Να'την, έφτασε και φέτος... Είναι η ώρα της χρονιάς που το some beans αφήνει προσωρινά πίσω του τα τεκταινόμενα και την κάνει για άλλες πολιτείες. Τις προηγούμενες δυο φορές το έκανε καθοδηγούμενο από τη διαδρομή των εκάστοτε κεφιών των Radiohead αλλά τούτη εδώ τη φορά δεν υπάρχει κάποιο μουσικό γεγονός συνημμένο. Υπάρχει ένας γάμος δυο φίλων και η δεδομένη διάθεση να δούμε για λίγες μέρες κάτι άλλο, κάτι έξω από εδώ. Να δούμε για λίγο άλλους ανθρώπους, πιο όμορφες πόλεις, πιο δροσερό καιρό, λιγότερη μιζέρια. Δεν θα κρατήσει πολύ. Τη Δευτέρα το μεσημεράκι θα είμαστε πίσω. Στοίχημα ότι θα είμαστε λίγο πλουσιότεροι. Και δεν εννοούμε χρηματικά.
Φυσικά, το some beans στην πραγματικότητα δε λείπει ποτέ και από πουθενά: μείνετε συντονισμένοι διότι το 20ό Some Questions θα είναι έκπληξη και μεγάλη αποκλειστικότητα. Και δεν κάνουμε πλάκα!
Για σένα λοιπόν, τίμιε αναγνώστη, που περιμένεις το some beans για να ενημερωθείς και ανυπομονείς να μάθεις τον νικητή των βραβείων που ανακοινώθηκε πέρυσι τον Σεπτέμβρη, η προσμονή έλαβε τέλος. Η Speech Debelle (ποιά;) ήταν η θριαμβεύτρια των περυσινών βραβείων κερδίζοντας στο photo finish(λέμε τώρα) αρκετούς μέτριους δίσκους αλλά και το τρομερό Two Suns της Bat For Lashes.
Η Speech Debelle εφαγώθη απο τη μαρμάγκα βέβαια. Καθώς όχι μόνο είχε απογοητευτικές πωλήσεις ακόμα και μετά τη βράβευση, αλλά τσακώθηκε με την εταιρεία της με αποτέλεσμα να μείνει «ορφανή», ενώ έφτασε να γιουχάρεται ακόμα και απο τους φαν των Take That σε μια διοργάνωσή τους για το promotion του ολόδικού τους βιντεοπαιχνιδιού καραόκε.
Για τόσο χαμηλά μιλάμε δηλαδή.
Γενικά πάντως τα Mercury κάνουν παράξενες επιλογές που εξηγούνται όμως απλά. Όταν ψηφίζεται κάποιο βρετανικό άλμπουμ για το καλύτερο της χρονιάς ο βασικός στόχος είναι να αυξηθούν οι πωλήσεις του και να βοηθηθεί ο καλλιτέχνης. Για παράδειγμα το 2002 ο David Bowie, οι Streets και ο Roots Manuva τα πήγαιναν αρκετά καλά στις πωλήσεις τους ώστε να μη χρειάζονται το δεκανίκι των Mercury's. Δεκανίκι που το χρειάζονταν η Ms. Dynamite (ασχέτως αν χάθηκε και αυτή στην πορεία).
Βέβαια πρέπει να διατηρείται και μια λογική αφού το να κερδίσει ο Roni Size το 1997 το OK Computer, το Fat of the Land, το Dig Your Own Hole, το Vanishing Point, διάβολε ακόμα και το Spice των Spice Girls δεν εξηγείται απο κάνενα παράλληλο σύμπαν και καμμία κούφια γη.
Φέτος λοιπόν υπάρχουν αρκετοί καλοί δίσκοι (περισσότεροι απο πέρυσι) υποψήφιοι. Ξεχωρίζουν οι XX, η Laura Marling, οι Foals, οι I Am Kloot, η Corine Bailey Ray και ένα σκαλί πάνω απο όλους αυτούς οι Wild Beasts με το Two Dancers. Δε χρειάζεται να σας πούμε ποιόν υποστηρίζουμε.
Όπως έχετε καταλάβει όμως θα κερδίσει ένας απο τους υπόλοιπους. Και καλά να κερδίσει ένας απο αυτούς που αναφέραμε. Δεν είναι καθολου απίθανο να κερδίσουν οι Biffy Clyro, ο Dizze Rascal ακόμα και το φεστιβάλ χασμουρητών Mumford & Sons.
Αν ποντάραμε πάντως θα βάζαμε τα λεφτά μας στην Laura Marling (νεαρή γλυκιά αγγλιδούλα και την εκτιμούν στο νησί) .
Στις 4 Οκτωβρίου κυκλοφορεί το νέο άλμπουμ των Clinic με τίτλο Bubblegum. Κάποιος τρισαθλιος στο ίντερνετ έπαιξε με τα συναισθήματά μου και, αντί να ακούσω τον περι ου ο λόγος ανεμενόμενο δίσκο, είχε τοποθετήσει μέσα στον φάκελο τραγούδια των Pure Morning (του προ Clinic συγκορτήματος του μικρού θεούλη Ade Blackburn) απο μια συλλογή που κυκλοφόρησαν το 1996 με τίτλο 2 Inch Helium Buddha.
Τελικά βγήκε σε καλό αυτή η παρεξήγηση μιας και υπάρχουν πολλά καλά αυθεντικά '90s rock κομμάτια, αν και πιο «βαριά» σε σχέση με τους Clinic, ενώ ήταν μια καλή ευκαιρία να ακούσουμε τον Ade Blackburn να τραγουδά σαν κανονικός άνθρωπος. Επειδή όμως τον προτιμούμε σαλεμένο και περίεργο ανυπομονούμε για το Bubblegum.
Μιας και αναφέραμε νωρίτερα τις Spice Girls θυμηθήκα διάφορες ένοχες απολαύσεις (ηλίθιος όρος παρεμπιπτόντως) . Το "Wannabe" ας πούμε ήταν μία απο αυτές. Η πιο πρόσφατη τέτοια είναι αυτό το πολύ γλυκούλι κομματάκι των Paramore. Ε, ναι λοιπόν ακόμα και το some beans έχει καρδιά που μπορεί να ραγίσει.
Εμπνεόμενος από το διπλό post της uptight τον Οκτώβρη του 2008 (μετά από σχεδόν δύο χρόνια παίρνω την πάσα της) αποφάσισα να γράψω για δύο άλμπουμ που έχουν μπλεχτεί γλυκά στο μυαλό μου τον τελευταίο καιρό. Και αν απορείτε «καλά μετά από δύο χρόνια θυμήθηκε να πάρει την πάσα;» τότε πρέπει να δείτε πόση ώρα κάνουμε μέχρι να πιάσουμε το φρίσμπι στην παραλία.
Το πρωτοποριακό σε αυτό το post είναι πως δεν θα έχει δύο συνέχειες αλλά θα ξεκαθαρίσουν όλα σε ένα και μοναδικό. Συναρπαστικό έτσι; (χασμουρητά κονσέρβα).
Τον μακρινό Οκτώβρη του 2008 λοιπόν, η uptight είδε τις δύο διαφορετικές όψεις ενός ίδιου πράγματος στα πρόσωπα των Sigur Ros και των M83. Κάτι παρόμοιο συνέβη και με την αφεντιά μου, το σωτήριο έτος που διανύουμε, όταν άκουσα το Cosmogramma του Flying Lotus και το Swim του Caribou.
Πρόκειται για δύο μουσικούς που θεωρούνται πως βρίσκονται στην πιο κοφτερή κορυφή του ξυραφιού, έχοντας άμεση και τεράστια κριτική εκτίμηση αλλά και ένα σημαντικό κοινό που αυξάνεται συνεχώς. Ο Caribou (Daniel Snaith) είναι πέντε χρόνια μεγαλύτερος από τον Steven Ellison (Flying Lotus) και πολύ πιο ξεκάθαρα «μουσικός». Συμπληρώνει περίπου 11 χρόνια καριέρας, παρότι ως Caribou έχει βγάλει τρείς δίσκους, καθώς μέχρι το 2003 κυκλοφορούσε με το όνομα Manitoba. Ο δεύτερός του δίσκος ως Caribou του χάρισε μεγάλη κριτική αναγνώριση καθώς και ένα βραβείο Polaris (Καναδός γαρ). Από το Andorra ξεπήδησε και ένα από τα καλύτερα κομμάτια της προηγούμενης δεκαετίας, το γνωστό και μη εξαιρετέο "Melody Day" που μπορούσε να ξεγελάσει με το πόσο ψυχεδελικό rock ήταν σε αντίθεση με το υπόλοιπο άλμπουμ που ήταν σαφέστατα πιο ηλεκτρονικό. Στην ηλεκτρονική μουσική παραδόθηκε περισσότερο φέτος με το Swim.
Ο ίδιος ο Snaith είναι πλέον μαθηματικός και με τη βούλα (δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς όταν ο πατέρας του και η αδερφή του είναι επίσης μαθηματικοί σε πανεπιστήμια) ενώ στα live του συνήθως αναλαμβάνει τον ρόλο του ντράμερ της εκάστοτε μπάντας που φέρνει μαζί του. Ο Flying Lotus είναι διαφορετική περίπτωση. Περισσότερο παραγωγός, ειδικεύεται στο φτιάχνει μουσική από το laptop του. Γεννημένος το 1983 και μεγαλωμένος με πικρόχολα και σαρκαστικά καρτούν του Adult Swim, είναι μακρινός ανιψιός του John και της Alice Coltrane. Από το 2007 ανήκει στην περίφημη Warp (που όποιον ηλεκτρονικό καλλιτέχνη κυκλοφορεί τα μέσα βιάζονται να τον ονομάσουν «νέο Aphex Twin»). Το Cosmogramma είναι το τρίτο άλμπουμ του Ellison υπό τη «μάσκα» του Flying Lotus και το δεύτερο στην Warp μετά το Los Angeles που προετοίμασε το έδαφος για το τι θα ακολουθήσει. Παράλληλα φέτος ασχολήθηκε και με την παραγωγή ενός ακόμα άλμπουμ που απολαμβάνει της κριτικής αναγνώρισης. Στo A Sufi and a Killer έβαλε αποφασιστικά το χεράκι του που απ’ότι φαίνεται τον τελευταίο καιρό μετατρέπει σε χρυσό ό,τι αγγίζει.
Σε μια συνέντευξη του ο Daniel Snaith είπε τα εξής: "I'm not the type of person who takes physical things apart and plays around with them, but I like taking mental ideas apart and playing around with them.”. Ακούγοντας το Swim συμφωνείς ότι οι ιδέες του έχουν προέλθει από την πνευματική μελέτη αυτών που θεωρούνται άυλα και δεν μπορούν να ειδωθούν. Το ότι δεν μπορούν όμως να ειδωθούν δε σημαίνει ότι δεν τα αισθάνεσαι κοντά σου.
Τα μπιτάκια έχουν ξεπηδήσει από έναν Σαββατιάτικο χορό στο club έπειτα από μια ιδέα που έριξαν τα πόδια προκειμένου να κουνηθούν περισσότερο. Το "Odessa", ίσως και ενοχλητικά πιασάρικο, έχει δανειστεί ιδέες από τον διπλανό του που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι Junior Boys. To "Sun" πλανάται αιθέριο, όχι πολύ ψηλά όμως και πέρα από τη στρατόσφαιρα. Έρχεται αρκετά κοντά μας ώστε να το δούμε και μετά φεύγει για να κάνει τους ουράνιους σχηματισμούς του. Μπορεί να μιλάει για τον ήλιο αλλά δεν τον πλησιάζει για να μην καεί παίρνοντας επάξια μια θέση ως ένα από τα καλύτερα αναλογικά αφρόλουτρα. Το "Kaili" είναι το πιο «πλούσιο» κομμάτι του δίσκου με υπέροχα βαριά πνευστά να το σκεπάζουν χωρίς να το καταπνίγουν όμως. Ένα πραγματικό όργιο σε ένα δάσος από μέλι με τις νεράιδες να ξαπλώνουν προκλητικά στα δέντρα.
Ο δίσκος συνεχίζεται το ίδιο «στέρεος», ίσως σε αυτό βοηθάει και η φωνή του που κρατάει τα πόδια μας στο έδαφος, ενώ η διακριτική κιθάρα με το παγωμένο keyboard στο "Found Out" θυμίζει τους ήρωες της πίστας Hot Chip. To "Bowls" επιχειρεί για πρώτη φορά να μας ταξιδέψει μακριά όμως είναι προφανές πως πρόκειται για ταξίδι με τη βοήθεια του μαγικού χόρτου. Έτσι όσο μακριά και να πας η σκέψη σου είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πραγματικότητα που θες να αποφύγεις. Μπορεί να είναι πιο αργή και παραμορφωμένη αλλά το γεγονός δεν αλλάζει. Παραμένεις εκεί.
Επανερχόμαστε στα ωραία όμως με ένα outtake απο τη ζωή του David Bowie στο Βερολίνο, που κάνει τον James Murphy να θέλει να συνεχίσει να κατακλέβει τον γαλανομάτη (ή μήπως πρασινομάτη;) Δούκα. Τουλάχιστον ο Snaith εμπνέεται από τον Bowie αλλά βάζει και σημαντικότατες δικές του πινελιές.
Το ταξίδι γύρω από τη γη συνεχίζεται, σε κάποιες τροπικές παραλίες αυτή τη φορά, και σε κάνει να σκέφτεσαι πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος αν χόρευαν στην Ibiza το "Hannibal" ή αν ο ρεπόρτερ του star προσπαθούσε να χώσει την μύτη του ανάμεσα σε κώλους ενώ έπαιζε το "Jamelia". Ειδικά η κορύφωση του τελευταίου συγκρίνεται μόνο με την στιγμή που ο Θοδωρής Δρακάκης τελειώνει το δελτίο του με την ατάκα «ευχάριστα ή δυσάρεστα αυτά ήταν τα νέα» κοιτάζοντας το γιγάντιο παιδικό ρολόι του.
Οι αρκετές ακροάσεις (ειδικά για εμάς τους αργούς) είναι απαραίτητες για τον δίσκο που είναι ό,τι καλύτερο (μέχρι το επόμενο) έχει βγάλει αυτός ο σπουδαίος μουσικός που θα ψειρίσει και την τελευταία λεπτομέρεια προκειμένου να πλησιάσει το δικό του τέλειο.
Το τέλειο είναι διαφορετικό για τον καθένα μας βεβαίως. Το έλεγε και ο Oscar Wilde. Ας πούμε το Cosmogramma μοιάζει τελείως απόκοσμο γι’ αυτόν τον γαλαξία. Τα σύνορά του καθορίζονται από τα άστρα και ο χάρτης του είναι το ηλιακό σύστημα και ενίοτε το σύστημα των απλανών με τα νεφελώματα τους.
Το Cosmogramma όχι μόνο τρυπάει την στρατόσφαιρα αλλά χάνεται ανάμεσα στα ουράνια σώματα. Χρονικά τοποθετείται σίγουρα κάπου στο μέλλον. Σε ένα μέλλον που ακόμα φανταζόμαστε. Διατηρώντας κάποια ελάχιστα ανθρώπινα χαρακτηριστικά που προέρχονται κυρίως από την jazz κληρονομιά του Ellison, θα μπορούσε να είναι ανδροειδές του Blade Runner. Αρκετά σοφό ώστε να ξεπεράσει την ανθρώπινη μικρότητα κι εκδικητικότητα και φτιαγμένο μέσα σε έναν εγκέφαλο που τρέχει με την ταχύτητα του φωτός μέσα σε φουτουριστικούς σωλήνες ταχείας κυκλοφορίας. Το καθρέφτισμα του δίσκου δείχνει άγνωστα τοπία που δύσκολα τα συλλαμβάνει το ανθρώπινο μυαλό ή αλλιώς ένα κοσμικό δράμα όπως λέει και το ομώνυμο τραγούδι. Αυτή η έλλειψη ανθρωπιάς θα μπορούσε να σε ξενίσει αλλά αντιθέτως χτυπά ακριβώς στο φαντασιακό κομμάτι του εγκεφάλου και σε κάνει να ρουφάς κάθε εμπειρία του δίσκου με αδημονία.
Στο "Computer Face/Pure Being" το διαστημικό σκάφος γλύφει τους ουρανοξύστες στροβιλιζόμενο με χάρη γύρω τους ενώ τα παχουλά beat χορεύουν σα να κάνουν δοκιμαστικά για τα Bolshoi πάνω στα γυάλινα παράθυρα αυτών των τιτάνων που εκτείνονται μέχρι εκεί που φτάνει το ανθρώπινο βλέμμα. Ενώ στο "And The World Laughs With You..." είχε και την βοήθεια του Thom Yorke, ενός ανθρώπου που ξέρει από «εξωπραγματική» μουσική. Και από καλό λάδι (copyright της uptight).
Στο μαγευτικό "Arkestry" αποδεικνύεται ότι οι νεκροί δεν μπαίνουν στο έδαφος αλλά μάλλον πέφτουν κάτω από τη γη και πλέουν ανέμελοι στο διαστημικό κενό. Κάπως έτσι συναντήθηκαν με το κομμάτι οι μακρινοί θείοι του Ellison. Αφήστε που έτσι αποδεικνύεται και ότι ο Γαλιλαίος έκανε λάθος οπότε η Ιερά Εξέταση θα πρέπει να το επανεξετάσει το θέμα. Στο "Do The Astral Plane" σιγουρευόμαστε ότι ο Flying Lotus μπορεί άνετα να γίνει ο καλύτερος παραγωγός R&B αν το θελήσει ενώ το "Sateliiiiiteeee" εκπέμπει από μια φανταστική ζούγκλα του Άρη εκατομμύρια χρόνια πριν.
Φανταστείτε τώρα ένα αποκαλυπτικό τοπίο. Τη Γη να καίγεται ή να πνίγεται, ανάλογα ποια δοξασία πιστεύετε. Και μετά από αμέτρητες και αδύνατον να καταμετρηθούν από τον ανθρώπινο νου μέρες, βγαίνει ο πρωινός ήλιος. Δεν ξέρουμε σε ποιον πλανήτη βρισκόμαστε. Και αυτοί που έμειναν, συνειδητοποιούν ότι επέζησαν. Το "Drips/Auntie’s Harp" θα ταίριαζε σε μια τέτοια περίσταση μαζί με τον πρώτο καρπό μιας καθαρής και νέας άγνωστης γης. Μην πανικοβάλλεστε, η σωστή απάντηση είναι το 42, τα μεγάφωνα του σκάφους παίζουν το "Table Tennis" και το "Galaxy In Janaki" όσο δυνατά χρειάζεται για να ακουστούν στον πιο μακρινό αστρικό σχηματισμό. Ο Flying Lotus κάπου θα αναπαριστά τον άνθρωπο του Φλαμαριόν και η προσδοκία για τη νέα ζωή θα ανθίζει ενώ η χλωροφύλλη θα ζωηρεύει.
Εις το επανιδείν και ευχαριστούμε για όλα τα ψάρια.
Η παραγωγικότατη σουηδέζικη σκηνή που τόσο αγαπάμε δεν θα μπορούσε να μην έχει το δικό της supergroup, και να που αυτό όχι απλά υπάρχει αλλά το έχουμε και φιλοξενούμενο στη δέκατη ένατη έκδοση του Some Questions! Οι The Amazing είναι το προϊόν της συνεργασίας μελών από διάφορες σουηδικές μπάντες, εν ενεργεία ή μη (Dungen, Life On Earth!, Granada, Dreamboy, Sagor & Swing) που είπαν, σαν καλά φιλαράκια που ήταν, να ενώσουν τις μουσικές τους δυνάμεις. Το αποτέλεσμα είναι μια πιο folk εκδοχή των Dungen - πλούσιος ήχος με εντονότατες τις επιρροές της ψυχεδέλειας και μελωδικές γραμμές που φέρνουν στο μυαλό Nick Drake ή Simon & Garfunkel ή και Fleetwood Mac - και αγγλικό στίχο. Η μπάντα κυκλοφόρησε πέρυσι το ντεμπούτο της που πήρε εξαιρετικές κριτικές ενώ φέτος ακολούθησε το mini-LP Wait for a Light to Come. Ο τραγουδιστής Christoffer Gunrup ήταν αυτός που μας άφησε να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στο μικρόκοσμό του... (Και μας προκάλεσε να του γράψουμε ένα εκτενέστατο προσωπικό mail για να συζητήσουμε για τους Beatles, αλλά δεν το κάναμε. Προσωπικά το παθαίνω κάθε φορά που κάποιος τους αποκαλεί υπερεκτιμημένους. Συμπεριλαμβανομένου του mr.grieves όταν είναι στις κακές του.)
Could you please tell us...
1. Three albums you’d take along on a desert island?
"Halo" (Δεν διευκρινίζει ποιο... Να υποθέσουμε της Beyoncé; Υπάρχουν και καλύτερα πάντως, εγώ θα ήθελα να είχα γράψει την κομματάρα των Depeche.)
3. Your Sunday morning song?
"The Only Living Boy in New York" (Simon & Garfunkel). One of the best songs ever. Simple and beautiful.
4. Your favourite b-side?
I don´t like B-sides. I don´t know any.
5. Your favourite Beatles song?
I find them to be very overrated, but "Across the Universe" is a great tune.
6. A musician/band you think is criminally underrated?
Oh, i don´t know. Bill Fay is a fantastic artist, but is he underrated? I don´t know.
7. Your favourite place for writing music?
In bed, lights out. Kitchen table, coffee. I do it alone. Always. Then I gather the soldiers and we fly away.
8. What your music-related plans are for the next 12 months?
Well, we have discussed world domination but we settled for recording a new album. So right now I´m trying to finish 15 songs to be released winter 2011. It´s called "Waiting for Ekrem to come" at the moment and I think it will be quite alright, actually.
9. What you wish to do once you retire from music?
I could see myself having lots and lots of money, living in a big house in Kefalonia. But it´s more likely I´ll be playing my guitar, I guess. Drinking and arguing with Reine Fiske.
10. A stylistic choice you’ve made and are now ashamed of?
Hehehehe. I did wander the streets of Stockholm all dressed in black, black hair, black nails, listening to The Cure and Sisters of Mercy. I´m not really ashamed of it, but a qualified guess is that I looked like an idiot.
11. Which role you would like to have played if you were an actor?
Δεν βαρεθήκατε όμορφες starlets να μολύνουν τον πολύτιμο indie αέρα μας; Δεν βαρεθήκατε τα lipgloss τους να δίνουν χρώμα στα νεκρικά χλωμά πρόσωπα των αυθεντικών indie κοριτσιών; Ή τις μπούκλες κομμωτηρίου να καταστρέφουν το αξίωμα 50% αφέλειες-50% πρόσωπο;
Εμείς πάντως ναι. Γι'αυτό στηρίζουμε το εναλλακτικό είδωλο Zooey Deschanel που προσχώρησε στην κάστα μας. Λέμε όχι στην Scarlett Johansson. Λέμε ναι στην Ζωή.
Έχουμε όμως μουσικά κριτήρια για να προλάβουμε τους παρεξηγιάρηδες. Η Zooey δεν έχει δολοφονήσει τραγούδια του Tom Waits και έχει μπει σταδιακά στις καρδιές μας. Πρώτα αρραβωνιάστηκε τον Ben Gibbard (κάπως πρέπει να ξεκινήσει κανείς) και στη συνέχεια έπαιξε στο εναλλακτικό χιτ 500 Days of Summer. Κάπου ενδιάμεσα έπιασε φιλίες με τον M. Ward και έβγαλε δύο αξιοπρεπείς δίσκους.
Εκεί ήθελε να καταλήξει η πολυλογία. Το Volume Two της σύμπραξης M. Ward και Zooey είναι ένα αξιοπρεπές πόνημα (Τα "Brand New Shoes" και η διασκευή του "Gonna Get Along With You Now" της Skeeter Davis ειδικά ξεχωρίζουν). Όχι τόσο φοβερό βέβαια για να της πούμε να παρατήσει την καθημερινή της δουλειά αλλά αρκετό για να μην την μνημονεύουν μαζί με άλλους ηθοποιούς που θέλησαν να τραγουδήσουν με τραγικά αποτελέσματα.
Και για να το διευκρινήσουμε για μια ακόμη φορά. Δεν μιλάμε για την Kate Perry αλλά για την Zooey Deschanel. Στην ουσία είναι δίδυμες απλά η μία έχει μεγαλύτερο, και κατά συνέπεια μη indie, στήθος.
Αξιοπρεπής είναι και ο δίσκος του Steve Mason. Λιγότερο starlet απο τις προαναφερθείσες αλλά αν η ζωή (άντε πάλι αυτή) σε έχει κάνει έναν λίγο αντιτουριστικό Σκωτσέζο δεν σημαίνει οτι είναι για πέταμα και δεν αξίζει να την ζήσεις. Πόσο μάλλον όταν η προηγούμενη μπάντα σου είχε όσο ταλέντο έχει η Zooey, η Katy Perry, ο Ben Gibbard και ο M.Ward μαζί. Βεβαίως το ταλέντο των Beta Band ήταν αντιστρόφως ανάλογο με την προβολή που έτυχαν.
Ο Steve έβγαλε κάτι συγγενικό με τους Beta Band, με λιγότερη ψυχεδέλεια αλλά πιθανότατα πιο προσιτό. Τα "Let Her In", "Lost And Found" και "Understand My Heart" είναι υπέροχα και εύχυμα αλλά ο Richard X τα δάγκωσε στην παραγωγή και έφαγε μπαμπέσικα τα υπόλοιπα.
Έτσι και αλλιώς ο Richard X είναι κατάλληλος για πιο γυαλιστερούς ποπ δίσκους.
Συνεχίζονται με αμείωτη ένταση οι διαδηλώσεις για την δολοφονία του δημοσιογράφου. Μάλιστα η πορεία προχτές έπεσε πάνω σε εκείνη που συνεχίζεται για τον 25χρονο Αλβανό, που τον πυροβόλησαν αστυνομικοί, χωρίς ευτυχώς να υπάρξουν τραυματίες. Πιο δίπλα συνεχιζόταν κανονικά η πορεία για τα τρία θύματα της τράπεζας ενώ δύο άτομα έκοβαν βόλτες στο μπαλκόνι τους διαμαρτυρόμενα για τον θάνατο του Αφγανού μετανάστη απο αδέσποτο εκρηκτικό μηχανισμό.
Και ένα τραγούδι για τους νεκρούς απο την μετενσάρκωση του Nick Drake (ω, ναι το είπα!).
Να ένα καλό νέο από τον Black Francis εδώ και πολύ καιρό. Πρόσφατα έφτασε στα χέρια μας (γκουχ γκουχ) η συλλογή από τα τραγούδια που έγραψε ως soundtrack της βουβής ταινίας τρόμου του 1920 The Golem: How He Came Into The World.
Η όλη ιδέα γεννήθηκε στο φεστιβάλ ταινιών του San Francisco το 2008 όταν ο Francis έπαιξε, με αφορμή την προβολή της ταινίας, το soundtrack που έγραψε εμπνεόμενος από τον γεμάτο φαντασία εξπρεσιονισμό του δημιουργήματος του Paul Wegener. Από εκεί κι έπειτα επειδή του άρεσε αυτό που άκουγε αποφάσισε να πουλήσει μέσω του site του 500 boxsets με 5 CD που περιέχουν: δυο CD με την ζωντανή εκτέλεση των τραγουδιών στο φεστιβάλ του San Francisco, δύο CD με ηχογραφημένες στούντιο εκτελέσεις, ένα DVD με την ταινία συγχρονισμένη μαζί με τα τραγούδια και ένα βιβλίο με τα chords και τους στίχους, όλα αυτά σε μια υπέροχη συσκευασία που υπέγραφε στην κυριολεξία ο Francis με μια κέρινη στάμπα. Εντυπωσιακό αν μη τι άλλο. Και ακριβό βεβαίως.
Τα τραγούδια που περιέχονται στη συλλογή αυτή είναι 34, αν και οι αυθεντικές συνθέσεις (αν εξαιρεθούν δηλαδή οι επανεκτελέσεις και οι εναλλακτικές εκδοχές) είναι γύρω στις 12 με 13. Ο ίδιος ο Black έχει μιλήσει και για έναν πιο «κανονικό» δίσκο χωρίς τις περαιτέρω εκτελέσεις αλλά δεν έχει αναφέρει ημερομηνία κυκλοφορίας.
Ο Black (μην μπερδευτεί κανείς με αυτόν) φαίνεται να τα πιστεύει αυτά τα τραγούδια και η γνώμη μας είναι πως πολύ καλά κάνει αφού είναι ό,τι καλύτερο έχει γράψει τα τελευταία χρόνια. Συνδυάζοντας την απαραίτητη οργανική ποικιλία ενός soundtrack, τις καλύτερές του περιπλανήσεις με τους καθολικούς, φέρνοντας ακόμα ακόμα στο μυαλό την πρώτη μπάντα του, που όπως καταλαβαίνετε και από το ψευδώνυμο δεν μου άρεσε ιδιαίτερα. Η τρέλα του από εκείνες τις εποχές έχει περισσέψει μέχρι σήμερα που τον βοηθά να ισορροπεί πολύ εύκολα και παρά τον όγκο του ( καλλιτεχνικό και σωματικό) στην καθαρή διασκέδαση και τον συναισθηματισμό.
Το είχαμε υποψιαστεί πριν από περίπου 2,5 χρόνια ότι ο Frank είναι σε καλή φάση όταν μέσα στο πολύ καλό Bluefinger συμπεριέλαβε το καταπληκτικό και βγαλμένο από τις χρυσές εποχές των Pixies "Threshold Apprehension". Αφού λοιπόν εμπνεύστηκε από τον Herman Brood για το Bluefinger, η ταινία του Paul Wagener γίνεται η νέα του μούσα για το Golem.
Η ιστορία της ταινίας έχει να κάνει με την Εβραϊκή μειονότητα της Πράγας και τις διώξεις που υπέστη. Ο πρωταγωνιστής ραβίνος για να προστατεύσει τους ανθρώπους του φτιάχνει ένα γιγάντιο Golem (ενός είδους τέρατος της εβραϊκής μυθολογίας) που όμως στην πορεία της ταινίας επαναστατεί καταστρέφοντας και σκοτώνοντας αδιακρίτως. Μπορούμε να δηλώσουμε ότι η προφανής μεταφορά είναι πετυχημένη και επίκαιρη.
Τα τραγούδια έχουν να κάνουν με την αγάπη, τη συντροφικότητα σε ένα δύσκολο περιβάλλον και φυσικά την εκδίκηση κατά δικαίων και αδίκων. Τα reprises είναι πολύ σημαντικά για να μπεις βαθύτερα στην ατμόσφαιρα αν και θα μείνετε έκπληκτοι με το πόσες κιθάρες κατόρθωσε να χώσει ο Black Francis σε μια βουβή ταινία της δεκαετίας του '20. Τα "Conjuring", "Word" και "Maganujo" είναι κορυφαίες στιγμές που αποδεικνύουν ότι ο Black μια χαρά τα καταφέρνει να είναι συναρπαστικός και χωρίς την παλιά του μπάντα. Απλά τώρα τελευταία η έμπνευση του έρχεται από καραμπόλα. Αλλά αφού την εκφράζει τόσο άμεσα και παραστατικά εμάς δεν μας πέφτει λόγος.
Αχ, αυτά τα νέα παιδιά. Χτες ήταν που έβγαλαν το πρώτο τους χνούδι και σήμερα βγάζουν και δίσκο. Εντάξει, το χθες και το σήμερα σχετικά είναι σε αυτές τις περιπτώσεις. Αλλά αν δεις την πιτσιρικαρία των Morning Benders σου έρχεται τελικά να τους ζουλήξεις τα μάγουλα.
Ο τραγουδιστής, στιχουργός και γενικότερος frontman Chris Chu είναι ένας ντροπαλός, μαζεμένος αλλά σίγουρα ταλαντούχος νεαρός. Η αλήθεια είναι πως το πρώτο τους δισκάκι (Talking Through Tin Cans) δεν μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το δεύτερο όμως φετινό τους είναι και πολύ καλύτερο και πολύ πιο φιλόδοξο. Με λίγα λόγια αυτοί οι νεαροί από την Καλιφόρνια μεγαλώνουν μπροστά μας και όπως δηλώνει ο κ. Chu αυτή τη φορά έδωσε μεγαλύτερη σημασία στα τραγούδια καθώς είναι πολύ σημαντικά και πολύτιμα γι' αυτόν.
Ο Chris Taylor των Grizzly Bear έβαλε το χεράκι του σε αυτό το project όντας ο παραγωγός και μέντορας (μέχρι νεοτέρας) των Benders. Η αλήθεια είναι πως ήμουν έτοιμος να μιλήσω για την τεράστια επιρροή που είχε η μουσική των Grizzly Bear και ειδικά το περυσινό Veckatimest στους σημερινούς μας ήρωες αλλά η πραγματικότητα κάλυψε ένα καλό θάψιμο. Κρίμα.
Εκτός από Grizzly Bear ακούμε και αρκετά Pink Floyd στο υπνωτικό "Pleasure Sighs", μερικούς Arcade Fire στο νοσταλγικό "Excuses" αλλά αυτά είναι λογικά. Τα σημερινά παιδιά από αυτά (Grizzly Bear, Arcade Fire) επηρεάζονται. Και εγώ δηλαδή αν έκανα μουσική αυτές θα ήταν οι επιρροές μου. Παρεμπιπτόντως βγάζω δίσκο τον Οκτώβρη στην EMI. Μη χάσετε τις χριστουγεννιάτικές μου περιοδείες στο χωριό του Άγιου Βασίλη και στις Κάτω Χώρες. Τι έλεγα; Α, ναι έτσι που λέτε... Νοσταλγικό. Θα μου πείτε πότε πρόλαβαν και σχημάτισαν τόσες μνήμες που τις νοσταλγούν κιόλας. Έτσι είναι τα πράγματα όμως σήμερα. Με τα καινούργια μέσα, αμαρτωλά και μη, όλα προσβάσιμα νομίζεις ότι έχεις ζήσει 3-4 ζωές στα 25 σου χρόνια.
Όπως και να'χει πιθανότατα το "Promises" θα σας κάνει να χοροπηδήσετε κουτσό τραγουδώντας "And I can't help thinking we grew up too fast" ή να πιάσετε το μικρό αυτοκινητάκι που έχετε στο πατάρι και να χωθείτε μέσα οδηγώντας γύρω γύρω με τα γόνατά σας να εξέχουν σαν χιμπατζή σε εμμ.... αυτοκινητάκι ακούγοντας το "Wet Cement" ή να βρέξετε με το λάστιχο τον γείτονα, που σας πείραζε όταν πηγαίνατε να πάρετε παγωτό, αφού τώρα μεγαλώσατε και δε φοβάστε τίποτα, ακούγοντας το "Cold War (A Nice Clean Fight)" στη διαπασών. Έτσι κι αλλιώς κανείς μας δε θέλει, πραγματικά, αιματηρούς καβγάδες. Εκτός από αυτά τα παλιμπαιδιστικά, υπάρχουν και άλλα κομμάτια σαν το "Mason Jar" και το "Stitches" όπου το ονειρικό progressive rock παίρνει σάρκα και οστά. Ο Chu το εννοούσε φαίνεται για τη σημασία στα τραγούδια αφού όλα έχουν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό.
Εντάξει, οι Benders είναι στην φάση που είναι λιγάκι πιο δραματικοί σε όλες τους τις εκφάνσεις και ίσως περισσότερο βαρείς και δυσκίνητοι απ' ότι θα «έπρεπε». Είναι όμως τόσο μικροί και με τόσους δίσκους ακόμα μπροστά τους! Σνιφ.
Εδώ και δύο μήνες ψάχναμε να βρούμε χρόνο να γράψουμε για το Synch (καταπληκτική Peaches) και τη συναυλία του Rufus στον Λυκαβηττό. Τελικά δεν καταφέραμε να γράψουμε γι'αυτές μας τις εμπειρίες οπότε ο όποιος σχολιασμός μεταφέρεται στις καλένδες για όταν θυμηθούμε τις καλύτερες συναυλιακές στιγμές της χρονιάς (που ήταν φτωχές και λίγες λόγω της συναυλιακής ανυπαρξίας της χώρας μας που υπήρχε πάντα αλλά παράγινε φέτος). Εκτός από τον «χρονικό τοίχο» με τον οποίο συγκρουστήκαμε, προσωπικά μιλώντας, ένιωσα αρκετά δύσκολο να εκφραστώ για τη συναυλία του Rufus Wainwright. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο σχολιασμός και τα παραδείγματα μάλλον σκοτώνουν την συναισθηματική ουσία εκείνης της συναυλίας. Ή πάλι ίσως δεν είχα βρει το σωστό σχολιασμό (ας ελπίσουμε να τα καταφέρω μέχρι τον Δεκέμβρη).
Τον δίσκο τον άκουσα μια φορά δύο μέρες πριν δούμε τη συναυλία. Μου φάνηκε μονοδιάστατος (λογικό αφού υπάρχει μόνο το πιάνο και η φωνή του Rufus) και τα κομμάτια κάπως «κολλημένα» μεταξύ τους. Εκείνη τη μαγευτική βραδιά στον Λυκαβηττό τα κατάλαβα όλα όμως. Και ο δίσκος έβγαλε νόημα. Ίσως και γιατί βοήθησαν και τα στοιχεία της φύσης που εκείνες τις δύο ώρες ερωτοτρόπησαν και βρέθηκαν στα μέλια τους. Ίσως ήταν η παράκληση του Rufus να μη χειροκροτήσει κανείς για τα περίπου 40 λεπτά που θα παρουσίαζε το δίσκο κάνοντάς τον μια ενιαία εμπειρία. Πάντως όλα έβγαλαν νόημα. Η ατελείωτη ουρά της μαύρης κάπας του, το δέος με το οποίο ακουμπούσε το πιάνο και τραγουδούσε τις λέξεις και φυσικά η περίσταση του θανάτου της μητέρας του πριν λίγες εβδομάδες έκαναν την εξομολόγηση του Songs For Lulu κατανοητή. Για 40 λεπτά ο Rufus ήταν εκστασιασμένος και υπνωτισμένος σα να μιλούσε απευθείας στην μητέρα του. Και κάπως έτσι είναι και στο δίσκο.
Μαζί με την πελώρια φωνή του και την κλασσική παιδεία του που είχε πάντα, τώρα έχει και 12 (εντάξει 9, στα άλλα τρία τον βοήθησε ο Shakespeare) από τα καλύτερα τραγούδια που έχει γράψει ποτέ. Το παραμυθένιο "Who Are You New York?" που μπλέκει γλυκά το ξερό άρωμα ενός βιβλίου με τον ιδρώτα της μητρόπολης, το δαντελένιο "So Sad With What I Have" που μοιάζει σα να γράφτηκε από κάποιο διαμέρισμα της οδού Σαντοβάγια και παρά την γκρίζα μουτσούνα του να αποτελεί έναν κεκαλυμμένο ύμνο στην αγάπη, σε αντίθεση με το "True Loves" που έχει βγει από τα καλύτερα καμπαρέ της Pigalle και καταλήγει στο συμπέρασμα "A heart of stone never goes anywhere", σε μαγνητίζουν. Επίσης δεν θα πρέπει να προσπεράσουμε ότι με την μελοποίηση των τριών σονατών του Shakespeare ο Rufus (περυσινή δημιουργία παρεμπιπτόντως για χάρη μιας θεατρικής παράστασης) βγάζει ασπροπρόσωπο τον δημιουργό με το αποτέλεσμα να τους αλληλοκολακεύει (έστω και αν ο γερό-Γουίλιαμ δεν έχει ιδέα) αφού η εξαίσια φωνή του Rufus συνοδεύει το αμίμητο κείμενο φτιάχνοντας ένα ύφασμα που ταιριάζει με την μεταξένια ποιότητα του δίσκου.
Αλλά και το φινάλε με τα τρία τελευταία τραγούδια είναι εξίσου δυνατό ώστε να είναι και γεμάτη χειροκροτήματα η τελευταία υπόκλιση πριν πέσει η αυλαία. Στο σχεδόν θρησκευτικής ευλάβειας "Les Feux D'Αrtifice T'Αppellent" (το τελευταίο κομμάτι από την περυσινή του όπερα Prima Donna) που μεταφράζεται στο περίπου «Τα πυροτεχνήματα σε καλούν» εκτός από το λαβυρινθώδες πιάνο που συνεχίζει ατέρμονα, έχει και τα πατήματα του Rufus στο έδαφος που δημιουργούν την ψευδαίσθηση πυροτεχνημάτων μεταφέροντάς μας στη λαγνεία του Παρισιού, με τον ίδιο να παραμένει θεατής «στους νεαρούς άντρες που κάνουν έρωτα με τις ερωμένες τους και τα νεαρά κορίτσια που εκμεταλλεύονται τον χρόνο που τους έμεινε» στον ορισμό της γλυκόπικρης γιορτής. Και στο τέλος η εξομολόγηση του "Zebulon" που μιλά για έναν εφηβικό έρωτα αλλά μετά τους στίχους "My mother's in the hospital, My sister's at the opera" η πραγματικότητα αλλάζει το νόημα.
Πάντα θα υπάρχει καιρός για πριμαντόνες σαν τον Rufus. Αλλά μην τον κρίνετε με τα σημερινά δεδομένα. Ανήκει σε μιαν άλλη εποχή, γοητευτική και χαμένη στην ομίχλη των κεριών. Δεν ήθελε να είναι άκουσμα για όλες τις στιγμές (υπάρχουν και τα προηγούμενα γι' αυτό) αλλά να φτιάξει μια αριστουργηματική συλλογή τραγουδιών. Και τα κατάφερε.
Το some beans είναι ένα εντελώς μη κερδοσκοπικό blog που γεννήθηκε με σκοπό να φιλοξενήσει προσωπικές μας απόψεις και κείμενα σχετικά με ό,τι μας κάνει να θέλουμε να γράψουμε γι'αυτό. Το μεγαλώνουμε αργά-αργά, με στοργή και προδέρμ. Τα mp3 που παραθέτουμε έχουν χαρακτήρα δειγμάτων, και αν προέρχονται από κάποια επίσημη κυκλοφορία, δίπλα τους θα βρείτε ένα link για να την αγοράσετε. Συνιστούμε να το κάνετε εάν αυτό που ακούτε σας αρέσει, αν μη τι άλλο για να υποστηρίξετε τον καλλιτέχνη. Αν πάλι ανήκετε σε κάποια εταιρία και επιθυμείτε να αποσύρουμε κάποιο mp3, δεν έχετε παρά να στείλετε ένα email και να το ζητήσετε ευγενικά.