρέν-ερώτημα του "Is Love Forever?"), τα κλασσικά αγαπησιάρικα κομμάτια που δεν υποκρίνονται τίποτα και απλά κοιτούν μέσα στα μάτια (το "Nobody Gets Me But You" που αξίζει πολλά για το ριφάκι που το διατρέχει) αλλά και τα σχεδόν αγγλοσαξωνικής ειρωνείας παιδιαρίσματα ("Mystery Zone" και το πρώτο single του δίσκου και υποχθόνιο "Written In Reverse").

Πέρα απο το εντυπωσιακό διμερές έπος του "I Saw the Light" το ψαχνό του δίσκου βρίσκεται από το όγδοο Beatlικό νανούρισμα του "Goodnight Laura" που φέρνει όμορφες μνήμες απο το "Goodnight Georgie" των Clinic, ως το δέκατο εκρηκτικό μίγμα απελευθερωτικών drums και στίχων γεμισμένων από ενέσεις αυτοπεποίθησης του "Got Nuffin". Ενδιάμεσα υπάρχει το "Out Go the Lights", ένα κλασσικό indie rock αφέψημα που κρύβει μέσα του μια μελαγχολία που τσιτσιρίζει σαν ανθρακικό που σου δίνει φιλιά στο πηγούνι.

Η σοφία και ο σεβασμός που έχουν καταφέρει να αποπνέουν οι Spoon φαίνεται οτι δεν τους γκριζάρει τα μαλλιά ούτε τους κάνει σνομπ και χοντροκέφαλους σε ό,τι συμβαίνει γύρω τους.
Απλά ο Britt Daniel και η παρέα του κατόρθωσαν να είναι δύσκολο να διαλέξεις κάποιον δίσκο ως τον αδιαμφισβήτητα καλύτερό τους.

Το Transference συνεχίζει αυτό το βιολί. Μπορεί να θέλει μεγαλύτερη υπομονή από το Ga Ga Ga Ga Ga αλλά είναι πλούσιος, γεμάτος ποικιλία, ποιότητα, και χωρίς βαρετά σκαμπανεβάσματα δίσκος. Λιγότερα άμεσα αξιαγάπητα singles αλλά σίγουρα πολλές ζεστές αγκαλιές με βάθος χρόνου.

15.4.10

Lost in endless lies/ The truth is in your eyes

Η γενική αίσθηση στα παγκόσμια μουσικά δρώμενα τα τελευταία χρόνια είναι ότι η Αγγλία έχει πιάσει ένα καλό (μεν) θεωρείο (δε) και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα. Στην αρχή της δεκαετίας ήταν οι Καναδοί που κυριάρχησαν, μετά ξεκίνησε η αμερικανική παραγωγή να σαρώνει τα πάντα και να καθορίζει τις εξελίξεις, και εσχάτως έχει προκύψει και το ολοένα ανερχόμενο αουτσάιντερ των Βίκινγκς που με περίσσιο cool και αυτοπεποίθηση πλησιάζει το γκρουπ των πρωτοπόρων. Μπορεί να είναι φαν των ιπποδρομιών τα Αγγλάκια αλλά αυτή η κούρσα δεν τους αρέσει και τόσο, γιατί είχαν συνηθίσει να παίζουν δύνατά για τη νίκη και να κατεβάζουν πάντα κάμποσα φαβορί. Δεν αγαπάνε καθόλου να έρχονται τελευταίοι και καταϊδρωμένοι.

Το πληγωμένο γόητρό τους, περήφανοι στα όρια της ψωροπερηφάνειας καθώς είναι, τους έχει οδηγήσει στην εσωστρέφεια ακόμα περισσότερο απ'όταν είχαν πράγματι άφθονες μπάντες για τις οποίες άξιζε να περηφανεύονται. Πάντα το'χαν αυτό δηλαδή, το εσωστρεφές - πάντα γούσταραν παραπάνω τις μπάντες που ήταν «δικά τους παιδιά» και μιλούσαν για τη ζωή στο Νησί και που μπορούσαν να τις καταλάβουν πραγματικά ΑΥΤΟΙ μόνο και όχι ο υπόλοιπος πλανήτης. Έτσι βάφτισαν κάποτε μεσσίες τους Oasis και τους πήρε πάνω από 10 χρόνια να καταλάβουν ότι οι Blur ήταν 8 κλάσεις ανώτεροι, έτσι και όλα αυτά τα χρόνια που έχουν μείνει στο μουσικό περιθώριο βάφτισαν μεσσίες πολλούς και διάφορους τυπάκους και κυρίως το σαμιαμίδι που ακούει στο όνομα Alex Turner. Μέσα στην όλη προσπάθεια όμως να στηρίξουν τα Εθνικά τους Προϊόντα, δεν παρατήρησαν ότι στο περιθώριο κάτι κινούνταν.

Και δε μιλάμε για τους φτασμένους που όλοι ξέρουμε. Μιλάμε για αυτούς που οι «απέναντι» ακόμα δεν έχουν ανακαλύψει ή απλά δεν μπορούν να κατανοήσουν. Οι μονίμως στην απέξω Elbow έφτιαξαν τον καλύτερο δίσκο του 2008, πέρυσι οι xx μάζεψαν το hype αλλά οι Wild Beasts ήταν που επιβεβαίωσαν την είσοδό τους στις μεγάλες δυνάμεις, και φέτος ήρθαν τούτοι εδώ οι τύποι, ένα τσούρμο εννέα ανθρώπων, και μας πήραν τα μυαλά. Οι Irrepressibles, δηλαδή ο κύριος Jamie McDermott και η πολύχρωμη παρέα του, έκαναν μια από τις πιο εντυπωσιακές εισόδους στο κουρμπέτι που θυμόμαστε κυκλοφορώντας έναν καταπληκτικό δίσκο, το Mirror Mirror, με υλικό που μαζευόταν από τα τέλη του '06, έχοντας προηγουμένως υπάρξει σε singles και EPs. Δεν είναι trendy, δεν έχει cheesy keyboards και παραπομπές σε '80s disco και είναι πολύ πιθανό να αγνοηθεί από πολλούς hipsters, ακόμα και από τους ίδιους τους Άγγλους. Τώρα που το σκέφτομαι το τελευταίο είναι και το πιο πιθανό. Their loss.

Οι Irrepressibles είναι πράγματι ασυγκράτητοι όταν το θέλουν. Η μουσική τους είναι Μεγάλη, εξωστρεφής και θεατρική όσο δεν πάει και δεν είναι καθόλου τυχαίο που το Baroque είναι πρώτο-πρώτο στις επιρροές που δηλώνουν στο MySpace τους. Πλούσια έγχορδα πρωταγωνιστούν στα περισσότερα κομμάτια και πνευστά, μεγαλοπρεπή πιάνα και διάφορα άλλα συμβάλλουν κι αυτά και όλα μαζί φτιάχνουν τον περίτεχνο θρόνο όπου κάθεται η Αυτού Εξοχότης. Πείτε μας κάπου εδώ ένα μπράβο που φανήκαμε τόσο συγκρατημένοι και φτάσαμε τόσο μακριά μέσα στο κείμενο καταφέρνοντας να μην αναφερθούμε παρά μόνο ονομαστικά στον Jamie McDermott και την ασύλληπτη φωνή του.

Ο Jamie είναι αυτός που γράφει όλα τα κομμάτια, είναι αυτός που δίνει τον τόνο κάθε στιγμή, είναι προικισμένος, χαρισματικός, μαγνητιστικός, είναι ο απόλυτος άρχων. Εδώ είναι showman, εξωστρεφής και αστραφτερός, και λίγο παραπέρα προσπαθεί να ξεπεράσει την απώλεια της αγάπης αφήνοντας βελούδινα συντρίμμια να βγουν απ'τα χείλη του. Όπως και να'χει σ'έχει στο χέρι, σε αναγκάζει να τον παρακολουθείς με κομμένη ανάσα καθώς πηγαίνει από Αντωνάκειες συχνότητες σε full-on ουρλιαχτά και από εκεί σε χαμηλόφωνα, τρυφερά σουρσίματα και ψιθύρους ικανούς να λιώσουν παγετώνες.

Γιατί ναι, όταν το θέλουν οι Irrepressibles μπορεί να αναγκάζουν τους συντάκτες του λεξικού της Οξφόρδης να βάλουν τη φωτογραφία τους στο λήμμα "flamboyant", αλλά καταφέρνουν να εξισορροπούν θαυμάσια την κατάσταση με πιο εσωστρεφή κομμάτια ή με κάποια που πέφτουν κάπου ανάμεσα, καλύπτοντας μια μεγάλη γκάμα ηχοχρωμάτων και ακόμα μεγαλύτερη συναισθημάτων. Έτσι εξασφαλίζουν ότι το αποτέλεσμα δεν θα πέσει βαρύ και όχι απλά θ'αντέξει αλλά θα απαιτήσει πολλαπλές ακροάσεις. Kαι αυτές οι στιγμές είναι ίσως οι καλύτερές τους.

Ήδη στα δυο πρώτα κομμάτια έχουν κάνει ένα απίστευτο ενα-δυο-μπουνιά, καθώς το τρυφερά camp, ολοκληρωτικά θεατρικό "My Friend Jo" ακολουθείται από το "I'll Maybe Let You", ένα διακριτικό κομψοτέχνημα στην καρδιά του οποίου ένα βιολί ικετεύει τη φωνή του McDermott να το χαϊδέψει κι αυτή ενδίδει, και μαζί χαράζουν μια επαναλαμβανόμενη μελωδία που σου υπνωτίζει το μυαλό με την ομορφιά της αλλά φεύγει τόσο διακριτικά όσο ήρθε, κάνοντάς σε να ζητάς κι άλλο. Το πανέμορφα σπαρακτικό "In Your Eyes" συμπληρώνει μια εντυπωσιακή εναρκτήρια τριάδα που δίνει σε κάθε ενδιαφερόμενο ένα πλήρες δείγμα του τι πρόκειται να συναντήσει στα υπόλοιπα εννέα κομμάτια.

Στο "Αnvil" εμφανίζεται ξανά ο εξωστρεφής, κατακτητικός Jamie, με τα ορχηστρικά παιχνιδίσματα των οκτώ συντρόφων του να τον συναγωνίζονται σε τσαχπινιά. Από εκεί συνεχίζει για μερικά ακόμα κομμάτια το σόου - νομίζεις ότι παρακολουθείς θέατρο δρόμου, με πολύχρωμα κουστούμια και μακιγιάζ (σαν κι αυτό που έχει στο εξώφυλλο) και παρλάτες και υποκλίσεις και καπέλα ανάποδα να μαζεύουν κέρματα, καθώς ο ήρωάς μας μονολογεί, απευθύνεται στον εαυτό του και τελειώνοντας βουτάει κι ένα ρεφραίν από Έλβις και το υποτάσσει με μια δεσποτική κορώνα στο "Splish! Splash! Sploo!".

Κι εκεί που πιστεύεις, όταν το ακούς πρώτη φορά, ότι το πανηγύρι θα πάει μέχρι το τέλος, εμφανίζονται κάτι βιολιά διαφορετικά από τα άλλα. Μια εισαγωγή που φέρνει στο μυαλό κάτι μεταξύ κάποιας σονάτας σε μινόρε του Μπαχ και του "Way to Blue" του Nick Drake προλογίζει ένα από τα ομορφότερα, ανατριχιαστικότερα, συγκινητικότερα και συγκλονιστικότερα κομμάτια που θ'ακούσεις φέτος (τουλάχιστον). Αυτό όμως που δεν μπορείς να μαντέψεις με τίποτα είναι ότι λίγο μετά υπάρχει κι άλλο ένα!

Η μεγαλοπρεπής μελαγχολία του "The Tide" σε ταξιδεύει για ένα πεντάλεπτο που δεν θες να τελειώσει. Μια δίλεπτη ορχηστρική γέφυρα με ανάποδα έηχορδα πάνω σε ένα χαλί από ανάλαφρες ηλεκτρονικές φουσκίτσες σου καθαρίζει το μυαλό ώστε να υποδεχθείς τη λύτρωση του "In This Shirt" που έρχεται μέσα από καταρράκτες εγχόρδων και με μια μελωδία που είναι δύσκολο να της αντισταθείς. Στο ένα αναρωτιέται πώς θα ξεπεράσει την απώλεια, στο άλλο βρίσκει τρόπο για να κάνει το μυαλό του να πιστέψει ότι δεν απομακρύνθηκε ποτέ - ο Jamie επιστρέφει στη γη και στις γήινα συναισθήματα και μάλιστα σε ένα από τα πιο έντονα, αυτό μιας τσακισμένης καρδιάς. Σ'εμάς αυτό φτάνει με τη μορφή δυο αριστουργημάτων, τοποθετημένων αντίκρυ το ένα στο άλλο με τη γεφυρούλα να τα χωρίζει. Όπως και με τα συναισθήματα που εκφράζουν.

Και κάπως έτσι κλείνει ο πιο εντυπωσιακός δίσκος της φετινής χρονιάς, μια παράσταση που θέλεις να ξαναδείς αμέσως μόλις τελειώσει κι εθίζεσαι όλο και περισσότερο. Εμένα μου συνέβη. Άργησα να ξεκινήσω να τον ακούω αλλά τώρα πια και μόνο που ξέρω ότι βρίσκεται μέσα στο φορητό μου mp3 player είναι σα να με καλούν οι σειρήνες. Και η πλάκα είναι ότι όποτε μιλάω γι'αυτούς τους λέω πάντα, κατά λάθος, Irresistibles.

The Irrepressibles - "In Your Eyes" από το Mirror Mirror

10.4.10

Some Questions #13: Efterklang!

Δέκατο τρίτο και τυχερό Some Questions, καθώς φιλοξενούμενοί του είναι οι Efterklang - ναι, οι αγαπημένοι Δανοί των οποίων το πανέμορφο πρόσφατο album βρίσκεται σταθερά στα φορητά μας mp3 players και τους οποίους περιμένουμε να δούμε (επιτέλους, μιας και την προηγούμενη φορά δεν μπορέσαμε) ζωντανά τον επόμενο μήνα. Σίγουρα θα ήταν υπέροχο να μπορούσαμε να τους δούμε με συνοδεία ορχήστρας όπως στη live εκδοχή του Parades που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, αλλά έστω κι έτσι τους περιμένουμε με ανυπομονησία. Τους το είπαμε θέτοντάς τους παράλληλα τις ερωτήσεις μας και ο μπασίστας Rasmus Stolberg μας απάντησε τα παρακάτω, επισημαίνοντας πάντως ότι άφησε κάποιες αναπάντητες γιατί δεν είναι αυτός ο songwriter της μπάντας. Άντε, κομμάτια να γίνει, συγχωρεμένος.

Could you please tell us...

1. Three albums you’d take along on a desert island?

Paul Simon - Graceland
Nana Mouskouri - Over and Over
The Flaming Lips - The Soft Bulletin

2. A song you wish you’d written?

-

3. Your Sunday morning song?

Tenniscoats - "Baibaba Bimba"

4. Your favourite b-side?

-

5. Your favourite Beatles song?

"A Day in the Life"

6. A musician/band you think is criminally underrated?

Tenniscoats

7. Your favourite place for writing music?

-

8. What your music-related plans are for the next 12 months?

We will be touring - playing as many concerts as we can! And then inbetween we plan to take it easy.

9. What you wish to do once you retire from music?

We plan never to retire from music - but I miss having lots of time at home. Time to hang out with old friends. Time to visit family and those kind of things.

10. A stylistic choice you’ve made and are now ashamed of?

Well - we did perform in riding pants for quite a long time - but Im not ashamed - well maybe just a little ashamed :-) .

11. Which role you would like to have played if you were an actor?

Robocop or Robert Redfords part in The Horse Whisperer.

12. A recurring childhood dream of yours?

Thats too dark for this media.

13. If you are superstitious?

No.

14. A sentence containing the words ”some” and ”beans”?

Some beans are hot and some beans are for my coffee grinder.

"Thank you!!

Rasmus"

Efterklang - "Full Moon" από το Magic Chairs

8.4.10

Our blood is gold nothing to fear/ We killed the time and I love you dear


Πρέπει να υπάρχει κάποιου είδους συμφωνία μεταξύ των δύο πιονέρων της trip hop, με καταγωγή απο το Bristol, για το ποιος θα βγάλει λιγότερους δίσκους σε περισσότερα χρόνια. Οι Portishead σε 16 χρόνια δισκογραφίας μετρούν τρεις ενώ οι Massive Attack σε 19 χρόνια πέντε πλέον δίσκους. Ακόμα και αν στα επόμενα τρία χρόνια βγάλουν τη συνέχεια του Third, οι Portishead κερδίζουν πανηγυρικά το βραβείο της πιο αραιής δισκογραφίας.

Να λοιπόν ένας λόγος που θα μπορούσε να καθυστερήσει περισσότερο το Heligoland, η συνέχεια του 100th Window έπειτα απο επτά ολόκληρα χρόνια. Τα κομμάτια ψειρίζονται εδώ και αρκετό καιρό, μέσω live και EPs, και αυτή εδώ είναι η τελική μορφή τους. Το "Bulletproof Love" έγινε "Flat of the Blade", το "16 Seater" έγινε "Girl I Love You" κ.ο.κ.. Στο τελικό αποτέλεσμα δεν είναι τόσο πρόβλημα το προηγούμενο διάστημα αποχής. Ακουγονται όπως ακούγονταν και στο 100th Window αλλά καλύτεροι. Και πάλι υπάρχουν ελάχιστα samples και λιγότερη jazz αναρχία. Και πάλι θέλουν να πιάσουν έναν ζωντανό ήχο ενώ και πάλι φέρνουν πολλούς άλλους γνωστούς καλλιτέχνες για συνεργασία. Εδώ όμως είναι απλά καλύτεροι και με περισσότερη έμπνευση.

Το άλμπουμ πάσχει απο κακή ροή και συνέχεια μεταξύ των τραγουδιών. Τα περισσότερα ακούγονται αποκομμένα απο τα προηγούμενα ή τα επόμενα. Έτσι ακούγονται πιο κατανοητά όταν διαλέγεις ένα που ταιριάζει στην εκάστοτε στιγμή. Θα ήταν τέλεια για ένα βράδυ σε κάποιο μπαρ όπου ο dj θα έστρωνε το χαλί χρησιμοποιώντας ένα απο αυτά κατα το δοκούν, αλλά το ένα μετά το άλλο δημιουργούν μια χαοτική εμπειρία όπου δυσκολεύεσαι να πιαστείς απο κάπου. Λογικά οφείλεται στις πάρα πολλές συνεργασίες και τα πολλά άτομα που μπλέχτηκαν με την παραγωγή και την ενορχήστρωση του δίσκου.

Λέγοντας αυτό, πρέπει να πούμε οτι είναι οι πιο δυνατές συνθέσεις των Massive Attack εδώ και πολύ καιρό. Τόσο καλές που παραβλέπεις άνετα το προηγούμενο ελάττωμα. Όλοι όσοι δίνουν ένα χεράκι εδώ πέρα δίνουν και τον καλύτερο εαυτό τους. Οι συγκρατημένες soul πινελιές του Tunde Adebimpe είναι το βαρύ οπλοστάσιο του "Pray For Rain" μαζί με την γυμνή κιθάρα που τον κυκλώνει και τα drums που εγείρουν μυστήριο και noir ατμόσφαιρα. Η Martina Topley-Bird απογοητεύει λιγάκι στο "Babel" προτού εξιλεωθεί με τα εκ βαθέων φωνητικά της στο "Psyche". Η ελαφρή σαν πούπουλο (ή πίπουλο) συναρπαστική τέκνο του "Babel" βέβαια δεν έχει ανάγκη αφού αγνοεί την επίπεδη ερμηνεία της Martina και προχωρά μόνη της.

Και μετά έχουμε τα δύο θαυματάκια που έχουν τη σφραγίδα του Horace Andy και της πραγματικά μοναδικής φωνής του. Τα keyboards του Damon Albarn στο "Splitting The Atom" θυμίζουν εξόδιο ακολουθία και μοιάζουν με ιστό αράχνης πάνω σε αιωνόβιο πολυέλαιο ενώ η ρυθμικότητα του "Girl I Love You" και τα γυάλινα keyboards φτιάχνουν ένα ανατριχιαστικο μίγμα με την ισοπεδωτική φωνή του Andy.

Έχοντας υπερκεράσει όλα τα κομμάτια στο προφίλ του last.fm μου, το "Flat Of The Blade" κοιτάει απο ψηλά με κάποια δόση ηδυπάθειας τους απο κάτω. Εντάξει, ας μη χαίρεται κι αυτό γιατί μέτρησε αρκετά και ο ενθουσιασμός μου για την είδηση της συνεργασίας της - τουλάχιστον - θρυλικής φιγούρας του Guy Garvey με τους Massive Attack. Ακόμα να ακούσουμε κακή ερμηνεία απο αυτό το Μανκουνιανό παλλικάρι με τη μεγάλη καρδιά, και το συγκεκριμένο κομμάτι δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι Massive Attack φρόντισαν να δώσουν στο κομμάτι για κολατσιό τους εξαιρετικούς στίχους που του αρμόζουν και να το ντύσουν με μια καθώς πρέπει εξαιρετική σύνθεση πριν το στείλουν στον δάσκαλο των τρισδιάστατων ερμηνειών.

Τα άλλα δύο αστεράκια που μετρούν σχεδόν δύο δεκαετίες στο κουρμπέτι είναι η Hope Sandoval με το "Paradise Circus" της και ο Damon Albarn με το "Saturday Come Slow". Και τα δύο εξαίρετα τραγούδια με χαρακτηριστικά γνωρίσματα απο τον ερμηνευτή τους. Το "Paradise Circus" είναι πολύ πλούσιο και μεγαλοπρεπές για να είναι σε κάποιον δίσκο των Mazzy Star ή των Warm Inventions, όμως είναι μια φιλότιμη προσπάθεια για να γίνει το trademark κομμάτι του δίσκου με γυναικεία φωνητικά όπως το "Protection" ή το "Teardrop" σε αντίστοιχες περιπτώσεις.

Μην ξεχάσετε να δείτε το πραγματικό έργο τέχνης, εικόνας και ήχου, xxx βίντεοκλιπ όπου πρωταγωνιστεί μια απο τις πρώτες πορνοστάρ. Όντας ολίγον σιτεμένη τώρα διηγείται τις παλιές δόξες και η εικόνα απο το Devil in Miss Jones διεισδύει στο κομμάτι και γίνεται ένα μαζί του. Το "Saturday Come Slow" από την άλλη θα μπορούσε εύκολα να είναι μια σημαντική στιγμή του Think Tank, με τον Damon να κλάνει προς την γενικότερη κατεύθυνση αυτών που ακόμα δεν τον παραδέχονται σαν τραγουδιστή.

Αυτό είναι. Δέκα υπέροχες στιγμές που θα μπορούσαν να ανήκουν σε δέκα διαφορετικούς δίσκους. Και δεν πειράζει καθόλου. Αφού βγήκε τέτοιο αποτέλεσμα, χαλάλι σας τα εφτά χρόνια φαγούρας.





Μιας και είπαμε πριν για Massive Attack, να πούμε οτι ΔΕΝ θα τους δούμε τον Ιούνιο εξαιτίας της τραγικής οργάνωσης, των τρομακτικών τιμών και του άλλ'αντ'άλλων line-up ενός κάποτε αξιοπρεπέστατου καλοκαιρινού ελληνικού festival που πλέον η μυρωδιά του πτώματός του έχει φτάσει μέχρι τη Φρεαττύδα όπου έκανε τα πρώτα του μυθικά βήματα.

Τους Efterklang αυτή τη φορά δεν τους χάνουμε όμως. Είχαν την ατυχία πρόπερσι να πέσουν πάνω στη γιορτή του Αγίου Νικολάου, αλλά κυρίως σε μια θλιβερή μέρα όπου ένα παιδί σκοτώθηκε. Φυσικά και τώρα σκοτώνονται παιδιά, απο κρατική βία ή βία που έχει στόχο το κράτος, αλλά αυτά είναι συνήθως από το Αφγανιστάν και δε μετράνε. Το Rodeo είναι ο μοναδικός ζωντανός συναυλιακός χώρος αυτή τη στιγμή και παρά την απαράδεκτη οπτική, που ικανοποιεί μόνο την μπασκετική ομάδα του Ολυμπιακού, φέρνει αρκετά καλά ονόματα καθ'όλη τη διάρκεια του χειμώνα.

Πάει αυτό. Οι Efterklang έρχονται να παρουσιάσουν τον τρίτο δίσκο της καριέρας τους. Άλλο ένα σκανδιναβικό δημιούργημα που έρχεται απο τη Δανία, μια χώρα όπου λαχταρούμε πολύ να ζήσουμε. Απο τη Δανία κάνουν το γύρο του κόσμου με τον συναρπαστικό καινούργιο τους δίσκο ενώ στη σκηνή εμφανίζονται μαζί με τα αδέλφια Broderick.

Αυτή τη φορά είναι λιγότερο εμπνευσμένοι απο την αγγελική post-rock μουσική των Sigur Ros και επενδύουν περισσότερο σε πιο συμβατικές ποπ φόρμες. Το αποτέλεσμα είναι λιγότερο μεγαλοπρεπές αλλά εξίσου ειρηνικό και καλοδιάθετο με τις προηγούμενές τους δουλειές. Με σιγουρότατο το κονταροχτύπημα με ένα άλλο φετινό baroque pop κομψοτέχνημα, το Heartland του Owen Pallett (αν και υποστηρίζουμε πιο ένθερμα τον Owen) υπάρχει λιγότερο συμφωνικό δράμα και περισσότερες πολύχρωμες κορδελίτσες όπως ακριβώς και στο εξώφυλλο του δίσκου.

Πάρτε για παράδειγμα το "Scandinavian Love" που μοιάζει με φιλί στο μάγουλο από τους ποταμούς και τις λίμνες της Σκανδιναβικής χερσονήσου. Γεμάτο καλή διάθεση και τόσο δοτικό που θα μπορούσε να ανήκει στο Illinois του Sufjan Stevens. Ο οποίος Sufjan και η μελισσένια ποπ του φαίνεται να είναι η βασική επιρροή του Magic Chairs.

Το "Mirror Mirror" είναι απο τις λίγες στιγμές όπου έχουμε μια πλήρη έγχορδη επίθεση και θυμίζει ανοιξιάτικη όπερα των ανθών. Νωρίτερα το υπέροχο "Modern Drift" με το ζωντανό του πιάνο σού δίνει μια δροσερή γεύση για το τι θα ακολουθήσει, ενώ το new wave του "Raincoats" ακούγεται κομμάτι της εποχής του αλλά με μια ζηλευτή folk μελωδικότητα ινδιάνικης δοξασίας.

Τα όμορφα χρώματα βγάζουν τη βραδινή παλέτα τους ή κάποια τέλος πάντων που θα ταίριαζε σε σούρουπο στο κλείσιμο του "Natural Tune", άλλης μιας ωδής στην απλότητα της φυσικής ομορφιάς που σε κάνει σχεδόν να φαντάζεσαι μια καταπράσινη πλαγιά την ώρα που έχει βασιλέψει ο ήλιος. Κάπου εκεί φαίνονται δύο μικρές παγωμένες λίμνες, ενώ κάτω απο εκείνο το ανθισμένο οροπέδιο υπάρχει ένα χωριό με ελάχιστους κατοίκους που γυρίζουν πίσω στα σπίτια τους μετά το ψάρεμα. Βάζεις τη ζακέτα σου, γιατί το διακριτικό κρύο αρχίζει και γίνεται τσουχτερό, ενώ νιώθεις τις βλεφαρίδες σου να ανεμίζουν ανεπαίσθητα με τον ρυθμό που τρέμουν τα φύλλα των λουλουδιών.

Καθώς τα σκέφτεσαι όλα αυτά ανοίγεις τα μάτια σου και σκέφτεσαι πώς διάολο θα χωρέσουν όλα αυτά τα παιδιά των λουλουδιών στη μικρούλα σκηνή του Rodeo. Αλλά δεν ανησυχείς. Η καλή θέληση και η όμορφη μουσική χωράνε παντού. Ακόμα και αν χρειαστεί να ταχταρίσουμε στα πόδια μας τον Peter Broderick ενόσω παίζει βιολί.

Efterklang - "Scandinavian Love" από το Magic Chairs



Μπορεί να λέει νούμερο τρία στον τίτλο αλλά είναι ο δεύτερος δίσκος (άλλης) μιας μπάντας απο το Γκέτεμποργκ της Σουηδίας. Οι JJ είναι (άλλο) ένα δίδυμο άντρα και γυναίκας που μας συστήθηκε πέρυσι με την εθνικ ηλεκτρονική, ποπ, chillout, όπως θέλετε πείτε το, μουσική του. Η επιτυχία τους ραγδαία και σταθερή, και αρκετή για να τους χαρίσει μια θέση support μαζί με μια απο τις μεγαλύτερες μόδες της περυσινής χρονιάς, τους XX σε ένα μουσικό tour που χρειάστηκε τις μικρότερες αφίσες προώθησης στην ιστορία της μουσικής.

Σχεδόν όλα τα μουσικά έντυπα αγκάλιασαν το ζευγάρι Joakim Benon και Elin Kastlander για λόγο ανεξήγητο. Η πρωτοφανής προώθηση των Σκανδιναβικών προϊόντων και η παρουσία των JJ στην δισκογραφική εταιρεία των Tough Alliance δεν αρκούσε για να δικαιολογήσει πως ένας συνηθισμένος και μονότονος δίσκος όπως το JJ No 2 έκανε την τύχη του και παρουσιάστηκε να κορδώνεται στις μουσικές λίστες της χρονιάς. Καλύτερα δηλαδή οι JJ 72 που ήταν γύρω στις εβδομήντα φορές πιο JJ.

Το αστείο της υπόθεσης έιναι οτι ενώ το No 3 είναι στο ίδιο στυλ αλλά με αληθινές και ξεχωριστές μελωδίες έχει ξινίσει σε αρκετούς. Ο χαριτωμένος και παράξενα ταιριαστός φόρος τιμής του "My Life" στο "Around The World" των ATC είναι σίγουρα ωραίος τρόπος να σοκάρεις όλους αυτούς που περιμέναν το hype της χρονιάς. Η φωνή της Elin Kastlander και εδώ και στο όμορφο "And Now" είναι γεμάτη reverb και τη νιώθεις εγκλωβισμένη μέσα σε έναν γυάλινο θόλο να θυμίζει κάτι απο Victoria Legrand.

Η μπάντα λατρεύει το μυστήριο απ'ό,τι φαίνεται. Γι'αυτό και οι μικροί σε διάρκεια και όσο το δυνατόν πιο μινιμαλιστικοί δίσκοι τους ή ακόμα το λευκό εξώφυλλο όπου κάτι αχνοφαίνεται πίσω και υπάρχει μάλλον στο μυαλό του καλλιτέχνη. Κάτω δεξιά ο τίτλος του δίσκου και το συγκρότημα σαν υπογραφή κάποιου έργου απο αυτά που αγοράζουν αργόσχολες κυρίες.

Η χαλαρωτική μουσική των επόμενων "Let Go", "Into the Light" και "Light" ισοδυναμεί με παγάκι σε καύσωνα που όμως διακόπτεται απο τη συγκλονιστικά πρωτότυπη αλλά και γελοία ιδέα με τον βραζιλιάνο sportscaster. Μετά απο ένα κενό διάστημα φθάνουμε στο "You Know" μέχρι να κεντριστεί το ενδιαφέρον μας με μια όμορφη ραψωδία που σκουπίζει τη μύτη της σε dream pop μανικετόκουμπα.

Η κεντρική ιδέα του δίσκου είναι οτι δεν έχει σημασία που βρίσκεσαι. Αυτό που έχει σημασία είναι ο τρόπος που μεταφέρονται οι ιδέες και οι μουσική από τη μία άκρη του κόσμου στην άλλη. Απο τη Σουηδία στην Αφρική και απο εκεί στη Βραζιλία. Απλώς δεν θέλουμε να κατεβάζουμε τις βαλίτσες εξαιτίας τους. Όχι ακόμα τουλάχιστον.

jj - "Into the Light" από το No 3

2.4.10

Maybe this slow burn treason Is better than the crash of a quick rise


Το στενοχώρησε το παιδί αυτή η βρώμα. Μια χαρά τα πήγαινε o Mark Everett στη μουσική του ζωή. Μόλις είχε βγάλει το περυσινό πολύ καλό Hombre Lobo και ετοιμαζόταν για την απαραίτητη ξεκούραση απο τις δάφνες της επιστροφής του, μετά το Blinking Lights And Other Revelations του 2005, που δικαίως απήλαυσε. Όμως έπρεπε να τον χωρίσει η άκαρδη, εξωθώντας τον να βγάλει γρήγορα γρήγορα, χωρίς να το πολυσκεφτεί, το End Times.

Ο κύριος E δεν είναι εσωστρεφής τύπος που θα συγκρατήσει τον καλλιτέχνη που βαριανασαίνει μέσα του. Χωρισμός, απώλεια, το γήρας που είναι αναπόφευκτο και ο E να παλεύει να βγάλει τα συναισθήματα του, κλειδωμένος στο υπόγειο του με παρέα την κιθάρα και το πιάνο του. Ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ ξένος στις στραβοτιμονιές της ζωής. Η αδελφή του αυτοκτόνησε, η μητέρα του πέθανε νωρίς, ακόμα και η ξαδέλφη του ήταν σε ένα απο τα αεροπλάνα που συνετρίβησαν στις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2001. Παρ'όλα αυτά προσπάθησε να μοιραστεί τις ατυχίες του με το κοινό δίνοντας έτσι πάντα έναν συγκεκριμένο συναισθηματικό τόνο στους δίσκους του. Στην ουσία κάθε άλμπουμ του κυκλοφορούσε με ένα manual χειρισμού όπου σε καλούσε να συμπεριλάβεις σοβαρά υπ' όψιν σου τις συνθήκες και την εποχή στη ζωή του E που γράφτηκε.

Το End Times συνεχίζει αυτήν την παράδοση. Αυτή τη φορά το αντικείμενο του πόθου του προχώρησε απο το θεωρητικό επίπεδο της επιθυμίας που διακατείχε το Hombre Lobo στο πρακτικό της αλληλεπίδρασης και της συμβίωσης. Όπως μας εξηγεί στο "The Beginning" τα πράγματα πήγαιναν υπέροχα. Αυτή τον αγαπούσε και περνούσαν τις μέρες τους αγκαλιασμένοι χωρίς να τους νοιάζει αν θα πρέπει να πάνε κάπου. Αρκεί να ήταν μαζί. Στο "Gone Man", όταν κλήθηκε να συνειδητοποιήσει εγκαίρως ποιό ήταν το σημαντικότερο πράγμα της ζωής του, έκανε τη λάθος επιλογή. "The epitaph scratched upon my stone: 'Here lies a man who just wanna be alone'" λέει σα να πρέπει να τιμωρηθεί για το οτι ζύγισε λάθος την αγάπη της.

Σαν να έχουμε βρει το κλειδί στο ημερολόγιό του περνάμε τραγούδι-τραγούδι, σελίδα-σελίδα, βράχο-βράχο τον καημό του. Η ηχογράφηση είναι σε τέσσερα κανάλια και η αμεσότητα εκτυφλωτική. Στο "In My Younger Days" διαβάζουμε "I don't need any more misery/ To teach me what I should be/ I just need you back" ενώ η μουσική πατάει στα χνάρια της κλασσικής αμερικάνικης folk του Dylan, του Cash, με την ηχώ της φωνής του Bruce Springsteen. Το πιο όμορφο κομμάτι, "A Line in the Dirt", δε μοιάζει με αυτά όμως, αφου περισσότερο βασίζεται στις διδαχές του John Lennon.

Ο E, σε αντίθεση με το παιχνιδιάρικο Hombre Lobo, ακούγεται ανέλπιδος και απαισιόδοξος, προσπαθώντας να κρυφτεί απο τον υπόλοιπο κόσμο. Γεμάτος παθητικότητα, εξισώνει τα δικά του προβλήματα με την γενικότερη φαυλότητα της κοινωνίας. Γίνεται και αυτός ένας μοιραίος, άβουλος και δειλός. Ναι, χώρισε με τη γυναίκα που λάτρεψε, ναι, ένιωσε ότι έπρεπε να της προσφέρει περισσότερα, αλλά που είναι το θάρρος και το μαύρο χιούμορ που έστελνε αδιάβαστη οποιαδήποτε κακοτυχία ερχόταν στο γραμματοκιβώτιό του; Σταμάτησε να κοιτάει τον κίνδυνο της μοναξιάς στα μάτια και παραδόθηκε στην κουρασμένη και ταλαιπωρημένη μουσάτη εικόνα που βλέπει στον καθρέφτη.

"The world is ending, and what do I care?/ She's gone, end times are her" τραγουδά στο "End Times" καθώς δέχεται άλλη μια γροθιά αυτολύπησης. Ακόμα και οι ευχάριστες σκέψεις που κάνει περιστρέφονται γύρω απο αυτοκτονικές μεταθανάτιες επιθυμίες για ελευθερία και γαλήνη. Τελικά στο "I Need A Mother" παραδέχεται οτι του λείπει η φροντίδα και ότι κουράστηκε να είναι δυνατός. Κάτι απολύτως αποδεκτό, έντιμο και σεβαστό.

Υπάρχουν όμορφες στιγμές όπως πάντα. Υπάρχουν rockabilly χοροί όπως πάντα. Κάτι λείπει όμως εδώ. Φαίνεται οτι όλα τα βάσανα τον έριξαν κάτω και ξεθώριασαν την ποιοτική σπίθα που ακόμα και αν δεν υπάρχει στο End Times υπάρχει σίγουρα μέσα του και θα την ξαναβγάλει. Αρκεί όπως λέει στο "On My Feet Again" να έρθει η γλυκιά μέρα που θα σηκωθεί ξανά και θα είναι καλά.

Anna, αν μας διαβάζεις πάρτον ένα τηλέφωνο. Είναι μόνος του και σ'αγαπάει ακόμα.





Η τραγουδίστρια των Jealous Girlfriends αποφάσισε να συνεχίσει τη σόλο καριέρα της που βρισκόταν σε παύση απο το 2004 όταν έδινε σε συναυλίες της το High Above The City: Evolution. Ένα άλμπουμ που δεν πρέπει να έχει ακούσει κανείς ως τώρα εκτός απο τους τυχερούς που κατάλαβαν πρώτοι το ταλέντο της.

Στην μέχρι τώρα πορεία της εξασκεί τη σεμνότητα της και προτιμά να μιλούν οι άλλοι γι'αυτήν. O Kanye West, ο Jack White, η Scarlett Johansson (!), όλοι έχουν εκφραστεί θετικά γι'αυτήν ενώ ο Dave Sitek που έκανε την παραγωγή στο φετινό της δεύτερο άλμπουμ κάτι παραπάνω πρέπει να ξέρει. Στην παραγωγή συμμετέχει και η Katrina Ford που την ξέρουμε απο τα φωνητικά που έχει δωσει σε αρκετά τραγούδια των TV On The Radio.

Οι συγκρίσεις με τη φωνή της Feist και της Chan Marshall είναι σωστές. Πιο σωστό όμως είναι οτι η Holly φτιάχνει ένα άλμπουμ που μοιάζει με το Two Suns της Bat For Lashes σε μια πιο πλαστικοποιημένη και τεχνητή μορφή. Χωρίς το συναίσθημα και την απαράμμιλη στόχευση της Bat, ακόμα και έτσι όμως, με αρκετές ενδιαφέρουσες στιγμές που δείχνουν οτι δεν ήταν τυχαίο οτι το Magician's Private Library «μαγειρεύτηκε» τα τελευταία 11 χρόνια.

Μουσικά μοιράζει ικανοποιητικά το χρόνο ανάμεσα στα όργανα που είναι αυτοδίδακτη και γνωρίζει καλά, το πιάνο, την κιθάρα και την τρομπέτα. Η τελευταία μάλιστα χώνεται απροσκλητη σε πολλά σημεία και δίνει έναν ιδιαίτερο τόνο. Ψάχνωντας πληροφορίες για την Holly έπεσα πάνω στο review του Pitchfork. Δυστυχώς χρησιμοποίησαν την μεταφορά που ήθελα να χρησιμοποιήσω και εγώ για την ατμόσφαιρα του δίσκου. Αλλά είναι αλήθεια. Το ύφος και το τέμπο του άλμπουμ θυμίζουν εκείνη τη στιγμή που είσαι ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο. Ή όπως λένε και οι Arcade Fire "between the click of the light, and the start of the dream".

Τραγούδια για γλυκά όνειρα, το μυστήριο του ύπνου, ή το υγρό στοιχείο (κύματα). Αυτά είναι τα δύο "θέματα" του δίσκου που τα βρίσκουμε σε πάνω απο ένα τραγούδι. Η ίδια είναι δηλωμένη ομοφυλόφιλη και όπως λέει "αν υπάρχει κάποιο ερωτικό τραγούδι απευθύνεται σίγουρα σε κορίτσι".

Οι συνθέσεις έχουν τις στιγμές τους αλλά θα ήταν πιο απελευθερωμένες αν δεν υπήρχε η "μπουκωμένη" παραγωγή του Sitek που τα αφυδατώνει. To jazz μετάξι του "Joints" που πνίγεται σε έναν ποταμό πνευστών και η ερωτική μπαλάντα της προδοσίας στο "Slow Burn Treason" είναι σίγουρα αυτά που το συναίσθημα είναι τόσο δυνατό που δεν θα καπακωθεί. Πάνω απ'όλα το "Waves" που κάνει όλα τα υπόλοιπα, κατά το κοινώς λεγόμενο, να μοίαζουν με οδοντόπαστες. Ένα λαμπερό μαργαριτάρι που θα ξεχώριζε σε πάρα πολλές κορόνες. Η Holly βάζει τα δυνατά της και ξεφεύγει απο τον συνηθισμένο τρόπο ερμηνείας της και δένει τέλεια με την άμεσα ερωτεύσιμη γλυκόπικρη ενορχήστρωση που σκαρώνεται πίσω της και θυμίζει Mono In VCF.

Έντεκα χρόνια αναμονής γι'αυτόν τον δίσκο θα ήταν σπατάλη αλλά η Holly στην ουσία τώρα αρχίζει και έχει όλα τα δίκια του κόσμου μαζί της. Όσο ψαρωμένη ακούγεται άλλο τόσο σου επιτρέπει να περιμένεις αρκετά για την επόμενη φορά που θα φανεί αν το Magician's Private Library ήταν η αρχή μιας υπέροχης φιλίας.





Η απήχηση των Magnetic Fields στην Ελλάδα ήταν πάντα εντυπωσιακή. Για κάποιο λόγο ο Stephin Merritt μιλάει στην καρδιά της δικής μας indie κοινότητας. Η λογική λέει οτι ο λόγος είναι το 69 Love Songs. Η καρδιά δεν ξέρει, γιατί δεν ένιωσε ποτέ κοντά τους.

Φανταστείτε οτι ακομα πιστέυει πως τα καλύτερα άλμπουμ των Magnetic Fields ήταν αυτά με την Susan Anway ως βασική τραγουδίστρια. Δηλαδή πίσω στα μακρινά 1991 και 1992. Όχι οτι έβγαλαν κάτι άσχημο απο τότε. Ίσα, ίσα πάντα έβρισκες αρκετά πράγματα να σου αρέσουν στους δίσκους τους. Όχι κάτι ρηξικέλευθο αλλά πολύ συχνά κάτι πανέμορφο που σου έπαιρνε την ανάσα. Η πορεία τους είναι αδιαμφισβήτη και πάντα αγκαζέ με τα υψηλά στανταρντς.

Το Realism συνεχίζει έτσι. Αυτή τη φορά δεν υπάρχει η φασαρία του Distortion, συνεχίζεται το artwork με το ανθρωπάκι, ο Merritt είπε οτι στο μυαλό του τα δύο άλμπουμ Distortion και Realism είναι συνέχεια το ένα του άλλου που μάλιστα σκεφτόταν να τα ονομάσει true και false (χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει ποιό απ'τα δύο αντιστοιχούσε σε ποιό) και το άλμπουμ σφυρίζει στους πιο μίνιμαλ και απλούς μελωδικούς ρυθμούς που έχουμε ακούσει τη μπάντα τα τελευταία χρόνια.

Χωρίς keyboard και ως επί το πλείστον χωρίς drums, οι μελωδίες είναι μόνες τους και ευπαρουσίαστες. Σε αντίθεση με το Distortion που προσπαθούσε εναγωνίως να τις στραγγαλίσει στο background εδώ δεν έχουν κανένα πρόβλημα να βγάλουν τον, έτσι κι αλλιώς πάντα παρόντα, γοητευτικό ποπ και folk εαυτό τους.

Κομμάτια όπως το "Seduced And Abandoned" και "The Dolls Tea Party" σε κάνουν να ανυπομονείς για το καινούργιο άλμπουμ του ημίθεου Neil Hannon, ενώ τα "I Dont Know What To Say" και "You Must Be Out Of Your Mind" υπενθυμίζουν οτι ο Merrit γράφει μερικά από τα καλύτερα ειρωνικά ερωτικά τραγούδια. Το δε "From A Sinking Boat" σε βυθίζει τόσο μέσα στην καρέκλα σου που νομίζεις οτι θα σε καταπιεί η παλλόμενη καρδιά του. Οι στίχοι τους επίσης ποτέ δεν ήταν πρόβλημα, αφού πάντα υπήρχε κάτι για τον καθένα. Αλίμονο κι όλας, με τόσες καλές συγγραφικές επιρροές να μην έγραφε καλούς στίχους. Το ταλέντο τους και η ευκολία με την οποία γνέφει καραμελένιες μελωδίες δεν σταματά ποτέ να εντυπωσιαζει. Κάποιες λίγες φορές σε τέτοιο βαθμό που μοιάζει διαδικαστικό και σα να έχει περάσει απο εργοστασιακή παραγωγή.

Και επειδή το Realism δεν ζηλεύει τίποτα απο τους προηγούμενους αδελφούς του (είπαμε εκτός απο τους δύο πρώτους) ίσως φτάνουμε στην άκρη του νήματος. Η μουσική των Magnetic Fields είναι διαχρονική και μιλάει σε συναισθήματα που, μέχρι νεωτέρας τουλάχιστον, δεν έχουν προγραμματιστεί να εκλείψουν. Όπως μπορούσε να συγκινήσει το "Book Of Love" απο το 69 Love Songs δεν βλέπω για ποιόν λόγο να μην μπορεί να συγκινήσει to "Always Already Gone" με στίχους όπως "I couldn't have dreamed you/ But I might as well/ You leave me with only/A story to tell/ But at the beginning/ Our story is done/ Because you were always/ Always already gone".

Θα μπορούσαμε να πούμε οτι εδώ η indie pop είναι στα καλύτερά της, αλλά μιλάμε για κάποιον που ανήκει σε αυτούς που μας έμαθαν τον όρο. Όποτε απλώς θα πούμε οτι η indie pop είναι σε χέρια μάστορα οπότε μη φοβάστε γι'αυτήν.

 
Clicky Web Analytics