Το στενοχώρησε το παιδί αυτή η βρώμα. Μια χαρά τα πήγαινε o Mark Everett στη μουσική του ζωή. Μόλις είχε βγάλει το περυσινό πολύ καλό Hombre Lobo και ετοιμαζόταν για την απαραίτητη ξεκούραση απο τις δάφνες της επιστροφής του, μετά το Blinking Lights And Other Revelations του 2005, που δικαίως απήλαυσε. Όμως έπρεπε να τον χωρίσει η άκαρδη, εξωθώντας τον να βγάλει γρήγορα γρήγορα, χωρίς να το πολυσκεφτεί, το End Times.
Ο κύριος E δεν είναι εσωστρεφής τύπος που θα συγκρατήσει τον καλλιτέχνη που βαριανασαίνει μέσα του. Χωρισμός, απώλεια, το γήρας που είναι αναπόφευκτο και ο E να παλεύει να βγάλει τα συναισθήματα του, κλειδωμένος στο υπόγειο του με παρέα την κιθάρα και το πιάνο του. Ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ ξένος στις στραβοτιμονιές της ζωής. Η αδελφή του αυτοκτόνησε, η μητέρα του πέθανε νωρίς, ακόμα και η ξαδέλφη του ήταν σε ένα απο τα αεροπλάνα που συνετρίβησαν στις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2001. Παρ'όλα αυτά προσπάθησε να μοιραστεί τις ατυχίες του με το κοινό δίνοντας έτσι πάντα έναν συγκεκριμένο συναισθηματικό τόνο στους δίσκους του. Στην ουσία κάθε άλμπουμ του κυκλοφορούσε με ένα manual χειρισμού όπου σε καλούσε να συμπεριλάβεις σοβαρά υπ' όψιν σου τις συνθήκες και την εποχή στη ζωή του E που γράφτηκε.
Το End Times συνεχίζει αυτήν την παράδοση. Αυτή τη φορά το αντικείμενο του πόθου του προχώρησε απο το θεωρητικό επίπεδο της επιθυμίας που διακατείχε το Hombre Lobo στο πρακτικό της αλληλεπίδρασης και της συμβίωσης. Όπως μας εξηγεί στο "The Beginning" τα πράγματα πήγαιναν υπέροχα. Αυτή τον αγαπούσε και περνούσαν τις μέρες τους αγκαλιασμένοι χωρίς να τους νοιάζει αν θα πρέπει να πάνε κάπου. Αρκεί να ήταν μαζί. Στο "Gone Man", όταν κλήθηκε να συνειδητοποιήσει εγκαίρως ποιό ήταν το σημαντικότερο πράγμα της ζωής του, έκανε τη λάθος επιλογή. "The epitaph scratched upon my stone: 'Here lies a man who just wanna be alone'" λέει σα να πρέπει να τιμωρηθεί για το οτι ζύγισε λάθος την αγάπη της.
Σαν να έχουμε βρει το κλειδί στο ημερολόγιό του περνάμε τραγούδι-τραγούδι, σελίδα-σελίδα, βράχο-βράχο τον καημό του. Η ηχογράφηση είναι σε τέσσερα κανάλια και η αμεσότητα εκτυφλωτική. Στο "In My Younger Days" διαβάζουμε "I don't need any more misery/ To teach me what I should be/ I just need you back" ενώ η μουσική πατάει στα χνάρια της κλασσικής αμερικάνικης folk του Dylan, του Cash, με την ηχώ της φωνής του Bruce Springsteen. Το πιο όμορφο κομμάτι, "A Line in the Dirt", δε μοιάζει με αυτά όμως, αφου περισσότερο βασίζεται στις διδαχές του John Lennon.
Ο E, σε αντίθεση με το παιχνιδιάρικο Hombre Lobo, ακούγεται ανέλπιδος και απαισιόδοξος, προσπαθώντας να κρυφτεί απο τον υπόλοιπο κόσμο. Γεμάτος παθητικότητα, εξισώνει τα δικά του προβλήματα με την γενικότερη φαυλότητα της κοινωνίας. Γίνεται και αυτός ένας μοιραίος, άβουλος και δειλός. Ναι, χώρισε με τη γυναίκα που λάτρεψε, ναι, ένιωσε ότι έπρεπε να της προσφέρει περισσότερα, αλλά που είναι το θάρρος και το μαύρο χιούμορ που έστελνε αδιάβαστη οποιαδήποτε κακοτυχία ερχόταν στο γραμματοκιβώτιό του; Σταμάτησε να κοιτάει τον κίνδυνο της μοναξιάς στα μάτια και παραδόθηκε στην κουρασμένη και ταλαιπωρημένη μουσάτη εικόνα που βλέπει στον καθρέφτη.
"The world is ending, and what do I care?/ She's gone, end times are her" τραγουδά στο "End Times" καθώς δέχεται άλλη μια γροθιά αυτολύπησης. Ακόμα και οι ευχάριστες σκέψεις που κάνει περιστρέφονται γύρω απο αυτοκτονικές μεταθανάτιες επιθυμίες για ελευθερία και γαλήνη. Τελικά στο "I Need A Mother" παραδέχεται οτι του λείπει η φροντίδα και ότι κουράστηκε να είναι δυνατός. Κάτι απολύτως αποδεκτό, έντιμο και σεβαστό.
Υπάρχουν όμορφες στιγμές όπως πάντα. Υπάρχουν rockabilly χοροί όπως πάντα. Κάτι λείπει όμως εδώ. Φαίνεται οτι όλα τα βάσανα τον έριξαν κάτω και ξεθώριασαν την ποιοτική σπίθα που ακόμα και αν δεν υπάρχει στο End Times υπάρχει σίγουρα μέσα του και θα την ξαναβγάλει. Αρκεί όπως λέει στο "On My Feet Again" να έρθει η γλυκιά μέρα που θα σηκωθεί ξανά και θα είναι καλά.
Anna, αν μας διαβάζεις πάρτον ένα τηλέφωνο. Είναι μόνος του και σ'αγαπάει ακόμα.
Η τραγουδίστρια των Jealous Girlfriends αποφάσισε να συνεχίσει τη σόλο καριέρα της που βρισκόταν σε παύση απο το 2004 όταν έδινε σε συναυλίες της το High Above The City: Evolution. Ένα άλμπουμ που δεν πρέπει να έχει ακούσει κανείς ως τώρα εκτός απο τους τυχερούς που κατάλαβαν πρώτοι το ταλέντο της.
Στην μέχρι τώρα πορεία της εξασκεί τη σεμνότητα της και προτιμά να μιλούν οι άλλοι γι'αυτήν. O Kanye West, ο Jack White, η Scarlett Johansson (!), όλοι έχουν εκφραστεί θετικά γι'αυτήν ενώ ο Dave Sitek που έκανε την παραγωγή στο φετινό της δεύτερο άλμπουμ κάτι παραπάνω πρέπει να ξέρει. Στην παραγωγή συμμετέχει και η Katrina Ford που την ξέρουμε απο τα φωνητικά που έχει δωσει σε αρκετά τραγούδια των TV On The Radio.
Οι συγκρίσεις με τη φωνή της Feist και της Chan Marshall είναι σωστές. Πιο σωστό όμως είναι οτι η Holly φτιάχνει ένα άλμπουμ που μοιάζει με το Two Suns της Bat For Lashes σε μια πιο πλαστικοποιημένη και τεχνητή μορφή. Χωρίς το συναίσθημα και την απαράμμιλη στόχευση της Bat, ακόμα και έτσι όμως, με αρκετές ενδιαφέρουσες στιγμές που δείχνουν οτι δεν ήταν τυχαίο οτι το Magician's Private Library «μαγειρεύτηκε» τα τελευταία 11 χρόνια.
Μουσικά μοιράζει ικανοποιητικά το χρόνο ανάμεσα στα όργανα που είναι αυτοδίδακτη και γνωρίζει καλά, το πιάνο, την κιθάρα και την τρομπέτα. Η τελευταία μάλιστα χώνεται απροσκλητη σε πολλά σημεία και δίνει έναν ιδιαίτερο τόνο. Ψάχνωντας πληροφορίες για την Holly έπεσα πάνω στο review του Pitchfork. Δυστυχώς χρησιμοποίησαν την μεταφορά που ήθελα να χρησιμοποιήσω και εγώ για την ατμόσφαιρα του δίσκου. Αλλά είναι αλήθεια. Το ύφος και το τέμπο του άλμπουμ θυμίζουν εκείνη τη στιγμή που είσαι ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο. Ή όπως λένε και οι Arcade Fire "between the click of the light, and the start of the dream".
Τραγούδια για γλυκά όνειρα, το μυστήριο του ύπνου, ή το υγρό στοιχείο (κύματα). Αυτά είναι τα δύο "θέματα" του δίσκου που τα βρίσκουμε σε πάνω απο ένα τραγούδι. Η ίδια είναι δηλωμένη ομοφυλόφιλη και όπως λέει "αν υπάρχει κάποιο ερωτικό τραγούδι απευθύνεται σίγουρα σε κορίτσι".
Οι συνθέσεις έχουν τις στιγμές τους αλλά θα ήταν πιο απελευθερωμένες αν δεν υπήρχε η "μπουκωμένη" παραγωγή του Sitek που τα αφυδατώνει. To jazz μετάξι του "Joints" που πνίγεται σε έναν ποταμό πνευστών και η ερωτική μπαλάντα της προδοσίας στο "Slow Burn Treason" είναι σίγουρα αυτά που το συναίσθημα είναι τόσο δυνατό που δεν θα καπακωθεί. Πάνω απ'όλα το "Waves" που κάνει όλα τα υπόλοιπα, κατά το κοινώς λεγόμενο, να μοίαζουν με οδοντόπαστες. Ένα λαμπερό μαργαριτάρι που θα ξεχώριζε σε πάρα πολλές κορόνες. Η Holly βάζει τα δυνατά της και ξεφεύγει απο τον συνηθισμένο τρόπο ερμηνείας της και δένει τέλεια με την άμεσα ερωτεύσιμη γλυκόπικρη ενορχήστρωση που σκαρώνεται πίσω της και θυμίζει Mono In VCF.
Έντεκα χρόνια αναμονής γι'αυτόν τον δίσκο θα ήταν σπατάλη αλλά η Holly στην ουσία τώρα αρχίζει και έχει όλα τα δίκια του κόσμου μαζί της. Όσο ψαρωμένη ακούγεται άλλο τόσο σου επιτρέπει να περιμένεις αρκετά για την επόμενη φορά που θα φανεί αν το Magician's Private Library ήταν η αρχή μιας υπέροχης φιλίας.
Η απήχηση των Magnetic Fields στην Ελλάδα ήταν πάντα εντυπωσιακή. Για κάποιο λόγο ο Stephin Merritt μιλάει στην καρδιά της δικής μας indie κοινότητας. Η λογική λέει οτι ο λόγος είναι το 69 Love Songs. Η καρδιά δεν ξέρει, γιατί δεν ένιωσε ποτέ κοντά τους.
Φανταστείτε οτι ακομα πιστέυει πως τα καλύτερα άλμπουμ των Magnetic Fields ήταν αυτά με την Susan Anway ως βασική τραγουδίστρια. Δηλαδή πίσω στα μακρινά 1991 και 1992. Όχι οτι έβγαλαν κάτι άσχημο απο τότε. Ίσα, ίσα πάντα έβρισκες αρκετά πράγματα να σου αρέσουν στους δίσκους τους. Όχι κάτι ρηξικέλευθο αλλά πολύ συχνά κάτι πανέμορφο που σου έπαιρνε την ανάσα. Η πορεία τους είναι αδιαμφισβήτη και πάντα αγκαζέ με τα υψηλά στανταρντς.
Το Realism συνεχίζει έτσι. Αυτή τη φορά δεν υπάρχει η φασαρία του Distortion, συνεχίζεται το artwork με το ανθρωπάκι, ο Merritt είπε οτι στο μυαλό του τα δύο άλμπουμ Distortion και Realism είναι συνέχεια το ένα του άλλου που μάλιστα σκεφτόταν να τα ονομάσει true και false (χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει ποιό απ'τα δύο αντιστοιχούσε σε ποιό) και το άλμπουμ σφυρίζει στους πιο μίνιμαλ και απλούς μελωδικούς ρυθμούς που έχουμε ακούσει τη μπάντα τα τελευταία χρόνια.
Χωρίς keyboard και ως επί το πλείστον χωρίς drums, οι μελωδίες είναι μόνες τους και ευπαρουσίαστες. Σε αντίθεση με το Distortion που προσπαθούσε εναγωνίως να τις στραγγαλίσει στο background εδώ δεν έχουν κανένα πρόβλημα να βγάλουν τον, έτσι κι αλλιώς πάντα παρόντα, γοητευτικό ποπ και folk εαυτό τους.
Κομμάτια όπως το "Seduced And Abandoned" και "The Dolls Tea Party" σε κάνουν να ανυπομονείς για το καινούργιο άλμπουμ του ημίθεου Neil Hannon, ενώ τα "I Dont Know What To Say" και "You Must Be Out Of Your Mind" υπενθυμίζουν οτι ο Merrit γράφει μερικά από τα καλύτερα ειρωνικά ερωτικά τραγούδια. Το δε "From A Sinking Boat" σε βυθίζει τόσο μέσα στην καρέκλα σου που νομίζεις οτι θα σε καταπιεί η παλλόμενη καρδιά του. Οι στίχοι τους επίσης ποτέ δεν ήταν πρόβλημα, αφού πάντα υπήρχε κάτι για τον καθένα. Αλίμονο κι όλας, με τόσες καλές συγγραφικές επιρροές να μην έγραφε καλούς στίχους. Το ταλέντο τους και η ευκολία με την οποία γνέφει καραμελένιες μελωδίες δεν σταματά ποτέ να εντυπωσιαζει. Κάποιες λίγες φορές σε τέτοιο βαθμό που μοιάζει διαδικαστικό και σα να έχει περάσει απο εργοστασιακή παραγωγή.
Και επειδή το Realism δεν ζηλεύει τίποτα απο τους προηγούμενους αδελφούς του (είπαμε εκτός απο τους δύο πρώτους) ίσως φτάνουμε στην άκρη του νήματος. Η μουσική των Magnetic Fields είναι διαχρονική και μιλάει σε συναισθήματα που, μέχρι νεωτέρας τουλάχιστον, δεν έχουν προγραμματιστεί να εκλείψουν. Όπως μπορούσε να συγκινήσει το "Book Of Love" απο το 69 Love Songs δεν βλέπω για ποιόν λόγο να μην μπορεί να συγκινήσει to "Always Already Gone" με στίχους όπως "I couldn't have dreamed you/ But I might as well/ You leave me with only/A story to tell/ But at the beginning/ Our story is done/ Because you were always/ Always already gone".
Θα μπορούσαμε να πούμε οτι εδώ η indie pop είναι στα καλύτερά της, αλλά μιλάμε για κάποιον που ανήκει σε αυτούς που μας έμαθαν τον όρο. Όποτε απλώς θα πούμε οτι η indie pop είναι σε χέρια μάστορα οπότε μη φοβάστε γι'αυτήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου