24.3.10

Heaven can wait/ And hell's too far to go


Το θαυμαστικό όλο δικό τους, αλλά στο ερώτημα αν αξίζει το συγκρότημα αυτό το σημείο στίξης αμέσως μετά την αναφορά τους, η απάντηση είναι προς το παρόν όχι.

Το Romance Is Boring είναι ο τρίτος δίσκος αυτής της επταμελούς μπάντας από το Κάρντιφ, αλλά, εκτός από την λογική επιρροή άλλων ασουλούπωτης τρέλας Ουαλικών συγκροτημάτων όπως Super Furry Animals ή αγγλικών νεόκοπων και ατσούμπαλων χοροπηδηχτάδων όπως Art Brut, οι Campesinos εμπνέονται περισσότερο από την power pop της άλλης πλευράς του Ατλαντικού. Κυρίως θα ήθελαν να ειναι οι νέοι Νέοι Πορνογράφοι μόνο που το να πεις ότι θέλουν αρκετά ψωμιά ακόμα για να τους φτάσουν είναι αρκετά αισιόδοξη άποψη.

Τα μέλη του συγκροτήματος έχουν όλα το Campesinos για καλλιτεχνικό επίθετο. Ο Gareth αναλαμβάνει τα φωνητικά μοιάζοντας πάρα πολύ στον τρόπο που τραγουδάει αλλα και εκφέρει στίχους με τον Eddie Argos των Art Brut. Τα γυναικεία φωνητικά που παλεύουν καμμιά φορά με τα αυθάδη ασχημομούρικα κρωξίματα του Gareth είναι της αδελφής του Kim. Επίσης από γνωριμίες δεν τα πάνε και άσχημα, αφου στο παρελθόν είχαν δουλέψει με τον συνεργάτη των Broken Social Scene Dave Newfeld, στο Romance Is Boring συμμετέχει ο ίδιος ο Jamie Stewart των Xiu Xiu ενώ η μπάντα στο παρελθόν είχε εξασφαλίσει μια θέση support στους Broken Social Scene.

Εκ πρώτης όψεως η μουσική τους ταιριάζει σε χαρωπούς εφήβους, μιας και οι Campesinos καταπιάνονται με αρκετά θέματα νεανικού έρωτα, νεανικής βαρεμάρας και γενικότερα φρέσκιες γεύσεις άφθαρτων και νεαρών συναισθημάτων. Το πρόβλημα είναι ότι στο some beans δεν πρόκειται να βρείτε χαρούμενους ανθρώπους, παρά μόνο προβληματισμένους μεσήλικες με γκριζωπό μουσάκι που απολαμβάνουν τη βροχή με τη συνοδεία Jack δίπλα στο τζάκι. Φοβάμαι ότι το κοινό όπου απευθύνονται περνάει τον καιρό του ακουγοντας All American Rejects περιμένοντας να γίνει 18 για να βγάλει δίπλωμα.

Στο πρώτο μισό του Romance Is Boring οι μελωδίες είναι σαφείς και διακριτές με μια ωμή ενέργεια και ορμή που είναι αρκετά καταιγιστική για να κάνει εντύπωση. Το δεύτερο μισό απο την άλλη μοιάζει περισσότερο με φτηνό εντυπωσιασμό γυμνασιόπαιδου και είναι γεγονός οτι οι Campesinos βιάζονται και σκοντάφτουν.

Στις καλές τους στιγμές είναι μια πιο εναλλακτική απάντηση στο εξαντλητικό πάνω-κάτω των Kaiser Chiefs όταν ψάχνουν να βρουν κάποια hooks για την επόμενη διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας. Στις χειρότερές τους, προσέχεις τις επαναλαμβανόμενες συνθέσεις που έρχονται σαν διαμαρτυρημένα γραμμάτια η μία μετά την άλλη.

Τα κομμάτια είναι γεμάτα ηλιόλουστα riffs, τρομπέτες, power pop, σφρυγιλά αναπτύγματα που δεν θέλουν να σε αφήσουν σε χλωρό κλαρί και τη φωνή του Gareth να καλύπτει το όργιο που γίνεται από πίσω του. Το θέμα είναι οτι αυτή η περιγραφή ταιριάζει περίπου και στα 15 του δίσκου.

Όπου το τέμπο πέφτει σε ταχύτητα είναι πάντα ξεχωριστή στιγμή και σχεδόν εύχεσαι να κρατούσε περισσότερο από τα συνήθως κουραστικά αλλά γλαφυρά φληναφήματα. Όμως αυτές οι στιγμές είναι τόσο λιγοστές που καταλήγουν αποσυνδεδεμένες από το δίσκο και γενικότερα άβολες. Όπως το εναρκτήριο "In Media Res" και το "Who Fell Asleep In".

Αυτό δε σημαίνει οτι όταν κάνουν αυτό που θεωρούν ότι ξέρουν καλύτερα δενμπορούν να παράξουν ωραίες και άξιες λόγου στιγμές. Όπως στο single του δίσκου "These Are Listed Buildings” όπου υπάρχει μια μελωδία που προσπαθεί να πιαστεί από το μυαλό σου χαρίζοντας ευδαιμονία και χαρά, το ομώνυμο ανθεμικό "Romance Is Boring", το υπέροχο "We've Got Your Back" που είναι το πιο ολοκληρωμένο κομμάτι του δίσκου και το "Plan A" με το βίαιο βαλς μεταξύ των δύο φωνών, τις εργοστασιακές κιθάρες και την αίσθηση του αναγκαίου που το διαπερνά.

Συνολικά όμως παρατηρείται μια οκνηρή επαναληπτικότητα που αργότερα σε κάνει να χάνεις σημεία του δίσκου που θα έπρεπε να προβάλλονται. Για παράδειγμα αν δεν έχεις βαρεθεί μέχρι τότε μπορεί να πιάσεις την όμορφη κιθάρα του "The Sea Is a Good Place to Think of the Future" που οδηγεί στo χαλαρωτικό "Coda: A Burn Scar in the Shape of the Sooner State".

Ίσως οι Los Campesinos! θα έπρεπε να βρουν μια ουαλική θάλασσα για να ξανασκεφτούν το μέλλον τους, ώστε την επόμενη φορά να μη βιάζονται να φτάσουν στον προορισμό τους και να μένουν απο καύσιμα δημιουργίας στο μέσον του έργου τους. Κανείς δε θυμάται έναν δρομέα που εγκαταλείπει την κούρσα ιδρωμένος και ταλαιπωρημένος μετά τους πέντε πρώτους γυρους. Οπότε οι ίδιοι είτε θα καταφύγουν στα αναβολικά είτε σε περισσότερη εξάσκηση, προκειμένου να πετύχουν.





Το όνομά τους θυμίζει κάτι εξωτικό που σερβίρεται με καϊπιρίνια. Κάτι από τη Βραζιλία προφανώς. Τελικά διαβάζουμε ότι έχουν βαπτιστεί από ένα κομμάτι του Serge Gainsbourg και πρόκειται για μια σουηδέζικη τετραμελή μπάντα απο το Γκέτεμποργκ. Το European είναι το τρίτο τους άλμπουμ και ευελπιστεί να τους βοηθήσει να εισχωρήσουν στο μουσικό κοινό τώρα που η σκανδιναβική μουσική (και ειδικά η σουηδική) είναι της μόδας ενώ εκτιμάται η χαρωπή indie με '60s αναφορές.

Είναι σαφές οτι αυτοί οι Σουηδοί έχουν ακούσει πάρα πολύ Belle & Sebastian, αλλά αυτοί που θα έπρεπε να τους ζητήσουν δικαιώματα είναι οι Camera Obscura. Η Anna Persson (άγνωστο αν είναι αδελφή της Nina) τραγουδάει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και με παρόμοια φωνή με την Tracyanne Campbell ενώ τα έγχορδα και η παραγωγή μοιάζουν σαν το μικρό αδερφάκι του My Maudlin Career. Βέβαια δεν είναι τυχαίο που ο Σουηδός Björn Yttling των Peter, Björn & John έκανε την παραγωγή στο πιο πρόσφατο άλμπουμ των Camera Obscura. Όπως όμως και το My Maudlin Career, έτσι και το European δεν μπορεί να τρελάνει τον ακροατή.

Συγκεκριμένα το European είναι ένα πολύ μικρό σε διάρκεια γεμάτο ζάχαρη και καλές προθέσεις άλμπουμ που απο το "Stranded", το πρώτο single του, σου δίνει να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται. Μια καθαρή και αισιόδοξη pop που κινείται με τα φωτεινά της έγχορδα ενώ ένα καλογυαλισμένο '80s πιάνο αρχίζει και ολοκληρώνει το κομμάτι. Οι γενικότερα μη δημοφιλείς '80s αναφορές συνεχίζονται με το σαξόφωνο στο "I Can Try" ενώ το "High And Low" είναι ένα πολύ συναισθηματικό πόνημα που θα μπορούσε να βρίσκεται σε έναν δίσκο των Death Cab For Cutie. Είναι η εξαίρεση όμως μιας και η μελωδία του που ανεβαίνει και σκάει σαν πυροτέχνημα στον ουρανό ακούγεται μοναχική σε σύγκριση με το υπόλοιπο European που μοιάζει κοινωνικό και εξωστρεφές.

Το artwork είναι πολύ πετυχημένο. Ένα ταξίδι πάνω σε πλοίο με έντονα τα γαλαζοπράσινα χρώματα που δένει με την ατμόσφαιρα που θέλουν να σε κάνουν να νιώσεις ακούγοντας τη μουσική. (σημ. uptight - εμένα πάντως μου θυμίζει πολύ τα θέματα και την ατμόσφαιρα του αγαπημένου μου Loustal). Το "Sandy Dunes" π.χ. θα μπορούσε να είναι στο επίσημο διαφημιστικό μιας ναυτιλιακής εταιρείας.

Είναι αλήθεια όμως οτι το European είναι δίσκος ορισμένων συνθηκών. Αν έχεις όρεξη γι'αυτά που προσφέρει θα τον χαρείς, στο αστικό τοπίο που είμαστε εγκλωβισμένοι όμως χάνει σίγουρα πόντους. Τα filler κομμάτια, οι φωνητικές μελωδίες που θα μπορούσαν να ήταν πιο εφευρετικές, τα έγχορδα που ακούγονται συνεχώς με τον ίδιο τρόπο και η ελαχιστότατη διάρκειά του μάλλον μας κάνουν να πιστεύουμε οτι ένα διαφημιστικό της τάδε ferries θα ήταν, στη συγκεκριμένη στιγμή, το ταβάνι των Sambassadeur.

Sambassadeur - "Stranded" από το European



Με τέτοιο μπαμπά και τέτοια μουσική κληρονομιά δεν είναι να αναρωτιέσαι γιατί μια ηθοποιός ασχολήθηκε με τη μουσική. Όταν σε τρυφερή ηλικία "αναγκάζεται" απο τον μπαμπάκα της να τραγουδήσει ένα κομμάτι γεμάτο αιμομικτικά υπονοούμενα, στα 15 της βγάζει τον πρώτο της προσωπικό δίσκο ενώ όταν ενηλικιώνεται παίζει σε σημαντικές και έξω απο το συνηθισμένο ταινίες παίρνοντας μάλιστα και επιδοκιμαστικές κριτικές τότε υπάρχει κάτι σε αυτήν την κοπέλα. Οι πόρτες μπορεί να άνοιξαν μπροστά της πολύ πιο εύκολα προκειμένου να ασχοληθεί με οποιαδήποτε πλευρά της τέχνης επιθυμεί, δεν πήρε όμως ως δεδομένη την ιστορία του ονόματός της και προσπάθησε σκληρά να πετύχει.

Κοιτάξτε το τρίτο της προσωπικό άλμπουμ. Σχετικά σύντομα μετά το 5:55 που ακολούθησε μια σιγή (μουσικού) ασυρμάτου 20 χρόνων, το IRM φέρει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του Beck που έγραψε όλα τα τραγούδια.

Ο τίτλος είναι αναγραμματισμός του MRI (μαγνητικός τομογράφος), τον οποίον γνώρισε πολύ καλά η Charlotte πριν 3 περίπου χρόνια όταν η ίδια υπέστη κάποιου είδους διάσειση μετά απο ένα ατύχημα. Το περιστατικό της άφησε σημάδια που μετατράπηκαν σε όρεξη για δημιουργία και δουλειά. Εκτός απο αυτήν την εμπειρία της, η ηχογράφηση του δίσκου συνοδεύτηκε απο τις νωπές μνήμες του Αντίχριστου όπου πρωταγωνίστησε. Εξ'ου και το μυστήριο που τυλίγει τις έντονες φαντασιακές εικόνες σε πολλές στιγμές του IRM.

Το άλλο αστέρι του δίσκου είναι ο Beck Hansen που βρίσκεται σε μεγάλες φόρμες αυτό το διάστημα. Αφού έβγαλε το Modern Guilt που μας ξαναθύμισε πόσο σπουδαίος μουσικός είναι, μας υπενθύμισε και πόσο μεγάλη μούρη έιναι αφού βούλωσε το στόμα του φαφλατά που δεν ξέρει να χάνει Matthew Friedberger των Fiery Furnaces, ασχολούμενος παράλληλα με το project του με τίτλο Record Club όπου μαζεύει διάφορους μουσικούς φίλους του και διασκευάζει αγαπημένα του άλμπουμ.

Αν φέρουμε στο μυαλό μας το Sea Change ο Beck πρέπει να αισθάνθηκε πολύ συγκινημένος που συνεργάζεται με τον σπόρο (ναι, τον σπόρο) μιας τεράστιας επιρροής του ίδιου. Έδωσε έτσι τον καλύτερό του εαυτό και έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια που έχει γράψει ποτέ. H Charlotte απο την άλλη κάνει εξαιρετική δουλειά ώστε να τα αποδόσει και εκτός οτι βγάζει τον καλύτερό της προσωπικό δίσκο (για όποιον τους μετράει), αλλά φαίνεται οτι έχει αυξήσει την ερμηνευτική της γκάμα με ψιθυριστές ελεγείες όπως στο "Le Chat du Café des Artistes" ή το "La Collectionneuse". Δύο υπέροχα κομμάτια με μελωδίες και σινεματογραφεία που σε καθηλώνουν και είναι ικανά να κάνουν τον μεγαλύτερο σπασίκλα του κόσμου να αισθανθεί σαν τον Μπελμοντό στο Borsalino.

"Ναι! Είναι δικός μου σπόρος (άντε πάλι) αυτό το αγγελούδι με μυαλό διαβόλου! Τα χαμηλόφωνα ερεθιστικά της spoken words προέρχονται απο τα μπομπόλια μου!" θα φώναζε, πιάνοντας το βυζί της Beyoncé, ο ολοκληρωτικά πλέον τρελός 82χρονος μπαμπάς της αν ζούσε. Τα προσεκτικά φωνητικά της Charlotte ισορροπούν με χάρη και αδιάφορη επιθυμία στο έντονο percussion του σχεδόν Orbitalικού "IRM" και του επίμονου και υποχθόνιου "Master's Hands". Το γλυκύτατο "Me And Jane Doe" μας χαρίζει μια τρυφερή ποπ που μοίαζει σαν ανάμνηση παιδικού παιχνιδιού ενώ τo ανατριχιαστικό έπος "Vanities" βυθίζει το δωμάτιο στο dark of the matinée που λένε και οι Franz Ferdinand.

Το γενικό αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό και κολακεύει σε βαθμό παρεξηγήσεως τους εμπλεκόμενους. Ναι, υπάρχει Serge στη μουσική αυτού του δίσκου. Ισχύει, όπως ισχύει και το οτι o Beck θα τρελαινόταν αν έγραφε έναν δίσκο στον μπαμπά της προκομμένης ή οτι η επιρροή απο όλη τη γαλλική New Wave μουσική είναι σφραγισμένη στο κούτελο της Charlotte. Όμως ο δίσκος δεν είναι ούτε αντιγραφή αφού έχει τη δική του συναρπαστική προσωπικότητα, ούτε φαίνεται κάπου οτι ο Beck γράφει για τη κόρη μόνο και μόνο επειδή δεν πρόλαβε τον πατέρα. Αλλά ας σοβαρευτούμε. Θα παγώσει η κόλαση όταν παραπονεθούμε επειδή βγαίνει κάτι που μοιάζει στη μοναδική ιδιοφυία του Serge Gainsbourg όταν μάλιστα είναι τόσο καλό. Ένας συναρπαστικός και προκλητικός δίσκος που σε κάνει να ψάχνεις τα μικρά θαυματάκια που εκτυλίσσονται μέσα του.

22.3.10

I'll never leave you anyway

Έχουμε ξοδέψει σημαντικό μέρος της εντός των ορίων του some beans δραστηριότητάς μας προσκυνώντας την τεράστια σκανδιναβική σκηνή και την ατέλειωτη πραγματικά παραγωγή της. Η πλειοψηφία, φυσικά, της παραγωγής αυτής προέρχεται από την απόλυτη πρωταγωνίστρια Σουηδία, υπεύθυνη για έναν σοκαριστικά μεγάλο αριθμό από τις μπάντες που ακούμε. Τί γίνεται όμως με τους υπόλοιπους συμπαθείς απόγονους των Βίκινγκς, και πιο συγκεκριμένα με τη ντροπαλή γειτόνισσα Νορβηγία;

Σίγουρα έχει μείνει παραπονεμένη στη σκιά όχι μόνο της σταρ γειτόνισσάς της αλλά και της νέας, ανερχόμενης δύναμης Δανίας. Αλλά δε φταίμε εμείς - οι Νορβηγοί έχουν να καυχιούνται κυρίως για τις δεκάδες μέταλ μπάντες τους, όμως αυτά είναι χωράφια του slamhound και κάποια στιγμή θα έρθει και το σχετικό γιγαντιαίο αφιέρωμα που όλοι ζητάτε τόσο επίμονα με τα γράμματά σας στο some beans. Εμάς τους κοινούς θνητούς λίγα πράγματα μας έχουν απασχολήσει που να προέρχονται από τη συμπαθή χώρα και για τα περισσότερα απ'αυτά η Σουηδία είχε συνήθως περισσότερες από μια απαντήσεις. Ακόμα και σταρ της χώρας όπως οι Röyksopp έχουν δανειστεί κατ'επανάληψη δυνάμεις της γείτονος, και μόνο κάτι A-ha είχαν μείνει αναπάντητοι (γιατί Morten Harket δεν έβγαλε εκείνη την εποχή η Σουηδία, ούτε και "Take On Me"...). Έκτοτε όμως περάσανε χρόνια και ζαμάνια και οι Σουηδοί κυριάρχησαν στην indie και pop σκηνή.

Εδώ λοιπόν είναι που οι Serena-Maneesh (οι ίδιοι επιμένουν ότι η παύλα είναι απαραίτητη) έρχονται με γκάζια σαν το Ιππικό στο Λούκυ Λουκ και μας αναγκάζουν να ρίξουμε μια ματιά δυτικότερα απ'ό,τι συνήθως. Η μπάντα από το Όσλο είναι ουσιαστικά ένας χαρισματικός τύπος και κάποιοι μουσικοί που απλά στηρίζουν το όραμά του, κάτι αντίστοιχο δηλαδή με τους λατρεμένους μου Dungen και τον Gustav Ejstes. Εδώ ο τύπος λέγεται Emile Nikolaisen και γύρω του υπάρχουν στην παρούσα φάση άλλα τέσσερα άτομα - το «στην παρούσα φάση» κολλάει στο ότι το line-up δεν είναι ιδιαίτερα σταθερό, εκτός από την über-cool ξανθιά μπασίστρια που λέγεται Hilma Nikolaisen και ίσως είναι αδερφή ή γυναίκα του Emile. Ή απλή συνωνυμία αλλά αυτό ακούγεται λιγότερο cool από μια rock 'n' roll συγγένεια, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας δε μας νοιάζει.

«Über-cool ξανθιά μπασίστρια». Τί μας θυμίζει, τί μας θυμίζει... Ναι, τους Sonic Youth. Εντάξει, ΟΚ, Kim Gordon δεν είναι και ούτε θα γίνει ποτέ, άλλωστε αυτό θα ήταν αδύνατο αφού η Μονάδα Kim Gordon eίναι η επίσημη μονάδα μέτρησης του cool για τις ξανθιές γκόμενες στις μπάντες, και η Hilma πιάνει ένα 6,5, το οποίο ίσως να πάει μέχρι το 7 αν ξαναφήσει εκείνο το τρομερό μακρύ μαλλί που φαίνεται σε κάποιες φωτογραφίες μάλλον παλιότερες (βλέπε φωτό ποστ) και που λείπει σε αυτήν που βρίσκεται τώρα στο site τους και στο βιντεάκι παρακάτω. Αλλά αλλού ήθελα να καταλήξω.

Ήθελα λοιπόν να πω ότι οι Νορβηγοί όχι απλά δε μοιάζουν να θέλουν να μασκαρέψουν τις επιρροές τους αλλά επιδεικνύουν περήφανα το θαυμασμό τους για τις μπάντες που λατρεύουν. Δηλώνουν τους Νεοϋορκέζους σαν μια από τις μεγάλες τους αδυναμίες δίπλα στους Velvet Underground, τους Spiritualized/ Spacemen 3 και τους My Bloody Valentine μεταξύ άλλων και ακούγοντας τους δίσκους τους γίνεται αμέσως προφανές ότι τους λατρεύουν όλους. Κι αν στο ομώνυμο πρώτο album τους οι Spiritualized προηγούνται σαν επιρροή, εμπνέοντας ιδρωμένα κιθαριστικά jams με ενίοτε τρομακτικές διάρκειες, στον δεύτερο δίσκο η επίδραση των MBV κερδίζει πάρα πολύ έδαφος.

Ήδη από το Serena-Maneesh του 2005 είχε φανεί η αγάπη του Nikolaisen για τις μεθυσμένες μελωδίες του Kevin Shields, και η γατίσια φωνή της Lina Wallinder που θυμίζει πάρα πολύ την Bilinda Butcher ακουγόταν να σουλατσάρει κάπου ανάμεσα στις κιθαριστικές επιθέσεις της μπάντας. Στο S-M 2: Abyss in B Minor, το οποίο ήρθε αυτές τις μέρες μέσω μιας 4AD περικαλώ και μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια, η μπάντα παίρνει δραστικά μέτρα: μειώνει κατά πολύ τη διάρκεια του δίσκου (8 κομμάτια αντί για 11 και μόλις δυο έπη, στην αρχή και στο τέλος), επιχειρεί μια πολύ πιο song-based προσέγγιση και φέρνει αυτόν τον ήχο στο προσκήνιο, χωρίς όμως να ξεχνάει τις καμμένες κιθάρες που χαρακτήρισαν το ντεμπούτο της ούτε και τις υπόλοιπες επιρροές της.

Ο δίσκος ανοίγει με το εξάλεπτο στη σινγκλ εκδοχή και σχεδόν οκτάλεπτο στο δίσκο χάσιμο του "Ayisha Abyss" που ήταν και το κομμάτι που μ'έκανε να ενδιαφερθώ, καθώς η παχιά και άκρως εθιστική μπασογραμμή του σουβλίζει στρώσεις από υποχθόνιες κιθάρες, μακρινά φλάουτα, βιμπράφωνα και ψιθυριστά φωνητικά από τον Emile που ακούγονται σαν μια Πυθία την ώρα που έχει καπνίσει τα φυλλαράκια της και λέει τους χρησμούς της, με το όλο πράγμα να θυμίζει ένα "National Anthem" παιγμένο ανάποδα και με κιθάρες αντί για τα πνευστά του και δυο λεπτά μεγαλύτερο. Κάτι που σαφώς και δεν ακούγεται άσχημο στα χαρτιά και στην πραγματικότητα είναι ακόμα καλύτερο απ'την περιγραφή, ανοίγοντας σε κάθε ανυποψίαστο ακροατή την όρεξη.

Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξή μου όταν, ανυποψίαστη κι εγώ, πήγα ν'ακούσω το υπόλοιπο album μετά απ'αυτό το τερατάκι και το πρώτο πράγμα που με υποδέχτηκε ήταν το "I Just Want to See Your Face", ένα δίλεπτο (και κάτι ψιλά) ποπ κομμάτι, με τη Lina πλέον στα φωνητικά, που θα μπορούσε να έχει προέρθει από το πάτωμα του Kevin Shields αφού είχε τελειώσει με το Isn't Anything. Απο'κεί χωρίς ανάσα πέρασα στο καταπληκτικό "Reprobate!", ένα υπνωτικό κομμάτι με μια απλή, επαναλαμβανόμενη και αρκούντως ζαλισμένη MBVική μελωδία να φωλιάζει στην καρδιά ενός μικρού ανεμοστρόβιλου από κιθαριστικά μαστιγώματα και πωρωτικά drums, και μετά στο φωτεινό "Melody for Jaana" όπου οι φωνές των Nikolaisen και Wallinder επιπλέουν νωχελικά μέσα σε ένα shoegazey σύννεφο από κιθαρένιες δροσοσταλίδες. Μια τριάδα κομματιών που ακροβατεί μεν επικίνδυνα πάνω στην λεπτή γραμμή που χωρίζει την επίδραση από την αντιγραφή αλλά είναι τόσο όμορφα και τόσο προσεκτικά φτιαγμένα, με τέτοια αγάπη και έμπνευση, που δεν μπορείς παρά να τους παραδοθείς.

Το "Blow Yr Brains In the Morning Rain" που ακολουθεί εξυπηρετεί πολλούς σκοπούς με τη στρατηγική του τοποθέτηση - «σπάει» τόσο τη χαλαρή και ονειρική ατμόσφαιρα όσο και την αίσθηση ότι ο δίσκος προχωράει ολοταχώς προς ένα πολύ καλό μεν, MBV tribute δε και παράλληλα επαναφέρει τις πρωτόγονες κιθάρες για όσους τις πεθύμησαν από τον προηγούμενο δίσκο χωρίς όμως να ξεφεύγει σε jamιστικές καταστάσεις, κάνοντας και την απαραίτητη κατάθεση στεφάνου στον ανδριάντα του Jason Pierce έτσι για να μη γκρινιάζει ότι τον ξέχασαν. Το "Honeyjinx" μας επαναφέρει σε πιο περίπλοκα νερά, ξεκινώντας βαριά και κλείνοντας το μάτι αρχικά στους Velvets και στο υπόλοιπο κομμάτι στους Sonic Youth (ίσως να μπορούσε να χωθεί σε κάτι σαν το Washing Machine) και, μετά το γλυκούλι αλλά μάλλον επουσιώδες "D.I.W.S.W.T.T.D.", το "Magdalena (Symphony #8)" κλείνει αιθέρια το δίσκο με φλάουτα, keyboards και γλυψιές από κιθάρες να κεντούν ένα όμορφο σεντόνι για άλλη μια δροσερή μελωδία από την Lina "Bilinda" Wallinder και ένα απολαυστικό ορχηστρικό outro.

Και κάπως έτσι οι S-M ολοκληρώνουν τη Δευτέρα Παρουσία τους, πολύ πιο εντυπωσιακά και εμφατικά από την πρώτη. Μπορεί να τους πήρε καιρό αλλά μοιάζουν να έχουν βρει μια ταυτότητα, καταφέρνοντας να χτίσουν έναν ήχο που ναι μεν θυμίζει έντονα τους ήρωές τους αλλά τελικά η σύνθεση όλων των στοιχείων που παίρνουν απ'τον καθένα βγάζει μια δικιά τους μαρμίτα και τα γερά hooks πάνω στα οποία τη σερβίρουν δε σου αφήνουν περιθώρια για γκρίνιες και σνομπαρίσματα. Ολάκερη Νορβηγία και να μην έχει μια πραγματικά cool μπάντα που να τιμά τα εθνικά χρώματα, τι στην ευχή...

19.3.10

So if you want to follow me you should know/ I was lost then and I am lost now/ And I doubt I'll ever know which way to go

Καμιά φορά εξαιτίας μερικών άλμπουμ αισθάνομαι σα να παίζω στο Memento. Είναι τόσο άχρωμες, άγευστες αλλά ουδόλως ξεδιψαστικές αυτές οι ακροάσεις που ψαχουλεύω το κεφάλι μου για να εντοπίσω την τρύπα που δεν αφήνει τις μουσικές να συγκρατηθούν κάπου κοντά στο μυαλό μου.

Εντάξει, δεν χρειάζονται και δράματα. Πιθανότατα φταίω εγώ που δεν τα ακούω αρκετά προσεκτικά ή δεν είμαι ακόμα έτοιμος να τα δεχθώ και να τα απορροφήσω. Κάποιες φορές προσπαθώ αρκετά. Ίσως υπερβολικά πολύ. Ίσως μάλιστα δίνω πολλές περισσότερες μάχες για κάποια άλμπουμ που δεν το αξίζουν αδικώντας κάποια άλλα επειδή οι συντελεστές τους είναι καταξιωμένοι με έντιμο βίο στην πλάτη τους.

Όμως αρκετά με τις απολογίες. Γιατί αυτή τη φορά το πρόβλημα το έχει ο James Mercer και ο Dangermouse που έβγαλαν με το όνομα Broken Bells τον ιδανικό δίσκο για να κάνεις δουλειές στο σπίτι, να ξυρίζεσαι, να πλένεις τα ρούχα σου και να βάζεις ηλεκτρική σκούπα χωρίς να αισθάνεσαι τύψεις ότι θα χάσεις κάποιο κρίσιμο και ενδιαφέρον σημείο που ζητάει την προσοχή σου. Θα μπορούσα να φέρω και άλλα παραδείγματα που μοιάζουν με την εμπειρία της ακρόασης του ομώνυμου Broken Bells από τον θαυματουργό παραγωγό Danger Mouse και τον Fran Healy (στο πολύ πιο ομιλητικό του, λιγότερο γλυκερό και πιο lo-fi εαυτό του) της άλλης μεριάς του ατλαντικού James Mercer, οι καλές όμως στιγμές δε λείπουν όποτε σώζουν εύκολα την όλη προσπάθεια από τον όρο "elevator music".

Ο Danger Mouse ή αλλιώς Brian Burton ήταν αυτός που ξαναέκανε ενδιαφέροντα τον Beck, έβγαλε στην επιφάνεια τους Gnarls Barkley και έβαλε τη σφραγίδα του στον καλύτερο δίσκο των Black Keys βγάζοντάς τους από τη ρετρό βαρεμάρα τους. Όμως έχει κάνει και τις παρατυπίες του. Το Grey Album με τον Jay-Z, το ψόφιο εγχείρημα των The Good, The Bad & The Queen και το ότι έβγαλε στην επιφάνεια τους Gnarls Barkley είναι κάποια παραδείγματα. Το Broken Bells θα πρέπει να καταχωρηθεί κάπου ενδιάμεσα.

Στις χειρότερές του στιγμές είναι μια ευθεία γραμμή που ασθμαίνει από την αρχή και ανυπομονεί να φτάσει στο τέλος της συνοδευόμενη από τελείως διαδικαστικά φωνητικά του Mercer και κάποια ηλεκτρονικά κολπάκια του Danger Mouse που αισθάνεται την ανάγκη να δηλώσει κάπως την παρουσία του. Στις καλύτερές του στιγμές όπως το "Sailing To Nowhere", όπου η πολύ ζωντανή και αισθαντική ερμηνεία του Mercer πιάνεται σε έναν καλοφτιαγμένο ambient ανεμοστρόβιλο και ολοκληρώνεται στις βλέψεις του Danger Mouse προς την κλασσική ακαδημαϊκή μουσική, είναι μια πετυχημένη συνεργασία δυνάμεων μεταξύ δύο αναμφίβολα ταλαντούχων και με ιδέες μουσικών.

Τα εναρκτήρια "High Road" και "Vaporize" έχουν τοποθετηθεί στρατηγικά ώστε να σε ξεγελάσουν σε περαιτέρω ακροάσεις και τα καταφέρνουν χωρίς αυτό να αποτελεί έκπληξη. Είναι δύο γλυκούλικα indie pop κομμάτια που θα μπορούσαν να είχαν γίνει από πολύ κόσμο αλλά δεν είναι κάτι νέο μιας και μόνος του ο James Mercer μετράει κάμποσα τέτοια στην πορεία του με τους Shins.

Ειδικότερα το "Vaporize" λειτουργεί αγόγγυστα αποκαλύπτοντας μια πολύ όμορφη, εμπνευσμένη από Neutral Milk Hotel γυμνή μελωδία που θα μπορούσε να ζήσει και χωρίς την υπερφόρτωση του Burton. Οι γοητευτικοί, κάπως ξέγνοιαστοι μέσα στον προβληματισμό τους στίχοι σφραγίζουν το κομμάτι. Η βενζίνη του μάλιστα τού χαρίζει μια ώθηση και στον, καθρεπτίζοντα τον Panda Bear, πολύχρωμο βομβαρδισμό αρμονιών του "Your Head Is On Fire". Είναι από τις λίγες φορές στον δίσκο που δεν αφήνουν τόσο κενό διάστημα μέσα στα κομμάτια κρατώντας σου το ενδιαφέρον είτε με τα έξυπνα έγχορδα που δίνουν μια μεγαλοπρέπεια στο κομμάτι ή με τα βρόχινα φωνητικά που αναφέραμε πριν.

Κάπου εκεί συνήθως μας απαγάγουν εξωγήινοι, μας φωνάζει η μαμά μας για να φάμε ή πρέπει να χτενίσουμε το σκύλο. Ένα κενό διάστημα στο άλμπουμ το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, ας πούμε, με καλά τραγούδια τουλάχιστον στο επίπεδο του πρώτου μισού του. Ξυπνάμε σε κάποια φάση με τις α λα Talking Heads κοφτερές κιθάρες του "October" και την χαριτωμένη παραπομπή στον Morricone στο "Mongrel Heart" αλλά πάλι ξεχνιόμαστε σύντομα. Από το σχέδιο μοιάζει να λείπει η σπιρτάδα, η φιλοδοξία, η επιφοίτηση της στιγμής και ένα αληθινό σχέδιο για το πώς θα φτιαχνόταν ένας πολύ καλός δίσκος. Τα παιδιά προτίμησαν έναν αξιοπρεπή αλλά με λίγες ξεχωριστές στιγμές δρόμο. Και είναι κρίμα γιατί πραγματικά όταν ο καθένας ένωνε το σωστό κομμάτι με τον συνοδοιπόρο του τα αποτελέσματα ήταν πολύ καλά.

Όχι τόσο κρίμα βεβαίως όσο η χαμένη ευκαιρία να δούμε τον Γιώργο Καραγκούνη να διαμαρτύρεται στον διαιτητή γιατί το τρόπαιο του Europa Cup είναι βαρύ και του κάνει συνέχεια πέναλτι. Τι να κάνουμε όμως; Το ποδόσφαιρο είναι ένα υπέροχο άθλημα κ.λ.π..
Τώρα… που είχα μείνει;

12.3.10

Your sword's grown old and rusty/ Burnt beneath the rising sun/ It's locked up like a trophy/ Forgetting all the things it's done

Στον τρελό αλλά αξιαγάπητο κόσμο του μουσικού φόρουμ του αγαπημένου atease το θέμα με τίτλο "Is it wrong to assume Vampire Weekend are wealthy/privileged?" έχει φτάσει τις 15 σελίδες. Δεν είναι περίεργο βέβαια αυτό για ένα μέρος όπου μπορείς να βρείς από μικρούς φιλόσοφους μέχρι έμπειρα trolls. Παρά την ανέλπιδη προσπάθεια να εξηγήσεις τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτό το φόρουμ (δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα θέματα που αφορούν θανάτους μουσικών έχουν μετατραπεί σε αέναο διαγωνισμό της πιο κυνικής ατάκας) απ’ό,τι φαίνεται πράγματι ο κόσμος ενδιαφέρεται για την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των Vampire Weekend.

Δεν είναι ψέμα ότι όλους μας συναρπάζουν οι ιστορίες των φτωχών outsiders που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα αλλά κατάφεραν να μεγαλουργήσουν. Βλέπετε όλες αυτές οι κινούμενες εικόνες του Hollywood παραλείπουν να παρουσιάσουν τις μικρές λεπτομέρειες που αποδεικνύουν ότι όλοι σε κάποια στιγμή της ζωής μας βάλαμε τα χρήματα και το συμφέρον μας πάνω απ’όλα.

Όταν πεις σήμερα τη λέξη «Καζαντζίδης» οι περισσότεροι θυμούνται και γνωρίζουν τη γραφική φιγούρα που πλακωνόταν με τους εβραίους και τις εταιρείες. Λίγοι πλέον ξέρουν ότι είχε αρνηθεί να τραγουδήσει σε μια συναυλία προς τιμήν του όπου το εισιτήριο ήταν υπέρογκο και απλησίαστο για τον λαικό κόσμο που τον ανέδειξε. Όταν πεις τη λέξη «Αλεξίου» όλοι σκέφτονται μια αξιοπρεπή παρουσία που ποτέ δεν προκάλεσε. Λίγοι όμως ξέρουν ότι ένα από τα προηγούμενά της cd πωλούνταν φθηνότερα στην πλέον γνωστή αλυσίδα δισκοπωλείων αναγκάζοντας έτσι τα μικρότερα μαγαζιά να έρθουν σε ακόμα μειονεκτικότερη θέση.

Δεν υπάρχουν άγγελοι που λέει και το τραγούδι. Ούτε διάβολοι αντιστοίχως. Αν οι Vampire Weekend έχουν φοιτήσει σε κάποιο πανεπιστήμιο και σχεδόν πάντα φωτογραφίζονται σα να γύρισαν από καφέ στο Κεφαλάρι, αγγίζοντας τις παρυφές του lifestyle φωνάζοντας στο βίντεο του "Giving Up The Gun" τον Jake Gylenhall και τον Joe Jonas, ή αν ο βετεράνος μαύρος μουσικός Gil Scott-Heron φωτογραφίζεται να απολαμβάνει το τσιγάρο του στο εξώφυλλο του δίσκου του, είναι κάτι δευτερεύον και άπτεται άλλων κοινωνιολογικών συζητήσεων που δε σχετίζονται με την ίδια την ουσία και την έννοια της μουσικής.

Αυτό που ακούμε στο Contra είναι ένα μάτσο νεαρούς που λατρέυουν τους Clash και τις εξερευνήσεις που έκαναν στη μουσική του κόσμου, και που παίζουν με την αντίληψη που έχει ο κόσμος για τους ίδιους. Ο Ezra Koenig επειδή είναι έξυπνο παιδί διάλεξε την εικόνα ενός ξανθού πανέμορφου κοριτσιού με μια μπλούζα polo τραβηγμένη το 1983 ώστε να τεστάρει τις αντιδράσεις. Γιατί αυτό που για κάποιον είναι απλά ένα όμορφο κορίτσι για κάποιους άλλους συμβολίζει την πλουτοκρατία και τον καπιταλισμό μιας κόρης ενός πλούσιου μπαμπά πριν συναντήσει τον δάσκαλο του τένις.

Αυτό είναι και το παράλογο στις σύγχρονες κοινωνίες μας. Δε μας πειράζει η γνώση της αδικίας που βρίσκεται δίπλα μας (και πάνω μας, και κάτω μας, και αριστερά μας και δεξιά μας), αλλά είναι ικανή η εικόνα μιας κοπέλας με γυαλιστερό μαλλί να μας εξοργίσει. Κάτι τέτοιες συζητήσεις μου θυμίζουν εκέινο το στριπάκι της Μαφάλντα όπου ο μπαμπάς της πετάει κάτω έξω φρενών την εφημερίδα αφού διάβασε οτι ο διαιτητής αδίκησε την ομάδα του. Τότε έρχεται η Μαφάλντα που απλά είδε την εφημερίδα πεταμένη από την πλευρά των ειδήσεων του κόσμου και του λέει «μπράβο μπαμπά που ακόμα αντιδράς στις αδικίες της κοινωνίας μας».

Όπως όμως είπαμε και πριν o Koenig είναι έξυπνο παιδί και ξέρει οτι τέτοιες συζητήσεις στρέφουν τα βλέμματα στη μπάντα του και βοηθούν τη μπάλα να κυλήσει. Απόδειξη ο τρανός θρίαμβος του Contra που έκανε ντεμπούτο στο νούμερο 1 του Βillboard όντας μόλις το δωδέκατο άλμπουμ ανεξάρτητης εταιρείας απο τότε που άρχισαν να καταμετρώνται τα νούμερα που κατάφερε κάτι τέτοιο. Πέρα απο τις συζητήσεις για το υπόβαθρο των Νεοϋορκέζων και τις υψηλές πωλήσεις τί μένει απο τη μουσική;

Εκεί που ακούγονται ελαφρώς φοβισμένοι στο ομώνυμό τους, στο Contra ακούγονται σίγουροι για το τι θέλουν να κάνουν και γεμάτοι αυτοπεποίθηση. Πρόκεται για έναν καλοκαιρινό και ανοιχτόχρωμο δίσκο. Όπως οι ηχητικοί τους παππούδες μεγάλωσαν στις κρυσταλλένιες παραλίες κάτω απο τον καυτό ήλιο, στο "Horchata" μας παρουσιάζουν ένα τροπικό σκηνικό όπου κάποιος θα έμοιαζε σαν τρελός με ένα χειμερινό αξεσουάρ όπως μια κουκούλα. Η σχεδόν παιδική και προσεκτική φωνή του Ezra συνοδεύεται καταρχήν απο ένα εφευρετικό drum beat και κατα δεύτερον απο τα τρισευτυχισμένα έγχορδα που πετάνε γύρω γύρω και φτιάχνουν ένα δροσιστικό κοκτέιλ και ας δείχνει το ημερολόγιο Δεκέμβρη.

Το κεχαριτωμένο "White Sky" συνεχίζει σε παρόμοιο κλίμα αλλά πλέον και ο ακροατής αλλά και οι ίδιοι δείχνουν ότι έχουν μπει πιο άνετα στο νόημα. Ένα βία τρίλεπτο γλύκισμα που σε ξεσηκώνει με τα φωνητικά ξεπετάγματα του Koenig που ακούγονται σα να έβαλε κάποιος χέρι κάτω απ'το φουστάνι του.

Το "Holiday" είναι ένα ανώδυνο περασματάκι που ξεφεύγει εύκολα απο το κεφάλι σου μιας και προδίδεται γρήγορα απο την πολύ light αντιγραφή των Strokes και τις μπουκωμένες κιθάρες του ενώ το "California English" συμπληρώνει ίσως το μοναδικό μέρος του δίσκου που ακούγεται σαν αποτυχημένη άσκηση ύφους πάνω στην Αφρικάνικη μουσική παρα τα αιθέρια πίσω φωνητικά που πάνε να σώσουν την κατάσταση απο τα ψευδο-αφροαγγλικά του Ezra.

Ευτυχώς απο κεί και πέρα ο δίσκος παίρνει το δρόμο του και φτιάχνει μια ευθεία πορεία, που οδηγεί μόνο προς τα πάνω. Από το "Taxi Cab" και τη ληθαργική ερμηνεία των νοσταλγικών στίχων πάνω σε ένα εκλεπτυσμένο, σχεδόν παρμένο απο την παιδική μας ηλικία σκονισμένο πιανάκι, στο ασταθές αλλά ερωτευμένο "Run" που πάντα βρίσκεται στην εποχή του χρόνου που οι λαιμοί των κύκνων σχηματίζουν καρδούλες.

Τα τελευταία τέσσερα κομμάτια είναι μια επίδειξη των καλύτερων συνθέσεών τους. Σα να προσπαθούν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους κομμάτι με το κομμάτι. Το "Cousins" είναι σαφέστατα το "A-Punk" του δίσκου μόνο που είναι δέκα φορές πιο φορτισμένες οι μπαταρίες του και πιο ξέφρενος ο ρυθμός του. Οι ξύστρες χορεύουν παιχνιδιάρικα γύρω απο την πεντακάθαρη και γεμάτη ενέργεια ερμηνεία του Ezra και οι κιθάρες επιδίδονται σε μεξικάνικες μονομαχίες με τα ντραμς.

To 3ο single του δίσκου "Giving Up The Gun" είναι ένα σχεδόν τέλειο ποπ τραγούδι που αναλύει την απώλεια και την αναζήτηση της νεανικής ορμής (μια παρέα νέων ανερχόμενων star αποδεικνύεται η τελεια κομπανία για έναν τέτοιο ύμνο) "When I was 17, I had wrists like steel and I felt complete/And now my body fades behind a brass charade and I'm obsolete/But if the chance remains to see those better days, I'd cut the cannons down/My ears are blown to bits from all the rifle hits, but still I crave that sound".

Το "Diplomat's Son" ή αλλίως ένας 6λεπτος dancehall ύμνος για μια ομοφυλοφυλική σχέση, όπως το περιέγραψε ο κιθαρίστας τους, παίρνει sample απο το "Hussel" της M.I.A. και είναι ένα αξιοπρόσεκτο μίγμα όλων των επιρροών της μπάντας που βάζει σε ίσες ποσότητες την τρυφερότητα αλλά και την ένταση μιας κρυφής σχέσης και δείχνει γιατί οι VW και ειδικότερα το μυαλό του Koenig είναι μια χήνα με χρυσά αυγά για κριτικούς και κοινό. Εδώ κάνει όσα λατρεύουν οι κριτικοί, υποκύπτοντας στον πειραματισμό αλλά χωρίς να απορρίπτει τη μελωδική του φλέβα.

Για την κορύφωση του δίσκου βεβαίως το "Diplomat's Son" τσακώνεται εδώ και κάμποσο καιρό με το "I Think Ur A Contra" που συνεχίζει τα τσιγκλίσματα στο πνεύμα του Joe Strummer αλλά είναι τελείως διαφορετικής υφής κομμάτι. Πιό ζεστό και στοργικό, δείχνει άλλη μια πλευρά του ερμηνευτικού εύρους του Ezra και σε αγκαλιάζει με την ακουστική του κιθαρα και τα ανατριχιαστικά του εγχορδα όταν τελικά εξομολογείται "You said/'Never pick sides/Never choose between two'/Well I just wanted you/I just wanted you". Ένα τόσο όμορφο κομμάτι θα μπορούσε εύκολα να γίνει δακρύβρεχτο αλλά εδώ δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Σα να βλέπεις μια ρομαντική ιστορία γεμάτη ελπίδες να καταλήγει σε μελαγχολική απραξία. Θλιβερό αλλά τραγικά ρεαλιστικό.

Έχω την αίσθηση οτι το Contra θα ήθελε πάρα πολύ να είναι το Is This It της δεκαετίας που ξεκίνησε. Πιασάρικο και ευκολοάκουστο μέχρι εκεί που δεν πάει παραπάνω, μικροί και εύχρηστοι τίτλοι στα τραγούδια, στη διάρκειά τους και στο όνομα του δίσκου, αριστουργηματική καταγραφή αλλά όχι αντιγραφή των επιρροών και γενικότερα ένα συγκεκριμένο στυλ που φτιάχτηκε μετά απο πολλή σκέψη. Το αν τα κατάφερε θα το δούμε σε λίγο καιρό, αν αρχίσουν να βγαίνουν και να παίρνουν κομμάτια της μουσικής πίτας και άλλα συγκροτήματα εμπνευσμένα απο την δυτική afrobeat των Vampire, πάντως δεν είναι τόσο καλό όσο το Is This It για να μην αγχώνεται και ο Julian Casablancas.

Απο την άλλη ίσως αν άκουγα νωρίτερα το Contra να με επηρέαζε περισσότερο. Γεγονός ομως είναι οτι οι VW βρήκαν τη χρυσή τομή και έκαναν την καλύτερη και πιο συνειδητοποιημένη προσπάθεια της καριέρας τους που θα τους χαρίσει αυτομάτως και απαξιωτικές κριτικές στους επόμενούς τους δίσκους που δεν μπόρεσαν να επαναλάβουν την επιτυχία του Contra. Αν και Contra φωνάζουμε υπέρ τους...

10.3.10

I only wanna be your one life stand/ Tell me do you stand by your whole man

Θυμάμαι ακόμα πόσο περήφανο ένιωσε το ελληνικό έθνος όταν ανακάλυψε τον Alex Καπράνο. Με το που έσκασαν (με αρκετό πάταγο) στα παγκόσμια μουσικά δρώμενα οι Franz Ferdinand, σερφάροντας ατσαλάκωτοι πάνω στο μετα-νέο κύμα, η Ελλάς βρήκε στο πρόσωπο του ψηλόλιγνου και κομψού Ελληνοάγγλου ένα ακόμα άξιο τέκνο της φυλής που «τα κατάφερε» όπως κάθε άξιο τέκνο της φυλής οφείλει. Και δώσ'του αφιερώματα, ακόμα κι από ανθρώπους που έμοιαζαν να έχουν ν'ασχοληθούν με την τρέχουσα μουσική πραγματικότητα από το 1990 (το αργότερο). Ακόμα κι ότι είχε ονομάσει την προηγούμενη μπάντα του "The Karelia" ανακάλυψαν οι άτιμοι, άσχετα αν δεν είχαν ακούσει ποτέ ούτε ένα τραγούδι τους και δε γνώριζαν την ύπαρξή τους πριν την επιτυχία των Franz. Τουλάχιστον όλο αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να έρθει η μπάντα στα ντουζένια της στο Ρόδον, φυσικά με τον Alex να μας χαιρετάει σε χαριτωμένα σπαστά ελληνικά.

Οι Franz σιγά σιγά έφυγαν απ'το προσκήνιο, οι Foals του Γιάννη Φιλιππάκη έχουν προς το παρόν στο ενεργητικό τους μόνο ένα κάποιο hype που δεν έχουν ακόμα δικαιολογήσει (αν και το καινούριο τους single ομολογώ είναι πολύ καλό και ελπιδοφόρα διαφορετικό απ'το υπερτιμημένο ντεμπούτο τους) οπότε αργούμε να τους ανακαλύψουμε, ενώ τη Marina με τα Διαμάντια της είναι πολύ νωρίς ακόμα για να την «πιάσουν» τα παλαιάς τεχνολογίας μουσικά ραντάρ του ελληνικού τύπου. Κι όμως, κάτω απ'τη μύτη όλων αυτών υπάρχει εδώ και χρόνια - όσα και οι Franz - ένας ακόμα μισο-συμπατριώτης μας που παράγει μουσική στην προσιτή μας Βρετανία, και μάλιστα με επιτυχία σχεδόν εφάμιλλη της μπάντας του Καπράνου.

Απλά αυτός είχε την τύχη/ ατυχία να μη λέγεται Καπράνος, Παπαδόπουλος ή κάτι άλλο ελληνοπρεπές διότι το ελληνικό μισό των γονιών του ήταν η μητέρα του. O Alexis Taylor αποτελεί το ένα πέμπτο των Hot Chip, ίσως της καλύτερης βρετανικής ελέκτρο μπάντας της τελευταίας πενταετίας, και έχει μια από τις ωραιότερες φωνές εκεί έξω. Αυτή ακριβώς η φωνή και οι πανέμορφες αρμονίες που άπλωνε σε στρώσεις στο ρεφραίν του "Boy From School", του πιο μελαγχολικού χορευτικού hit που έχω ακούσει τα τελευταία χρόνια, με τράβηξαν στον μικρόκοσμο που έχουν χτίσει εδώ και χρόνια ο Taylor και οι υπόλοιποι τέσσερεις Hot Chip.

Τόσο μουσικά όσο και ακαδημαϊκά μορφωμένα παιδιά και ακριβώς όσο χρειάζεται nerds (ο Alexis είναι εξέχον μέλος του λατρεμένου μου Μισοριξιά Club, και σε κάθε φωτογραφία της μπάντας προσπαθεί να γραφτεί στο Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες για το Τραγικότερο Πουλόβερ όλων των εποχών), έφτιαξαν τρεις δίσκους γεμάτους με εκλεκτική ελεκτροπόπ με πραγματικά μεγάλη γκάμα επιρροών και γερές δόσεις χιούμορ. Φέτος επανήλθαν με τον πολυαναμενόμενο τέταρτο, με τίτλο One Life Stand, έναν εθιστικό ποπ δίσκο που χαίρεσαι ν'ακούς και να ξανακούς.

Οι μελωδίες είναι απλές και ευδιάκριτες, φωτεινές και φιλόξενες, και σου προσφέρονται σε γενναίες δόσεις κουβαλώντας με ασφάλεια στους στιβαρούς ώμους τους το καθένα από τα δέκα κομμάτια. Όχημά τους τις περισσότερες φορές είναι η πραγματικά απολαυστική φωνή του Alexis, πιο soul από ποτέ και έχοντας επιτέλους πάρει τη θέση που της αξίζει στο κέντρο της σκηνής, ενώ ο Joe Goddard προσφέρει ένα πιο γήινο αντίβαρο. Λιγότερο παιχνιδιάρηδες απ'ότι στο Made in the Dark αλλά χωρίς φυσικά να βγάζουν αυτό το τόσο βασικό τους χαρακτηριστικό απ΄το παιχνίδι, βάζουν μπροστά τις πιο κλασσικές επιρροές τους και τις γεμίζουν με πραγματικά θετική ενέργεια που ξεχειλίζει από παντού.

Τα πιο προφανή highlights βρίσκονται στην αρχή, στη μέση και στο τέλος: το "Thieves in the Night" ξεκινάει το δίσκο με τρομερή αυτοπεποίθηση, με το keyboard που τριγυρίζει τη βασική μελωδία να μοιάζει με απευθείας nod στο αγαπημένο "Bizarre Love Triangle" των New Order, απόλυτων δάσκαλων για κάθε βρετανική (και όχι μόνο) ελεκτρο-ποπ (η έμφαση στο «ποπ») μπάντα που σέβεται τον εαυτό της. Το ομώνυμο κομμάτι και πρώτο single με τα ανατολίτικα μοτίβα στα πλήκτρα σε σπρώχνει στην πίστα και εκρήγνυται με ένα εντελώς κολλητικό ρεφραίν ("I only wanna be your one life stand" - νομίζω είναι τέλειο για πρόταση γάμου), ενώ το "Take It In" κλείνει το δίσκο με το διαβολικό ριφάκι του να εναλλάσσεται με τις αγγελικές διακηρύξεις του ρεφραίν ("And oh, oh, my heart has flown to you just like a dove/ It can fly/ It can fly").

Αυτή η περίσσεια αγάπης διατρέχει ολόκληρο το δίσκο, από «είμαστε όλοι αδέρφια, σας αγαπάω όλους» μέχρι πίστη και αφοσίωση και περιστέρια και λουλούδια. Πράγμα που δεν είναι κακό, έστω κι αν σε μερικά σημεία κολλάει από τα σιρόπια και μερικά πράγματα ακούγονται λίγο cheesy - η μπάντα το κατέχει αρκετά το πράγμα για να τα σώσει κι αυτά. Το "Hand Me Down Your Love" μοιάζει μονοδιάστατο μέχρι το υπέροχο γύρισμα του ρεφραίν και την είσοδο των εγχόρδων. Το "I Feel Better" έχει αρκετά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα φτηνά, σχεδόν εκνευριστικά dubstep κομμάτια που παράγονται με το σωρό και που λατρεύουν να χορεύουν τα Αγγλάκια στα club της Κω μεθώντας με Breezer και Smirnoff Ice, αλλά ξαφνικά το κομμάτι και η ανάσα σου κόβεται στη μέση από την εντυπωσιακή είσοδο της φωνής του Taylor και η ιδέα του να άκουγες κάτι τέτοιο σε μια γεμάτη Starlight δε μοιάζει και τόσο χάλια - ούτε καν η θέα των κατακαμμένων, αναψοκοκκινισμένων Βρετανών Δον Ζουάν που προσπαθούν να ρίξουν τις πιτσιρίκες με τα πλαστικά κερατάκια δεν θα ήταν αρκετή για να σου το χαλάσει.

Το "Slush" από τη μεριά του που ανοίγει το δεύτερο «μέρος» του δίσκου μοιάζει με mainstream αμερικάνικη soul μπαλάντα των '80s και προς στιγμή νομίζεις ότι ακούς Christian FM ή κάτι τέτοιο αλλά πάνω στα τέσσερα λεπτά κάνει μια εντυπωσιακή στροφή, με λιτά πνευστά, κύμβαλα και πιάνο να στρώνουν χαλί για ένα θεσπέσιο, πραγματικά soulful δίλεπτο όπου ο Taylor ερμηνεύει εκπληκτικά έναν μόνο, αλλά τόσο αφοπλιστικό, στίχο - "Don't I know there is a god?/ Now I know there is a god in your heart". Δεν ξέρω πώς θα γίνει αλλά ίσως να είναι η πρώτη φορά που ένα δίλεπτο από ένα εξάλεπτο κομμάτι θα μπει στα αγαπημένα μου της χρονιάς.

Αφήνουν την quirky φύση τους να εμφανιστεί στο τρυφερό "Alley Cats" που, ταιριαστά με τον τίτλο του, τρίβεται πάνω σου και κουρνιάζει στα γόνατά σου χωρίς πολλές εξηγήσεις, ενώ προσφέρουν άλλον έναν ύμνο στις βρετανικές πίστες για το ερχόμενο καλοκαίρι με το "We Have Love" πριν μπουν στα χωρικά ύδατα των Depeche Mode με το "Keep Quiet" (το επισήμανε ο mr.grieves κι έχει δίκιο - θα ήταν εύκολα stand-out σε έναν δίσκο σαν το Ultra) πριν το "Take It In" διαλύσει τη σκοτεινή ατμόσφαιρα σαν ακτίνες του ήλιου που μπαίνουν ξαφνικά στο δωμάτιο.

Μ'αυτά και μ΄αυτά ο Alexis ανακηρύσσεται πανηγυρικά νικητής στον άτυπο πατριωτικό αγώνα - οι Hot Chip τα κατάφεραν και πάλι, χαρίζοντάς μας έναν νηφάλια ευδαιμονικό, σε σημεία γιορταστικό αλλά ποτέ πανηγυρτζίδικο δίσκο από μια μπάντα έμπειρη πλέον και στα καλύτερά της, ένα δίσκο πέρα για πέρα ικανό να σου φτιάξει τη μέρα. Για μένα δούλεψε μια χαρά.

7.3.10

Won't you tell me why that /The beautiful ones are always crazy

Μέχρι στιγμής δε χρειάστηκε να αποχαιρετήσω έναν φίλο απο όλους αυτούς που με συντρόφευσαν τόσα χρόνια είτε μέσα στα ακουστικά μου ή μέσω των ηχείων του υπολογιστή μου. Ο θάνατος του Vic Chesnutt ήταν για μένα περισσότερο εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα μιας και δεν έχω ακόμα εντρυφύσει στην μουσική κληρονομιά που άφησε πίσω του. Ο Jay Reatard έζησε, δημιούργησε και πέθανε τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα να του πω ούτε ευχαριστώ για το τραγούδι του "Ain't Gonna Save Me" που έμαθα μέσω της εκπομπής του Τάσου Πάλλα λίγες μέρες πριν ο Reatard αυτοκτονήσει.

Σήμερα με τον ίδιο τρόπο έφυγε απο τη ζωή και κάποιος που η «σχέση» μας ήταν τελείως διαφορετική και σίγουρα πιο κοντινή.

Για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα η μοναδική μου επαφή με τον Mark Linkous ήταν απο την συνεργασία που έκανε μέσω τηλεφώνου με τον Thom Yorke προκειμένου να μας χαρίσουν μια υπνωτική και ανατριχιαστική εκτέλεση του "Wish You Were Here" των Pink Floyd. Όταν ήρθε πια η ώρα να ακούσω την δισκογραφία του ένιωσα άσχημα γιατί πραγματικά θα μπορούσε να είναι ένας απο αυτούς τους καλλιτέχνες που θα έβαζαν το χέρι τους στη διαμόρφωση της μουσικής μου αντίληψης αν τον γνώριζα νωρίτερα.

Απο το 1995 έως σήμερα μας χάρισε 6 άλμπουμ μέσα στα οποία κρύβονταν συνεργασίες με πολύ σπουδάιο κόσμο (Tom Waits, PJ Harvey, John Parish, Dave Freedman, Dangermouse, Fennesz, Iggy Pop, Frank Black, Daniel Johnston κλπ), ανάμεσά τους και τον Vic Chesnutt. Η σύνδεση των δύο αντρών απ'ότι φαίνεται ήταν κάτι παραπάνω απο τους έξι μήνες που ο Linkous εμεινε σε αναπηρική καρέκλα εξαιτίας μιας σχεδόν θανατηφόρας εμπειρίας με αλκοόλ και ναρκωτικά.

Ο Chesnutt προσπάθησε πολλάκις να αυτοκτονήσει ενώ ο Linkous έπασχε απο χρόνια κατάθλιψη. Το πιο σημαντικό όμως είναι οτι μέσω των πιο πρόσφατων συνεντέυξεών τους φαινόνταν να μιλούν σε παρελθοντικό χρόνο για τα πράγματα και την αρρώστια που τους βασάνιζε. O Linkous ειδικότερα είχε σχεδόν ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις του νέου του δίσκου ενώ το καλοκαίρι θα έβγαινε επιτέλους και σε φυσική μορφή το Dark Night Of The Soul κάτι που δεν είχε γίνει μέχρι τώρα λόγω διαφωνιών με τη δισκογραφική του.

Αν αρχίσουμε απο το τέλος θα βρούμε το In the Fishtank, μια πειραματική προσπάθεια μαζί με τον Fennesz που έφερνε μεγαλύτερο μέρος σφραγίδας του αυστριακού. Νωρίτερα υπήρξε μια προσπάθεια μαζί με τον Danger Mouse στο Dark Night Of The Soul να μαζευτεί ένα all-star πλήρωμα που ανάλογό του βρίσκεται μόνο σε φιλανθρωπικά compilations.

Το 2006 μετά απο πέντε χρόνια απουσίας κυκλοφόρησε το Dreamt for Light Years in the Belly of a Mountain παρουσιάζοντας έναν πιο γυαλιστερό εαυτό σε σχέση με το lo-fi που τον καθιέρωσε, ενώ άρχισε τη δεκαετία με το υπέροχο It's a Wonderful Life όπου δοκίμασε πολλές παλέτες χρωμάτων και συναισθημάτων, στο πρώτο του άλμπουμ που δεν ηχογραφήθηκε στο προσωπικό και απομονωμένο του studio.

Τα δύο πρώτα του άλμπουμ Vivadixiesubmarinetransmissionplot και Good Morning Spider ήταν ακριβώς όπως περίμενε κανείς. Με lo-fi παραγωγή, ηχογραφημένα με ντροπαλότητα μακριά απο τα βλεμματα άλλων, αλλά και γεμάτα καταπληκτικές και πλούσιες μελωδίες.

Αυτή η μουσική πορεία των Sparklehorse τελείωσε σήμερα το πρωί όταν βρέθηκε νεκρός μέσα στο σπίτι του. Άδοξα και τραγικά. Χωρίς ο ίδιος να το επιδιώξει διαφορετικά.

Μέσα σε αυτή του την πορεία έκανε πολύ κόσμο χαρούμενο, μελαγχολικό και ευγνώμονα γαι το ταλέντο του. Όπως και εμάς που μας κάνει να τραγουδάμε το υμνώδες "Someday Ι Will Treat You Good" ή να ονειρευόμαστε με το dream pop κάλλος του "Painbirds". Απλώς ευχαριστούμε τους Sparklehorse και ευχόμαστε ο Mark Linkous να βρίσκεται κάπου ευτυχισμένος και ελεύθερος.

Sparklehorse - "Painbirds" από το Good Morning Spider

4.3.10

I'm too young to be defeated

Πρέπει να είναι ωραίοι τύποι οι Surfer Blood. Σχεδόν τους φαντάζομαι να μεγαλώνουν στα 90’s ακούγοντας Pixies, R.E.M., Pavement, το "Buddy Holy" των Weezer κλπ, να βλέπουν όλη μέρα βιντεοκλίπ στο MTV και να φορούν Martins, πολύχρωμα t-shirts τα καλοκαίρια και φαρδιά φούτερ το χειμώνα.

Αλλά υπάρχει ένα παράδοξο στην προηγουμένη πρόταση. Στο West Palm της Florida απ’ όπου έρχονται δεν έχει ποτέ χειμώνα παρά μόνο ήλιο, άμμο και σορτσάκια. Υπό αυτή την έννοια δεν είναι παράξενη η «ρετσινιά» surf rock που τους κόλλησαν.

Σίγουρα τα περισσότερα κομμάτια τους τα φαντάζεσαι με την συνοδεία ήλιου, παγωμένης μπύρας και θάλασσας. Στίχοι μάλιστα όπως "If you're movin' out to the west/ Then you'd better learn how to surf/ The tide will break in on itself/ There are no ghosts to exhume or unearth" στο α λα Miracle Legion και Come on Pilgrim τζαμάρισμα του “Floating Vibes” δεν αντιλέγουν στον χαρακτηρισμό surf rock. Τα πράγματα που ενέπνευσαν τον Brian Wilson κάμποσα χρόνια πριν συνεχίζουν να εμπνέουν και τους Surfer Blood αν και δεν μοιάζουν με τύπους που θα έβαζαν άμμο μέσα στο σαλόνι τους προκειμένου να πετύχουν αυτή την αυθεντική αίσθηση που έψαχνε ο συνθέτης των Beach Boys.

Κορίτσια και έρωτες στα "Catholic Pagans", "Harmonix", "Take It Easy" και "Slow Jabroni"(Jabroni παρεμπιπτόντως είναι αυτός που μιλάει πολύ και δεν έχει το θάρρος να πράξει. Ο θρασύδειλος με λίγα λόγια. Χρησιμοποιείται και στην ελληνική λόγω της ηχητικής συγγένειας προκειμένου να αντικαθιστά τη λέξη ζαμπόν. Ζαμπόν/ζαμπόνι/Jabroni. Παραδείγματος χάριν:
-«Θέλω το τοστ μου με edam, αυγό, ντομάτα και τόνο»
-«Jabroni να βάλω;»
-«Όχι βρε ηλίθιε, τόνος μαζί με jabroni; Θα ρεύομαι μέχρι αύριο»), γρήγορα αμάξια στο "Anchorage" και φυσικά οι απαραίτητες αναφορές στην ποπ κουλτούρα της εποχής μας όπως στο "Twin Peaks". Τι λέτε; Ναι, πράγματι το Twin Peaks μεταδίδονταν στα '90s , αλλά εκεί δεν έχει κολλήσει ο χωροχρόνος των Surfer Blood;

Δεν μπορώ να πω ότι δεν τους ζηλεύω και δεν θα ήθελα να είμαι φίλος τους. Πέρα απ’ αυτό όμως και επειδή δεν βλέπω να με καλούν σύντομα για surf, παιχνίδια στην άμμο και μετά τηλεόραση να βλέπουμε NBA και την αρμάδα των Bulls να σκίζει τον ανταγωνισμό, το πρόβλημα του άλμπουμ δεν είναι ότι ακούγεται παλιομοδίτικο. Ίσα ίσα που αν υπήρχαν καλύτερα τραγούδια θα ήταν και προσόν για κάποιο άλμπουμ να σε μεταφέρει σε μια εποχή που θεωρείται λίγο ρετρό πλέον (σνιφ).

Το πρώτο single του δίσκου "Swim" κάνει μια ιδιαίτερα τολμηρή παραπομπή στο '80s arena rock, τόσο που νομίζεις ότι κάπου χοροπηδάει από τη χαρά του πάνω σε κάποιο γιγάντιο μικρόφωνο ο David Lee Roth, παρ’όλα αυτά επιβιώνει χάρη στον ανθεμικό του χαρακτήρα και τις εφευρετικές του συγχορδίες .Στο τρίτο κομμάτι του δίσκου "Take It Easy" επιχειρείται μια σύνδεση με το σήμερα και τις κοφτερές, σχεδόν παιδικές κιθαρίτσες των Vampire Weekend, όμως η ροή είναι ανύπαρκτη και τα μέρη του τραγουδιού μοιάζουν ξεκομμένα μεταξύ τους σα να κοιτάνε με αγωνία την ασυνεννοησία μην μπορώντας να αποτρέψουν τη μονοτονία.

Τα κεφάτα α λα Stephen Malkmus φωνητικά του "Twin Peaks" και η νεανική του ενεργητικότητα κάνουν τον δίσκο να τρέχει γρηγορότερα και πιο ανάλαφρα πριν όμως σωριαστεί με τα μούτρα εξαιτίας των δύο Jabroni. Μάλιστα το ένα είναι "Fast Jabroni" και το άλλο "Slow Jabroni". Πρόκειται για την ίδια βαρετή σύνθεση με διαφορετικό τέμπο όμως. Σε όποιο τέμπο βέβαια και ν’ακουστεί η βαριά κιθάρα που πιάνει τα γόνατα της για να σηκωθεί από την καρέκλα έχει γεράσει χωρίς κανείς να της πει ότι δεν είναι πλέον για πολλά ενώ τα δύο κομμάτια το ένα μετά το άλλο ακρωτηριάζουν το δίσκο και τον αποσυντονίζουν.

Η καταστροφή του δεύτερου μισού του δίσκου ολοκληρώνεται στο αργοκίνητο "Anchorage", ένα μάλλον ατυχές tribute στους Sonic Youth. Το αποχαιρετιστήριο "Catholic Pagans" κινείται σε παρόμοια προσεκτικά αργούς ρυθμούς όπως τα προηγούμενα κομμάτια αλλά αποδεικνύει πως οι Surfer Blood μπορούν να φτιάξουν και όμορφα κομμάτια που δεν πατάνε συνέχεια γκάζι αρκεί να βοηθάει το υλικό.

Όταν η καλύτερη στιγμή του δίσκου είναι το υπέροχα νοσταλγικό και χρωματισμένο με ζαχαρένιες κιθάρες Televisionικό "Neighboor Riffs" που κρατά μόλις 2'09" και είναι και ορχηστρικό άνευ της φωνακλάδικης παρουσίας του John Paul Pitts (κάτι μας δείχνει αυτό), τότε υπάρχει ένα μικροπρόβλημα και ίσως να ξεμπροστιάζει το γεγονός ότι οι Surfer Blood δεν ήταν ακόμα έτοιμοι για LP.

Όπως και να'χει εμπρός για την Surf Rock αναβίωση. Χίλιες φορές το ζαμπόν πάντως.

Surfer Blood - "Neighbour Riffs" από το Astro Coast

2.3.10

Hertz Festival, Μέρα 1 - 19.2.2010, Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός», Αθήνα

Ως μια σεμνή επιτυχία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το Hertz festival του οποίου την πρώτη μέρα είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε. Αν και με λιγοστή προώθηση ο ασυμβίβαστος πειραματιστής συμπατριώτης μας Novi_Sad που έχει ξεπεράσει τα ελληνικά σύνορα με τις ηχογραφήσεις και τη δραστηριοποίησή του στο εξωτερικό συνόδευσε τον Αυστριακό κιθαρίστα και θαυματοποιό Fennesz σε ένα γεμάτο και πολυσυλλεκτικό αμφιθέατρο.

Ό άγνωστος σε μένα μέχρι την προηγούμενη Παρασκευή Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός» σε συνεργασία με την Αυστριακή πρεσβεία και το Γαλλικό Ινστιτούτο (προκειμένου να έρθει την επόμενη μέρα η Γαλλίδα synthέτρια Eliane Radigue) διοργάνωσε άψογα μια πέραν των μίζερων καθιερωμένων μουσική βραδιά που αν μη τι άλλο σεβάστηκε τον θεατή.

Με μια μικρή καθυστέρηση περίπου μισής ώρας (αλήθεια δεν είναι πολύ rock 'n' roll που οι συναυλίες στην Ελλάδα αρχίζουν με δίωρη καθυστέρηση;) το κοινό που αποτελούνταν από όλο το φάσμα των ηλικιών (δυστυχώς όχι παιδάκια, τα οποία έχασαν μια μεγάλη ευκαιρία να συνδέσουν την πρώτη φορά που κατουρήθηκαν από τον φόβο τους με την παράσταση του Novi_Sad) προτού προλάβει να χειροκροτήσει για να υποδεχθεί τον κατά κόσμον Θανάση Καπρούλια και τα drones του ένιωσε να χάνει το φως του. Τα φώτα έσβησαν και τα πλατσουρίσματα ενός θαλάσσιου τοπίου προσπάθησαν να μας φέρουν μια γνώριμη εικόνα ώστε να πιαστούμε απ’ αυτήν προκειμένου να ξεχάσουμε το σκότος. Έπειτα ακολούθησαν οι ηλεκτρονικές επιθέσεις με τη μορφή στρατηγικών χτυπημάτων που επαναλαμβάνονταν, φούσκωναν και άδειαζαν κυκλώνοντάς σε και συγχύζοντάς σε τόσο ώστε να συμμετάσχεις σε αυτή τη διαδικασία με τη μόνη δύναμη που είχες εκείνη τη στιγμή. Το μυαλό σου και τις ζωντανές εικόνες που μπορούσε να δημιουργήσει χάρη στην πλούσια σε συναισθήματα (κυρίως απαισιόδοξα), χειρουργικής ακρίβειας και ζωγραφικής εφευρετικότητας μουσική των laptop του Novi_Sad.

Ένας παππούς που δαχτυλοέδειχνα πριν σα να ήμουν μπόμπιρας που βλέπει τα σοκολατάκια στο ζαχαροπλαστείο, απ’ό,τι μπόρεσα να διακρίνω στο σκοτάδι πήρε την τραγιάσκα του και έφυγε. Λογικό, είχε συνηθίσει στις συναυλίες κλασσικής μουσικής που διοργανώνει εβδομαδιαία ο «Παρνασσός» και κανείς δεν μπορεί να τον κακίσει γιατί οι ήχοι ήταν δύσπεπτοι και παραμορφωμένοι τόσο ώστε να καταλαβαίνεις ότι τους έχεις ξαναδεί αλλά να μην μπορείς παρά να ανατριχιάσεις από τον τρόπο που κομματιάστηκαν και έγιναν σκιά του εαυτού τους. Υπήρξαν και άλλοι που έφυγαν, σχεδόν όλοι όμως κάθισαν είτε από σεβασμό στον καλλιτέχνη, είτε επειδή ντρέπονταν να φανεί το πρόσωπό τους στην ολοσκότεινη αίθουσα τη στιγμή που θα άνοιγαν την κουρτίνα και θα έβγαιναν στο φως, είτε όπως εγώ με την uptight έχοντας ξεπεράσει το αρχικό σοκ σηκώσαμε το γάντι σε αυτή την μονομαχία συναισθημάτων και πειραματισμού που μας πέταξε ο Novi_Sad αποφασισμένοι να τον ακολουθήσουμε μέχρι τέλους στα εφιαλτικά αποκαΐδια της φωτιάς του, ή στα λασπωμένα βήματα του βάλτου του είτε στα καταγάλανα βαθιά νερά της θάλασσάς του.

Αν έπρεπε να ξεχωρίσουμε τις συνθέσεις του κάπως έτσι θα το κάναμε, βασιζόμενοι στους ήχους που ξεκίναγαν αυτά το χαλαρής υφής ηχοτοπία. Μουσική εξόχως κινηματογραφική, και άμεσα ερωτηματική προς τον ακροατή. Χωρίς τη φάτσα του δημιουργού να φωτίζεται ώστε να έχεις να ακουμπήσεις το βλέμμα σου, χωρίς κάποιο οπτικό θέατρο, σε άφηνε μόνο σου με τις σκέψεις, τους φόβους, τα όνειρα και τις ανασφάλειές σου.

Αν έλεγες σε κάποιον να σου περιγράψει την εμπειρία του από αυτή την εμφάνιση ή μάλλον εξαφάνιση του μουσικού θα την περιέγραφε με τελείως διαφορετικό τρόπο απ’ό,τι το κάνω εγώ ή κάποιος άλλος που βρέθηκε εκεί. Γιατί ο καθένας οπτικοποίησε και πρόβαλε ψυχικά και ψυχολογικά την μουσική του Novi_Sad με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα ο κ. Ανδρέου από το cosmo.gr περιέγραψε το φόβο του και το πόσο άβολα ένιωσε, ο κ. Πλακιάς από το Mixtape έδωσε βάση στο τεχνικό κομμάτι ενώ ο κ. Μιχαλόπουλος από το Avopolis εστίασε στο πως κατάφερε να χάσει τον Novi_Sad (ήταν πολύ καλό για να μη το αναφέρω).

Όσες φορές όμως νιώσαμε ότι ο θεατής ή μάλλον ακροατής έχει αναδειχθεί ως κεντρικό θέμα του λαβυρινθοειδών θεμάτων του Novi_Sad με τη μη εμφάνιση του καλλιτέχνη, άλλες τόσες αισθανθήκαμε αναλώσιμοι σα να βρισκόμασταν εκεί για να υποστούμε και όχι για να απολαύσουμε. Μια περίπου σαδομαζοχιστική σχέση που θύμισε (όχι μουσικά) την επιμονή των A Place To Bury Strangers να μας ματώσουν τ'αυτιά έγινε παραγωγική και πλούσια, ικανή για μυθιστορήματα και περιστρεφόμενες πόρτες, αυγάτισε και πολλαπλασίασε τον τρόμο του σκότους και την αναγκαία ασυναίσθητη στοργή που προσφέρει ένα χέρι που σφίγγεις.

Όταν έτριζε το έδαφος από την μετατροπή του ήχου σε καθαρή ενέργεια φανταζόσουν ότι ήσουν σε ένα σκάφος που κουνιόταν και ανά πάσα στιγμή θα άνοιγε την κοιλιά του για να πετάξει όλες τις θέσεις στο κενό. Όταν η φωτιά τσιτσίριζε αισθανόσουν ότι περπάταγες μέσα σε συντρίμμια ενώ όταν οι στάχτες παρασύρθηκαν από το κύμα η βαθιά βουτιά που κάναμε μέσα στο βυθό και το νερό που έμπαινε στα αυτιά μας μου θύμισε έντονα την βουτιά και την αυτοκτονία του Μάρτιν Ήντεν από εκείνο το υπερωκεάνιο έναν αιώνα περίπου πριν.

Έτσι όπως έσβησαν ξαφνικά τα φώτα, άλλο τόσο απότομα άναψαν και αποκάλυψαν στα έντονα (προς έκπληξή μου) χειροκροτήματα όλων… το τίποτα. Γιατί ο Novi_Sad δεν ήταν εκεί.

Όσο αναρωτιόμασταν με την uptight για το πώς μπορεί να έκλεισε τη μουσική και να εξαφανίστηκε αυτό το μικρό φως από laptop που βλέπαμε τόση ώρα αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε ταυτόχρονα και αν αυτή η εμπειρία που ζήσαμε για περίπου μία ώρα πράγματι συνέβη. Ο Θανάσης Καπρούλιας χωρίς υποκλίσεις και χαιρετούρες εξαφανίστηκε και για μια ακόμη φορά άφησε το κοινό να βγάλει μόνο του τα συμπεράσματά του. Θαρραλέος, τολμηρός και γεμάτος ιδέες μας γεμίζει χαρά επειδή μερικά πράγματα δεν έχουν σαπίσει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας.

Σε σύγκριση με τον Novi_Sad η διαδικασία της εμφάνισης του Fennesz πάνω στη σκηνή έμοιαζε συμβατική και συνηθισμένη. Χωρίς να είμαι εγώ οικείος με τη δουλειά του Αυστριακού έχοντας μόλις αδειάσει από την ψυχοτροπική εμπειρία του support ήθελα κάτι πλατύ με γλυκύτερο πλαίσιο και τις μακρινές Beach Boys επιρροές που υπόσχονταν οι κριτικοί και η uptight. Και όντως δεν απογοητεύτηκα. Ένας συμπαθής κύριος στην πρώτη σειρά, ίσως υπερβολικά κουρασμένος από τον Novi_Sad, έκανε την καλύτερη μίμηση νυσταγμένου Μr Βean στην εκκλησία που θα μπορούσαμε να φανταστούμε ενώ οι υπόλοιποι χαλαρώσαμε σε μια παρομοίως πειραματική αλλά πιο ζεστή και συντροφική ατμόσφαιρα.

Ο Fennesz έμοιαζε με καθηγητή πανεπιστημίου, έχοντας δανειστεί την ίδια αυστηρή αλλά δημιουργική φάτσα από ιστορικούς μουσικούς συμπατριώτες του. Δεν χρειαζόταν παρά μια ηλεκτρική κιθάρα και ένα laptop για να αναπαράγει και να πολλαπλασιάσει τις νότες. Ευχάριστες και ιντριγκαδόρικες στο αυτί, κρυμμένες πίσω από ένα τείχος λευκού και νεκρικού θορύβου. Οι δημιουργίες του λεπτότερες και τα συμπεράσματά του πιο υπόγεια και μυστηριώδη από το support του.

Τα τεχνητά beat έμοιαζαν με σήματα μορς και η γραμμή της καρδιάς περπατούσε σε έναν ευθύ και προαποφασισμένο δρόμο. Δεν υπήρχαν οι τρομακτικές ανακατατάξεις ή απότομες αλλαγές, οFennesz έχτιζε σταδιακά τη μουσική του σαν τουβλάκια χωρίς να ποντάρει στο δράμα αλλά χειριζόμενος με σεβασμό και ευπρέπεια την συναισθηματική γραμμή του θεατή. Όταν ξέβρασε και το τελευταίο στοιχείο του προηγούμενου δίωρου σαν μια υποτυπώδη φροντίδα και αγκαλιά μετά το άκρο όπου πιεστήκαμε, απλά σταμάτησε να μας υπνωτίζει, υποκλίθηκε με το στυλ και τον ανύπαρκτο εγωισμό των κεντροευρωπαίων και έφυγε πίσω από την κουρτίνα.

Όταν σηκωθήκαμε παρατήρησα ότι οι θέσεις ήταν σχεδόν το ίδιο γεμάτες με την αρχή, πράγμα που σήμαινε δύο πράγματα. Πρώτον ότι ο κόσμος θα ανταποκριθεί σε καλές συναυλίες ανεξαρτήτως «δύσκολης μουσικής» ή όχι αν γίνονται από έναν σοβαρό και συνεπή σύλλογο κάτι που είναι ευχάριστο και παρήγορο για το μέλλον.

Δεύτερον ότι κανείς δεν έπαθε τίποτα κακό, σε αντίθεση με αυτό που θέλει η μικροαστική αντίληψη που εκφράζεται με το δόγμα «Μπίρλας και Κόρκος» που μας έμαθαν οι Απαράδεκτοι, και αποτρέπει όλους εμάς τους κουφιοκεφαλάκηδες από μια ασυνήθιστη αλλά γεμάτες ανταμοιβές εμπειρία. Και ήταν μόνο η πρώτη χρονιά του festival....
 
Clicky Web Analytics