M83 @ Gagarin 205, 6 Οκτωβρίου 2008Εϊμαι σχεδόν σίγουρη ότι, και να είχα ακούσει το
Saturdays = Youth όταν είδα τον συμπαθέστατο Μ83 και την παρέα του ζωντανά, πάλι η συναυλία θα κατέληγε εκτός εξάδας. Όχι όμως για τους λόγους που πίστευα τότε. Βγαίνοντας εκείνο το βράδυ από το Gagarin, είχα την εντύπωση πως δεν είχα χάσει και κάτι το τόσο φοβερό που δεν είχα ακούσει το δίσκο τόσο καιρό, με εξαίρεση το "Skin of the Night". Τελικά,
όπως έγραφα και πριν από τρεις μήνες περίπου, το συγκεκριμένο κομμάτι με τράβηξε μέσα και διαπίστωσα πως έκανα λάθος. Το υλικό που είχαν έρθει να μας γνωρίσουν ο κος Gonzalez, η Morgan Kibby και τ'άλλα παιδιά ήταν από τα καλύτερα της χρονιάς. Ζωντανά, όμως, μου είχε φανεί μάλλον επίπεδο κι επαναλαμβανόμενο, και καταλήγω στο συμπέρασμα πως μάλλον έφταιξε το γεγονός ότι όλα τα κομμάτια βασίζονταν τόσο πολύ στα keyboards, των οποίων τον ήχο δεν βοηθούσε αρκετά ο χώρος, με αποτέλεσμα ν'ακούγονται λίγο θολά και ακαθόριστα. Δεν ήταν ότι δεν τα έπαιξαν καλά, ίσα ίσα μάλιστα που ο εντυπωσιακός ντράμερ τους έδινε μια νέα ρυθμική διάσταση. Απλά το ομοιόμορφο ύφος του δίσκου δεν μεταφράστηκε σωστά στο επίπεδο του λάιβ, ενώ και η ντροπαλότητα του νεαρού Γάλλου δεν βοήθησε. Τώρα που ξέρω πόσο καλό ήταν αυτό που είχαν να μας πουν, είναι μια περίπτωση "στερνή μου γνώση να σ'είχα πρώτα" - θεωρώ πως είναι κρίμα που δεν μπόρεσα ν'απολαύσω εκείνη τη συναυλία τόσο πολύ. Αλλά ας είναι. Τουλάχιστον ένα τραγούδι στάθηκε αφορμή για να καταλάβω ότι την επόμενη φορά θα πρέπει απλά να πάω διαβασμένη!
Animal Collective @ Gagarin 205, 22 Οκτωβρίου 2008Προσωπικά, πήγα στο Gagarin με πολύ υψηλές προσδοκίες, περιμένοντας ένα event από εκείνα που σπάνια ζούμε στη χώρα μας - ένα γκρουπ από αυτά που ξεχειλώνουν με ενθουσιασμό τα πλαίσια της ποπ μουσικής όπως την ξέρουμε, και με τους δίσκους τους να αφήνουν να αιωρείται η υπόνοια ότι ακόμα έχουν κι άλλα να κάνουν προς αυτήν (ή κάποια άλλη, άγνωστη ακόμα) την κατεύθυνση. Δεν με απογοήτευσαν, καθώς και στο live προσπάθησαν να κάνουν ακριβώς αυτό: να ξεχειλώσουν το πλαίσιο της συναυλίας ποπ μουσικής ώστε η έννοια αυτή να χωρέσει περισσότερα πράγματα. Πάνω σε έναν ενιαίο καμβά πλεγμένο από μικρά beats και κιθαριστικά μοτίβα ξαναζωγράφισαν τα κομμάτια τους από την αρχή, ενώνοντάς τα σε μία, μεγαλύτερη σύνθεση που έπρεπε να δεις από πιο μακριά. Αν κάποιος είχε έρθει για ν'ακούσει συγκεκριμένα πράγματα σε γενικές γραμμές όπως ήταν στο
Strawberry Jam ή στα παλιότερα albums, αισθανόταν σχεδόν ένοχος για την αφελή του αυτή ιδέα, και μπορώ να πω ότι αυτό ίσως ήταν και το μοναδικό μου πρόβλημα με τη συγκεκριμένη βραδιά - με έκανε να αισθάνομαι κάπως πολύ απλοϊκή σαν μουσικόφιλη, και αυτό σίγουρα είναι ένα συναίσθημα δεν που συνάδει με την ποπ, και που τα albums του γκρουπ ουδέποτε μου δημιούργησαν. Ειδικά το
Strawberry Jam μου ακουγόταν σαν γιορτή της μουσικής, όμως ζωντανά ο Avey Tare και ο Panda Bear έμοιαζαν να θέλουν περισσότερο να μου δείξουν πόσα μπορούσαν να κάνουν πάνω σ'αυτόν τον ωραιότατο καμβά παρά να με βάλουν μέσα στη γιορτή τους. Έμοιαζε περισσότερο με έκθεση παρά με συναυλία, παρ'ότι ηχητικά ώρες-ώρες ήταν πραγματικά εντυπωσιακότατο (κι αν δεν στεκόμασταν ακριβώς μπροστά στο ηχείο ίσως να ήταν ακόμα καλύτερο - αφήσαμε μέρος της ακοής μας στη Λιοσίων εκείνο το βράδυ!). Ειδικά εκείνο το απίστευτο σόλο (σπάνια εντυπωσιάζομαι από τέτοια πράγματα) του Panda Bear, με τον Tare να κάνει τις δικές του μαγείες σε κιθάρα και μικρόφωνο ήταν μια καταπληκτική στιγμή. Δυστυχώς, το έργο δεν περιελάμβανε κάποιο πέρασμα από το πολυαγαπημένο μου "For Reverend Green". Θα ήθελα πάντως να μου ξαναδοθεί η ευκαιρία να τους δω, γιατί έχω την εντύπωση ότι τελικά κάποια στιγμή θα βρουν και στα live την ισορροπία ανάμεσα σε ποπ και πειραματισμό που τόσο επιδέξια και αβίαστα διατηρούν στο studio.
Κι από εδώ και μετά, πάμε από κορυφή σε κορυφή!5 + 1. Kristin Hersh @ Κύτταρο, 26 Μαρτίου 2008Ήταν μια βραδιά που ξεκίνησε με άσχημες προϋποθέσεις, στα όρια του να μη συμβεί καθόλου. Κατ'αρχήν από την πλευρά της ίδιας της Kristin, αφού η περίφημη βρετανική οργανωτικότητα αποφάσισε εκείνη τη μέρα να πάρει έναν υπνάκο. Και μετά από την πλευρά τη δικιά μας, αφού, φτάνοντας έξω από το Κύτταρο γύρω στις 9 και κάτι, μάθαμε τα καθέκαστα από έναν bouncer του μαγαζιού ο οποίος εκτιμούσε περίλυπα ότι ΑΝ βγει, θα βγει μετά τις 11. Βράδυ καθημερινής, με το σπίτι να βρίσκεται στον Πειραιά και την προσφάτως αποκτηθείσα δουλειά να περιμένει την άλλη μέρα, η λογική του καθώς πρέπει ενήλικα εργαζομένου θα του έλεγε αυστηρά να βάλει την ουρά στα σκέλια και να γυρίσει σπίτι. Όμως η δικιά μας λογική έλεγε να υποστηρίξουμε μέχρι τέλους την επιλογή μας και να μείνουμε τριγύρω. Πράγματι, επιστρέψαμε λίγο πριν τις 11, και μας είπαν ότι η συναυλία θα γινόταν. Η εμφάνιση της Kristin μας έκανε να ντραπούμε και μόνο που σκεφτήκαμε να μη μείνουμε.
Πρώτα όμως, έπρεπε να υποστούμε το τεστ αντοχής που άκουγε στο όνομα Simon Bloom. Ίσως να ήταν καλύτερη ιδέα να μετονομαστεί σε
Choco Bloom, τουλάχιστον θα μπορούσε να συνδέσει κανείς το όνομα του παιδιού με κάτι πιο ευχάριστο από τις ελαφρώς νυσταλέες συνθέσεις του συνοδεία μονότονα παιγμένης ακουστικής κιθάρας. Ίσως από μόνος του να μην ακουγόταν τόσο βαρετός. Για κακή του τύχη, όμως, τον διαδέχτηκε η φωτιά της Kristin. Ακόμα και η κιθάρα του κατάλαβε τη χαώδη διαφορά - φάνηκε να την καταβρίσκει στην αγκαλιά της Αμερικανίδας δημιουργού.
Από τη στιγμή που εμφανίστηκε, ντυμένη με τα ρούχα του ταξιδιού ακόμα, κατέστη πέρα για πέρα σαφές ότι η συναυλία αυτή δεν θα ακυρωνόταν με τίποτα. Η Kristin είχε έρθει με σκοπό να μας πει τις ιστορίες της, κι αν τελικά το τσουνάμι ανοργανωσιάς που χτύπησε από το πουθενά το Heathrow της επέβαλε να το κάνει με πιο lo-fi τρόπο, ίσως να ήταν και για καλύτερα. Καθισμένη στο κέντρο μιας άδειας σκηνής, με μοναδικό όπλο την κιθάρα του Simon του Bloom η οποία γνώρισε εκείνη τη βραδιά το πάθος, μας πήρε μαζί της στον κόσμο της. Κομμάτια από το κλασσικό πια
Hips & Makers, τον
προπέρσινο (πια) δίσκο της αλλά και τη δισκογραφία των Throwing Muses, όσο επέτρεπε η έλλειψη ηλεκτρισμού, ήρθαν και στοίχειωσαν το ασυνήθιστο σε τέτοια δύναμη Νέο Κύτταρο. Ιστορίες έρωτα και τρέλας, ιστορίες για έναν ζητιάνο στο λεωφορείο και διάφορους άλλους καταφρονεμένους αυτού του κόσμου, και μια γυναίκα μόνη εκεί πάνω, να καταθέτει την ψυχή της στα πόδια μας, μ'εμάς να την κοιτάμε εκστασιασμένοι. Από τις βραδιές που δεν ξεχνιούνται ποτέ, ειδικά όταν ξέρεις ότι τυχαία εξελίχθηκε έτσι, ίσα ίσα θαρρείς για να μείνει πιο έντονα χαραγμένη στη μνήμη.
5. Roisin Murphy @ Gagarin 205, 8 Νοεμβρίου 2008Η απίστευτη Ιρλανδή τίμησε την πόλη μας φέτος δυο φορές. Εμείς
είχαμε την τύχη να τη δούμε τη δεύτερη απ'αυτές, με τον πήχυ τοποθετημένο πολύ ψηλά μετά τους ύμνους που ακούσαμε για την πρώτη. Κι αυτή τον ξεπέρασε με την άνεση μιας
Στέφκα Κονσταντίνοβα, και με πολύ περισσότερο στιλ. Αναρωτιόμασταν αν το φθινοπωρινό βράδυ και ο κλειστός, μικρός και μπαρουτοκαπνισμένος χώρος θα αλλοίωναν τον χαρακτήρα της βραδιάς, ο οποίος ομολογουμένως ακουγόταν πιο λογικό να εκφραστεί σε έναν ανοιχτό και κεφάτο χώρο όπως η καλοκαιρινή Τεχνόπολη του Synch. Ευκολάκι, καθώς η Roisin δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα στο να τα κάνει κι αυτά δικά της. Το συνήθως μαγκούφικο Gagarin μετατράπηκε σε μια πίστα για χορό, ενώ η ατσούμπαλη, ματσό σκηνή του γέμισε γκλίτερ, χρώματα και soul, ανακατεμένη με γενναίες δόσεις ιρλανδέζικης τρέλας, πάθους και έξω-καρδιάς. Το κακομαθημένο και ψιλοάσχετο τμήμα του κοινού παρασύρθηκε κι αυτό από τον ενθουσιασμό και το ωμό, ατόφιο χάρισμα αυτής της κοπέλας, στο οποίο οι υπόλοιποι απλά υποκλιθήκαμε, και το μπρίο των πέντε φίλων της. Ο χορός έκανε παρέα με τον ενθουσιασμό του μουσικόφιλου καθώς το χρωματιστό μίξερ τους μετέτρεπε jazz, soul, beats, κιθάρες, και όλους τους άλλους ήχους που έβγαζε από το καπελάκι του ο multi-intrumentalist μάγος εκεί πίσω σε gourmet ηχητικά πιάτα, παρουσιασμένα με μια εγκεφαλική θεατρικότητα αντάξια ενός
Ferran Adria, αλλά πιο προσιτή. Η φωνή της Roisin έδινε σε κάθε κομμάτι το στίγμα, και η κάτοχός της υποδυόταν διαφορετικό χαρακτήρα με κάθε αλλαγή αμφίεσης, από την τρυφερή ύπαρξη του "I Want You" μέχρι την σκληρή βαμπ του "Pretty Bridges" και την ναζιάρα (καρό) ελαφίνα που έκανε στο "Slave to Love" το update που χρειαζόταν για τα πιο κυνικά και μοναχικά '00s. Βγαίνοντας από το Gagarin με μια εύθυμη χαλαρότητα να μας πλημμυρίζει το κεφάλι, δεν μπορούσαμε παρά να αισθανόμαστε τυχεροί που η απόλυτη σταρ της ποπ στα δικά μας μάτια έδειξε τέτοια προτίμηση στη μουντή και σοβαροφανή μας πόλη, ευχόμενοι η άνοδος των μετοχών της στα ύψη που της αξίζουν να μην την κάνει να μας ξεχάσει.
4. Asian Dub Foundation @ Πεδίο του Άρεως, 27 Σεπτεμβρίου 2008Αντίθετα με τον mr.grieves, για μένα το φοβερό live των ADF δεν αποτέλεσε στο παραμικρό έκπληξη. Δέκα χρόνια μετά από το καυτό καλοκαιρινό απόγευμα του 1998, όταν μου πήρανε το σκαλπ στην άμμο της Φρεαττύδας, είχαν περάσει
όταν τους ξαναείδα το Σεπτέμβρη κι όμως, έμοιαζε να μην έχει περάσει μια μέρα. Χωρίς καν να χρειαστεί ν'ανασύρουν παραπάνω από ένα κομμάτι από
το αριστούργημα εκείνης της χρονιάς, βασιζόμενοι σε μεγάλο βαθμό σε πρόσφατο ή νέο υλικό, έστησαν ένα πάρτι το οποίο σε κάθε τραγούδι έπαιρνε και μερικούς από εμάς μαζί του. Το τέλος της βραδιάς με βρήκε να χορεύω, περιτριγυρισμένη από δεκάδες κόσμο που έκανε το ίδιο, ασταμάτητα κι ελεύθερα, κάτω από μια βροχή που πολλαπλασίαζε τον λυτρωτικό χαρακτήρα της βραδιάς. Προσχήματα, δικαιολογίες, σύνορα και διακρίσεις είχαν ξεπλυθεί και χαθεί, έστω για εκείνη τη μιάμιση ώρα. Όταν τέλειωσε, ήταν μεγάλη η απογοήτευση όταν συνειδητοποιούσες ότι, βγαίνοντας στο δρόμο, πάλι θ'αντίκρυζες έναν πιτσιρικά από το Μπανγκλαντές να καθάρίζει τα τζάμια της BMW κάποιου ξιπασμένου Ελληνάρα, ή εκπροσώπους της περήφανης Δημοτικής Αστυνομίας να συλλαμβάνουν με περίσσιο τακτ κανένα ψιλόλιγνο Νιγηριανό που αναγκαζόταν να πουλάει ιμιτασιόν τσάντες για να βγάλει το νοίκι του βρωμερού ημιυπογείου που ο ιδιοκτήτης δηλώνει ως αποθήκη. Η γιορτή των ADF μπορεί να είναι τέτοια μόνο για όσο βρίσκονται πάνω στη σκηνή, αλλά σε κάνει να θέλεις να περάσεις όλο τον υπόλοιπο καιρό προσπαθώντας να πείσεις όλους τους ανθρώπους γύρω σου να τη ζήσουν έστω μια φορά, και να πάρουν κάτι από το θριαμβευτικό μήνυμά της. Το κυριότερο όμως είναι ότι, όσο διαρκεί, σε κάνει να πιστεύεις ότι αυτό είναι εφικτό.
3. R.E.M. @ Καλλιμάρμαρο, 5 Οκτωβρίου 2008
Όπως είχε γράψει και ο mr.grieves στο σχετικό κομμάτι τον Οκτώβριο, η αλήθεια είναι ότι ,μέχρι και λίγες ώρες πριν ο Michael Stipe, o Mike Mills και ο Peter Buck βγουν στη σκηνή μπροστά ίσως στο πιο ανάμικτο και ό,τι να'ναι κοινό που έχει βρεθεί ποτέ σε συναυλία στη χώρα
, δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς θα βλέπαμε. Δεν είχαμε συνειδητοποιήσει το μέγεθός του. Ήταν ένα event διοργανωμένο από το MTV, του οποίο και μόνο το όνομα έφτανε για να βάλει σε υποψίες όσους είχαν προλάβει να δουν πόσο είχε αλλάξει προς το χειρότερο λίγο πριν μας εγκαταλείψει για τα συνδρομητικά λημέρια. Ήταν τσάμπα. Είχε για support τους C:Real, με όλη τη συμπάθεια που έχω για τα παλιότερα χιτάκια τους. Οι πιθανότητες που έδινα προσωπικά στο να δούμε μια κανονική συναυλία των σπουδαίων Αθηναίων vs του να δούμε 6-7 τραγούδια από το
Accelerate συν το "Losing My Religion" ανάμεσα σε σποτάκια του καναλιού ήταν γύρω στο 20%. Φυσικά, ακόμα και το να δούμε μια τέτοια πετσοκομμένη βερσιόν των R.E.M. live ήταν αρκετά θελκτική. Απλά δεν ελπίζαμε σε πάρα πολλά.
Έτσι, καθίσαμε χαλαρά πίσω με μια παρέα φίλους και παρακολουθήσαμε από μακριά τους Kaiser Chiefs να παίζουν το μικρό λαϊκοβρετανικό τους σέτλιστ, με συγκατάβαση. Ήταν άλλο ένα σημάδι ότι θα έπρεπε να κρατάμε μικρό καλάθι. Παρ'όλ'αυτά, χωθήκαμε στη μεγάλη μάζα από σχετικούς και άσχετους που είχε πλημμυρίσει την πλατεία, κάτω από τις ξέχειλες κερκίδες. Φτάσαμε σε έναν πυλώνα φωτισμού κι εκεί περιμέναμε, βομβαρδιζόμενοι από χαζοχαρούμενους παρουσιαστές και σποτάκια. Όλα πήγαιναν όπως τα περίμενα, μέχρι τη στιγμή που τα φώτα χαμήλωσαν, και οι τρεις κύριοι έκαναν την εμφάνισή τους και χωρίς περιστροφές μπήκαν στο ψητό με ένα κολασμένο "Living Well Is The Best Revenge". Άντεξα για όλη του τη διάρκεια να στέκομαι ήσυχη (που λέει ο λόγος) πίσω από έναν μαλάκα με φουσκωτό μπουφάν που είχε σταθεί σαν μπάστακας και δεν κούναγε ούτε βλέφαρο. Μόλις όμως άκουσα και την εισαγωγή του "What's the Frequency Kenneth?" δεν άντεξα. Πήδηξα από το σκαλοπατάκι μέσα στη μάζα που πλέον χοροπηδούσε ολόκληρη.
Έβλεπα τους R.E.M., ζωντανά και κανονικότατα και με απ'όλα! Ο Stipe ήταν ο απόλυτος χαρισματικός σταρ, δίνοντας μια ολόκληρη παράσταση σε κάθε τραγούδι με όλο του το σώμα, με μικρούς σαμανικούς χορούς και χειρονομίες που έλεγαν όσα και η χάλκινη φωνή του (αυτό μου έδινε πάντα το συναισθητικό κέντρο του εγκεφάλου μου), ίσως και περισσότερα. Ο Mike Mills πρόσθετε τα πιο πιασάρικα και κολλητικά backing vocals που έχουν ακουστεί στην ποπ μουσική τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια, σε σημείο που αρκετές φορές να προσέχω περισσότερο αυτόν, πράγμα κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο όταν έχεις τον Τζόρτζεβιτς της μουσικής μπροστά σου. Ο δε Peter Buck αρκούνταν στο να κραδαίνει την Rickenbacker του, βγάζοντας από μέσα της μελένια ριφάκια τα οποία αποτελούσαν τη ραχοκοκκαλιά του κάθε τραγουδιού.
Τα καινούρια τους τραγούδια ακούγονταν στιβαρά και καλογυαλισμένα, και τα παλιά παίχτηκαν με σφρίγος και ένταση που θα έκανε κάποιον άσχετο να πιστέψει ότι είναι από τον τελευταίο δίσκο της μπάντας και όχι τεράστια, χιλιοπαιγμένα χιτς 15 χρόνων και βάλε. Ακόμα και τραγούδια που άκουγα στο ραδιόφωνο συνέχεια και θεωρούσα πως ήταν οι R.E.M. στον αυτόματο πιλότο, όπως το "The Great Beyond" και το "Imitation of Life", ακούγονταν γιγαντιαία έτσι όπως τα έπαιζαν παθιασμένα και ο κόσμος, ενθουσιασμένος, τα έπαιρνε και τραγουδώντας τους τα ξανάδινε πίσω.
Κι όταν ήρθε το "Losing My Religion" και η μεγάλη μάζα έφυγε για να προλάβει να ξεπαρκάρει το αμάξι πριν πέσει στην κίνηση και να πάει να δει τις ειδήσεις και να κοιμηθεί, ήσυχη ότι επιτέλεσε το καθήκον της ως μουσικόφιλη προτιμώντας την τσάμπα ροκ συναυλία από το ποτάκι στο ελληνάδικο, και πήγαμε ακόμα πιο μπροστά, ήταν απλά γιορτή και αποθέωση. Οι αρκετές χιλιάδες που είχαμε απομείνει τραγουδάγαμε και χορεύαμε μέχρι να κλείσει ο λαιμός και να ξεθεωθούν τα πόδια, και η μπάντα έδινε ό,τι είχε και δεν είχε. Ένα θριαμβευτικό "Orange Crush" και ένα οργασμικό "It's the End of the World..." έστειλαν κι εμάς κι αυτούς στα ουράνια, με την ερώτηση, γραμμένη από το χέρι του Μιχαλάκη ενδιάμεσα, να μοιάζει ρητορική. VASIKA THELOUME NA SAS KSANADOUME.
2. P.J. Harvey @ Θέατρο Badminton, 30 Ιουνίου 2008Επιστρέφοντας από το μαγικό ταξίδι μας και από τη μεγάλη μουσική βραδιά που το ενέπνευσε, η μόνη μας παρηγοριά ήταν ότι, λίγες μέρες μετά, μας περίμενε μια άλλη πολυαγαπημένη μουσικός. Απ'όλες τις φορές που είχε έρθει, εγώ είχα την τύχη να τη δω την τελευταία, τον Ιούνιο του 2004. Τότε, σ'έναν μισοάδειο Λυκαβηττό - μα και τα indie παιδιά προτίμησαν τις Ευρωεκλογές; τς, τς, τς - η Polly Jean είχε στις βαλίτσες της ζεστό ακόμα το
Uh Huh Her, στο οποίο την είχαμε δει να επιστρέφει στις σκληρές, lo-fi πρώτες της μέρες, με κάπως άνισα αποτελέσματα. Τώρα, η από τη φύση της ανήσυχη μούσα της την είχε οδηγήσει στα σκοτεινά, υγρά μονοπάτια του εκπληκτικού
White Chalk, και αν υπήρχε ένα album που ανυπομονούσα ν'ακούσω ζωντανά εκτός από το
In Rainbows, για το οποίο η αποστολή είχε μόλις εκτελεσθεί, ήταν αυτό. Ένα κλειστό αμφιθέατρο με φοβερή ακουστική έμοιαζε το τέλειο σκηνικό.
Μπαίνοντας, μας υποδέχτηκε η Nina Simone από τα ηχεία και στη σκηνή ένα πιάνο στολισμένο με φωτάκια, ένα αναλόγιο και λίγα άλλα όργανα, γύρω από μια καρέκλα, όλα θεατρικά στημένα και διακοσμημένα ώστε να τονίζουν την ιδέα της παράστασης. Η περιέργειά μας χτύπησε κόκκινο, καθώς από την απόσταση των θέσεών μας προσπαθούσαμε να προσδιορίσουμε τη φύση της βραδιάς. Και μετά όλα τα φώτα έσβησαν, όλοι οι ήχοι σώπασαν, και ήρθε η PJ. Με ένα λευκό φόρεμα, σαν νυφικό άλλης εποχής, και τα χαρακτηριστικά μαύρα της μαλλιά χτενισμένα σε ανάλογο ύφος. Όλα έμοιαζαν έτοιμα για μια σχεδόν κλασική βραδιά.
Τότε λοιπόν, η Polly Jean άρπαξε την ηλεκτρική κιθάρα και μανιασμένα άρχισε να παίζει το "To Bring You My Love", και αμέσως μετά το "Send His Love To Me", αφήνοντάς μας όλους άφωνους πριν ξεσπάσουμε σε τρελές ζητωκραυγές, τόσο για την ίδια όσο και για το γεγονός ότι θα βλέπαμε όλη την γκάμα των μουσικών εκφάνσεων της τρομερής Αγγλίδας. Και έτσι ακριβώς ήταν.
Στη διάρκεια της επόμενης μιάμισης ώρας, η PJ έγινε τα πάντα, παραμένοντας ο εαυτός της. Μας πήγε στη χώρα του
White Chalk, περπατώντας μας στα βράχια της Κορνουάλης φροντίζοντας να βλέπουμε, εκτός από τον ωκεανό, τα απομεινάρια από τις γυναίκες που έπνιξαν στους απότομους γκρεμούς τη ντροπή τους. Μας πέρασε από σκοτεινά στενάκια της πόλης, όπου άλλες ηρωίδες ξόδευαν την ύπαρξή τους σε κρεβάτια που δεν έμπαιναν ποτέ στον κόπο να στρώσουν. Τα μοιρολόγια του πιάνου διαδέχονταν στεγνά, αστόλιστα πορτραίτα σε καμβάδες από συνθετικά μιάσματα, και από εκεί συνέχιζαν μικρές ηλεκτρισμένες καταιγίδες, με την εκπληκτική φωνή της να αφήνει μέσα μας τα σημάδια κάθε μίας από τις ιστορίες. Η ερμηνεία της σε ένα απο τα αγαπημένα μου κομμάτια του 2007, το συγκλονιστικό "The Mountain", θα βρίσκεται για πάντα στο πάνθεον των κορυφαίων συναυλιακών στιγμών της ζωής μου.
Εμείς, από τη μεριά μας, μετά το αρχικό σοκ και τον ενθουσιασμό που το ακολούθησε, μπήκαμε στο ταξίδι και κάθε τραγούδι μας έβρισκε αρπαγμένους από το μπροστινό κάθισμα, σχεδόν δυστυχισμένους που η φύση της αίθουσας μας ανάγκαζε να μένουμε καρφωμένοι σε μια θέση αλλά παράλληλα ευγνώμονες που η αναγκαστική αυτή υπακοή εκ μέρους μας σήμαινε ότι αυτό που βλέπαμε κι ακούγαμε θα έφτανε στις αισθήσεις μας απρόσκοπτο κι ελεύθερο, με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση. Κοιτάζαμε μαγεμένοι και συνεπαρμένοι όσο διαρκούσαν, και μετά ξεσπάγαμε σε ένα χειροκρότημα που νιώθαμε πως δεν ήταν ποτέ αρκετά δυνατό για να αποδώσει το πόσο απολαμβάναμε την τέχνη της.
Προς το τέλος του σετ, μετά από ένα εκπληκτικό "Grow Grow Grow", η PJ φάνηκε κι η ίδια να εκπλήσσεται με την ανταπόκριση, ευχαριστώντας μας πολλές φορές και αφήνοντάς μας να διαλέξουμε ένα κομμάτι, με τυχερούς όσους ζητησαν το φοβερό "The Dancer" από τα παλιά. Παρ'όλο που είπε ότι δεν το πολυθυμόταν, όχι απλά το έπαιξε αλλά μας έδωσε μια από τις πιο ανατριχιαστικές στιγμές της βραδιάς. Όσοι δεν είχαν την τύχη να βρεθούν εκείνο το βράδυ στο Badminton θα πρέπει ν'αρκεστούν σε βιντεάκια στο YouTube που όμως αποδίδουν μόνο τον ήχο και την εικόνα. Κι αν η εξαιρετική ακουστική και η απόλυτη στάση προσοχής του κοινού τα βοήθησαν να βγουν σχεδόν τέλεια, δεν μπόρεσαν να πιάσουν όλα όσα μας έδωσε να νιώσουμε η PJ Harvey, κλείνοντας τον πιο μεγάλο συναυλιακό μήνα της ζωής μου όπως του άξιζε.
1. Radiohead @ Arenes de Nimes, 14 ιουνίου 2008Θα είχε πλάκα να μπορούσε να παρακολουθήσει κανείς το εσωτερικό ντέρμπι (στα χαρτιά) που εκτυλισσόταν στο μυαλό μου στα πρώτα λεπτά του τρίτου ανταμώματός μου με τους Radiohead, εκείνη την όμορφη, πεντακάθαρη καλοκαιρινή βραδιά στη Nimes. Ο αντικειμενικός μου εαυτός, αυτός που απαιτεί πάντα περισσότερα απ'αυτούς που ξέρει ότι μπορούν να τα προσφέρουν και που συνεπώς είναι πάντα έτοιμος να εντοπίσει πραγματάκια που θα του επιτρέψουν να γκρινιάξει και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα αγνοούσε, ήρθε αντιμέτωπος με τον άλλο, αυτόν που από την πρώτη στιγμή που είδε τον Thom στη σκηνή ήθελε ν'ανέβει επάνω και να του ανακατέψει (ακόμα χειρότερα) το μαλλί. Πριν καν τελειώσει το "Arpeggi", ο πρώτος είχε στριμωχτεί άσχημα στα σχοινιά. Το σαρωτικό "Myxomatosis" αποτέλεσε ένα καταστροφικό δεξί άπερκατ, στο "Pyramid Song" παραπατούσε, και στο "Nude" ήρθε το πολυαναμενόμενο νοκ-άουτ. Ο νικητής εαυτός, γεμάτος αγνή ευγνωμοσύνη και, βασικά, ευτυχία γι'αυτό που έβλεπε, άφησε στα γρήγορα το χέρι του διαιτητή ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε για να σταθεί ακίνητος και, μέσα από τη θάλασσα των κεφαλιών που άνοιξε με σχεδόν Μωυσιαία μεγαλοπρέπεια ώστε να μπορέσει το πλάνο να είναι τέλειο, να δει το μικροσκοπικό αντικείμενο της λατρείας του να φτάνει σε
εκείνη τη νότα, και μετά, σίγουρο ότι έχει 27.000 μάτια καρφωμένα πάνω του και 13.500 αναπνοές κρατημένες για χάρη του, ν'αρχίζει εκείνες τις πάνγλυκες σκάλες από "ουουου" που ολοκληρώνουν το τραγούδι.
Αυτη, κυρίες και κύριοι, ήταν μια (ακόμα) από τις 4-5 καλύτερες στιγμές της καριέρας μου ως concert goer. Αν σκεφτεί κανείς ότι η βραδιά είχε μπόλικα ακόμα highlights που περιστοίχιζαν το Έβερεστ που προανέφερα, μπορεί να καταλάβει ότι ναι, λίγες χιλιάδες χιλιόμετρα και ένα ταλαίπωρο εξάμηνο αναμονής άξιζαν τον κόπο. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να φτιάξουμε ένα ωραιότατο σποτάκι για τη Mastercard βάζοντας στη θέση του "ανεκτίμητου" κάποιο τυχαίο ενσταντανέ κοντινό των προσώπων μας στη διάρκεια π.χ. του "There There" ή του "Bodysnatchers". Δυστυχώς δεν έχω την πολυτέλεια να είμαι απ'αυτούς τους τυχερούς μπάσταρδους (σόρι παιδιά, από τη ζήλια μου τα λέω) που τους βλέπουν 3 και 4 και 6 φορές σε κάθε περιοδεία, αλλά αυτό σημαίνει ότι κάθε μια από τις φορές που συναντιόμαστε είναι πολύ, ΠΟΛΥ μεγάλη υπόθεση.
Δεν ανέφερα τυχαία τα δυο παραδείγματα των τραγουδιών. Την πρώτη φορά που τους είδα, τη θρυλική πλέον βραδιά της 26ης Ιουνίου του 2000 στο Λυκαβηττό (πρώτη και σε αρκετές περιπτώσεις τελευταία φορά για πολλούς Έλληνες φίλους τους, δυστυχώς), είχαν μόλις βγει από το στούντιο μετά την Οδύσσεια των sessions του
Kid A, προφανώς όχι στα πιο τρελά τους κέφια. Στη Μαδρίτη σύστηναν στον κόσμο το
Hail to the Thief, και η συναυλία ήταν βασικά ένα δίωρο χορευτικό πάρτι, με τον Jonny να κλέβει την παράσταση με τους παπάδες που έκανε πίσω από το μικρό του κάστρο στα δεξιά της σκηνής αλλά τον Thom να τα'χει πάρει με τον Ισπανό ηχολήπτη. Αυτή τη φορά, λοιπόν, ήταν η ώρα για τους παλιόφιλους από την Οξφόρδη να βγάλουν τον πιο χαλαρό, κεφάτο και ροκ εαυτό τους.
Βγήκαν εκεί πάνω άνετοι, χαμογελαστοί, κλασικά σα να έχουν έρθει από άλλο πλανήτη ο καθένας. Ο Phil χωρίς
το μωβ πουκάμισο αλλά όπως πάντα ατσαλάκωτος σα να πήγαινε στη δουλειά του στην τράπεζα, δεξιά ο Jonny απόλυτο nerd icon με φουτεράκι με κουκούλα, περιτριγυρισμένος από keyboards, sequencers, laptops και διάφορα άλλα μπλιμπλίκια και ζωσμένος την ταλαιπωρημένη πλην ιστορική Telecaster του, αριστερά ο Ed λες και βγήκε από το μαγαζί του Αρμάνι με άψογη σακακιά και κασκόλ στους 20 βαθμούς γιατί αυτός είναι ο Ed o O'Βrien αγαπητοί μου, ο θεούλης Colin ως συνήθως ο μόνος φυσιολογικά ντυμένος και ο μακράν πιο κουλ απ'όλους με το άσπρο t-shirt του και ο Thom με ένα σακάκι που ξεφορτώθηκε στο δεύτερο κομμάτι (30χλμ από τη Μεσόγειο βρίσκεστε καλοκαιριάτικα ρε παιδιά, έλεος) κι ένα κοντομάνικο πουκάμισο τουλάχιστον ένα νούμερο πιο μεγάλο απ'ότι έπρεπε. Αλλά όλοι ενθουσιασμένοι! Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι πιο μεγάλες στιγμές ήρθαν από τα τραγούδια που έχουν ρυθμό και πολλές κιθάρες. Θυμάμαι τον εαυτό μου στο "There There" να κοντοστέκεται να τους χαζέψει ενώ ξεκινούσαν και ν'αναρωτιέται αν υπάρχει πιο πλήρες ροκ κομμάτι που να κυκλοφορεί στην πιάτσα, και 1-2 λεπτά αργότερα, όταν το βραδυφλεγές φυτίλι σώθηκε, να βρίσκεται στον αέρα ουρλιάζοντας "Why so green and lonely?/ Heaven sent you to me". Ήταν πιο ωραίο απ'ότι το περιγράφω. Ήταν χάσιμο. "National Anthem", "Where I End...", "Jigsaw...", "Bangers 'n' Mash", καταλαβαίνετε.
Φυσικά, δεν ήταν μόνο αυτά. Σε ένα σέτλιστ απολαυστικά ποικιλόμορφο και ποικιλόχρωμο, που όμως θα ήταν εξίσου εντυπωσιακό κι αν αντικαθιστούσες και τα 24 κομμάτια με κάποια άλλα της δισκογραφίας τους, διότι απλούστατα είναι σχεδόν όλα
τόσο καλά (για πόσους άλλους μπορείς να το πεις αυτό; Κι όμως. "Paranoid Android", "Fake Plastic Trees", "Just", "Like Spinning Plates", "Morning Bell", "Climbing Up The Walls", "Airbag", "Go To Sleep", "Kid A", "You And Whose Army", "Lucky", "Dollars & Cents". Χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, 12 τραγούδια που έμειναν απ'εξω, απ'αυτά που παίζουν ψιλοτακτικά...), παλιά και καινούρια ταίριαξαν τέλεια και, χωρίς κανένα κομμάτι να ξεφύγει ούτε κατά μισό λεπτό από τον studio χρόνο του, όλα σχεδόν έβαλαν μια νέα φορεσιά. Το "The Gloaming" μετατράπηκε σε ένα ελαφρώς jazzy art-pop κομψοτέχνημα, ενώ το "House of Cards" απέκτησε τη σέξι χαλαρότητα που απαιτούσε η καλοκαιρινή βραδιά (και οι στίχοι), στολισμένο με υπέροχα κιθαριστικά κεντίδια από αυτά στα οποία ειδικεύονται οι δυο κύριοι στις άκρες της σκηνής.
Ο κύριος στο κέντρο της σκηνής, από την άλλη, αυτή τη φορά δεν ήταν ούτε τσαντισμένος, ούτε κακόκεφος ούτε τίποτα, και ως εκ τούτου με τεράστια άνεση μας πήρε την προσοχή, τα μυαλά και τις καρδιές. Όχι ότι τις προηγούμενες φορές δεν συνέβη αυτό (πολύ δύσκολα το αποφεύγεις) αλλά στη Nimes έγινε υπερβολικά εύκολα. 'Οποιος έχει δει έστω και πέντε συναυλίες στη ζωή του ξέρει πως είναι όταν κάποιος εκεί στο κέντρο σε κάνει να χαμογελάς σα χαζός κοιτάζοντάς τον, σαν ερωτοχτυπημένος/η. Μου έχει τύχει κάμποσες φορές προσωπικά: συμβαίνει, και είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο μπορεί να βαρυγκομάς για να πληρώσεις ένα λογαριασμό αλλά θα προσπαθείς πάντα να βγάλεις από τη μύγα ξύγκι για να αγοράσεις ένα εισιτήριο για ένα live. Ακόμα θυμάμαι τον Stuart Staples στη "Σφεντόνα" το '99 με τα κλειστά μάτια του και το άσπρο του πουκάμισο, να ερμηνεύει το "Tiny Tears" και να με στέλνει στο καναβάτσο. Τον Wayne Coyne, γελαστό μέσα από τα γκρίζα, κατσαρά, γελαστά μούσια του, να με μπάζει χωρίς τον παραμικρό κόπο στο διαγαλαξιακό πάρτι του στο Gagarin το Μάρτη του 2003. Τον Greg Dulli να με σαγηνεύει, φέτος, ενάμισι μήνα πιο πριν, με την ξέχειλη από μετάνοια και πονεμένη τεστοστερόνη φωνή του και τις βόλτες του πάνω στη μπάρα.
Ο Thom δε χρειαζόταν τίποτα, καμιά ιδιαίτερη επίδειξη, ούτε καν μια λέξη. Για την ακρίβεια είπε ελάχιστες, γιατί μάλλον υπήρχε κάποιο θέμα με την ώρα και την όχληση των περιοίκων κι έπρεπε να τελειώσουν ακριβώς στις 12, όπως κι έγινε, οπότε δεν υπήρχε καιρός για πολλά-πολλά ανάμεσα στα τραγούδια. Απλά αρκούσε να είναι ο εαυτός του για να τον ξαναμαναερωτευτούμε όλοι μαζί. Και ήταν. Τα δυο πρώτα κομμάτια ήταν προειδοποιητικά, αλλά στο "Myxomatosis" βούτηξε το μικρόφωνο και άρχισε να κάνει βόλτα λίγα εκατοστά από το χείλος της σκηνής, γρυλλίζοντας στίχους όπως "my thoughts are misguided and a little naive" και κοιτάζοντας ταυτόχρονα κάποιους από τις πρώτες σειρές κατευθείαν στα μάτια. Τότε πια ήμουν σίγουρη ότι θα έβλεπα την κορυφαία από τις τρεις παραστάσεις του που έχω δει, και πράγματι, έτσι ήταν. Η φωνή του ακουγόταν πιο απελπιστικά όμορφη από ποτέ. Στο "15 Step" διέσχισε το μισό από το διαθέσιμο χώρο χορεύοντας σαν τρελός για να βρεθεί μπροστά στο μικρόφωνο ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε να ξεκινήσει να τραγουδάει, ενώ στο "Street Spirit" δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω καθώς στο ρεφραίν 13.500 φωνές ενώθηκαν στο "fade out agaaaain" για να ξεμείνουν όλες ταυτόχρονα από ανάσα την ώρα που αυτός βρισκόταν ακόμα στη μέση της δικιάς του. Το τέλος, δε, του "Exit Music", όταν το τελευταίο "that you cho-oke" αντήχησε στα πίσω τοιχώματα της
υπέροχης ρωμαϊκής αρένας κι έφτασε πίσω στ'αυτιά μας γλυκό σαν δηλητηριασμένο μέλι, ήταν η δεύτερη απόλυτα μαγική στιγμή της βραδιάς.
Μιας βραδιάς που κύλησε σαν ένα χαρούμενο, ονειρικό rollercoaster, κάνοντάς μας ν'αναρωτιόμαστε αν όλα όσα ζούσαμε είχαν 100% συμβεί. Ο mr.grieves, ας πούμε, είναι απόλυτα σίγουρος και πεπεισμένος μέχρι σήμερα ότι ο Thom του πόζαρε χαμογελαστός όταν πήγε να τον φωτογραφήσει (πως αλλάζουν οι εποχές, το 1995 θα είχε ακούσει καμιά οξφορδέζικη χριστοπαναγία), ενώ η υπογράφουσα φέρει από τη μεριά της ως μικρό προσωπικό παράσημο το ότι διέκοψε το "Talk Show Host" όταν φώναξε ένα αυθόρμητο "Yes!", εν μέσω γενικής σιγής, από την τρίτη σειρά στην ερώτηση "You want me?", για να δει τον Thom ξαφνικά να σταματάει να παίζει και να μοιάζει λίγο χαμένος, ψάχνοντας να βρει τι έπρεπε να κάνει με την κιθάρα. Μιας βραδιάς που τέλειωσε ενώ θα ορκιζόμουν ότι είχε περάσει περίπου ένα 20λεπτο κι ακόμα περίμενα να ξανακούσω επιτέλους live το πολυαγαπημένο μου "How To Disappear Completely", και ξαφνικά τους είδα να υποκλίνονται και να εξαφανίζονται στα παρασκήνια. Ποτέ άλλοτε δεν έχω νιώσει τόσο έντονη, σχεδόν ζωτική ανάγκη να ξαναδώ ένα συγκρότημα τη στιγμή που τα φώτα άναψαν μετά από μια συναυλία. Αλλά και κανένα άλλο συγκρότημα δεν είναι οι Radiohead. Το ραντεβού ανανεώθηκε, αλλά δεν πρόκειται να το αφήσω να είναι σε άλλα 5 χρόνια. Αν πουν ότι παίζουν μία και μοναδική τελευταία συναυλία στη Γη του Πυρός, θα είμαι εκεί. Θα είμαστε εκεί. Το υπογράφω.