27.7.11

Αμπελοφασουλοσοφίες 27/7/11

Το ζήσαμε και αυτό.


Η ζωή, ο θάνατος, η επιτυχία, η ξεφτίλα, ο πολυπλατινένιος δίσκος, τα ψεύτικα βυζιά, το απλανές βλέμμα, το πιο «κλασσικό» pop album των '00s, όλα σε HDTV ανάλυση και FLAC ηχητικά αρχεία.

Είδαμε την Amy να ανατέλλει και να γεννιέται βγάζοντας τις πρώτες τις κραυγούλες αλλά το σημαντικότερο είχαμε τη δυνατότητα να δούμε σε slow motion και από πέντε διαφορετικές λήψεις τις φορές που κατουρήθηκε πάνω της ή επιτέθηκε στους paparazzi.

Άλλο ένα Truman Show ολοκληρώθηκε και από Δευτέρα ψάχνουμε τον καινούργιο πρωταγωνιστή.

Ο θάνατος της Amy Winehouse ήταν μια από τις πιο αναμενόμενες αλλά ταυτόχρονα απροσδόκητες ειδήσεις.

Πως γίνεται αυτό; Όλοι ξέραμε τις καταχρήσεις στις οποίες υπέβαλλε τον εαυτό της. Με τα χρόνια αυτές οι καταχρήσεις έγιναν μια μόνιμη κατάσταση συνδέοντας σε απόλυτο βαθμό την εικόνα της Amy με αυτές.

Με τον ίδιο τρόπο που ο Pete Doherty και ο Keith Richards είναι ακόμα ζωντανοί περιμέναμε πως και η Amy θα διατηρούνταν σε αυτό το στάδιο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.

Μάλλον εκεί οφείλεται και η χαλαρότητα με την οποία αντιμετώπισα την κατάστασή της σε μία από τις τελευταίες αμπελοφασουλοσοφίες με αφορμή την ακύρωση της συναυλίας της στην Ελλάδα.

Λίγη σημασία έχουν αυτά. Ας είναι καλά εκεί που βρίσκεται.

Ο θάνατος της Amy Winehouse ολοκλήρωσε μια εβδομάδα κακών ειδήσεων με αποκορύφωμα όλων αυτό που συνέβη στη Νορβηγία και μας υπενθυμίζει για μια ακόμη φορά το καρκίνωμα του θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Άλλη μια απόδειξη ότι αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες.

Πάνω σε παρόμοιους τύπους -σαν το Νορβηγό- έχει χτίσει την επιρροή και την τρομοκρατία του ο χριστιανοορθόδοξοςισλαμικός φανατισμός.

Ο δολοφόνος στη συγκεκριμένη περίπτωση (μετά και την απαραίτητη πλύση εγκεφάλου) έκανε ό,τι έκανε για ιδεολογικούς λόγους.

Στη δική μας χώρα, που τα πάμε καλά με τις ιδεολογίες μόνο όταν φουσκώνει η τσέπη μας, ο θρησκευτικός φανατισμός χρησιμοποιείται ως μπροστινός για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη μπορείτε να φανταστείτε.

Παράδειγμα αυτού το τελευταίο Κουτί της Πανδώρας που ήταν πραγματικά συγκλονιστικό για εμάς που δε θεωρούμε τους Έλληνες παραγοντες τίποτα παραπάνω από γραφικούς αλλά διασκεδαστικούς μικροαπατεώνες.

Με την ασπίδα και την τυφλή υποστήριξη των σκατίγερων (και δυστυχώς όχι μόνο αυτών) μπορείς να καταφέρεις πολλά τελικά.

Μουσική.


Μουσική.


Μουσική.... Α, μουσική!


Ο πολυαναμενόμενος δεύτερος δίσκος των Fleet Foxes ήταν ακριβώς (πιο ακριβώς δεν γίνεται) όπως τον περιμέναμε.

Πανέμορφες αρμονίες, αγγελικές συγχορδίες και τέσσσερα με πέντε κομμάτια να γλύφεις και τα δάχτυλά σου. Εντάξει, είναι σχεδόν το ίδιο πράγμα με τον πρώτο δίσκο αλλά γιατί θα πρέπει κάθε νέος δίσκος μιας μπάντας να είναι ένα βήμα μπροστά από τον προηγούμενο, πιο πειραματικός κ.λ.π..

Ευχάριστο να το ακούς οποιαδήποτε στιγμή, χαλαρωτικό (αν και κάνει μια κοιλίτσα στη μέση) και σίγουρο ποντάρισμα για μια ακρόαση ειρηνική και χωρίς πολλές απαιτήσεις.

Δεν είναι easy listening προφανώς απλά η μπάντα είναι άνετη σε αυτό που κάνει.

Αφήστε που το γιγάντιο κομμάτι "The Shrine/ An Argument" είναι πιθανότατα ό,τι καλύτερο έχουν κάνει και σίγουρα ένα απο τα τραγούδια της χρονιάς.

Τα δύο τελευταία του ανατριχιαστικά λεπτά είναι ένα όργιο παιχνιδιάρικων αλλά δραματικών εγχόρδων και πνευστών που προετοιμάζονται αριστοτεχνικά από την προσευχή του τραγουδιστή Robin Pecknold.

"And if I just stay awhile here staring at the sea/ And the waves break ever closer/ Ever near to me/ Iwill lay down in the sand and let the ocean leave/ Carry me to in the sea like pollen on the breeze".




25.7.11

Cry me a river/ So I can float over to you


Ζούγκλα. Πυκνές φυλλωσιές, κουνούπια σε μέγεθος γαϊδάρου που σου ρουφάνε το αίμα, βαρύς υγρασιασμένος αέρας που σχεδόν υγροποιείται στο δέρμα, σμαραγδένιες λίμνες και παραδείσια πουλιά να κρώζουν στα δέντρα. Κάπου εκεί μας μεταφέρει η ακρόαση του W H O K I L L. Δυνατά τύμπανα, η άγρια και αδάμαστη φωνή της Merrill Garbus που αν ήταν ινδιάνα θα την έλεγαν «Ορμητικό Ρυάκι» και παράφωνα μουσικά όργανα που σκαρφαλώνουν το ένα πάνω στο άλλο.

Είναι γεγονός πως η φωνή και η ερμηνεία της Merrill μας θυμίζουν λίγο Μάκεγιουλ Τζάκσον –που έλεγε και ο γάτος του Edika. Μια τέτοια χαρισματική φωνή δεν θα μπορούσε να μη σπάσει τα στενά όρια της τοπικής μουσικής της σκηνής και να πάρει μεταγραφή στην 4AD. Ισχυρή και επιβλητική, σκεπάζει τις παράξενες μελωδίες της. Κάποιες φορές εξωστρεφής η γκαρίδα της σπάει τα τύμπανα και άλλες φορές το σούσουρό της σε υπνωτίζει σαν αρχαίο τραγούδι. Το passive/aggressive "Riot Riot" είναι τέτοιο παράδειγμα.

Το "Powa" (από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου) είναι ένα θεραπευτικό ταξίδι στους σαμάνους του Αμαζονίου που στέλνει για ιαματικά λουτρά τις καταθλίψεις με τη σαγηνευτική, μινιμαλιστική του ηλεκτρική κιθάρα. Βεβαίως το θέμα του κομματιού είναι το χαλαρό –αλλά ουχί βαρετό- sex και γι’αυτό εγγυάται το α λα Prince τελείωμα καθώς και οι στίχοι "Mirror, mirror on the wall/ Can you see my face at all?/ My man likes me from behind/ Tell the truth I never mind".

To "Bizness" είναι ένα άψογο single με αρκετά σαξόφωνα (που είναι και της μοδός), με ιδιοτροπίες αλλά pop αισθητική που θα μπορούσε να αγαπηθεί από πολύ κόσμο χάρη στο κολλητικότατο ρεφρέν του. Σε παρόμοιο στυλ είναι και το τελευταίο "Killa".

Η Merrill δεν ξεχνάει και τον προηγούμενο πιο μελωδικό και folk δίσκο της. Στο "Wolly Wolly Wong" θυμίζει ξωτικό που ανατριχιάζει τις αισθήσεις με την ακουστική της κιθάρα σφραγίζοντας και την ποικιλία που διαθέτει αυτός ο γεμάτος φρεσκάδα και σφρίγος δίσκος. Αρκεί μόνο να δει κάποιος πώς τραγουδά στις συναυλίες της για να πειστεί πως η Merrill έχει αφιερωθεί ολοκληρωτικά σε αυτό που κάνει και –γιατί όχι το κλισέ- το μέλλον της ανήκει.





Το μικρόβιο του πομπώδους εντυπωσιάστικους δε λέει να τους αφήσει. Από το πρώτο κομμάτι που θυμίζει Doors και κλασσικό ροκ γίνεται κατανοητή η ροπή τους προς τα μακρόσυρτα progressive έπη. Εκτός από το '70s rock φαίνονται ιδιαίτερα προβληματισμένοι και με την περίπτωση των Fleet Foxes που ξεσηκώνουν (δεν μπορούμε να αποφασίσουμε ποιος ποιού) κάποια κολπάκια τους. Είναι εύκολο άλλωστε γιατί έχουν έτσι και αλλιώς κάποιες βασικές ομοιότητες εμφανισιακά αλλά και φωνητικά.

Στο "Circuital" εκτός από τους Who αποτίουν φόρο τιμής και στις '80s κιθάρες του Edge. Το τρυφερό folk του "Wonderful" θυμίζει πολύ την παρέα του Robin Pecknold αν και το ρεφρέν φέρνει πολύ στο μυαλό το hit του Jason Mraz. Σε έναν κάπως υποτονικό δίσκο αυτή η γλυκανάλατη στιγμή είναι για να την κρατήσεις στο μυαλό σου.

Και μετά ξανά στα βαρετά που δεν έχουν όρεξη ούτε να είναι αρκετά πομπώδη. Το "Outta My System", ένας απαίσιος συνδυασμός keyboards και slide guitars, είναι κάτι που στις καλές του εποχές (υπήρξαν και αυτές) ο Jim James (Γιμ Γιέιμς) θα το έγραφε με το ένα χέρι δεμένο. Το "Holding on to Black Metal" έχει την πλακίτσα του, ο ρυθμός του είναι κολλητικός, η χορωδία είναι μεγαλοπρεπής αλλά δεν μπορούμε να το πάρουμε όσο σοβαρά θα ήθελε η μπάντα. Πάντως τους αξίζουν συγχαρητήρια που ξέθαψαν το αυθεντικό τραγούδι από το Σιαμ και χρησιμοποίησαν το ρυθμό του, ουσιαστικά διασκευάζοντάς το. Η μπάντα μάλιστα διαφημίζει μέσω του site της το Siamese Soul:Thai Pop Spectacular 1960-80 #2 στο οποίο εμπεριέχεται το κομμάτι με τίτλο "E-Saew Tam Punha Huajai (Advice Column for Love Troubles (Part 1)". Ακόμα και έτσι το πιο τολμηρό κομμάτι του δίσκου δεν είναι δικό τους. Μείον κι άλλοι πόντοι από την δυαδική βαθμολογία του some beans.

Το "Slow Slow Tune" με τις πολύ όμορφες κιθάρες που αράζουν σε ένα υπόγειο μια μέρα καύσωνα και το χαριτωμένο "Moving Away", ως το απαραίτητο country τελείωμα με πινελιές πιάνου, σώζουν κάπως τις τελευταίες εντυπώσεις. Για τα περισσότερα μέσα το Circuital ήταν επιστροφή προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά εμείς εκτιμήσαμε περισσότερο τους –όχι πάντα πετυχημένους βέβαια- πειραματισμούς του Evil Urges.





Το πανέμορφο "Try To Sleep" είναι μετά το θρυλικό "Sunflower" η καλύτερη εισαγωγή σε δίσκο των Low. Και σε προδιαθέτει για ένα ακόμα βήμα που προχωρά τη μπάντα έξω από τα πλαίσια της αργής μουσικής που τους χαρακτήρισε στα '90s. Στο συγκεκριμένο κομμάτι ακούγονται χαρούμενοι και ανάλαφροι σαν παιδιά ωστόσο πάντοτε μελαγχολικοί.
Τέσσερα χρόνια μετά το διακριτικό Drums & Guns που τους κράτησε στα γνωστά τους standards, και ενδιαμέσως του project των Retribution Gospel Choir να απασχολεί τον Sparhawk, το C’mon ήταν ακριβώς αυτό που περιμέναμε. Ακόμα ένα άλμπουμ με έντονο το στοιχείο της μελωδίας, τις άριστες και γεμάτες συναίσθημα φωνές του Sparhawk και της Mimi Parker να μπλέκονται και το θρησκευτικό υπόβαθρο φόβου, ελπίδας και πνευματισμού πάντα παρόν.

Η Mimi Parker μαγεύει για μια ακόμη φορά με τα φωνητικά της. Αυτή τη φορά το κομμάτι που την αναδεικνύει είναι το "You See Everything". Η σκληρή ερμηνεία του Sparhawk κάνει επίσης εντύπωση στο αμέσως επόμενο "Witches" που τσαντισμένος –σε αντίθεση με τη βραδυφλεγή μουσική- λέει "All you guys out there tryin' to act like Al Green/ you're all weak".
Η καρδιά του δίσκου –κυριολεκτικά και μεταφορικά- είναι το "Especially Me" που κόβει την ανάσα με τα επίμονα τύμπανά του και τη σπαρτιατική ουσιαστικότητά του.

Τα "$20" και "Done" δίνουν λαβές στους κατήγορούς τους να θυμηθούν αυτόν τον χαζό όρο slowcore αλλά το μεγαλοπρεπές "Majesty/Magic", παρότι ο ορισμός του σιγανού ποταμακίου που προετοιμάζει για μια καταιγίδα (που δεν έρχεται ποτέ αλλά αυτό δεν έχει σημασία) άνευ προηγουμένου και το οκτάλεπτο, βουτηγμένο στην επανάληψη "Nothing But Heart" μας κρατούν δέσμιους στον ήχο τους.

Σε κάποιες περιπτώσεις ταιριάζει το «προσπεράστε δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο να δείτε» αλλά αυτό, ούτε τώρα, δεν ισχύει με τους Low. Εμείς που τους θαυμάζαμε πριν θα συνεχίσουμε να τους ακούμε με δέος και αυτοί που δεν τους άκουγαν… ποτέ δεν είναι αργά να έρθουν στον ίσιο δρόμο.

24.7.11

I cheated myself/ Like I knew I would

Ένας δίσκος που θα μου θυμίζει για πάντα την άνοιξη και το αξέχαστο καλοκαίρι του 2007. Μαζί με το Wincing the Night Away των Shins και το Hissing Fauna... των of Montreal αλληλοσπρώχνονταν χαρούμενα για το ποιο θα συνοδέψει τις διαδρομές στο λεωφορείο πότε για Ελευσίνα και πότε για Γλυφάδα. Ο δίσκος που κατάφερε να με ηρεμήσει μετά τον καυγά με τον διευθυντή της πολεοδομίας της Γλυφάδας, κάτι που απέτυχαν κατά σειρά να κάνουν το αφεντικό μου και οι δυο κολλητές μου. Το πρώτο CD που μου χάρισε ο mr.grieves.

Όλοι αυτοί οι τίτλοι ανήκουν στο Back to Black, το σημαντικότερο κομμάτι της κληρονομιάς που μας άφησε φεύγοντας χτες το απόγευμα η Amy Winehouse. Όσο κι αν πολλοί έλεγαν -κυνικά ή περίλυπα- πως το περίμεναν, όταν έρχεται ο θάνατος να πάρει έναν άνθρωπο 27 χρονών μουδιάζεις λίγο. Πόσο μάλλον όταν ο άνθρωπος αυτός άφησε ένα σημαδάκι στην εποχή σου -μια εποχή όπου δύσκολα προλαβαίνει κανείς ν'αφήσει σημάδι. Τον έχεις παρακολουθήσει να έμφανίζεται στο προσκήνιο και μετά να παραμένει σ'αυτό με χίλιες δυο (κυρίως αρνητικές) αφορμές, μέχρι τελικά να καεί εντελώς.

Το μόνο σίγουρο είναι πως, από εδώ και μπρος, διάφορες σκέψεις θα περνάνε απ'το μυαλό κάθε φορά που θ'ακούμε το ραδιόφωνο να παίζει το "Rehab". Α ρε κοπελιά, έφυγες νωρίς.

23.7.11

I kept hoping for one more question / Or for someone to say, "Who do you think you are?" / So I could tell them

13 άλμπουμ είναι αρκετά άραγε για να σου έρθει η επιφοίτηση και να καταλάβεις επιτέλους τι θέλει να πει ένας καλλιτέχνης;

Τόσο πήρε στην περίπτωσή μου για να μιλήσει ο Bill Callahan σε μια γλώσσα που καταλαβαίνω. Δεν είναι τόσο ότι άλλαξε κάτι στη στεγνή και σπαρτιάτικη ερμηνεία του. Μάλλον οι δικές μου κεραίες έστριψαν λιγάκι ώστε να πιάνει καλύτερα το σήμα.

Μετά από πολύ καιρό απόλαυσα μια τόσο σκονισμένη φωνή, ακονισμένη με εικόνες της Αμερικανικής υπαίθρου. Ο καταραμένος ήλιος μας αναγκάζει να σφουγγίξουμε το μέτωπο προτού συνεχίσουμε την ακρόαση.

Οι εικόνες του δίσκου πράγματι αποκαλυπτικές. Η φυγή και η εγκατάλειψη είναι βασικό θέμα. Όλα γίνονται πιο σκληρά από το τραχύ τοπίο της πεθαμένης πια άγριας δύσης που τώρα έχει γίνει πεδίο κυνηγητού Μεξικάνων και συνοριοφυλάκων.

Ο Callahan μιλά σα σκληροτράχηλος και ηλιοκαμένος γελαδάρης. Δεν θα αγκαλιάσει τον ακροατή. Αυτά άλλωστε τα κάνουν οι κοστουμάτοι από την πρωτεύουσα που έχουν ξεκινήσει να οδηγούν αυτές τις Ford σακαράκες. Αντίθετα στο “Drover” θα οδηγήσει τα «κτήνη» του σε μια ερημωμένη γη αφού “the real people went away”. Ο βίαιος θάνατος και ο «εκπολιτισμός», έννοιες συνώνυμες, ερημώνουν τη γη όχι μόνο από ανθρώπους αλλά από αξίες και έθιμα που τα παίρνει ο αέρας σαν αγριοθύμαρα. Αξίες και έθιμα που μπορεί να μοιάζουν βάρβαρα αλλά αντιπροσωπεύουν μια εποχή που χάθηκε.

Στο μεταίχμιο, καθώς βρίσκεται, ο Callahan αναρωτιέται στο "Baby’s Breath" "And each day I looked out on the lawn/ And I wondered what all was gone/ Until I saw it was lucky old me/ How could I run without losing anything?/ How could I run without becoming lean?". Η τρυφερή οικογενειακή σιγουριά ή η μοναξιά με τα πόδια πάνω στο τραπέζι; Ο στάσιμος σπόρος που σαπίζει ή το όμορφο λουλούδι που ανθίζει στην ελευθερία;

Διάφοροι συνωμοσιολόγοι συνδέουν αυτό το κομμάτι με το "On A Good Day" της Joanna Newsom και με ενδεχόμενη έκτρωση που έκανε κατά τη διάρκεια της σχέσης της με τον Bill Callahan. Αν έχει κάποια αξία πάντως ο Callahan καταλήγει "And she was not a weed/ She was a flower".

Ηχητικά τα όργανα είναι λιτά και απολύτως ταιριαστά με την καθαρή, χωρίς φτιασιδώματα ερμηνεία του. Το μήνυμα όπως και το χτίσιμό τους είναι πολύ δυνατά. Το ανατριχιαστικό delay της κιθάρας στο "Baby’s Breath", το αυστηρό βιολί του "Drover" και το μελαγχολικό και οικείο πιάνο που θυμίζει λίγο Cat Stevens στο συγκλονιστικό "One Fine Morning". Σε αυτό το τελευταίο ο επιθεωρητής Callahan φοράει τη στολή Van Morrison και επανέρχεται σαν ανάμνηση από αυτά τα οικογενειακά μαζέματα σε κάποιο σπίτι στην εξοχή από τα παιδικά χρόνια. Οι γνώριμες μυρωδιές των φαγητών, τα τρανταχτά γέλια αυτών που έχουν φύγει πια από τη ζωή, όλα ξαναγυρίζουν και γίνονται πιο κατανοητά. Στο ρόλο του παράξενου και μονίμως συνοφρυωμένου, α λα Little Miss Sunshine, θείου ο Bill Callahan χαράσσει στο μυαλό του τις σκέψεις για φυγή. "One fine morning, I'm gonna ride out" κι όμως είναι ακόμα εδώ.

Μπορεί να μην τον αφήνει ήσυχο η παλιά ζωή του αλλά αυτό δε σημαίνει ότι έχει χάσει το στεγνό χιούμορ του. Για παράδειγμα το "America" που φτιάχτηκε όχι ακριβώς για να ομορφύνει το δίσκο, αλλά για να γαργαλήσει με τα blues του τον γίγαντα με τα πήλινα πόδια. "What an army/ What an air force/ What a marines/ America!/ I never served for my country/ America!/ America!/ Afghanistan, Vietnam, Iran, Native American/ America! Well everyone's allowed a past they don't care to mention". Παρότι ο Callahan μιλά με θαυμασμό (εντάξει, ειρωνεία) το πορνό ριφάκι της φέρεται σαν μια του δρόμου και ο στίχος "I wish I was deep in America tonight" αποκτά μια πρόστυχη έννοια. Ακόμα και στα πιο μελαγχολικά του όπως το "One Fine Morning" ο αυτοσαρκασμός είναι εκεί αφού το κομμάτι τελειώνει με τον Callahan να υπενθυμίζει τον αριθμό παραγωγής που απέδωσε η εταιρεία του στο Apocalypse.

Η μοναξιά δεν ωραιοποιείται γιατί δεν χρειάζεται να φορέσει για κανέναν καλά ρούχα. Το "Universal Applicant" βουλιάζει μέσα της και η καρδιά του δίσκου, το "Riding For The Feeling", σχηματίζει ένα επώδυνο, κυριολεκτικό αλλά έντιμο γείσο πάνω από το κεφάλι του μοναχικού cowboy. "Riding for the feeling" αλλά περισσότερο "Riding for the riding".

Το δωμάτιο είναι πολύ μικρό για να το χωρέσει, και ο δρόμος είναι γεμάτος από ανθρώπους αταίριαστους μεταξύ τους. Όσο μακριά και να οδηγήσεις αυτό θα βρίσκεται κάπου πίσω σου. Οπότε καλύτερα φυλάκισέ το στο κεφάλι σου και άστο να ζήσει στο άγριο αλλά απέραντο τοπίο των αναμνήσεων.

21.7.11

Αμπελοφασουλοσοφίες 21/7/11

Και ναι.


Μετά από κάμποσο καιρό που το blog στήριζε μοναχός του ο mr.grieves στις στιβαρές πλάτες του ήρθε η ώρα να ξαναγράψω. Τόσους μήνες ήρθαν και πέρασαν πολλά θέματα για τα οποία ήθελα να μιλήσω αλλά δεν έκατσε. Αλλά έφτασε η ώρα.

Όχι ότι με πείραζε να αφήνω τον mr.grieves να γκρινιάζει ακατάπαυστα μέσω της στήλης για διάφορα. Έτσι κι αλλοιώς πάνω κάτω κι εγώ για τα ίδια θα γκρίνιαζα. Και ομολογουμένως γκρινιάζει πολύ πιο εμπεριστατωμένα και χαριτωμένα.

Η ζέστη είναι πολλή, η μουσική επίσης, αν και αυτό ειδικά το καλοκαίρι δεν είχε παρά ελάχιστες κυκλοφορίες που να δικαιολόγησαν το hype τους. Μόλις έχουμε αρχίσει ν'ακούμε το δίσκο των Horrors για τον οποίο οι Βρετανοί κριτικοί χύνουν δάκρυα χαράς και η αλήθεια είναι ότι έχει προοπτικές και αναμένεται να μπει στη δοξασμένη λίστα μας. Δεν είναι μειονέκτημα το ότι στο προτελευταίο κομμάτι αναρωτιόμουν για τουλάχιστον δυο λεπτά αν έκανε καμιά μυστική guest appearance ο Brett Anderson.

Από τις υπόλοιπες καλοκαιρινές κυκλοφορίες, αυτό που έχω κρατήσει είναι το album του Chris Hooson που ηχογραφεί υπό το μυστηριώδες όνομα Dakota Suite. Πότε μόνος του, όπως σε αυτό το album, και πότε με διάφορους άλλους μουσικούς. Πάρα πολύ χαλαρωτικό και πάρα πολύ νυχτερινό. Ό,τι πρέπει για την εποχή.

Ο τύπος είναι κλασικός Άγγλος. Μοιράζει το πάθος του ανάμεσα στη μουσική και την Everton. Μουσική και μπάλα είναι το ευαγγέλιο του σωστού Εγγλέζου. Ή μουσική και κρίκετ ίσως, για τους πιο παλιομοδίτες. Α, και φυσικά μπύρα. Ντροπή μου που το ξέχασα.

Μιλώντας για Αγγλία, το ετήσιο break του SB πλησιάζει και αυτή τη φορά θα είναι επί βρετανικού εδάφους. Αφoρμή στάθηκε το Field Day, για το οποίο έχουμε ήδη κάνει τις λίστες μας με τα ονόματα που προέχει να δούμε κτλ κτλ. Το πρόγραμμα βέβαια λένε ότι θα βγει τελευταία στιγμή, όπως τελευταία στιγμή θα σταλούν και τα εισιτήρια. Χμμ.

Αλλά και μόνο η ιδέα της επιστροφής στην Αγγλία μετά από 10 χρόνια προσωπικά με κάνει να ανυπομονώ απίστευτα.

Προς το παρόν πάντως έχουμε ακόμα υποχρεώσεις και πράγματα που πρέπει να γίνουν εδώ, οπότε προσπαθούμε να μην το έχουμε (συνέχεια) στο μυαλό μας. Έχουμε επίσης να αντιμετωπίσουμε τη ζέστη, τις απεργίες, το συνεχώς αιωρούμενο ερώτημα για το πότε πτωχεύουμε και άλλα όμορφα. Οπότε αναγκαστικά πάει στην άκρη.

Ευτυχώς το φίλτρο της μουσικής τα κάνει όλα να φαίνονται λίγο λιγότερο απειλητικά. To "Congruences" από το The Hearts Of Empty ας πούμε είναι ένα πολύ, πολύ όμορφο φίλτρο...


19.7.11

Αμπελοφασουλοσοφίες 19/7/11

Όλοι όσοι ελπίζαμε πως θα ερχόταν η μέρα που θα βλέπαμε ξανά τον Josh Homme, τον Nick Oliveri, τον Dave Grohl, τον Troy Van Leeuwen και τον Mark Lanegan στην ίδια σκηνή δεχθήκαμε ένα σοβαρό και αποφασιστικό χτύπημα.

Όταν ο Homme έδιωξε τον Oliveri από τους Queens of the Stone Age η έκπληξη ήταν μεγάλη αφού ο Josh ανεχόταν παιδιόθεν τον καραφλό και εκδηλωτικό μπασίστα με το μουσάκι.

Άργοτερα έγινε γνωστό πως οι λόγοι είχαν να κάνουν με το γεγονός ότι ο Oliveri κακοποιούσε την ερωμένη του.

Και από πότε έγινε τόσο ευαίσθητος ο Homme λέγαμε. Μήπως το κάνει γιατί θέλει τη δόξα για τον εαυτό του και τη Brody;

Κάμποσα χρόνια μετά (προχθές για την ακρίβεια) ήρθε η δικαίωση για τον Homme μιας και ο Oliveri μετά από έναν καυγά με τη συγκεκριμένη φίλη του (όταν αυτή πήγε να μαζέψει τα πράγματά της) κλειδαμπαρώθηκε μαζί της στο σπίτι του στο Los Angeles.

Μετά από κάποιες ώρες διαπραγματεύσεων η πολιορκία έληξε ενώ στο σπίτι του -συχνά ημίγυμνου- μπασίστα βρέθηκε ένα γεμάτο όπλο.

Όσο εκπαιδευμένος και να'σαι δεν μπορείς να πεις ότι μια διαπραγμάτευση με αυτό τον τύπο, που θα μπορούσε να ντουμπλάρει τον Edwart Norton στο American History X, είναι το όνειρό σου.

Τελικά τα εκάστοτε "Ode To Clarissa" ("I knock on your door, I tiptoe on the floor, I hope your daddy ain’t home right now, He warned me once before"), "So High, So Low"(I wish you'd die, I'll make you cry, I'll pay you backI'm just that kind of guy, I'm coming up") περιείχαν και αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Είναι εντυπωσιακό πάντως πόσο διαφορετικές πορείες ακολουθούν οι δύο παλιόφιλοι.

Εντάξει το μεγαλύτερο ταλέντο το είχε και το έχει ο Homme αλλά φαίνεται ότι είχε και το περισσότερο μυαλό. Όσο ο ένας τραβολογιέται με τους επανενωμένους Kyuss και έχει προβλήματα με το νόμο ο άλλος φτιάχνει το rock group-ονείρωξη (Them Crooked Vultures) και κάνει βόλτες με την κόρη του.

Όπως και να'χει όσο προβληματικός και να είναι ο Oliveri εκείνο το line-up των QOTSA την εποχή του Songs for the Deaf παραμένει ανεξίτηλο στην rock ιστορία.

Μια ακόμα μπάντα, που επίσης δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να δούμε, χάσαμε πρόσφατα.

Οι Rilo Kiley, γνωστοί ως μπάντα της indie ξεμυαλίστρας της προηγούμενης δεκαετίας Jenny Lewis, διαλύθηκαν και επισήμως.

Το διάλειμμα των τελευταίων χρόνων θα γίνει πλέον μόνιμο αφού η μπάντα χώρισε με πικρία και αλληλομαχαιρώματα (όπως πρέπει να τελειώνουν όλες οι δυνατές σχέσεις δηλαδή) μεταξύ κυρίως του κιθαρίστα Blake Sennett και του αστεριού Jenny Lewis.

Από ποιοτικής απόψεως (αν κρίνουμε δηλαδή από το τελευταίο άλμπουμ που έβγαλαν το 2007) ορθά έπραξαν.

Είχαν όμως και αρκετές όμορφες στιγμές από το 2001 εώς το 2004. Μία από αυτές είναι η χαλαρωτική μελωδία του "Science Vs. Romance" του πρώτου, από τα τρία πολύ καλά συνεχόμενα, άλμπουμ τους με τίτλο Take Offs and Landings.

Ενός λεπτού σιγή.

Πίσω στο 2011 και σε έναν δίσκο που μας έκανε πολύ καλή εντύπωση αλλά δεν ξέρουμε αν πρέπει να τον θεωρήσουμε «κανονικό» ή απλά live ηχογράφηση.

Τα κομμάτια του Chopped & Screwed στην συνεργασία της Micachu και των Shapes με τη συμφωνιέττα του Λονδίνου είναι ολοκαίνουργια, δεν παύουν όμως να έχουν ηχογραφηθεί ζωντανά και μάλιστα πέρυσι.

Το άλμπουμ επηρεασμένο απο την τεχνική του πετσοκόματος που αναπτύχθηκε στη σκηνή της hip-hop δοκιμάζει πιο πειραματικά και πειραγμένα πράγματα. Με τη βοήθεια της συμφωνιέττας, που δίνει έναν σκοτεινό και κλειστοφοβικό χαρακτήρα στις μυστηριώδεις επαναληπτικές νότες, φλερτάρει με τις συνθέσεις ιδιότροπων πρωτοπόρων της σύγχρονης κλασσικής μουσικής.

Η pop του πρώτου τους δίσκου εκπροσωπείται μόνο απο το "Everything" και το "Low Dogg" ενώ στον υπόλοιπο δίσκο βουτάνε σε άλλα νερά, πιο χαοτικά, απαισιόδοξα, δυσπρόσιτα και επικίνδυνα. Σαν ένα φωτάκι που αναβοσβήνει ετοιμοθάνατο μέσα στο πυκνό σκοτάδι.

Αν τα κομμάτια επανηχογραφηθούν σε μια πιο φιλική προς το χρήστη συσκευασία δεν το γνωρίζουμε, πάντως το Chopped & Screwed μας τράβηξε την προσοχή πολύ περισσότερο απο το ντεμπούτο τους Jewellery.

Η αφηρημένη και δυσοίωνη λιτότητά του απαιτεί και αξίζει αρκετές ακροάσεις.

 
Clicky Web Analytics