Φιου! Παρά λίγο... Τελευταία μέρα του χρόνου έπρεπε να φτάσουμε για να ανεβάσουμε και τη δεύτερη λίστα, αλλά προλάβαμε. Προλάβαμε... Τρόπος του λέγειν. Πόσα ακόμα albums δεν μπορέσαμε ν'ακούσουμε (Mew, Dan Deacon, Mono, Leisure Society, Mirah, Isbells, κτλ κτλ, sorry παιδιά, του χρόνου σας υπόσχομαι!) ή ακούσαμε ελλειπώς... Αλλά αρκετά με τα παράπονα για το χρόνο. Προσωπικά βρήκα το 2009 μια εξαιρετική μουσική χρονιά με πραγματικά σπουδαία παραγωγή, και οι επόμενοι 40 δίσκοι είναι τα κυριότερα επιχειρήματά μου γι'αυτό! Με την ευχή το 2010 να είναι ακόμα καλύτερο και να μπορέσουμε ν'αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο στη μουσική, πάμε...
40. Blindfold - Faking Dreams
Οι νεαροί Ισλανδοί που εδρεύουν στο Λονδίνο επιλέγουν απ'όλα τα μονοπάτια που άνοιξαν συμπατριώτες τους ν'ακολουθήσουν αυτόν των Sigur Ros, δείχνοντας παράλληλα στον κόσμο και το πόσο έχουν λιώσει τους πρώτους δίσκους των Muse και το The Bends. Σύμφωνοι, δεν είναι το πιο πρωτότυπο πράγμα στον κόσμο από άποψη συνδυασμού επιρροών και τελικού ηχητικού αποτελέσματος, και σε κάποιες λίγες περιπτώσεις τους ξεφεύγει λίγο παραπάνω υπερβολή στη συνταγή, αλλά ως επί το πλείστον έχουν αρκετά καλά τραγούδια και αρκετές δικές τους ιδέες για να στηρίξουν και να δικαιολογήσουν άλλη μια εκδοχή του δημοφιλούς παραπάνω μείγματος.
39. The Decemberists - The Hazards of Love
Φανταστείτε μια σκηνή στο ιατρείο κάποιου ψυχολόγου, όπου ο δόκτωρας λέει στοργικά στον ασθενή να ξεσπάσει, να αποτινάξει τους φόβους του και να εκφράσει ελεύθερα αυτό που έχει μέσα του. Ε, ο Colin Meloy θα μπορούσε να βρίσκεται στη θέση του απελευθερωμένου ασθενή αν κρίνουμε από το φετινό του έπος. Μοιάζει σα να κρατιόταν τόσο καιρό και επιτέλους το 2009 κατάφερε να βρει το θάρρος να βγάλει προς τα έξω τον '70s ροκά που έκρυβε καλά μέσα του, κυκλοφορώντας ένα concept album που διηγείται την ιστορία της Margaret και των διάφορων παθημάτων της σε πολύ περασμένα χρόνια. Άφησε τις δυνατές κιθάρες να καλπάσουν ακομπλεξάριστες και σκάλισε μ'αυτές παλιομοδίτικες, στιβαρές και «γεμάτες» μελωδίες. Τις έντυσε με πλουμιστά ρούχα κι έδωσε τους γυναικείους ρόλους στην Becky Stark και την τρομερή Shara Worden (περισσότερα για την εξοχότητά της στις συναυλίες της χρονιάς). Το αποτέλεσμα είναι παραδοσιακό αλλά updated, και τόσο πλήρες από μελωδίες και hooks που ώρες ώρες ξεχειλίζει αλλά σίγουρα δεν αφήνει τον ακροατή παραπονεμένο. Ένας δίσκος που αξίζει να βάλετε στο φίλο σας που ακούει ακόμα Jethro Tull - όλοι έχουμε έναν τέτοιο - μπας και ξεκολλήσει κι ακούσει και κανένα συγκρότημα που να ξεκίνησε μετά το 1990. Θα έχετε κάνει μια καλή πράξη χρονιάρες μέρες.
38. The Pains Of Being Pure At Heart - Pains Of Being Pure At Heart
Το ντεμπούτο των POBPAH μοιάζει φτιαγμένο για να προσκυνηθεί από κάθε indie παιδί των early '90s που σέβεται τον εαυτό του και τις ατελείωτες ώρες που πέρασε στο εφηβικό του δωμάτιο ακούγοντας JAMC, Ride, Field Mice, Heavenly, Teenage Fanclub, Lemonheads και όλους τους άλλους ήρωες της εποχής. Τα έχει όλα: γλυκιά, φωτεινή indie power pop με μελένιες κιθάρες, αθώα νεανικά φωνητικά και ηλιόλουστες μελωδίες γραμμένες θαρρείς για ν'αποτελέσουν το σάουντρακ μιας ατελείωτης χαρούμενης εκδρομής. Αν είχε βγει το 1993 θα ήταν ένας καλός αλλά συνηθισμένος για τότε δίσκος, τώρα όμως η μόδα της εϊτίλας σημαίνει ότι ακούγεται σαν μια νοσταλγική μύγα μες στο γάλα των απανταχού Passion Pit. Πράγμα καθόλου άσχημο βέβαια, δε βλάπτει να νιώθεις ότι ξαναγίνεσαι 20 χρονών. Χώρια που η επιτυχία που γνώρισαν σημαίνει ότι πλησιάζουμε επιτέλους στην εποχή που το ρετρό θα είναι τα '90s κι όχι τα '80s, και προσωπικά ανυπομονώ.
37. Weinland - Breaks in the Sun
Πριν λίγο καιρό, πάνω που μπήκε αυτό το κάτι-σαν-χειμώνας που απολαμβάνουμε εδώ στην Ελλάδα, έλεγα για έναν δίσκο από κάτι παιδιά απ'το Portland. Οι Weinland έφτιαξαν το ηχητικό αντίστοιχο μιας κούπας με ζεστό γάλα κι ενός τενεκεδένιου κουτιού με διάφορα μπισκότα - από εκείνα που τρως πρώτα αυτά με τη ζάχαρη, μετά τα πιο «βαρετά» που είναι απλά βουτύρου και στο τέλος χρησιμοποιείς το κουτί για τα ραφτικά σου. Ακούγονται κάθε φορά σαν διαφορετικοί σύγχρονοι συμπατριώτες τους - πότε Bon Iver ή Elliott Smith, πότε Czars - και η μελαγχολία που φαίνεται να διατρέχει κάθε τους νότα δεν τους ωθεί σε μελοδράματα αλλά σε πίνακες με τα όμορφα χρώματα της αμερικανικής υπαίθρου το φθινόπωρο.
36. Fanfarlo - Reservoir
Το τεράστιο αντίκτυπο που είχε το Funeral στο αμερικανικό μουσικό τοπίο το είχαμε διαπιστώσει από χρόνια. Απέναντι όμως, στις απo'δω ακτές του Aτλαντικού, δεν είχε φανεί τόσο. Να λοιπόν που φέτος ήρθαν κι από την Aγγλία δείγματα της επιρροής των Arcade Fire. Το ένα ήταν ο πολύ καλός αλλά με στυλ όμοιο με των Καναδών σε βαθμό φωτοτυπίας δίσκος των Mumford & Sons, και το άλλο ήταν το ντεμπούτο από τούτο το παρεάκι από το Λονδίνο που όμως εκπροσωπείται στον κόσμο μέσω της φωνής ενός Σουηδού. Τα τραγούδια τους ακούγονται σα μια μίξη Arcade Fire και DeVotchka, αλλά στις πιο εξωστρεφείς στιγμές και των δυο, και ακόμα κι η φωνή του Simon Balthazar μοιάζει να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον Win Butler και στον Nick Urata. Φωτεινά, αισιόδοξα τραγούδια με ρομαντικές ενορχηστρώσεις, γεμάτες έγχορδα και τρομπέτες, που ενισχύουν το ανοιχτόκαρδο συναίσθημα που βγαίνει από κάθε νότα. Τέλεια μουσική για οδήγηση σε ανοιχτούς δρόμους με τον αέρα να παίρνει τα μαλλιά, και τέλεια μουσική για να λαμπρύνει τις μέρες σας.
35. Taxi Taxi! - Still Standing At Your Back Door
Άλλη μια σουηδέζικη συμμετοχή στη λίστα μας (κι έχει αρκετές ακόμα!) είναι οι 19χρονες δίδυμες αδερφές Berhan. Φαντάζομαι ότι εύκολα πάει το μυαλό κάποιου σε δυο δίμετρες ξανθιές θεές που τον περιμένουν για τρελές νύχτες, αλλά δυστυχώς θα τον απογοητεύσουμε. Εδώ έχουμε να κάνουμε με σοβαρά κορίτσια, δυο ταλαντούχες πιτσιρίκες που έφτιαξαν ένα δίσκο που με τίποτα δεν προδίδει τα χρόνια τους. Με τις λεπτές φωνές τους υφαίνουν έναν ρομαντικό κόσμο, τον οποίο μας μεταφέρουν μέσα από λιτές αλλά πάρα πολύ προσεγμένες ενορχηστρώσεις. Ακουστική κιθάρα, ακορντεόν, βιολί και διάφορα κρουστά τονίζουν τις πότε ονειροπόλες και πότε μελαγχολικές μελωδίες τους, σε μια εντελώς ανεπιτήδευτη επίδειξη υψηλής αισθητικής και χωρίς την παραμικρή υπερβολή σε οτιδήποτε. Ένα ακόμα μαγευτικό ντεμπούτο, και άλλη μια ευχή να μη μείνουν μόνο σ'αυτό.
34. Them Crooked Vultures - Them Crooked Vultures
Οι τύποι που μας ανάγκασαν να αφιερώσουμε μια ολόκληρη εκπομπή στα supergroups εμφανίστηκαν δυνατοί και σωτήριοι και την τελευταία στιγμή σαν το Ιππικό, κι έσωσαν την πληγωμένη εσχάτως τιμή του rawk με ένα δίσκο δυναμίτη. Δεν έχει περιστροφές εδώ (περίστροφα παίζει) - ο Josh, o Dave και ο σεβάσμιος κύριος Jones (είναι και κάποιας ηλικίας) βαράνε καλά και φτιάχνουν μουσική που συνδυάζεται μόνο με μπόλικο ουίσκι και δερμάτινα μπουφάν. Δεν είναι όμως παλιοροκιά παλιομοδίτικη (εξαιρείται ίσως το ριφάκι του εναρκτήριου "No One Loves Me & Neither Do I" που μου βγάζει μια σεβεντίλα) - οι κιθάρες και οι μελωδίες του Josh είναι καλοακονισμένες και κόβουν όπως έκαναν τον πρώτο καιρό των QOTSA. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι φαίνονται να είναι απόλυτα ελεύθεροι και να την καταβρίσκουν μ'αυτά που παίζουν, πράγμα που μεταδίδεται μέχρι κεραίας στον ακροατή, κι αυτό είναι από τα πιο βασικά συστατικά της συνταγής για έναν πετυχημένο rock δίσκο.
33. Sharon Van Etten - Because I Was in Love
Μερικές φορές δε χρειάζεται τίποτα παραπάνω από μια φωνή και μια κιθάρα. Ναι, είναι ένα χιλιοειπωμένο κλισέ που χρησιμοποιείται αρκετά συχνά σε δελτία τύπου για να προωθήσουν τεμπέληδες τραγουδοποιούς που δεν μπήκαν στον κόπο να δοκιμάσουν να μασκαρέψουν με κάτι άλλο τις βαριεστημένες συνθέσεις τους. Στην περίπτωση όμως της Sharon ισχύει πέρα για πέρα. Η νεαρή από το Brooklyn μας συστήθηκε ως η πανέμορφη, εύθραυστη φωνή που ερμήνευε το ανατριχιαστικό "Thirteen" στο Hospice των Antlers (περισσότερα γι'αυτό πιο κάτω). Κι αν το μέρος έχει συνδεθεί με πολλούς από τους σπουδαίους πειραματιστές του σήμερα (περισσότερα και για αρκετούς απ'αυτούς πιο κάτω), η μουσική της δεν έχει καμία σχέση με τέτοια. Με τον Greg Weeks των Espers στην παραγωγή και support στους Damon & Naomi, το μυαλό θα μπορούσε να πάει μόνο σε ένα folk δίσκο και ακριβώς για τέτοιον πρόκειται. Η κιθάρα και η φωνή πράγματι αρκούν, όταν τα τραγούδια είναι τόσο όμορφα και ολοκληρωμένα και η φωνή είναι τόσο μαγευτική κι ερμηνεύει τόσο κατευθείαν μέσα απ΄την καρδιά.
32. Califone - All My Friends Are Funeral Singers
Σκεφτείτε ένα καρβέλι χειροποίητο πολύσπορο χωμί. Χωριάτικη, τραχιά υφή, αισθάνεσαι το αλεύρι στη γλώσσα σου, δύσκολη και όχι άμεση γεύση στην αρχή, διαφόρων ειδών σπόροι υπάρχουν μέσα ανεπεξέργαστοι και συνολικά μοιάζει κάπως αμάσητο σε σχέση με το «εύκολο» άσπρο ψωμί «της πόλης». Κι όμως - διαπιστώνεις σύντομα ότι η γεύση του είναι τελικά καταπληκτική, και ότι κάθε φέτα σε γεμίζει όσο μισή φρατζόλα από το άλλο. Κάπως έτσι μου φάνηκε ο δίσκος των Califone. Μου πήρε κάμποσες ακροάσεις για να τον χωνέψω, αλλά όταν έπαψα να ψάχνω για εύκολες λύσεις τότε μου φάνηκε απόλυτα φυσικός και μου αποκαλύφθηκε όλη του η ομορφιά. Lo-fi αισθητική, με τις ακουστικές κιθάρες να κρατούν ενωμένους ένα σωρό αραιά διάσπαρτους ήχους από διάφορα κρουστά, πνευστά και έγχορδα (τα σπόρια που λέγαμε) και μια βραχνή φωνή να διηγείται folk ιστορίες πάνω σε παράξενα οικείες μελωδίες. Φαίνεται ότι φτιάχνουν καταπληκτικό ψωμί εκεί στο Σικάγο.
31. Andrew Bird - Noble Beast
Ο Αντρίκος ήταν και φέτος συνεπής στο ραντεβού του. Κομψός - και κούκλος - ως συνήθως, ήρθε κρατώντας στο χέρι το αγαπημένο του βιολί και μας έφερε μια αγκαλιά δείγματα πανέμορφης ποπ γεμάτης μελωδία, ζωντάνια, ιδέες και δηιουργικότητα. Τη σπεσιαλιτέ του δηλαδή, με την εξαίσια φωνή του στα καλύτερά της και τις συνθέσεις του στο πιο σοφιστικέ τους. Μας πήρε περισσότερο καιρό από τα δυο προηγούμενα έπη του για να το λατρέψουμε, αλλά εν τέλει μοιάζει να έχει μεγαλύτερη staying power από το προπέρσινο Armchair Apocrypha. Και μας υπενθυμίζει ότι, όταν πρόκειται για ποπ τραγούδια με βιολί, σφύριγμα και πανέξυπνους στίχους, κανείς δεν το κάνει καλύτερα.
30. Miike Snow - Miike Snow
Οι τρεις τύποι, δυο Σουηδοί κι ένας Αμερικανός, που ήρθαν από το πουθενά (εντάξει, από τη Στοκχόλμη) μ'αυτό το παράξενο όνομα έκαναν ξαφνικά στα μέσα της χρονιάς μια μικρή χιονοστιβάδα hype να κυλήσει για χάρη τους. Και όχι άδικα - το ντεμπούτο τους συνδυάζει με έναν πάρα πολύ προσεγμένο τρόπο τα ζεστά hooks του πιάνου και τα οργανικά beats με διάφορα παιχνιδιάρικα synths, και όλα αυτά υποτάσσονται στις εξαιρετικές μελωδίες και τους έξυπνους και κάπως μελαγχολικούς στίχους που ερμηνεύει με την ελαφρώς soul φωνή του ο Andrew Wyatt. Η παραγωγή είναι εξαιρετική (λογικό, καθώς οι δυο Σουηδοί της μπάντας έχουν συνεργαστεί με τοπ ονόματα των charts) αλλά δε μοιάζει να είναι προορισμένη να παράγει χιτάκια, αν και σχεδόν όλα τα κομμάτια είναι έτοιμα για το ραδιόφωνο. Στα περισσότερα άρθρα που γράφτηκαν γι'αυτό είδα να του κολλάνε την ταμπέλα "electronica", αλλά ο όρος είναι πολύ περιοριστικός για να δώσει σε κάποιον να καταλάβει τι πρόκειται ν'ακούσει εδώ. Ένα «πολύ άμεση ποπ με dance αισθητική και singer/songwriter ουσία και καρδιά» μάλλον ταιριάζει καλύτερα.
29. Yo La Tengo - Popular Songs
Την πιο προσιτή και ποπ (με ολίγη από σόουλ) πλευρά τους αποφάσισαν να μας δείξουν φέτος οι βετεράνοι Aμερικανοί. Τα εννιά πρώτα κομμάτια του δίσκου μοιάζουν με δειγματολόγιο για τους τρόπους με τους οποίους η τριάδα από το Hoboken μπορεί να δημιουργήσει εξαιρετική ποπ - από το μελαγχολικό και μίνιμαλ "By Two's" μέχρι το α λα "Little Honda" "Nothing to Hide" κι από εκεί μέχρι το υπέρκομψο "I'm On My Way". Ακόμα κι αν στα τελευταία τρία φροντίζουν να θολώσουν τα νερά με ισάριθμα επιμήκη jams, ο τίτλος του δίσκου αποτυπώνει πολύ καλά την ταυτότητα και το περιεχόμενό του.
28. Yeah Yeah Yeahs - It's Blitz!
Τα κατάφερε πάλι η Karen. Αδιαφόρησε για την όποια κληρονομιά κουβαλάει η μπάντα της, ξεφορτώθηκε τις πολλές κιθάρες, έβαλε στη θέση τους τραγανά synths και αφράτα έγχορδα και απογείωσε τη δημοτικότητά της στα ύψη. Φταίνε φυσικά και οι ως επί το πλείστον τρομερά catchy και ανεβαστικές συνθέσεις, και φυσικά η αστείρευτη ενέργεια και η απόλυτη φυσικότητα που βγάζει η μελαχρινή κοπέλα με την patchwork καταγωγή, μια από τις λίγες πραγματικές frontwomen που ανέδειξε η δεκαετία που αποχαιρετάμε μεθαύριο. Είναι μεγάλη δουλειά να μην κολλάς σε αυτό που σε έκανε γνωστό, και η Karen το εφάρμοσε για άλλη μια φορά, ίσως πιο εμφατικά από ποτέ. Η καθιέρωση στις σημαντικές δυνάμεις της αξίζει.
27. PJ Harvey & John Parish - A Woman A Man Walked By
Η Pee Jay επέστρεψε, κι αυτό από μόνο του ήταν λόγος για να είμαστε ενθουσιασμένοι. Πόσο μάλλον που έφερε ξανά μετά από 13 χρόνια μαζί της στη σύνθεση τον παλιόφιλό της John Parish. Το αποτέλεσμα της επανένωσής τους ήταν ένας σκοτεινός, σε σημεία άγριος δίσκος, όπου η Κυρία Harvey ήταν ελεύθερη να εξερευνήσει τις λίγες γωνιές της ψυχής της που είχαν μείνει ακόμα απάτητες και να μας δώσει μερικές ακόμα ανατριχιαστικές ερμηνείες. Το κρεσέντο της στο εφιαλτικό "Pig Will Not", η κατάληψή της από το πνεύμα του Nick Cave στο βρωμιάρικο ομώνυμο κομμάτι ή η ωμότητά της στο σπαρακτικό "April" δεν σε αφήνουν να πάρεις ανάσα. Ίσως να έχει φύγει απ'τη μόδα τελευταία, αλλά αυτά είναι για άλλους. Εδώ στο some beans η PJ είναι μια από τις θεότητές μας και κάθε της δουλειά ανανεώνει τη λατρεία μας.
26. Pink Mountaintops - Outside Love
Το μαύρο βουνό έχει, απ'ό,τι φαίνεται, ροζ βουνοκορφές! Ο Stephen McΦασόλης και η μεγάλη παρέα του αλλάζουν φορεσιές και μας δίνουν ένα δίσκο που με τίποτα δεν θα περιμέναμε από την day job του. Απλές αλλά πανέμορφες και ανοιχτόκαρδες μελωδίες αναπτύσσονται χωρίς βιασύνες πάνω από κιθάρες και drums που φωσφορίζουν από το πολύ reverb. Σαν μια μίξη Low και πρόσφατων Spiritualized, αλλά αρκετά πιο φωτεινή κι απ'τους δυο, και με πολλά highlights όπως το "Vampire", το χρυσαφένιο "While We Were Dreaming", το επικό "Axis: Thrones of Love" ή το ομώνυμο του δίσκου απόλυτο slowcore ερωτικό κομμάτι που ξέχασαν να γράψουν οι Low. Πάνω στις Ροζ Βουνοκορφές πρέπει να υπάρχει τόσο άπλετο φως που κατάφεραν να χωρέσουν μερικές ακτίνες και μέσα στο δίσκο αυτό. Δεν θα μας πείραζε καθόλου αν δεν ξανακατέβαιναν ποτέ από εκεί.
25. The Dirty Projectors - Bitte Orca
Ο Ed Droste, ο γούτσου γούτσου Αρκούδος που όλοι αγαπάμε, είπε μέσα στη χρονιά ότι λατρεύει το δίσκο των Dirty Projectors αλλά δεν ήξερε τι να πει όταν ρωτήθηκε τι είδους μουσική είναι. Πράγματι, είναι δύσκολο να περιγράψεις τι ακριβώς παίζει η κολεκτίβα του Dave Longstreth χωρίς να φέρεις στο μυαλό τον Γιώργο Κωνσταντίνου και την περίφημη σκηνή με το προφιτερόλ. Αν τολμούσαμε να δοκιμάσουμε, θα λέγαμε ότι βάζουν στο καπέλο τους avant-folk, σύγχρονα r'n'b φωνητικά και μικρές ποσότητες από άλλα συστατικά, και ενίοτε βγάζουν απ'αυτό λαγούς, όπως με το αριστουργηματικό "Stillness Is the Move" (αυτός έχει και πετραχήλια), το μικρό του ξαδερφάκι "No Intention" και την ενημερωμένη για το 2009 εκδοχή του "Whiter Shade of Pale" που λέγεται "Fluorescent Half Dome" και κλείνει εντυπωσιακά το δίσκο. Ενδιάμεσα μερικά από τα πειράματά τους έχουν κάτι από τις πιο χαλαρές στιγμές των Of Montreal κι αυτό δεν είναι κακό, αλλά, όταν τα βάζεις δίπλα σ'εκείνα τα κομμάτια τους που πάνε πραγματικά κάπου, μάλλον λιγάκι χάνουν.
24. Julian Plenti - Julian Plenti Is Skyscraper
Νάτος πετιέται! Μετά τον Colin Meloy, άλλος ένας frontman έκλεισε ξαλαφρωμένος και αναγεννημένος την πόρτα του φανταστικού ψυχολόγου πίσω του και χώθηκε στο studio για να βγάλει από μέσα του πράγματα. Ο Paul Banks σχολάει το πάρτι και μας δείχνει έναν πιο ευαίσθητο εαυτό, αυτόν που κρύβεται πίσω από τη στιλιζαρισμένη εικόνα (του τραγουδιστή) των Interpol. Απαλλαγμένος από την ανάγκη να ακούγεται με έναν συγκεκριμένο, παγιωμένο από τις απαιτήσεις τρόπο, εμφανίζει στον πρώτο του σόλο δίσκο ηχητική ποικιλία που εκπλήσσει. Πράγματα που δεν θα φανταζόταν κανείς να χωράνε σε ένα δίσκο της μπάντας του, όπως το χαμογελαστό "Unwind" με τις τρομπέτες του, ή η μελαγχολία του "On the Esplanade", εμφανίζονται εδώ όλα μαζί και δίνουν ένα αποτέλεσμα που καταφέρνει άνετα να κερδίσει ακόμα και δύσπιστους (σαν κι εμένα). Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ο Julian/ Paul μας αποκαλύπτεται ως αυτόνομη ερμηνευτική και συνθετική οντότητα, κάτι που προσωπικά δεν περίμενα από τον «τραγουδιστή των Interpol». Τον προτιμώ χίλιες φορές στη φετινή του εκδοχή.
23. The Duckworth Lewis Method - The Duckworth Lewis Method
Όταν ακούς αυτόν το δίσκο, το αποτέλεσμα δηλαδή της συνεργασίας του Neil Hannon και του Thomas Walsh με τον ευγενή σκοπό να εξυμνήσουν το love-it-or-hate-it άθλημα του κρίκετ, θα πρέπει να προετοιμάσεις τον εαυτό σου. Για τι πράγμα; Μα φυσικά για το γεγονός ότι μετά το τέλος του, αν βγεις στο δρόμο δεν θα βρίσκεσαι σε βρετανικό έδαφος. Αν ανοίξεις το ράδιο (όχι απ'το διαδίκτυο, ζαβολιάρη) θ'ακούσεις κάποιον συμπαθή Έλληνα παραγωγό να κάνει άπειρα «εεεε» προσπαθώντας να αρθρώσει μια πρόταση και όχι Radio 1. Και αν ανοίξεις το παράθυρο μάλλον θα έχει γύρω στους 15 βαθμούς και όχι βοριά που τ'αρνάκια παγώνει. Αν βρίσκεσαι όντως στη Βρετανία, τότε ξέχνα τα όλα αυτά, είσαι τυχερός άνθρωπος και κοίτα να χαρείς τον καιρό που θα μείνεις εκεί. Αν όμως είσαι στην Ελλάδα όπως εμείς, τούτο το μικρό ποπ κόσμημα, φιλοτεχνημένο στην εντέλεια δια χειρός του μάστορα του είδους Neil, είναι ό,τι καλύτερο για να σε μεταφέρει σε μια από τις γοητευτικές πλευρές της βρετανικής κουλτούρας, η οποία περιλαμβάνει και το κρίκετ. Δεν πρόκειται για καρικατούρα, ο Hannon και ο Walsh στ'αλήθεια γουστάρουν το σπορ με όλα του τα κουσούρια, και μας αποδίδουν την ατμόσφαιρά του άθικτη μέσα από μια ευρεία γκάμα από εξόχως παραστατικά και μελωδικά ποπ κομμάτια από αυτά που ο σπουδαίος Ιρλανδός φίλος μας φτιάχνει χρόνια τώρα. Ασυζητητί ό,τι πιο απολαυστικό έχει συσχετιστεί ποτέ με το κρίκετ!
22. Papercuts - You Can Have What You Want
Πίσω από αυτό το γοητευτικό και γλυκούλι alias κρύβεται ο κύριος Jason Quever από το San Francisco, και το δικό του σπιτικό χαρμάνι ονειρικής ποπ βασισμένης σε βραχνά keyboards είναι πραγματικά εθιστικό. Οι μελωδίες ανεβαίνουν στροβιλιζόμενες από τα πλήκτρα σαν αναθυμιάσεις που σε ζαλίζουν γλυκά και ανάμεσά τους η αγορίστικη φωνή του διηγείται γλυκόπικρες ιστορίες. Εϊναι μια συνταγή πoυ μπορεί να οδηγήσει εύκολα στην παγίδα της επανάληψης, όμως ο Jason έχει αρκετά συνθετικά κόλπα στο μανίκι του και καταφέρνει να της ξεφεύγει, φτιάχνοντας μικρά διαμαντάκια που διέπονται από μια φθινοπωρινή μελαγχολία όπως το μεθυστικό "Jet Plane" και το υπέροχο "The Machine Will Tell Us So". Ένας δίσκος που σε υποδέχεται απαλά στην αγκαλιά του όπως ο παλιός, μπαλωμένος αλλά λατρεμένος σου καναπές. Μπορείς να χωθείς και να μείνεις εκεί για ώρες.
21. Röyksopp - Junior
Οι Νορβηγοί synth poppers επιστρατεύουν την αφρόκρεμα των σύγχρονων γυναικείων φωνών της Σκανδιναβίας και μαζί τους φτιάχνουν ένα δίσκο γεμάτο από κομμάτια που γεφυρώνουν το (όχι και τόσο μεγάλο πια) χάσμα ανάμεσα στην προ 25ετίας ποπ και τις σημερινές electro περιπέτειες, καταλαμβάνοντας όλο το ενδιάμεσο φάσμα. Το εκπληκτικό "The Girl and the Robot" της Robyn, το οποίο θα έμπαινε με άνεση στο τοπ-20 των τραγουδιών του '09 αν το΄χα ακούσει μια εβδομάδα νωρίτερα, θυμίζει ηχητικά διάφορα χιτάκια των '80s αλλά τα ρίχνει όλα στο καναβάτσο με μια πραγματικά εντυπωσιακή κεντρική μελωδία, ενώ στο άλλο άκρο το "Tricky Tricky" της παλιόφιλής τους Karin Dreijer μοιάζει σα να γράφτηκε για το φετινό της δίσκο ως Fever Ray αλλά της βγήκε μια δόση παραπάνω ποπ και το άφησε έξω. Η παραγωγή θυμίζει σε αρκετά σημεία το Overpowered της Róisín και σχεδόν όλα τα κομμάτια είναι εν δυνάμει τεράστιες επιτυχίες. Για κάποιο πολύ μυστήριο λόγο χρειάστηκε να φτάσει Δεκέμβρης για ν'ακούσω αυτό το εθιστικό album. Ναι, ξέρω, άλλη φορά με τον κηδεμόνα μου.
20. Soulsavers - Broken
Οι Βρετανοί δημιουργοί επιστρέφουν, αυτή τη φορά ακόμα πιο αποφασισμένοι. Δίνουν τα τραγούδια περίπου εν λευκώ στον Mark Lanegan και του φέρνουν και άλλους εκλεκτούς καλεσμένους, οι οποίοι όμως είναι εξαφανισμένοι κάπου στο βάθος. Δεν έχει και μεγάλη σημασία. Ναι, πράγματι, έχουμε συνηθίσει πια τον Lanegan να ερμηνεύει βασανισμένα, τσακισμένα τραγούδια. Αλλά ούτε κι αυτή η αίσθηση συνήθειας έχει σημασία όταν τα τραγούδια είναι τόσο καλά, και όταν σεργιανίζει πάνω τους η επιβλητική βραχνάδα του δίνοντάς τους blues ψυχή κι ας μην έχει καμία σχέση ο ήχος. Είτε είναι ένα μικρό αριστούργημα του Will Oldham ("You Will Miss Me When I Burn") είτε ένα έπος του Gene Clark ("Some Misunderstanding") είτε οι (εξαιρετικές ως επί το πλείστον) συνθέσεις των Machin & Glover, ο τεράστιος Mark τα κάνει δικά του κι έχει και τον πιο κυνικό ακροατή σούζα. Ακόμα και η electronica έχει πιάσει την πίσω θέση σε αυτήν την τρίτη κυκλοφορία, και ο ήχος έχει πιο παραδοσιακές επιρροές, πλαισιώνοντας τον άρχοντα με ένα ηχητικό περιβάλλον στο οποίο αισθάνεται σα στο σπίτι του. Μπαίνουμε, καθόμαστε, μας τρατάρει ένα ουισκάκι και για λίγο όλα στον κόσμο μοιάζουν να είναι στη σωστή θέση.
19. Antony & the Johnsons - The Crying Light
Με το περσινό καταπληκτικό και τεράστιο hit "Blind" των Hercules & Love Affair ο Antony έδειξε να βγαίνει απ'το καβούκι του, και φέτος το επιβεβαίωσε με αυτόν τον υπέροχο δίσκο. Νυχτερινές μελωδίες παραδίδονται αμαχητί στην πραγματικά σπάνια, είτε τη λατρεύει κανείς είτε τη μισεί, φωνή του κι εκείνος τους χαρίζει ό,τι έχει. Η ποικιλία στις αποχρώσεις και τις μελωδίες δεν αφήνει το σύνολο να γίνει κουραστικό, κι αν κάπου ο Antony το παρακάνει λίγο με το μπρίο (όπως στο "Kiss My Name") στις περισσότερες στιγμές σε στέλνει να κάνεις βόλτες μέσα στη νύχτα για να τον απολαύσεις καλύτερα, εξαφανίζοντας μαγικά όλο τον κόσμο γύρω σου. Ο κύριος Hegarty θέλει να μας ανοίξει την καρδιά του, και ο τρόπος του είναι τόσο σαγηνευτικός που κάθε αντίσταση είναι μάλλον μάταια.
18. The xx - xx
Αν η μουσική ήταν αρχιτεκτονική, ο ταλαιπωρημένος όρος «μοντέρνα» θα έβρισκε μια εξαιρετική εφαρμογή στο εντυπωσιακό ντεμπούτο των (αρχικά τεσσάρων, τώρα πλέον τριών) πιτσιρικιών από το Λονδίνο. Όπως και στη μοντέρνα αρχιτεκτονική, έτσι κι εδώ ο διάκοσμος προέρχεται από την ίδια τη φόρμα του κτίσματος/ τραγουδιού και οι γραμμές είναι απλές. Δείχνοντας σπάνια για την ηλικία τους αυτοσυγκράτηση, αποφεύγουν κάθε τι περιττό κρατώντας μόνο τα βασικά δομικά υλικά των τραγουδιών τους. Αυτα τα λίγα υλικά όμως είναι τόσο καλά που αρκούν. Οι πεντακάθαρες γραμμές της κιθάρας του Oliver Sim σε δένουν και σε τραβάνε μέσα, κι εκεί η Romy Madley Croft σου εξομολογείται τόσο νηφάλια όσα νιώθει που σου είναι αδύνατο να μην την ακούσεις καθώς σου μιλάει κοιτώντας σε στα μάτια. Αν ήταν κτίρια, θα τα είχε σχεδιάσει κάποιος σαν τον Mies van der Rohe, και πραγματικά δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι πιο επαινετικό να πω.
17. The Flaming Lips - Embryonic
Ο Wayne Coyne είναι ένα μεγάλο παιδί, αυτό το ξέραμε. Ένα γοητευτικό μεγάλο παιδί, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε. Έχει άγνοια κινδύνου, εκφράζεται απλά και αθώα, καμιά φορά το ρίχνει στην αμπελοφιλοσοφία και γενικά είναι ένας πάρα πολύ ωραίος τύπος (μέχρι να μπουν στην εξίσωση οι Arcade Fire, εκεί γίνεται λίγο κακός) και τον πάμε με τρέλα. Με το At War with the Mystics φάνηκε να πέφτει λίγο σε μια λούμπα, σε μια παγίδα, να κοιτάει μονίμως έναν καθρέφτη που του έλεγε πόσο cool τύπος είναι και πόσο cool μουσική μπορεί να κάνει ακόμα κι αν γκαρίζει, ρεύεται ή κάνει παλαβομάρες, απλά γιατί είναι cool και θεωρείται δεδομένο ότι θα αρέσει σε όλους επειδή είναι του Wayne και των Lips και οτιδήποτε τρελούτσικο μπορεί να δικαιολογηθεί. Το χώνεψε τρία χρόνια, και φέτος βγήκε απ'το κουκούλι και μας έδωσε το «Εμβρυακό». Ένα πολύχρωμο τέρας με τρία μάτια, οχτώ μέτρα ψηλό που σουλατσάρει βροντώντας τις τεράστιες πατούσες του. Μοιάζει σαν να μάζεψαν όλα τα '70s prog-psych απωθημένα τους, να τα φίλτραραν μέσα από το Χειλόφιλτρο και να τα ζούληξαν μέσα σε νορμάλ διάρκειας μίνι-έπη, τραγούδια με αρχή, μέση και τέλος ή μικρότερα μελωδικά περάσματα. Ο παλιός καλός Wayne πιάνει το τέρας από το λουρί του και το κάνει pet του, με την άγνοια κινδύνου που τον χαρακτηρίζει να χτυπάει κόκκινο. Εϊναι λίγο πιο μελαγχολικός απ'ό,τι συνήθως, ίσως επειδή η βιολογική του ηλικία έχει ξεφύγει λίγο προς τα πάνω σε σχέση με αυτήν στην οποία ο ίδιος θέλει να παραμείνει για πάντα, αλλα η μουσική γύρω του πνίγει τα blues του σε μπόλικη χρυσόσκονη, δίνοντάς μας ευφορία πάνω από την ενδοσκόπηση.
16. Super Furry Animals - Dark Days/Light Years
Ο νέος είναι ωραίος, αλλά ο παλιός είναι αλλοιώς. Μια περίφημη λαϊκή ρήση που φαίνεται να ταιριάζει γάντι στις παλιές καραβάνες από την Ουαλία που, αξιόπιστοι όσο λίγοι, μας παραδίδουν ένα ακόμα δείγμα από τη μοναδική τους συνταγή - έξυπνη ποπ γεμάτη εφευρετικότητα και ιδέες και, φυσικά, hooks, η οποία δεν διστάζει πουθενά και δε γνωρίζει κατηγοριοποίηση. Φέτος αποφάσισαν να μας δείξουν την πιο εξωστρεφή τους πλευρά εδώ και χρόνια, δινοντας έμφαση στο ρυθμό και σε κομμάτια που σε καλούν να κουνήσεις τον πωπό σου, όπως το κολλητικό (και σκέτη αποθέωση) "White Socks/ Flip Flops" ή το υποχθόνια funky "Moped Eyes". Περνάνε λίγο κι από την ψυχεδέλεια στα έπη "Crazy Naked Girls" και "Cardiff in the Sun" και φυσικά δεν παραλείπουν να μας θυμίζουν πόσο εξπέρ είναι στα φοβερά καλοκαιρινά τραγούδια, όπως το "Helium Hearts" και το "Where Do You Wanna Go?". Τα κάνουν όλα και συμφέρουν, και μετά από εννέα δίσκους και ο πιο δύσπιστος θα πρέπει να έχει παραδεχτεί ότι είναι ένα από τα κορυφαία συγκροτήματα των τελευταίων 20 χρόνων, έτσι απλά.
15. St Vincent - Actor
Τα λέγαμε από το 2007 γι'αυτό το κορίτσι. Όχι εδώ βέβαια, καθώς δεν υπήρχε ακόμα some beans, αλλά μεταξύ μας, ακούγοντας το εξαιρετικό Marry Me. Φαινόταν ότι είχαμε να κάνουμε με μια πάρα πολύ ταλαντούχα μουσικό, και το φετινό της δεύτερο album δικαίωσε και με το παραπάνω όλες τις υποσχέσεις που έμοιαζε να δίνει. Τραγούδια γεμάτο με ιδέες και ναζιάρικες πινελιές απο'δω κι απο'κει να σου κλείνουν το μάτι, και με μια συνθετική και ηχητική ποικιλία που σε κάνει να νομίζεις ότι πρόκειται για δουλειά μπάντας και όχι ενός ατόμου. Μια ερμηνεύτρια που ακούγεται αβίαστα σέξι (όπως στο φανταστικό "The Party") ή αγριόγατα ή αγοροκόριτσο ή πεισματάρα ανάλογα τα κέφια της, και δεν την πιάνεις να επαναλαμβάνεται ούτε για ένα λεπτό. Ποπ μουσική πανέξυπνη και ταυτόχρονα προσιτή και down to earth. Πόσο κρίμα θα ήταν να παρέμενε για πάντα γνωστή (λέμε τώρα) ως «μέλος των Polyphonic Spree και της touring band του Sufjan Stevens», όσο καλό βιογραφικό κι αν ακούγεται...
40. Blindfold - Faking Dreams
Οι νεαροί Ισλανδοί που εδρεύουν στο Λονδίνο επιλέγουν απ'όλα τα μονοπάτια που άνοιξαν συμπατριώτες τους ν'ακολουθήσουν αυτόν των Sigur Ros, δείχνοντας παράλληλα στον κόσμο και το πόσο έχουν λιώσει τους πρώτους δίσκους των Muse και το The Bends. Σύμφωνοι, δεν είναι το πιο πρωτότυπο πράγμα στον κόσμο από άποψη συνδυασμού επιρροών και τελικού ηχητικού αποτελέσματος, και σε κάποιες λίγες περιπτώσεις τους ξεφεύγει λίγο παραπάνω υπερβολή στη συνταγή, αλλά ως επί το πλείστον έχουν αρκετά καλά τραγούδια και αρκετές δικές τους ιδέες για να στηρίξουν και να δικαιολογήσουν άλλη μια εκδοχή του δημοφιλούς παραπάνω μείγματος.
39. The Decemberists - The Hazards of Love
Φανταστείτε μια σκηνή στο ιατρείο κάποιου ψυχολόγου, όπου ο δόκτωρας λέει στοργικά στον ασθενή να ξεσπάσει, να αποτινάξει τους φόβους του και να εκφράσει ελεύθερα αυτό που έχει μέσα του. Ε, ο Colin Meloy θα μπορούσε να βρίσκεται στη θέση του απελευθερωμένου ασθενή αν κρίνουμε από το φετινό του έπος. Μοιάζει σα να κρατιόταν τόσο καιρό και επιτέλους το 2009 κατάφερε να βρει το θάρρος να βγάλει προς τα έξω τον '70s ροκά που έκρυβε καλά μέσα του, κυκλοφορώντας ένα concept album που διηγείται την ιστορία της Margaret και των διάφορων παθημάτων της σε πολύ περασμένα χρόνια. Άφησε τις δυνατές κιθάρες να καλπάσουν ακομπλεξάριστες και σκάλισε μ'αυτές παλιομοδίτικες, στιβαρές και «γεμάτες» μελωδίες. Τις έντυσε με πλουμιστά ρούχα κι έδωσε τους γυναικείους ρόλους στην Becky Stark και την τρομερή Shara Worden (περισσότερα για την εξοχότητά της στις συναυλίες της χρονιάς). Το αποτέλεσμα είναι παραδοσιακό αλλά updated, και τόσο πλήρες από μελωδίες και hooks που ώρες ώρες ξεχειλίζει αλλά σίγουρα δεν αφήνει τον ακροατή παραπονεμένο. Ένας δίσκος που αξίζει να βάλετε στο φίλο σας που ακούει ακόμα Jethro Tull - όλοι έχουμε έναν τέτοιο - μπας και ξεκολλήσει κι ακούσει και κανένα συγκρότημα που να ξεκίνησε μετά το 1990. Θα έχετε κάνει μια καλή πράξη χρονιάρες μέρες.
38. The Pains Of Being Pure At Heart - Pains Of Being Pure At Heart
Το ντεμπούτο των POBPAH μοιάζει φτιαγμένο για να προσκυνηθεί από κάθε indie παιδί των early '90s που σέβεται τον εαυτό του και τις ατελείωτες ώρες που πέρασε στο εφηβικό του δωμάτιο ακούγοντας JAMC, Ride, Field Mice, Heavenly, Teenage Fanclub, Lemonheads και όλους τους άλλους ήρωες της εποχής. Τα έχει όλα: γλυκιά, φωτεινή indie power pop με μελένιες κιθάρες, αθώα νεανικά φωνητικά και ηλιόλουστες μελωδίες γραμμένες θαρρείς για ν'αποτελέσουν το σάουντρακ μιας ατελείωτης χαρούμενης εκδρομής. Αν είχε βγει το 1993 θα ήταν ένας καλός αλλά συνηθισμένος για τότε δίσκος, τώρα όμως η μόδα της εϊτίλας σημαίνει ότι ακούγεται σαν μια νοσταλγική μύγα μες στο γάλα των απανταχού Passion Pit. Πράγμα καθόλου άσχημο βέβαια, δε βλάπτει να νιώθεις ότι ξαναγίνεσαι 20 χρονών. Χώρια που η επιτυχία που γνώρισαν σημαίνει ότι πλησιάζουμε επιτέλους στην εποχή που το ρετρό θα είναι τα '90s κι όχι τα '80s, και προσωπικά ανυπομονώ.
37. Weinland - Breaks in the Sun
Πριν λίγο καιρό, πάνω που μπήκε αυτό το κάτι-σαν-χειμώνας που απολαμβάνουμε εδώ στην Ελλάδα, έλεγα για έναν δίσκο από κάτι παιδιά απ'το Portland. Οι Weinland έφτιαξαν το ηχητικό αντίστοιχο μιας κούπας με ζεστό γάλα κι ενός τενεκεδένιου κουτιού με διάφορα μπισκότα - από εκείνα που τρως πρώτα αυτά με τη ζάχαρη, μετά τα πιο «βαρετά» που είναι απλά βουτύρου και στο τέλος χρησιμοποιείς το κουτί για τα ραφτικά σου. Ακούγονται κάθε φορά σαν διαφορετικοί σύγχρονοι συμπατριώτες τους - πότε Bon Iver ή Elliott Smith, πότε Czars - και η μελαγχολία που φαίνεται να διατρέχει κάθε τους νότα δεν τους ωθεί σε μελοδράματα αλλά σε πίνακες με τα όμορφα χρώματα της αμερικανικής υπαίθρου το φθινόπωρο.
36. Fanfarlo - Reservoir
Το τεράστιο αντίκτυπο που είχε το Funeral στο αμερικανικό μουσικό τοπίο το είχαμε διαπιστώσει από χρόνια. Απέναντι όμως, στις απo'δω ακτές του Aτλαντικού, δεν είχε φανεί τόσο. Να λοιπόν που φέτος ήρθαν κι από την Aγγλία δείγματα της επιρροής των Arcade Fire. Το ένα ήταν ο πολύ καλός αλλά με στυλ όμοιο με των Καναδών σε βαθμό φωτοτυπίας δίσκος των Mumford & Sons, και το άλλο ήταν το ντεμπούτο από τούτο το παρεάκι από το Λονδίνο που όμως εκπροσωπείται στον κόσμο μέσω της φωνής ενός Σουηδού. Τα τραγούδια τους ακούγονται σα μια μίξη Arcade Fire και DeVotchka, αλλά στις πιο εξωστρεφείς στιγμές και των δυο, και ακόμα κι η φωνή του Simon Balthazar μοιάζει να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον Win Butler και στον Nick Urata. Φωτεινά, αισιόδοξα τραγούδια με ρομαντικές ενορχηστρώσεις, γεμάτες έγχορδα και τρομπέτες, που ενισχύουν το ανοιχτόκαρδο συναίσθημα που βγαίνει από κάθε νότα. Τέλεια μουσική για οδήγηση σε ανοιχτούς δρόμους με τον αέρα να παίρνει τα μαλλιά, και τέλεια μουσική για να λαμπρύνει τις μέρες σας.
35. Taxi Taxi! - Still Standing At Your Back Door
Άλλη μια σουηδέζικη συμμετοχή στη λίστα μας (κι έχει αρκετές ακόμα!) είναι οι 19χρονες δίδυμες αδερφές Berhan. Φαντάζομαι ότι εύκολα πάει το μυαλό κάποιου σε δυο δίμετρες ξανθιές θεές που τον περιμένουν για τρελές νύχτες, αλλά δυστυχώς θα τον απογοητεύσουμε. Εδώ έχουμε να κάνουμε με σοβαρά κορίτσια, δυο ταλαντούχες πιτσιρίκες που έφτιαξαν ένα δίσκο που με τίποτα δεν προδίδει τα χρόνια τους. Με τις λεπτές φωνές τους υφαίνουν έναν ρομαντικό κόσμο, τον οποίο μας μεταφέρουν μέσα από λιτές αλλά πάρα πολύ προσεγμένες ενορχηστρώσεις. Ακουστική κιθάρα, ακορντεόν, βιολί και διάφορα κρουστά τονίζουν τις πότε ονειροπόλες και πότε μελαγχολικές μελωδίες τους, σε μια εντελώς ανεπιτήδευτη επίδειξη υψηλής αισθητικής και χωρίς την παραμικρή υπερβολή σε οτιδήποτε. Ένα ακόμα μαγευτικό ντεμπούτο, και άλλη μια ευχή να μη μείνουν μόνο σ'αυτό.
34. Them Crooked Vultures - Them Crooked Vultures
Οι τύποι που μας ανάγκασαν να αφιερώσουμε μια ολόκληρη εκπομπή στα supergroups εμφανίστηκαν δυνατοί και σωτήριοι και την τελευταία στιγμή σαν το Ιππικό, κι έσωσαν την πληγωμένη εσχάτως τιμή του rawk με ένα δίσκο δυναμίτη. Δεν έχει περιστροφές εδώ (περίστροφα παίζει) - ο Josh, o Dave και ο σεβάσμιος κύριος Jones (είναι και κάποιας ηλικίας) βαράνε καλά και φτιάχνουν μουσική που συνδυάζεται μόνο με μπόλικο ουίσκι και δερμάτινα μπουφάν. Δεν είναι όμως παλιοροκιά παλιομοδίτικη (εξαιρείται ίσως το ριφάκι του εναρκτήριου "No One Loves Me & Neither Do I" που μου βγάζει μια σεβεντίλα) - οι κιθάρες και οι μελωδίες του Josh είναι καλοακονισμένες και κόβουν όπως έκαναν τον πρώτο καιρό των QOTSA. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι φαίνονται να είναι απόλυτα ελεύθεροι και να την καταβρίσκουν μ'αυτά που παίζουν, πράγμα που μεταδίδεται μέχρι κεραίας στον ακροατή, κι αυτό είναι από τα πιο βασικά συστατικά της συνταγής για έναν πετυχημένο rock δίσκο.
33. Sharon Van Etten - Because I Was in Love
Μερικές φορές δε χρειάζεται τίποτα παραπάνω από μια φωνή και μια κιθάρα. Ναι, είναι ένα χιλιοειπωμένο κλισέ που χρησιμοποιείται αρκετά συχνά σε δελτία τύπου για να προωθήσουν τεμπέληδες τραγουδοποιούς που δεν μπήκαν στον κόπο να δοκιμάσουν να μασκαρέψουν με κάτι άλλο τις βαριεστημένες συνθέσεις τους. Στην περίπτωση όμως της Sharon ισχύει πέρα για πέρα. Η νεαρή από το Brooklyn μας συστήθηκε ως η πανέμορφη, εύθραυστη φωνή που ερμήνευε το ανατριχιαστικό "Thirteen" στο Hospice των Antlers (περισσότερα γι'αυτό πιο κάτω). Κι αν το μέρος έχει συνδεθεί με πολλούς από τους σπουδαίους πειραματιστές του σήμερα (περισσότερα και για αρκετούς απ'αυτούς πιο κάτω), η μουσική της δεν έχει καμία σχέση με τέτοια. Με τον Greg Weeks των Espers στην παραγωγή και support στους Damon & Naomi, το μυαλό θα μπορούσε να πάει μόνο σε ένα folk δίσκο και ακριβώς για τέτοιον πρόκειται. Η κιθάρα και η φωνή πράγματι αρκούν, όταν τα τραγούδια είναι τόσο όμορφα και ολοκληρωμένα και η φωνή είναι τόσο μαγευτική κι ερμηνεύει τόσο κατευθείαν μέσα απ΄την καρδιά.
32. Califone - All My Friends Are Funeral Singers
Σκεφτείτε ένα καρβέλι χειροποίητο πολύσπορο χωμί. Χωριάτικη, τραχιά υφή, αισθάνεσαι το αλεύρι στη γλώσσα σου, δύσκολη και όχι άμεση γεύση στην αρχή, διαφόρων ειδών σπόροι υπάρχουν μέσα ανεπεξέργαστοι και συνολικά μοιάζει κάπως αμάσητο σε σχέση με το «εύκολο» άσπρο ψωμί «της πόλης». Κι όμως - διαπιστώνεις σύντομα ότι η γεύση του είναι τελικά καταπληκτική, και ότι κάθε φέτα σε γεμίζει όσο μισή φρατζόλα από το άλλο. Κάπως έτσι μου φάνηκε ο δίσκος των Califone. Μου πήρε κάμποσες ακροάσεις για να τον χωνέψω, αλλά όταν έπαψα να ψάχνω για εύκολες λύσεις τότε μου φάνηκε απόλυτα φυσικός και μου αποκαλύφθηκε όλη του η ομορφιά. Lo-fi αισθητική, με τις ακουστικές κιθάρες να κρατούν ενωμένους ένα σωρό αραιά διάσπαρτους ήχους από διάφορα κρουστά, πνευστά και έγχορδα (τα σπόρια που λέγαμε) και μια βραχνή φωνή να διηγείται folk ιστορίες πάνω σε παράξενα οικείες μελωδίες. Φαίνεται ότι φτιάχνουν καταπληκτικό ψωμί εκεί στο Σικάγο.
31. Andrew Bird - Noble Beast
Ο Αντρίκος ήταν και φέτος συνεπής στο ραντεβού του. Κομψός - και κούκλος - ως συνήθως, ήρθε κρατώντας στο χέρι το αγαπημένο του βιολί και μας έφερε μια αγκαλιά δείγματα πανέμορφης ποπ γεμάτης μελωδία, ζωντάνια, ιδέες και δηιουργικότητα. Τη σπεσιαλιτέ του δηλαδή, με την εξαίσια φωνή του στα καλύτερά της και τις συνθέσεις του στο πιο σοφιστικέ τους. Μας πήρε περισσότερο καιρό από τα δυο προηγούμενα έπη του για να το λατρέψουμε, αλλά εν τέλει μοιάζει να έχει μεγαλύτερη staying power από το προπέρσινο Armchair Apocrypha. Και μας υπενθυμίζει ότι, όταν πρόκειται για ποπ τραγούδια με βιολί, σφύριγμα και πανέξυπνους στίχους, κανείς δεν το κάνει καλύτερα.
30. Miike Snow - Miike Snow
Οι τρεις τύποι, δυο Σουηδοί κι ένας Αμερικανός, που ήρθαν από το πουθενά (εντάξει, από τη Στοκχόλμη) μ'αυτό το παράξενο όνομα έκαναν ξαφνικά στα μέσα της χρονιάς μια μικρή χιονοστιβάδα hype να κυλήσει για χάρη τους. Και όχι άδικα - το ντεμπούτο τους συνδυάζει με έναν πάρα πολύ προσεγμένο τρόπο τα ζεστά hooks του πιάνου και τα οργανικά beats με διάφορα παιχνιδιάρικα synths, και όλα αυτά υποτάσσονται στις εξαιρετικές μελωδίες και τους έξυπνους και κάπως μελαγχολικούς στίχους που ερμηνεύει με την ελαφρώς soul φωνή του ο Andrew Wyatt. Η παραγωγή είναι εξαιρετική (λογικό, καθώς οι δυο Σουηδοί της μπάντας έχουν συνεργαστεί με τοπ ονόματα των charts) αλλά δε μοιάζει να είναι προορισμένη να παράγει χιτάκια, αν και σχεδόν όλα τα κομμάτια είναι έτοιμα για το ραδιόφωνο. Στα περισσότερα άρθρα που γράφτηκαν γι'αυτό είδα να του κολλάνε την ταμπέλα "electronica", αλλά ο όρος είναι πολύ περιοριστικός για να δώσει σε κάποιον να καταλάβει τι πρόκειται ν'ακούσει εδώ. Ένα «πολύ άμεση ποπ με dance αισθητική και singer/songwriter ουσία και καρδιά» μάλλον ταιριάζει καλύτερα.
29. Yo La Tengo - Popular Songs
Την πιο προσιτή και ποπ (με ολίγη από σόουλ) πλευρά τους αποφάσισαν να μας δείξουν φέτος οι βετεράνοι Aμερικανοί. Τα εννιά πρώτα κομμάτια του δίσκου μοιάζουν με δειγματολόγιο για τους τρόπους με τους οποίους η τριάδα από το Hoboken μπορεί να δημιουργήσει εξαιρετική ποπ - από το μελαγχολικό και μίνιμαλ "By Two's" μέχρι το α λα "Little Honda" "Nothing to Hide" κι από εκεί μέχρι το υπέρκομψο "I'm On My Way". Ακόμα κι αν στα τελευταία τρία φροντίζουν να θολώσουν τα νερά με ισάριθμα επιμήκη jams, ο τίτλος του δίσκου αποτυπώνει πολύ καλά την ταυτότητα και το περιεχόμενό του.
28. Yeah Yeah Yeahs - It's Blitz!
Τα κατάφερε πάλι η Karen. Αδιαφόρησε για την όποια κληρονομιά κουβαλάει η μπάντα της, ξεφορτώθηκε τις πολλές κιθάρες, έβαλε στη θέση τους τραγανά synths και αφράτα έγχορδα και απογείωσε τη δημοτικότητά της στα ύψη. Φταίνε φυσικά και οι ως επί το πλείστον τρομερά catchy και ανεβαστικές συνθέσεις, και φυσικά η αστείρευτη ενέργεια και η απόλυτη φυσικότητα που βγάζει η μελαχρινή κοπέλα με την patchwork καταγωγή, μια από τις λίγες πραγματικές frontwomen που ανέδειξε η δεκαετία που αποχαιρετάμε μεθαύριο. Είναι μεγάλη δουλειά να μην κολλάς σε αυτό που σε έκανε γνωστό, και η Karen το εφάρμοσε για άλλη μια φορά, ίσως πιο εμφατικά από ποτέ. Η καθιέρωση στις σημαντικές δυνάμεις της αξίζει.
27. PJ Harvey & John Parish - A Woman A Man Walked By
Η Pee Jay επέστρεψε, κι αυτό από μόνο του ήταν λόγος για να είμαστε ενθουσιασμένοι. Πόσο μάλλον που έφερε ξανά μετά από 13 χρόνια μαζί της στη σύνθεση τον παλιόφιλό της John Parish. Το αποτέλεσμα της επανένωσής τους ήταν ένας σκοτεινός, σε σημεία άγριος δίσκος, όπου η Κυρία Harvey ήταν ελεύθερη να εξερευνήσει τις λίγες γωνιές της ψυχής της που είχαν μείνει ακόμα απάτητες και να μας δώσει μερικές ακόμα ανατριχιαστικές ερμηνείες. Το κρεσέντο της στο εφιαλτικό "Pig Will Not", η κατάληψή της από το πνεύμα του Nick Cave στο βρωμιάρικο ομώνυμο κομμάτι ή η ωμότητά της στο σπαρακτικό "April" δεν σε αφήνουν να πάρεις ανάσα. Ίσως να έχει φύγει απ'τη μόδα τελευταία, αλλά αυτά είναι για άλλους. Εδώ στο some beans η PJ είναι μια από τις θεότητές μας και κάθε της δουλειά ανανεώνει τη λατρεία μας.
26. Pink Mountaintops - Outside Love
Το μαύρο βουνό έχει, απ'ό,τι φαίνεται, ροζ βουνοκορφές! Ο Stephen McΦασόλης και η μεγάλη παρέα του αλλάζουν φορεσιές και μας δίνουν ένα δίσκο που με τίποτα δεν θα περιμέναμε από την day job του. Απλές αλλά πανέμορφες και ανοιχτόκαρδες μελωδίες αναπτύσσονται χωρίς βιασύνες πάνω από κιθάρες και drums που φωσφορίζουν από το πολύ reverb. Σαν μια μίξη Low και πρόσφατων Spiritualized, αλλά αρκετά πιο φωτεινή κι απ'τους δυο, και με πολλά highlights όπως το "Vampire", το χρυσαφένιο "While We Were Dreaming", το επικό "Axis: Thrones of Love" ή το ομώνυμο του δίσκου απόλυτο slowcore ερωτικό κομμάτι που ξέχασαν να γράψουν οι Low. Πάνω στις Ροζ Βουνοκορφές πρέπει να υπάρχει τόσο άπλετο φως που κατάφεραν να χωρέσουν μερικές ακτίνες και μέσα στο δίσκο αυτό. Δεν θα μας πείραζε καθόλου αν δεν ξανακατέβαιναν ποτέ από εκεί.
25. The Dirty Projectors - Bitte Orca
Ο Ed Droste, ο γούτσου γούτσου Αρκούδος που όλοι αγαπάμε, είπε μέσα στη χρονιά ότι λατρεύει το δίσκο των Dirty Projectors αλλά δεν ήξερε τι να πει όταν ρωτήθηκε τι είδους μουσική είναι. Πράγματι, είναι δύσκολο να περιγράψεις τι ακριβώς παίζει η κολεκτίβα του Dave Longstreth χωρίς να φέρεις στο μυαλό τον Γιώργο Κωνσταντίνου και την περίφημη σκηνή με το προφιτερόλ. Αν τολμούσαμε να δοκιμάσουμε, θα λέγαμε ότι βάζουν στο καπέλο τους avant-folk, σύγχρονα r'n'b φωνητικά και μικρές ποσότητες από άλλα συστατικά, και ενίοτε βγάζουν απ'αυτό λαγούς, όπως με το αριστουργηματικό "Stillness Is the Move" (αυτός έχει και πετραχήλια), το μικρό του ξαδερφάκι "No Intention" και την ενημερωμένη για το 2009 εκδοχή του "Whiter Shade of Pale" που λέγεται "Fluorescent Half Dome" και κλείνει εντυπωσιακά το δίσκο. Ενδιάμεσα μερικά από τα πειράματά τους έχουν κάτι από τις πιο χαλαρές στιγμές των Of Montreal κι αυτό δεν είναι κακό, αλλά, όταν τα βάζεις δίπλα σ'εκείνα τα κομμάτια τους που πάνε πραγματικά κάπου, μάλλον λιγάκι χάνουν.
24. Julian Plenti - Julian Plenti Is Skyscraper
Νάτος πετιέται! Μετά τον Colin Meloy, άλλος ένας frontman έκλεισε ξαλαφρωμένος και αναγεννημένος την πόρτα του φανταστικού ψυχολόγου πίσω του και χώθηκε στο studio για να βγάλει από μέσα του πράγματα. Ο Paul Banks σχολάει το πάρτι και μας δείχνει έναν πιο ευαίσθητο εαυτό, αυτόν που κρύβεται πίσω από τη στιλιζαρισμένη εικόνα (του τραγουδιστή) των Interpol. Απαλλαγμένος από την ανάγκη να ακούγεται με έναν συγκεκριμένο, παγιωμένο από τις απαιτήσεις τρόπο, εμφανίζει στον πρώτο του σόλο δίσκο ηχητική ποικιλία που εκπλήσσει. Πράγματα που δεν θα φανταζόταν κανείς να χωράνε σε ένα δίσκο της μπάντας του, όπως το χαμογελαστό "Unwind" με τις τρομπέτες του, ή η μελαγχολία του "On the Esplanade", εμφανίζονται εδώ όλα μαζί και δίνουν ένα αποτέλεσμα που καταφέρνει άνετα να κερδίσει ακόμα και δύσπιστους (σαν κι εμένα). Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ο Julian/ Paul μας αποκαλύπτεται ως αυτόνομη ερμηνευτική και συνθετική οντότητα, κάτι που προσωπικά δεν περίμενα από τον «τραγουδιστή των Interpol». Τον προτιμώ χίλιες φορές στη φετινή του εκδοχή.
23. The Duckworth Lewis Method - The Duckworth Lewis Method
Όταν ακούς αυτόν το δίσκο, το αποτέλεσμα δηλαδή της συνεργασίας του Neil Hannon και του Thomas Walsh με τον ευγενή σκοπό να εξυμνήσουν το love-it-or-hate-it άθλημα του κρίκετ, θα πρέπει να προετοιμάσεις τον εαυτό σου. Για τι πράγμα; Μα φυσικά για το γεγονός ότι μετά το τέλος του, αν βγεις στο δρόμο δεν θα βρίσκεσαι σε βρετανικό έδαφος. Αν ανοίξεις το ράδιο (όχι απ'το διαδίκτυο, ζαβολιάρη) θ'ακούσεις κάποιον συμπαθή Έλληνα παραγωγό να κάνει άπειρα «εεεε» προσπαθώντας να αρθρώσει μια πρόταση και όχι Radio 1. Και αν ανοίξεις το παράθυρο μάλλον θα έχει γύρω στους 15 βαθμούς και όχι βοριά που τ'αρνάκια παγώνει. Αν βρίσκεσαι όντως στη Βρετανία, τότε ξέχνα τα όλα αυτά, είσαι τυχερός άνθρωπος και κοίτα να χαρείς τον καιρό που θα μείνεις εκεί. Αν όμως είσαι στην Ελλάδα όπως εμείς, τούτο το μικρό ποπ κόσμημα, φιλοτεχνημένο στην εντέλεια δια χειρός του μάστορα του είδους Neil, είναι ό,τι καλύτερο για να σε μεταφέρει σε μια από τις γοητευτικές πλευρές της βρετανικής κουλτούρας, η οποία περιλαμβάνει και το κρίκετ. Δεν πρόκειται για καρικατούρα, ο Hannon και ο Walsh στ'αλήθεια γουστάρουν το σπορ με όλα του τα κουσούρια, και μας αποδίδουν την ατμόσφαιρά του άθικτη μέσα από μια ευρεία γκάμα από εξόχως παραστατικά και μελωδικά ποπ κομμάτια από αυτά που ο σπουδαίος Ιρλανδός φίλος μας φτιάχνει χρόνια τώρα. Ασυζητητί ό,τι πιο απολαυστικό έχει συσχετιστεί ποτέ με το κρίκετ!
22. Papercuts - You Can Have What You Want
Πίσω από αυτό το γοητευτικό και γλυκούλι alias κρύβεται ο κύριος Jason Quever από το San Francisco, και το δικό του σπιτικό χαρμάνι ονειρικής ποπ βασισμένης σε βραχνά keyboards είναι πραγματικά εθιστικό. Οι μελωδίες ανεβαίνουν στροβιλιζόμενες από τα πλήκτρα σαν αναθυμιάσεις που σε ζαλίζουν γλυκά και ανάμεσά τους η αγορίστικη φωνή του διηγείται γλυκόπικρες ιστορίες. Εϊναι μια συνταγή πoυ μπορεί να οδηγήσει εύκολα στην παγίδα της επανάληψης, όμως ο Jason έχει αρκετά συνθετικά κόλπα στο μανίκι του και καταφέρνει να της ξεφεύγει, φτιάχνοντας μικρά διαμαντάκια που διέπονται από μια φθινοπωρινή μελαγχολία όπως το μεθυστικό "Jet Plane" και το υπέροχο "The Machine Will Tell Us So". Ένας δίσκος που σε υποδέχεται απαλά στην αγκαλιά του όπως ο παλιός, μπαλωμένος αλλά λατρεμένος σου καναπές. Μπορείς να χωθείς και να μείνεις εκεί για ώρες.
21. Röyksopp - Junior
Οι Νορβηγοί synth poppers επιστρατεύουν την αφρόκρεμα των σύγχρονων γυναικείων φωνών της Σκανδιναβίας και μαζί τους φτιάχνουν ένα δίσκο γεμάτο από κομμάτια που γεφυρώνουν το (όχι και τόσο μεγάλο πια) χάσμα ανάμεσα στην προ 25ετίας ποπ και τις σημερινές electro περιπέτειες, καταλαμβάνοντας όλο το ενδιάμεσο φάσμα. Το εκπληκτικό "The Girl and the Robot" της Robyn, το οποίο θα έμπαινε με άνεση στο τοπ-20 των τραγουδιών του '09 αν το΄χα ακούσει μια εβδομάδα νωρίτερα, θυμίζει ηχητικά διάφορα χιτάκια των '80s αλλά τα ρίχνει όλα στο καναβάτσο με μια πραγματικά εντυπωσιακή κεντρική μελωδία, ενώ στο άλλο άκρο το "Tricky Tricky" της παλιόφιλής τους Karin Dreijer μοιάζει σα να γράφτηκε για το φετινό της δίσκο ως Fever Ray αλλά της βγήκε μια δόση παραπάνω ποπ και το άφησε έξω. Η παραγωγή θυμίζει σε αρκετά σημεία το Overpowered της Róisín και σχεδόν όλα τα κομμάτια είναι εν δυνάμει τεράστιες επιτυχίες. Για κάποιο πολύ μυστήριο λόγο χρειάστηκε να φτάσει Δεκέμβρης για ν'ακούσω αυτό το εθιστικό album. Ναι, ξέρω, άλλη φορά με τον κηδεμόνα μου.
20. Soulsavers - Broken
Οι Βρετανοί δημιουργοί επιστρέφουν, αυτή τη φορά ακόμα πιο αποφασισμένοι. Δίνουν τα τραγούδια περίπου εν λευκώ στον Mark Lanegan και του φέρνουν και άλλους εκλεκτούς καλεσμένους, οι οποίοι όμως είναι εξαφανισμένοι κάπου στο βάθος. Δεν έχει και μεγάλη σημασία. Ναι, πράγματι, έχουμε συνηθίσει πια τον Lanegan να ερμηνεύει βασανισμένα, τσακισμένα τραγούδια. Αλλά ούτε κι αυτή η αίσθηση συνήθειας έχει σημασία όταν τα τραγούδια είναι τόσο καλά, και όταν σεργιανίζει πάνω τους η επιβλητική βραχνάδα του δίνοντάς τους blues ψυχή κι ας μην έχει καμία σχέση ο ήχος. Είτε είναι ένα μικρό αριστούργημα του Will Oldham ("You Will Miss Me When I Burn") είτε ένα έπος του Gene Clark ("Some Misunderstanding") είτε οι (εξαιρετικές ως επί το πλείστον) συνθέσεις των Machin & Glover, ο τεράστιος Mark τα κάνει δικά του κι έχει και τον πιο κυνικό ακροατή σούζα. Ακόμα και η electronica έχει πιάσει την πίσω θέση σε αυτήν την τρίτη κυκλοφορία, και ο ήχος έχει πιο παραδοσιακές επιρροές, πλαισιώνοντας τον άρχοντα με ένα ηχητικό περιβάλλον στο οποίο αισθάνεται σα στο σπίτι του. Μπαίνουμε, καθόμαστε, μας τρατάρει ένα ουισκάκι και για λίγο όλα στον κόσμο μοιάζουν να είναι στη σωστή θέση.
19. Antony & the Johnsons - The Crying Light
Με το περσινό καταπληκτικό και τεράστιο hit "Blind" των Hercules & Love Affair ο Antony έδειξε να βγαίνει απ'το καβούκι του, και φέτος το επιβεβαίωσε με αυτόν τον υπέροχο δίσκο. Νυχτερινές μελωδίες παραδίδονται αμαχητί στην πραγματικά σπάνια, είτε τη λατρεύει κανείς είτε τη μισεί, φωνή του κι εκείνος τους χαρίζει ό,τι έχει. Η ποικιλία στις αποχρώσεις και τις μελωδίες δεν αφήνει το σύνολο να γίνει κουραστικό, κι αν κάπου ο Antony το παρακάνει λίγο με το μπρίο (όπως στο "Kiss My Name") στις περισσότερες στιγμές σε στέλνει να κάνεις βόλτες μέσα στη νύχτα για να τον απολαύσεις καλύτερα, εξαφανίζοντας μαγικά όλο τον κόσμο γύρω σου. Ο κύριος Hegarty θέλει να μας ανοίξει την καρδιά του, και ο τρόπος του είναι τόσο σαγηνευτικός που κάθε αντίσταση είναι μάλλον μάταια.
18. The xx - xx
Αν η μουσική ήταν αρχιτεκτονική, ο ταλαιπωρημένος όρος «μοντέρνα» θα έβρισκε μια εξαιρετική εφαρμογή στο εντυπωσιακό ντεμπούτο των (αρχικά τεσσάρων, τώρα πλέον τριών) πιτσιρικιών από το Λονδίνο. Όπως και στη μοντέρνα αρχιτεκτονική, έτσι κι εδώ ο διάκοσμος προέρχεται από την ίδια τη φόρμα του κτίσματος/ τραγουδιού και οι γραμμές είναι απλές. Δείχνοντας σπάνια για την ηλικία τους αυτοσυγκράτηση, αποφεύγουν κάθε τι περιττό κρατώντας μόνο τα βασικά δομικά υλικά των τραγουδιών τους. Αυτα τα λίγα υλικά όμως είναι τόσο καλά που αρκούν. Οι πεντακάθαρες γραμμές της κιθάρας του Oliver Sim σε δένουν και σε τραβάνε μέσα, κι εκεί η Romy Madley Croft σου εξομολογείται τόσο νηφάλια όσα νιώθει που σου είναι αδύνατο να μην την ακούσεις καθώς σου μιλάει κοιτώντας σε στα μάτια. Αν ήταν κτίρια, θα τα είχε σχεδιάσει κάποιος σαν τον Mies van der Rohe, και πραγματικά δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι πιο επαινετικό να πω.
17. The Flaming Lips - Embryonic
Ο Wayne Coyne είναι ένα μεγάλο παιδί, αυτό το ξέραμε. Ένα γοητευτικό μεγάλο παιδί, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε. Έχει άγνοια κινδύνου, εκφράζεται απλά και αθώα, καμιά φορά το ρίχνει στην αμπελοφιλοσοφία και γενικά είναι ένας πάρα πολύ ωραίος τύπος (μέχρι να μπουν στην εξίσωση οι Arcade Fire, εκεί γίνεται λίγο κακός) και τον πάμε με τρέλα. Με το At War with the Mystics φάνηκε να πέφτει λίγο σε μια λούμπα, σε μια παγίδα, να κοιτάει μονίμως έναν καθρέφτη που του έλεγε πόσο cool τύπος είναι και πόσο cool μουσική μπορεί να κάνει ακόμα κι αν γκαρίζει, ρεύεται ή κάνει παλαβομάρες, απλά γιατί είναι cool και θεωρείται δεδομένο ότι θα αρέσει σε όλους επειδή είναι του Wayne και των Lips και οτιδήποτε τρελούτσικο μπορεί να δικαιολογηθεί. Το χώνεψε τρία χρόνια, και φέτος βγήκε απ'το κουκούλι και μας έδωσε το «Εμβρυακό». Ένα πολύχρωμο τέρας με τρία μάτια, οχτώ μέτρα ψηλό που σουλατσάρει βροντώντας τις τεράστιες πατούσες του. Μοιάζει σαν να μάζεψαν όλα τα '70s prog-psych απωθημένα τους, να τα φίλτραραν μέσα από το Χειλόφιλτρο και να τα ζούληξαν μέσα σε νορμάλ διάρκειας μίνι-έπη, τραγούδια με αρχή, μέση και τέλος ή μικρότερα μελωδικά περάσματα. Ο παλιός καλός Wayne πιάνει το τέρας από το λουρί του και το κάνει pet του, με την άγνοια κινδύνου που τον χαρακτηρίζει να χτυπάει κόκκινο. Εϊναι λίγο πιο μελαγχολικός απ'ό,τι συνήθως, ίσως επειδή η βιολογική του ηλικία έχει ξεφύγει λίγο προς τα πάνω σε σχέση με αυτήν στην οποία ο ίδιος θέλει να παραμείνει για πάντα, αλλα η μουσική γύρω του πνίγει τα blues του σε μπόλικη χρυσόσκονη, δίνοντάς μας ευφορία πάνω από την ενδοσκόπηση.
16. Super Furry Animals - Dark Days/Light Years
Ο νέος είναι ωραίος, αλλά ο παλιός είναι αλλοιώς. Μια περίφημη λαϊκή ρήση που φαίνεται να ταιριάζει γάντι στις παλιές καραβάνες από την Ουαλία που, αξιόπιστοι όσο λίγοι, μας παραδίδουν ένα ακόμα δείγμα από τη μοναδική τους συνταγή - έξυπνη ποπ γεμάτη εφευρετικότητα και ιδέες και, φυσικά, hooks, η οποία δεν διστάζει πουθενά και δε γνωρίζει κατηγοριοποίηση. Φέτος αποφάσισαν να μας δείξουν την πιο εξωστρεφή τους πλευρά εδώ και χρόνια, δινοντας έμφαση στο ρυθμό και σε κομμάτια που σε καλούν να κουνήσεις τον πωπό σου, όπως το κολλητικό (και σκέτη αποθέωση) "White Socks/ Flip Flops" ή το υποχθόνια funky "Moped Eyes". Περνάνε λίγο κι από την ψυχεδέλεια στα έπη "Crazy Naked Girls" και "Cardiff in the Sun" και φυσικά δεν παραλείπουν να μας θυμίζουν πόσο εξπέρ είναι στα φοβερά καλοκαιρινά τραγούδια, όπως το "Helium Hearts" και το "Where Do You Wanna Go?". Τα κάνουν όλα και συμφέρουν, και μετά από εννέα δίσκους και ο πιο δύσπιστος θα πρέπει να έχει παραδεχτεί ότι είναι ένα από τα κορυφαία συγκροτήματα των τελευταίων 20 χρόνων, έτσι απλά.
15. St Vincent - Actor
Τα λέγαμε από το 2007 γι'αυτό το κορίτσι. Όχι εδώ βέβαια, καθώς δεν υπήρχε ακόμα some beans, αλλά μεταξύ μας, ακούγοντας το εξαιρετικό Marry Me. Φαινόταν ότι είχαμε να κάνουμε με μια πάρα πολύ ταλαντούχα μουσικό, και το φετινό της δεύτερο album δικαίωσε και με το παραπάνω όλες τις υποσχέσεις που έμοιαζε να δίνει. Τραγούδια γεμάτο με ιδέες και ναζιάρικες πινελιές απο'δω κι απο'κει να σου κλείνουν το μάτι, και με μια συνθετική και ηχητική ποικιλία που σε κάνει να νομίζεις ότι πρόκειται για δουλειά μπάντας και όχι ενός ατόμου. Μια ερμηνεύτρια που ακούγεται αβίαστα σέξι (όπως στο φανταστικό "The Party") ή αγριόγατα ή αγοροκόριτσο ή πεισματάρα ανάλογα τα κέφια της, και δεν την πιάνεις να επαναλαμβάνεται ούτε για ένα λεπτό. Ποπ μουσική πανέξυπνη και ταυτόχρονα προσιτή και down to earth. Πόσο κρίμα θα ήταν να παρέμενε για πάντα γνωστή (λέμε τώρα) ως «μέλος των Polyphonic Spree και της touring band του Sufjan Stevens», όσο καλό βιογραφικό κι αν ακούγεται...
14. Telefon Tel Aviv - Immolate Yourself
Λένε (και κατόπιν δοκιμών μπορώ να πω ότι σε γενικές γραμμές ισχύει) πως το τσίπουρο, η ρακή και όλα αυτά τα καθαρά, διάφανα ποτά κάνουν το καλύτερο κεφάλι μετά το μεθύσι. Έτσι και η καθαρή, διάφανη electronica - καθαρίζει το κεφάλι από σκέψεις και baggage και σε κάνει να συγκεντρωθείς μόνο στον ήχο που ορμάει σαν μικρό τσουνάμι μέσα στον εγκέφαλό σου. Τέτοια μουσική φτιάχνουν οι Telefon Tel Aviv, ή μάλλον έφτιαχναν πριν ο Charles Cooper αφήσει το μάταιο τούτο κόσμο στα 32 του μόλις χρόνια. Ευτυχώς τουλάχιστον πρόλαβαν να ηχογραφήσουν αυτό το διαμάντι και να προσέξουν κάθε μικρή λεπτομέρεια, κάθε μικρό ήχο που συμβάλλει στο στιλπνό σύνολο. Οι μελαγχολικές αλλά εξαιρετικά πιασάρικες μελωδίες που κρύβονται στην καρδιά κάθε τραγουδιού περιστοιχίζονται από στρώματα synths και φωνών που τις διαχέουν τριγύρω σαν φώτα στην ομίχλη, και το αποτέλεσμα είναι κάμποσα υπέρκομψα και ταυτόχρονα πολύ συναισθηματικά δείγματα σύγχρονης αμερικανικής electronica. Αυτό που δεν πρόλαβε να δει ο Cooper ήταν η κυκλοφορία και η μετέπειτα επιτυχία του δίσκου, καθώς δυστυχώς ήταν αυτός που θυσιάστηκε κατόπιν της εντολής που δίνει ο τίτλος.
Λένε (και κατόπιν δοκιμών μπορώ να πω ότι σε γενικές γραμμές ισχύει) πως το τσίπουρο, η ρακή και όλα αυτά τα καθαρά, διάφανα ποτά κάνουν το καλύτερο κεφάλι μετά το μεθύσι. Έτσι και η καθαρή, διάφανη electronica - καθαρίζει το κεφάλι από σκέψεις και baggage και σε κάνει να συγκεντρωθείς μόνο στον ήχο που ορμάει σαν μικρό τσουνάμι μέσα στον εγκέφαλό σου. Τέτοια μουσική φτιάχνουν οι Telefon Tel Aviv, ή μάλλον έφτιαχναν πριν ο Charles Cooper αφήσει το μάταιο τούτο κόσμο στα 32 του μόλις χρόνια. Ευτυχώς τουλάχιστον πρόλαβαν να ηχογραφήσουν αυτό το διαμάντι και να προσέξουν κάθε μικρή λεπτομέρεια, κάθε μικρό ήχο που συμβάλλει στο στιλπνό σύνολο. Οι μελαγχολικές αλλά εξαιρετικά πιασάρικες μελωδίες που κρύβονται στην καρδιά κάθε τραγουδιού περιστοιχίζονται από στρώματα synths και φωνών που τις διαχέουν τριγύρω σαν φώτα στην ομίχλη, και το αποτέλεσμα είναι κάμποσα υπέρκομψα και ταυτόχρονα πολύ συναισθηματικά δείγματα σύγχρονης αμερικανικής electronica. Αυτό που δεν πρόλαβε να δει ο Cooper ήταν η κυκλοφορία και η μετέπειτα επιτυχία του δίσκου, καθώς δυστυχώς ήταν αυτός που θυσιάστηκε κατόπιν της εντολής που δίνει ο τίτλος.
13. Golden Silvers - True Romance
Μπήκαν στη ζωή και στο media player μου σχετικά αργά - για την ακρίβεια μέσω αυτής εδώ της λίστας με τα καλύτερα του '09 από το Gigwise που ευτυχώς εμφανίστηκε νωρίς. Η περιγραφή μου τράβηξε την προσοχή. «Αυτό λογικα θα μ'αρέσει πολύ, πώς μου ξέφυγε;» σκέφτηκα και έσπευσα να το τσεκαρω. Οι τρεις νεαροί Άγγλοι μπαίνουν στο ψητό άμεσα, και μέσα στα 5 πρώτα κομμάτια έχουν καλύψει έδαφος που σε άλλους θα έπαιρνε 2-3 δίσκους - από το "True No.9 Blues" που μοιάζει σαν οι Clash να διασκευάζουν το "Girls on Film" των Duran Duran με τη βοήθεια των Madness μέχρι τη λιτή, λυρική μελαγχολία του "My Love Is a Seed That Doesn't Grow" που ακούγεται σαν ο Mark Hollis να παίζει αγουροξυπνημένος στο πιάνο του το "House of the Rising Sun" ένα μουντό Κυριακάτικο πρωινό, μας δείχνουν όλη τη γκάμα των επιρροών τους αλλά ταυτόχρονα καταφέρνουν να δώσουν μια δική τους ταυτότητα στον ήχο, πράγμα πολύ δύσκολο για τόσο νέα μπάντα (σχηματίστηκαν μόλις το 2007!). Η ποικιλία των χρωμάτων στην παλέτα τους συνεχίζει να δίνει εξαιρετικά αποτελέσματα και μέχρι το τέλος του δίσκου, καθώς προλαβαίνουν να μας δώσουν ακόμα 1-2 κομμάτια που θα μπορούσαν να ήταν b-sides στο soundtrack του Velvet Goldmine, συν το εξωφρενικά πιασάρικο "Arrows of Eros" με αρώματα Τζαμάικας να το τυλίγουν. Ο Gwilym Gold μοιάζει να είναι άλλη μια (εν δυνάμει;) χαρισματική φιγούρα από αυτές που η Βρετανία ξέρει καλά να παράγει - μπριόζος, έξυπνος και όπου πρέπει φαντεζί, μπαίνει εξαιρετικά στο κλίμα κάθε τραγουδιού. Εμείς από τη μεριά μας παίρνουμε έναν δίσκο που είναι δύσκολο να μην αγαπήσει κανείς και που στη δικιά μου καρδιά μπήκε με το πρώτο άκουσμα. Περιμένουμε τη συνέχεια.
12. Bat for Lashes - Two Suns
Θυμάμαι τον εαυτό μου εκείνη την περσινή καλοκαιρινή βραδιά στη Nîmes να ακούω ζωντανά κάποια απ'τα τραγούδια που θα αποτελούσαν το φετινό, επόμενο βήμα της Bat For Lashes μετά από το μαγευτικό Fur and Gold και να σκέφτομαι ότι ίσως μοιάζουν λίγο παραπάνω από ότι έπρεπε με τα προηγούμενα. Κι όμως, να τα που μεγάλωσαν κι απέκτησαν δικιά τους ζωή, σχηματίζοντας ένα νέο κεφάλαιο στο βιβλίο του μυθοκόσμου της Αγγλοπακιστανής μουσικού. Το μελαψό κορίτσι μεγάλωσε κι έγινε γυναίκα. Αγαπά βαθιά και πληγώνει εξίσου βαθιά. Και η μουσική της αποκτά ολοένα και πιο προσωπική σφραγίδα, αυτή τη φορά ειδωμένη μέσα από ένα συνθετικό '80s πρίσμα αλλά πάντα μυστηριώδης και παραμυθένια, με την ολοένα και πιο μεστή, σαγηνευτική φωνή της να είναι το συνδετικό υλικό που δένει τα πάντα μεταξύ τους. Από το να κυκλοφορήσεις ένα καταπληκτικό ντεμπούτο, είναι ίσως πιο δύσκολο να φτιάξεις ένα δεύτερο δίσκο χωρίς να παρασυρθείς σε αντιγραφές του εαυτού σου και εύκολες λύσεις. Και τώρα συνειδητοποιούμε ότι πέρυσι το καλοκαίρι στη Nîmes είδαμε μια σπουδαία καλλιτέχνη λίγο πριν ανοίξει εντελώς τα πολύχρωμα φτερά της.
11. The Tiny - Gravity & Grace
Αλλη μια εκπροσώπηση της τρομακτικά παραγωγικής σκανδιναβικής σκηνής, με μια φρέσκια αλλά μεγάλη λατρεία. Αν κάποιους άλλους Σκανδιναβούς τους ξέραμε και τους περιμέναμε, τούτο εδώ το αγαπημένο ζευγάρι ήταν για μας μια μεγάλη, ευχάριστη έκπληξη. Με βασικά υλικά ένα πιάνο και μια βιόλα υφαίνουν απλά, κομψά χαλιά για να τρέξει ξυπόλητη και να κυλιστεί με φόρα πάνω τους η πάρα πολύ εκφραστική φωνή της Ellekari Larsson που θυμίζει κάτι ανάμεσα σε Kate Bush, Bjork και Cerys Matthews με το αθώο, παιδιάστικο χρώμα και την έντονη προφορά της. Δέκα ζεστά, «σπιτικά» τραγούδια (συν μια διασκευή) με τον πόθο και την αγάπη να κυριαρχούν, κι ένας δίσκος πραγματική συναισθηματική αποκάλυψη, που σε κάνει ν'αναρωτιέσαι πόσους ακόμα άσους έχει κρυμμένους στο μανίκι του αυτό το μέρος εκεί στα βόρεια...
10. The Antlers - Hospice
Ακούγοντας κανείς για πρώτη φορά τον δίσκο των Antlers είναι πολύ πιθανό να εντυπωσιαστεί από τα τραγούδια και την απόκοσμη θλίψη που κουβαλούν τα ηχοτοπία τους, χωρίς να έχει καν ιδέα τι μουρμουράει ή ουρλιάζει κατά περίπτωση η λεπτή φωνή του Peter Silberman. Όταν μάθει, τότε θα εντυπωσιαστεί ακόμα περισσότερο με το πως ξαφνικά κάθε νότα, κάθε απόχρωση βγάζει νόημα τόσο έντονα που μοιάζει σαν τρισδιάστατο παζλ που υψώνεται μπροστά σου. Ίσως είναι από τους πιο τέλεια ταιριάσματα ήχων και στίχων που έχουμε ακούσει ποτέ: ο πόνος του ίδιου του Silberman και του άλλου προσώπου που διατρέχει όλα τα τραγούδια-κεφάλαια ενός νηφάλια σπαρακτικού ημερολογίου αντανακλάται κάθε στιγμή από τις κιθάρες, τα απόμακρα drums και τα κρύα synths. Μουσικά, το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει σαν μια περίεργη διασταύρωση TV on the Radio και Hood, αλλά είναι από τις περιπτώσεις που η μουσική, όσο κι αν στέκεται εξαιρετικά από μόνη της, αποκτά το πραγματικό της νόημα μόνο σε συνδυασμό με τους πυρετιασμένους στίχους που συνοδεύει.
9. Circulatory System - Signal Morning
Σε όλη μου τη ζωή, έχω χάσει μονάχα ένα CD. Δεν ξέρω πώς και πότε συνέβη, απλά όταν μετέφερα όλα μου τα υπάρχοντα στο σπίτι όπου μένω τώρα και άρχισα να αρχειοθετώ τη μουσική μου, ανακάλυψα ότι το πολυαγαπημένο μου Black Foliage των Olivia Tremor Control (που είχα αγοράσει από το Select-a-Disc του Nottingham στην πρώτη μου επίσκεψη στην πόλη το '99) έλειπε. Ρώτησα φίλους και γνωστούς όπου θα μπορούσα να το είχα δανείσει, αλλά τίποτα. Χρόνια τώρα έλεγα ότι θα το ξαναγοράσω αλλά δεν το έκανα, με την κρυφή ελπίδα ότι κάπου, κάπως θα εμφανιζόταν ξανά η χαμένη μου κόπια. Αντ'αυτού, φέτος εμφανίστηκε ξανά... ο Mr Olivia Tremor Control, κατά κόσμον Will Cullen Hart. Οι OTC διαλύθηκαν το 2000 και σχεδόν αμέσως «μετεμψυχώθηκαν» περίπου ως είχαν στους Circulatory System. Μετά από 8 χρόνια σιωπής, φέτος μας δίνουν μόλις το 2ο τους album, αλλά πραγματικά μας αποζημιώνουν για όλη αυτή την καθυστέρηση. Ένας δίσκος που φέρει πολλά κοινά με το Black Foliage, καθώς τα 17 του κομμάτια είναι ουσιαστικά μια πολύ μεγάλη σύνθεση με διάφορα μέρη, εκ των οποίων κάποια είναι μικρά περάσματα, κάποια επιμέρους μελωδίες και ιδέες και κάποια πιο «κανονικά» ποπ τραγούδια με ρεφραίν και απ'όλα. Η διαφορά εδώ είναι ότι εντάσσουν περισσότερο στον πειραγμένο folk ήχο τους τον πειραματισμό με ηλεκτρονικά στοιχεία, παράξενα κρουστά και διάφορους άλλους ήχους απ'ό,τι ως OTC, και το καταφέρνουν με εντυπωσιακά δημιουργικό τρόπο κάνοντάς το ν'ακούγεται απόλυτα φυσικό. Το τελικό αποτέλεσμα είναι πραγματικά συναρπαστικό και χορταστικό, και οι μικρές τους μελωδίες παραμένουν υπέροχες όπως και τότε. Αν έβρισκα κι εκείνο το CD...
8. Fever Ray - Fever Ray
Κάνοντας ένα διάλειμμα από τη μπάντα που έχει με τον αδερφό της, η Karin Dreijer αποφάσισε να μας δώσει τη μοναχική, γυναικεία εκδοχή της μουσικής τους. Έτσι κι αλλοιώς, η φωνή της είναι άμεσα αναγνωρίσιμη, αλλά με αυτόν τον δίσκο μας πληροφορεί ότι και ο ήχος της είναι εξίσου, αφού δεν διαφέρει πάρα πολύ από τους The Knife μέσω των οποίων τη γνωρίζουμε. Έχει όμως κάτι πιο θερμό μέσα του. Χτίζοντας γύρω της ένα ηχητικό ιγκλού, η Karin ανάβει στο κέντρο του μια φωτιά και μας προσκαλεί να καθίσουμε. Εκείνη δεν κρυώνει, είναι εντελώς στο στοιχείο της και σμιλεύει τον πάγο στα τοιχώματα φτιάχνοντας περίεργα σχήματα. Εμείς από τη μεριά μας διαπιστώνουμε πως όχι απλά αρχίζουμε σιγά σιγά να ζεσταινόμαστε απ'τη φωτιά αλλά θέλουμε ακόμα και να χορέψουμε, πάντα υπό τις προσταγές της. Όταν ήμασταν πιτσιρίκια, στα αποκριάτικα πάρτι πάντα κάποια φίλη ήταν ντυμένη «βασίλισσα του χιονιού». Η Fever Ray είναι η βασίλισσα του χιονιού, και μας αφήνει να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στο κρυστάλλινο ημερολόγιό της.
7. Animal Collective - Merriweather Post Pavilion
Έχουν χυθεί τόσοι τόνοι πραγματικού και μεταφορικού μελανιού γι'αυτόν το δίσκο που πραγματικά δεν υπάρχουν πολλά να πει κανείς... Ο τυφώνας MPP σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του. Και δεν είναι να πεις ότι ένα μεγάλο μέρος απ'όλα αυτά δεν τα άξιζε. Ο νέος ψυχεδελικός ήχος προχώρησε ένα βήμα παραπέρα μ'αυτόν τον καλειδοσκοπικό δίσκο. Το φόντο του κάθε τραγουδιού μοιάζει ν'αποτελείται από μυριάδες μικροσκοπικούς ήχους που ενώνονται όλοι μαζί όπως τα σωματίδια του νερού ενώνονται και σχηματίζουν σύννεφα. Πάνω σ'αυτόν τον καμβά, ο Avey Tare και ο Panda Bear ζωγραφίζουν με χοντρές πινελιές και μεγάλες κινήσεις, δημιουργώντας μελωδίες σε στρώσεις με τον τρόπο που το έκαναν και οι Beach Boys πριν από 40 χρόνια, και τις στολίζουν με παντός είδους ηχητικές κορδέλες. Το αποτέλεσμα είναι δύσκολο να το περιγράψεις με ταμπέλες και είδη, αλλά μπορούμε απλά να πούμε ότι όταν όλα λειτουργούν ("Bluish", "My Girls", "Summertime Clothes", "No More Running" κ.α.) είναι απλά ποπ μουσική της υψηλότερης αισθητικής. Το θέμα και η μόνη μας ένσταση σε όλο το χαμό είναι ότι δε λειτουργούν πάντα όλα, και ότι για ποπ δίσκος μερικές του στιγμές παραείναι απόμακρες, όσο κι αν σταθείς και θαυμάσεις τη διάθεσή τους να ξεχειλώσουν τον όρο σε σημεία που ακόμα δεν έχει πάει. Δεν ξέρω μέχρι που θα τους πάει αυτή η εξερεύνηση, αλλά πιστεύω ότι μπορούν να βγάλουν έναν τέλειο σύγχρονο ποπ δίσκο. Απλά το MPP είναι μόνο ένα (σημαντικό) κλάσμα του.
6. Grizzly Bear - Veckatimest
Μπορεί το κινέζικο ημερολόγιο να λέει ότι το 2009 ήταν Έτος του Βοδιού (στην Ελλάδα σίγουρα είναι, κάθε χρόνο), αλλά σε ό,τι αφορά τα μουσικά δρώμενα ήταν σαφέστατα Έτος της Αρκούδας. Οι Animal Collective πήραν την πρώτη θέση στο hype-όμετρο, αλλά οι δεύτεροι Grizzly Bear ήταν που εκτίναξαν τις μετοχές τους στο μεγαλύτερο ποσοστό. Η άνοδος είχε έρθει μέχρι φέτος σταδιακά - πρώτα η underground φήμη με το υπέροχο ντεμπούτο τους Horn of Plenty, ύστερα η αναγνώριση σαν ανερχόμενη δύναμη με το εξίσου υπέροχο Yellow House, ο ολοένα και αυξανόμενος αριθμός δηλωμένων fans ανά τον μουσικό (και τον υπόλοιπο) κόσμο, η σφραγίδα ποιότητας που δίνει το support slot στους Radiohead, όλα προστέθηκαν σιγά σιγά κι έτσι φτάσαμε στις αρχές του '09 και η ανακοίνωση και μόνο της κυκλοφορίας του Veckatimest σήμανε φρενίτιδα στον indie, και όχι μόνο, κόσμο. Οι προσδοκίες ήταν πολύ υψηλές αλλά όλοι ήταν βέβαιοι ότι είχαν ανταμωθεί, και το πρόωρο leak έμοιαζε με πετρέλαιο σε φωτιά που έχει αρπάξει σε ξερόχορτα: η Αρκουδομανία εξαπλώθηκε ταχύτατα, και το Veckatimest ήταν η δεύτερη απόλυτη ιστορία αποθέωσης της χρονιάς.
Από τη μεριά μας, πιστεύουμε ότι όλος αυτός ο θόρυβος δημιουργήθηκε δίκαια. Το Veckatimest είναι λιγότερο άμεσο αλλά πιο μεγαλοπρεπές και πιο περιπετειώδες από τα δυο προηγούμενα albums τους. Οι Grizzly Bear εξερευνούν τις σχέσεις πλήρους και κενού, αχνού και έντονου, ασπρόμαυρου και έγχρωμου σε βαθμό που δε συνηθίζεται στην ποπ μουσική, και η προσοχή που έχει δοθεί σε κάθε λεπτομέρεια αυτού του album είναι τρομακτική. Ψυχεδελικές εκρήξεις εναλλάσσονται με συγκρατημένες jazz ασκήσεις, όλα διάρκειας κάποιων δευτερολέπτων και όλα τοποθετημένα στη θέση που πρέπει ώστε η σύνθεση να μοιάζει σαν ευχάριστο ατύχημα αλλά να γίνεται και αντιληπτό ότι δεν είναι ποτέ. Στις καλύτερες στιγμές του, ο δίσκος μας δίνει δείγματα ποπ τελειότητας όπως το εξωστρεφές "Two Weeks", η ευγενική ψυχεδέλεια του "Dory" ή ο μικρός ύμνος που ονομάζεται "Foreground" και κλείνει αριστοκρατικά το δίσκο. Σε άλλες ίσως ακούγεται λίγο περισσότερο ακαδημαϊκό απ'ό,τι χρειάζεται (κάτι που καταλαβαίνει κανείς καλύτερα αν δει έστω κι ένα από τα εκπληκτικά live τους, ακόμα και στο YouTube). Προσωπικά πιστεύω ότι το Veckatimest είναι ένα εξαιρετικό album που αποτελεί μια ακόμα απόδειξη για το ότι (και) οι Grizzly Bear έχουν μέσα τους ένα πραγματικό αριστούργημα. Ίσως ακόμα περισσότερο από τους Animal Collective.
5. Soap & Skin - Lovetune for Vacuum
Όταν έβγαλα το περιτύλιγμα από τη «φυσική» κόπια του εκπληκτικού, από κάθε άποψη, ντεμπούτου της 18χρονης Αυστριακής Anja Plaschg, που επιλέγει να κρύβεται πίσω από το αινιγματικό, μάλλον ουδέτερο καλλιτεχνικό όνομα Soap & Skin, με περίμενε μια έκπληξη. Στην αρχή δεν το πρόσεξα - πίστεψα απλά ότι η αποστροφή που μοιάζει συνολικά να έχει η νεαρή στις συμβατικότητες της showbiz (αν αυτή είναι αληθινή ή φτιαχτή είναι ένα άλλο ζήτημα) την ώθησε να διατηρήσει ένα μινιμαλιστικό πνεύμα στο περιεχόμενο της πρώτης της «μεγάλης» κυκλοφορίας. Μέσα στο χαρτονένιο κουτί υπήρχε η γνωστή πλαστική θήκη που περιείχε το CD και μόνο αυτή. Μάλιστα, χάριν οικονομίας, οι τίτλοι των κομματιών ήταν τυπωμένοι πάνω στο μπροστινό, διάφανο κάλυμμα της πλαστικής θήκης. Λιγάκι απογοητευμένη από αυτήν την έλλειψη επικοινωνίας, και ταυτόχρονα απορώντας πώς γινόταν οι στίχοι να ήταν διαθέσιμοι στο (επίσης πολύ μίνιμαλ) site της Anja και όχι στο CD της, πήγα να ξαναβάλω την πλαστική θήκη μέσα στο χαρτονένιο κουτάκι της όταν παρατήρησα κάτι πορτοκαλί γράμματα που υπήρχαν στο εσωτερικό της χαρτονένιας θήκης. Με δυσπιστία, νομίζοντας ότι μάλλον δεν είδα καλά, άνοιξα λίγο παραπάνω το χαρτόνι και κοίταξα καλύτερα: ήταν οι στίχοι των τραγουδιών! Παρατήρησα ότι η θήκη αποτελούνταν από ένα μονοκόμματο κομμάτι χαρτόνι, τσακισμένο για να σχηματιστούν οι ακμές και κολλημένο χαλαρά μόνο σε ένα σημείο. Με ελαφρό πόνο ψυχής και αρκετή προσοχή το ξεκόλλησα και το άνοιξα. Όταν το ξεδίπλωσα, είδα αραδιασμένους τους στίχους και μια παράξενη εικόνα. Σα να μην έτρεχε τίποτα.
Ίσως η Anja υπονοεί ότι σο πραγματικό περιεχόμενο βρίσκεται από μέσα. Ότι για να γνωρίσεις κάτι σε βάθος πρέπει πρώτα να το ξεκοιλιάσεις. Όπως και να'χει, εκτός από μια από τις πιο πρωτότυπες, απλούστερες και ουσιαστικότερες ιδέες συσκευασίας που έχω συναντήσει ποτέ, είναι πιθανόν να θέλει να πει πράγματα για την ίδια την τέχνη της - ότι πίσω από τις πανέμορφες πιανιστικές ελεγείες της κρύβεται στ'αλήθεια ένας βαθύς πόνος και κάμποσοι αληθινοί εφιάλτες. Ίσως να μην μπορέσουμε να μάθουμε ποτέ αν αυτό ισχύει, αλλά ακόμα και χωρις αυτήν τη γνώση ο δίσκος της μας πήγε σε σκοτεινά μέρη και μας έδειξε παράξενους ήρωες, τις περιπέτειες των οποίων μας διηγήθηκε μέσα από ανατριχιαστικές εικόνες από τις οποίες δεν θελήσαμε ούτε στιγμή να πάρουμε τα μάτια μας. Έτυχε δε να αποδειχθούν οι πλέον κατάλληλες για να ντύσουν μια από τις πιο πρωτόγνωρες περιόδους της ζωής μου. Δεν ξέρω πως θα'ναι η επόμενη φορά που θα συναντηθούμε με την πολλά υποσχόμενη Anja, αλλά ο τρόπος με τον οποίο με έμπασε στον κόσμο της φέτος θα μου μείνει αξέχαστος.
4. Atlas Sound - Logos
Ο Bradford Cox είναι αυτή τη στιγμή ένας από τους πιο παραγωγικούς μουσικούς που υπάρχουν. Δυο-τρία διαφορετικά projects να τρέχουν, ένα σωρό κυκλοφορίες κάθε χρόνο και ο θρόνος του Spencer Krug να κινδυνεύει σοβαρά. Κι αν οι Deerhunter θεωρούνται το βασικό του όχημα, για μένα ο φετινός δίσκος του ως Atlas Sound ήταν μια πραγματική αποκάλυψη και ένα σημείο αναφοράς για τις μελλοντικές του εξερευνήσεις.
Η σύγχρονη εκδοχή της ψυχεδέλειας βρίσκει στο κοκαλιάρικο πρόσωπο του Bradford έναν άξιο προφήτη και στο Logos μια μικρή Γη της Επαγγελίας. Ζαλισμένα φωνητικά κάνουν οχτάρια πάνω από ακουστικές κιθάρες ή keyboards που φροντίζουν να τα ζαλίσουν ακόμα περισσότερο με τις υπέροχες κυκλικές μελωδίες τους. Ο πολύς Panda Bear βρίσκει το δάσκαλό του στον καλύτερο μαθητή του, καθώς ο Cox του φτιάχνει ένα τραγούδι πολύ καλύτερο σχεδόν απ΄όλα όσα έχει γράψει ο ίδιος στο γνωστό του Beach-Boys-on-LSD στυλ (ίσως επειδή σε ένα μπρα-ντε-φερ μελωδίας ο Cox θα κέρδιζε σχετικά άνετα). Η Laetitia Sadier κάνει γύρους σε ένα μύλο μιας παιδικής χαράς χαμένης κάπου πάνω από τα σύννεφα, με χρωματιστό χαρτοπόλεμο να πέφτει σα βροχή ολόγυρα. Και όλα αυτά φαίνονται τόσο, μα τόσο σοκαριστικά εύκολα... Όσο εύκολα μας κατέκτησε ο απίθανος Bradford (και) φέτος.
3. Wild Beasts - Two Dancers
Θα ήταν πραγματικά δύσκολο να περάσει απαρατήρητο το δεύτερο album των τεσσάρων νεαρών από το Κendal της Αγγλίας. Θα ηταν εξαιρετικά δύσκολο να φτάσει έστω και για δευτερόλεπτα στ'αυτιά σου η μοναδική φωνή του Hayden Thorpe και να μην γουρλώσεις τα μάτια, ψάχνοντας να βρεις τι είναι αυτό - η πρώτη εντύπωσή μου ήταν ότι άκουγα μια γυναικεία φωνή να τραγουδάει αγγλικά με έντονη γαλλική προφορά, ή και γαλλικά σκέτα. Χρειάστηκε να μείνω μαζί της για ένα ολόκληρο τραγούδι και μετά από αμφιβολίες διάρκειας δυο περίπου λεπτών να καταλήξω στο ότι δεν ήταν τίποτα απ'όλα αυτά, απλά είχε επιτέλους βρεθεί ο επόμενος Billy Mackenzie.
Ένας Billy Mackenzie της διπλανής πόρτας που εξισορροπείται από τον πιο νηφάλιο και βαρύτονο Tom Fleming, και μαζί ή ο καθένας μόνος του τραγουδούν στίχους που μοιάζουν σα να τους έχει γράψει ένας Μοrrissey του παλιού καιρού. Αυτή η παράξενα ώριμη και ολοκληρωμένη, οικονομική και ταυτόχρονα γλαφυρή προσέγγιση ακολουθείται και στο συνθετικό αλλά και στο ηχητικό κομμάτι - κιθάρες που θυμίζουν ενίοτε Edge αλλά χωρίς την παραμικρή τάση προς οτιδήποτε επικό κεντάνε ένα λιτό, ελάχιστα αλλά σοφά στολισμένο υπόβαθρο που υπογραμμίζει τις ιδιοσυγκρασιακές πτήσεις του Thorpe, ενώ η εξαιρετικά ρευστή rhythm section τα δένει και πάλι με αξιοζήλευτη αυτοσυγκράτηση. Κι όμως, τα τραγούδια τους είναι γεμάτα μικρά, διακριτικά hooks που σου γαντζώνονται στο κεφάλι χωρίς ποτέ να φαίνονται ότι προσπαθούν έστω και λίγο γι'αυτό. Δείχνουν να έχουν κατακτήσει κάθε ίντσα του δυσκολοκατάβλητου ήχου τους και είναι τρομακτικό πως πρόκειται για 23χρονους. Μια τέτοια μοναδική και ολοκληρωμένη φωνή, ατομική και συλλογική, θέλει χρόνια για να σμιλευτεί, εκτός αν έχει κανείς σε περίσσεια το Χάρισμα. Στους συγκεκριμένους μοιάζει να τρέχει απ΄τα μπατζάκια.
2. DM Stith - Heavy Ghost
Δεν υπάρχουν πολλά να πούμε για τη φετινή μας αδυναμία που να μην τα έχουμε ήδη πει. Ο νεαρός κύριος David Michael Stith κατέκτησε τις φασολένιες καρδιές μας υπερβολικά εύκολα, και το ντεμπούτο του ήταν η πύλη που μας έβαλε στον στοιχειωμένο κόσμο του. Με το "Pity Dance" μας πήρε τα μυαλά και δεν μας τα ξανάδωσε πίσω παρά μόνο μετά το τέλος του δίσκου, συνεπαρμένα από το χορό με τα πνεύματα. Χωρωδίες από μικρές άυλες φωνούλες στήνουν πανηγύρι γύρω απ'το κεφάλι σου σε κάθε βήμα, παραπατάς ανάμεσα σε παγίδες καλυμμένες από απατηλές ακουστικές κιθάρες που σου υπόσχονται να σε γλυκάνουν αλλά από κάτω κρύβονται αγκάθια ("Thanksgiving Moon"). Σχεδόν κλασικές πιανιστικές μελωδίες γίνονται εφιάλτες θορύβου καθώς η φωτιά πλησιάζει ("BMB"). Η φωτιά είναι πουλιά, και επιτίθενται όπως στο θρυλικό έργο του Hitchcock. Έχεις πιάσει φωτιά, για την ακρίβεια, και χορεύεις καιγόμενος ("Fire of Birds"). Τίποτα απ'αυτά δεν έχει καλή κατάληξη. Όμως είναι τόσο όμορφα να τ'ακούς!
Η φωνή του DM, εύθραυστη αλλά και όμορφη σαν φτερό πεταλούδας, συνοδεύεται στα περισσότερα κομμάτια από πολλαπλούς εαυτούς του που τραγουδούν τις, χαρακτηριστικές του δίσκου, «πίσω» αρμονίες σαν να βιώνουν εξωσωματική εμπειρία. Η μουσική είναι ένα κέντημα από κιθάρες, πιάνα, βιολί, βιμπράφωνο, τρομπέτα, κρουστά. Οι μελωδίες είναι δραματικά όμορφες. Ο DΜ Stith - αυτός ο μέχρι πρότινος ταπεινός γραφίστας της My Brightest Diamond - δε γράφει τραγούδια για να τα βγάλει από μέσα του, αλλά για να μπει ο ίδιος μέσα σ'αυτά. 'Εχει αφήσει τους περισσότερους συναδέλφους του μίλια πίσω, και είναι ακόμα στην αρχή. Θα περιμένουμε ανυπόμονα τη συνέχεια, αλλά ως τότε θα ξαναχορέψουμε με το Βαρύ του Φάντασμα και τα συνοδευτικά φαντασματάκια πολλές, πολλές φορές...
1. Patrick Watson - Wooden Arms
Ναι, άφησε τους περισσότερους πολύ πίσω ο David Michael, αλλά αυτόν εδώ όχι. Μάλιστα αν μπορούσαμε θα τον ρωτάγαμε (τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να το κάνουμε) κατά πόσο ο κύριος Patrick Watson αποτελεί βασική επιρροή του. Θα μας φαινόταν απόλυτα φυσιολογικό κάτι τέτοιο, καθώς ο Watson με τη μπάντα του είχε ήδη δυο καταπληκτικούς δίσκους, στο είδος αυτό της νέας folk στο οποίο έχουν και οι δυο εντρυφήσει, στο ενεργητικό του όταν ο DM σχεδίαζε ακόμα εξώφυλλα. Και παρ'όλο που ο πήχυς είχε μπει τόσο ψηλά για τον Καναδό, τον ξεπέρασε με άνεση και μας έδωσε τον τρίτο. Λιγότερο νεραϊδένιο από το Close To Paradise, πιο γήινο κι εξωστρεφές, αλλά εξίσου υπέροχο, το Wooden Arms είναι ο μοναδικός δίσκος του 2009 στον οποίο λάτρεψα απ'την αρχή ως το τέλος.
Από το θεσπέσιο εναρκτήριο "Fireweed" με το κυκλικό του ριφάκι που στοιχειώνει το μυαλό μέχρι το απελπισμένα ρομαντικό ομώνυμο κομμάτι, από το θεατρικό "Traveling Salesman" μέχρι το κινηματογραφικό (see what I did there?) ορχηστρικό "Down at the Beach", από το αρωματισμένο με country υπέροχο ντουέτο "Big Bird in a Small Cage" μέχρι το αρωματισμένο με Arcade Fire "Machinery of the Heavens" που το κλείνει, το album είναι απλά μαγευτικό. Απίστευτη ποικιλία στις ενορχηστρώσεις, με τα κρουστά κάθε λογής να κλέβουν την παράσταση, και στο ύφος των τραγουδιών, και τα τραγούδια απλά να σου αρπάζουν την καρδιά με σκανδαλιστική ευκολία. Το έλιωσα όλη τη χρονιά και το ίδιο αναμένεται να κάνω για χρόνια ακόμα, μέχρι να δεήσει η μπάντα να κυκλοφορήσει το επόμενο. Εϊμαι πλέον σίγουρη ότι θα είναι και πάλι τόσο καλό.
Βέβαια για κάποιο μυστήριο λόγο ο κόσμος το αγνόησε - ίσως φταίει και το γεγονός ότι η Βίβλ... εεε, συγγνώμη, το Pitchfork το βαθμολόγησε με 3.3, κάτι που προφανώς ισοδυναμεί με κάποιου είδους μεταφορική χολέρα. Αν η κριτική αυτή του καλού site σας έχει αποτρέψει τόσο καιρό από το να το αναζητήσετε, σταματήστε ό,τι κάνετε και μπείτε στον κόπο έστω κι αργά. Θα μετανιώσετε που δεν το κάνατε νωρίτερα.
Μπήκαν στη ζωή και στο media player μου σχετικά αργά - για την ακρίβεια μέσω αυτής εδώ της λίστας με τα καλύτερα του '09 από το Gigwise που ευτυχώς εμφανίστηκε νωρίς. Η περιγραφή μου τράβηξε την προσοχή. «Αυτό λογικα θα μ'αρέσει πολύ, πώς μου ξέφυγε;» σκέφτηκα και έσπευσα να το τσεκαρω. Οι τρεις νεαροί Άγγλοι μπαίνουν στο ψητό άμεσα, και μέσα στα 5 πρώτα κομμάτια έχουν καλύψει έδαφος που σε άλλους θα έπαιρνε 2-3 δίσκους - από το "True No.9 Blues" που μοιάζει σαν οι Clash να διασκευάζουν το "Girls on Film" των Duran Duran με τη βοήθεια των Madness μέχρι τη λιτή, λυρική μελαγχολία του "My Love Is a Seed That Doesn't Grow" που ακούγεται σαν ο Mark Hollis να παίζει αγουροξυπνημένος στο πιάνο του το "House of the Rising Sun" ένα μουντό Κυριακάτικο πρωινό, μας δείχνουν όλη τη γκάμα των επιρροών τους αλλά ταυτόχρονα καταφέρνουν να δώσουν μια δική τους ταυτότητα στον ήχο, πράγμα πολύ δύσκολο για τόσο νέα μπάντα (σχηματίστηκαν μόλις το 2007!). Η ποικιλία των χρωμάτων στην παλέτα τους συνεχίζει να δίνει εξαιρετικά αποτελέσματα και μέχρι το τέλος του δίσκου, καθώς προλαβαίνουν να μας δώσουν ακόμα 1-2 κομμάτια που θα μπορούσαν να ήταν b-sides στο soundtrack του Velvet Goldmine, συν το εξωφρενικά πιασάρικο "Arrows of Eros" με αρώματα Τζαμάικας να το τυλίγουν. Ο Gwilym Gold μοιάζει να είναι άλλη μια (εν δυνάμει;) χαρισματική φιγούρα από αυτές που η Βρετανία ξέρει καλά να παράγει - μπριόζος, έξυπνος και όπου πρέπει φαντεζί, μπαίνει εξαιρετικά στο κλίμα κάθε τραγουδιού. Εμείς από τη μεριά μας παίρνουμε έναν δίσκο που είναι δύσκολο να μην αγαπήσει κανείς και που στη δικιά μου καρδιά μπήκε με το πρώτο άκουσμα. Περιμένουμε τη συνέχεια.
12. Bat for Lashes - Two Suns
Θυμάμαι τον εαυτό μου εκείνη την περσινή καλοκαιρινή βραδιά στη Nîmes να ακούω ζωντανά κάποια απ'τα τραγούδια που θα αποτελούσαν το φετινό, επόμενο βήμα της Bat For Lashes μετά από το μαγευτικό Fur and Gold και να σκέφτομαι ότι ίσως μοιάζουν λίγο παραπάνω από ότι έπρεπε με τα προηγούμενα. Κι όμως, να τα που μεγάλωσαν κι απέκτησαν δικιά τους ζωή, σχηματίζοντας ένα νέο κεφάλαιο στο βιβλίο του μυθοκόσμου της Αγγλοπακιστανής μουσικού. Το μελαψό κορίτσι μεγάλωσε κι έγινε γυναίκα. Αγαπά βαθιά και πληγώνει εξίσου βαθιά. Και η μουσική της αποκτά ολοένα και πιο προσωπική σφραγίδα, αυτή τη φορά ειδωμένη μέσα από ένα συνθετικό '80s πρίσμα αλλά πάντα μυστηριώδης και παραμυθένια, με την ολοένα και πιο μεστή, σαγηνευτική φωνή της να είναι το συνδετικό υλικό που δένει τα πάντα μεταξύ τους. Από το να κυκλοφορήσεις ένα καταπληκτικό ντεμπούτο, είναι ίσως πιο δύσκολο να φτιάξεις ένα δεύτερο δίσκο χωρίς να παρασυρθείς σε αντιγραφές του εαυτού σου και εύκολες λύσεις. Και τώρα συνειδητοποιούμε ότι πέρυσι το καλοκαίρι στη Nîmes είδαμε μια σπουδαία καλλιτέχνη λίγο πριν ανοίξει εντελώς τα πολύχρωμα φτερά της.
11. The Tiny - Gravity & Grace
Αλλη μια εκπροσώπηση της τρομακτικά παραγωγικής σκανδιναβικής σκηνής, με μια φρέσκια αλλά μεγάλη λατρεία. Αν κάποιους άλλους Σκανδιναβούς τους ξέραμε και τους περιμέναμε, τούτο εδώ το αγαπημένο ζευγάρι ήταν για μας μια μεγάλη, ευχάριστη έκπληξη. Με βασικά υλικά ένα πιάνο και μια βιόλα υφαίνουν απλά, κομψά χαλιά για να τρέξει ξυπόλητη και να κυλιστεί με φόρα πάνω τους η πάρα πολύ εκφραστική φωνή της Ellekari Larsson που θυμίζει κάτι ανάμεσα σε Kate Bush, Bjork και Cerys Matthews με το αθώο, παιδιάστικο χρώμα και την έντονη προφορά της. Δέκα ζεστά, «σπιτικά» τραγούδια (συν μια διασκευή) με τον πόθο και την αγάπη να κυριαρχούν, κι ένας δίσκος πραγματική συναισθηματική αποκάλυψη, που σε κάνει ν'αναρωτιέσαι πόσους ακόμα άσους έχει κρυμμένους στο μανίκι του αυτό το μέρος εκεί στα βόρεια...
10. The Antlers - Hospice
Ακούγοντας κανείς για πρώτη φορά τον δίσκο των Antlers είναι πολύ πιθανό να εντυπωσιαστεί από τα τραγούδια και την απόκοσμη θλίψη που κουβαλούν τα ηχοτοπία τους, χωρίς να έχει καν ιδέα τι μουρμουράει ή ουρλιάζει κατά περίπτωση η λεπτή φωνή του Peter Silberman. Όταν μάθει, τότε θα εντυπωσιαστεί ακόμα περισσότερο με το πως ξαφνικά κάθε νότα, κάθε απόχρωση βγάζει νόημα τόσο έντονα που μοιάζει σαν τρισδιάστατο παζλ που υψώνεται μπροστά σου. Ίσως είναι από τους πιο τέλεια ταιριάσματα ήχων και στίχων που έχουμε ακούσει ποτέ: ο πόνος του ίδιου του Silberman και του άλλου προσώπου που διατρέχει όλα τα τραγούδια-κεφάλαια ενός νηφάλια σπαρακτικού ημερολογίου αντανακλάται κάθε στιγμή από τις κιθάρες, τα απόμακρα drums και τα κρύα synths. Μουσικά, το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει σαν μια περίεργη διασταύρωση TV on the Radio και Hood, αλλά είναι από τις περιπτώσεις που η μουσική, όσο κι αν στέκεται εξαιρετικά από μόνη της, αποκτά το πραγματικό της νόημα μόνο σε συνδυασμό με τους πυρετιασμένους στίχους που συνοδεύει.
9. Circulatory System - Signal Morning
Σε όλη μου τη ζωή, έχω χάσει μονάχα ένα CD. Δεν ξέρω πώς και πότε συνέβη, απλά όταν μετέφερα όλα μου τα υπάρχοντα στο σπίτι όπου μένω τώρα και άρχισα να αρχειοθετώ τη μουσική μου, ανακάλυψα ότι το πολυαγαπημένο μου Black Foliage των Olivia Tremor Control (που είχα αγοράσει από το Select-a-Disc του Nottingham στην πρώτη μου επίσκεψη στην πόλη το '99) έλειπε. Ρώτησα φίλους και γνωστούς όπου θα μπορούσα να το είχα δανείσει, αλλά τίποτα. Χρόνια τώρα έλεγα ότι θα το ξαναγοράσω αλλά δεν το έκανα, με την κρυφή ελπίδα ότι κάπου, κάπως θα εμφανιζόταν ξανά η χαμένη μου κόπια. Αντ'αυτού, φέτος εμφανίστηκε ξανά... ο Mr Olivia Tremor Control, κατά κόσμον Will Cullen Hart. Οι OTC διαλύθηκαν το 2000 και σχεδόν αμέσως «μετεμψυχώθηκαν» περίπου ως είχαν στους Circulatory System. Μετά από 8 χρόνια σιωπής, φέτος μας δίνουν μόλις το 2ο τους album, αλλά πραγματικά μας αποζημιώνουν για όλη αυτή την καθυστέρηση. Ένας δίσκος που φέρει πολλά κοινά με το Black Foliage, καθώς τα 17 του κομμάτια είναι ουσιαστικά μια πολύ μεγάλη σύνθεση με διάφορα μέρη, εκ των οποίων κάποια είναι μικρά περάσματα, κάποια επιμέρους μελωδίες και ιδέες και κάποια πιο «κανονικά» ποπ τραγούδια με ρεφραίν και απ'όλα. Η διαφορά εδώ είναι ότι εντάσσουν περισσότερο στον πειραγμένο folk ήχο τους τον πειραματισμό με ηλεκτρονικά στοιχεία, παράξενα κρουστά και διάφορους άλλους ήχους απ'ό,τι ως OTC, και το καταφέρνουν με εντυπωσιακά δημιουργικό τρόπο κάνοντάς το ν'ακούγεται απόλυτα φυσικό. Το τελικό αποτέλεσμα είναι πραγματικά συναρπαστικό και χορταστικό, και οι μικρές τους μελωδίες παραμένουν υπέροχες όπως και τότε. Αν έβρισκα κι εκείνο το CD...
8. Fever Ray - Fever Ray
Κάνοντας ένα διάλειμμα από τη μπάντα που έχει με τον αδερφό της, η Karin Dreijer αποφάσισε να μας δώσει τη μοναχική, γυναικεία εκδοχή της μουσικής τους. Έτσι κι αλλοιώς, η φωνή της είναι άμεσα αναγνωρίσιμη, αλλά με αυτόν τον δίσκο μας πληροφορεί ότι και ο ήχος της είναι εξίσου, αφού δεν διαφέρει πάρα πολύ από τους The Knife μέσω των οποίων τη γνωρίζουμε. Έχει όμως κάτι πιο θερμό μέσα του. Χτίζοντας γύρω της ένα ηχητικό ιγκλού, η Karin ανάβει στο κέντρο του μια φωτιά και μας προσκαλεί να καθίσουμε. Εκείνη δεν κρυώνει, είναι εντελώς στο στοιχείο της και σμιλεύει τον πάγο στα τοιχώματα φτιάχνοντας περίεργα σχήματα. Εμείς από τη μεριά μας διαπιστώνουμε πως όχι απλά αρχίζουμε σιγά σιγά να ζεσταινόμαστε απ'τη φωτιά αλλά θέλουμε ακόμα και να χορέψουμε, πάντα υπό τις προσταγές της. Όταν ήμασταν πιτσιρίκια, στα αποκριάτικα πάρτι πάντα κάποια φίλη ήταν ντυμένη «βασίλισσα του χιονιού». Η Fever Ray είναι η βασίλισσα του χιονιού, και μας αφήνει να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στο κρυστάλλινο ημερολόγιό της.
7. Animal Collective - Merriweather Post Pavilion
Έχουν χυθεί τόσοι τόνοι πραγματικού και μεταφορικού μελανιού γι'αυτόν το δίσκο που πραγματικά δεν υπάρχουν πολλά να πει κανείς... Ο τυφώνας MPP σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του. Και δεν είναι να πεις ότι ένα μεγάλο μέρος απ'όλα αυτά δεν τα άξιζε. Ο νέος ψυχεδελικός ήχος προχώρησε ένα βήμα παραπέρα μ'αυτόν τον καλειδοσκοπικό δίσκο. Το φόντο του κάθε τραγουδιού μοιάζει ν'αποτελείται από μυριάδες μικροσκοπικούς ήχους που ενώνονται όλοι μαζί όπως τα σωματίδια του νερού ενώνονται και σχηματίζουν σύννεφα. Πάνω σ'αυτόν τον καμβά, ο Avey Tare και ο Panda Bear ζωγραφίζουν με χοντρές πινελιές και μεγάλες κινήσεις, δημιουργώντας μελωδίες σε στρώσεις με τον τρόπο που το έκαναν και οι Beach Boys πριν από 40 χρόνια, και τις στολίζουν με παντός είδους ηχητικές κορδέλες. Το αποτέλεσμα είναι δύσκολο να το περιγράψεις με ταμπέλες και είδη, αλλά μπορούμε απλά να πούμε ότι όταν όλα λειτουργούν ("Bluish", "My Girls", "Summertime Clothes", "No More Running" κ.α.) είναι απλά ποπ μουσική της υψηλότερης αισθητικής. Το θέμα και η μόνη μας ένσταση σε όλο το χαμό είναι ότι δε λειτουργούν πάντα όλα, και ότι για ποπ δίσκος μερικές του στιγμές παραείναι απόμακρες, όσο κι αν σταθείς και θαυμάσεις τη διάθεσή τους να ξεχειλώσουν τον όρο σε σημεία που ακόμα δεν έχει πάει. Δεν ξέρω μέχρι που θα τους πάει αυτή η εξερεύνηση, αλλά πιστεύω ότι μπορούν να βγάλουν έναν τέλειο σύγχρονο ποπ δίσκο. Απλά το MPP είναι μόνο ένα (σημαντικό) κλάσμα του.
6. Grizzly Bear - Veckatimest
Μπορεί το κινέζικο ημερολόγιο να λέει ότι το 2009 ήταν Έτος του Βοδιού (στην Ελλάδα σίγουρα είναι, κάθε χρόνο), αλλά σε ό,τι αφορά τα μουσικά δρώμενα ήταν σαφέστατα Έτος της Αρκούδας. Οι Animal Collective πήραν την πρώτη θέση στο hype-όμετρο, αλλά οι δεύτεροι Grizzly Bear ήταν που εκτίναξαν τις μετοχές τους στο μεγαλύτερο ποσοστό. Η άνοδος είχε έρθει μέχρι φέτος σταδιακά - πρώτα η underground φήμη με το υπέροχο ντεμπούτο τους Horn of Plenty, ύστερα η αναγνώριση σαν ανερχόμενη δύναμη με το εξίσου υπέροχο Yellow House, ο ολοένα και αυξανόμενος αριθμός δηλωμένων fans ανά τον μουσικό (και τον υπόλοιπο) κόσμο, η σφραγίδα ποιότητας που δίνει το support slot στους Radiohead, όλα προστέθηκαν σιγά σιγά κι έτσι φτάσαμε στις αρχές του '09 και η ανακοίνωση και μόνο της κυκλοφορίας του Veckatimest σήμανε φρενίτιδα στον indie, και όχι μόνο, κόσμο. Οι προσδοκίες ήταν πολύ υψηλές αλλά όλοι ήταν βέβαιοι ότι είχαν ανταμωθεί, και το πρόωρο leak έμοιαζε με πετρέλαιο σε φωτιά που έχει αρπάξει σε ξερόχορτα: η Αρκουδομανία εξαπλώθηκε ταχύτατα, και το Veckatimest ήταν η δεύτερη απόλυτη ιστορία αποθέωσης της χρονιάς.
Από τη μεριά μας, πιστεύουμε ότι όλος αυτός ο θόρυβος δημιουργήθηκε δίκαια. Το Veckatimest είναι λιγότερο άμεσο αλλά πιο μεγαλοπρεπές και πιο περιπετειώδες από τα δυο προηγούμενα albums τους. Οι Grizzly Bear εξερευνούν τις σχέσεις πλήρους και κενού, αχνού και έντονου, ασπρόμαυρου και έγχρωμου σε βαθμό που δε συνηθίζεται στην ποπ μουσική, και η προσοχή που έχει δοθεί σε κάθε λεπτομέρεια αυτού του album είναι τρομακτική. Ψυχεδελικές εκρήξεις εναλλάσσονται με συγκρατημένες jazz ασκήσεις, όλα διάρκειας κάποιων δευτερολέπτων και όλα τοποθετημένα στη θέση που πρέπει ώστε η σύνθεση να μοιάζει σαν ευχάριστο ατύχημα αλλά να γίνεται και αντιληπτό ότι δεν είναι ποτέ. Στις καλύτερες στιγμές του, ο δίσκος μας δίνει δείγματα ποπ τελειότητας όπως το εξωστρεφές "Two Weeks", η ευγενική ψυχεδέλεια του "Dory" ή ο μικρός ύμνος που ονομάζεται "Foreground" και κλείνει αριστοκρατικά το δίσκο. Σε άλλες ίσως ακούγεται λίγο περισσότερο ακαδημαϊκό απ'ό,τι χρειάζεται (κάτι που καταλαβαίνει κανείς καλύτερα αν δει έστω κι ένα από τα εκπληκτικά live τους, ακόμα και στο YouTube). Προσωπικά πιστεύω ότι το Veckatimest είναι ένα εξαιρετικό album που αποτελεί μια ακόμα απόδειξη για το ότι (και) οι Grizzly Bear έχουν μέσα τους ένα πραγματικό αριστούργημα. Ίσως ακόμα περισσότερο από τους Animal Collective.
5. Soap & Skin - Lovetune for Vacuum
Όταν έβγαλα το περιτύλιγμα από τη «φυσική» κόπια του εκπληκτικού, από κάθε άποψη, ντεμπούτου της 18χρονης Αυστριακής Anja Plaschg, που επιλέγει να κρύβεται πίσω από το αινιγματικό, μάλλον ουδέτερο καλλιτεχνικό όνομα Soap & Skin, με περίμενε μια έκπληξη. Στην αρχή δεν το πρόσεξα - πίστεψα απλά ότι η αποστροφή που μοιάζει συνολικά να έχει η νεαρή στις συμβατικότητες της showbiz (αν αυτή είναι αληθινή ή φτιαχτή είναι ένα άλλο ζήτημα) την ώθησε να διατηρήσει ένα μινιμαλιστικό πνεύμα στο περιεχόμενο της πρώτης της «μεγάλης» κυκλοφορίας. Μέσα στο χαρτονένιο κουτί υπήρχε η γνωστή πλαστική θήκη που περιείχε το CD και μόνο αυτή. Μάλιστα, χάριν οικονομίας, οι τίτλοι των κομματιών ήταν τυπωμένοι πάνω στο μπροστινό, διάφανο κάλυμμα της πλαστικής θήκης. Λιγάκι απογοητευμένη από αυτήν την έλλειψη επικοινωνίας, και ταυτόχρονα απορώντας πώς γινόταν οι στίχοι να ήταν διαθέσιμοι στο (επίσης πολύ μίνιμαλ) site της Anja και όχι στο CD της, πήγα να ξαναβάλω την πλαστική θήκη μέσα στο χαρτονένιο κουτάκι της όταν παρατήρησα κάτι πορτοκαλί γράμματα που υπήρχαν στο εσωτερικό της χαρτονένιας θήκης. Με δυσπιστία, νομίζοντας ότι μάλλον δεν είδα καλά, άνοιξα λίγο παραπάνω το χαρτόνι και κοίταξα καλύτερα: ήταν οι στίχοι των τραγουδιών! Παρατήρησα ότι η θήκη αποτελούνταν από ένα μονοκόμματο κομμάτι χαρτόνι, τσακισμένο για να σχηματιστούν οι ακμές και κολλημένο χαλαρά μόνο σε ένα σημείο. Με ελαφρό πόνο ψυχής και αρκετή προσοχή το ξεκόλλησα και το άνοιξα. Όταν το ξεδίπλωσα, είδα αραδιασμένους τους στίχους και μια παράξενη εικόνα. Σα να μην έτρεχε τίποτα.
Ίσως η Anja υπονοεί ότι σο πραγματικό περιεχόμενο βρίσκεται από μέσα. Ότι για να γνωρίσεις κάτι σε βάθος πρέπει πρώτα να το ξεκοιλιάσεις. Όπως και να'χει, εκτός από μια από τις πιο πρωτότυπες, απλούστερες και ουσιαστικότερες ιδέες συσκευασίας που έχω συναντήσει ποτέ, είναι πιθανόν να θέλει να πει πράγματα για την ίδια την τέχνη της - ότι πίσω από τις πανέμορφες πιανιστικές ελεγείες της κρύβεται στ'αλήθεια ένας βαθύς πόνος και κάμποσοι αληθινοί εφιάλτες. Ίσως να μην μπορέσουμε να μάθουμε ποτέ αν αυτό ισχύει, αλλά ακόμα και χωρις αυτήν τη γνώση ο δίσκος της μας πήγε σε σκοτεινά μέρη και μας έδειξε παράξενους ήρωες, τις περιπέτειες των οποίων μας διηγήθηκε μέσα από ανατριχιαστικές εικόνες από τις οποίες δεν θελήσαμε ούτε στιγμή να πάρουμε τα μάτια μας. Έτυχε δε να αποδειχθούν οι πλέον κατάλληλες για να ντύσουν μια από τις πιο πρωτόγνωρες περιόδους της ζωής μου. Δεν ξέρω πως θα'ναι η επόμενη φορά που θα συναντηθούμε με την πολλά υποσχόμενη Anja, αλλά ο τρόπος με τον οποίο με έμπασε στον κόσμο της φέτος θα μου μείνει αξέχαστος.
4. Atlas Sound - Logos
Ο Bradford Cox είναι αυτή τη στιγμή ένας από τους πιο παραγωγικούς μουσικούς που υπάρχουν. Δυο-τρία διαφορετικά projects να τρέχουν, ένα σωρό κυκλοφορίες κάθε χρόνο και ο θρόνος του Spencer Krug να κινδυνεύει σοβαρά. Κι αν οι Deerhunter θεωρούνται το βασικό του όχημα, για μένα ο φετινός δίσκος του ως Atlas Sound ήταν μια πραγματική αποκάλυψη και ένα σημείο αναφοράς για τις μελλοντικές του εξερευνήσεις.
Η σύγχρονη εκδοχή της ψυχεδέλειας βρίσκει στο κοκαλιάρικο πρόσωπο του Bradford έναν άξιο προφήτη και στο Logos μια μικρή Γη της Επαγγελίας. Ζαλισμένα φωνητικά κάνουν οχτάρια πάνω από ακουστικές κιθάρες ή keyboards που φροντίζουν να τα ζαλίσουν ακόμα περισσότερο με τις υπέροχες κυκλικές μελωδίες τους. Ο πολύς Panda Bear βρίσκει το δάσκαλό του στον καλύτερο μαθητή του, καθώς ο Cox του φτιάχνει ένα τραγούδι πολύ καλύτερο σχεδόν απ΄όλα όσα έχει γράψει ο ίδιος στο γνωστό του Beach-Boys-on-LSD στυλ (ίσως επειδή σε ένα μπρα-ντε-φερ μελωδίας ο Cox θα κέρδιζε σχετικά άνετα). Η Laetitia Sadier κάνει γύρους σε ένα μύλο μιας παιδικής χαράς χαμένης κάπου πάνω από τα σύννεφα, με χρωματιστό χαρτοπόλεμο να πέφτει σα βροχή ολόγυρα. Και όλα αυτά φαίνονται τόσο, μα τόσο σοκαριστικά εύκολα... Όσο εύκολα μας κατέκτησε ο απίθανος Bradford (και) φέτος.
3. Wild Beasts - Two Dancers
Θα ήταν πραγματικά δύσκολο να περάσει απαρατήρητο το δεύτερο album των τεσσάρων νεαρών από το Κendal της Αγγλίας. Θα ηταν εξαιρετικά δύσκολο να φτάσει έστω και για δευτερόλεπτα στ'αυτιά σου η μοναδική φωνή του Hayden Thorpe και να μην γουρλώσεις τα μάτια, ψάχνοντας να βρεις τι είναι αυτό - η πρώτη εντύπωσή μου ήταν ότι άκουγα μια γυναικεία φωνή να τραγουδάει αγγλικά με έντονη γαλλική προφορά, ή και γαλλικά σκέτα. Χρειάστηκε να μείνω μαζί της για ένα ολόκληρο τραγούδι και μετά από αμφιβολίες διάρκειας δυο περίπου λεπτών να καταλήξω στο ότι δεν ήταν τίποτα απ'όλα αυτά, απλά είχε επιτέλους βρεθεί ο επόμενος Billy Mackenzie.
Ένας Billy Mackenzie της διπλανής πόρτας που εξισορροπείται από τον πιο νηφάλιο και βαρύτονο Tom Fleming, και μαζί ή ο καθένας μόνος του τραγουδούν στίχους που μοιάζουν σα να τους έχει γράψει ένας Μοrrissey του παλιού καιρού. Αυτή η παράξενα ώριμη και ολοκληρωμένη, οικονομική και ταυτόχρονα γλαφυρή προσέγγιση ακολουθείται και στο συνθετικό αλλά και στο ηχητικό κομμάτι - κιθάρες που θυμίζουν ενίοτε Edge αλλά χωρίς την παραμικρή τάση προς οτιδήποτε επικό κεντάνε ένα λιτό, ελάχιστα αλλά σοφά στολισμένο υπόβαθρο που υπογραμμίζει τις ιδιοσυγκρασιακές πτήσεις του Thorpe, ενώ η εξαιρετικά ρευστή rhythm section τα δένει και πάλι με αξιοζήλευτη αυτοσυγκράτηση. Κι όμως, τα τραγούδια τους είναι γεμάτα μικρά, διακριτικά hooks που σου γαντζώνονται στο κεφάλι χωρίς ποτέ να φαίνονται ότι προσπαθούν έστω και λίγο γι'αυτό. Δείχνουν να έχουν κατακτήσει κάθε ίντσα του δυσκολοκατάβλητου ήχου τους και είναι τρομακτικό πως πρόκειται για 23χρονους. Μια τέτοια μοναδική και ολοκληρωμένη φωνή, ατομική και συλλογική, θέλει χρόνια για να σμιλευτεί, εκτός αν έχει κανείς σε περίσσεια το Χάρισμα. Στους συγκεκριμένους μοιάζει να τρέχει απ΄τα μπατζάκια.
2. DM Stith - Heavy Ghost
Δεν υπάρχουν πολλά να πούμε για τη φετινή μας αδυναμία που να μην τα έχουμε ήδη πει. Ο νεαρός κύριος David Michael Stith κατέκτησε τις φασολένιες καρδιές μας υπερβολικά εύκολα, και το ντεμπούτο του ήταν η πύλη που μας έβαλε στον στοιχειωμένο κόσμο του. Με το "Pity Dance" μας πήρε τα μυαλά και δεν μας τα ξανάδωσε πίσω παρά μόνο μετά το τέλος του δίσκου, συνεπαρμένα από το χορό με τα πνεύματα. Χωρωδίες από μικρές άυλες φωνούλες στήνουν πανηγύρι γύρω απ'το κεφάλι σου σε κάθε βήμα, παραπατάς ανάμεσα σε παγίδες καλυμμένες από απατηλές ακουστικές κιθάρες που σου υπόσχονται να σε γλυκάνουν αλλά από κάτω κρύβονται αγκάθια ("Thanksgiving Moon"). Σχεδόν κλασικές πιανιστικές μελωδίες γίνονται εφιάλτες θορύβου καθώς η φωτιά πλησιάζει ("BMB"). Η φωτιά είναι πουλιά, και επιτίθενται όπως στο θρυλικό έργο του Hitchcock. Έχεις πιάσει φωτιά, για την ακρίβεια, και χορεύεις καιγόμενος ("Fire of Birds"). Τίποτα απ'αυτά δεν έχει καλή κατάληξη. Όμως είναι τόσο όμορφα να τ'ακούς!
Η φωνή του DM, εύθραυστη αλλά και όμορφη σαν φτερό πεταλούδας, συνοδεύεται στα περισσότερα κομμάτια από πολλαπλούς εαυτούς του που τραγουδούν τις, χαρακτηριστικές του δίσκου, «πίσω» αρμονίες σαν να βιώνουν εξωσωματική εμπειρία. Η μουσική είναι ένα κέντημα από κιθάρες, πιάνα, βιολί, βιμπράφωνο, τρομπέτα, κρουστά. Οι μελωδίες είναι δραματικά όμορφες. Ο DΜ Stith - αυτός ο μέχρι πρότινος ταπεινός γραφίστας της My Brightest Diamond - δε γράφει τραγούδια για να τα βγάλει από μέσα του, αλλά για να μπει ο ίδιος μέσα σ'αυτά. 'Εχει αφήσει τους περισσότερους συναδέλφους του μίλια πίσω, και είναι ακόμα στην αρχή. Θα περιμένουμε ανυπόμονα τη συνέχεια, αλλά ως τότε θα ξαναχορέψουμε με το Βαρύ του Φάντασμα και τα συνοδευτικά φαντασματάκια πολλές, πολλές φορές...
1. Patrick Watson - Wooden Arms
Ναι, άφησε τους περισσότερους πολύ πίσω ο David Michael, αλλά αυτόν εδώ όχι. Μάλιστα αν μπορούσαμε θα τον ρωτάγαμε (τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να το κάνουμε) κατά πόσο ο κύριος Patrick Watson αποτελεί βασική επιρροή του. Θα μας φαινόταν απόλυτα φυσιολογικό κάτι τέτοιο, καθώς ο Watson με τη μπάντα του είχε ήδη δυο καταπληκτικούς δίσκους, στο είδος αυτό της νέας folk στο οποίο έχουν και οι δυο εντρυφήσει, στο ενεργητικό του όταν ο DM σχεδίαζε ακόμα εξώφυλλα. Και παρ'όλο που ο πήχυς είχε μπει τόσο ψηλά για τον Καναδό, τον ξεπέρασε με άνεση και μας έδωσε τον τρίτο. Λιγότερο νεραϊδένιο από το Close To Paradise, πιο γήινο κι εξωστρεφές, αλλά εξίσου υπέροχο, το Wooden Arms είναι ο μοναδικός δίσκος του 2009 στον οποίο λάτρεψα απ'την αρχή ως το τέλος.
Από το θεσπέσιο εναρκτήριο "Fireweed" με το κυκλικό του ριφάκι που στοιχειώνει το μυαλό μέχρι το απελπισμένα ρομαντικό ομώνυμο κομμάτι, από το θεατρικό "Traveling Salesman" μέχρι το κινηματογραφικό (see what I did there?) ορχηστρικό "Down at the Beach", από το αρωματισμένο με country υπέροχο ντουέτο "Big Bird in a Small Cage" μέχρι το αρωματισμένο με Arcade Fire "Machinery of the Heavens" που το κλείνει, το album είναι απλά μαγευτικό. Απίστευτη ποικιλία στις ενορχηστρώσεις, με τα κρουστά κάθε λογής να κλέβουν την παράσταση, και στο ύφος των τραγουδιών, και τα τραγούδια απλά να σου αρπάζουν την καρδιά με σκανδαλιστική ευκολία. Το έλιωσα όλη τη χρονιά και το ίδιο αναμένεται να κάνω για χρόνια ακόμα, μέχρι να δεήσει η μπάντα να κυκλοφορήσει το επόμενο. Εϊμαι πλέον σίγουρη ότι θα είναι και πάλι τόσο καλό.
Βέβαια για κάποιο μυστήριο λόγο ο κόσμος το αγνόησε - ίσως φταίει και το γεγονός ότι η Βίβλ... εεε, συγγνώμη, το Pitchfork το βαθμολόγησε με 3.3, κάτι που προφανώς ισοδυναμεί με κάποιου είδους μεταφορική χολέρα. Αν η κριτική αυτή του καλού site σας έχει αποτρέψει τόσο καιρό από το να το αναζητήσετε, σταματήστε ό,τι κάνετε και μπείτε στον κόπο έστω κι αργά. Θα μετανιώσετε που δεν το κάνατε νωρίτερα.